Μνήμη παλαιά ενός Ωραίου Έλληνα
ΣΑΒΒΑΣ
ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ
(Αθήνα 29/11/1921-15/2/2009)
Πάνε
αρκετές δεκαετίες τώρα, που σε σπίτι φιλικής οικογένειας συνάντησα τον
Καινοδιαθηκολόγο καθηγητή κυρό Σάββα Αγουρίδη. Νομίζω ήταν με την σύζυγό του ή
κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του, δεν έχει σημασία, σημασία έχει η τύχη
που είχα στο διάβα των δικών μου αναγνωστικών περιπλανήσεων να γνωρίσω από
κοντά αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, τον σοβαρό επιστήμονα, αυτό το ανοιχτό μυαλό,
αυτήν την θεολογική σκέψη που τάραξε τα θεολογικά νερά του χώρου του και της
επιστήμης του. Νέος τότε, ζητούσα να γνωρίσω την παράδοση της χώρας μου, να
διαβάσω και να μάθω καλά την ιστορία και τον πολιτισμό της πατρίδας μου, την
εθνική μου συνείδηση, την δική μου υπαρξιακή ταυτότητά, να κατανοήσω τις
ιστορικές περιπέτειες ενός τόπου που, δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, που
έβγαινε τραυματισμένος από μια επτάχρονη διχαστική στρατιωτική δικτατορία και
έχοντας χάσει έναν πόλεμο και μέρος της ανεξαρτησίας του Κυπριακού ελληνισμού
από τα τούρκικα στρατεύματα κατοχής.
Οι νέοι τότε της γενιάς μου, αναζητούσαμε το ελληνικό μας στίγμα μέσα σε έναν δυτικό και ευρωπαϊκό χώρο που άλλαζε ραγδαία. Διαβάζαμε ακατάπαυστα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μας. Τα χρόνια έχουν παρέλθει, αλλά, όσοι της γενιάς μου νέοι και νέες θυμούνται ή δεν έχουν ξεχάσει, θα θυμούνται ότι μπορεί οι γονείς μας και οι παππούδες μας να μας μιλούσαν για την Απριλιανή δικτατορία που ζούσαμε σαν παιδιά, όμως εμείς στα σχολεία και στις εκκλησίες και στα κατηχητικά, βιώναμε μια άλλη πνευματική και κοινωνική δικτατορία. Την κοινωνική δικτατορία της προπαγάνδας της εκκλησίας, δηλαδή των ιερωμένων και των μοναχών της υπέρ της χούντας. Στα σχολεία ήταν μεγάλος ο φόβος που επέβαλαν στις συνειδήσεις μας οι ιερείς, το ίδιο και στις εκκλησίες. Θεωρούμασταν μιάσματα όσοι τολμούσαμε να αμφισβητήσουμε δημόσια την τότε κατάσταση. Αυτό το Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, αυτές τις τρείς νεκρές λέξεις που αναρωτιέται ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης γιατί τις σκοτώσαμε. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να συναντήσουμε έλληνες αξιόλογους μέσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Έπρεπε να απομακρυνθούμε από αυτά του σκότους περιβάλλοντα για να νιώσουμε την συγκίνηση, την παραμυθία και την συγκλονιστική μαγεία που φέρει μέσα της η βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση, το ήθος που μας δίδαξαν άνθρωποι με πραγματικό εκκλησιαστικό φρόνημα, ο λαϊκός μας πολιτισμός και η αυθεντική εκκλησιαστική τέχνη. Όχι τα εκκλησιαστικά χαϊμαλιά και οι κουτσομπολίστικες κραυγές πολλών ιερέων και μοναχών που πλούτισαν οι ίδιοι ή οι οικείοι τους πουλώντας τα λεγόμενα και τις συμβουλές της αγραμματοσύνης τους. Ευτύχησα να γνωρίσω ελάχιστες μεν, αλλά άξιες λόγου εκκλησιαστικές προσωπικότητες που με τα λόγια τους και τα βιβλία τους μου άνοιξαν τους δικούς μου προσωπικούς δρόμους έρευνας πάνω σε θέματα ουσίας ζωής και πίστης. Ανεξάρτητα αν αργότερα επέλεξα την απόρριψη της ύπαρξης μιας άλλης πέρα από την εδώ ζωή αρχής. Ο σεβασμός μου όμως στην εκκλησία, σαν ένας πανάρχαιος ανθρώπινος θεσμός διατηρήθηκε, και επιλεκτικά, σε ορισμένα πρόσωπά της που κοσμούν το λειτούργημά τους και πάνω από όλα, τον ίδιο τους τον εαυτό.
Οι νέοι τότε της γενιάς μου, αναζητούσαμε το ελληνικό μας στίγμα μέσα σε έναν δυτικό και ευρωπαϊκό χώρο που άλλαζε ραγδαία. Διαβάζαμε ακατάπαυστα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μας. Τα χρόνια έχουν παρέλθει, αλλά, όσοι της γενιάς μου νέοι και νέες θυμούνται ή δεν έχουν ξεχάσει, θα θυμούνται ότι μπορεί οι γονείς μας και οι παππούδες μας να μας μιλούσαν για την Απριλιανή δικτατορία που ζούσαμε σαν παιδιά, όμως εμείς στα σχολεία και στις εκκλησίες και στα κατηχητικά, βιώναμε μια άλλη πνευματική και κοινωνική δικτατορία. Την κοινωνική δικτατορία της προπαγάνδας της εκκλησίας, δηλαδή των ιερωμένων και των μοναχών της υπέρ της χούντας. Στα σχολεία ήταν μεγάλος ο φόβος που επέβαλαν στις συνειδήσεις μας οι ιερείς, το ίδιο και στις εκκλησίες. Θεωρούμασταν μιάσματα όσοι τολμούσαμε να αμφισβητήσουμε δημόσια την τότε κατάσταση. Αυτό το Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, αυτές τις τρείς νεκρές λέξεις που αναρωτιέται ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης γιατί τις σκοτώσαμε. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να συναντήσουμε έλληνες αξιόλογους μέσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Έπρεπε να απομακρυνθούμε από αυτά του σκότους περιβάλλοντα για να νιώσουμε την συγκίνηση, την παραμυθία και την συγκλονιστική μαγεία που φέρει μέσα της η βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση, το ήθος που μας δίδαξαν άνθρωποι με πραγματικό εκκλησιαστικό φρόνημα, ο λαϊκός μας πολιτισμός και η αυθεντική εκκλησιαστική τέχνη. Όχι τα εκκλησιαστικά χαϊμαλιά και οι κουτσομπολίστικες κραυγές πολλών ιερέων και μοναχών που πλούτισαν οι ίδιοι ή οι οικείοι τους πουλώντας τα λεγόμενα και τις συμβουλές της αγραμματοσύνης τους. Ευτύχησα να γνωρίσω ελάχιστες μεν, αλλά άξιες λόγου εκκλησιαστικές προσωπικότητες που με τα λόγια τους και τα βιβλία τους μου άνοιξαν τους δικούς μου προσωπικούς δρόμους έρευνας πάνω σε θέματα ουσίας ζωής και πίστης. Ανεξάρτητα αν αργότερα επέλεξα την απόρριψη της ύπαρξης μιας άλλης πέρα από την εδώ ζωή αρχής. Ο σεβασμός μου όμως στην εκκλησία, σαν ένας πανάρχαιος ανθρώπινος θεσμός διατηρήθηκε, και επιλεκτικά, σε ορισμένα πρόσωπά της που κοσμούν το λειτούργημά τους και πάνω από όλα, τον ίδιο τους τον εαυτό.
Είναι μεγάλη τιμή για μένα που στο διάβα των
πνευματικών και θρησκευτικών μου αναζητήσεων, στην αναγνωστική γνωριμία μου
με εκκλησιαστικούς συγγραφείς και μελετητές, ιστορικούς και έργα της
εκκλησιαστικής γραμματείας, γνώρισα τον Νίκο Ψαρουδάκη, τον πατήρ Τιμόθεο
Κιλίφη στην Μονή Πεντέλη, τον Ιερόθεο, τον Νικόδημο και τον Μακάριο στο
Περιβόλι της Παναγιάς, τους μοναχούς της
μονής της Χοζοβιώτισσας της Αμοργού, τον
ηγούμενο της Νέας Μονής της Χίου, αυτόν
τον εξαίρετο και δυναμικό οικογενειάρχη ιερέα τον Γεώργιο Πυρουνάκη-πού πρώτος
αυτός δημιούργησε τα νυχτερινά σχολεία και πρόσφερε τόσα πολλά στην εκπαίδευση της πόλης του Πειραιά-αργότερα
συνάντησα ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα τον κυρό αρχιερέα Ιάκωβο της Νίκαιας, τον
καθηγητή πατήρ Γεώργιο Μεταλληνό, τον πειραιώτη Φιλόθεο Φάρο και άλλα άτομα που
με τις συζητήσεις τους, τις συμβολές τους, ορισμένες φορές με τις σωστές
υποδείξεις τους, εμένα τουλάχιστον, ένα άτομο της θύραθεν παιδείας χωρίς
ειδικές πανεπιστημιακές γνώσεις και τίτλους θεολογικούς, με βοήθησαν να
ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα πάνω σε ζητήματα αναζήτησης περί της υπάρξεως ή μη
ενός ανώτατου όντος. Περί του ιστορικού ή μυθολογικού Ιησού ή αποδοχής του ενός
προσώπου της αγίας τριάδος, του Χριστού μέσα στην ιστορία και την ζωή
μας. Αυτού του κυρίαρχου στις ζωές των πιστών ιδεότυπου μεταφυσικής αναφοράς.
Η εκπαίδευσή ή ορθότερα η ενημέρωση των παιδικών μας χρόνων στα σχολεία και κατόπιν στον δημόσιο χώρο, πάνω στα θέματα αυτά ήταν ανύπαρκτη ή πανάθλια στην καλύτερη περίπτωση, στην χειρότερη καταστροφική για τις συνειδήσεις μας και την μετέπειτα διάπλαση της προσωπικότητάς μας. Περιορίζονταν σε ηθικές απαγορεύσεις, σε στηλιτεύσεις των ψυχικών ή σωματικών μας επιθυμιών, σε δακτυλοδεικτούμενες πράξεις μας μέσα στο άμεσο παιδικό περιβάλλον, σε ένα είδος απομόνωσις μας από τον περίγυρο που, καθοδηγούνταν κυρίως, από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις και ιερείς, πραγματικά μαύρες ελληνικές ψυχές της ράτσας μου. Συνάντησα μεγαλώνοντας κατά καιρούς ορισμένους και ορισμένες συμμαθητές μου του δημοτικού και του παλαιού γυμνασίου-λυκείου, και πραγματικά γελάω ακόμα με τον εαυτό μου, όταν συνειδητοποιώ ότι είμαι ο μόνος που έχω απομείνει που ασχολείται σοβαρά ακόμα με ζητήματα και ερωτήματα τέτοιου είδους. Οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχουν φύγει αηδιασμένοι από τον χώρο της εκκλησίας, ούτε απέξω δεν πατάνε, άλλοι έγιναν μάρτυρες του Ιεχωβά, άλλοι ευαγγελιστές, αγνωστικιστές, τέκτονες, αδιάφοροι και εχθρικοί σε κάθε τι που τους θυμίζει εκείνα τα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Χρόνια που τους μαγάρισαν την ζωή και τους γέμισαν ενοχές και πίκρα χωρίς λόγο. Η μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία και οι πολιτικές τους επιλογές τους απομάκρυναν εντελώς από την εκκλησία και κρατούν ακόμα και σήμερα μια στάση εχθρική, πέρα από τις εθιμικές του βίου τους συνήθειες. Παλαιοί συμμαθητές που προσπαθούν ακόμα και σήμερα να λησμονήσουν, παρά το ότι έχουν δημιουργήσει οικογένεια έχουν παιδιά ή εγγόνια. Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά, για να δηλώσω ότι μετά την παρέλευση τόσων χρόνων, που πλέον δεν λαμβάνουμε υπόψη μας όλους αυτούς τους ελληναράδες χριστιανούς, ούτε τους επιτρέπουμε να χαραμίσουν ξανά την ζωή μας,-τώρα τον ρόλο αυτό τον έχουν αναλάβει οι δημοκρατικά εκλεγμένοι πολιτικοί μας και οι οικονομικοί παράγοντες του τόπου και οι ξένοι-μπορούμε ωριμότεροι και ίσως κάπως σοφότεροι να κοιτάξουμε με άλλο μάτι αυτό που λέγεται ορθόδοξος ελληνικός πολιτισμός. Όχι πολιτισμός των γεροντάδων βουντού των κελιών και των ορέων, όχι οφθαλμολάγνες παρατηρήσεις για το τι πράττει ο καθένας στο κρεβάτι με την γυναίκα του, την φιλενάδα του, τον φίλο του, αλλά το πώς βιώνει τα γονιμοποιά και ουσιαστικά στοιχεία της παράδοσης και της ιστορίας του τόπου του χωρίς να βγάζει σπυράκια, χωρίς να γεμίζει ως φώτισμα εξανθήματα «φιλοκαλούμεν μετά ευτελείας και φιλοσοφούμεν μετά…», χωρίς να στερείται τις μικροχαρές της ζωής, χωρίς να μαραγκιάζουν τα σώματά τους-μας από τα μη και τα όχι, χωρίς να γίνεται τούρκος από αυτές τις μαύρες κραυγές που βγάζουν ακόμα και στις μέρες μας ιεράρχες που δεν αξίζουν να είναι σε αυτές τις θέσεις, όχι μόνο γιατί είναι κακοί στην εκτέλεση των δημόσιων καθηκόντων τους, αλλά γιατί είναι αυτό που λέγανε οι παλαιές μικρασιάτισσες γιαγιάδες, κακιασμένες ψυχές, αιμοβόρικες ψυχές και απομάκρυναν τα παιδιά και τα εγγόνια τους από αυτά τα συγκεκριμένα άτομα κάνοντας τον σταυρό τους και ανάβοντας το καντηλάκι στο εικονοστάσι τους.
Η εκπαίδευσή ή ορθότερα η ενημέρωση των παιδικών μας χρόνων στα σχολεία και κατόπιν στον δημόσιο χώρο, πάνω στα θέματα αυτά ήταν ανύπαρκτη ή πανάθλια στην καλύτερη περίπτωση, στην χειρότερη καταστροφική για τις συνειδήσεις μας και την μετέπειτα διάπλαση της προσωπικότητάς μας. Περιορίζονταν σε ηθικές απαγορεύσεις, σε στηλιτεύσεις των ψυχικών ή σωματικών μας επιθυμιών, σε δακτυλοδεικτούμενες πράξεις μας μέσα στο άμεσο παιδικό περιβάλλον, σε ένα είδος απομόνωσις μας από τον περίγυρο που, καθοδηγούνταν κυρίως, από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις και ιερείς, πραγματικά μαύρες ελληνικές ψυχές της ράτσας μου. Συνάντησα μεγαλώνοντας κατά καιρούς ορισμένους και ορισμένες συμμαθητές μου του δημοτικού και του παλαιού γυμνασίου-λυκείου, και πραγματικά γελάω ακόμα με τον εαυτό μου, όταν συνειδητοποιώ ότι είμαι ο μόνος που έχω απομείνει που ασχολείται σοβαρά ακόμα με ζητήματα και ερωτήματα τέτοιου είδους. Οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχουν φύγει αηδιασμένοι από τον χώρο της εκκλησίας, ούτε απέξω δεν πατάνε, άλλοι έγιναν μάρτυρες του Ιεχωβά, άλλοι ευαγγελιστές, αγνωστικιστές, τέκτονες, αδιάφοροι και εχθρικοί σε κάθε τι που τους θυμίζει εκείνα τα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Χρόνια που τους μαγάρισαν την ζωή και τους γέμισαν ενοχές και πίκρα χωρίς λόγο. Η μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία και οι πολιτικές τους επιλογές τους απομάκρυναν εντελώς από την εκκλησία και κρατούν ακόμα και σήμερα μια στάση εχθρική, πέρα από τις εθιμικές του βίου τους συνήθειες. Παλαιοί συμμαθητές που προσπαθούν ακόμα και σήμερα να λησμονήσουν, παρά το ότι έχουν δημιουργήσει οικογένεια έχουν παιδιά ή εγγόνια. Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά, για να δηλώσω ότι μετά την παρέλευση τόσων χρόνων, που πλέον δεν λαμβάνουμε υπόψη μας όλους αυτούς τους ελληναράδες χριστιανούς, ούτε τους επιτρέπουμε να χαραμίσουν ξανά την ζωή μας,-τώρα τον ρόλο αυτό τον έχουν αναλάβει οι δημοκρατικά εκλεγμένοι πολιτικοί μας και οι οικονομικοί παράγοντες του τόπου και οι ξένοι-μπορούμε ωριμότεροι και ίσως κάπως σοφότεροι να κοιτάξουμε με άλλο μάτι αυτό που λέγεται ορθόδοξος ελληνικός πολιτισμός. Όχι πολιτισμός των γεροντάδων βουντού των κελιών και των ορέων, όχι οφθαλμολάγνες παρατηρήσεις για το τι πράττει ο καθένας στο κρεβάτι με την γυναίκα του, την φιλενάδα του, τον φίλο του, αλλά το πώς βιώνει τα γονιμοποιά και ουσιαστικά στοιχεία της παράδοσης και της ιστορίας του τόπου του χωρίς να βγάζει σπυράκια, χωρίς να γεμίζει ως φώτισμα εξανθήματα «φιλοκαλούμεν μετά ευτελείας και φιλοσοφούμεν μετά…», χωρίς να στερείται τις μικροχαρές της ζωής, χωρίς να μαραγκιάζουν τα σώματά τους-μας από τα μη και τα όχι, χωρίς να γίνεται τούρκος από αυτές τις μαύρες κραυγές που βγάζουν ακόμα και στις μέρες μας ιεράρχες που δεν αξίζουν να είναι σε αυτές τις θέσεις, όχι μόνο γιατί είναι κακοί στην εκτέλεση των δημόσιων καθηκόντων τους, αλλά γιατί είναι αυτό που λέγανε οι παλαιές μικρασιάτισσες γιαγιάδες, κακιασμένες ψυχές, αιμοβόρικες ψυχές και απομάκρυναν τα παιδιά και τα εγγόνια τους από αυτά τα συγκεκριμένα άτομα κάνοντας τον σταυρό τους και ανάβοντας το καντηλάκι στο εικονοστάσι τους.
Μεγαλώνοντας, το κενό αυτό της ουσιαστικής απαιδευσιάς μας πάνω στα
ερωτήματα περί υπάρξεως του ανθρώπου και σε θεολογικά ερωτήματα, το γέμισαν
εκτός από τα διαβάσματα και ο χώρος της τέχνης, ιδιαίτερα η έβδομη τέχνη. Οι
ταινίες του σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, οι ταινίες του ρώσου σκηνοθέτη
Αντρέι Ταρκόφσκι, ορισμένες ταινίες του ιταλού ποιητή και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο
Παζολίνι, για να σταθώ σε δικές μου ελάχιστες σημαδιακές αναφορές, είναι που
μας βοήθησαν να ανοίξουμε πρωτίστως με τον εαυτό μας συζητήσεις και κατόπιν με
τους άλλους πάνω σε αυτά τα θέματα. Πρόσωπα και συγγραφείς επίσης, όπως ο Χρήστος
Γιανναράς, ο Στέλιος Ράμφος, ο παλαιός Κώστας Ζουράρης, ο Ιωάννης Ζηζιούλας, ο
πειραιώτης Ιωάννης Ρωμανίδης, ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο Σάββας Αγουρίδης, ο
Παναγιώτης Νέλλας, επιστήμονες και θεολόγοι, άτομα καταξιωμένα στον χώρο τους που δεν προέρχονταν από τον «άμεσο» χώρο της τέχνης, δηλαδή της ποίησης ή της μυθιστορίας,
των εικαστικών τεχνών, με τα βιβλία και τα κείμενά τους, μας δίδαξαν και μας
έμαθαν να στεκόμαστε κριτικά και δημιουργικά πάνω στα κείμενα της ελληνικής
παράδοσης, της εκκλησιαστικής γραμματείας, την τέχνη την ιερή των προγόνων μας.
Πρώτιστα όμως, μάλλον, μας έμαθαν να αντιστεκόμαστε σε κάθε προσπάθεια
ευτελισμού της όποιας πίστης ή απιστίας μας, σε κάθε προσπάθεια εκφοβισμού των
συνειδήσεών μας από αγράμματες ανεπάγγελτες υπάρξεις, σε κάθε προσπάθεια
κουτσομπολιού των κακώς-και είναι πάρα πολλά αυτά-κειμένων μέσα στα
εκκλησιαστικά περιβάλλοντα.
Η ζωή κυλά χωρίς να στέκεται στις δικές μας αγκυλώσεις, χωρίς να νοιάζεται για τους προσωπικούς μας φόβους, ανησυχίες και άλλες αντιξοότητες. Είναι ιερή και ανίερη μαζί χωρίς σκοπό, απλά κυλά μέσα στην σκοτεινή ροή του χρόνου δίχως να την ενδιαφέρει τι θα παρασύρει στο πέρασμά της ή τι συντρίμμια θα αφήσει πίσω της.
Η ζωή κυλά χωρίς να στέκεται στις δικές μας αγκυλώσεις, χωρίς να νοιάζεται για τους προσωπικούς μας φόβους, ανησυχίες και άλλες αντιξοότητες. Είναι ιερή και ανίερη μαζί χωρίς σκοπό, απλά κυλά μέσα στην σκοτεινή ροή του χρόνου δίχως να την ενδιαφέρει τι θα παρασύρει στο πέρασμά της ή τι συντρίμμια θα αφήσει πίσω της.
Και για
να επανέλθω, ένα από αυτά τα πρόσωπα ήταν και ο Σάββας Αγουρίδης. Στην αρχή
ήμουν διστακτικός μαζί του, διακριτικός και ασφαλώς με ευγένεια και σεβασμό
προς το άτομό του. Είχα συζητήσει τις ενστάσεις μου-κυρίως ήταν πολιτικές
εκείνη την περίοδο, μια και ο Καινοδιαθηκολόγος καθηγητής υπήρξε καθηγητής την
περίοδο της χούντας, Αυτό με έκανε να αντιδρώ, εξέφρασα τις απόψεις μου στο φιλικό
πρόσωπο στου οποίου το σπίτι τον συνάντησα για πρώτη φορά, αλλά έλαβα μια
εντελώς αρνητική προς εμένα απάντηση στο ότι ο επιστήμονας αυτός είναι ένα από
τα πλέον ενδιαφέροντα άτομα που θα γνώριζα, μια και ο παλαιός φίλος γνώριζε τι
«πετριά» είχα φάει ασχολούμενος με τα θεολογικά. Η πρώτη αυτή γνωριμία μου μαζί
του, μετά τις απαραίτητες κοινωνικές συστάσεις με έκανε να αλλάξω γνώμη, να
αναθεωρήσω τις απόψεις μου και να ψάξω να βρω να αγοράσω μελέτες του που δεν
είχα διαβάσει πριν. Ο καθηγητής πλησιάζοντάς με και αφού μου έκανε ορισμένες
ερωτήσεις άνοιξε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί μου-που κατά κάποιον
τρόπο-μας απομάκρυνε από τις γενικές κοινωνικές κουβέντες που γίνονταν σε μια
επίσκεψη σε φιλικό περιβάλλον. Τον άκουγα μαγεμένος και το κυριότερο,
του έθετα συνεχώς ερωτήματα, ένιωθα ότι γινόμουν φορτικός από το μειδίαμά του
και το γέλιο του, αλλά ήθελα να μάθω τα πάντα και αμέσως. Όταν φεύγαμε
προθυμοποιήθηκε ο ίδιος να με φέρει στο σπίτι συνεχίζοντας την τόσο
ενδιαφέρουσα συζήτηση. Μάλιστα, πήρε το τηλέφωνό μου και μου ζήτησε αν ήθελα,
να πάμε μαζί μετά από μερικές μέρες σε ένα φιλικό του σπίτι που θα διεξάγονταν
μια ομιλία γιατου προσώπου του Χριστού μέσα στο έργο του κρητικού συγγραφέα
Νίκου Καζαντζάκη. Έτσι και έγινε, όταν την δεύτερη φορά συναντηθήκαμε, για να
πάμε να παρακολουθήσουμε την ομιλία, κρατούσε στο χέρι του ένα δικό του βιβλίο
με αφιέρωση, το «ΓΙΑΤΙ ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;» (Ερμηνείες περί του θανάτου του
Χριστού από Συγγραφείς της Καινής Διαθήκης).. Από σεβασμό δεν του ανέφερα ότι
το είχα αγοράσει καθώς και άλλα του βιβλία που αφορούσαν Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια,
την Αποκάλυψη του Ιωάννη, την Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη και άλλα του έργα,
που βρήκα στο βιβλιοπωλείο του «Γρηγόρη» και αλλού στην Αθήνα. Παρακολουθήσαμε
την ομιλία και κατόπιν μαζί με κάποιον γνωστό του συνεχίσαμε την συζήτηση σε
κάποιο ζαχαροπλαστείο.
Τον θαύμαζα αυτόν τον άνθρωπο και εξακολουθώ να τον θαυμάζω, πέρα από τον διαφορετικό δρόμο πάνω σε θέματα πίστης κατόπιν που ακολούθησα. Θυμάμαι, και ελπίζω να μην είναι άδικο για την μνήμη του, δεν θα το ήθελα θα πίκραινε πρώτα εμένα, ότι με πόση πικρία και παράπονο μου είχε μιλήσει σε κατοπινή μας συνάντηση για το ότι πόσο πολύ τον είχαν πολεμήσει άτομα μέσα από τον χώρο της εκκλησίας, και ιερωμένοι ενώ ήθελε να γίνει ιερέας. Ήθελε να ενδυθεί το ράσο, να ιερουργήσει. Ακόμα θυμάμαι την πίκρα και το παράπονό του. Ήταν κάτι που με συγκλόνισε τότε, εμένα ένα άτομο που είχα άλλη γνώμη για πολλά πράγματα. Τον είχαν απαξιώσει σαν επιστήμονα και συγγραφέα σαν ερμηνευτή των βιβλικών κειμένων. Δεν μπορώ να υπεισέλθω σε τέτοια θέματα γιατί ούτε ειδικός είμαι, ούτε έχω τις απαραίτητες γνώσεις, ούτε και τα εφόδια εκείνα που θα με βοηθούσαν, πέρα από τα σκόρπια διαβάσματα τις προσωπικές αναγνώσεις που εξακολουθώ ακόμα, τις ερωτήσεις που πλέον εγώ θέτω στα κείμενα που διαβάζω και φυσικά, τον εμπλουτισμό των γνώσεών μου σε διαβάσματα εκκλησιαστικών κειμένων θετικών ή αρνητικών πάνω σε θέματα πίστης και θρησκείας. Μπορεί να ξεκινήσαμε με τον Γιάννη Κορδάτο και τις μελέτες του αλλά η επιστήμη και η ιστορική έρευνα προχώρησε έκτοτε.
Το προσωπικό παράπονο και την ατομική πίκρα του κυρού καθηγητή Σάββα Αγουρίδη την άκουσα ξανά, κάτω από άλλες συνθήκες και διαφορετικούς τελείως λόγους, από τον αρχιμανδρίτη Τιμόθεο Κιλίφη όταν τον επισκεπτόμουν στην Πεντέλη στο Μοναστήρι που διακονούσε, για το τι πόλεμο του έκαναν άλλοι μοναχοί και ιερείς, νομίζω αν δεν κάνω λάθος, επειδή υπεστήριζε σε θέσεις του τον αρχιεπίσκοπο της δικτατορίας τον Ιερώνυμο. Θυμάμαι, ότι μου είχε χαρίσει τα απομνημονεύματα του τότε αρχιεπισκόπου, ένα μικρό βιβλίο που μιλούσε και για την στάση της εκκλησίας την περίοδο του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973. Το είχα κάποτε στην βιβλιοθήκη μου. Ο Τιμόθεος Κιλίφης μένει στην μνήμη μου σαν ένας ιερωμένος που ποτέ μα ποτέ δεν καταδίκασε την προσωπική μου ζωή και τις επιλογές μου. Όταν μάλιστα του γνώρισα τότε, έναν στενό πολύ στενό μου φίλο που συνδεόμουν, δέχτηκε και μετέπειτα μου εξέφρασε την γνώμη του ότι είναι σωστή η φιλική μου αυτή επιλογή, θα με βοηθήσει να μην ξεστρατίσω στην ζωή μου. Υπέροχοι άνθρωποι, όχι γιατί συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν με τις όποιες επιλογές μας, που στο κάτω-κάτω δεν είχαν κανένα συμφέρον από αυτές τις επιλογές, αλλά γιατί μας βοήθησαν να μην ξεκοπούμε εντελώς από έναν χώρο που καλώς ή κακώς ανήκουμε σαν έλληνες. Ελεύθερες υπάρξεις, όπως ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης.
Τον θαύμαζα αυτόν τον άνθρωπο και εξακολουθώ να τον θαυμάζω, πέρα από τον διαφορετικό δρόμο πάνω σε θέματα πίστης κατόπιν που ακολούθησα. Θυμάμαι, και ελπίζω να μην είναι άδικο για την μνήμη του, δεν θα το ήθελα θα πίκραινε πρώτα εμένα, ότι με πόση πικρία και παράπονο μου είχε μιλήσει σε κατοπινή μας συνάντηση για το ότι πόσο πολύ τον είχαν πολεμήσει άτομα μέσα από τον χώρο της εκκλησίας, και ιερωμένοι ενώ ήθελε να γίνει ιερέας. Ήθελε να ενδυθεί το ράσο, να ιερουργήσει. Ακόμα θυμάμαι την πίκρα και το παράπονό του. Ήταν κάτι που με συγκλόνισε τότε, εμένα ένα άτομο που είχα άλλη γνώμη για πολλά πράγματα. Τον είχαν απαξιώσει σαν επιστήμονα και συγγραφέα σαν ερμηνευτή των βιβλικών κειμένων. Δεν μπορώ να υπεισέλθω σε τέτοια θέματα γιατί ούτε ειδικός είμαι, ούτε έχω τις απαραίτητες γνώσεις, ούτε και τα εφόδια εκείνα που θα με βοηθούσαν, πέρα από τα σκόρπια διαβάσματα τις προσωπικές αναγνώσεις που εξακολουθώ ακόμα, τις ερωτήσεις που πλέον εγώ θέτω στα κείμενα που διαβάζω και φυσικά, τον εμπλουτισμό των γνώσεών μου σε διαβάσματα εκκλησιαστικών κειμένων θετικών ή αρνητικών πάνω σε θέματα πίστης και θρησκείας. Μπορεί να ξεκινήσαμε με τον Γιάννη Κορδάτο και τις μελέτες του αλλά η επιστήμη και η ιστορική έρευνα προχώρησε έκτοτε.
Το προσωπικό παράπονο και την ατομική πίκρα του κυρού καθηγητή Σάββα Αγουρίδη την άκουσα ξανά, κάτω από άλλες συνθήκες και διαφορετικούς τελείως λόγους, από τον αρχιμανδρίτη Τιμόθεο Κιλίφη όταν τον επισκεπτόμουν στην Πεντέλη στο Μοναστήρι που διακονούσε, για το τι πόλεμο του έκαναν άλλοι μοναχοί και ιερείς, νομίζω αν δεν κάνω λάθος, επειδή υπεστήριζε σε θέσεις του τον αρχιεπίσκοπο της δικτατορίας τον Ιερώνυμο. Θυμάμαι, ότι μου είχε χαρίσει τα απομνημονεύματα του τότε αρχιεπισκόπου, ένα μικρό βιβλίο που μιλούσε και για την στάση της εκκλησίας την περίοδο του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973. Το είχα κάποτε στην βιβλιοθήκη μου. Ο Τιμόθεος Κιλίφης μένει στην μνήμη μου σαν ένας ιερωμένος που ποτέ μα ποτέ δεν καταδίκασε την προσωπική μου ζωή και τις επιλογές μου. Όταν μάλιστα του γνώρισα τότε, έναν στενό πολύ στενό μου φίλο που συνδεόμουν, δέχτηκε και μετέπειτα μου εξέφρασε την γνώμη του ότι είναι σωστή η φιλική μου αυτή επιλογή, θα με βοηθήσει να μην ξεστρατίσω στην ζωή μου. Υπέροχοι άνθρωποι, όχι γιατί συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν με τις όποιες επιλογές μας, που στο κάτω-κάτω δεν είχαν κανένα συμφέρον από αυτές τις επιλογές, αλλά γιατί μας βοήθησαν να μην ξεκοπούμε εντελώς από έναν χώρο που καλώς ή κακώς ανήκουμε σαν έλληνες. Ελεύθερες υπάρξεις, όπως ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης.
Με τον
καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, συναντηθήκαμε ακόμα μερικές φορές και περισσότερο τον
άκουγα και του έθετα ερωτήματα. Θυμάμαι όμως ακόμα την προσωπική του πίκρα και
αναρωτιέμαι άραγε όλα αυτά τα πρόσωπα και τα άτομα με την βαθιά και ουσιαστική
πίστη μέσα τους, που άνηκαν στον χώρο της εκκλησίας ποιος θα τα δικαιώσει;
Ποιος θα πάρει πίσω την πίκρα της ζωής τους που προήλθε από άτομα του δικού
τους χώρου; Εντάξει εμείς οι υπόλοιποι, δεν μας ενδιαφέρουν όλες αυτές οι
ρασοφόροι μαινάδες των σωμάτων και των ψυχών, αυτοί όμως που διακόνησαν και
υπηρέτησαν με πίστη ζωής αυτόν τον χώρο, άξιζε αλήθεια τον λόγο; Ποιος Έλληνας διαβάζει σήμερα το έργο τους,
έστω για να το σχολιάσει αρνητικά-όχι την ζωή τους-το έργο τους, τα γραπτά
τους τα κείμενά τους, αντί να κάθετε να ακούει όλα αυτά τα ανεκδιήγητα
φανφαρόνικα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά τσιτάτα από τσίτες. Είδα στην
τηλεόραση ιερείς του δημοσίου ταμείου να χειροκροτούν και να χαμογελούν σαν άλλοι «σφουγγοκωλάριοι»-για
να θυμηθούμε και τα κείμενα των αγωνιστών του 1821, στον θρησκευτικό μπέη μετά
την απόφαση του δικαστηρίου, να προσπαθούν να φωτογραφηθούν μαζί του και
αναρωτήθηκα, τι Πάσχα θα γιορτάσουν; Αυτός είναι ο σύγχρονος μετανεωτερικός
θρησκευτικός και εκκλησιαστικός χώρος; Ή ο άλλος του λιμανιού, που θυμίζει ήρωα
των ληστρικών μυθιστορημάτων έτοιμος να σε μαστιγώσει και να σου δώσει
ρετσινόλαδο να πιεις και να θέλει να του πεις και ευχαριστώ από πάνω. Διαβάζεις
ή δεν διαβάζεις ύστερα το πολύτομο έργο για τα εγκλήματα του χριστιανισμού που
έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κάκτος.
Ο
υποφαινόμενος πάντως δύο εβδομάδες πριν το Πάσχα, και ας μην πιστεύει στην
ανάσταση του Εμμανουήλ αλλά στην πίστη που έχουν οι άνθρωποι στην ανάστασή του
όπως είπε και ένας ξένος θεολόγος του προηγούμενου αιώνα, ο Μπούλτμαν,
διαβάζω ξανά το βιβλίο του καθηγητή Σάββα Αγουρίδη «Γιατί σταυρώθηκε ο
Χριστός;» Αθήνα 1990 καθώς και το βιβλίο «Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Δυτικό
Κόσμο» Ιστορική και Κοινωνική Ανασκόπηση, εκδόσεις Φιλίστωρ 1998. Και κρατώ στην μνήμη μου ζωντανή την παρουσία του καθηγητή και του ανθρώπου Σάββα
Αγουρίδη, που με τα βιβλία και τα λόγια του, τις συζητήσεις και τα ερωτήματά
του, μας δίδαξε να μην υποχωρούμε μπροστά στο μαύρο της κοινωνίας και της όποιας
πίστης. Μας έμαθε να βάζουμε το χέρι επί τον τύπο των ήλων με θάρρος αλλά και
αγάπη, σεβασμό και αναζήτηση.
Ούτως ή άλλως σε αυτήν την χώρα, την κοινή μας
πατρίδα μάθαμε να πίνουμε αρκετή χολή σε όλη την διάρκεια του βίου μας από άλλους ομοεθνείς μας, είτε ανήκαν
στον εκκλησιαστικό χώρο, είτε στον θρησκευτικό, είτε στον πολιτικό, τον
ιδεολογικό, τον χώρο της τέχνης. Πικρόχολοι είμαστε εμείς οι έλληνες και
ζηλόφθονοι, αν αναλογιστούμε τι τράβηξαν οι ήρωες της ελληνικής επανάστασης στα
κατοπινά της ανεξαρτησίας χρόνια. Μια εσωτερική και εξωτερική φαγωμάρα για να
μην δούμε κανέναν να ψηλώνει πάνω από το δικό μας μπόι.
Ο Σάββας
Αγουρίδης, ο καθηγητής, ο ερμηνευτής ιερών κειμένων, ο συγγραφέας, ο άνθρωπος
έμεινε στην ελληνική γραμματεία και επάξια. Εμείς οι άλλοι που τον
γνωρίσαμε έστω και για λίγο από κοντά θα τον θυμόμαστε σαν ένα άτομο που πάλεψε
να ελευθερώσει την ελληνική εκκλησιαστική και θρησκευτική σκέψη από πολλές
αγκυλώσεις της. Να απελευθερώσει τους πιστούς χριστιανούς από πολλές τους
φοβίες. Να ανοίξουν τα αυτιά τους και να ακούσουν τα λόγια των γραφών και
προπάντων, να ασχοληθούν σοβαρά με τα ιερά αυτά κείμενα της παράδοσης, να τα
γνωρίσουν και να γνωρίσουν τους εαυτούς τους μέσα από αυτά. Να μην τρέχουν στις
σύγχρονες της εποχής μας θρησκευτικές και εκκλησιαστικές καφετζούδες, εντός και
εκτός του Όρους. Για το κουπάκι του καφέ έχουμε την αξέχαστη Γεωργία
Βασιλειάδου αυτή γνώριζε καλύτερα από τέτοια και άλλα γιατροσόφια της ζωής σαν
κυρά Μαμή.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 24 Μαρτίου 2018
Μην ξεχάσετε να αλλάξετε την ώρα και χάσετε την Ανάσταση
και τα βεγγαλικά.
ΥΓ. Να δω ένα Πάσχα στην ζωή μου χωρίς να σουβλίζουμε
εμείς οι έλληνες τον αθώο αμνό και τι στον κόσμο. Μάλιστα τώρα έχουμε και εμείς
εκσυγχρονιστεί θα βάζουμε την αυτόματη σούβλα να γυρνά και εμείς θα φωτογραφιζόμαστε
αυτάρεσκα και θα στέλνουμε μηνύματα και φιλάκια πασχαλινά. Δεν φτάνει που σουβλίζουμε
τα αρνάκια, μετά θα φωνάζουμε ότι μας ανέβηκε η χοληστερίνη, τα τρυγλυκερίδια, το
ουρικό οξύ, το ζάχαρο, η ουρία, θα έχουμε καούρα στο στομάχι από το λιτό πασχαλινό
τραπέζι μας. Και θα πίνουμε λάιτ κόκα κόλα που δεν παχαίνει για να χωνέψουμε τους
εαυτούς μας..
Καλή ανάσταση σύντροφοι και συντρόφισσες με το νέο ρόδο
σας. Μόνο η πράσινη ζάντα του λείπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου