Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Πειραϊκά Ανέκδοτα

                      Πειραϊκά Ανέκδοτα
     Στην άγνωστή γυναίκα που αυτοκτόνησε στις γραμμές του Ηλεκτρικού την εβδομάδα που μας πέρασε.

      Είχα σχεδιάσει να αναφέρω μερικά από μνήμης ανέκδοτα Πειραιωτών δημιουργών παλαιότερων εποχών, Πειραϊκά περιστατικά, όπως μου τα αφηγήθηκαν κατά καιρούς, διάφορα σημαίνοντα πρόσωπα από τον Πειραϊκό χώρο που έτυχε να γνωρίσω από κοντά στο διάβα των Πειραϊκών μου εργασιών. Τα σκόρπια αυτά σκαμπρόζικα και πιπεράτα γεγονότα που αφορούσαν παλαιότερους Πειραιώτες, ανθρώπους του πνεύματος ή καλλιτέχνες, ήθελα να τα προσθέσω σε αυτά που είχα αποδελτιώσει διαβάζοντας το εξαιρετικό, αυθόρμητο, ψυχαγωγικό, σπαρταριστό βιβλίο ανθολόγιο της παλαιάς συγγραφέως Έλλης Αλεξίου «υπό εχεμύθειαν», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1977. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσει κανείς ανάμεσα στα άλλα της δασκάλας συγγραφέως, που μέσα στις 233 σελίδες του αναπλάθεται με ευχάριστο και αυθεντικό τρόπο, πηγαίο και άμεσο λόγο, ο χαρακτήρας πολλών γνωστών μας ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης από όλο το φάσμα της ελληνικής καλλιτεχνίας. Η Έλλη Αλεξίου μας διέσωσε με το μικρό αυτό προσωπικό της ανθολόγιο, το πνεύμα και το ύφος μιας εποχής και των ανθρώπων της. Ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, χαίρεσαι την αυθεντικότητά του, την ειλικρίνεια με την οποία της αφηγούνται τα διάφορα κοινωνικά και προσωπικά περιστατικά ατόμων του πνεύματος και της τέχνης, τα ντεσού της λογοτεχνίας.
Από το βιβλίο αυτό είχα αποδελτιώσει αυστηρά και μόνο περιστατικά που αφορούσαν Πειραιώτες που γεννήθηκαν στον Πειραιά, και όχι όσους έζησαν ή δραστηριοποιήθηκαν, όπως πχ. ο συγγραφέας Σπύρος Μελάς, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας κ.ά. Θέλησα να δώσω ένα καθαρά Πειραιώτικο μικρό ανθολόγιο, ευχάριστων αναμνήσεων που κατέγραψε η πολυγραφότατη συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, αδερφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, συζύγου του Μάρκου Αυγέρη. Για την συνάντησή μου μαζί της, έχω αναφερθεί παλαιότερα.
     Ορισμένα όμως σύγχρονα περιστατικά της ελληνικής κοινωνικής επικαιρότητας, με έκαναν όχι μόνο να αγανακτήσω, αλλά και να αισθανθώ βαθύτατη θλίψη για την ελληνική φάρα μου. Σίγουρα, δεν συμπεριφέρονται έτσι όλοι οι Έλληνες, όμως τα γεγονότα αυτά, εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο, την παθογένεια της ελληνικής μας φυλής στις μέρες μας. Η ισοπέδωση είναι ασφαλώς φασισμός, αλλά και η αδιαφορία μας επίσης. Γεγονότα που για άλλη μια φορά, μου επιβεβαιώνουν την άποψη, ότι η Τέχνη είναι εντελώς άχρηστη στις μέρες μας, συμπεριλαμβανομένης της Ποίησης και της Λογοτεχνίας. Δεν τολμώ να συμπεριλάβω και την όποια ανάγνωση παλαιότερων βιβλίων με άλλες ιδεολογικές, αξιολογικές και μεταφυσικές αρχές γιατί τότε, είναι να πάρουμε τα βουνά. Φαίνεται όπως δείχνουν τα πράγματα, η ελληνική φυλή έφτασε στα όριά της. Η Τέχνη θα είναι Πολιτική ή δεν θα είναι Τέχνη. Και δεν εννοώ Πολιτική με την στενάχωρη έννοια που την ήθελαν οι παλαιοί αριστεροί θιασώτες της, οι ραβδούχοι της μαρξιστικής προλεταριακής δικτατορίας, αλλά εννοώ μια Τέχνη που διαμόρφωνε συνειδήσεις επί τω φιλανθρωπότερο. Μας έκανε πιο ανθρώπινους. Αυτός ο λειτουργικός της ρόλος δεν υπάρχει πια.
Ας δούμε μερικά από τα σύγχρονα κοινωνικά γεγονότα των ημερών μας στην χώρα μας:
Α) δολοφονήθηκε με άγριο τρόπο ένας αξιοπρεπέστατος όπως φαίνεται οικογενειάρχης μεγαλοδικηγόρος μέσα στο Δικηγορικό του Γραφείο. Και παρευρέθησαν στην κηδεία του ο κύριος υπουργός Δικαιοσύνης και ο κύριος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και καλά έκαναν. Ερώτηση, δεν είναι υπεύθυνος ο προηγούμενος υπουργός δικαιοσύνης που με τον νόμο του αποφυλακίστηκαν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, και βγαίνοντας έξω, ξανά-εγκλημάτησαν; Όπως δήλωσαν η κυρία Ιωάννα Μαύρου και ο κύριος Πάνος Σόμπολος στις βραδινές ειδήσεις μεγάλου καναλιού; Και δεν είναι υπεύθυνος ο κύριος πρόεδρος της Δημοκρατίας που υπέγραψε το διάταγμα; Αν είναι ανεύθυνος ο πολιτειακός άρχοντας, που είναι το προσωπικό του κύρος, γιατί δεν παραιτείται;
Β) δολοφονήθηκε με φρικτό τρόπο μια κοπέλα μέσα στο νεκροταφείο. Έτσι δείχνουν τον αντρισμό τους οι έλληνες άντρακλες; Σαν τους ψευτοπαλληκαράδες που δολοφόνησαν τον Κρητικό φοιτητή;
Γ) Φίμωσαν και βασάνισαν μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα για να την ληστέψουν. Και η δικαιοσύνη θα τους αφήσει ελεύθερους όταν και όποτε τους συλλάβουν; Και η Εκκλησία θα τους δώσει άφεση γιατί μετάνιωσαν; Την ίδια στιγμή που βγάζουν σπυράκια οι ιερείς αν κάποιος χριστιανός θέλει να προβεί σε μια διαφορετική τελετή ταφής. Ή κατακεραυνώνουν όσες γυναίκες πουλούν το κορμί τους για να βοηθήσουν τον εαυτό τους ή την οικογένεια τους, και τις κρατούν σε καραντίνα οι άσπιλοι και καθαροί χριστιανοί;
Δ) Δεν μου το μετέφεραν, άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά να βρίζουν και να διαμαρτύρονται-ένα μέρος των επιβατών του Ηλεκτρικού συρμού την ώρα που πήγαινα στην εργασία μου, και μας σταμάτησαν και μας ζήτησαν από τα μεγάφωνα να βγούμε έξω από τα βαγόνια, και είτε να περιμένουμε, είτε να βρούμε άλλον τρόπο να συνεχίσουμε για την δουλειά μας. Πολλοί έλληνες και ξένοι δυστυχώς, διαμαρτυρήθηκαν στους υπευθύνους άγρια, λες και έφταιγαν αυτοί. Δεν τους συγκίνησε καν η αυτοκτονία ενός ανθρώπου. Και όλος αυτός ο όχλος ελλήνων και ξένων ατόμων, θα ζητήσει να φορολογηθούμε για να καρπωθεί τα επιδόματα αλληλεγγύης και άλλα οικονομικά βοηθήματα; Οικογένειες ελλήνων και ξένων αθίγγανων προβαίνουν σε παραβατικές ενέργειες υψηλού κινδύνου και δεν διαμαρτύρεται κανείς. Δεν νοιάζεται κανείς.
Για ποια δικαιοσύνη μιλάμε; Για ποια ασφάλεια μιλάμε; Για ποιά ανθρωπιά μιλάμε; Και ποιών; Των πολιτικών, των ψηφοφόρων, της φυλής μας, των ξένων που εισήρθαν παράνομα στην χώρα; Για ποια εθνική υπερηφάνεια μιλάμε όταν υποστηρίζουμε φαινόμενα ναζιστικής βίας, ενώ ζήσανε στο πετσί τους οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας την εγκληματική βία των ναζί κατακτητών; Υποστηρίζουμε τους επιγόνους τους; Αυτών που σκότωσαν και βασάνισαν το λαό μας και κατέλαβαν την χώρα μας; Μήπως παραφρονήσαμε ομαδικώς; Εγκληματικές μειοψηφίες δρούν δικτατορικά σε βάρος όλων των υπολοίπων. Αν αυτό είναι Ευρωπαϊκός Πολιτισμός, τότε καλύτερα να τον αρνηθούμε. Και οι λαλίστατοι δημοσιογράφοι ασχολούνται με τις ενδυματολογικές προτάσεις των…
Άραγε, οι παλαιότεροι θεωρητικοί των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών και του χωρίς ήθος και ηθική, ιδεολογία και λελογισμένου κέρδους, τέτοιου είδους κοινωνίες ονειρεύτηκαν;
Μέσα σε αυτό το άγριο κοινωνικό περιβάλλον, που εμείς οι ίδιοι οικοδομήσαμε και αποδεχόμαστε, που δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε αυτήν την χώρα, τι να πει και τι να κάνει η Τέχνη της ποίησης, της λογοτεχνίας, του θεάτρου, της μουσικής; Να εκφράσει τι και ποιους; Και η θρησκευτική πίστη των ανθρώπων τι εκφράζει πλέον, μήπως μόνον την παρτάκικη συμπεριφορά των νεοελλήνων πιστών;
     Όλα αυτά τα βάρβαρα και δολοφονικά των ημερών μας, θα μπορούσαν ίσως, να γίνουν κατανοητά, μια και όλοι μας ποικιλοτρόπως πτωχεύσαμε, και αποδεχόμαστε το μη δίκαιο. Όμως, να αυτοκτονεί κάποιο άγνωστό σου άτομο και εσύ να βρίζεις και να διαμαρτύρεσαι γιατί δεν ξεκινά ο συρμός, ή δεν μπορείς να περιμένεις να βγάλεις το εισιτήριο σου; Αυτό δεν κατανοείται. Αυτοί, δεν είναι Έλληνες.
Κρίμα, που το τέλος της πολιτικής στην χώρα μας, το έφεραν άτομα από τον λεγόμενο «δημοκρατικό» χώρο. Οι δεξιοί με το πρώτο μνημόνιο μας χρέωσαν περί τα 100 εκατομμύρια, οι του πασόκ άλλα 100, και οι συριζαίοι άλλα 80 και. Σύνολο; Κατά τα άλλα, ποιος θα πρωτό-παρελάσει           
        
Του ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΒΟΥΤΥΡΑ
    Μια βραδιά, καλοκαίρι ίσως του 1914 ή του 1915, τρώγανε στο μαγέρικο του Μπάρμπα-Κώστα όπου τρώγανε επί τρείς δεκαετίες οι λογοτεχνικοί κύκλοι της Δεξαμενής, Βουτυράς, Καζαντζάκης, Στυλιανός Αλεξίου και τα τρία παιδιά του: Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ραδάμανθος και Έλλη Αλεξίου. Μετά το φαγητό συνεχίστηκε η γλυκοκουβέντα και το κρασάκι. Και σιγά-σιγά έπαιρνεν ο ύπνος τους τέσσερεις: τον πατέρα Αλεξίου και τα τρία παιδιά του. Σε λίγο απόμειναν να κουβεντιάζουν μόνο ο Βουτυράς με τον Καζαντζάκη.
     Ο Βουτυράς βλέποντας το αποκοιμισμένο ακροατήριο-άλλος κοιμόταν γυρτός στην καρέκλα, άλλος ακουμπισμένος στην παλάμη, η Γαλάτεια και η Έλλη πάνω στο τραπέζι με μαξιλάρι τα μπράτσα τους-ρωτάει τον Καζαντζάκη:
-Μήπως, Νίκο, χωρίς να το ξέρω, είμαι ο Θεός του ύπνου;
-Όχι, μην ανησυχείς! Δεν είσαι ο Θεός του ύπνου γύρισε, κοίταξε καλά-καλά τους κοιμισμένους, δές το συγγενικό δεσμό πού τους ενώνει, και βγάλε συμπεράσματα.
(καταγραφή Έλλης Αλεξίου), σ.14-
--
     Ο Βουτυράς, άργησε να αναγνωριστεί και πολύ λιγότερο να αμείβεται από τη συγγραφική του εργασία. Ωστόσο, όπως ο ίδιος διηγιότανε στον Αυγέρη, κάποτε που έστειλε ένα διήγημά του, για έναν παπά, στην Αίγυπτο, του στάλθηκε η απρόβλεπτη αμοιβή τριών λιρών. Κι όπως είχε, λέει, τρελαθεί από τη χαρά του, κείνη τη νύχτα επιδόθηκε σε «τριπλούν όργιο»… «Η τριπλή ευωχία, διηγιόταν ο Βουτυράς, συνδέθηκε πιά στην μνήμη μου μοναδική κι αυτή με τις τρείς λίρες που πρωτοχάρηκα».
(από αφήγηση Μάρκου Αυγέρη), σ.54
--
     Μια μέρα στο βιβλιοπωλείο της «Εστίας» βρίσκεται ο Βουτυράς και κατά τα συνηθισμένα του περιγράφει και αναλύει τα έργα του… Μπαίνει πάνω στην ώρα ο Δελμούζος. Σταματάει μπρός στο Βουτυρά, και παρακολουθεί με ευγένεια και προσοχή την ατέλειωτη περιαυτολογία… Υπομονεύει, υπομονεύει, ελπίζει πώς όπου να ‘ναι ο Βουτυράς θα σταματήσει, μα στα κατατελευταία αγανακτισμένος του λέει:
     -Εσύ δύο έργα καλά έκαμες…
Ο Βουτυράς περιμένει ν’ ακούσει τους τίτλους.
     -Τις δυό σου κόρες…
(από αφήγηση Κωνσταντίνου Σαραντόπουλου), σ.128
--
     Ο Βουτυράς βρίσκεται στα τελευταία του κατάκοιτος στο σπίτι του. Πηγαίνουν να το επισκεφτούν οι Γεράσιμος Σπαταλάς και Γιώργης Σαραντής. Ο Σπαταλάς κουβεντιάζει για το αιώνιο θέμα πού τον απασχολεί, στο κτήμα του το κτήμα του στο Μεγάλο Πεύκο. Ο Βουτυράς πού κι αυτός τους τελευταίους καιρούς βασανίζεται από την έμμονη ιδέα πώς οι κόρες του κοιτάζουν να του πάρουν την περιουσία του-πού δεν είχε…- δοκιμάζει δυό-τρείς φορές να πεί κι αυτός τον πόνο του, μα ο Σπαταλάς δεν του αφήνει σειρά… Μια στιγμή, καθώς ο Σπαταλάς έκαμε να βήξει:
     -Και μένα οι κόρες μου θέλουν να μού πάρουν το κτήμα μου…
     -Εσένα, οι κόρες σου μα εμένα οι ξένοι…
     -Βρέ, Γεράσιμε, χαζός ήσουν και χαζός έμεινες. Άμα σε βάλουν χάμω τα σκυλιά και σε τρώνε, θα πείς αυτά είναι δικά σου, κι αυτά είναι δικά μου; Σκυλιά είναι και σε τρώνε…
(αφήγηση Γιώργη Σαραντή), σ.134    
--
Του ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
     Καθώς βαδίζουν η Γαλάτεια Καζαντζάκη και η Έλλη Αλεξίου στην παραλία του Νέου Φαλήρου, βλέπουν να ‘ρχεται από αντίθετα ο Παύλος Νιρβάνας. Χαιρετιούνται και πάνε παρέα. Ανοίγουν κουβέντα και για τα τελευταία βιβλία. Μόλις είχε βγάλει ο Κορνάρος τη «Σπιναλόγκα».
-Καλό είναι, λέει ο Νιρβάνας… μα έχει υπερβολές… πέφτει, λέει, η μύτη του λεπρού και την πιάνει και κοιτάζει ανάμεσα, σαν από τηλεσκόπιο… στη λέπρα οι μύτες δεν πέφτουν έτσι… πάντως γράφει καλύτερα από το Βουτυρά, πού δεν ξέρεις πότε αρχίζει και πότε τελειώνει… Τόνε διαβάζω, προχωρώ, και καθώς γυρίζω το φύλλο για να συνεχίσω, βλέπω καινούργιο τίτλο… έ, πάλι καλύτερος είναι ο γιός μου. Γράφει κι αυτός. Προχθές μου φέρνει ένα «σύγγραμμά» του, να το διαβάσω. Διαβάζω, διαβάζω, περιμένω να φτάσω στο τέλος, πού τέλος, μά τι γίνεται δώ, του λέω, κλείσε το και καμιά φορά…
-Δεν μπορώ, μου λέει. Δεν ξέρω πώς να το τελειώσω…
-Δηλαδή, Γαλάτεια, ο γιός μου είχε περισσότερο μυαλό. Καταλάβαινε τουλάχιστον πώς μια και δεν ήξερε να το τελειώσει, το συνέχιζε…
(καταγραφή Έλλης Αλεξίου), σ.28-
--
Μια μέρα ο Νιρβάνας επιστρέφοντας το μεσημέρι στο σπίτι του βρίσκει αναστατωμένη την υπηρέτρια…
-Πώς να σας το πώ…
-Τι συμβαίνει…
-…Πώς να σας το πώ…
-Τι συμβαίνει, τέλος πάντων!...
-Έφυγε η κυρία… Μάζεψε τα πράματά της και έφυγε…
     Ο Νιρβάνας μπήκε, βγήκε, και καθώς ετοιμαζότανε να καθίσει στο τραπέζι, βλέπει μόνο ένα σερβίτσιο.
-Γιατί έβαλες ένα σερβίτσιο;
-Μά δε σας είπα, πώς η κυρία έφυγε;
-Βάλε σερβίτσιο, κ’ έλα κάθισε. Πάρε τη θέση της…
(από αφήγηση Σπ. Παναγιωτόπουλου), σ.47
--
    Ήταν χρόνια του «Νουμά». Ο «Νουμάς» τότε είχε σατιρική στήλη από έμμετρα ή πεζά, που τα γράφανε διάφοροι... ο ίδιος ο Τάκης Ταγκόπουλος, ο γιός του ο Πάνος, ο Νίκος Ποριώτης, ο Ρήγας Γκόλφης, ο Κλ. Καρθαίος… με το γενικό ψευδώνυμο «Πικραγκάθης». Εσατίριζε κάπου-κάπου κι ο Νιρβάνας, μά είχε δικό του ψευδώνυμο «Απόκαυκος».
     Βγήκε κ’ ένα περιοδικό των νέων με τον τίτλο: «Νέοι», με διευθυντή τον Γιάννη Κοκκινάκη, και συνεργάτες το Ναπολέων Λαπαθιώτη, το Μήτσο Παπανικολάου κ. ά. Στο τέταρτο φύλλο εμφανίζεται απρόοπτα συνεργαζόμενος στους «Νέους» κι ο Γιάννης Βλαχογιάννης… πού τότε ήταν υπάλληλος στα Αρχεία του Κράτους.
     Ο Νιρβάνας-Απόκαυκος σατίρισε στο «Νουμά» τη συνεργασία του Βλαχογιάννη στους «Νέους» με το παρακάτω δίστιχο:
     «Μεσ’ των Αρχείων τους σωρούς σκονίζεις και σκονίζεσαι
     Μπαίνεις στών νέων τις revues, δροσίζεις και δροσίζεσαι…»
          Απόκαυκος
     Λένε πώς το Βλαχογιάννη ιδιαίτερα τον εξόργισε κείνο το «δροσίζεσαι».
(από αφήγηση Σπ. Παναγιωτόπουλου), σ.67-
--
      Κάποτε ρώτησαν τον Παύλο Νιρβάνα:
     -Πώς ενώ είστε διαρκώς μελαγχολικός, γράφετε τόσο σπαρταριστά χρονογραφήματα;
     -Μοιάζω με το διαβάτη, που περνάει τη νύχτα από έρημο δάσος. Τραγουδάω για να κατασιγάσω την αγωνία μου…
(από αφήγηση Βασίλη Μοσκόβη), σ.112
--
     Ο Παύλος Νιρβάνας είχε φήμη ακέραιου χαρακτήρα. Τίμιου, ντόμπρου, ανυστερόβουλου. Όταν διάβασε τα πρωτόλεια του Μελά στη δημοσιογραφία, εντυπωσιάστηκε. Γεμάτος ενθουσιασμό προφήτεψε:
     -Κύριοι, κάποιος περνά… παρουσιάστε, άρμ!..
(από αφήγηση Γιώργου Μακαρόνα), σ.145
--
     Ο Λάμπρος Πορφύρας σατιρίζεται από τον Παύλο Νιρβάνα για τη λιγοστή ποιητική του δημιουργία. Όταν το 1919 κυκλοφόρησαν επιτέλους οι «Σκιές» του Πορφύρα, ο Νιρβάνας με το γνωστό του ψευδώνυμό του, «Απόκαυκος», δημοσιεύει στο «Νουμά» αριθμός φύλλου 369, 1η Ιούνη του 1919, το παρακάτω επίγραμμα:
Σαν κορντιάλε οι στίχοι σου
σταλαγματιά-σταλαγματιά,
Θεέ μου! Πόση τσιγκουνιά!
Και τώρα τ’ αποφάσισε
βιβλίο να τους βγάλει…
Χριστέ μου! Τι σπατάλη!
(κορντιάλε =μπάλσαμο, φάρμακο…)
(προσφορά Χρήστου Λεβάντα), σ.193
--
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
     Ο Τσαρούχης τσακώθηκε με τον Κόντογλου για την ελληνικότητα της ζωγραφικής τους. Ποιος έχει, ποιος δεν έχει…
     Ο Κόντογλου είχε ένα παλτό μακρύ ως τους αστραγάλους και εντυπωσιακό, σκωτσέζικο. Λίγες μέρες μετά από τον καυγά για την ελληνικότητα, συναντά ο Τσαρούχης στο ταχυδρομείο τον Φώτη Κόντογλου. Πήγαινε μαζί με το Γιάννη Μόραλη.
-Ορίστε! Φωνάζει για ελληνικότητα, κι ούτε αυτά πού φοράει δεν είναι ελληνικά…
(από αφήγηση Δήμου Σκουλάκη)
--
     Με το ξαναφούντωμα του Κυπριακού. Ζυρίχη, Μακάριος, ξεσηκωμός των Κυπρίων… λέει κι ο Τσαρούχης:
-Είχαμε, χρυσέ μου, και μείς μια αγγλική αποικία, και βαλθήκαμε να τη χάσουμε…
(από αφήγηση Δήμου Σκουλάκη)
--
     -Στην Ελλάδα, χρυσέ μου, είναι κανείς ό,τι δηλώσει…
(από αφήγηση Δήμου Σκουλάκη), σ.72-
--
     Επί κατοχής και τους μήνες της μεγάλης πείνας του 1942 ανταμώνουν στην ουρά, στο συσσίτιο των λογοτεχνών- καλλιτεχνών, με τα τενεκεδάκια στα χέρια οι Άγγελος Σικελιανός και Γιάννης Τσαρούχης. Και ο Τσαρούχης στρεφόμενος στο Σικελιανό:
    -Δεν ήξερα, χρυσέ μου, πώς και οι Θεοί κατεβαίνουν στην ουρά για συσσίτιο…
(από αφήγηση Γιάννη Τσαρούχη), σ.100
--
     Ο Γιάννης Τσαρούχης επανέρχεται από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε πάει μέλος της κριτικής επιτροπής απονομής βραβείων κινηματογράφου. Σεπτέμβριος του 1966, μόλις φτάνει δέχεται τα ομαδικά πυρά των φίλων του και των δημοσιογράφων για τα ακατανόμαστα αποτελέσματα του φεστιβάλ, σχετικά με τα βραβεία.
     -Βρέ Γιάννη, ρεζιλευτήκατε, τι αποτελέσματα ήταν αυτά;
Κι ο Τσαρούχης ατάραχος.
     -Να σας πώ, χρυσοί μου, το Ελληνικό Κράτος είχε αποφασίσει να χαρίσει στον παραγωγό, Ελληνοαμερικανός είναι, στον Τζαίημς Πάρις, 220.000. Κι εκάλεσε κι όλους εμάς, να είμαστε ο……. χορός αυτής της Τραγωδίας.
(αντιγραφή από την εφημερίδα «Νέα»), σ.148
--
     Σε μια δοκιμή του Εθνικού Θεάτρου, το 1956, η μπούκα ήταν πολύ ψηλή και σφοράριζε η σκάρα του Θεάτρου. Ο μηχανικός, Κοντσερτίνος, προτείνει στον Τσαρούχη να κατεβάσει την μπούκα. Ο  Τσαρούχης αντιστάθηκε με όλη του τη δύναμη. Τότε ο Κοντσερτίνος του πρότεινε να κατεβάσει ένα αέριο από σουρωτό πανί. Ο Τσαρούχης του λέει με δυσπιστία:
     -Άς το δοκιμάσουμε…
σουρί και ο μηχανικός κατέβασε το σουρωτό πανί και συγχρόνως τον ρώτησε πώς του φαίνεται…
    -Να σου πώ, προτιμώ να βλέπω το μ… παρά το βρακί…
(από αφήγηση Γιάννη Τσαρούχη)
--
     Ο Καζαντζάκης λέει στον Τσαρούχη για τον Καβάφη:
-Ο Καβάφης είναι γεμάτος ψιμύθια… η γλώσσα του είναι ψιμυθιωμένη…
-Δεν νομίζω, του απαντά ο Τσαρούχης, λίγη πούδρα του ρυζιού βάζει… Άλλοι παριστάνουν τους απλούς και τους ηλιοκαείς, κ’ είναι υποχρεωμένοι να βάζουν οκάδες το μακιγιάζ.
(από αφήγηση Γιάννη Τσαρούχη)
--
     Όταν πήγε το 1966 ο Τσαρούχης στην ανεπίσημη πρεμιέρα της Λυσιστράτης, όλοι νόμιζαν πώς θα μείνει να δεί την παράσταση, στην οποία τα πάντα είχε κάμει ο Μίνως Βολωνάκης. Μά λίγο πρίν αρχίσει η παράσταση, ο Τσαρούχης έφυγε.
-Γιατί φεύγεις; Τον ρωτάει ο Διευθυντής.
-Δεν πρόκειται περί αντιπάλου, απάντησε ο Τσαρούχης πού είχε δεί το σκηνικό.
--
     Η Ελλάδα είναι το μόνο μέρος, λέει ο Τσαρούχης, πού οι άνθρωποι σέβονται και τιμούν τον πλούτο ανιδιοτελώς…
(από αφήγηση Γιάννη Τσαρούχη), σ.154-
--
     Ο Γιάννης Τσαρούχης μπαίνει μαζί με φίλο του σ’ ένα βιβλιοπωλείο ψάχνοντας για ένα θεατρικό δοκίμιο. Ξάφνου το βλέμμα του πέφτει σ’ ένα βιβλίο, πού έχει τον τίτλο: «Το Κράτος Οπερέττα»-Είναι μέσα στο 1973 με τη Χούντα στην κυβέρνηση. Ο Τσαρούχης κρατάει για λίγο στα χέρια του το βιβλίο, το περιεργάζεται και μονολογεί: «Μά γιατί έχουν τόσο κακή ιδέα για την οπερέττα!!».
(από αφήγηση ωτοβλεψία στα «Νέα». Οχτώβρης του 1973 επί δικτατορίας Παπαδόπουλου και Δημοκρατίας Μαρκεζίνη)., σ.185-
--
     Από τις χαριτωμένες παραδοξολογίες του Γιάννη Τσαρούχη: Όταν ετοίμαζε τα σχέδια για την συλλογή μου «Στίλβη» μου λέει μια μέρα:
     -Για μένα η καταστροφή της Ελλάδας είναι η Επανάσταση του 1821.
     -Δεν το καταλαβαίνω, Γιάννη, Θάθελες να μου το κάνεις λιανά;
     -Είναι απλό χρυσέ μου. Αν δε γινόταν η Επανάσταση του 1821, θα είμαστε η Μεγάλη Τουρκία και θα είχαμε λύσει όλα τα εθνικά μας προβλήματα!!
(από αφήγηση Αντρέα Μοθωνιού)
--
     Γυρίζοντας από ένα ταξίδι στο Λονδίνο το 1946 ο Πάνος Κόκκας. Ιδρυτής και Διευθυντής της «Ελευθερίας», έφερε μαζί του δύο θαυμάσια αντίγραφα από τα περίφημα Πορτραίτα Άγγλων Βασιλέων του Χολμπάϊν, τα οποία τοποθέτησε στο προσωπικό του γραφείο στην εφημερίδα, πού τότε στεγαζότανε στο μέγαρο Καλλιγά στην οδό Καραγεώργη της Σερβίας. Τότε κυκλοφορούσε επίμονα η φήμη πώς η έκδοση της «Ελευθερίας» στην Κατοχή έγινε με λεφτά της Ιντέλλιντζες Σέρβις και των Άγγλων. Μια μέρα ο Τσαρούχης, πού έμενε σε δυό μικρά δωμάτια στη σοφίτα του μεγάρου, κατέβηκε να δεί τον Κόκκα. Χτύπησε την πόρτα και μετά το «εμπρός» άνοιξε και μπήκε. Μόλις τον είδε ο Κόκκας τον χαιρέτησε θερμά λέγοντάς του: «Έλα, Γιάννη, κάθισε». Ο Τσαρούχης ακίνητος και σιωπηλός παρατηρούσε επίμονα τα δύο πορτραίτα των Άγγλων βασιλέων και σε μια στιγμή λέει:
-Με συγχωρείς, κύριε Κόκκα. Αυτοί είναι οι Ιδρυταί της «Ελευθερίας»;
(από αφήγηση Αντρέα Μοθωνιού), σ.221   
--
Του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΒΕΑΚΗ
     Σε μια παράσταση του Ριχάρδου του Γ΄, στο Εθνικό Θέατρο, με πρωταγωνιστή τον μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη και στο τέλος της Α΄ πράξης, που ο βασιλιάς φωνάζει: «Το βασίλειό μου για ένα άλογο!», ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή από τη γαλαρία: «Αν είναι γαϊδούρι;».
Ο Βεάκης διακόπτει απότομα τις κραυγές, στρέφεται κατά το σημείο που ακούστηκε η φωνή και λέει:
-Έλα και μου κάνεις!!!
(από αφήγηση Αντρέα Μοθωνιού), σ.96
--
Του ΝΙΚΟΥ ΧΑΝΤΖΑΡΑ
    Το παρακάτω επίγραμμα του Νίκου Χαντζάρα, για το Μιστριώτη, δημοσιεύτηκε στο «Νουμά» το 1906 στον αριθμό φύλλου 239, με το ψευδώνυμο «Πειραιώτης»:
Τη γλώσσα υπερασπίζοντας
τι κι αν ποτέ δεν έπαψες,
την υπερκαθαρεύουσα,
οπώχει μάγια τόσα.
απ’ τους αχάριστους Ρωμιούς
τίποτα δεν απόλαψες.
Και σού ‘πρεπε ένα κρέμασμα
Τουλάχιστον απ’ τη γλώσσα.
(προσφορά Χρήστου Λεβάντα), σ.192

Πειραιάς 29 Οκτωβρίου 2017    
  
  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου