Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

LA PALLIDA MORTE

                    LA  PALLIDA  MORTE

                               Κεφάλαιο Ε΄
Ότι ουδέν των νοητών ο παντός νοητού καθ’ υπεροχήν αίτιος.
     Αύθις δε ανιόντες λέγομεν, ως ούτε ψυχίν εστίν, ούτε νούς, ούτε φαντασίαν ή δόξαν ή λόγον ή νόησιν έχει’ ουδέ λόγος εστίν, ούτε νόησις’ ουδέ λέγεται ούτε νοείται’ ούτε αριθμός εστίν, ούτε τάξις, ούτε μέγεθος, ούτε σμικρότης, ούτε ισότης, ούτε ανισότης, ούτε ομοιότης ή ανομοιότης’ ούτε έστηκεν, ούτε κινείται, ούτε ησυχίαν άγει’ ουδέ έχει δύναμιν, ούτε δύναμίς έστιν, ούτε φώς’ ούτε ζή, ούτε ζωή έστιν’ ουδέ ουσία εστίν, ούτε αιών, ούτε χρόνος’ ουδέ επαφή έστιν αυτής νοητή’ ούτε επιστήμη, ούτεε αλήθειά έστιν’ ουδέ βασιλεία, ούτε σοφία’ ουδέν έν, ουδέ ενότης, ουδέ θεότης ή αγαθότης, ουδέ πνεύμά έστιν ως ημάς ειδέναι, ούτε υιότης ούτε πατρότης, ουδέ άλλο τι των ημίν ή άλλω τινί όντων συνεγνωσμένων’ ουδέ τι των όντων, ουδέ τι των όντων εστίν, ούτε τα όντα αυτήν γινώσκει ή αύτή έστιν’ ουδέ αυτή γινώσκει τα όντα ή όντα εστίν’ ουδέ λόγος αυτής έστιν, ούτε όνομα, ούτε γνώσις’ ουδέ σκότος εστίν, ουδέ φως’ ούτε πλάνη, ούτε αλήθεια’ ουδέ έστιν αυτής καθόλου θέσις ούτε αφαίρεσις’ αλλά των μετ’ αυτήν τάς θέσεις και αφαιρέσεις ποιούντες αυτήν, ούτε τίθεμεν, ουδέ αφαιρούμεν’ επεί και υπέρ πάσαν θέσιν εστίν ή παντελής και ενιαία των πάντων αιτία, και υπέρ πάντων αφαίρεσιν η υπεροχή των πάντων απλώς απολελυμένου και επέκεινα των όλων.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, «ΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ»,
στο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, «ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ-ΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ», πρόλογος Χρήστος Τερέζης. Εισαγωγή Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια Δημήτρης Κ. Χατζημιχαήλ, εκδόσεις Ζήτρος 2008
--
ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ
Σσσς… πιά τίποτε’ τίποτε άσπρο ή λείο πιά τίποτε
Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε’ κανένα φωτισμένο από τα πίσω
     μέρος
Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω
Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, ύστερα πού η μέρα των Παθών
Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται

Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει
Τόσο δυνατά ο αέρας κι άλλο δεν αντέχω

Σσσς… μέσα στα σκοτεινά κανείς δεν ξέρει’ παρεχτός
Καταπάνου στις κροκάλες, άκου, γδούποι απόκοσμοι όπως των
      ψαράδων ή
Σωμάτων πού εισχωρούν το ένα στο άλλο ενώ τρέμει όλος ψυχή
Ο αιθέρας
     κι ένα αστέρι αδόκητα βρίσκει το θάρρος με το μέτωπό
     σου ν’ αγγιχτεί

Όλος λάθη φεύγω φιλιά που επάνω μου έμειναν
Και τι ωραία στο ύψωμα τα κυπαρίσσια

Τι ωραία και πάλι ν’ αποχτούν αρχίζουν υπόσταση άλλη
Τα ουράνια γεγονότα. Τών άστρων τά διατσέντα, οι λύπες, οι
     ευωδίες
Κι οι άλλες πού απώλεσες παλιές αισθήσεις επάνω στ’ ουρανού
     την ύλη
Να τες τώρα που διαγράφονται: ο λίθος και το μνήμα κι ο
     στρατιώτης
Οι λευκές των γυναικών καλύπτρες κι η μακρά
Συνοδεία των αδικοχαμένων

Καιροί πού πρίν πολύ από τους γονιούς μου
Μ’ ορφανέψατε κι αποκούμπι αλλού δε βρήκα

Σσσς… μά κανείς, κανείς δεν ξέρει. Μήτε αέρας κάν
Αν είναι αυτός πού όταν στοχάζεσαι, τρελαίνει. Πιστευτός, γίνεσαι
     από μόνου σου
Επειδή
     τα χέρια σου ήταν μαθημένα σε δεντρόκηπους όπου
Η θάλασσα εισχωρεί και τραβιέται γεμίζοντας μικρά λουλούδια
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος’ ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
     κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος, ο χωρίς βασιλέματα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδόσεις Ίκαρος 1991
--
ΤΟ ΣΒΗΣΜΕΝΟ ΦΑΝΑΡΙ
Θα ‘θελα-λέει ν’ αφήσω στον καθένα σας αυτό
     το βλέμμα
του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα. Θα
     ‘θελα ακόμη
να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα
της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του
     Ιουλίου
και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ’ ένα τριαντάφυλλο
ή το άηχο «άχ» μιάς λευκής πεταλούδας πλάι στο
     μώβ λουλούδι.
Περισσότερο απ’ όλα θα ‘θελα να σας αφήσω τον
     τρόπο αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το
     ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη
την εικόνα της θάλασσας, γι’ αυτό γαλανίζουν τά
     σεντόνια
στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών. Θα ‘θελα,
     αλλά
τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου ‘σβησε το
     φανάρι
και πιά δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να
     περπατήσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ», εκδόσεις Κέδρος 1991
--
Η ΖΩΗ ΜΑΣ
Η μνήμη πόνος
Θάνατος η λησμονιά
Ένας αγέρας η ζωή
Αγέρας που φέρνει στ’ αυτιά μας
φωνές φίλων πέθαναν
Αγέρας που μας συντροφεύει
και κάθε στιγμή
μας θυμίζει τους όρκους
Τους όρκους και το Σκοπό.

Μεσ’ στον αγέρα η θύμηση
αγέρας η ζωή
Κι’ η ζωή μας
μέσα στο Πόνο
κοντά στο Θάνατο
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ, «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», εισαγωγή Πιέρ Πάολο Παζολίνι (μετάφραση Μιχ. Πασχάλη), πρόλογος Βασίλης Βασιλικός, εκδόσεις Παπαζήση χ.χ.
--
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ
     VI
Έλα ύπνε και πάρε με.
Επιούσιε της ζωής αλχημιστή.
Πλέει η ψυχή μου αλιμάνιστη
στών θλίψεων τον πόντο, νεραϊδούσα,
και μέσα στ’ απογλάριασμά του
αλαφροκρούει τις κόρδες του Θανάτου.

Αγγέλοι απόσπερνοι έρχουνται
Για ιδές τους! να τρυγήσουν
κάποιο συμμουργικό λυγμό
πού από το στόμα κρέμεται
της μέρας ωσάν κρίνο.
Τρύγα μου εσύ τη μνήμη ενώ σε πίνω.

Βασίλεψέ μου τ’ όνειρο του κόσμου
μές στην αλησμονιά του
και ξελιβάνισέ μου το
απ’ το χιμαίριασμά του.

Έλα ύπνε και πάρε με.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ, «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», επιμέλεια, εισαγωγή Αγορή Γκρέκου, εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» 1994
--
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΥΣΗ
…. Τάγματα του Θεού, έρχεται κάποτε μια ώρα πού πάνω από τα
     βάσανα και τις δοκιμασίες
βγαίνει ένα σύθαμπο γλυκό και ξαστερώνει του βίου μας την
     καταχνιά’
κι ενώ η νύχτα επίκειται, πέρασμα εκείνο ανοίγει, και μας καλεί
     προσωρινά
μόνο σ’ αυτό, μόνο σ’ αυτό που θ’ άξιζε να ‘χαμε ζήσει.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ, «ΜΙΧΑΗΛ», εκδόσεις Ακρίτας 1996
--
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Στο μέλλοντα χρόνο μου έχω κιόλας πεθάνει
Αναδύομαι τώρα σε γυάλινες πόλεις
Σε πόλεις νεκρές ζωντανές πού ριζώσαν σε σύννεφα
Πέτρινα πού
Τόνομά τους ξεχάσαν
Και τα παίρνει ο ελάχιστος άνεμος κι ούτε ποτέ
Θα γυρίσουν.

Σένα σύννεφο μια μηχανή
Κόβει ανθρώπους
Καί πέφτουν
Βροχή
Και δροσιά
Και χαλάζι
Μια ριπή ένας αέρας
Ο αντίστροφος θάνατος
Η σάπια κοιλιά
Η σκουληκιάρικη μήτρα.

Έλα τώρα λοιπόν
Καβαλάρης σε σύννεφο έλα
Καυτηρίασε τούτη τη μήτρα
Καυτηρίασε αυτή την κοιλιά
Όχι θάνατος όχι
Η αντίστροφη νάσαι ζωή
Ούτε ποίηση νάσαι
Ούτε ούτε

Στον καιρό πού θα ρθεί έχω κιόλας πεθάνει
Νεκρός δροσερός στα σκοτάδια μου είμαι
Πηδώντας με άνεση τάγνωστα εμπόδια
Όχι θάνατος όχι
Ένας πρίν θριαμβευτής ένα πείραμα ένας
κανένας
Όχι ποίημα όχι
Βιβλίο ψωμί επανάσταση όχι-
Ποτάμι ξερνώντας τις μέρες που είδα
Τις πόλεις που γνώρισα
Σύννεφα σύννεφα
Ένα πολτό
Τις φωνές σας ξερνώντας τα χαμένα σας πρόσωπα.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, «ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΣ», εκδόσεις Κέδρος χ.χ.
--
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ποιήματα 1968-2010»(Επιλογή),εκδόσεις Κέδρος 2014
--         
ΠΡΟΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
     Πόσον η αύρα προσφιλώς την όψιν μου θωπεύει,
Η φύσις πόσας εις εμέ ελπίδας ψιθυρίζει!
Ο ουρανός ο κυανούς με βλέπει και με νεύει’
Ο τάφος χαίρει και αυτός’ ναι, και αυτός ελπίζει.

     Απλούται του ορίζοντος το εύρος’ ως εκείνος
Και της ζωής μου είν’ ευρύς εισέτι ο ορίζων’
Εάν εν μέσω θάλασσα και άβυσσοι και θρήνος,
Γελά το κύμα ουρανούς γλαυκούς επεικονίζον.

     Της δρόσου και της ίριδος περίπτυξις ευώδης.
Το άνθος πίνει ευτυχές την δρόσον της εσπέρας.
Πρίν έτι έλθη ο βορράς δριμύς και χιονώδης
Και εις εφήμερον ζωήν ταχύ προβάλη πέρας.

     Ώ χρόνε, εάν άπληστος προς την ζωήν παλαίων
Βρυχάσαι όπου καλλονή και μέλλον και νεότης,
Αλλ’ ίστασαι μετά μικρόν επί μαρμάρου κλαίων’
Πέραν υπάρχει ο Θεός και η αιωνιότης.

Της συμφοράς ο οφθαλμός τον άνθρωπον ετάζει,
Και του θανάτου η σκιά την σφαίραν περιβάλλει.
Ο άνθρωπος οδύρεται, ο άνθρωπος στενάζει,
Αλλά υπάρχει δι’ ημάς παρήγορος αγκάλη.

     Αν έρπη είς τους πόθους μας ο όφις ιοβόλος,
Αν νέφη ζοφερά, πυκνά, καλύπτουν τας εκτάσεις.
Αν αγριούται τ’ ουρανού ενίοτε ο θόλος,
Αλλ’ έχει και η έρημος τας χλοεράς οάσεις.

     Δεν σ’ αποσπώ αιμάσσουσαν, Ελπίς, εκ της καρδίας,
Όπως σε ρίψω, ερμαιον σκεπτικισμού αγόνου,
Εις τάς τριόδους της κενής ονείρου αληθείας,
Της κόρης της κολάσεως και της μητρός του πόνου.

     Ω! η καρδιά μου ερά, και πάλλει, και ελπίζει,
Και αίσθημ’ ακατάληπτον, προαίσθησις αγία,
Τα νέφη των τρικυμιών του βίου διασχίζει’
Με αναμένει ο Θεός και η αθανασία.

     Ακούεις των ψιθυρισμόν της πεύκης εκεί πέραν;
Τις με καλεί; Το άγνωστον. Μυστηριώδης γλώσσα
Ήν λεληθότως εκφωνεί η φύσις την εσπέραν,
Ενώ η νύξ προσέρχεται τα άστρα χαιρετώσα.

     Ενίκησα πολύδακρυν αλλά γενναίαν πάλην’
Την φύσιν ταύτην θεωρών επιθυμώ να ζήσω’
Ων αν ημπόρουν εις αυτήν την σπαίρουσαν αγκάλην,
Την άπειρον του ουρανού εικόνα να εγκλείσω.

     Πόσον η αύρα προσφιλώς την όψιν μου θωπεύει,
Η φύσις πόσας εις εμέ ελπίδας ψιθυρίζει!
Ο ουρανός ο κυανούς με βλέπει και με νεύει’
Ο τάφος χαίρει και αυτός, ναι’ και αυτός ελπίζει.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, «ΠΟΙΗΣΕΙΣ», Επιμέλεια και Ανθολόγηση Αλέξανδρος Αργυρίου, εκδόσεις Ερμής 2000
--
ΑΙΑΣ
Ιώ,
σκότος, εμόν φάος,
έρεβος ώ φαεννότατον, ως εμοί,
έλεσθ’ έλεσθ’ μ’ οικήτορα.
ελεσθ’ μ’ ούτε γάρ θεών γένος
ούθ αμερίων ετ’ άξιος
βλέπειν τιν’ εις όνασιν ανθρώπων….
ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «Αίας», εισαγωγή-μετάφραση Έν Κύκλω, Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ 1998

Σημείωση: Την ομάδα Έν Κύκλω αποτελούν οι: Μαίρη Ι. Γιόση/Δήμητρα Κιούση/Αγγελική Λάλου/ Αλέκα Σγουράκη/ Πηνελόπη Σκαρσουλή/ Σήμος Γ. Σπαθάρας/Άννα Τάτση/ Στέλιος Χρονόπουλος.
--
Ψαλμός 138
Εθαυμαστώθη η γνώσίς σου εξ εμού, εκραταιώθη, ού μη δύνωμαι προς αυτήν…

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς Οκτώ Οκτωβρίου 2017  
    



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου