Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Stephen William Hawking


CALL ME BY YOUR NAME

Μνήμη ιερή και σεβασμός ζωής κοσμολόγου Στήβεν Χόκινγκ.
Stephen William Hawking England 8/1/1942-Englad 14/3/2018

     Ήταν θυμάμαι η πρώτη και μοναδική φορά που επισκέφτηκα την μεγαλόνησο για λίγες ώρες. Στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Κρήτης, μαζί με στενό φίλο. Καθίσαμε μαζί με εκατοντάδες άλλα άτομα μπροστά σε μεγάλες οθόνες έξω από την αίθουσα που θα μιλούσε ο σύγχρονος των καιρών μας Άλμπερτ Αϊνστάιν. Νέοι και νέες από διάφορα μέρη της Ελλάδας βρίσκονταν εκεί, νομίζω ήταν1997 ή 1998. Μια νεανική κοσμοθάλασσα, ένα πολύβουο ανθρώπινο μελισσολόι που περίμενε με αγωνία να ακούσει τα λόγια ενός σύγχρονου επιστήμονα αγίου, και ας μην ήξερε τίποτα για την επιστήμη της κοσμολογίας, ας μην γνώριζε σχεδόν τίποτα για το Σύμπαν και τα μυστήριά του. Είχαμε μόνο παρακολουθήσει παλαιότερα-παιδιά του δημοτικού-την προσσελήνωση του ανθρώπου στο φεγγάρι στην ασπρόμαυρη τηλεόραση μεσούσης της δικτατορίας, και είχαμε παρακολουθήσει πολύ αργότερα, την ομιλία που έδωσε σε θέατρο της Αθήνας ο Ελβετός Έριχ φον Ντένικεν. Τα βιβλία του τότε, διαβάζονταν αφειδώς καθώς και του Πήτερ Κολόσιμο. Κυκλοφορούσε επίσης το περιοδικό Τα Αινίγματα του Σύμπαντος που διαβάζαμε άρθρα για τον χαώδη και αινιγματικό θόλο του σύμπαντος μας ή των πολλών. Ο Στήβεν Χόκινγκ πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι να μας μιλά μέσα από τεχνικά μικρόφωνα. Δεν γνωρίζω αν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις αυτό το σύγχρονο θαύμα το οποίο ζούσαμε εκείνη την στιγμή όλοι μας. Απόλυτη σιωπή. Να παρακολουθούμε εκστατικοί αυτό το λεπτοκαμωμένο ανθρωπάκι να μιλά. Άτομα άγνωστα μεταξύ μας, να προσπαθούμε σιγαλά να πιάσει ο ένας το χέρι του άλλου από συγκίνηση, να ακουμπήσει στον ώμο του άλλου από ιερή μέθεξη όχι γνώσης αλλά ζωής. Ζωής ατελεύτητης που εκπορεύονταν από τα λεγόμενα την προσωπική δύναμη και το ατομικό θάρρος αυτού του μυαλού, αυτής της καρδιάς που χτυπούσε στους ρυθμούς του σύμπαντος και κατόρθωνε με απλά λόγια να μας μεταδώσει την σοφία του, το ατομικό του κουράγιο. Μια ανθρώπινη σοφία αιώνων που περνά από γενιά σε γενιά μέχρι να φτάσει σε εμάς και να μας δροσίσει. Θυμάμαι τον Κώστα να μου κρατά το χέρι και οι δύο μαζί να μένουμε αποσβολωμένοι μπροστά στις μεγάλες οθόνες και να μην πιστεύουμε στα μάτια μας να μην συνειδητοποιούμε ότι είμασταν εκεί, κοντά του μαζί με δεκάδες άλλα άτομα να ακούμε τα λόγια του, να χαιρόμαστε το χιούμορ του, να περιμένουμε να μας μοιράσει τον άρτο των γνώσεών του για τους γαλαξίες, τα σύμπαντα, τις μέλανες οπές και τα μυστήριά τους. Όταν τέλειωσε την ομιλία του σηκωθήκαμε όρθιοι και κλαίγοντας τον χειροκροτούσαμε. Στιγμές ανθρώπινου μεγαλείου που δεν ζεις εύκολα και μάλιστα σε αυτές τις ηλικίες και όταν επίσης δεν είσαι ειδικός σε παρόμοια ζητήματα. Μόνο η αμέριστη επιθυμία σου για ανθρώπινη γνώση να σε ωθεί να ξεπεράσεις τις δυσκολίες και να αψηφήσεις τα έξοδα για να είσαι εκεί. Έστω και από μακριά, έστω και αν δεν είχες την δυνατότητα να του φιλήσεις το χέρι από σεβασμό γιαυτό που πρόσφερε σε ολάκερη την ανθρωπότητα. Το κουράγιο ενός ανθρώπου ένθεου και έμπλεου γνώσης και ερωτημάτων που η προσωπική του μοίρα τον καθήλωσε πάνω σε μια καρέκλα. Έζησε πάνω από εβδομήντα χρόνια αυτός ο πραγματικά άγιος επιστήμονας. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάπου μέσα στα δισεκατομμύρια άστρα κάποιο ανώτατο Ον, πέρα από τους ανθρώπινους ιστορικούς και πολιτιστικούς μύθους των εθνών και των ανθρώπων, όμως αν δεχτούμε σαν υπόθεση εργασίας την ύπαρξή του, σίγουρα θα είναι χαρούμενο που τώρα θα τον έχει κοντά του και θα συνομιλεί μαζί του. Και ίσως για χάριν αυτής της αιώνιας πλέον συνομιλίας τους του δώσει την αρτιμέλεια του σώματός του που στερήθηκε εδώ κάτω στην γη.
     Γυρίσαμε με το πλοίο της γραμμής και το βουητό και το κουβεντολόι από τους παρευρισκόμενους συνεχίστηκε σε όλη την διάρκεια της επιστροφής. Η συγκίνηση όλων μας και η χαροποιός διάθεση ήταν πολύ μεγάλη. Κρυφά και με διακριτικότητα άγγιζα τα μέλη του σώματος του φίλου μου λες και με ενθάρρυνε ο βίος και η ζωή του Στήβεν Χόκινγκ. Ήταν μεγάλη η ερωτική διάθεση όλων μας. Το ίδιο ένιωθα να κάνουν και άλλα νεαρά ζευγάρια αγοριών και κοριτσιών. Κουβαλήσαμε στο ταξίδι αυτό το δικό του φορτίο έρωτος ζωής, την δική του ερωτική σωματική μέθεξη. Γιατί, αυτό το σώμα που βρίσκονταν καθηλωμένο πάνω στην καρέκλα, ήταν ένα σώμα έρωτος που μας μιλούσε, που μας παρότρυνε να ονειρευτούμε και να γευτούμε τις δικές μας χαρές της ζωής, όποιες και αν ήταν αυτές, με όποια πρόσωπα επιθυμούσαμε και μας επιθυμούσαν τότε.
     Θυμήσου Σώμα μας λέει στα ποιήματά του ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, και το δικό μου σώμα ακόμα θυμάται, όχι μόνο το σώμα του έρωτος του παλαιού φίλου που συντροφιά συνταξιδέψαμε για να ακούσουμε τον Στήβεν Χοκινγκ αλλά και το δικό του ερωτικό Σώμα που μας μιλούσε για τα όνειρά του. Γιατί ναι, αυτό το Σώμα που σίγουρα τον ίδιο τον ταλαιπώρησε στον επίγειο βίο του, ήταν Σώμα Ερωτικό, μιας ζωής Αναστάσιμης προσφοράς απέναντι στην Ανθρωπότητα. Ένα Σώμα που έδινε ελπίδα και αισιοδοξία σε εμάς τους αδαείς των ανεξερεύνητων μυστηρίων του σύμπαντος.
     Αυτές οι καθαρά προσωπικές σκέψεις εμπειριών ζωής έρχονται στο νου καθώς βλέπω για πολλοστή φορά την ταινία Call me by your name and I call you by my Name του σκηνοθέτη Luca Guadagnino, σε σενάριο του σκηνοθέτη James Ivory, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Andre Aciman. Μια κινηματογραφική ταινία που δεν έχει να κάνει μόνο με την ερωτική ενηλικίωση ενός εφήβου, την ερωτική του ωρίμανση, αλλά με όλους και όλες που διατηρούν ακόμα μέσα τους αυτήν την μικρή φλόγα ευαισθησίας και ρομαντισμού αναμμένη. Αυτήν την μικρή σπίθα ονείρου και μαγείας που μας δίνει ζεστασιά σε αυτούς τους παγωμένους και εχθρικούς καιρούς που όλοι μας βιώνουμε. Μια ανθρώπινη ζεστασιά παρηγοριάς όπως είναι και οι σκέψεις του Χόκινγκ που διαβάζουμε στα βιβλία του. Ο γνωστός και αγαπητός μας σκηνοθέτης James Ivory, σαν σεναριογράφος στηρίχτηκε πάνω στις πιο τρυφερές και ευαίσθητες ράγες του μυθιστορήματος του Andre Aciman και μας έδωσε ένα ονειρικό παραμύθι αγάπης και τρυφερότητας, λυρισμού και ερωτικής αφύπνισης ανεξάρτητα από φύλο ή ηλικία, πέρα από την έκβαση της υπόθεσης. Σημασία είχε το της εμπειρίας ταξίδι. Έστω και αν η κοινωνία είναι εχθρική και δολοφονική απέναντι στα ανθρώπινα συναισθήματα, απέναντι στις υπάρξεις εκείνες που τολμούν να αγαπήσουν και να ερωτευθούν ουσιαστικά, να βγουν δηλαδή από το προσωπικό τους εγώ και να συναντήσουν το άλλο πρόσωπο, άντρα ή γυναίκα και να αφεθούν σωματικά και καρδιακά. Η ταινία αναδεικνύει με έναν άλλον τρόπο την παραβολή του «ασώτου». Ο πατέρας υποδέχεται τον γιο, τον καλωσορίζει, του λέει ότι δεν πρόλαβε το οικογενειακό γεύμα και ανοίγει αυτήν την έξοχη ανθρωπιστική συνομιλία μαζί του. Ναι, είναι η φωνή του «Θεού» που ακούγεται που δεν έχει να κάνει με τις απάνθρωπες ιαχές των δήθεν πρεσβευτών του, δεν έχει να κάνει με τον εχθρικό προς το ίδιο το φαινόμενο της ζωής λόγο των δήθεν συνεχιστών μιας παράδοσης θρησκευτικής που πλέον έχει χαθεί μέσα στα σεντούκια των εμπόρων όπλων και της αλόγιστης βίας απέναντι σε κάθε ανθρώπινη τρυφερότητα και ευαισθησία. Η φωνή του ελέους του Θεού, δηλαδή της συλλογικής μας κοινωνικής συνείδησης, χάθηκε από τότε που εξορίστηκε σε εκκλησιών παγκάρια, σε δικανικές επιταγές πηδαλιούχων κρατικών λειτουργών, σε θεσμούς εθνικής κρατικής, σωματικής ή σεξουαλικής καθαρότητας. Η ποίηση της τέχνης είναι πλέον το μόνο αποκούμπι των ζωών των ανθρώπων, τώρα που το κενό που άφησε πίσω της η παλαιά πίστη γέμισε με αιμοβόρων κορακιών κραυγές, με γύπες που τρέφονται από πτώματα. Γιατί οι φωνές πολλών δήθεν πρεσβευτών της θρησκευτικής παράδοσης χρειάζονται μόνο πτώματα για να ακουστούν. Όπως ανθρώπινα πτώματα χρειάζονται και οι πολεμικές βιομηχανίες για να ευημερήσουν.
     Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα των λόγων του πατέρα προς των γιό του, όπως παρατίθεται στο μυθιστόρημα του Andre Aciman, Call Me By Your Name, Atlantic Books, London 2007, page 223-. Το βιβλίο πωλείται στα Public και τιμάται 13 ευρω.
     Ο Stephen William Hawking μας ζητούσε να μην κοιτάμε μόνο τα πόδια μας, αλλά να στρέψουμε το βλέμμα μας προς τα άστρα. Η ταινία μας υπενθυμίζει ότι οι καρδιές και τα σώματά μας, μας δόθηκαν για μία και μοναδική φορά και δεν αξίζει να τα χρεοκοπήσουμε επί ματαίω.                      

I guess we had failed to visit the inner, private courtyards he had told us about,
“Paid my respect to Giordano Bruno’s statue? He asked.
We certainly did. Almost vomited there too that night.
We laughed.
Tiny pause. Another drag from his cigarette.
Now.
“You two had a nice Friendship.”
This was far bolder than anything I anticipated.
“Yes,” I replied, trying to leave my “yes” hanging in midair as though by the rise of a negative qualifier that was ultimately suppressed. I just hoped he hadn’t caught the mildly hostile, evasive, seemingly fatigued Yes, and so? In my voice.
    I also hoped, though, that he’d seize the opportunity of the unstated Yes, and so? In my answer to chide me, as he so often did, for being harsh or indifferent or way too critical of people who had every reason to consider themselves my friends. He might then add his usual bromide about how rare good friendships were and that, even if people proved difficult to be with after a while, still, most meant well and each had something good to impart. No man is an island, can’t shut yourself away from others, people need people, blah, blah.
But I had guessed wrong.
“You’re too smart not to Know how rare, how special, what you two had was.”
“Oliver was Oliver”. I said, as if that summed things up.
“Parce que c’ etait lui, parce que c’ etait moi,” my father added, quoting Montaigne’s all-encompassing explanation for his friendship with Etienne de la Boetie.
     I was thinking, instead, of Emily Bronte’s words: because “he’s more myself than I am.”
     “Oliver may be very intelligent-, “ I began. Once again, the disingenuous rise in intonation announced a damning but hanging invisibly between us. Anything not to let my father lead me any further down this road.
     “Intelligent? He was more than intelligent. What you two had had everything and nothing to do with intelligence. He was good, and you were both lucky to have found each other, because you too are good.”
     My father had never spoken of goodness this way before. It disarmed me.
“I think he was better than me, Papa.”
“I am sure he’d say the same about you, which flatters the two of you.”
     He was about to tap his cigarette and, in leaning toward the ashtray, he reached out and touched my hand.
     “What lies ahead is going to be very difficult,” he started to say, altering his voice. His tone said: We don’t have to speak about it, but let’s not pretend we don’t know what I’m saying.
     Speaking abstractly was the only way to speak the truth to him.
     “Fear not. It will come. At least I hope it does. And when you least expect it. Nature has cunning ways of finding our weakest spot. Just remember: I am here. Right now you may not want to feel anything. Perhaps you never wished to feel anything. And perhaps it’s not with me that you ‘ll want to speak about these things. But feel something you did.”
     I looked at him. This was the moment when I should lie and tell him he was totally off course. I was about to.
“Look”  he interrupted. “You had a beautiful friendship. Maybe more than a friendship. And I envy you. In my place, most parents would hope the whole thing goes away, or pray that their sons land on their feet soon enough. But I am not such a parent. In your place, if there is pain, nurse it, and if there is a flame, don’t snuff it out, don’t be brutal with it. Withdrawal can be a terrible thing when it keeps us awake at night, and watching others forget us sooner than we’d want to be forgotten is no better. We rip out so much of ourselves to be cured of things faster than we should that we go bankrupt by the age of thirty and have less to offer each time we start with someone new. But to feel nothing so as not to feel anything-what a waste!”
I couldn’t begin to take all this in. I was dumbstruck.
“Have I spoken out of turn?” he asked.
I shook my head.
     “Then let me say one more thing. It will clear the air. I may have come close, but I never had what you had. Something always held me back or stood in the way. How you live your life is your business. But remember, our hearts and our bodies are given to us only once. Most of us can’t help but live as though we’ve got two lives to live, one is the mockup, the other the finished version, and then there are all those versions in between. But there’s only one, and before you know it, your heart is worm out, and, as for your body, there comes a point when no one looks at it, much less wants to come near it. Right now there’s sorrow. I don’t envy the pain. But I envy you the pain.”
     He took a breath.
     “We may never speak about this again. But I hope you’ll never hold it against me that we did. I will have been a terrible father if, one day, you’d want to speak to me and felt that the door was shut or not sufficiently open.”
     I wanted to ask him how he knew. But then how could he not have known?. How could anyone not have known? “Does Mother know? I asked. I was going to say suspect but corrected myself.
“I don’t think she does.” His voice meant, But even if she did, I am sure her attitude would be no different than mine.
     We said good night. On my way upstairs I vowed to ask him about his life. We’d all heard about, his women when he was young, but I’d never even had an inkling of anything else.
     Was my father someone else? And if he was someone else, who was I?

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 17 Μαρτίου 2018
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου