«Σαν
τον πύργο της Πίζας»
Ορισμένες
προϋποθέσεις για τη βαθύτερη κατανόηση του σολωμικού έργου
του Γιώργου Κοροπούλη
Συγγραφέα
Η Καθημερινή-Επτά Ημέρες, Κυριακή 24/5/1998, σελίδες
18-20
ΟΙ
ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΕΣ εκφράσεις που κωδικοποιούν τον θαυμασμό μας για τον Σολωμό
οργανώνονται πάντα γύρω από τη λέξη «ποιητής». Αν όμως της ξεδιπλώνουμε, όπως
τα καραβάκια που άλλοτε φτιάχναμε διπλώνοντας ένα χαρτί αν τις λειάνουμε, ώστε
να κρατήσουμε το νόημά τους στην παλάμη μας-τότε βλέπουμε πως η «ποίηση» στην
οποία τόσο παθιασμένα είχαμε από κοινού προσηλωθεί, ήταν το σχήμα που χάθηκε.
Μου φαίνεται λογικό και επείγον ν’ αναρωτηθούμε τι φταίει γι’ αυτό, πριν πούμε
οτιδήποτε για το έργο του Σολωμού-αφού ό,τι ουσιώδες ειπωθεί προϋποθέτει πως
ακούμε την ποίηση και πως γι’ αυτήν προπάντων μιλάμε.
Από τη
μεριά, η επίσημη πρόσληψη του σολωμικού έργου μοιάζει αδύνατον ν’ αποσυνδεθεί
από τους όρους παραγωγής μιας ιδεολογίας η οποία, εν προκειμένω, μορφοποιήθηκε
στο μοντέλο του «εθνικού ποιητή». Η εμπλοκή αυτή, περιορισμένη πια μόνον στη
συνοδό ρητορεία της, εξακολουθεί να έχει δύο τουλάχιστον προφανείς επιπτώσεις.
Αφενός το σολωμικό έργο κηρύσσεται έκτοπο ή κατά βάθος παρωχημένο κι ο
«Σολωμός» εγκαταλείπεται να λιτανευθεί σαν ιερό λείψανο που η αγιοσύνη του μας
επιτρέπει να δημηγορούμε περί έθνους, περί γλώσσας και ενίοτε περί ποιήσεως.
Αφετέρου, και υπό την προυπόθεση ότι αντιδρώντας στρεφόμαστε στο ίδιο το έργο,
η έμφασή μας, οργανώνεται υπερπροσδιορισμένη από την ρητορεία προς την οποία
αντιτίθεται: μας φαίνεται, δηλαδή, ανέφικτο να προτείνουμε για το ποιητικό
επίτευγμα του Σολωμού μια απόλυτο τιμή δίχως η πρότασή μας να συνέλκει είτε την
τετριμμένη πια απαξίωση των θεωρητικών ζητήσεων (προς όφελος ενός αρμόζοντος,
δήθεν στην ποίηση «εμπειρισμού») είτε μια βίαιη μετάθεση του Σολωμού εκτός
κοινωνίας-της κοινωνίας του και της κοινωνίας μας, αξεδιάλυτα. Σε κάθε
περίπτωση, η συσπείρωση στο έργο δίνει την εντύπωση απώλειας εδάφους και
μεγέθους-και με τη σειρά της ιδεολογικοποιείται βίαια.
Αλλά κι
αν υποθέσουμε πως παρακάμπτουμε τις δυσκολίες που απαρίθμησα και οι οποίες εν
συνόλω παραπέμπουν την ανάγνωση του Σολωμού σ’ ένα πλέγμα υπερκειμένων
προβλημάτων αν υποθέσουμε πως επινοούμε μια νέα, αδιατάρακτη προσήλωση στο
σολωμικό έργο, ώστε απ’ αυτήν ν’ απορρεύσει μια επιτέλους ολοκληρωμένη ανάγνωσή
του, τότε βλέπουμε πως, απ’ την άλλη μεριά, το ίδιο το έργο καθόλου δεν
αποτελεί το κατεξοχήν δεδομένο μας, όπως πιστεύαμε, και η μεθοδική ανάγνωσή του
αποσυναρμολογείται σ’ ένα δεύτερο, υποκείμενο αυτή τη φορά, πρόβλημα: Ένα
ερώτημα σχετικά με την ακρόαση της ποίησης εν συνόλω υπόκειται, πράγματι, σε
οποιοδήποτε ερώτημα εγείρεται εντός της ποίησης-και προπάντων στο ερώτημα που η
φετινή επέτειος εγείρει σχετικά με τον Σολωμό.
Γέφυρες και ρωγμές
Αφενός ο ποιητής που «μορφώνει την ύλην»-κατά
την εναρκτήριο διατύπωση του Σολωμού-κάνει ν’ ακουστεί ένας εξαιρετικά σύνθετος
ήχος, όμως το σχέδιο αυτού του ήχου ολοένα συχνότερα διαλύεται, μέσα στον ασύντακτο, ασχεδίαστο θόρυβο που
παράγουν οι πολλαπλασιαζόμενες αναπαραστάσεις ποίησης (το ίδιο φαινόμενο
μπορεί, εννοείται, ν’ ανιχνευθεί αναλογικά σε όλες τις εκφάνσεις του ενιαίου
εγχειρήματος της μορφοπλασίας). Αφετέρου, ισχυρίζομαι ότι μια πλήρης υπόθεση
εργασίας σχετικά με τον Σολωμό περιλαμβάνει, στη διαδικασία επαλήθευσής της την
αναπόφευκτη απόδειξη της προσωρινά αναπόδεικτης πεποίθησης όσων καταλαβαίνουν
από ποίηση ότι η δυνατότητα ακρόασης του σολωμικού έργου συμπίπτει (ακόμη, κι
ίσως για πάντα) με τη δυνατότητα ακρόασης των δυνατοτήτων και των ορίων του
λυρισμού μας εν γένει. Αν έχω δίκιο, τότε οφείλουμε να ξετυλίξουμε το νήμα
ξεκινώντας κι από τη μια κι από την άλλη άκρη του-ωσότου τα δύο είδωλα
συμπέσουν. Κι από τη μιαν άκρη, το υποκείμενο αρχικό ερώτημά μας (το ερώτημα,
θυμίζω, σχετικά με την ακρόαση της ποίησης εν συνόλω) αναδιατυπώνεται ως
πρόβλημα της ποίησης που σήμερα γράφεται και των κριτηρίων που προτείνονται για
την ανάγνωσή της: Δίχως αξιολόγηση σημερινή ποίηση και κριτική της ποίησης,
παράγοντας ομοιώματα και των δύο εντέχνως διακινούμενα, μπορούμε απλώς να
προσποιούμαστε ότι οι γέφυρες με τον Σολωμό και κάθε άλλον άξιο ποιητή μας δεν
κόπηκαν.
Ο
τελευταίος συλλογισμός ισχύει πρωτίστως ad hominem κι
επομένως επαναληπτικά, δεν γενικεύεται-αλλά μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Είναι
δυνατόν να προσεγγίσουμε τον Σολωμό μόνον εκ των ένδον. Αυτό δεν σημαίνει πως
καλούμεθα να τον απομονώσουμε από τις συμφράσεις του’ σημαίνει όμως, μεταξύ
άλλων, πως, αναγνωρίζοντας στο έργο του την εμβέλεια και διαρκή επικαιρότητα
ενός μείζονος λογοτεχνικού γεγονότος, καλούμεθα ν’ ανανεώνουμε (εκ παραλλήλου,
αλλά διαρκώς) τη συνθήκη ακρόασης του: κρίνοντας δημοσίως, διαβάζοντας,
γράφοντας. Κοιτάζοντας άλλωστε το κάλπικο νόμισμα μιας επετείου κι απ’ τις δυο
μεριές, στην πραγματικότητα ελέγχουμε τις πιθανότητες να λαξευθεί σχεδόν εξ
αρχής μια συνθήκη ακρόασης του σολωμικού έργου (και εν γένει της ποίησης) σε
ορίζοντα πρόσληψης ο οποίος φαίνεται πια συμπαγώς αρνητικός. Θα διαπιστώσουμε
πως υπάρχει (πάντα υπάρχει) μια ρωγμή ,μολονότι όλοι κάνουν πως δεν την
βλέπουν. Για να εντοπισθεί όμως αυτή η ρωγμή, πρέπει προηγουμένως να αρθεί μια
παρεξήγηση.
Στην
έκκληση να προσεγγίσουμε τον Σολωμό εκ των ένδον (έκκληση που ισοδυναμεί με την
ευχή να εννοούμε την ποίηση τίποτα περισσότερο και προπάντων τίποτα λιγότερο)
μοιάζει να έχει ήδη ανταποκριθεί ο σολωμισμός, και μάλιστα τόσο μεθοδικά ώστε η
αναγκαία μικρολογία του, που αναπτύχθηκε γύρω από το αληθινό επίτευγμα της
έκδοσης σολωμικού έργου, συμπαρέσυρε ένα ποσοστό έγνοιας και γόνιμων αποριών
και η εξοικείωση με τον κώδικά του αποτελεί αναπόφευκτο ολίσθημα. Κατά το σχήμα
του Σολωμού για τη γλώσσα, πρώτα πρέπει να του υποταχθεί κανείς κι έπειτα, αν
θέλει να μην αερολογεί, να τον κυριέψει. Σπεύδω ωστόσο να προσθέσω πως αυτή η
ανάγκη δεν απαξιώνει το έργο των μειζόνων σολωμιστών (προπάντων του Λίνου
Πολίτη, στον αιώνα μας), αλλ’ αντιθέτως ωρίμασε χάρη στην προσφορά τους: το
οξύμωρο χαρακτηρίζει εξ αρχής τον σολωμισμό, πρόσφατα όμως φαίνεται να
επιπλέκεται οριστικά εις βάρος του.
Τα σολωμικά «αινίγματα»
Είναι
αναφαίρετα από οποιαδήποτε (χρηστική ή μη) έκδοση του Σολωμού τα «Προλεγόμενα»
του Πολυλά; Πώς λύνονται τα περίφημα αινίγματα των «λυρικών μονάδων» και των
«μετακινούμενων μοτίβων»; Τα «αποσπάσματα» θα αντιμετωπιστούν με φόντο ένα
Ρομαντικό πρόγραμμα, θα προβληθούν σε ένα υπόρρητο σχέδιο (η ενστικτωδώς ορθή
αναζήτηση του οποίου παράγει νέες περιπλοκές και προπάντων μη αναγνώσιμα
κείμενα), θα αναδιευθετηθούν σύμφωνα με την πραγματικά αφελή και οριστικά
άστοχη πρόθεση να παρουσιαστούν ως «λογοτεχνικά έργα» (όμως το συναφές αίτημα
να προκύψουν αναγνώσιμα κείμενα παραμένει υγιές) ή κάτι άλλο συμβαίνει εδώ, που
κανείς δεν θέλει να το καταλάβει; Τι δεν πρέπει εντέλει να χαθεί από την έκδοση
Πολυλά, τι δεν είναι στην έκδοση αυτήν (και μόνο) ανατρέψιμο από τις περαιτέρω
σολωμικές έρευνες;
Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει σήμερα να μιλήσει για τον Σολωμό, μοιραία
καλείται ν’ απαντήσει σ’ αυτά και σε άλλα, ομοίως κρίσιμα ερωτήματα-κι η λύση
φαίνεται πως είναι να ξανασχεδιάζει, κάθε φορά ακριβέστερο, τον φιλολογικό
χάρτη, με βάση τον οποίον εδώ και καιρό διασχίζουμε τη συχνά αφιλόξενη ενδοχώρα
του «σολωμικού προβλήματος». Περιοχές αχαρτογράφητες υπάρχουν ακόμη, και
μάλιστα κρίσιμες: εκκρεμεί, φερ’ ειπείν, η, ορθή επιτέλους, προβολή της ποίησης
του Σολωμού στο ευρωπαϊκό φόντο, κι επομένως η βαθιά γνώση του Ρομαντικού
πεδίου. Η συνεισφορά του Βελουδή (στο Διονύσιος Σολωμός: Ρομαντική ποίηση και
ποιητική, εκδ. Γνώση), παρά την τάση υπερερμηνείας, είναι εν προκειμένω
πολύτιμη-απομένει όμως να δειχθεί το μείζον’ ότι ο Σολωμός, εμβρυωδώς
θεωρητικός, οργάνωνε τα ρινίσματα των μελετών του χάρη σ’ ένα ποιητικό σχέδιο το οποίο ταυτοχρόνως
αναπροσανατόλιζε την εργασία του ώστε να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας ουσιώδους
(και αναγκαστικής για τον ίδιο) απόκλισης από τον Ρομαντικό «τύπο» είναι
πρωτότυπος και παραμένει καταστατικός, κυρίως αν δεχτούμε ότι ο Ρομαντισμός
υπήρξε ένα πρόταγμα, η εμβέλεια του οποίου συμπεριλαμβάνει και το δικό μας
παρόν. Απομένει, για να μιλήσουμε γενικά, να υποδειχθεί μια ολοκληρωμένη και
επαληθεύσιμη άποψη για τον Σολωμό και την ποίησή του (μια υπόθεση εργασίας στην
αρχή, ένα αποδεδειγμένο θεώρημα εντέλει), ώστε ο χάρτης ν’ αποκτήσει νόημα.
Άλλωστε,
η δυνατότητα να εγκλωβιστούμε εκ του ασφαλούς
στον σολωμισμό, ανασυγκροτώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την απορία του
Αβερρόη, (στο γνωστό διήγημα του Μπόρχες), θέτοντας δηλαδή και με την ίδια
χειρονομία διαστρέφοντας τα εκάστοτε ερωτήματα, μόνον θεωρητικά υφίσταται. Ο
ίδιος ο σολωμισμός είναι τελικά αδιέξοδος, ακριβώς γιατί δεν αποτελεί περιττή
προσθήκη, από την οποία θα ήταν σκόπιμο ν’ απαλλαγούμε, αλλά μιαν αναπαράσταση
ουσιωδών ερωτημάτων σχετικών με τον Σολωμό εκτός τόπου όπου αυτά τα ερωτήματα
μπορούν να αληθεύουν: Είτε θα διανοιγεί προς μιαν ανάγνωση του σολωμικού έργου
η οποία υποχρεωτικά θα ισοδυναμεί με εκ βάθρων ανατροπή της επίσημης ιστορίας
της νεοελληνικής ποίησης και των ιδεολογικοποιήσεων οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν
στα εγκεκριμένα σχήματά της, είτε θα συντριβεί πάνω στις αντιφάσεις του. Είδος
μικτό αλλ’ ατόφιο, εδώ, δεν υπάρχει-υπάρχει μόνον η πιθανότητα να κατανοήσουμε
ότι τα ερωτήματά μας θ’ ανανεώνονται επ’ άπειρον ενώπιον αντιφάσεων, η ευσταθής
ισορροπία των οποίων στο ποιητικό πεδίο δεν αναιρεί (ίσως μάλιστα να
προϋποθέτει κιόλας) την ασταθή σχέση τους οπουδήποτε αλλού-γιατί οπουδήποτε
αλλού δεν έχουν μορφοποιηθεί. Η ρωγμή, την οποία αναζητούσαμε, εντοπίζεται σ’
αυτή την επίγνωση.
Ο ίσκιος ενός κόσμου
«Βέβαια η
μορφή τυράννησε το Σολωμό. Υπερθεματίζοντας μάλιστα εκείνους που είχαν την ίδια
περίπου καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία μαζί του, αλλά οι δυσκολίες τους ανάγονται κυριότερα
στο επίπεδο μιας τεχνικής […] ο Σολωμός έβλεπε στη μορφή κάτι που περνούσε τα
όρια της τέχνης του και έφτανε σε μια φιλοσοφία ή μάλλον σε μια μυστική
αποκατάσταση της μορφής, περίπου όπως την φαντάστηκαν ο Πλάτων ή ο Γκαίτε (στη
βοτανική) […].
“E la forma sia l’ abito del vero senso profondo d’
ogni cosa”. Η
“forma”
αυτή τον τυράννησε-με την πολιτική έννοια-μέχρι τέλους της ζωής του» Και πιο
κάτω: “E
la
forma
sia
l’
abito
del
vero
senso”…ακούγεται
παράξενα σήμερα η φράση αυτή που προϋποθέτει μια ορισμένη τέχνη και μια ορισμένη
απομόνωση […]. Όμως πέρα από τα συμπεράσματα […] υπάρχει πάνω στο ζήτημα μια συνισταμένη, που τη βγάζομε κυρίως
από τα έργα της τέχνης αποτελέσματα […] Η συνισταμένη αυτή γέρνει
ολόκληρη, τον πύργο της Πίζας, προς τη
μεριά της μορφής […]».
Αυτά
έγραφε στο σπουδαίο «Δοκίμιο/Το εκφράζεσθαι» (τώρα στο: Μελέτες, Α’ εκδ. Δόμος,
σ.σ. 27 κι 46 αντιστοίχως) ο απομονωμένος Ζήσιμος Λορεντζάτος το έγραφε μάλιστα
το 1945-46-γεγονός που σημαίνει πολλά, αν λάβουμε υπ΄ υπόψιν τη μετέπειτα
πορεία του (αρκεί άλλωστε ν’ αντιπαραβάλουμε το «Απόσωμα» που ο ίδιος έγραψε το
1972), σημαίνει όμως προπάντων (για μας πια) πως έχουμε προειδοποιηθεί εδώ και
πενήντα χρόνια τουλάχιστον, κι έχοντας ήδη στην προϊστορία μας, τον Πολυλά και
τον Παλαμά. Απομένει να σκεφτούμε για ποιους λόγους μεθοδικά λησμονήσαμε πως
είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την πολυσυζητημένη πια «πτώση» του Σολωμού (τα
συντρίμμια, τα αποσπάσματα) δίχως να κατανοήσουμε τη φύση των έλξεων οι οποίες,
αναστυλώνοντας τον λυρισμό, τον θέλουν ταυτόχρονα να γέρνει πάντοτε (ολόκληρος
πια) προς τη μεριά της μορφής-παράδοξα σταθερός, μια στιγμή πριν χαθεί, «σαν
τον πύργο της Πίζας».
Κι όμως
μια ολοκληρωμένη υπόθεση εργασίας σχετικά με το σολωμικό έργο δεν μπορεί παρά
να ξεκινά από τη διαπίστωση ότι ο Σολωμός υπήρξε, για μας, ο πρώτος ο οποίος
είδε στο πλούσια βαθμολογημένο σχέδιο των ήχων κάθε στίχου κάτι βαθύτερο (κι
ίσως αντίθετο) από τη φανερή μελωδία της μητρικής γλώσσας, η οποία έτσι κι
αλλιώς γι’ αυτόν αποτελούσε-μην το ξεχνάμε-μιαν εκκρεμότητα’ είδε το ηχητικό
είδωλο ενός κρυμμένου νοήματος, τον ίσκιο ενός κόσμου ολόκληρου και το αποτύπωμα του νόμου του
εκείνου (του πρώτου και ακατάλυτου νόμου της ποιήσεως) σύμφωνα με τον οποίο το
νόημα ενός ποιήματος υφίσταται «υπό μορφήν μορφής» εντέλει εξώθησε αυτή την
επίγνωση ως τα όριά της, παραδέχτηκε όλες τις επιπτώσεις της και, εκτελώντας
μια κίνηση εκκρεμούς που τον καθήλωνε, τις αναχώνευσε κι αυτές στη μορφή του
ποιήματος. Αν το τόξο που διαγράφει αυτό το εκκρεμές ολοκληρωθεί, προκύπτει ο
κύκλος εντός του οποίου μπορεί να γράφεται και ν’ ακούγεται η ποίησή μας’ εν
γένει.
Γιώργος
Κοροπούλης, εφημερίδα Η Καθημερινή-ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Κυριακή 24 Μαϊου 1998, σελίδες
18-20.
Σημειώσεις:
Γράφοντας το κείμενο του σύγχρονού μας ποιητή Ηλία
Λάγιου για τον ποιητή Κωστή Παλαμά, διάβαζα ταυτόχρονα-ή ξαναδιάβαζα- ορισμένα
κείμενα σύγχρονών μας ποιητών και συγγραφέων για παλιότερους έλληνες ποιητές
και δημιουργούς. Δεν το πράττω τυχαία αυτό, με ενδιαφέρει να δω, πως οι
νεότεροι έλληνες δημιουργοί όχι μόνον ενσωματώνουν μέσα στην ποιητική τους
δημιουργία τα ποιητικά νάματα των παλαιοτέρων ποιητών, φράσεις στίχους, αποσπάσματα, ρήσεις,
αυτόνομες ποιητικές μονάδες ύφος, λέξεις, φόρμα, κλπ, ανοίγουν δηλαδή μια
ουσιαστική και αληθινή συνομιλία με έργα παλαιοτέρων, και όχι μια απλή εξωτερική
μίμηση ή τεχνική, της φόρμας του ύφους κλπ, κάτι φυσικά που προϋποθέτει αγάπη
για το έργο των παλιότερων δημιουργών, έναν σεβασμό και μια διάθεση να
συνεχίσουν τυπικά ή ατύπως το έργο τους, και όχι να το χρησιμοποιήσουν για να
αναδειχθεί το δικό τους. Το εύρος ανάγνωσης των πεδίων αυτών είναι μεγάλο, ευρύ
και βαθύ. Πολλοί σύγχρονοί μας ποιητές-ξεκινώντας από την γενιά του 1970 και
μετέπειτα, έχοντας τα αναγκαία εφόδια και τις ανάλογες σπουδές, ενέσκηψαν πάνω
στα έργα των παλαιοτέρων και, άνοιξαν μια διαρκή συνομιλία μαζί τους, με τους
ποιητές και ακόμα, με αρκετούς παλαιότερους δοκιμιογράφους ή μελετητές που
είχαν ανοίξει επίσης μια συνομιλία μαζί τους και σχολίαζαν τα έργα στην
προσπάθεια τους να οικοδομήσουν την δική τους ποιητική θεωρία ή να συμπληρώσουν
παλαιότερες θεωρίες. Δύσκολο εγχείρημα αλλά και ελκυστικά ενδιαφέρον. Το
δημιουργικό αυτό παιχνίδι της τέχνης από τα σχόλια του Ευσταθίου στον Όμηρο
μέχρι τον Κωστή Παλαμά και τη αναστύλωση του Ανδρέα Κάλβου και τα ποιητικά του
προλογίσματα σε διάφορους ποιητές. Από τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τα σχόλια
και τις μελέτες του πάνω στον Τ. Σ. Έλιοτ, την ποιητική συμβολή και συμβουλή
του Γιάννη Ρίτσου σε πολλούς νεότερους ομοτέχνους του. Από τον ποιητή της
γενιάς του 1970, Νάσο Βαγενά και τα σχόλια του στον Χόρχε Λουϊ Μπόρχες και σε
άλλους παλαιότερους δημιουργούς, από τον επίσης ποιητή και κριτικό της ίδιας
γενιάς Βασίλη Στεριάδη και τις κρίσεις του για άλλους ποιητές, και ασφαλώς
ορισμένους ποιητές της νεότερης γενιάς του ιδιωτικού οράματος(1990) και μετέπειτα,
κοινή η διαδρομή ανάγνωσης, επανερμηνείας, ερωτημάτων, σχολίων και
ενδοκειμενικών συνομιλιών στον ελληνικό ποιητικό λειμώνα. Θέσεων και απόψεων,
κρίσεων, αποδοχών και απορρίψεων των προγενέστερων ανθρώπων του πνεύματος.
Εκείνο που χρήζει μάλλον ειδικής έρευνας είναι πρώτον, η σχεδόν πλήρης από
όλους τους μεταγενέστερους αποδοχή της Καβαφικής ποίησης, σε σημείο να ξενίζει
παράφορα και παρά το αναμφισβήτητο μεγαλείο και αξία της, και, δεύτερον κάτι
μάλλον το «φαλλοκρατικό» για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της κοινωνιολογίας το
προηγούμενου αιώνα που υιοθετούσαν οι γυναίκες-επαναστάτριες του φύλου τους και
αγωνίστριες κάτω από το πνεύμα της Σιμον ντε Μποβουάρ, του περιβόητου Κάστορα
κατά τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, δηλαδή, ενώ βλέπουμε άντρες ποιητές όλων των γενεών να
αναγνωρίζουν την αξία των έργων παλαιότερων αντρών δημιουργών και να
διακρίνουμε ξεκάθαρα τις επιδράσεις που δέχτηκαν από αυτούς, και τις ανοιχτές
συνομιλίες που κράτησαν καθ’ όλη σχεδόν την διάρκεια της ποιητικής τους
διαδρομής, δεν συναντάμε εύκολα γυναίκες δημιουργούς που να έχουν επηρεάσει
άντρες ομοτέχνους τους ή το κυριότερο γυναίκες ομοτέχνους τες. Δηλαδή, οι
υπόγειες ή φανερές ποιητικές διαδρομές μέσα στο χρόνο επιρροής ή ανάγνωσης, δεν
προέρχονται από την μεγάλου εύρους γυναικεία ελληνική γραφή, με ελάχιστες και
όχι τόσο σημαντικές εξαιρέσεις παλιότερων γυναικών δημιουργών. Η θηλυκή
ποιητική φωνή και η γυναικεία γραφή μένει κάπως απομακρυσμένη από τα ποιητικά
τεκταινόμενα της αντρικής αντίστοιχή της. Μένει μάλλον περίκλειστη στα δικά της
ενδιαφέροντα, την θεματολογία και τους ποιητικούς προβληματισμούς. Εξαίρεση
ίσως αποτελεί ο ποιητικός λόγος της σύγχρονής μας-αν και παλαιότερης
σχολής-ποιήτριας Κικής Δημουλά, που φοβάμαι, ότι πέρα από την αναμφισβήτητη
αξία του έργου της, άλλες πνευματικές και ίσως κοινωνικές παράμετροι κράτησαν
στην επικαιρότητα την ποιητική της φωνή τις τελευταίες δεκαετίες. Ίσως, και
μπορεί να λαθεύω, να μην γνωρίζουμε την πραγματική συνεισφορά της ποιητικής της
κατάθεσης στον σύγχρονο γυναικείο ελληνικό ποιητικό λόγο, για να μην αναφέρω
τον ανδρικό. Γυναικείες ποιητικές φωνές παλαιότερων εποχών, έχουν λησμονηθεί
εδώ και χρόνια πριν καλά-καλά ολοκληρώσουν τον κύκλο των επιδράσεών τους στις
νεότερες ποιητικές γενιές. Σύγχρονές μας γυναικείες φωνές σε σχέση με εκείνες
των αντρών, όπως της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, της Μαρίας Λαϊνά, της Μαρίας
Κούρση, της Μαρίας Ζερβάκη, της Νανάς Ησαϊα, της Τζένης Μαστοράκη, της Αθηνάς
Παπαδάκη, Κατερίνας Γώγου, της Νατάσας Χατζηδάκη, της Ρούλας Αλαβέρας, της
Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, της Χαράς Χρηστάρα, της Ζωής Καρέλλη, από την
Θεσσαλονίκη, δεν μας παρέχουν μάλλον επαρκείς αποδείξεις για την επίδραση της
γυναικείας ποιητικής τους φωνής σε άλλες ομοτέχνους τους. Ή τουλάχιστον, σε
μεγάλο εύρος και διάρκεια χρόνου. Για να μην σταθώ σε παλαιότερες γυναικείες
φωνές όπως της Μυρτιώτισσας, της Αιμιλίας Δάφνη, της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη,
της Ρίτας Μπούμη Παππά, της Κοραλίας Θεοτοκά, της Όλγας Βότση, της Έφης
Αιλιανού, της Ιωάννας Τσάτσου, και άλλες αξιόλογες ποιητικές φωνές από την
επαρχία ή τα Επτάνησα. Ο γυναικείος ελληνικός ποιητικός λόγος, είναι μάλλον πιο
περίκλειστος σε σχέση με τον αντρικό αντίστοιχό του. Την ίδια αναγνωστική και
κριτική επιθυμία προσέγγισης,-αντρών ποιητών- συναντάμε και στην ξένη ποιητική
δυτικοευρωπαϊκή γραμματεία. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο άλλης
εργασίας έρευνας. Το σίγουρο είναι πάντως ότι, όλοι μας γνωρίζουμε, τι επίδραση
είχε πάνω στο έργο του Τόμας Στερν Έλιοτ ο αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ, που
του «διαμόρφωσε» την «Έρημη Χώρα». Η ευρωπαϊκή ποίηση και έρευνα μας έχει
επίσης επισημάνει αντίστοιχα, την επίδραση της ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον στις
μεταγενέστερες γυναικείες φωνές, την επιρροή στους λογοτεχνικούς κύκλους της
Ρωσίας-παλαιάς Σοβιετικής Ένωσης-του έργου της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, και άλλα
παραδείγματα που μας επισημαίνουν οι ξένοι ιστορικοί των ιστοριών της
λογοτεχνίας. Αν και, ο γυναικείος χώρος της πρόζας περισσότερο και όχι τόσο
μάλλον αυτός της ποίησης μας έχει δώσει αποδείξεις ότι οι γυναίκες δημιουργοί
παράλληλα με το καθεαυτό έργο τους οικοδόμησαν και μια θεωρία περί ποιήσεως. Ο
κόσμος των υπερρεαλιστών ανδρών και γυναικών είναι μάλλον ένα άλλο ενδιαφέρον
κεφάλαιο, που χρήζει άλλης έρευνας και προσέγγισης.
Στην δική
μας ποιητική επικράτεια έχουμε πολλά παραδείγματα σύγχρονων αντρών δημιουργών
που επαναπροσέγγισαν παλαιότερους ποιητές και τους ερμήνευσαν με σύγχρονα
κλειδιά και αναφορές. Κάτω από αυτό το σκεπτικό, ξαναδιάβασα όλο το αφιέρωμα
της εφημερίδας Η Καθημερινή στον γενάρχη ποιητή Διονύσιο Σολωμό και στάθηκα στο
κείμενο του νέου συγγραφέα Γιώργου Κοροπούλη. Το κείμενο του Κοροπούλη, με
«ανάγκασε» να ξαναδιαβάσω τα Προλεγόμενα του Ιάκωβου Πολυλά, το κείμενο του
Ζήσιμου Λορεντζάτου και ορισμένα από τα κεφάλαια τν βιβλίων του Γιώργου
Βελουδή, κείμενα που αφορούν τον Σολωμό-το εξεταζόμενο θέμα-ώστε με την ανάλογη
μικρή επάρκεια μου, να κατανοήσω σωστότερα το εξαιρετικό και ενδιαφέρον κείμενο
του Γιώργου Κοροπούλη. Μια ενιαία αναγνωστική και σχολιαστική σκάλα για να
συνειδητοποιήσουμε την δική μας ποιητική αυτογνωσία. Τουλάχιστον, για όσους
ενδιαφέρονται ακόμα για τέτοιου είδους ζητήματα-ειδικού ενδιαφέροντος
φυσικά-αλλά αποτελούμενες όλες αυτές οι παλαιότερες και σύγχρονές μας
ερμηνείες και επαναπροσεγγίσεις τα
καρποφόρα κλαδιά και τα άνθια του δέντρου της ποιητικής μας παράδοσης, που στην
συγκεκριμένη περίπτωση είναι το Σολωμικό.
Το ίδιο
το κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Κοροπούλη από μόνο του μας αποκαλύπτει τις
προθέσεις και τους σκοπούς του, τους στόχους του και τα ερωτηματικά του, τις
ενστάσεις του και τις αποδοχές του. Στην ουσία του, στον κεντρικό του
σχεδιασμό, είναι ένα κείμενο θεωρητικό περί Ποιήσεως και των ερμηνευτικών προβλημάτων
της, αν δεν κάνω λάθος. Το αποσπασματικό έργο του Διονυσίου Σολωμού του δίνει
την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις δικές του αμιγώς θεωρίες σε ένα διπλό παιχνίδι
ερμηνείας και ανάγνωσης. Για το Σολωμικό έργο πρωτίστως, και περί ποιήσεως
γενικότερα. Στόχος δύσκολος αλλά όχι ακατόρθωτος όπως μας αποκαλύπτει το ίδιο
το κείμενο του Γιώργου Κοροπούλη. Πάνω όμως από όλα προέχει η ανάγνωση και
επανανάγνωση του ίδιου του ποιητικού έργου του Διονυσίου Σολωμού, και η
ευχαρίστηση και συγκίνηση που αισθανόμαστε κατά την διάρκεια και μετά το πέρας
της ανάγνωσής του.
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Κοροπούλης
φέρουν το βάρος της αλήθειας των ερμηνειών του. Το κείμενο είναι εύληπτο, σε
σημεία του-ελάχιστα μάλλον χρειάζονταν μεγαλύτερη σαφήνεια-διαθέτει στέρεα
δομή, υποστυλώματα από σολωμικές του αναγνώσεις άλλων ερμηνευτών, έχει στόχο
και πάνω από όλα, ξεφεύγει από το τετριμμένα κλισέ ενός επετειακού αφιερώματος
για τον ποιητή. ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι οι ερωτήσεις που θέτει ο
Γιώργος Κοροπούλης μέσα στο κείμενο και πάνω στο κείμενο του Σολωμού και των
κατά καιρούς ερμηνειών του. Είναι μια προσέγγιση εντελώς προσωπική και γιαυτό
φέρει το βάρος της δικής του αλήθειας, έχει κριτήριο δίκαιο, όχι απόρριψης, και
εστιάζει τον φωτισμό τους στο πως θα ξανακάνουμε ελκυστικό το σολωμικό έργο,
αποφεύγοντας παλαιότερες επικίνδυνες προσεγγίσεις του αν όχι εκμεταλλευτικές.
Δεν θα ήθελα να δώσω μια φιλολογική ματιά στην
ανάγνωση του κειμένου του Γιώργου του Κοροπούλη, ούτε να το συνδέσω με άλλες
φωνές ερμηνευτικές της Σολωμικής ποίησης, γιατί προτιμώ να είναι ένα αυτόνομο
κείμενο, αυτοκίνητο σε σχέση με άλλες ερμηνείες και όχι συνδυαστικά
σκεφτόμενος.
Το αφιέρωμα
πάντως της εφημερίδας Η Καθημερινή-Επτά Ημέρες, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, με
χρήσιμα κείμενα, σημαντικών μελετητών, που μας φωτίζουν από αρκετές πλευρές το
Σολωμικό έργο και τα προβλήματά του.
Η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, έστω και θρυμματισμένη,
μας αποκαλύπτει τα μυστικά της με την ανάγνωσή της. Ο Διονύσιος Σολωμός, δεν
είναι ο ποιητής του Ύμνου στην Ελευθερία μόνο, ίσως αυτό τον εγκλώβισε μέσα σε
ένα εθνικό και πατριωτικό καθαρά περιβάλλον. Η ποίηση του επτανήσιου μάγιστρου
της ποίησης, είναι τα μικρά και σκόρπια λυρικά του, τα μισοτελειωμένα ποιητικά
του ρομαντικά διαμαντάκια. Ο ρομαντισμός της εποχής του που ευτυχώς δεν λέει
ακόμα και στις μέρες μας να ξεφουρτουνιάσει. Ο Διονύσιος Σολωμός μέσα στις
ψυχρές και παγερές εποχές που όλοι μας ζούμε, είναι ένα δροσερό αεράκι πνοής
ατελεύτητης. Είναι η ζωντανή πνοή του ελληνικού μέσα μας ρομαντισμού και διάθεσης.
Και ιδιαίτερα τώρα της περιόδου του ελληνικού Πάσχα, που η Φύση και η εκκλησιαστική
ποίηση σε προσκαλούν να ξανά ανακαλύψεις τον εσώτερο χαμένο ανθρώπινο εαυτό σου,
πέρα την πίστη ή την απιστία σου, πέρα από τον βαθμό αγάπης μας προς τον ποιητικό
λόγο. Το φορτίο ευαισθησίας και ρομαντισμού που φέρουν μέσα τους τα εκκλησιαστικά
ποιητικά κείμενα και η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού είναι πολύ μεγάλο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 30 Μαρτίου 2018
Για ένα Πάσχα όχι μόνο της παράδοσης αλλά των ψυχών μας.
Και όποιος αντέξει. Στην ανάγνωση ή την πίστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου