Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κ' ΕΧΩ ΑΠΟ ΣΑΣ ΜΙΑ ΔΟΞΑ ΝΑ ΖΗΤΗΣΩ


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Κ’ ΕΧΩ ΑΠΟ ΣΑΣ ΜΙΑ ΔΟΞΑ ΝΑ ΖΗΤΗΣΩ
Επιμέλεια και Ανθολόγηση Ηλίας Λάγιος
Βιογραφικό Σημείωμα Μίμης Σουλιώτης
ΑΝΘΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Νούμερο 26, σελίδες 208, διαστάσεις 14,5Χ21,5, τιμή 9,16 ευρώ

Σας Αγαπώ κ’ Έχω από σας μια Δόξα…
-Σας αγαπώ κ’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω
‘Ω στίχοι, που αηδονόλαλοι φωλιάζετ’ εδώ πέρα’
Ελάτε να με μάθετε να σας βαστώ το ίσο
Επάνω ‘ς τα δροσόστιχα με μια καλή φλογέρα!
Σας αγαπώ κ’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω!
          Μάρτιος 1883
       Ο ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

     Μετέφερα πριν λίγες μέρες στην ιστοσελίδα τα κεντρικότερα σημεία της μικρής μελέτης του πολιτικού και ποιητή Αλέξανδρου Εμπειρίκου-Κουμουνδούρου, «Το ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά» που εκδόθηκε το 1931 στα γαλλικά και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον γιο του ποιητή Λέανδρο Κ. Παλαμά. Στο παρόν σημείωμα συνεχίζοντας την ανάγνωση του Παλαμικού έργου και των μελετών που έχουν γραφτεί για τον εθνικό μας ποιητή και δάσκαλο του γένους της Ρωμιοσύνης, αντιγράφω μέρος της εισαγωγής ενός σύγχρονού μας ποιητή που δεν βρίσκεται δυστυχώς κοντά μας. Του ποιητή, μεταφραστή, επιμελητή κειμένων και συνεκδότη μαζί με τον Γιώργο Κοροπούλη του περιοδικού «ΩΛΗΝ» Ηλία Λάγιου. Μια ποιητική φωνή, ατίθαση, κυνική και ρηξικέλευθη των ημερών μας,-χωρίς ακαδημαϊκές ή άλλες περγαμηνές και χωρίς να ανήκει στον στενό κύκλο των Παλαμιστών-που συνομιλεί ισάξια, δίκαια αλλά και κριτικά και αμφισβητητικά με το Παλαμικό έργο, απορρίπτοντας, αναιρώντας παλαιότερες θέσεις, επανεξετάζοντας την ποιητική Παλαμική δημιουργία, αναδεικνύοντας τον ανθό των λυρικότερων στιγμών της ποίησής του, αυτήν την κατά Λάγιο «Ολίγη λιβάς» του Παλαμά. Ανθολογώντας τις φωτεινότερες λυρικές στιγμές του και συσχετίζοντάς τες με άλλες ποιητικές φωνές, λυρικές ποιητικές μονάδες που ίσως, να μην προσέχουμε εμείς οι υπόλοιποι αναγνώστες του,-σε ένα διαρκές διάβασμα αγάπης και σεβασμού μαζί του, σε μια «ακουστική» συνομιλία των ποιημάτων του, ο Λάγιος μας λέει Ακούστε-Ακούστε, καθώς αναζητά τρόπους να καταστήσει στιγμές και συνθέσεις της λυρικής δροσοσταλιάς της Παλαμικής ποίησης επίκαιρες και αναγνωστικά ελκυστικές στο σύγχρονο της ποίησης κοινό του. Οι κρίσεις του είναι μαχητικές και πολλές φορές ίσως να πληγώνουν το Παλαμικό της ποίησης σώμα, να ρίχνουν το αλάτι της «αλαζόνας» κριτικής ματιάς του νέου ποιητή πάνω στα Παλαμικά αιμορραγούντα έλκη, όμως ο Λάγιος, στέκεται δίπλα στο σώμα και το αλείφει με τα μύρα της δικής του ανάγνωσης, τα αντιγράφοντα χέρια της προσωπικής του επιλογικής ανθολόγησης. Το Παλαμικό έργο στα χέρια του ποιητή Ηλία Λάγιου υποφέρει αλλά και δικαιώνεται, υβρίζεται αλλά και εξυμνείται. Ο Λάγιος επιθυμεί έναν Παλαμά πέρα από τις καθιερωμένες κριτικές αναλύσεις που μέχρι τώρα έχουμε συνηθίσει, έξω από το κάντρο του εθνικού ποιητή που η ελληνική κρατική και όχι μόνο ιδεολογία και ίσως πολιτική το έχει εντάξει. Αυτόν τον εθνικό ποιητή Κωστή Παλαμά που διδαχτήκαμε και αγαπήσαμε, αυτόν που έθρεψε την αγάπη μας για την πατρίδα και την συνείδηση της Ρωμιοσύνης, όπως αντίστοιχα έπραξαν με το έργο τους ο κυρ Φώτης Κόντογλου, ο ερωτικός Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και άλλοι έλληνες δημιουργοί, που δεν ασπάστηκαν τον Καβαφικό κοσμοπολιτισμό, το ευρωπαικό χωνευτήρι των υπερρεαλιστών δημιουργών, το διεθνιστικό επαναστατικό ρεύμα των αριστερών δημιουργών. Ο Παλαμάς έμεινε στο Σολωμικό Χρέος, αυτό που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ο επτανήσιος ποιητής, και άνοιξε τον πατριωτικό δρόμο ο Ανδρέας Κάλβος. Όχι δεν συμφωνώ με πολλές από τις θέσεις του Λάγιου, αλλά θα ακούσω με προσοχή αυτά που γράφει και θα διαβάσω την επανερμηνεία του για το έργο του Παλαμά. Εκείνοι οι λίγοι λάτρες που διαβάζουνε ακόμα ελληνική ποίηση, δεν θα σταθούν ούτε αναλογίζονται αν είναι 20 ή 30 οι τόμοι των Παλαμικών Απάντων, θα τα διαβάσουν, όπως διαβάσουν και τα έργα άλλων δημιουργών. Το προνόμιο του τιτιβίσματος, το συνεχές κελάιδισμα της ανθρώπινης γλώσσας δεν το έχουν μόνο οι ποιητές, δεν είναι μόνο οι ποιητές «φλύαροι», φλύαρη είναι η ίδια η ζωή με τα σπαρμένα μάγια της και τα ακόμα πιο πολλά θαύματά της. Ακόμα και οι πλέον απόλυτοι στο δόγμα τους εκκλησιαστικοί συγγραφείς που μας μιλούν και μας διδάσκουν την αρετή της σιωπής, γράφουν πολύτομα έργα για αυτό. Δεν σιωπούν ούτε οι ίδιοι, λένε, λένε, λένε. Αυτή είναι όμως η απάντηση του ανθρώπου απέναντι στην μόνη πραγματική σιωπή της φύσης, αυτή του θανάτου. Ο Κωστής Παλαμάς δεν είναι ποιητής ανοικονόμητος, ένας δημιουργός με τόσο ψυχικό και πνευματικό πλούτο που κρύβει μέσα του, με τόσα ερωτήματα και αναζητήσεις που είχε για κοινωνικά, ιστορικά και πνευματικά ζητήματα των καιρών του, δεν μπορεί παρά να γράψει, να χτίσει την δική του κοινότητα. Περπατώντας ο αναγνώστης στον Παλαμικό λειμώνα, θα συναντήσει και θα μυρίσει κάθε λογής άνθη και ανθάκια, θα απολαύσει την πανσπερμία της πολυχρωμίας των ποιητικών του λουλουδιών, όχι σαν γραμματολόγος, όχι σαν αυστηρός φιλόλογος, όχι σαν άτεγκτος κριτής και ερμηνευτής, αλλά σαν απλός διαβάτης που δεν μαράγκιασαν ακόμα τα συναισθήματά του, που δεν χρεοκόπησαν ακόμα οι ευαισθησίες του, που ακόμα το βλέμμα του είναι στραμμένο προς την εστία των προγόνων του. Που δεν σπατάλησαν την ψυχή τους πριν καλά καλά μεγαλώσουν. Εκείνο που σίγουρα αναγνωρίζουμε στις θέσεις και τις κρίσεις του ποιητή Ηλία Λάγιου πάνω στο έργο του Κωστή Παλαμά, είναι αυτή η διαίσθηση της Μνήμης Θανάτου που κουβαλά μέσα στο έργο του ο Παλαμάς και διαχέεται μέσα στην ποιητική του δημιουργία, μια αίσθηση που κουβαλά και ο ίδιος ο Ηλίας Λάγιος. Αυτή η ατμόσφαιρα του πένθους φανερού και κρυφού είναι που δίνει έναν βαθύ τόνο λυρισμού και ίσως και μελαγχολίας στα κείμενα του ποιητή Ηλία Λάγιου, και μετριάζει τις σκληρές και κάπως παγωμένες θέσεις του. Θέσεις πάντα τεκμηριωμένες και τεχνικά στηριγμένες. Αλλά τα μαρμάρινα επιτύμβια της ποίησης, μας είναι αρεστά και μας θέλγουν επειδή φέρουν μέσα τους το νότισμα της υγρασίας της ομορφιάς τους, τα σκιάζει η αχνή ελπίδα της ζωής που ξεπερνά τον ανθρώπινο χρόνο. Εκεί που συναντάται ο νεανίας ποιητής Ηλίας Λάγιος με τον πρεσβύτη Κωστή Παλαμά είναι σε αυτήν την ατμόσφαιρα προσωπικού κοιτάγματος της μνήμης θανάτου. Στις υπόγειες στοές του ποιητικού λόγου που συναντώνται ο μύθος με την ιστορία, η τέχνη με την ζωή, ο άνθρωπος με το είδωλό του. Σε αυτές τις στιγμές που δεν εξετάζεις αν είναι άρτιο και καλογραμμένο το ποιητικό κείμενο της εξομολόγησης των δημιουργών, αλλά την πρόθεση.
      Επέλεξα έναν έλληνα ποιητή των δικών μας πνευματικών καιρών, και όχι έναν καταξιωμένο δοκιμιογράφο, γνωστό κριτικό, πανεπιστημιακό συγγραφέα εγνωσμένου κύρους, γραμματολόγο, ερευνητή από τον μικρό έστω κύκλο των Παλαμιστών, φιλόλογο μελετητή του έργου του Κωστή Παλαμά,-και ευτυχώς στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν αρκετοί και αρκετές με σοβαρές συγγραφικές καταθέσεις, όπως είναι οι επίσης σύγχρονοι ποιητές Μίμης Σουλιώτης, Νάσος Βαγενάς, Διονύσης Καψάλης, αλλά και σοβαροί μελετητές του έργου του όπως η Αγαθή Γεωργιάδου, η Βενετία Αποστολίδου, η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, η Αγορή Γκρέκου, μελετητές του όπως ο Βρασίδας Καραλής, ο Γιάννης Μουγογιάννης, ο Βάλτερ Πούχνερ, ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, ο Παντελής Βουτούρης, ο Ευριπίδης Γαραντούδης, ο Ξενοφών Κοκόλης, και μια σειρά άλλων σύγχρονών μας εραστών του Παλαμικού έργου που μας έχουν δώσει σημαντικές εργασίες-γιατί θεωρώ, ότι οι ποιητές και οι ποιήτριες ίσως έχουν μεγαλύτερη αναγνωστική άνεση-δεν γράφω κριτική επάρκεια, απαραίτητες φιλολογικές γνώσεις, ακαδημαϊκές σπουδές ως εφόδια, πανεπιστημιακούς τίτλους που προσθέτουν κύρος στις εργασίες τους κλπ.-στο να πλησιάσουν και να συνομιλήσουν μ’ έναν ομότεχνό τους ποιητή, και ποιητικές φωνές των προηγούμενων αιώνων. Να έχουν μια ανοιχτή συνομιλία μαζί του και ας μην διαθέτουν τα θεωρητικά της κριτικής εφόδια, ας μην κουβαλούν στην φαρέτρα τους τα τεχνικά της ερμηνείας κλειδιά για να εντάξουν και να εξετάσουν ή συνεξετάσουν το Παλαμικό έργο. Είναι απαραίτητο ίσως μόνο να διαθέτουν ποιητική αίσθηση και διαίσθηση, ευαισθησία ανίχνευσης, ονειροπόλα διάθεση, αλλά πάνω από όλα, να αισθανθούν την επιθυμία και την ανάγκη να ακούσουν, να διαβάσουν, να αφουγκραστούν τον ποιητικό λόγο του, να επισκεφτούν την ποιητική των οραμάτων του κοινότητα, να σιγοψιθυρίσουν τα τραγούδια του, τα σταθούν στα μηνύματά του, στις ιδέες του, στις σκέψεις του, όπως οι πιστοί μιας εκκλησιαστικής παράδοσης ακούνε τους ύμνους και τα κοντάκια, τις ψαλμωδίες και τα μέλη των εκκλησιαστικών ποιητών μέσα στους ναούς, και να δροσίσουν με αυτά τις ψυχές τους, ναι, να μεθύσουμε με το αθάνατο Παλαμικό κρασί, όπως μεθούμε με το κόκκινο επαναστατικό κρασί της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, να κρατήσουν ζωντανό τον λυρισμό και την ευαισθησία της καρδιάς και των σωμάτων τους, να μην αφήσουν τις αισθήσεις τους να μαραγκιάζουν από τις μοντέρνες και μεταμοντέρνες καταναλωτικές της εποχής μας συνήθειες και πρακτικές που ζούμε. Όπως κρατά ζωντανές τις αισθήσεις μας ο ποιητικός λόγος του Οδυσσέα Ελύτη. Όπως εγείρει σωματικές επιθυμίες μας η αισθησιακή ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, συνομιλία με την εικαστική ματιά της ψυχής μας η ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου.  Να γευτούμε τον ποιητικό λόγο όπως γευόμαστε την γλυκάδα ενός μεστού σύκου πάνω στο δέντρο που το καρποφόρησε και απλώνουμε με λαχτάρα το χέρι να το κόψουμε, και όχι σαν αποξηραμένο καρπό. Να μεθύσουμε με το μπρούσκο κρασί της ποίησής του στα πνευματικά μας συμπόσια. Να ζωντανέψουν οι αισθήσεις μας πριν χαθούν οριστικά στην καθημερινή οχλαγωγεί μιας απέραντης καθημερινής μας τηλεφωνικής και τηλεοπτικής τιποτολογίας. Μιας τιποτολογίας που δεν εχθρεύεται κανόνες ηθικής αλλά το ίδιο το φαινόμενο της ύπαρξης. Οι Ποιητές,-από όλο το φάσμα των τεχνών-έχουν κοινές ευαισθησίες, όμορα οράματα, παραπλήσια όνειρα, συγγενείς ανησυχίες, αγέρωχη πίστη στο αληθινό φαινόμενο της ζωής, εκφράζουν κοινούς στοχασμούς και ερωτήματα του κτιστού και άκτιστου κόσμου μας, κινούνται σε γνώριμούς τους πνευματικούς ορίζοντες αναφορών. Πολλές φορές πατούν πάω στις ίδιες γλωσσικές και υφολογικές ράγες των παλαιότερών τους, αντιμετωπίζουν τα ίδια τεχνικά της γραφής αδιέξοδα, παλεύουν να εικονίσουν ποιητικά τις ερινύες και ευμενίδες των εσωτερικών της ψυχής τους ταραχών, να μεταφέρουν σ’ εμάς τους αμύητους αναγνώστες τους ποιητικούς τους καθαρτήριους προβληματισμούς, τις ποιητικές τους γεύσεις ζωής, τις καλλιτεχνικές τους ψηλαφίσεις και ταξίδια. Μεταφέρουν μέσα στο έργο τους εικόνες και παραστάσεις, λέξεις και εκφράσεις, ύφη και ατμόσφαιρες, ακούσματα και γλωσσικά μελίσματα, θέματα και ζητήματα προηγούμενών διαβασμάτων τους και εμπειριών. Η πείρα ζωής των ανθρώπων διοχετεύεται μέσα στο έργο τους όχι καταδικαστικά όπως ίσως συμβαίνει στα δικανικά κείμενα των θρησκειών, όχι στα παγερά μαυσωλεία της πολιτικής, όχι στις αναβάσεις των κορυφών της οικονομίας που οδηγούν στο πέλαγος της αφιλάνθρωπης ακόρεστης ματαιότητας της ανθρώπινης περιπέτειας, αλλά σε ένα περιβόλι των αισθήσεων και συγκινήσεων, έρωτος και θανάτου, βασανιστικών εμπειριών και ελπιδοφόρων οραμάτων σφιχταγκαλιασμένα. Οι ποιητές διατηρούν ένα κοινό ποιητικό δίαυλο επικοινωνίας με τους προφήτες των προηγούμενων ιστορικά εποχών, με ομοτέχνους τους που ψηλάφισαν το άρρητο, το αναφές, το υπέρλογο, το μυστήριο, στις ανιχνεύσεις τους. Υπάρχει μια κοινή των ποιητών ατλαντίδα που δεν χρειαζόμαστε εθνικά ή θρησκευτικά, ή πολιτικά ή άλλου είδους διαβατήρια να την επισκεφτούμε. Αρκεί μόνο η ευαισθησία μας.
Καβάλλα Πάει ο Χάροντας…
Καβάλλα πάει ο Χάροντας
τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί…. Κλαίει, δέρνεται
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
--
Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.
--
Και σα να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλλάρη!   
       Δύο σύγχρονούς μου νεαρούς ποιητές γνώρισα στο διάβα του ποιητικού μου βίου που αμέσως διαισθάνθηκα ότι αγαπούσαν με τον τρόπο τους το έργο του ποιητή Κωστή Παλαμά. Και οι δύο ανήκουν πλέον στην γειτονιά των αγγέλων και διαβάζουν μαζί με άλλους το Παλαμικό έργο. Τον νεαρό φοιτητή της νομικής ποιητή Βασίλη Κουρή, ένα πανέμορφο και γλυκύτατο παλληκαράκι, ευαίσθητο και ρομαντικό, ντροπαλό και ονειροπόλο, που μοίρα μαύρη και σκοτεινή του έκοψε πολύ νωρίς ξαφνικά το νήμα της ζωής του (η τρυφερή του καρδιά δεν άντεξε και σταμάτησε αβάσταχτα πρόωρα να κτυπά αφήνοντάς μας σοκαρισμένους), και τον εξ Άρτης ποιητή, εκδότη, μεταφραστή, επιμελητή κειμένων και εκδόσεων, ανθολόγο Ηλία Λάγιο (Άρτα 5/7/1958-Αθήνα 5/10/2005), που και αυτόν τον ζωγράφισε με μελανά χρώματα η προσωπική του μοίρα και έφυγε νεότατος, αφήνοντας ένα κενό στους νεότερους έλληνες ποιητές, και μια διαρκή απορία για το αινιγματικό και ερεβώδες παιχνίδι που μας παίζει η προσωπική του καθενός μας μοίρα, και το μεγαλειώδες φαινόμενο της φύσης, που παρά τα ξόρκια και τις επικλήσεις της τέχνης και της ψαλμωδίες θρηνητικές ή αναστάσιμες της πίστης, παραμένει αδιάφορη και ψυχρή απέναντι στα πλάσματά της, αυτά που υποτάσσει στον νόμο της αειθαλούς επαναδημιουργίας της. Αυτό το συνεχές παιχνίδι σκάκι με τον θάνατο με πιόνια εμάς τα θνητά έλλογα όντα και τα άλλα έμβια ζώα της καταγωγικής αφετηρίας μας.
Άφκιαστο κι Αστόλιστο…
Άφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
--
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια,
--
μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξη,
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξη!   
      Τον νεαρό ποιητή Βασίλη Κουρή δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω πολύ εκ του σύνεγγυς, δύο ή τρείς ήταν οι συναντήσεις μας και ορισμένα τηλεφωνήματα. Περισσότερο τον άφηνα να μου μιλήσει για τα ποιητικά του όνειρα που έκανε, για τα ποιητικά του διαβάσματα, με τις μικρές μου δυνάμεις προσπάθησα να του δώσω τις αναγκαίες και χρήσιμες πληροφορίες στο τι θα πρέπει να πράξει για τα ανέκδοτα ποιήματά του, που κινούνταν αυτά που μου είχε διαβάσει σε μια Παλαμική ατμόσφαιρα, λυρισμού και ευαισθησίας, να τον καθοδηγήσω που θα έπρεπε να απευθυνθεί για να τα εκδώσει. Να πάρει τη χαρά κρατώντας το πρώτο του βιβλίο του στα χέρια, όπως ο πατέρας κρατά για πρώτη φορά στα χέρια του το νεογέννητο βρέφος του. Δυστυχώς μοίρα κακιά, μαύρη βασανισμένη μοίρα άλλα έκλωθε για την ζωή του.  Ένιωσα άμεσα μια τρυφερότητα για αυτόν τον ωραίο και σεμνό νεαρό ποιητή που αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, πριν καλά καλά γευτεί τα φαρμάκια και την γλυκάδα του έρωτα, γνωρίσει τον κόσμο, απολαύσει τις μικροχαρές του όπως όλοι μας, κάνει οικογένεια ταχταρίσει στα γόνατά του τον δικό του απόγονο. Ένα ευαίσθητο και νεαρής ηλικία άτομο που διάβαζε ποίηση με σεβασμό, όταν άλλοι επηρμένοι της νιότης στιχοπλόκοι κορόιδευαν τον γέροντα Μεσολογγίτη και αγνοούσαν επιδεικτικά το ογκώδες έργο του. Αισθάνθηκε και εκείνος άνετα μαζί μου όταν του είπα ότι με έναν παλαιό παιδικό φίλο, φιλόλογο και συγγραφέα από τον Πειραιά, επίσης λάτρη του Παλαμικού έργου, διαβάζαμε από νεαρή ηλικία το ποιητικό και δοκιμιακό του έργο. Τον είχαμε μαζί μας-έφηβοι και εμείς-στις τσάρκες μας στο Πασαλιμάνι και τον απαγγέλαμε δίπλα στην θάλασσα καθώς ο πειραϊκός φλοίσβος μας νότιζε και μας υπενθύμιζε την λυρική ποιητική αύρα του Λάμπρου Πορφύρα. Κάποτε μάλιστα, σε μια ανάγνωσή του «Τάφου» δημόσια, όταν άλλοι νέοι διασκέδαζαν και χόρευαν η μνήμη θυμάται, είχαμε μια περιπέτεια με ένα όργανο της τάξης, που βλέποντας τον κόκκινο τόμο των Παλαμικών Απάντων και δυό φουριόζικους αναγνώστες να απαγγέλουν δυνατά ποιήματα, μας πέρασε για ανατροπείς της κρατικής εξουσίας. Φτηνά την γλυτώσαμε και δεν μας μπουζούριασαν στην ασφάλεια του Πειραιά. Θυμάμαι τον ποιητή Βασίλη Κουρή να μου διαβάζει ανέκδοτα ακόμα ποιήματά του και εγώ να τον ακούω, να τον παροτρύνω τι να κόψει και τι να αφήσει στην ποιητική συλλογή που σκόπευε να εκδώσει. Ο μαύρος καβαλάρης όμως δεν κάτεχε από τέτοια, τον πρόλαβε και τον πήρε κοντά του πριν προλάβει να δει τα ποιήματά του να εκδίδονται.
     Τον δεύτερο ποιητή-μεγαλύτερο σε ηλικία από τον Βασιλή Κουρή-που συνάντησα και διαισθάνθηκα άμεσα ότι αγαπά την ποίηση του Κωστή Παλαμά πέρα από τις ενστάσεις του, είναι ο Ηλίας Λάγιος. Τον ποιητή Ηλία Λόγιο τον συναντούσα συχνά σε αυτό το μικρό ζεστό βιβλιοπωλείο-δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα-στην οδό Σόλωνος ανάμεσα στο βιβλιοπωλείο και εκδόσεις του Πύρινου Κόσμου(γωνία) με τους πάντα πρόσχαρους και χαμογελαστούς υπαλλήλους τους, και τις εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη που εξέδιδαν πολιτικά και όχι μόνο βιβλία, λίγο πιο πάνω από την ίδια πλευρά βρίσκονταν το βιβλιοπωλείο και οι γνωστές προδικτατορικές ιστορικές εκδόσεις Θεμέλιο. Εκεί που αγοράζαμε τα βιβλία του ιστορικού Νίκου Σβορώνου, του Νίκου Πουλαντζά, του Αντόνιο Γκράμσι. Απέναντι από το μικρό αυτό αλλά θαυματουργό βιβλιοπωλείο βρίσκονταν το βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις Γρηγόρη που οι τότε νέοι και νέες αγόραζαν τα πανεπιστημιακά τους συγγράμματα και θεολογικά επιστημονικά βιβλία, σχεδόν δίπλα ήταν το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων των Αδερφών Τολίδη, που συναντούσαμε τον πανύψηλο ιστορικό Τάσο Βουρνά και συζητούσαμε μαζί του. Που εξέδιδαν ιστορικά βιβλία και μας γνώρισαν την μεσαιωνική ιστορία και ορισμένα χρονικά. Στην πάνω γωνία υπήρχε το βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις του Στρατή Φιλιππότη με τις σημαντικές εκδόσεις Λαογραφικών θεμάτων και λαϊκής τέχνης, μελέτες για τον γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και άλλους τηνιακούς καλλιτέχνες.
      Το βιβλιοπωλείο που σύχναζε ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, ήταν ένας μικρός πνεύμονας ανάσας και ελευθερίας, ένα στέκι πνευματικών ζυμώσεων, συζητήσεων, γόνιμων πολιτικών διαφωνιών, αναρχίας της έκφρασης, καλλιτεχνικών και θρησκευτικών ωραίων τσακωμών, οι συζητήσεις που γίνονταν μέσα σε αυτόν τον χώρο ήταν κάτι το μάλλον πρωτόγνωρο για τους νέους και κάπως μεγαλύτερους της εποχής εκείνης. Τα πρόσωπα που είχαν το βιβλιοπωλείο αυτό, ήσαν από τα πιο αναρχικούλικα και ελεύθερα άτομα που τότε είχα γνωρίσει, ο Γιώργος Τσάκαλος αν θυμάμαι σωστά το όνομά του, ήταν ένας ευαίσθητος καλοκάγαθος νέος πάντα πρόθυμος να σε εξυπηρετήσει, να ψάξει να σου βρει τα βιβλία που θέλεις, να ανοίξει συζήτηση μαζί σου για την πολιτική, την θρησκεία, τα βιβλία που διάβαζε. Διέθετε μια ουσιαστικά ορθόδοξη πίστη αν δεν τον ψυχογραφώ λάθος, με δεκάδες πολιτικά και πνευματικά ανοίγματα. Μιλούσαμε με την ίδια άνεση για τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ. Βρίσκαμε βιβλία του Γκυ ντε Μπορ αλλά και του παπά Νικόλα Πλανά. Συζητούσαμε για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη αλλά και το μικρό βιβλιαράκι για το Δικαίωμα στην τεμπελιά του γαμπρού του Κάρλ Μαρξ. Βλέπαμε πάνω στους φορτωμένους από βιβλία πάγκους του την Ρωμιοσύνη του γεννημένου στον Πειραιά Ιωάννη Ρωμανίδη και το περιοδικό Αμφί, το περιοδικό Σύναξη και τον Σχολιαστή. Οι ιδιοκτήτες του είχαν ορθόδοξο φρόνημα, τρελές αναρχικές προσωπικότητες, κουλτουριάρηδες νέοι, που νομίζω προέρχονταν από τον παλαιό χώρο του βιβλιοπωλείου το «Μήνυμα» και τον πολιτικό χώρο του Νίκου Ψαρουδάκη που εξέδιδε ακόμα αν θυμάμαι καλά σποραδικά την εφημερίδα Χριστιανική. Ο πνευματικός και εμπορικός αυτός χώρος ήταν μια διαφορετική φωλιά με τον μεγάλο ετερόκλητο τίτλων συγγραφέων και περιοδικών που προμηθεύονταν. Συναντούσες μπροσούρες γάλλων αναρχικών μέχρι εκδόσεις νηπτικών εκκλησιαστικών συγγραφέων. Πατερικά κείμενα που δεν έβρισκες-τότε-στα αμιγώς εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων. Στις προηγούμενες δεκαετίες τα βιβλιοπωλεία ήταν το σημείο Ιωνά της πολιτιστικής μας ανάπτυξης.
     Στο βιβλιοπωλείο αυτό και την ατμόσφαιρά του, συνάντησα αρκετές φορές τον ποιητή Ηλία Λάγιο, χωρίς να γνωρίζω και πολλά πράγματα για αυτόν. Θυμάμαι την σκληρή του ειρωνεία, τον σαρκασμό του, την παρωδική του διάθεση, τον κυνισμό του, με πείραζε δεικτικά πράγμα που με έκανε να αισθάνομαι κάπως άβολα μαζί του αλλά ταυτόχρονα, αυτά που έλεγε με έλκυαν, μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον, δεν έμενα αμπαρωμένος στον εγωισμό των δικών μου νιάτων, ήθελα να συζητήσω μαζί του, να διαφωνήσω, να τσακωθώ, να ανταλλάξω ιδέες και απόψεις. Νέοι και οι δύο με την υπερβολή να ρέει μέσα στις φλέβες μας και την έπαρση των νιάτων να καλπάζει, κουβαλούσαμε ο καθένας το δικό του ιδιαίτερο φορτίο αναφορών και εμπειριών, διαβασμάτων και αναζητήσεων. Τον άκουγα να μου μιλά με αυτό το ειρωνικό του ύφος με το τσιγάρο στο στόμα, και ήθελα να τον πνίξω αλλά να εξακολουθώ να τον ακούω αποσβολωμένος από τις επανεκτιμήσεις και τις ιδέες που εξέφραζε για έλληνες ποιητές. Τι να ξεχάσεις μετά από τόσα χρόνια από αυτόν τον ωραίο και μποέμ με το μακρύ μαλλί τύπο. Ξεσήκωνα στάσεις του σώματός του, απωθούσα τον καπνό του τσιγάρου του αλλά τον ρωτούσα για τα πάντα, για δεκάδες πράγμα που αφορούσαν την ελληνική λογοτεχνία, την πίστη ή απιστία των ανθρώπων, τον έρωτα, την ποίηση τα βιβλία που διάβαζε. Νομίζω αν θυμάμαι καλά, τα έτσουζε και λιγάκι, σαν τον κυρ Αλέξανδρο τον Σκιαθίτη για να πάρει θάρρος, μια και ορθόδοξο τέκνο της χριστιανικής ελληνικής παράδοσης, το βλέμμα του, και να μας εικονογραφήσει αυτές τις υπέροχες στιγμές που παρατηρεί τις ερωτικά ποθούμενες παιδίσκες και κορασίδες σιμά στις μαυροφορεμένες γραίες. Άτομο πιο συγκροτημένο από εμένα που ήμουν σχεδόν πάντα σκόρπιος, ο Ηλίας Λάγιος, με συγκριμένες σκληροπυρηνικές αλλά δίκαιες απόψεις πάνω σε θέματα της ελληνικής ποίησης και παράδοσης. Πάντα ανοιχτός να κουβεντιάσει τα πάντα. Έχω την αίσθηση της παρουσίας του φυλαγμένη ακόμα μέσα μου και ας μη θυμάμαι τα λόγια του, ας έχω ξεχάσει πολλές από τις αρνητικές του απόψεις για μένα και άλλους. Ωραίοι έλληνες εκείνης της εποχής, μετά την δικτατορία χρόνια, δημιουργικοί καιροί, συνομιλίες ουσιαστικές, τσακωμοί πνευματικοί, αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, όταν ακόμα η ζωή δεν είχε πάρει την ευτελέστερη πορεία των μνημονιακών ημερών μας. Τότε το διάβασμα, η ενασχόληση με την τέχνη, η προσωπική πίστη και αμφιβολία, το μυστήριο και ο οίστρος του έρωτα, οι πολιτικές αμφισβητήσεις των πάντων, η γραφή και το διάβασμα ποιημάτων δεν είχαν ενσωματωθεί μέσα στην τεράστια χοάνη του εμπορίου και του καταναλωτισμού των σύγχρονων εποχών, των άχρηστων πολυτελών προϊόντων. Δεν είχαν χάσει την φρεσκάδα και την λάμψη τους, την θερμότητά τους. Ήταν οικείοι μας χώροι περιδιάβασης. Και τα αισθήματά μας δεν είχαν χρεοκοπήσει μέχρι τα τριάντα μας, οι ευαισθησίες μας δεν είχαν ξεραθεί σαν κούτσουρα. Η ενασχόληση τότε με την τέχνη ήταν πολιτική πράξη έρωτος για να θυμηθούμε και τον Κωστή Μοσκώφ. Τέχνη, Πολιτική και Έρωτας ήσαν συγκοινωνούντα δοχεία, κοινές ανιχνεύσεις βίου, παράλληλες στάσεις και επιλογές ζωής, συμπληρωματικό μονοπάτι αλλαγής των συνθηκών της κοινωνίας. Ταυτίσεις οραμάτων χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς ή φοβικές αγκυλώσεις. Οι καρδιές και τα σώματά μας δεν είχαν χρεοκοπήσει πριν ακόμα ανθίσουν, μια και πολιτισμός σήμαινε γνωριμία με τον άλλον, έξοδο από το δικό μας εγώ και τις σκιές του. Πολιτική πράξη και ενασχόληση με την Τέχνη ήταν ένα. Βιώναμε τα πάντα προσωπικά και ανεπανάληπτα, ρηγματικά της συνείδησής και σωματικά, εποικοδομητικά για τους μεταγενέστερους της ζωής μας χρόνους που έχουν πολύ ξηρασία και χρειάζεται να πάρουμε νερό μαζί μας, για να θυμηθούμε και τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Μπόλικο λάλον της μνήμης της ζωής μας ύδωρ. Άνθρωποι μιας άλλης ιστορικής και κοινωνικής εποχής, μιας διαφορετικής πολιτιστικής ατμόσφαιρας σίγουρα, που τους θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη ζωής, και ας είμασταν συνομήλικοι, για αυτά που ακούσαμε και γευτήκαμε από τα χείλη τους. Αυτές τις ωραίες μπαλάντες των εμπειριών και των ονείρων τους που μας γοήτευαν.
Ήσυχα και Σιγαλά…
Ήσυχα και σιγαλά.
διψώντας τα φιλιά μας,
από τ’ άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.
--
Ως κ’ η βαρυχειμωνιά
μ’ αιφνίδια καλοσύνη
κ’ ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κ’ εκείνη.
--
Ήσυχα και σιγαλά
Σε χάιδευεν ο αέρας,
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.
--
Ήσυχα και σιγαλά
Μας γέμιζες το σπίτι
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.
--
Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά τ’ αυγερινού
και φως του αποσπερίτη.
--
Ήσυχα και σιγαλά,
φεγγάρια, ώ στόμα, ώ μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεββάτι.
--
Ήσυχα και σιγαλά
και μ’ όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ’ άγνωστο
μεσ’ απ’ την αγκαλιά μας.
--
Ήσυχα και σιγαλά,
ώ λόγε, ώ στίχε, ώ ρίμα,
σπείρετε τ’ αμάραντα
στ’ απίστευτο το μνήμα!     
     Διάβαζα τα ποιήματα του ποιητή Ηλία Λάγιου και τα δοκίμιά του που συναντούσα σποραδικά σε περιοδικά Θυμάμαι τις γόνιμες για την ποίηση αντιδράσεις κριτικών για το έργο του και τους διαξιφισμούς για το προσωπικό του κοίταγμα και ύφος, προβλημάτων της λογοτεχνίας και συγγραφέων. Με ενδιέφερε αυτό το άτεγκτο βλέμμα που διάβαζε την ποίηση και έγραφε τους προλόγους του, αυτό το βλέμμα προσέγγισης και στάσης απέναντι σε συγγραφείς και έργα με μεγάλη βαρύτητα μέσα στην κοινή μας αναγνωστική συνείδηση. Οι θέσεις που εκφράζει ο Λάγιος ή τουλάχιστον μέρος των απόψεων του, είναι θέσεις και πολλών ατόμων και της δικής του γενιάς, της γενιάς του 1980. Αποδεχόμενοι τα συμβατικά χρονολογικά όρια των γραμματολόγων. Ας φέρουμε όμως στον νου μας όσοι διάβαζαν πολιτικές εφημερίδες τότε, μια άλλη περίπτωση συγγραφέα, τα εξαιρετικά και καλογραμμένα κείμενα του κριτικού Ευγένιου Αρανίτση στην παλαιά εφημερίδα Ελευθεροτυπία και σε άλλα έντυπα. Αυτό το προσωπικό του αναθεωρητικό στίγμα ανάγνωσης των βιβλίων που έκρινε και παρουσίαζε, το τι έλεγε για καταξιωμένους δημιουργούς, πόσες αντιδράσεις προκαλούσε, όλοι όμως θέλαμε να διαβάσουμε αυτά τα κείμενα να τα κοινοποιήσουμε, να ανοίξουμε συζήτηση μαζί τους, να επανεξετάσουμε τις απόψεις μας, κείμενα που δεν μας άφηναν αδιάφορους. Το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για τα κείμενα του ποιητή Ηλία Λάγιου.
     Στο παρόν σημείωμα διαβάζω ξανά τις θέσεις και κρίσεις του ποιητή Ηλία Λάγιου για τον ποιητή Κωστή Παλαμά έτσι όπως διατυπώνονται σε τρείς εκδόσεις που έχει ο Λάγιος επιμεληθεί. Οι δύο από τις εκδόσεις «Ιδεόγραμμα» «Ο ΤΑΦΟΣ» 1998 και η «ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ» 2004 και η τρίτη από τον Ανθολόγο Ερμή νούμερο 26 «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ-Κ’ ΕΧΩ ΑΠΟ ΣΑΣ ΜΙΑ ΔΟΞΑ ΝΑ ΖΗΤΗΣΩ», εκδόσεις Ερμής 2001. Εκδόσεις που μας δίνουν μια καθαρή και επαρκή εικόνα των σκέψεων και των θεωριών που αναπτύσσει για το έργο του Κωστή Παλαμά.             Δεν συμφωνώ σε σημεία των θέσεών του-αν έχει κάποια αξία η γνώμη μου-όμως σέβομαι την ευθυκρισία του, την ειλικρίνεια με την οποία αρνείται την εθνική πλευρά του Παλαμά, στέκομαι με προσοχή στα λεγόμενά του, και προσπαθώ να κατανοήσω τι θέλει να πει, τι πραγματικά απορρίπτει από τον ποιητή Κωστή Παλαμά και τι αποδέχεται ένας νέος σαράντα και χρόνια μετά την εκδημία του ποιητή. Ο Λάγιος, έχει διαβάσει τον ποιητή και ίσως ακόμα εξακολουθεί να τον διαβάζει όταν γράφει τα κείμενα αυτά. Του μιλά σαν ίσος προς ίσο. Και μάλιστα, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε υιοθετώντας όρους της ψυχανάλυσης, δηλαδή φροϋδικούς, ο γιός Λάγιος οφείλει να αποκαθηλώσει τον πατέρα-ποιητή για να αναδείξει την δική του θεωρία για την ποίηση. Ο λυρισμός του Κωστή Παλαμά δεν νομίζω ότι είναι της ίδιας τάξης με τον λυρισμό των άλλων ποιητών του μεσοπολέμου που αναφέρει. Ούτε πάλι μπορεί να συσχετιστεί ο πολιτικός λόγος του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον εθνικής χροιάς λόγο του Κωστή Παλαμά, δεν είναι ίσα μεγέθη. Το αν θα θυμούνται σε πενήντα χρόνια οι άνθρωποι το έργο της ποιήτριας Κικής Δημουλά ή του Οδυσσέα Ελύτη, δεν έχει να κάνει μάλλον με την αξία ή απαξία του Παλαμικού έργου. Ασφαλώς ο Λάγιος έχει δίκιο-και δεν είναι ο μόνος μελετητής του Παλαμά-ότι ο Παλαμάς προσπάθησε να συγχωνεύσει τα πάντα μέσα στο πολυσήμαντο έργο του, όλες τις θεωρίες και ιδέες της εποχής του και της κοινωνίας. Αυτό βάρυνε την δημιουργία του ναι, αλλά άλλο πράγμα είναι αυτό και άλλο να συγκρίνεται με ποιητές που δεν έχουν την ίδια εμβέλεια λόγου και αξίας της περιόδους του μεσοπολέμου. Δεν διαβάζεται ο Κωστής Παλαμάς όχι μόνο εξαιτίας του τεράστιου όγκου των συγγραφικών του καταθέσεων όπως σημειώνει ο Ηλίας Λάγιος, αλλά γιατί δεν έχει ερευνηθεί μάλλον ακόμα κάθε πτυχή και κρυφή γωνία του έργου του, δεν τον έχουμε ανακαλύψει σωματικά ολόκληρο. Το ίδιο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε και για το ωκεάνιο έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, την πολύτομη αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη, το έργο του ποιητή Τάκη Παπατσώνη, της Ρίτας Μπούμη-Παππά, του Γιώργου Σαραντάρη του Τάσου Λειβαδίτη και μια σειρά άλλων ελλήνων δημιουργών που είναι σχεδόν άγνωστό το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους. Ποιος πιστός αλήθεια έχει διαβάσει όλη την Καινή Διαθήκη, την Παλαιά, και όμως πολλοί συναριθμούνται στην κοινότητα των Δικαίων, γιατί όχι και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Να μην μιλήσουμε για τους πεζογράφους. Γνωρίζουμε τους δημιουργούς αυτούς και τα έργα τους κυρίως μάλλον από ανθολογίες ή διάφορες γραμματολογίες, και δεν μιλώ ούτε για τους ειδικούς ούτε για τους επαγγελματίες πανεπιστημιακούς ερευνητές και δοκιμιογράφους. Μήπως, το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα το έχουμε διαβάσει όλο; Του Γιάννη Βλαχογιάννη, του Γιάννη Ψυχάρη και τόσων άλλων παλαιών καθαρευουσιάνων συγγραφέων. Είμαστε σίγουροι ότι γνωρίζουμε καλά όλο το έργο του Οδυσσέα Ελύτη; Ή μήπως το γνωρίζουμε από τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του;  Κάτω από αυτό το πρίσμα,-και αν έχω δίκιο-μια εύχρηστη κάπως συνοπτική ανθολόγηση του έργου του Κωστή Παλαμά που επιχειρεί ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, δεν είναι παρά οι επιλογές των δικών του διαβασμάτων, ακουστικών προσεγγίσεων που σκοπό έχουν να σταθούν τα αναγκαία υποστηρίγματα της θεωρίας και των απόψεων για το Παλαμικό έργο.    
      Ο Λάγιος εν μέρει, εντάσσει το ογκώδες έργο του Παλαμά μέσα στο πλαίσιο αναφορών και εσωτερικών σχολίων που ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς μας έχει μιλήσει για το έργο του οριοθετώντας τον χώρο προσέγγισης του έργου του, είτε μέσα στην ποίησή του είτε σε δοκίμιά του. Πατά πάνω στα Παλαμικά χνάρια στέρεα και με σιγουριά για να τα αμφισβητήσει, δέχεται την λυρική του μόνο πλευρά σε σχέση με άλλες πτυχές του έργου του. Ο Λάγιος δεν ξηλώνει εντελώς το ποιητικό υφαντό της Παλαμικής ποίηση όπως ίσως σε μια πρώτη ματιά να νομίζουμε. Διαβάζει τον Παλαμά προσπαθώντας να ανακαλύψει τις όχι και τόσο φανερές φλέβες της ποίησής του, εκείνες τις ποιητικές μονάδες ή κύκλους ποιημάτων που σπονδυλώνουν την ίδια την ποιητική θεωρία του ποιητή αλλά και, ταιριάζουν με τις ατομικές του προσεγγίσεις, το προσωπικό του βλέμμα ανάγνωσης. Σε σημεία της η ανάγνωση του Λάγιου είναι ιδιοσυγκρασιακή, είναι αυτό που θα ήθελε να συναντήσει μέσα στο Παλαμικό έργο. Αρνείται παντελώς το γενικό μοντέλο ερμηνείας που εμείς οι υπόλοιποι αναγνώστες του έχουμε προσδώσει και έχει πολιτογραφηθεί ιστορικά. Τον τοποθετεί μέσα σε ένα πλαίσιο ιστορικών προσλήψεων και ερμηνειών μιας προσωπικής-και αυτό είναι φυσικό-του αναψηλάφησης της Παλαμικής ποίησης και της λειτουργία της μέσα στις σύγχρονες της εποχής του αναγνωστικές συνειδήσεις. Οι θέσεις που διατυπώνει με καθαρότητα, κα έναν τόνο κυνισμού σίγουρα μας ξενίζουν, όμως τις ακούμε με προσοχή και ενδιαφέρον προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι εμείς έχουμε ερμηνεύσει λάθος στις δικές μας αναγνώσεις ή που εκείνος υπερβάλλει. Μήπως αυτό που εμείς εννοούμε Παλαμική ποίηση δεν είναι παρά μια σχολική ερμηνευτική της κρατικής μας παιδείας και εκπαίδευσης. Οι συσχετισμοί που κάνει με άλλους σύγχρονούς μας ποιητές, σηκώνει συζήτηση, ανεξάρτητα αν τα συμπεράσματα είναι σύμφωνα ή όχι με τις κρίσεις του. Η ορθότητα ή μη των κρίσεών του δεν έχει να κάνει με παραδοσιακές ερμηνείες μόνο αλλά με το τι ο καθένας μας ζητάει από το έργο του Κωστή Παλαμά και τι αυτό μπορεί να μας δώσει. Ο λόγος του ίσως είναι κάπως κυνικός στην επιφάνεια του αλλά δίκαιος. Η γλώσσα του είναι καταπληκτική, διαθέτει μεγάλη σαφήνεια, χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις, φτιάχνει δικές του που έχουν Παλαμικό άρωμα. Μάλλον φέρει μέσα της πολλά στοιχεία του προφορικού λόγου παρά του γραπτού. Δεν τον απορρίπτει και ευτυχώς, τον Παλαμά, αλλά επιλέγει τα κατά την κρίση του πλέον λυρικά και μουσικά κομμάτια για να τον επαναπροσδιορίσει στους σύγχρονούς καιρούς. Να του προσφέρει μια νέα ανάσα μέσα από το ίδιο του το έργο, το ανατροφοδοτεί με δικά του κλειδιά. Το ουσιαστικό και καίριο στα κείμενα του ποιητή Ηλία Λάγιου και η ματιά του πάνω στο ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά είναι η γόνιμη συζήτηση που ανοίγει μαζί του έπειτα από τόσες δεκαετίες, επισημαίνει τις καθηλωτικές του διαβάσματός μας δυσκολίες καθώς έχουμε μείνει σε κλισέ ρήσεις του και θέματα μιας άλλης ιστορικής για την χώρα περιόδους και πλησιάζει το έργο του πέρα από τις παραδοσιακές και ιστορικές του χρήσεις και ίσως εκμεταλλεύσεις. Δηλαδή ότι η ελληνική πολιτεία σαν επίσημος φορέας μιας εθνικής ιδεολογίας και κρατικής παράδοσης αναφορών και αξιών μας έμαθε να αναζητούμε στο έργο του. Στέκεται σε στιγμές ποιητικής του τεχνικής αρτιότητας και ευφροσύνης, τεχνικής ρυθμικής των στίχων του. Σε στίχους που πλεονάζει η ρίμα η μουσικότητα και ο λυρισμός, η χρήση των ποιητικών μέτρων και κανόνων. Δεν απολογείται για τις αρνήσεις και απορρίψεις του, αντίθετα τις υποστηρίζει με θάρρος και πάθος, βλέμμα όμως καθαρό και ύφος άλλοτε μετριοπαθές και άλλοτε σκληρό. Δεν βιάζεται να το παίξει τιμητής αλλά τεκμηριώνει τις θέσεις του και επιθυμεί μάλλον να κάνουμε το ίδιο. Ο πολύ νεότερος του Κωστή Παλαμά κριτικός και ποιητής Ηλίας Λάγιος δεν θέλει να μας γίνει αρεστός, αλλά να σταθεί δίκαιος απέναντι στον ίδιο τον ποιητή. Το βλέμμα του διεισδυτικό και ανήσυχο βλέπει τα ύψη και τις χαράδρες της Παλαμικής δημιουργίας. Βλέπει τα ριζά και τις βουνοκορφές της. Στέκεται στις φωτοσκιάσεις του έργου και επιλέγει συνθέσεις με μικρή φόρμα και πιο ολοκληρωμένες στην ιδεολογική τους σύλληψη. Συνθέσεις που αγγίζουν το άτομο και όχι τα μεγάλα πλήθη.
     Οι θέσεις του ποιητή Ηλία Λάγιου, στέκονται κυρίως στα λυρικά του «παραλειπόμενα» εντός των ίδιων του των συνθέσεων, στους παρακαμπτήριους δρόμους που απομακρύνονται από τις μεγάλες εθνικές του συνθέσεις και οραματισμούς, δίνει βαρύτητα στην οξύτερη λυρική του χωρητικότητα. Θέτει ερωτήματα και δίνει τις απαντήσεις, δεν μας αφήνει το περιθώριο επιλογής. Μας μιλά για τα μειονεκτήματά και τις αρετές του έργου του Κωστή Παλαμά σαν να μας μιλούσε για τα προσωπικά λάθη ενός συγγενικού του προσώπου. Πετά από το ποιητικό αερόστατο όλα τα σακιά άμμο για να πετάξει ψηλότερα και να χαρεί το ποιητικό ταξίδι μέσα στον χρόνο. Δεν γνωρίζω αν θα συμφωνούσε ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς με τις κρίσεις αυτές ενός πολύ νεότερού του ποιητή, σίγουρα όμως θα άκουγε τις απόψεις του και θα τις επεξεργάζονταν σαν πραγματικός δάσκαλος της ποιητικής τέχνης που υπήρξε.
     Επέλεξα τον λόγο του Ηλία Λάγιου, παρότι γνωρίζω και έχω διαβάσει και άλλες κριτικές αμφισβητήσεις του έργου του Παλαμά από παλαιότερους συγγραφείς αλλά και δημιουργούς της γενιάς του 1970, σαν μια φωνή της νεότερης γενιάς του 1980 επαναλαμβάνω για μία ακόμη φορά, επειδή στέκεται στο μεταίχμιο των νέων ιστορικών χρόνων-αν δεχτούμε σαν ορόσημο το1989-και στήνει τις δικές της γέφυρες με το μέλλον. Δεν γνωρίζω αν οι νεότερες γενιές πχ. αυτή του 1990 ή του 2000 ασχολούνται με το έργο του Κωστή Παλαμά ή αν έχουν καν ακούσει το ποιητικό έργο του Ηλία Λάγιου, οι ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές και φυσικά οικονομικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων έχουν αλλάξει τόσο πολύ και ανεπίστρεπτα, που δεν μπορώ να υποψιαστώ και δεν γνωρίζω τις επιδράσεις των φωνών αυτών που γονιμοποίησαν τις δικές μας γενιές, πάνω τους. Ή βυθίστηκαν στους βάλτους του χρόνου. Είναι κάτι που το μέλλον θα μας το φανερώσει. Μέχρι τότε διαβάζουμε τον ποιητή Κωστή Παλαμά και διαβάζουμε και το έργο του ποιητή Ηλία Λάγιου, με αυτήν την ωραία και λυγερή γλώσσα, του ποιητή φαρμακοποιού για να θυμηθούμε και τον κυρ Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη εκ Θεσσαλονίκης.
Ζω με το Μέτρο και με το Ρυθμό…
Ζω με το μέτρο και με το ρυθμό, πνέω με τη ρίμα,
στίχοι και πλάι στον Έρωτα μ’ εσάς, και πλάι στο μνήμα,
του που όλο αλλάζει τροπαρίου το πρώτο ανάλλαγιο ίσο:
«Σας αγαπώ κ’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω…»
1935
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΩΣ ΑΙΤΗΜΑ
     Στην μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη, ακριβοδικαίως
     …ός τε θεούσι και ανθρώποισιν αειδώ, αυτοδίδακτος δ’ ειμί, θεός δε μοι εν φρεσίν οίμας παντοίας ενεφύσησεν.
Οδύσσεια ι΄, 346-348
Α. Οι αμφίβολοι τόποι ενός ποιητή
Ομολογώ ότι δίστασα, δίστασα πολύ, πριν επιγράψω ως οριστικό τον τίτλο αυτού του πονήματος. Γνώριζα, πιστέψτε με, το τι ακριβώς θα έπρεπε, βάσει και αιτία του, να αντιμετωπίσω, ποια σκολιά και δύσβατα μονοπάτια να μολυβδοπορήσω. Και, η κύρια ένστασή μου για την επίθεση του συγκεκριμένου τίτλου δεν ήταν, ασφαλώς, η πιθανή έως βέβαιη κατακραυγή των ούτως ή άλλως ολίγων παλαμιστών και, ακόμη λιγότερων παλαμολατρών, όσο το ότι θα έπρεπε να διεξέλθω και να επιθεωρήσω με περισσή σκληρότητα το έργο ενός ποιητή με τον οποίο μεγάλωσα, και εξακολουθώ να τιμώ και, επί πλέον, για πολλούς και διάφορους λόγους οι οποίοι, ελπίζω, σε αυτό το κείμενο να καταδειχτούν, πραγματικά αγαπώ και συχνά επιστρέφω στα ποιήματά του με τον μόνο ορθό τρόπο: διαβάζοντάς τα-όχι μελετώντας τα.
     Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να εμμένω στην εγκυρότητα του τίτλου. Κοντά εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του και, εξήντα από την τελευτή του, ο Παλαμάς παραμένει μια μαύρη τρύπα για την κριτική, κάτι σαν οικογενειακό κειμήλιο το οποίο παραχώσαμε βιαστικά χωρίς να εξετάσουμε μήτε την αξία του, μήτε τις δυνατότητες χρήσης του, παραμένει πρωτίστως αυτό, ένας ποιητής ο οποίος δεν διδάσκει, δεν ευφραίνει, δεν γονιμοποιεί-γιατί δεν διαβάζεται. Και αν όλοι βιαζόμαστε να συμφωνήσουμε ότι ο Παλαμάς είναι μείζων ποιητής, βαθειά μέσα μας φωλιάζει μια οδυνηρή πεποίθηση: ότι είναι ο μόνος Έλληνας μείζων ποιητής δευτέρας τάξεως.
     Η στάμπα του μείζονος πατήθηκε πάνω στο παλαμικό σώμα σαν ρετσινιά. Με γρήγορες ερωταποκρίσεις ιδού η μοίρα του: Είναι μείζων ποιητής ο Παλαμάς; Ναι. Γιατί; Λόγω του ότι έγραψε μείζονα έργα. Ποια είναι αυτά; Μα ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και Η Φλογέρα του Βασιλιά. Διαβάζονται σήμερα, εννοώ μπορούν να διαβαστούν; Ούτε με σφαίρες. Άρα και επομένως, μαζί με τα μείζονα έργα του ο Παλαμάς τίθεται στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, σκονισμένη παρακαταθήκη για κάποιες άγνωστες μελλοντικές γενιές, ανασυρόμενος αραιά και που, είτε για να μας μεθύσει «με τ’ αθάνατο κρασί του ‘21» είτε για να εμψυχώσει την κ. Γιάννα Αγγελοπούλου και τους πιθανούς (;) εθελοντές της με το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα», είτε για να θεματογραφήσει κάποιο διδακτορικό αγνώστου ποιότητας αλλά εγνωσμένου αναγνωστικού πεπρωμένου.
     Μου μοιάζει τραγική ειρωνεία όταν σκέφτομαι πόσο, αναμφίβολα, καλύτερη θα ήταν η τύχη του Παλαμά, αν δεν τον σκεπάζαμε με την Φλογέρα και τον Δωδεκάλογο, με τους εικοσιτέσσερεις (αν δεν έχουν προστεθεί κι άλλοι) τόμους των «Απάντων» του, αν δεν τον καρφώναμε σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, έμμετρο χρονογράφο και απολογητή της «Μεγάλης Ιδέας», του Βενιζελισμού, της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αν τον παραλαμβάναμε, ως έναν σημαντικό ελάσσονα ποιητή, όπως σήμερα αποδεχόμαστε τον Γρυπάρη, τον Μαλακάση, τον Πορφύρα, τον Μελαχρινό, όπως σε πενήντα χρόνια θα παραλαμβάνουν τον Εμπειρίκο, τον Σαχτούρη, την Δημουλά, τον Βαρβέρη, την Ρουκ, τον Γκανά. Αν είχαμε σκύψει, έστω στα μικρά λυρικά του αριστουργήματα, στο «Ρόδου μοσκοβόλημα», στο «Φάντασμα», στα κατορθωμένα μέρη του Τάφου. Θα είχε τον δικό του κύκλο αναγνωστών, μια μικρότερη, μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο, δράκα θαυμαστών, κάποιους φανατικούς οπαδούς (όπως ο Άγρας τον Καψάλη και τον Κοροπούλη). Όμως μήτε αυτή, και είναι καλώς καμωμένο, επέπρωτο να είναι η υποδοχή του Παλαμά.
Β. Οι επάλληλοι τρόποι ενός ποιητή
     Τι, λοιπόν, διαφοροποιεί τον Παλαμά από τον Φιλύρα, τον Λαπαθιώτη και τον Εμμανουήλ; Ή, για να σηκώσουμε τον πήχυ, τι τον ξεχωρίζει από τον Γρυπάρη, τον Εμπειρίκο και τον Αναγνωστάκη; Γιατί πρέπει να συγκαταλεχθεί, στις τάξεις των Δικαίων (συγχωρέστε μου την παρείσφρηση των όρων της πίστης μου), να συναριθμηθεί με τον Σολωμό, τον Σικελιανό, τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη; Απαντώ ότι υπάρχουν λόγοι’ είναι τρεις, σημαίνοντες και επαρκείς.
Τους αναφέρω:
α΄. Η ποιότητα των μικρών λυρικών του ποιημάτων-ποιότητα η οποία οφείλεται στο ότι απορρέουν από έναν συγκροτημένο πυρήνα, (Η Φοινικιά) πυρήνα ο οποίος τα εμβαπτίζει(ανάλογα με το μήκος της ακτίνας, την απόσταση τους δηλαδή από αυτόν) στην καθαρότητα της σύλληψης, στην κάθαρση των λέξεων, στην διαύγεια της απόδοσης. Οι μόρσιμες συλλήψεις της Δημουλά, τα ελεγεία του Γκανά, μ’ όλη τους την ενάργεια δεν μπορούν να μας κοινωνήσουν το αμετάδοτο, το υπέρλογο ρίγος, την απουσία και την σιωπή του νεκρού όπως το «Στο ταξίδι που σε πάει…» ή το «Άφκιαστο κι αστόλιστο…». Το δοξάρι του «Μπαταριά» ακούγεται σαν μακρινός απόηχος της «Ανατολής» (Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,/μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,/λυπητερά…) και η νοσταλγική επιστροφή του Μαλακάση στον «Τάκη Πλούμα» φαντάζει, μπροστά στο «Μια πίκρα». (Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τάζησα/κοντά στ’ ακρογιάλι…), όπως η βιτρίνα του Λαλαούνη απέναντι σε ένα απλό κτέρισμα του «μυκηναίου του θησαυρού». Και το αίσθημα της ακινησίας στα «Ελεγεία» του Γρυπάρη, τα ασπαίροντα τοπία όπα όλα δρουν και τίποτα δεν συμβαίνει στην ποίηση του Σαχτούρη, υποχωρούν διακριτικά όταν ακούγεται το «Στην ακροποταμιά ο παράλυτος».
β΄. Το εύρος της αποτυχίας του στον Δωδεκάλογο του Γύφτου και στην Φλογέρα του Βασιλιά. Εδώ ισχύει λίγο, το «δείξε μου το βουνό, στο οποίο δοκίμασες να αναρριχηθείς κι απ’ το οποίο γκρεμοτσακίστηκες, να σου πω ποιος είσαι». Τέτοιου ύψους αποτυχίες έχουμε γνωρίσει στην ποίησή μας μόνο από τους μείζονες ποιητές. Ο Σικελιανός στον Αλαφροϊσκιωτο και στις Πέντε Συνειδήσεις, ο Ελύτης στο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο και στο Άξιον Εστί, ο Καρούζος στην Νεοελληνική Νυκτωδία στην Κροστάνδη-αν θέλετε να το πάμε ως το τέλος, η αδυναμία του Σολωμού να ολοκληρώσει το ποίημα το Χρέος, τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Όλα αυτά έχουν ένα κοινό: είναι ποιήματα τα οποία απέτυχαν γιατί δεν μπορούσαν να επιτύχουν )και μετά από αυτήν μου την φράση αισθάνομαι έτοιμος να ραψωδήσω τον Κύριο Ντε Λα Παλίς). Το τίμημα επίσης κοινό. Πίσω στον Παλαμά τώρα. Με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου επεχείρησε να υποκαταστήσει την συλλογική μνήμη, δημιουργώντας εκ του μηδενός, μυθολογία. Προσθέστε μέσα και τις λανθάνουσες ή φανερές ιστορικές αναφορές, την διδακτική πρόθεση και το γλωσσικό όργανο το οποίο δεν διερευνήθηκε στον αναγκαίο βαθμό (έφτασε προς τα πίσω μέχρι το ύστερο Βυζάντιο και, προς τα μπρός, άγγιξε το αγοραίο αλλά όχι και το αστικό ιδίωμα)-ορίστε ο αχταρμάς. Παρ’ όλα αυτά σώζεται αποσπασματικά (όχι μόνον με όσα περιλαμβάνονται στην παρούσα Ανθολογία) και, επιπλέον, μας αφήνει δύο επιτεύγματα ρητορικής μεν, ποιήσεως δε, τα οποία και παραθέτουμε. Τέλος, Η Φλογέρα του Βασιλιά, με την οποία ο Παλαμάς φιλοδόξησε απλώς να αναγεννήσει το έπος, δεν είχε περισσότερες πιθανότητες απέναντι στην Αινιάδα, από όσες ο Έσδρας Πάουντ απέναντι στον Δάντη Αλιγκέρι.
Γ. Η μονάκριβη στιγμή ενός ποιητή
Είχα την ευκαιρία, την καλοτυχία μάλλον, χάρη στον φίλο εκδότη Χρήστο Δάρρα να προλογίσω την Φοινικιά (Εκδόσεις Ιδεόγραμμα, 1997). Εκεί κατέθεσα έναν πρώτο λόγο, όσο μου ήταν δυνατόν επαρκή, θεωρώντας όμως, λόγω των αναγκών της έκδοσης, την Φοινικιά ως αυτόνομο ποίημα. Χωρίς να αποφύγω ορισμένες επαναλήψεις, προτίθεμαι, στο πλαίσιο αυτής της ανθολογίας, η οποία οφείλει να την εμπεριέχει, να μιλήσω για το ποίημα, στέκοντας περισσότερο στην θέση της μέσα στο παλαμικό έργο, εξετάζοντας την αρμολόγησή της με τον νεώτερο και, κυρίως τον πρεσβύτη Παλαμά, διερευνώντας την σχέση της με την έννοια της σύνθεσης του «μεγάλου έργου» στην πορεία του ποιητή.
     Κατ’ αρχάς να επανέλθω σε κάποια πραγματολογικά. Η Φοινικιά γραμμένη το 1900, με το γύρισμα του αιώνα, nel mezzo del cammin του βίου του Παλαμά, είναι ένα ποίημα 312 στίχων, κατανεμημένων σε 39 ιαμβικές δεκατρισύλλαβες οκτάβες. Καθώς τότε υποστήριξα, πέρα από την αρχική πληροφορία που μας δίνει σε πρόζα ο ποιητής:
Μέσα σ’ ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο μιας φοινικιάς, κάποια γαλανά λουλουδάκια, εδώ κατάβαθα, και κει πιο ανοιχτά, μιλούσανε. Πέρασ’ ένας ποιητής (που πέθανε τώρα), και ρύθμισε το μίλημα τους έτσι.
δεν έχουμε να πούμε σχεδόν τίποτε για τον «μύθο» του ποιήματος. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες εσωτερικές ενδείξεις:
«Τα καταχώνιαζε όλα γύρω το λιοπύρι» στ.9
«Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι» στ. 17
«Αγγέλου φάντασμα στη σκήτη του ερημίτη»,
στης νύχτας τη σιωπή της αρμονίας το στόμα» στ. 137-138
«Η αρρώστια μας τυράγνησε με την αγρύπνια
ώ Φοινικιά, και σε είδαμε να κρυφογέρνης
οι δρακοντιές, το σκυλοβότανο, όλα ξύπνια,
νύχτα είταν, όμοια στο χορό μ’ αυτά να σέρνης» στ. 217-220
«Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα παρ’ τα και πνίχ’ τα» στ. 241
«Ξημέρωσε. Το φως χίλια σου σπέρνει μάτια» στ. 249
     Ενδείξεις οι οποίες μας παραπέμπουν σε κάποια ανέλιξη του ποιήματος, εν χρόνω (μεσημβρία-νύχτα-αυγή) αλλά ίσα με κει. Δεν αναπτύσσεται καμιά δράση γιατί, μόνη δομή της Φοινικιάς είναι η ίδια η Φοινικιά. Πρόκειται για την λυρική ανάπτυξη ενός ουσιαστικού, για ένα ποίημα εσωστρεφές, αυτοκίνητο και κλειστό.
     Προσοχή όμως. Τίποτα στη Φοινικιά δεν είναι αφαίρεση και συμβολικός στοχασμός. Μάτια θα αναζητήσουμε ένα σύστημα αναφορών σε μια υπερβατική πραγματικότητα, όπως ας πούμε στην Νεαρή Μοίρα του Παύλου Βαλερύ ή, στα καθ’ ημάς, στην Στέρνα του Γιώργου Σεφέρη. Η Φοινικιά, μ’ όλον τον οραματικό της χαρακτήρα, παραδίδεται συνειδητή και μακαρία στην λατρεία του συγκεκριμένου, χορεύει με την ζωντανή ύλη. Ακούστε:
Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι
κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι,
μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι
το μαργαριταρένιο στάλαμα, και-ώ πόνοι
όλων κορώνα τους φορεί το δροσοβόλι
όλα το γάργαρο νερό τα μπαλσαμώνει’
γιατί σ’ εμάς η θεία των όλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι αρρώστια και καμίνι;
Ακούστε:
Καταχωμένο ανήλιαγο ζη το σκουλήκι
για να χαρή μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνη.
Το χάσμα της πληγής γίνεται συντριβάνι.
Ακούστε ξανά:
Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια
πράσινα, τ’ αναβρύσματα’ και τα μαμούδια
και τα δετά της γης’ τ’ ανάερα τρεχαντήρια,
τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια,
λουλούδια, ώ δισκοπότηρα και θυμιατήρια.
     Τα αποσπάσματα, παρμένα στην τύχη από τις έξι πρώτες στροφές.
     ‘Εχει επισημανθεί η σχέση της Φοινικιάς με τον Κρητικό και τα σολωμικά αποσπάσματα, όσο και με τη Μήτηρ Θεού. Να σημειώσω ότι υπάρχει σε σχέση με τον Σολωμό μια διαφορά στην θερμοκρασία, στο εσωτερικό του ποιήματος. Ο Παλαμάς «ζεσταίνει» περισσότερο τις λέξεις, επιφέροντας τους ένα είδος τήξεως που τις συμφύρει (δεν ήταν τυχαία, και ως προς αυτό, η εκλογή του δεκατρισύλλαβου), σε αντίθεση με την στρατηγική του Σολωμού, ο οποίος στηρίζεται στην αυτοτέλειά τους, στην λέξη-μονάδα. Και, σε σχέση με τον Σικελιανό, να σημειώσω την σαφήνεια της Φοινικιάς, της εμποτισμένης από την ευκρίνεια του ζώντος και θνήσκοντος περίγυρου κόσμου, σε αντίθεση με το Μήτηρ Θεού, το οποίο συχνά εκβάλλει στην αοριστία (πλούσια και όμορφη και σεβαστή και αγία, δεν λέω-πάντως αοριστία) καθώς ο Σικελιανός προσπαθεί, ενίοτε να εκβιάσει την παρουσία του Ιερού, να ποντιστεί, ολίγον στανικώς, «στ’ άδυτα του αδύτου».
     Να σταθώ τέλος, στην παράξενη αφάνεια της Φοινικιάς. Στην σκιά των μεγάλων «συνθέσεων» του Παλαμά στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, ακολούθησε, παρασύρθηκε καλύτερα, από την συνολική έκλειψη του παλαμικού έργου. Μόνο την τελευταία δεκαετία η κριτική (Νάσος Βαγενάς, Διονύσης Καψάλης, ο γράφων, η Αγορή Γκρέκου, Μίμης Σουλιώτης) έσκυψε πάνω της με την πρέπουσα προσοχή και την αρμόζουσα φροντίδα και στοργή, για να την εξυψώσει στην θέση που της πρέπει: αυτήν του μείζονος ποιήματος:
     Ας ασχοληθούμε με τα λοιπά πεπραγμένα του μείζονος (και πρώτης τάξεως) ποιητή Παλαμά.
Δ. Οι πένθιμοι δρόμοι ενός ποιητή
Ο θάνατος του μικρού γιού του Άλκη, πυροδότησε στον Παλαμά την εγγενή, εκρηκτική μάζα του πένθους που φώλιαζε μέσα του. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν ένα ωστικό κύμα (και) λαμπρών επιταφίων ποιημάτων. Το πλήθος των ελεγειών για τον Άλκη, σιγά-σιγά διαπότισε τον περιβάλλοντα χώρο, εποικίζοντας τον με τάφους, σπίτια που αντιλαλούν τον ήχο των Σιωπηλών, φαντάσματα αγαπημένων και, ακόμη, με την παρουσία εκείνων των ζώντων που ένα κομμάτι τους είναι ήδη μερδικό του θανάτου: τους τρελλούς.
     Πρέπει για να αιτιολογήσω αυτό το «εγγενές πένθος» να θυμίσω τα όσα έγραψα για τη Φοινικιά, για τον χειροπιαστό τρόπο με τον οποίο ο Παλαμάς αντιλαμβανόταν, κατανοούσε και αγαπούσε την ύλη. Γιατί ο εγκελλισμένος της Ασκληπιού είναι, μαζί με τον ηδονιστή της Αλεξάνδρειας, οι κατ’ εξοχήν υλιστές και αντιμεταφυσικοί ποιητές μας, οι αδιαφορούντες για το Επέκεινα, οι άνθρωποι του «μόνον εδώ». Βεβαίως αυτή η κοινή τους στάση έχει διαφορετικές ρίζες (ή μήπως καταβολάδες). Στον Καβάφη ο υλισμός προκύπτει από τον κοσμοπολίτικο κυνισμό του, στον Παλαμά έρχεται από την, έτσι κι αλλιώς, αντιμεταφυσική (γιατί αποθεώνει την ζωή) στάση του Έλληνος λαού
(Για πές μου τι του ζήλεψες αυτού του κάτου κόσμου;
Εδώ συνδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν
Εδώ λαγούτα δεν βαρούν…)
και διαφορετικά λειτουργεί στον καθένα. Ο Καβάφης στρέφει στο γεγονός του θανάτου την πλάτη του με αδιαφορία, αρνούμενος να μελετήσει την ανυπαρξία, ο Παλαμάς εγκαθίσταται, όλος τρόμο και φρίκη, στην στιγμή της απώλειας, εκεί που το ον γίνεται μη-ον, για να το διαπιστώσει, να το καλύψει, ίσως να το ξορκίσει, ανακαλώντας και επικαλούμενος σχήματα και μορφές του κόσμου τούτου. Ακούστε:
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια…
Ακούστε:
Σε θρηνούν τα ζωντανά
και τ’ άψυχα σε κλαίνε’
σε θυμούνται κι οι αδειανές
γωνίτσες σου…
Ακούστε:
Κ’ ένα παιδί, μαρμαράς ανοιχτόκαρδος, δώδεκα χρονών,
με το σφυρί του ενός τάφου’ την πέτρινη δούλευε ζώνη,
και τραγουδούσε, δουλεύοντας, όλο  μια ρίμα στον ήχο
που σαν το γάργαρο τρέχει νερό, κ’ είναι ρίμα του
πάθους
για να πεισμώσει το θάνατο, για να ζηλέψη το μνήμα.
Ακούστε:
                    Ξύπνα, ξύπνα!
Ξύπνα, δροσιά της αυγής και φεγγάρι
ξύπνα της νύχτας, ο Απρίλης κι ο Μάης
μ’ όλα τα ρόδα και μ’ όλη τη χλώρη
σε καρτεράν, κ’ οι χειμώνες οι γέροι
σε καρτεράν ηλιοστόλιστοι, ξύπνα!
Τέλος κι αυτό:
Κ’ είσουν ωραίος, όπως ποτέ κανένας έρωτάς μου
δεν είτανε στης νιότης μου τα χρόνια,
και σώπαινες, όπως ποτέ δε μίλησαν τ’ αηδόνια
των ποιητών στα βάθη της καρδιάς μου.
     Παρόμοια θα σκύψει πάνω από ξένα μνήματα (η σειρά των «Τάφων του Κεραμεικού», είναι γραμμένη πριν από τον θάνατο του Άλκη-και, νομίζω, δικαίως απουσιάζει από την Ανθολογία). Θα επιστρέψει σε οίκους στοιχειωμένους από τις σκιές των κεκοιμημένων:
Όλων τις πλάκες, χέρι μου θαυματουργό, τις κύλισες
κι ανάστησες τις λυγερές και πήρες τις ωραίες…
Και:
Άλλα και πώς τον αγαπάει, πώς τόνε θέλει
τον πεθαμένο, το ξανθό το παλληκάρι,
το δικό του νεκρό, το νεκρόχαρο σπίτι!
Θα σταθώ και στο θέμα της παραφροσύνης, του ζωντανού θανάτου, ένα θέμα που επανέρχεται στα ποιήματα του Παλαμά. Μαζί με τον Σολωμό του Λάμπρου (οι τρελλοί του Εγγονόπουλου είναι άλλη κάστα: τρελλοί στα μάτια μας, αυτοί θαυματουργούν) ο Παλαμάς και ο Σαχτούρης είναι οι ποιητές μας που προσπάθησαν να ακολουθήσουν τον δαιδαλώδη λαβύρινθο της «άλλης» της «αλλόκοτης» διάνοιας. Ο Παλαμάς προσπάθησε να δουλέψει με την όψη του τρελλού, απαλύνοντας και ευγενίζοντάς την (στα δύο σονέττα της θείας Βγενούλας ή στο «Τραγούδι του τρελλού» λόγου χάριν), όμως θεωρώ ότι κυρίαρχο στοιχείο της στάσης του απέναντί του ήταν ο καταγωγικός πανικός του:
Ένας τρελός μου τα κυνήγησε τα χρόνια
τα παιδικά, τα ολόγλυκα, τα ολανθισμένα…
……………….
Κι ο τρελός είταν αιμ’ απ’ το δικό μου το αίμα,
κάποια παλιά αμαρτία μας λησμονημένη….
Από την κράση αυτών των δύο τοποθετήσεων θα προκύψει η ωμή, σχεδόν νατουραλιστική 9αν δεν ήτανε γκροτέσκα) γυναικεία φιγούρα της της «Τρελλής», η γυναίκα την οποία σακάτεψε ο Έρωτας. Παρ’ όλη τη συμπάθεια με την οποία κλείνει το ποίημά του ο Παλαμάς, προεξάρχον είναι και εδώ το φοβερό έλλειμμά του:
Και πέρα, ξεμοναχιασμένη,
στρίγλα όψη, μια φωτοκαμμένη
που είταν γυναίκα μια φορά,
και τώρα να! η τρελλή, η τρελλή,
πάντα γυρνά, πάντα γυρνά,
πάντα βουβή, πάντα βουβή,
γύρω τριγύρω απ’ τη μουριά,
κ’ η μέρα δεν την εμποδίζει
και η νύχτα δεν την σταματά,
και τριγυρίζει, όλα γυρίζει,
και ο μόρτης την πετροβολά…
     Αυτό εδώ, είναι το σωστότερο μέρος (δηλαδή, η πάκτωση της παράνοιας με την αγάπη) για να εγκαταλείψουμε τα ταφικά έθιμα του Παλαμά και να περάσουμε στο παρεπόμενο κομμάτι αυτού του προλόγου.
Ε. Οι ανωφέρειες της ηδονής ενός ποιητή
Το δίπολο Έρωτας-Θάνατος, με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών του, είναι ασφαλώς αρχαιότερο της λογοτεχνίας-δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να την συνοδεύει από τα πρώτα (που ήταν και τα λαμπρότερα) βήματά της. Αρκεί να θυμηθούμε το γ΄ της Ιλιάδος, τον εσμό των γέρο Τρώων που αναθεματίζουν την Ελένη για τον θάνατο των παλληκαριών και, οι οποίοι, όταν την βλέπουν να περιπατεί, η Ωραία, στα τείχη της Τροίας αναφωνούν:
Ού νέμεσις Τρώας και ευκνήμιδας Αχαιούς
τικήδ’ αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεια πάσχειν’
αινώς αθανάτησι θεής εις ώπα έοικεν.
Στην νέα ποίησή μας φτάνει, ενδεικτικά, να σημειώσουμε τον θρήνο της Αρετούσας όταν μαθαίνει τον θάνατο του Ερωτόκριτου, θρήνο ο οποίος απολήγει με τον Κάτου Κόσμου, επιθαλάμιο τοπίο, παστάδα, χώρο τέλεσης των γαμήλιων τελετών που δεν γιορτάστηκαν στον Απάνου (…να πηγαίνουμε ομάδι/ το δεν εκάμα τα κορμιά να κάμου οι ψ’ ες στον Άδη/την διαπίστωση του Σολωμού για την κυρίαρχη παρουσία τους (Έρως και Χάρος πάντοτε/δουλεύουν εδώ κάτου…) την αντιστικτική τους θέση στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, όταν ο Έρωτας γίνεται Πειρασμός να αντιστρατεύεται την ελεύθερη βούληση  που επιλέγει τον Θάνατο την κραυγή του Εμπειρίκου «Είς την Οδόν των Φιλελλήνων» για τους Έλληνες «που πρώτοι θαρρώ, αυτοί στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» λογαριάζοντας καλά το ειδικό βάρος το οποίο , δεν μπορεί παρά να έχει για τον Εμπειρίκο, η λέξη «οίστρος».
Στον Παλαμά, η ίδια η παρουσία της γυναίκας είναι διπολική. Στο ένα άκρο αυτού του στατήρα βρίσκουμε την προστατευτική, την λυτρωτική μορφή της μάνας-αδελφής-συζύγου και στο άλλο την μυζητήρια, καταστροφική, της πόρνης-αγαπητικιάς, του θηλυκού δαίμονος Succubus. Πολύ φοβούμαι ότι τα μοτίβα είναι ελαφρώς κοινότοπα έως απλοϊκά-αλλά για να θυμηθώ τον φίλο μου τον Παπαγιώργη, ο ποιητής πρέπει να είναι και λίγο κουτός. Εν πάση περιπτώσει, σκοπός μου δεν είναι να ψυχογραφήσω το πώς, και το γιατί το Παλαμά, αλλά να δείξω το αισθητικό αποτέλεσμα, τι λογής ποιήματα γεννήσαν.
     Και η σοδειά ήταν καλή, όπου κι αν σπάρθηκε το χωράφι. Και τα δύο είδη σπόρων έπιασαν και γεννοβόλησαν.  Η στοργική παρουσία στάθηκε ευγενική δίπλα στον Παλαμά, με τον μαλακό της δεκαπεντασύλλαβο, τον ιαμβικό ενδεκασύλλαβο, τους πεντασύλλαβους διαδοχικούς, μέσα στον ίδιο στίχο, σαν για να κατοπτρίσουν με την γοργή εναλλαγή τους την ανησυχία του ποιητή-το σπαραχτικό ποίημα «Η γωνιά» όπου οι αργοί, γεμάτοι κύριους τόνους και παρατονισμούς ίαμβοι που σβήνουν στην θρηνητική αναπαιστική επωδό «μια γωνιά για τους δυό μας».
Ακούστε:
Ήρθες, απάνου μου έγυρες… έλυσες τα μάγια,
με τάισες και με μύρισες’ και χύθη ξαφνικά
μια θεία ψυχή πονετική στ’ αλύπητα τα πλάγια.
Την αγκαλιά σου μου άνοιξες και πήρες με απαλά.
…………………………….
Σ’ ένα κρεββάτι μ’ έφερες, αχνόφωτο ένα βράδυ,
για να γλυκαναπάψης με πύκνωσες γύρω εκεί,
και στο πλευρό μου, ξέγνοιστα και φροντισμένα ομάδι,
το μεστωμένο ανάστημα μισόγυρες κι εσύ.
………………..
ΣΤ. Η ασάλευτη συνείδηση της τέχνης ενός ποιητή
Αναφέρθηκα προηγουμένως στον  Παλαμά, ονομάζοντάς τον «ο μέγας μετρικός». Δεν έσφαλλα. Γιατί δεν υπάρχει άλλος μέσα στην ποίησή μας, ο οποίος να έκανε το ποίημα κατοικία του, να προσανατόλισε ολόκληρη τη ζωή του στην επεξεργασία των μετρικών σχημάτων, να χρησιμοποίησε (και, εν τέλει, να εξάντλησε) αυτόν ο οποίος είθισται να αποκαλείται «παραδοσιακός στίχος»:
Ζω με το μέτρο και με το ρυθμό, πνέω με τη ρίμα
στίχοι, και πλάι στον έρωτα με σας και πλάι στο μνήμα…
Έτσι έγραψε προς το τέλος του βίου του, του πλήρους ημερών, ο Πρωτομάστορας και, μα την πίστη μου. Δεν γνωρίζω άλλο από αυτόν, ο οποίος να έχει το δικαίωμα να υπογράψει αυτούς τους στίχους. Ή, για να είμαι δίκαιος, ξέρω μόνον έναν άλλο ο οποίος θα μπορούσε και θα του άξιζε να τους προσυπογράψει. Και αυτός είναι ο «εχθρός» του Παλαμά, ο Κ. Π. Καβάφης, αυτός που (άθελά του) τόσο κακό του έκανε με την ποίησή του, καταδικάζοντάς τον ουσιαστικά σε ημίσεως αιώνος αφάνεια. Σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε, παρά τους τόσο διαφορετικούς αισθητικούς δρόμους που επέλεξαν να οδοιπορήσουν, αυτά τα οποία τους ενώνουν. Το κυρίαρχο αίσθημα της ευθύνης απέναντι στην Τέχνη, την υψηλή συνείδηση της Ποίησης ως κάτι το απόλυτο, την αφιέρωση της ζωής ενός εκάστου, αφιέρωση η οποία έφτασε στην ολοκληρωτική προσφορά αυτής της ζωής στην υπηρεσία του εσχάτου νοήματος……..
     Αυτό είναι το κύριο και ουσιαστικό σώμα του κειμένου του ποιητή Ηλία Λάγιου στην ανθολόγηση και επιλογή ποιημάτων του Πρωτομάστορα όπως ο ίδιος γράφει Κωστή Παλαμά. Ο συσχετισμός του με τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη είναι εύστοχη και λειτουργική για τις υπόγειες ροές που υδροδοτούν τον κοινό ποιητικό λόγο. Και, πράγματι, οι δύο αυτοί ανόμοιοι σε θεματολογία, ύφος, αισθητικές αναφορές και γλωσσικές προτιμήσεις ποιητές, συναντώνται στην έλλειψη οποιασδήποτε μεταφυσικής. Διαθέτουν έναν πνευματικό υλισμό που προέρχεται από τα Δημοτικά μας Τραγούδια. Όσο για τον ηδονισμό του Καβάφη και εκείνον του Παλαμά, ίσως να χρειάζεται μια μεγαλύτερη εξέταση. Μια και άλλης υφής και αισθητικής είναι ο ηδονισμός του Καβάφη και άλλο η γυναικεία σαρκολατρεία του Παλαμά. Οι γέφυρες πάντως προσέγγισης μεταξύ των  έχουν στηθεί και από τον Λάγιο. Οι απόψεις του Ηλία Λάγιου για τον Κωστή Παλαμά φαίνεται ότι κάνουν έναν κύκλο άρνησης και αποδοχής. Η πορεία της γραφής κα της σκέψης του, ακολουθεί μια εξελικτική ανάβαση όσον αφορά τις κρίσεις του για τον ποιητή. Η σκέψη του κάνει κύκλους γύρω από θέματα της Παλαμικής ποίησης που διευρύνονται, πλαταίνουν σε βάθος και σε πλάτος. Ο Λάγιος ακούει την ποίηση του Παλαμά, γιαυτό μας μιλά για διάβασμά της, το ειδικό βάρος των κρίσεών του πέφτει στην ρυθμολογία και μετρική των στίχων του, όπως δείχνουν οι εύστοχες παρατηρήσεις του σχετικά με την υιοθέτηση συγκεκριμένων στιχουργικών μέτρων από τον Κωστή Παλαμά.
Το γενικό πλαίσιο των κρίσεων και των διαβασμάτων του ποιητή Ηλία Λάγιου μου θυμίζει τον Σεφερικό λόγο που λέει στις Δοκιμές του, «αγαπούμε τόσους ποιητές που δεν είμαστε διόλου σίγουροι πως τους καταλαβαίνουμε απόλυτα». Και φυσικά αυτό ισχύει για εμάς και όχι τον ποιητή Ηλία Λάγιο αν ευσταθούν στο βαθμό που θα θέλαμε οι κρίσεις του.
Συμπληρωματικά σημειώνω ότι τα Ποιήματα του Ηλία Λάγιου κυκλοφόρησαν το 2009 από τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος, κυκλοφορεί επίσης, ένας τόμος-αφιέρωμα με τίτλο Για τον Ηλία Λάγιο που εκδόθηκε από την εφημερίδα Η Αυγή και τις εκδόσεις Ερατώ το 2005. Ένας αφιερωματικός τόμος που περιέχει ποιήματα και κείμενα του Λάγιου καθώς και κριτικά κείμενα αντρών και γυναικών συγγραφέων για τον ίδιο και το έργο του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 10/3/2018
Πειραιάς 10 Μαρτίου 2018                                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου