Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΝΤΑ-Γιώργος Σεφέρης


Μαργαρίτα Λυμπεράκη
Για τον απόντα
εσπερινή τελετή
εκδόσεις Κέδρος 1972
σελίδες 36, δραχμές 40
Στον Γιώργο Σεφέρη
     Την θυμάμαι να με κρατά σφιχτά από το νεανικό μου μπράτσο και να πηγαίνουμε μαζί με φίλους της συγγραφείς να παρακολουθήσουμε θεατρική παράσταση στο Θέατρο Έρευνας του κύπριου ποιητή, ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Ποταμίτη. Την θυμάμαι να με μαλώνει στοργικά καθώς με την έπαρση της νιότης και την άγνοια των χρόνων τις εξέφραζα με στόμφο τις αντιρρήσεις μου για το εικαστικό έργο αγαπημένου της φίλου έλληνα ζωγράφου που στα κατοπινά χρόνια έγινε της «μοδός» απόκτησε φήμη και χρήμα. Όμως ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει πως αυτός ο ζωγράφος με τις ντεμοντέ θεματικές του απεικονίσεις, τα επαναλαμβανόμενα κακομούτσουνα μοτίβα του, τις σχεδιαστικές του χοντροειδείς γραμμές, αυτά τα ατσούμπαλα μπλε ανθρωπάκια άρεσαν και αγοράζονταν, ή γίνονταν εξώφυλλα βιβλίων. Την θυμάμαι να παρακολουθούμε έργα γνωστών εικαστικών στην φημισμένη τότε γκαλερί τις Νέες Μορφές, εκεί που εργάζονταν τότε, ένας ωραίος νέος εικαστικός,-που γίναμε για ένα διάστημα στενοί φίλοι, και να ανηφορίζουμε κατόπιν για γλυκό και συζήτηση στο ζαχαροπλαστείο Ντόλτσε αν η μνήμη δεν με απατά. Με ρωτούσε αν έβλεπα την πειραϊκή θάλασσα από το σπίτι μου. Αγαπούσε τον Πειραιά για την θάλασσά του. Μάλιστα ένα ηλιόλουστο απόγευμα με γνωστό ηθοποιό και άλλους φάγαμε στο Μικρολίμανο. Ήμουν ο ξεναγός τους μια και πειραιώτης. Την άκουγα μαγεμένος να μου μιλά για τον ελληνικό κινηματογράφο καθώς παρακολουθούσαμε ταινίες στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος μαζί με τον συγγραφέα του Τρίτου Στεφανιού ή δυό μας. Πολύ πριν την γνωρίσω από κοντά, και τιμήσει εμένα, έναν άγουρο και αλλοπαρμένο έφηβο με την ζεστή φιλία της, είχα διαβάσει τα μυθιστορήματά της που είχαν κάνει αίσθηση την εποχή που κυκλοφόρησαν, «Τα ψάθινα καπέλα», τον «ο άλλος αλέξανδρος-το μυθιστόρημα και το θέατρο», το θεατρικό της «ο άγιος πρίγκηψ» και τα τρία από τις καταπληκτικές εκδόσεις της εκδότριας της εφημερίδας «Η Καθημερινή» Ελένης Βλάχου, Γαλαξίας-Κεραμεικός. Είχα μαγευτεί από το σενάριο που είχε γράψει για τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο και την «Μαγική Πόλη», την ταινία «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασσέν με ερμηνεύτρια την τελευταία ελληνίδα θεά την αιώνια Μελίνα Μερκούρη. Ευτύχησα με πρόσκληση να παρακολουθήσω το θεατρικό ανέβασμα του έργου της «ο άλλος αλέξανδρος» από την ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ του ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ 21/1/1977 σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μεσσάλα, με τον Νικήτα Τσακίρογλου, τον Ιάκωβο Ψαρρά, τη Νόρα Κατσέλη, την Τζέση Παπουτσή, την Άννυ Πασπάτη (που τόσες φορές είχαμε ακούσει την φωνή της στο θέατρο στο ραδιόφωνο), σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και αν θυμάμαι ακόμα σωστά με χορογραφίες της πειραιώτισσας χορογράφου Ντόρας Τσάτσου-Συμεωνίδη. Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη αυτές τις χρονιές, δημοσίευε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στο «ΟΠΩΣ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ» μικρά πολιτικά της και κοινωνικά σχόλια, καυτηρίαζε την επικαιρότητα μέσα σε λίγες γραμμές. Βλέπε ενδεικτικά: «Χόρα» 30/7/1976, «Το μέσα-έξω» 2/8/1976, «Η Χάρτινη τίγρις» 27/9/1976 και σε άλλες ημερομηνίες. Νομίζω ήταν πρωτότυπο για γυναίκα συγγραφέα να σχολιάζει την πολιτική επικαιρότητα την εποχή εκείνη. Την ρωτούσα για τις εκδόσεις του Γεωργίου Φέξη του παππού της, που βιβλία του πρωτογνώρισα στο γνωστό παλαιό βιβλιοπωλείο του Λαδιά στην Ιπποκράτους αν θυμάμαι καλά, που πωλούσε τα βιβλία με το κιλό. Τοποθετούσε δεμένα με σπάγκο ή σκόρπια βιβλία διαφόρων τίτλων πάνω σε μια ζυγαριά σαν και αυτές που είχανε τα συνοικιακά μπακάλικα και από την άλλη έβαζε τα μαύρα βαριά σιδερένια μέτρα και σου έλεγε την τιμή. Τότε κοροϊδεύαμε και γελούσαμε οι χαζονέοι της εποχής, αργότερα καταλάβαμε τι σημαντικό έργο επιτελούσε αυτός ο βιβλιοπώλης, καθώς γεμίζαμε τις βιβλιοθήκες μας με σημαντικά βιβλία και εκδόσεις σε χαμηλές σχετικά τιμές, παλαιών αξιόλογων εκδοτικών οίκων. Βιβλία, σπάνια ίσως, που δεν κυκλοφορούσαν πλέον στο εμπόριο. Τίτλοι σημαντικών ελλήνων δημιουργών. Βιβλία ποιητικά, μυθιστορήματα, αλλά προπάντων δοκίμια.
      Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, ήμουν κατατοπισμένος για εκείνη σαν συγγραφέα και σεναριογράφο, και σαν προσωπική φίλη του Κώστα Ταχτσή, ένιωθε άνετα μαζί μου. Η μεγάλη μου αγάπη για τον κινηματογράφο και το θέατρο μας έφερε κοντά για ένα διάστημα. Η πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας μας ποτέ δεν στάθηκε για μένα εμπόδιο στο να διευρύνω τις γνώσεις και τις εμπειρίες μου. Την ρωτούσα ακατάπαυστα και κουραστικά για τον γαλλικό και διεθνή κινηματογράφο, άλλοτε κουράζονταν να μου εξηγεί και άλλοτε ξεδίπλωνε τις εμπειρίες της από την σχέση της με αυτόν και το θέατρο, τόσο στη Γαλλία-που έζησε για πολλά χρόνια-όσο και στην Ελλάδα. Ένα άλλο πεδίο συζήτησης ήταν το Βυζάντιο και η ιστορία του, τα βιβλία που διάβαζε για αυτό. Τότε, πρωτοδιάβασα την Βυζαντινή Ιστορία του Βασίλιεφ(αυτό το κόκκινο ογκώδες βιβλίο), τις εκπληκτικές μελέτες του Στήβεν Ράνσιμαν για τον Βυζαντινό Πολιτισμό και την εκκλησία εν αιχμαλωσία, τα υλιστικής ερμηνείας βιβλία του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου, γνώρισα το πολύτομο έργο του Φαίδωνα Κουκουλέ για τον Βυζαντινό Βίο και Πολιτισμό, την Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη του Λεγκράντ, και φυσικά, επισκεπτόμουν συχνά το Περιβόλι της Παναγίας. Όταν ακόμα υπήρχαν ελάχιστες Μονές που δεν ήσαν κοινοβιακές, και από το λιμάνι της Δάφνης ανέβαινες ποδαράτο για τις Καρυές. Και ο Βασίλειος Γοντικάκης η «φίρμα» της εποχής, ήταν ηγούμενος της ιεράς μονής Σταυρονικήτα. Το βιβλίο του «Εισοδικό» διαβάζονταν κατά κόρο. Και ο πάντα ακαταπόνητος και φιλόξενος τρομερός λάτρης της τέχνης και της βυζαντινής και εκκλησιαστικής παράδοσης, ο γέροντας Ιερόθεος, διακονούσε και φρόντιζε με αυταπάρνηση και ζήλο τον ιερό ναό του Πρωτάτου, με τις ξακουστές αγιογραφίες του Πανσέληνου, μαζί με μοναχούς του κελιού του. Το δε πρώτο βιβλιοπωλείο που διατηρούσε στις Καρυές, ήταν «χρυσορυχείο» για τους αδηφάγους λάτρεις της εκκλησιαστικής και βυζαντινής γραμματείας.
Φλυαρούσα επί παντός επιστητού όταν συναντιόμασταν με την συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Εκείνη με άκουγε με καλοσύνη, ευγένεια, πραότητα, κατανόηση. Μεγάλη υπομονή είχαν οι άνθρωποι της τέχνης την εποχή εκείνη. Και το σπουδαιότερο, ήσαν κοντά σε όσους νέους ή νέες ήθελαν να γνωρίσουν τους ίδιους προσωπικά και το έργο τους. Η δημοσιότητα που έχαιραν, δεν τους απέτρεπε στο να συνάψουν ζεστές ανθρώπινες σχέσεις με νεοσσούς κουλτουριάρηδες όπως εμείς. Κολακευόμασταν που μας έκαναν παρέα, μας άνοιγαν τα σπίτια τους, μας χάριζαν βιβλία τους ή μας μιλούσαν για βιβλία που εκείνοι διάβαζαν, για ταινίες που τους άρεσαν, μας έπαιρναν μαζί τους σε θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθούσαν. Ήσαν μάλλον πιο προσιτοί σε εμάς τους νέους και νέες της εποχής, από τους σημερινούς γραφιάδες. Πολλούς και πολλές από αυτούς τους συναντούσαμε και σε διάφορες πολιτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Ήσαν και αυτοί με τον τρόπο τους πολιτικοποιημένοι όπως και εμείς οι νεότεροι, και αυτό, ήταν κάτι που μας έφερνε κοντύτερα. Δεν ήταν ο καθένας κλεισμένος στο γραφείο του και έγραφε στην γραφομηχανή του ή διάβαζε μέσα στον πύργο του, οι καλλιτεχνικές ζυμώσεις γίνονταν έξω στα πεζοδρόμια, στους δρόμους, στις συναυλίες τις πλατείες, σε αίθουσες τέχνης. Υπέγραφαν κείμενα διαμαρτυρίας που τους ζητούσαμε, δεν φοβόντουσαν το συγγραφικό κόστος, δεν τους ένοιαζε αν αμαυρωθεί η συγγραφική τους φήμη, έκαναν δημόσιες παρεμβάσεις, δημοσίευαν άρθρα, πολιτικά και κοινωνικά, ευρύτερου προβληματισμού σε περιοδικά, σε μικρής κυκλοφορίας έντυπα, σε πολιτικές εφημερίδες, δες τα εκπληκτικά κείμενα της πεζογράφου Τατιάνας Γκρίτσι Μιλλιέξ, της ασυμβίβαστης Λιλής Ζωγράφου, της Κατερίνας Πλασσαρά, της Άννας Δαμιανίδου, που για ένα διάστημα είχε και εκπομπή στο ραδιόφωνο, και πολλών άλλων συγγραφέων και αμιγών δημοσιογράφων. Από τότε είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται και κείμενα για την οικολογία. Τα κείμενα του Κώστα Μπαζαίου στην Ελευθεροτυπία έκαναν θραύση.
     Την είχα πάντα μέσα στο μυαλό μου και ας είχα χρόνια να διαβάσω έργα της, μετά την εκδημία της. Η μνήμη καθώς περνούσαν τα χρόνια είχε αρχίσει να εξασθενεί και ήθελα-δεν ξέρω γιατί-να προλάβω να συγκρατήσω την αίσθηση των επαφών μας. Να σκιαγραφήσω έστω και αχνά, συνοπτικά το είδωλο της παρουσίας της μέσα στην ατομική μου πορεία. Μια και οι συζητήσεις μας στο σπίτι της ή σε δημόσιους χώρους δεν με βοηθούν πλέον να ολοκληρώσω το πρόσωπό της, καθώς άλλα της τέχνης πρόσωπα προστέθηκαν στην μικρή καλλιτεχνική πινακοθήκη της ζωής μου και η μνήμη έχει αρχίζει να εξασθενεί επικίνδυνα. Όσες φορές δοκίμασα να γράψω κάτι για το έργο της, για το πρόσωπο της γυναίκας σε σχέση με εκείνο του άντρα μέσα στα πεζογραφήματά της απετύγχανα, ένιωθα τις ελλείψεις μου πάνω σε θέματα θεατρικής αρμοσιάς. Δεν είχα δα και την ευχέρεια γραφής της Μάρως Βαμβουνάκη. Ήθελα να εξετάσω στο πως σκιαγραφείται η αντρική παρουσία και φωνή, στο πως μας παρουσιάζεται η χειραφετημένη γυναικεία παρουσία στο έργο των πολιτικοποιημένων γυναικών συγγραφέων που ανέφερα παραπάνω, σε σχέση αυτό της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Να ερευνήσω επίσης τον ρόλο της Ιστορίας μέσα στο έργο της και τις ζωές των ηρώων της. Να διερευνήσω  τι δανείζεται η συγγραφέας από βυζαντινά έργα, από μονογραφίες βυζαντινών γυναικείων προσωπικοτήτων, όχι από άντρες συγγραφείς αλλά από γυναίκες, όπως παραδείγματος χάριν η Ρόζα Ιμβριώτη, η Πηνελόπη Μάξιμου και άλλες μορφές της γυναικείας πεζογραφίας που μας άφησαν έργα με βυζαντινή θεματολογία ή ατμόσφαιρα. Το στοιχείο της θάλασσας επίσης είναι έντονο στο έργο της. Ο εσωτερικός διχασμός του σύγχρονου ανθρώπου-μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους-μεταξύ δύσης και ανατολής, η σύγχρονη ερημιά του, οι περιπλανήσεις του, αλλά και οι εφηβικοί έρωτες, η νεανική τρυφερότητα κα συντροφικότητα, το στοιχείο της νοσταλγίας που συναντάμε μέσα στα έργα της αλλά και το αυθεντικό της χιούμορ. Αυτό το σπινθηροβόλο χιούμορ που διαθέτουν οι ηρωίδες της παράλληλα με τις ανδραγαθίες του και την τάση τους για αυτοκαταστροφή. Ένα στοιχείο που εμένα με ενδιαφέρει έντονα, είναι και η επίδραση της Μοίρας πάνω στις ανθρώπινες ζωές, στις πράξεις τους, στις ενέργειές τους, στοιχείο που προέρχεται από την αρχαία τραγωδία και τα έργα των τραγικών συγγραφέων. Η άγνωστη και ανεξέλεγκτη μοίρα που ανατρέπει τα πάντα και επαναπροσδιορίζει ζωές. Ήρωες έρμαια μιας «σκοτεινής» μοίρας που οδηγεί τους ανθρώπους στο αδιέξοδο. Η σύνδεση της μυθιστορικής γραφής με την αρχαία τραγωδία και την ατμόσφαιρά της είναι συνεχής στη σύνολη δημιουργία της. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μετατροπή του μυθιστορηματικού της λόγου σε θεατρικού όπως το επεχείρησε η Λυμπεράκη μέσα στον ίδιο τόμο. Πολύ πριν αρχίσουν οι ελληνικές θεατρικές σκηνές να παρασταίνουν μυθιστορήματα ή διηγήματα ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων. Η συνεξέταση αυτή των θεμάτων της σε δύο «διαφορετικές» τεχνικές γραφής είναι πρόκληση για τους δημιουργούς.
     Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη ήρθε στη σκέψη μου και πάλι, όταν διάβασα τα βιβλία της κόρης της συγγραφέως Μαργαρίτας Καραπάνου, «Ο Υπνοβάτης» εκδόσεις Ερμής 1985, το «Ναι» εκδόσεις Ωκεανίδα 1999. Ιδιαίτερα η αναγνωστική μνήμη μένει, σε αυτό το έργο της κόρης της Μαργαρίτας Καραπάνου, που εικονογραφεί με μαγευτικό και συγκλονιστικό τρόπο, την παράτολμη και ακαθόριστη σκληρή και απόλυτη παιδική σεξουαλικότητα, τον σκοτεινό και κρημνώδη εσωτερικό κόσμο των παιδιών. Αυτά τα μικρής φόρμας διηγήματα, τα στιγμιαία σουρεαλιστικής υφής συμβάντα, πέρα από κάθε ηθική και ανηθικότητα, τα παράλογα και έξω κάθε λογικής ορθότητας περιστατικά, μιας ατμόσφαιρας γεγονότων που υπερβαίνει τα όρια της φαντασίας, αυτά τα τρομακτικά και κάπως «γκραν κινιόλ» ονειρικά επεισόδια. Το πολυδιαβασμένο και συζητημένο βιβλίο της «η κασσάνδρα και ο λύκος» εκδόσεις Ερμής 1977. Ένα τρομακτικό και σε σημεία του γκροτέσκο μυθιστόρημα, που δεν προέρχεται από την παράδοση της γραφής της μητέρας της συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Ένιωσα άβολα όταν έγραψα την αρνητική κριτική για μυθιστόρημα της κόρης της και για τις άστοχες προσθήκες κάτω από το κείμενο που πρόσθεσε ο εκδότης του περιοδικού στην κριτική μου. Και αναρωτιόμουν με δισταγμό, ποια θα ήταν η αντίδρασή της, αν με θυμόταν, αν διάβαζε την κριτική μου. Τι θα μου έλεγε, τι θα επεσήμανε, τι θα δέχονταν και τι θα απέρριπτε. Το μυθιστόρημα αυτό ήταν «Ο Υπνοβάτης».
     Μαργαρίτα Λυμπεράκη, (Αθήνα 1919-24 Μαΐου 2001), μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, μεταφράστρια, δίγλωσση συγγραφέας. Ωραία γυναίκα, όπως το δήλωνε και το όνομά της. Μελαχρινή, λεπτοκαμωμένη, όχι μάλλον ψηλή, γεμάτη ζωντάνια παρά την ηλικία της όταν την πρωτόδα. Οι ρυτίδες του προσώπου της δεν τις πρόσθεταν χρόνια, αντίθετα, τις έδιναν έναν τόνο γοητείας που έμεινε μετά από τόσες δεκαετίες στην φαντασία μου. Κοκέτα, καλοντυμένη και πάντα περιποιημένη. Δεν ήταν αυτό που λέμε λουστραρισμένη, αλλά ενδυματολογικά ποτέ ατημέλητη. Μου θύμιζε δεν ξέρω γιατί και της το είχα πει, μην γνωρίζοντας τις αντιδράσεις της ως γυναίκα, την γαλλίδα ηθοποιό που υπεραγαπώ την θρυλική Ζαν Μορό. Κολακεύτηκε όταν της το ανέφερα και συμφώνησε χαμογελώντας. Και εγώ ο κουλτουριάρης τότε έφηβος, έσπευσα να προσθέσω ότι δύο ήσαν οι αγαπημένες μου γαλλίδες γυναίκες ηθοποιοί, η Ζάν Μορό και η ανεπανάληπτη πολιτικοποιημένη και συγγραφέας Σιμόν Σινιορέ, η γυναίκα του Υβ Μοντάν. Η νεανική μου αυτή αναφορά ζέστανε τις συναντήσεις μας ακόμα περισσότερο, ενός νέου από τον Πειραιά, με την γνωστή και αναγνωρισμένη ελληνίδα μυθιστοριογράφο, που μεγάλο διάστημα της ζωής της έζησε στην Πόλη του Φωτός, την πρωτεύουσα της Γαλλίας το Παρίσι, που  στάθηκε πάντα φιλόξενο στους έλληνες αντιστασιακούς και πολιτικούς πρόσφυγες την περίοδο της τελευταίας δικτατορίας στην χώρα μας, αλλά και πρωτύτερα, την περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού. Πόσοι και πόσοι έλληνες επιστήμονες δεν σπούδασαν με υποτροφίες του Γαλλικού κράτους. Δεν διέπρεψαν στα Πανεπιστήμιά τους. Δεν ανέδειξαν την χώρα τους διεθνώς διδάσκοντας στα Πανεπιστήμιά του δεν έζησαν μόνιμα οικογενειακώς στην μεγάλη και φίλη αυτή χώρα. Μου διηγούνταν ιστορίες από την ζωή της στο Παρίσι που ορισμένες εικόνες είναι θολές μέσα στη μνήμη μου, αλλά σφυρηλάτησαν την αγάπη και τον σεβασμό μου για αυτήν την ιστορική χώρα του πολιτισμού και της τέχνης. Μια πρωτεύουσα, που δεν την απεκάλεσαν τυχαία και αδίκως Πόλη του Φωτός. Εξάλλου, και η δημοκρατική πολιτική ηγεσία της χώρας μας, με την βοήθεια και την αρωγή της τότε γαλλικής κυβέρνησης επέστρεψε στην Ελλάδα και εδραίωσε την μεταπολιτευτική μας δημοκρατία.
     Αξέχαστα χρόνια, δημιουργικά και ερωτικά. Σφουγγάρι πολλαπλών εμπειριών η ζωή μας τότε, σε αυτό συνέβαλλε πιστεύω η εποχή και η έντονη πολιτικοποίησή μας πού γίνονταν μέσω της τέχνης. Της τέχνης της κινηματογραφικής, της τέχνης της ποιήσεως και της λογοτεχνίας, της θεατρικής τέχνης, της τέχνης της μουσικής, του Μίκη Θεοδωράκη κυρίως και των μεγάλων πολυπληθών εκδηλώσεων που γέμιζαν τα στάδια ασφυκτικά και τις πλατείες, και γινόμασταν όλοι ένας. Νιώθαμε τότε, αυτό το αίσθημα της συντροφικότητας, το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης που τόσο εύστοχα εκφράστηκε στο σύνθημα. «Όλοι για τον ένα και ο ένας για όλους». Εκείνες τις δεκαετίες η πολιτική διαπαιδαγώγησή μας γίνονταν μέσω της τέχνης, παράλληλα με την πολιτική μας νεανική δράση και τις διαδηλώσεις που συμμετείχαμε. Ανεξάρτητα από τον κομματικό προσανατολισμό του καθενός και της κάθε μίας, πέρα από το τι πρέσβευε και σε πιο βαθμό για την αλλαγή στην πατρίδα μας. Ένα έθνος όπως το ελληνικό που έβγαινε λαβωμένο με ένα κομμάτι του Κυπριακού Ελληνισμού σκλαβωμένο και φυλακισμένο ακόμα και σήμερα. Το δροσερό αεράκι της πολιτικής ελευθερίας που αναπνέαμε όλοι μας, προέρχονταν τόσο από τον χώρο της πολιτικής όσο και από τον χώρο της τέχνης. Το πνεύμα απελευθέρωσης φυσούσε και από τα δικά της αγωνιστικά λημέρια. Τέχνη και πολιτική ήταν για εμάς ένα. Το αυτό επαναστατικό γεγονός. Πολιτικοποιημένοι και διψασμένοι για κάθε είδους γνώση και εμπειρία, άμυαλοι δον κιχώτες του ονείρου παθιαζόμασταν για το κάθε τι, τσακωνόμασταν για το κάθε τι, ερίζαμε για τους πάντες, αμφισβητούσαμε τα πάντα γύρω μας, εκτός φευ! από την σιγουριά του εαυτού μας. Πολιτική, έρωτας, τέχνη, φιλία,  ανθρώπινες σχέσεις όλα ένα κουβάρι εμπειριών και αχαρτογράφητων συμβάντων. Δεν ζούσαμε τόσο το παρόν, όσο φανταζόμασταν το μέλλον. Αν δεν είναι υπερβολή της συλλογικής μνήμης της γενιάς μου, οι συγγραφείς και οι ποιητές, οι καλλιτέχνες και οι πνευματικοί δημιουργοί ήσαν οι δικοί μας τότε ήρωες. Φάνταζαν στα νεανικά μας μάτια σαν μορφές καθοδηγητικές, εξωπραγματικές, μυθικές, ιδανικές, άυλες, σχεδόν άσαρκες, τυλιγμένες μέσα στον μύθο της πνευματικής και καλλιτεχνικής τους δημιουργίας. Μέσα στην αχλύ των αντιστασιακών τους δράσεων και ενεργειών. Οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης, ήσαν κάτι σαν «γκουρού» στην έτοιμη να γεμίσει με τα λόγια τους φαντασία μας. Συνομιλούσαμε με τα έργα τους και τους ίδιους σαν να είχαμε μπροστά μας οικογενειακά συγγενικά μας άτομα, καθοδηγητές του βίου μας. Προστάτες σε μια ζωή που ανέτειλε μπροστά μας με μια πυξίδα που ο δείχτης της έτρεχε τρελά. Κάπως έτσι φάνταζε και η πεζογράφος Μαργαρίτα Λυμπεράκη όταν την γνώρισα από κοντά. Ο ήχος της φωνής της στο τηλέφωνο και οι ερωτήσεις της για τα ενδιαφέροντά μου και το τι δρόμο θα ακολουθούσα στα κατοπινά μου χρόνια είναι ακόμα μέσα μου ζωντανός. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο κοινός αγαπημένος φίλος αρχιτέκτονας και ποιητής, με γνώρισε με τον αντιστασιακό ποιητή Γιάννη Νεγρεπόντη, που τον επισκεπτόμασταν στο γραφείο του στο πολυσύχναστο υπόγειο αν θυμάμαι καλά. Αλλά η περίπτωση του αγωνιστή Γιάννη Νεγρεπόντη με τα «Νέγρικά» τραγούδια του πού τότε ακούγαμε από την ρωμαλέα φωνή της Μαρίας Φαραντούρη και τραγουδούσαμε μαζί της, είναι μια άλλη προσωπική ιστορία των τότε νεανικών μου χρόνων εντελώς διαφορετική από αυτήν της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, που έμενε κάπου στην Στρατιωτικού Συνδέσμου (;) στην Αθήνα.
     Δεν είχε ο δρόμος την δική του ιστορία μόνο που τόσο εύστοχα μας έχει γράψει η πειραιώτισσα Κωστούλα Μητροπούλου και μας τραγούδησε ο Μάνος Λοϊζος, αλλά και εμείς, οι τότε έφηβοι της γενιάς του 1980, χωρίς να το συνειδητοποιούμε αφήναμε τα χνάρια της δική μας ιστορίας μέσα από αυτές τις ζωντανές και εποικοδομητικές σχέσεις με μεγαλύτερους ηλικιακά από εμάς άτομα, που μας ωρίμαζαν και μας γνώριζαν τον κόσμο της τέχνης με τα δεκάδες ακόμα και σήμερα μυστικά του.
     Την Μαργαρίτα Λυμπεράκη την θυμήθηκα ξανά όταν ο θεατρολόγος Βάλτερ Πούχνερ εξέδωσε την μελέτη του «Η σύγκρουση των φύλων στον αρχετυπικό κόσμο της Μαργαρίτας Λυμπεράκης». Ανθρωπολογικός και θεατρικός εξπρεσιονισμός στη γαλλική και ελληνική δραματουργία της, ερμηνευτικό δοκίμιο, εκδόσεις Δίαυλος 2003. Τις μέρες αυτές που διάβασα ξανά τον τρίτο τόμο των ΔΟΚΙΜΩΝ του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, συνάντησα σε ράφι της βιβλιοθήκης το μικρών διαστάσεων βιβλιαράκι της 10,5Χ16, σελίδες 36. Μια ποιητική σύνθεση αφιερωμένη στον ποιητή. Είναι ένα ποιητικό συνθετικό κείμενο με τραγουδιστικά μέρη και χορικά, με αναγνώστη που θυμίζει μικρό ορατόριο, με θεατρική τεχνική γραμμένο. Η κεντρική επωδός που επαναλαμβάνεται στο κείμενο, ανακαλεί στη μνήμη εκκλησιαστικούς-βυζαντινούς ύμνους. Η θεματολογία του πατά πάνω σε μια σκαλωσιά της γης που οδηγεί στα ουράνια. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης είναι η κεντρική αναφορά που γύρω του πλέκεται η ποιητική σύνθεση. Ο πολιτικός τόνος στον λόγο της δεν λείπει καθώς και η αντιστασιακή ατμόσφαιρα. Ένας ελεγειακός επίσης τόνος διατρέχει όλη την σύνθεση. Ο λόγος ρέει, ελάχιστα είναι τα σημεία στίξης που χρησιμοποιεί η Λυμπεράκη, και αυτό δίνει στο συνθετικό αυτό ποίημα με την κοφτή του μουσικότητα, τις ολιγοσύλλαβες λέξεις, τον ερωτηματικό τρόπο εκφοράς του λόγου την τεχνική του στίχου-γραμμή, μια ξεχωριστή θέση μέσα στην ποίηση της εποχής της. Το πνεύμα της αγωνιστικότητας και η πνοή της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας διατρέχουν όλη την σύνθεση. Ας μην μας διαφεύγει ότι το συνθετικό αυτό ποίημα γράφεται σε μια εποχή που η χώρα μας βρίσκεται κάτω από την δικτατορική διακυβέρνηση των συνταγματαρχών. Και ο λόγος των ποιητών είναι κρυπτικός, έμμεσος, ελλειπτικός αλλά με σταθερό στόχο, που δεν είναι άλλος από την πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση από τον δικτατορικό ζυγό. Εξάλλου, ο θάνατος και η κηδεία του νομπελίστα μας ποιητή, ήταν η πρώτη μεγαλειώδης παλλαϊκή διαδήλωση ενάντια στο καθεστώς. Η δημόσια δήλωσή του ενάντια της δικτατορίας, βρίσκονταν στα χείλη των ελλήνων πνευματικών ανθρώπων της εποχής. Το κείμενο παρά την πολιτική του είναι γραμμένο σε έναν τελετουργικό εσπερινό τρόπο. Είναι μια ποιητική τελετή, πάνω στο κεκοιμημένο σώμα του ποιητή, που σε στιγμές της θυμίζει ψαλμούς του Δαυίδ. Η Λυμπεράκη συνοδεύει ποιητικά με τον λόγο της το ξόδι του Γιώργο Σεφέρη ενώ ταυτόχρονα μέσα από εσωτερικές ερωτήσεις, υπαινιγμούς και ανοιχτές προτροπές για αντίσταση με απλό και καθημερινό τρόπο, με έναν λόγο που κλείνει προς την προφορική έκφραση εμψυχώνει τους συμπατριώτες της και ενισχύει το φρόνημά τους. Αν εξαιρέσουμε (;) το πεζό «Μια καλοκαιριάτικη μέρα του Δεκεμβρίου», μια ανάμνησή της, ένα φιλικό επεισόδιο περασμένης της ταξιδιωτικής εμπειρίας, που κάπως στέκει-σύμφωνα με την δική μου άποψη-παράταιρο μέσα στη σύνολη σύνθεση, ο Σεφέρης βρίσκεται διαρκών παρών είτε με την παρουσία του είτε με την απουσία του. Αυτό το δίσημο παιχνίδι παρουσίας απουσίας είναι εξαιρετικό στην γραφή της. Σαν τον θάνατο μέσα στην ζωή. Σαν την ζωή που συνεχίζεται και πέρα από το φαινόμενο της απουσίας του θανάτου. Η ίδια η χώρα την χρονική εκείνη περίοδο βρίσκονταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Γράφοντας την ελεγεία για τον ποιητή η Λυμπεράκη μνημονεύει και όλους τους προγενέστερους και παλαιούς φίλους και αγωνιστές συντρόφους. Η πολιτική γενική οπτική της δεν αποκλείει και την έκφραση του προσωπικού της ελεγειακού συγκρατημένου θρήνου. Πολιτικός κατά βάθος θρήνος που αγγίζει όλο το σώμα της χώρας μέσω του προσώπου του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. «Σύ ο απών υπάρχεις» επαναλαμβάνει σαν αρχαίος μύστης μέσα από τις στοές του χρόνου η ποιήτρια. Ο νοερός Παν. Ο Πανταχού και πάντα παρόν μέσα στην αιώνια απουσία του, που μας εμψυχώνει και μας αναζωογονεί, που μας καλλιεργεί το αίσθημα της ελπίδας και της αιώνιας ανάτασης. Ο εξομολογητικός τόνος της ποίησης είναι πάντα αυτός που παντρεύει την ατομική κάθαρση με την πολιτική. Γιαυτό έκανα λόγο για τους ύμνους του Δαυϊδ παραπάνω. Αλλά μια εσπερινή υμνολογία σύγχρονη, μοντέρνα, με εμπλουτισμένη θεματική, με ελεγειακή φόρμα των ημερών μας. Με έναν λόγο που μπορεί να γίνει κατανοητός και από τους μη μυημένους.
     Η γυναικεία ποιητική πολιτική γραφή της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, μας φανερώνεται και στα μικρά πολιτικά και κοινωνικά σχόλιά της που δημοσίευσε μετά το 1974 χρόνια στην εφημερίδα «Τα Νέα». Κείμενα για την γείτονα χώρα, κείμενα για την διπλωματία της χώρας μας, κείμενα για την βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία, όπως τέθηκε με το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό την εποχή εκείνη. Ενεργός πολίτης η ίδια, πάντοτε από την πλευρά την δημοκρατική, διατήρησε ζωντανή την φλέβα της αγωνιστικής της συνείδησης. Εξακολούθησε να γράφει και να εκδίδει μέχρι σχεδόν το τέλος του επίγειου βίου της, όπως μας φανερώνουν οι νέοι τίτλοι έργων της.
Τα παλαιά και τα νεότερα μυθιστορήματά της επανεκδίδονται και θεατρικά της ανεβάζονται στις ελληνικές θεατρικές σκηνές με επιτυχία.
     Αν δεν κάνω λάθος, η συλλογή αυτή της Μαργαρίτας Λυμπεράκη είναι η πρώτη και η μοναδική για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Δεν αναφέρομαι στα ποιήματα ή στις συλλογές που είναι αφιερωμένες στην μνήμη του, αλλά στην ποιητική σύνθεση που γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατό του.
Η σύνθεση αποτελείται από 10 μέρη.    
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΝΤΑ
Εσπερινή τελετή
1.Σήμερα όπως χθές
Σήμερα
Όπως χθές
Με τη δύση του ήλιου
Ώρα πικρότατη και λαμπρή
Σήμερα
Όπως χθές
Μέσα στο εσπερινό φώς
Άς σφίξουμε τις καρδιές μας
Άς μην κλάψουμε
Μόνο η αγάπη μας να μεγαλώσει
Και η σκέψη μας να καρφωθεί σ’ αυτόν
Τον ξένο
Τον απόντα φίλο
Εσπερινή θυσία και
Στεναγμός
2.Υπάρχεις
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Υπάρχεις
Σύ υπάρχεις
Σύ ο απών υπάρχεις
Εγώ που ταπεινώθηκα
Κι έσκυψα το κεφάλι
Κι έγινα δούλος των δούλων μου
Σου λέω πώς υπάρχεις

Μέρες πικρές και λιόλουστες
Περάσματα πουλιών μπροστά στη δύση
Ψυχές πού απονεκρώθηκαν
Όμως εσύ υπάρχεις
Ο ΧΟΡΟΣ
Υπάρχεις
Σύ ο απών υπάρχεις
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Μέρες πικρές και λιόλουστες
Λαός απεγνωσμένος
Γίναμε δούλοι των δούλων μας
Κοιμήθηκε η ψυχή μας
Όμως εσύ υπάρχεις
Ο ΧΟΡΟΣ
Υπάρχεις
Σύ ο απών υπάρχεις
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Και παλεύεις κάθε μέρα με το δράκο
Και νικάς το κράτος του φόβου
Το κράτος του θανάτου
Κάθε μέρα νεκρώνεις το θάνατο

Κάθε μέρα
Με τη δύση του ήλιου
Μές στο φώς το εσπερινό
Τον αγώνα σου ψάλλουμε
Τους άθλους σου
Εμείς οι φίλοι εκ βαθέων
Ύμνον εσπερινόν
Ο ΧΟΡΟΣ
Υπάρχεις
Αν και απών υπάρχεις
Και τρέφεις τη δική μου νοσταλγία
Και με σώζεις
Από τη φθορά
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Σήμερα
Όπως χθές
Με τη δύση του ήλιου
Μές στο φώς το εσπερινό
Όταν η σκέψη μου πετάει σε σε
Πετάει κι η ψυχή μου
Η κοιμισμένη μου ψυχή ξυπνάει
Και λέω υπάρχω
Έγινα δούλος των δούλων μου
Όμως υπάρχω και κραυγάζω και λέω
Δεν πέθανα υπάρχω δεν πέθανα
υπάρχω δεν πέθανα υπάρχω
δεν πέθανα
3.Γιά τους απόντες φίλους
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Γιά τους απόντες φίλους
Νεκρούς
Ξενιτεμένους
Αιχμαλώτους
Στρατιώτες
Λιποτάκτες
Οδοιπόρους
Άφαντους γιατί το θέλανε
Άφαντους χωρίς να το θέλουν
Γι’ αυτούς που σκάβουν ξένη γή
Γι’ αυτούς πού χάσανε τη μνήμη τους
σε μέρη μακρινά
Γι’ αυτούς που αποξενώθηκαν
Γι’ αυτούς τους ξένους
Πού μπερδεύουνε τη γλώσσα τους με
τις ξένες γλώσσες
Πού χάσανε τα λόγια τους και υποφέρουν
Εσπερινή προσφορά

Όταν εκεί στα ξένα πλακώνουν οι μαύ-
ροι ουρανοί
Και σου πατάνε το κεφάλι
Εσύ ο ξένος
Ο απών ο βουρκώνεις
Τα μάτια σου βλέπουν τη δύση στην
Ελλάδα
Ώρα πικρότατη και λαμπρή
Πού χάνεται άξαφνα ο ήλιος
Κι άξαφνα νικάει το φώς το εσπερινό

Για σένα τον απόντα
Εσπερινή προσφορά
Για την ειρήνη
Για την ειρήνη του κόσμου όλου
Εσπερινή δέηση
Ο ΧΟΡΟΣ
Για σένα τον απόντα
Εσπερινή προσφορά
Για την ειρήνη
Για την ειρήνη του κόσμου όλου
Εσπερινή δέηση
4.Γιατί έφυγες ταλαίπωρε
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Γιατί έφυγες ταλαίπωρε τι θέλεις τι
γυρεύεις;

Θέλω αέρα απλωσιά
Δε με χωράει ο τόπος
Μικρή η ζωή και δύσκολη
Λάσπη και όνειρα
Όμως τά δικαιούμαι

Θέλω ψωμί γιατί στηρίζει την καρδιά
Θέλω κρασί πού την ευφραίνει
Θέλω χαρά για να πλαταίνω
Χαρά μου η απλωσιά
Μικρή η ζωή και δύσκολη
Λάσπη και όνειρα
Όμως τά δικαιούμαι

Σαν λυτρωθώ απ’ την κοιλιά της μάνας
μου
Και προτού μπώ στον τάφο
Στο διάστημα πού λέν ζωή
Θέλω απλωσιά
Θέλω χαρά
Για να πλαταίνω
Στενός ο χώρος στην κοιλιά της μάνας
μου
Στενός ο χώρος και στον τάφο
Ανάμεσα στα δυό η ζωή
Ζωή δική μου
Μεγάλη και πλατειά
Έτσι τη θέλω
Την ορίζω μεγάλη
Μεγάλη και πλατειά
Λάσπη και όνειρα
Όνειρα δικά μου

Μά γατί βιάζεσαι γιατί;

Μικρή η ζωή και δύσκολη
Λάσπη και όνειρα
Βιάζομαι να προφτάσω
Να ζήσω τά επίγεια
Να μάθω τα ουράνια
Τη σάρκα αγαπώ
Όσο και το πνεύμα
Στενός ο χώρος στην κοιλιά της μάνας μου
Στενός ο χώρος καί στον τάφο
Ανάμεσα στα δύο η ζωή
Ζωή δική μου
Τρέχω να την προφτάσω

Για γάμο πάς; Ή για σφαγή;

Μη με ρωτάς
Δεν ξέρω
5.Ξεκίνησε για πράξη ειρηνική
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Ξεκίνησε για πράξη ειρηνική
Στο δρόμο πού πήγαινε του στήσανε
παγίδα
Συνελήφθης από τους ανόμους
Όμως δεν ντρέπομαι για σένα
Φυλακίστηκες από τους ανόμους
Όμως δεν ντρέπομαι για σένα
Μαστιγώθηκες από τους ανόμους
Όμως δεν ντρέπομαι για σένα
Ο θάνατός σου ζωή μου
Για μένα ντρέπομαι
Για μένα τον ανάξιο
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Υπάρχω
Διότι σύ ο απών υπάρχεις
Πώς να το κρύψω κι από ποιόν;
Ο θάνατός σου ζωή μου
Θα το πω
Θα το φωνάξω ν’ ακουστεί
Ο θάνατός σου ζωή μου
Ν’ ακουμπάς στα πέρατα της γής
Θρήνος εσπερινός
Και σπαραγμός
…………………..
………………..
9.Γιά τους απόντες φίλους
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Για τους απόντες φίλους
Νεκρούς
Ξενιτεμένους
Αιχμαλώτους
Στρατιώτες
Λιποτάκτες
Οδοιπόρους
Άφαντους γιατί το θέλανε
Άφαντους χωρίς να το θέλουν
Γι’ αυτούς που σκάβουν ξένη γη
Γι’ αυτούς που χάσανε τη μνήμη τους
σε μέρη μακρινά
Γι’ αυτούς πού αποξενώθηκαν
Γι’ αυτούς τους ξένους
Πού μπερδεύουν τη γλώσσα τους με
τις ξένες γλώσσες
πού χάσανε τα λόγια τους και υπο-
φέρουν
Εσπερινή προσφορά
Αύριο
Όπως σήμερα
Μόλις βασιλεύσει ο ήλιος
………………….
………………… 
Γράφει η Μαργαρίτα Λυμπεράκη:
Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Ιανουάριο 1971, ξεκίνησε από μια κουβέντα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, γράψε κάτι απλό να το φτιάξουμε μου είπε.
     Τις ημέρες εκείνες, τ’ απογεύματα, μέσα σε μια έρημη Αθήνα, ο ουρανός μαύριζε από πουλιά, σά να ερχόντουσαν από τη θάλασσα ή σα να φεύγανε, κι ακουγόταν η καμπάνα του εσπερινού.
     Τη νύχτα της 22 Σεπτεμβρίου 1971, μετά την κηδεία του Γιώργου Σεφέρη, ένιωσα ξαφνικά παράλογα πώς η τελετή αυτή ήταν γραμμένη εξ αρχής γι αυτόν. Ίσως γιατί όσο περνούσε ο καιρός με βασάνιζαν τα λόγια που μούπε κάποτε στο Παρίσι όταν τούδωσα ένα έργο μου γραμμένο γαλλικά «μην τουρκέψεις», μου είπε.
      Αυτή είναι η ποιητική «λατρεία εσπερινή». «Η προσευχή» όπως μας λέει στο τελευταίος της τραγούδι στο «Αύριο όπως σήμερα» η Μαργαρίτα Λυμπεράκη.
     Μια προσευχή ποιητική, τώρα που μπαίνουμε στην μεγάλη σαρακοστή. Τώρα που το τριώδιο της μνήμης της ζωής μας ανοίγει να υποδεχτεί τις ψυχές των ελλήνων ποιητών και ποιητριών.
Ποίηση εκέκραξα προς Σε
Εισάκουσόν με
Εισάκουσον την φωνή της δεήσεώς μου……….
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 19 Φεβρουαρίου
Τα είδωλα των αρχαίων θεών προετοιμάζονται να ψάλλουν το γλυκύ μου έαρ, εκεί που ο Άδωνις συναντά τον Εμμανουήλ όπως λέει και ο ποιητής.                    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου