Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Ή άγιος ή μυθιστοριογράφος


      ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

«Δεν θέλομεν διηγηθή ουδέν, όπερ να μη παρέχη ημίν αφ’ εαυτού την ύλην προς περιγραφήν του»
                 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

     Διαβάζοντας ξανά αυτές τις μέρες ποιητικές συλλογές του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, ήρθε και πάλι στο νου μου ο εθνικός μας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Και αυτό όχι τυχαία. Πάντοτε-τις τελευταίες δεκαετίες-όποτε διάβαζα την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου τουλάχιστον εκείνες τις συλλογές του που είναι αρκετά εμφανές το στοιχείο και η ατμόσφαιρα της κοινωνικής αλλά και της θρησκευτικής διάστασης του έργου του, περνούσε-δεν ξέρω γιατί-από την σκέψη μου η εικόνα και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Θεωρώ και μπορεί να λαθεύω ή να εκφράζω αυθαίρετη προσωπική άποψη, ιδιοσυγκρασιακή αν θέλετε, ότι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κινούνται και έχουν συντεθεί πολλά ποιήματα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου έχουν παρόμοια ατμόσφαιρα με αυτήν που έχουν σχεδιαστεί αρκετά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Δεν εννοώ την οικονομία της γραφής αλλά την επαναστατική πνευματικότητα, την συνάντηση της πραγματικότητας με την ψυχή και τα όνειρα των ανθρώπων. Τα ποιητικά έργα του Ρίτσου και ορισμένα διηγήματα του Παπαδιαμάντη σου δίνουν την ίδια αίσθηση αντιμετώπισης και ανάδειξης των προβλημάτων των απλών ανθρώπων του λαού, των καθημερινών βιοπαλαιστών, των ξωμάχων της ζωής που βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με την όποια εξουσία (πολιτική, κρατική, θρησκευτική, εκκλησιαστική, ιδεολογική, κοινωνική κλπ.). Η διαπραγμάτευση της καθόλου ανθρώπινης τραγωδίας και κωμωδίας πολλών συλλογών του Ρίτσου παραπέμπει σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη όχι άμεσα αλλά έμμεσα. Υπόγεια ρεύματα κοινωνικού ανθρωπισμού, προγεύσεις ζωής ανθρώπων με βαθιά και αληθινή πίστη, ή από την άλλη ατόμων που ασπάζονται την πολιτική επανάσταση ως όραμα ζωής και πανανθρώπινης δικαιοσύνης. Φανερώματα μιας άλλης υπερβατής και όμως απτής πραγματικότητας. Συναντάμε κοινές επεξεργασίας σε ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη και τα πιστεύω της, τους αγώνες και τους στόχους της. Τόσο ο ποιητής όσο και ο διηγηματογράφος, δεν μας εκθέτουν μόνο τις απόψεις και τις θέσεις τους για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής αλλά, μας αποκαλύπτουν έναν άλλον κόσμο με την μαγεία και την ομορφιά του που όμως, το ίδιο το άτομο πρέπει να αγωνιστεί σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο για να τον κατακτήσει. Είναι σίγουρα διαφορετική η γενεσιουργός τους ελπιδοφορία, οι αναφορές σε σύμβολα και σε πνευματικούς ηγέτες, έχουν διαφορετική ανθρωποσκοποθεσία, ο ποιητής κρατά το κόκκινο λάβαρο της επανάστασης και ο διηγηματογράφος το λευκό της ανάστασης, μπορεί το κοινωνικό σώμα που εικονογραφούν να ανήκει σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, το γενικό όμως πλαίσιο προσέγγισης και ερμηνείας των ποικίλων θεμάτων που απασχολούν τον άνθρωπο, προέρχεται από κοινές ανθρωπιστικών προδιαγραφών φιλοσοφίες, έχουν παραπλήσιες προσλαμβάνουσες και ερμηνευτικές προσεγγίσεις των προβλημάτων του ανθρώπου. Η ανθρώπινη οντολογία τους βασίζεται σε κοινές περπατησιές αναγνώρισης εσωτερικής και κοινωνικής-πολιτικής ελευθερίας. Χωρίς να μειώνω ούτε του ενός την συγγραφική δημιουργία και τα πιστεύω ζωής ούτε να αλλοιώνω την φυσιογνωμία της προσωπικότητας του άλλου και της δημιουργίας του, κατά την ανάγνωση των έργων τους αναγνωρίζουμε παραπλήσιους βηματισμούς που αφορούν τον άνθρωπο. Και δεν μιλώ ασφαλώς ούτε για τις πολλαπλές ποιητικές θεματικές ενότητες του ενός ούτε για τις ανάλογες διηγηματικές επεξεργασίες του άλλου, αλλά για την γενική και κυρίαρχη οπτική τους στο πως βλέπουν και αντιμετωπίζουν τον όλο άνθρωπο και τα προβλήματά του, εκθέτουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του, αναδεικνύουν τους αγώνες του και καταγράφουν τα αδιέξοδά του μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό και θρησκευτικό πλαίσιο εκδηλώσεων του ανθρώπινου βίου.
Η αυθαίρετη ίσως αυτή σκέψη μου, δεν επιθυμεί να τους βγάλει από το κάδρο που τους έχει εντάξει η κριτική ματιά των μελετητών και σχολιαστών τους και η αγάπη των αναγνωστών τους εδώ και χρόνια. Πως θα μπορούσε να γίνει αυτό άλλωστε μέσα σε ένα σύντομο και πολύ γενικόλογο σημείωμα για το έργο δύο ελλήνων ποιητών και συγγραφέων που η σύνολη δημιουργία τους αριθμεί αρκετές χιλιάδες σελίδες και οι εκατοντάδες ερευνητές τους έχουν διαμερισματοποιήσει και εξετάσει την συγγραφική προβληματική των πλείστων σχεδόν των έργων τους. Είτε ορμώμενοι από ιδεολογικό επαναστατικό ζήλο για έναν λυρικό επαναστάτη έλληνα ποιητή που παραδόθηκε ψυχή τε και σώματι στους κοινωνικούς αγώνες του λαού του μέχρι τέλους, είτε από ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα στην προσπάθεια οικειοποίησης του έργου του κυρ Αλέξανδρου, φωτίζοντας μάλλον περισσότερο και κυρίαρχα, τα κομβικά σημεία της πίστης του μέσα στο έργο του παρά τα κοινωνικά ή τα πολιτικά. Τι θέλω να πω, η ποιητική όραση του Γιάννη Ρίτσου όπως αυτή μας φανερώνεται και καθοδηγεί το αναγνωστικό μας κριτήριο και βηματισμό, ο τρόπος που ερμηνεύει τον κόσμο και τα προβλήματά του έχει κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά, εκτός από τα εμφανή ιδεολογικά και ταξικά κριτήριά της. Ο ποιητής κοινωνιολογεί καθώς σκιαγραφεί τους ανθρώπους, τα προβλήματά τους, τις συνθήκες μέσα στις οποίες βιώνουν τα ατομικά ή πολιτικά τους αδιέξοδα και πολιτικούς οραματισμούς. Μας εξιστορεί τους συνεχείς αγώνες τους, την διαρκή πάλι τους για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Κοινωνία και άτομο αλλάζουν μαζί και όχι χώρια. Η αλλοτρίωση αφορά τόσο το άτομο όσο και το κοινωνικό σύνολο. Ο ποιητικός του λόγος μας διδάσκει πως μέσα από τον διαρκή αγώνα απελευθερώνεται τόσο η ανθρώπινη μονάδα όσο και το κοινωνικό σώμα, ο οραματικός σκοπός είναι ο ίδιος. Η αποδυνάστευση του αγωνιστή και ελεύθερου ανθρώπου από τα πάσης φύσεως δεσμά θα επιφέρει και την αλλαγή των συνθηκών της κοινωνίας. Η ατομική περιπέτεια προς την ελευθερία γίνεται παράλληλα με αυτήν του κοινωνικού σώματος. Η αλληλεγγύη των προθέσεων είναι κοινή ή τουλάχιστον επιδιωκόμενη. Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ανιχνεύουμε και στο έργο του Παπαδιαμάντη, οι ήρωες δεν αγωνίζονται μόνο για το δικό τους καλό αλλά για το καλό ολόκληρου του κοινωνικού σώματος, διαμελίζουν την πίστη των πατέρων τους σε όλα τα μέλη της κοινότητας για να γευτούν τα αγαθά της εσωτερικής και εξωτερικής τους ελευθερίας. Είναι διαφορετική η πρωταρχική αφετηρία των κινήτρων τους-στους δύο ποιητές-αλλά το τελικό χρέος τους απέναντι στην ανθρωπότητα, την ανθρώπινη κοινότητα του καιρού τους είναι αμοιβαίο. Η αλλαγή των συνθηκών της κοινωνίας και η καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων επιτυγχάνεται μέσα από πολιτικούς και θρησκευτικούς αγώνες και όχι επαναπαύσεις, δογματικές επιβεβαιώσεις της αλήθειας εντεύθεν κακείθεν των ιδεολογικών και των εκκλησιαστικών τειχών. Κέντρο αναφοράς και των δύο είναι ο άνθρωπος και τα προβλήματά του σε όλες του τις παραμέτρους και εκδηλώσεις, σε όλες τις συνδηλώσεις της προσωπικής του αγωνίας και κατακτήσεις. Το έργο του Γιάννη Ρίτσου και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έχει διαστάσεις τόσο θρησκευτικών ερμηνευτικών ανοιγμάτων και αντιμετώπισης των προβλημάτων του καθόλου βίου όσο και αντίστοιχων πολιτικών. Η ιστορία των ποιητικών και διηγηματικών ηρώων είναι ταυτόχρονα και η νέα ιστορία του ανθρώπου.
Το βλέμμα του Γιάννη Ρίτσου είναι στραμμένο διαρκώς στους ανθρώπους του λαού, τα εξαθλιωμένα άτομα της εργατικής τάξης μέσα στην ιστορία, στα άτομα της υπαίθρου, τους βιοπαλαιστές, με αυτά συναναστρέφεται, αυτών την πορεία και τα αδιέξοδα ζωής περιγράφει στα ποιήματά του, τον εκείνων αγώνα εκθειάζει και αναδεικνύει καθώς αποοικοδομεί τον κόσμο της αστικής και μεγαλοαστικής τάξης του αιώνα του. Η φωνή τους γίνεται η δική του φωνή. Το έργο του είναι το ηχείο των δικών τους αγωνιών και ελπίδων. Πρόσωπα ανώνυμα αλλά και επώνυμα, ηρωικά πρότυπα του λαού «αγιοποιεί» και υμνεί με την πέννα του. Στρατευμένος σίγουρα στην μαρξιστική πολιτική, στην κόκκινη ιδεολογία της εποχής του ναι, αν ξύσουμε όμως λίγο την πολιτική ή την κομματική επιφάνεια της ποίησης του τότε θα μας αποκαλυφτεί ένα βαθύ και πλούσιο, σοφά κατεργασμένο υπόστρωμα ανθρωπισμού και φιλανθρωπίας, ελληνικού και πανανθρώπινου ηρωικού μεγαλείου, μια συγκινητική τρυφερότητα προσέγγισης των αδιεξόδων των απλών διπλανών του ανθρώπων, μια ουσιαστική αγαπητική πρόθεση και βαθιά συμπάθεια για τον φτωχό άνθρωπο, τον κατατρεγμένο, τον διωκόμενο, τον μεροκαματιάρη, τον εξαθλιωμένο, τον βασανισμένο, τον εξόριστο, τον κυνηγημένο από τις απάνθρωπες δυνάμεις του όποιου κατεστημένου, των ανάλγητων και εχθρικών δυνάμεων της κοινωνίας, των αντιδραστικών δυνάμεων της πολιτικής, όπως ακριβώς βλέπουμε και σε έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κοινός τόπος συγγραφικής προσέγγισης ο άνθρωπος, η βαθιά αγάπη τους γι’ αυτόν, τους αγώνες και την αγωνία του, τα βάσανά του, τις αντιφάσεις της προσωπικότητάς του και τις πτώσεις του, τις ηρωικές του στιγμές και τις ελπίδες του, τα οράματά του, την ιδιαίτερη προσωπική του πίστη σε έναν Θεό σε έναν μπροστάρη Ηγέτη.
     Οι λαϊκοί ήρωες του κυρ Αλέξανδρου φέρουν εντός τους ένα ορθόδοξο πρόσημο φιλανθρωπίας και αξιών ζωής που τους κάνει να αντέχουν και να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητές της, να παλεύουν με σύμμαχο και σύντροφο τον Θεό της πίστης και της λαϊκής τους ευσέβειας. Είναι ένας σαρκωμένος μέσα στην κοινωνία και τις ζωές των πιστών αναστημένος Θεός. Η αυθεντικότητά του είναι η κοινή τους μοίρα σωτηρίας, η ταυτότητα της ύπαρξής τους. Η αλήθεια της πίστης που γίνεται αλήθεια ζωής. Ο άνθρωπος ακεραιώνεται μόνο μέσω της πίστης του και λογοδοτεί ίσως μόνο στην εξαγνισμένη συνείδησή του. Από την άλλη, οι λαϊκοί καθημερινοί αγωνιστές του έργου του Ρίτσου, αυτοί οι δαφνοστεφανωμένοι από τον ποιητή ποιητικοί ήρωες, κουβαλούν στους ώμους τους την τραγική μοίρα του κατακερματισμένου ανθρώπου. Το επαναστατικό τους όραμα, αυτό για το οποίο φυλακίζονται, εξορίζονται, δολοφονούνται, κυνηγιούνται από τους πολιτικούς και ιδεολογικούς τους αντιπάλους συμπολίτες τους ή μη, είναι η προέκταση των οραμάτων τους για έναν επίγειο παράδεισο. Η αναγκαία προϋπόθεση για την αλλαγή των ίδιων και των συνθηκών της κοινωνίας. Είναι η στρατευμένη τους μαθητεία στους σύγχρονους Θεούς μέσα στην Ιστορία. Το ιδεολογικό τους πιστεύω είναι η καινούργια αστραπή που λάμπει σαν το φως της αναστάσεως στις ψυχές των πιστών. Ο ένας τους βαπτίζει μέσα σε εκκλησιαστική κολυμπήθρα και τους απελευθερώνει, ο άλλος τους μαθαίνει να κολυμπούν μέσα στης κόκκινης επανάστασης τα ποτάμια ώστε να αλλάξουν την ροή της Ιστορίας με τους αγώνες τους. Και οι δύο συγγραφείς παρά την χρονική απόσταση που τους χωρίζει, αγαπούν με πάθος την πατρίδα τους, τον πολιτισμό της, μαθητεύουν κοντά σε παμπάλαια κείμενα της παράδοσής της, ψηλαφούν πανάρχαια σύμβολα ζωής και της ιστορίας των ελλήνων. Και οι δύο διακρίνονται για την ελληνολατρία τους, ο καθένας από το μετερίζι και την σκοπιά του μας μιλά για τα ζωντανά βιώματα της αρχαίας παράδοσης του ελληνισμού. Υιοθετούν τα ακμαιότερα στοιχεία του, (γλωσσικά, ήθος, ύφος, αλήθειες, τεχνοτροπίες της τέχνης, πρόσωπα ιερά σύμβολα της πίστης και της ζωής) συνεχίζοντάς τα, αναπλάθοντάς τα, αντιπαραβάλλοντάς τα με τον πολιτισμό της δύσης. Δυο ποιητές που ο χρωματισμός του έργου τους έχει ελληνική ταυτότητα. Την ιστορία του ελληνισμού σε όλη του σχεδόν την διαδρομή. Η ελληνικότητα ως τρόπος ζωής και στάσης απέναντι στον κόσμο και την φύση είναι χαρακτηριστική μέσα στην δημιουργία τους. Μπορεί του κυρ Αλέξανδρου ο κεντρικός εκκλησιαστικός και θρησκευτικός ιδεότυπος να είναι ο Χριστός της πίστης των πατέρων και των προγόνων του, και του Ρίτσου να είναι μάλλον ο πολιτικός ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Λένιν, σαν συγκεφαλαιωτικός αγωνιστικός μύθος μέσα στην εξέλιξη της ιστορικής πορείας του ανθρώπου, το μέρισμα όμως των αγώνων και των θυσιών τους για μια δικαιότερη κοινωνία, των πιστών και μαρτύρων τους είναι κοινό όσον αφορά τον οραματικό τους ευκταίο σκοπό. Η κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Η κατάργηση της κοινωνικής και οικονομικής αδικίας. Η πανανθρώπινη δικαιοσύνη. Η συνεχής πάλη μεταξύ των δυνάμεων του καλού εναντίων των δυνάμεων του κακού. Η κοινωνία την οποία ονειρεύονται και πιστεύουν δεν είναι μια νέα νεφελοκοκκυγία που στηρίζεται σε παλαιές αρχές και στερεότυπα διάκρισης, ένα κλειστό σύμπαν αναφορών και δογματικών καθηκόντων, αλλά μια ανοιχτή σύνθεση θρησκευτικών ή πολιτικών προσδοκιών, μια κοινωνία ανοιχτή που θα εξακολουθήσουν να συναθροίζονται επί τω αυτώ τα μέλη της, είτε πρεσβεύουν σε ένα πολιτικό όραμα είτε ενστερνίζονται μια αναστημένη ελπιδοφορία.  
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου έχει αρκετά μεσσιανικά στοιχεία μέσα στον οργανωμένο σχεδιασμό της, στο γενικό πλαίσιο της ανθρωπιστικής της φιλοσοφίας και οντολογίας. Υπάρχουν στρώματα χριστιανικής φιλανθρωπίας και ανθρωπολογίας, στάσεις ζωής που μοιάζουν αν δεν είναι παράλληλα με εκείνα του Παπαδιαμάντη. Μπορεί στον Ρίτσο να μην έχουμε μια φανερή εκδήλωση θαυμασμού προς τον ένδοξό μας βυζαντινισμό όπως στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη ή ένα ιστορικό πλησίασμα όπως έχουμε σε μυθιστόρημα και διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όμως η χαρτογράφηση του κόσμου που με περισσή σπουδή και συντροφικότητα μας αφηγείται ο Ρίτσος για πρόσωπα της σύγχρονής του πολιτικής ιστορίας και ο τρόπος που το βλέμμα του κοιτάζει τον βίο και την πορεία τους, συγγενεύει με αυτόν του ορθόδοξου χριστιανού Παπαδιαμάντη. Είναι σαν να έχουμε έναν μεγάλο συναξαριστή με βίους αγωνιστών αγίων και επαναστατών. Όπως παραδείγματος χάρη ο εικαστικός και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος παντρεύει το διεθνές κίνημα του υπερρεαλισμού με την ορθόδοξη παράδοση μέσα στο έργο του, ο Ρίτσος συγχωνεύει το διεθνές επαναστατικό πολιτικό κίνημα με τα ζωντανά στοιχεία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Ο Γιάννης Ρίτσος στέκεται μέσα στον κόσμο, περπατά δίπλα στους ανθρώπους τους αγγίζει, συνομιλεί μαζί τους, αφουγκράζεται τα προβλήματά τους, συμπάσχει με τις αγωνίες τους, ακούει τα βάσανά τους, αφηγείται τις περιπέτειές τους, βιώνει τις πτώσεις και τις ήττες τους, ωριμάζει και ο ίδιος με τις νίκες τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Κοινό το βλέμμα της παραμυθίας για τους ανθρώπους. Τόσο ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος όσο και ο διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ενσαρκώνουν μέσα στο έργο τους την «υποταγή» σε έναν ιερό σκοπό που προετοιμάζει την μελλοντική νέα πράξη αναδημιουργίας του κόσμου και της κοινωνίας. Και οι δύο καλλιεργούν τις ψυχές των ανθρώπων, τα αισθήματά και τις προσδοκίες τους. Αυτές τις χειρονομίες έμπρακτης ζωής, κοινωνίας σχέσεων και βιωμάτων είναι που μας κληροδοτούν με την πνευματική τους δημιουργία. Πνέει ούριος άνεμος ελευθερίας και αληθινής πίστης στο έργο τους. Ο Ρίτσος ζωγραφίζει το πανόραμα της ανθρωπογεωγραφίας της εποχής του με λαμπερά και σκοτεινά χρώματα, το ίδιο και ο Παπαδιαμάντης, καθώς μας εξιστορεί τον βίο των ανθρώπων του νησιού του και της ελλάδος της εποχής του. Το βλέμμα του Ρίτσου πάντα τρυφερό, φιλεύσπλαχνο, δίκαιο, αγωνιστικό, το ίδιο και του Παπαδιαμάντη. Δεν υπάρχει σκοπιμότητα στις προθέσεις τους, δεν συναντάμε αφηρημένες πραγματικότητες αλλά αλήθειες ζωής των ανθρώπων της εποχής τους, του αιώνα τους. Ο ένας σαν ορθόδοξος πιστός πιστεύει και οικοδομεί ένα ανθρώπινο σύμπαν στηριγμένο σε μια πανάρχαια εκκλησιαστική παράδοση και πρακτική, ο άλλος συνενώνει ζωντανά στοιχεία της παράδοσης αυτής με την πολιτική πράξη. Ο Ρίτσος δέχεται και αξιοποιεί την μεσσιανική ελπίδα της χριστιανικής εμπειρίας των ανθρώπων και την μεταποιεί σε επαναστατική ελπίδα και αγώνα. Ο Παπαδιαμάντης από την άλλη στο έργο του, εκκλησιαστικοποιεί την πολιτική και τους αγώνες των ανθρώπων. Πίστη και Επανάσταση ιερουργούν μέσα στην κοινωνία για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής του ανθρώπου και του κοινωνικού και εκκλησιαστικού σώματος. Ούτε η πίστη μόνη της ελευθερώνει ούτε η απιστία της επανάστασης. Ο νέος κόσμος θεμελιώνεται πάνω στα πανάρχαια ιερά των ανθρώπων θεμέλια. 
Η ζωή είναι ένα αγωνιώδες μυστήριο και τα κλειδιά της αποκρυπτογράφησής της είναι κοινά και για τους πιστούς και για τους επαναστάτες.
     Το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου είναι πλημμυρισμένο από χιλιάδες μυρωδιές και χρώματα, ακούσματα και εικόνες της φύσης, το φυσικό περιβάλλον συνηγορεί στην εξέλιξη της ποιητικής μυθοπλασίας, δεν αποτελεί ένα σκηνικό που μέσα του διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας, αλλά συνθέτει μαζί με την ανθρώπινη παρουσία τα συμβάντα της ιστορίας, το ίδιο συμβαίνει και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ακόμα και τα μέρη της εξορίας που φυλακίστηκε ο ποιητής, αποτελούν για τον ίδιο πηγή δημιουργίας και έμπνευσης. Είναι τα προσωπικά του κελιά εξορίας που ο ποιητής γράφει τις κοινωνικές του αποκαλύψεις. Το φυσικό τοπίο είναι ο χώρος μέσα στο οποίο δρουν, ενεργούν και πάσχουν τα άτομα, αλλά και ο ευκταίος παράδεισός τους. Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για τα φυσικά τοπία του Παπαδιαμάντη. Το φυσικό περιβάλλον είναι για τον κυρ Αλέξανδρο ευλογημένο από τον Θεό, είναι ο επίγειος παράδεισος που του προσφέρθηκε να ζήσει και να μεγαλουργήσει ο άνθρωπος. Η επανεύρεση της χαμένης ισορροπίας του είναι ο κρυφός νόστος είτε του πιστού είτε του ρομαντικού επαναστάτη. Ο Γιάννης Ρίτσος υφαντουργεί τον κόσμο με κόκκινες επαναστατικές κλωστές αυτοθυσίας και προσφοράς. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει τον κόσμο και τους ανθρώπους με χρώματα ορθόδοξης εκκλησιαστικής ταυτότητας, και οι δύο, ευσπλαχνίζονται τον κόσμο στην εξέλιξη του μέσα στον χρόνο και την ιστορία. Ούτε η πίστη κλονίζεται ούτε η πολιτική αμφισβητείται. Κοινή η συνείδηση του αγώνα και της ελπίδας.
Και οι δύο έλληνες ποιητές έζησαν κατά κάποιον τρόπο στην ζωή τους ασκητικά, μοναχικά, παρά την αναγκαία συμμετοχή τους στα κοινά. Και στο έργο των δύο συναντάμε έντονο το στοιχείο της αρχαιολατρίας. Και οι δύο ασχολήθηκαν και με την ζωγραφική, ο Ρίτσος σε όλο του τον βίο, ο Παπαδιαμάντης στα νεανικά του χρόνια. Για τον Παπαδιαμάντη δες διήγηση της αδερφής του Κυρατσούλας Παπαδιαμάντη στον Οκτάβιο Μερλιέ. (Octave Merlier). Βλέπε Κώστας Α. Παπαχρίστου, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Αθήνα 1947, σελίδα 28 και έπειτα. Κάτι που ίσως αξίζει επίσης να μνημονεύσουμε είναι η ερωτική τους ματιά. Στο πως παρατηρεί δηλαδή ο διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τις νεαρές κοπέλες, το γυναικείο σώμα και πως το βλέπει ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Που εστιάζει την όρασή του ο ένας και που ο άλλος. Κοινά σημεία ερωτικής προσέγγισης του βλέμματος του Παπαδιαμάντη όσον αφορά τις κοπέλες βρίσκουμε και στην ποίηση του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Η ίδια φρεσκάδα, ο ίδιος τρυκιμισμένος ερωτισμός. Δεν μπορώ να θεμελιώσω σε ένα σύντομο σημείωμα αν υπάρχει κρυφός ή φανερός αισθητικός διάλογος μεταξύ του Γιάννη Ρίτσου και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έτσι όπως το αναγνωρίζουμε μεταξύ του Οδυσσέα Ελύτη και του Παπαδιαμάντη, όμως, κάτι μας παραπέμπει σε αυτόν καθώς διαβάζουμε ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Κάτι που δεν έχει να κάνει με τα επιφανειακά του ιδεολογήματα, με τις προπαγανδιστικές του συνθέσεις, καθοδηγητικές προτροπές αγωνιστικών επιταγών, αλλά με κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και βαθύ που αφορά την ίδια την βασανισμένη ύπαρξη του ανθρώπινου όντος και τον διαρκή του αγώνα για καλυτέρευση των συνθηκών ζωής του. Μια διαρκής πίστη στον Θεό των πατέρων του και στην αγωνιστική του προϊστορία. Η κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών έχει αρχίσει από την εδώ αγωνιστική πορεία για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής, εδώ κάτω στην γη.
Ο Κόσμος μας είναι μια βασανιστική πραγματικότητα που δεν υποτάσσεται ούτε στην λογική των δογμάτων της πίστης ούτε στην παράλογη απαίτηση υποταγής στην μεσσιανική επανάσταση. Αυτό το γνωρίζουν τόσο ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος όσο και ο διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το πέρας του ενός είναι αρχή για τον άλλον. 
Το νόημα και η κατανόηση του Κόσμου είναι το ανοιχτό και επαναλαμβανόμενο παιχνίδι τόσο της θρησκείας όσο και της πολιτικής.
      Αντιγράφω τα κείμενα του συγγραφέα κύριου Τάκη Θεοδωρόπουλου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έτσι όπως τα συναντάμε στο αφιέρωμα του περιοδικού «ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ, τχ. 146/ 22 Δεκεμβρίου 2001 της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», με τον γενικό τίτλο «Ο Κοσμοπολίτης». Στο αφιέρωμα συμμετείχε και η Έφη Φαλίδα που υπογράφει το κείμενο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Ο Ευρωπαίος», σ.17, καθώς και ο συγγραφέας Λάκης Προγκίδης που δίνει συνέντευξη στην Έφη Φαλίδα που δημοσίευσα σε προηγούμενο ιστολόγιό μου.
              Ή άγιος ή μυθιστοριογράφος

    Πολλούς φαντάζομαι θα εκφράζει η παρέμβαση κάποιας συνέδρου στην πρόσφατη συνάντηση που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών προς τιμήν του και που χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη σαν «ένα σκοτεινό και μαύρο μοναστήρι». Πολλούς, ίσως τους περισσότερους από όσους έχουν υποχρεωθεί να τον διαβάσουν στα σχολικά τους θρανία, να εξετασθούν αναλύοντας τις μεταφορές του και τη γλωσσική του ομορφιά και τέλος να κλείσουν τα βιβλία του αποφασισμένοι να μην ξανασχοληθούν ποτέ στη ζωή τους με τα ηθικά του διδάγματα.
     Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τον συγγραφέα της «Φόνισσας» να θεωρείται σίγουρη αξία. Από το περίφημο λογοτεχνικό εορτολόγιο του Οδυσσέα Ελύτη στο Άξιον Εστί-«όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε…»-ως τη φωτογραφία του Νιρβάνα, καθισμένος σε στάση τριών τετάρτων σε καρέκλα καφενείου με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι ελαφρώς γερμένο και τα χέρια σταυρωμένα, σαν να συλλογίζεται ή να προσεύχεται-για μερικούς από τους απολογητές του είναι το ίδιο-ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) είναι μια σίγουρη αξία του συλλογικού μας υποσυνείδητου. Στο γενικό μπέρδεμα που ακούει στο όνομα νεοελληνική παράδοση κατέχει περίοπτη θέση δίπλα στον στρατηγό Μακρυγιάννη, τον Άρη Βελουχιώτη και τα υφαντά της Αραχώβης-προσφάτως προστέθηκαν και οι κωμωδίες της δεκαετίας του 1960. Τον έχουν πει «άγιο» και θεωρούμε τη γλώσσα στην οποία έγραψε τα έργα του κάτι σαν ανδριάντα της γλώσσας που μιλάμε σήμερα-κι ας είναι μια γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ, κι ας είναι μια γλώσσα μακριά απ’ αυτήν που μιλάμε σήμερα. Πρίν από τρείς μήνες, σε μια συνάντηση που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από το Atelier du roman και είχε ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο, γιατί σ’ αυτήν συμμετείχαν κυρίως Γάλλοι λογοτέχνες που τον είχαν διαβάσει σε μετάφραση, μια κυρία από το κοινό τους δήλωσε ευθαρσώς ότι αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν τίποτε από το έργο του γιατί δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι-εις εξ αυτών είχε δηλώσει ευλαβής καθολικός-και δεν είναι Έλληνες.
     Νομίζω ότι φέτος κλείνουν οι εορτασμοί για τα 150 χρόνια από τη γέννηση ενός από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες πεζογράφους, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό. Είναι δυνατόν να μεταφρασθεί το έργο του από μια σύγχρονη ανάγνωση; Και όταν μιλάω για μετάφραση δεν εννοώ τη γλωσσική του μεταφορά στη δημοτική όπως, μάλλον αφελώς, κάποιοι πρότειναν πριν μερικά χρόνια. Εννοώ τη «μετάφραση» αυτή που κάνει ένα έργο να ζει και σε εποχές και σε συνθήκες διαφορετικές απ’ αυτές που το γέννησαν, που επιτρέπει στον αναγνώστη να μεταφράσει τις αξίες του πεζογραφήματος σε δικές του αξίες, την αγωνία του σε δική του αγωνία.
      Ή μήπως η πραγματική δύναμή του βρίσκεται στη γλωσσική του ομορφιά και στον τρόπο που ηθογράφησε την κοινωνία της εποχής του; Μήπως δηλαδή ο Παπαδιαμάντης ανήκει στις τάξεις αυτών των συγγραφέων που δεν μπορούν να ταξιδέψουν χωρίς να κουβαλούν στις αποσκευές τους τη γλώσσα του, τις μυρουδιές του κόσμου τους, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής τους; Εγώ θα έλεγα να μη μας τρομάζει και τόσο η προοπτική. Στο κάτω κάτω της γραφής ο Ιταλός Τζοβάνι Βέργκα είναι κάπως έτσι, όπως και ο Προβηγκιανός Φρεντερίκ Μιστράλ που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1904. Είναι ο Παπαδιαμάντης ζωντανός συγγραφέας σήμερα, όπως είναι ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης ζωντανός ποιητής, ή μήπως είναι ένα κειμήλιο της χαμένης αθωότητας της γλώσσας μας, ενός γοητευτικού τρόπου ζωής που παρήλθε με τα καλά του και τα κακά του ανεπιστρεπτί; Μπορούμε να τον κρίνουμε με λογοτεχνικά κριτήρια-και να τον διαβάσουμε όπως διαβάζουμε τον Ντοστογιέφσκι που ο ίδιος είχε μεταφράσει στα ελληνικά-ή μήπως αρμόδια γι’ αυτόν είναι η ανθρωπολογία; Κι αν ναι, πώς μας μιλάει και τι έχει να μας πει;      

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΑΛΙΝΩΔΙΑΣ
    Νομίζω ότι το κείμενο που έγραψε ο Στέλιος Ράμφος στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με τον τίτλο «Η Παλινωδία του Παπαδιαμάντη» είναι μια κατ’ αρχάς απόπειρα προσέγγισης του έργου του με κριτήρια σύγχρονης κριτικής. Ο Ράμφος ξεχωρίζει, σε γενικές γραμμές, δύο συγγραφικές γραμμές. Η μία είναι τα μεγάλα του μυθιστορήματα-«Οι Έμποροι των Εθνών». «Η Γυφτοπούλα»-περίοδος κατά την οποία μαθητεύει στο είδος που λέγεται μυθιστόρημα-είδος ευρωπαϊκό-και αποδύεται σε έναν αγώνα μίμησης προτύπων που εν τέλει του είναι ξένα. Η δεύτερη είναι η περίοδος κατά την οποία ο Παπαδιαμάντης εγκαταλείπει τα ξένα πρότυπα και βρίσκει τον εαυτό του, την ιδιοπροσωπία του, σε μια μορφή που δεν είναι δάνεια, στο διήγημα.
     Στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, το οποίο αποτελεί στο μεγαλύτερο μέρος του ένα είδος απολογητικής της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης-ασχέτως Παπαδιαμάντη-ο Ράμφος εξηγεί με τον τρόπο του και ένα πρόβλημα που απασχολεί όλο και περισσότερο όσους γράφου και όσους κρίνουν αυτούς που γράφουν στα ελληνικά: γιατί, ενώ είχαμε πεζογράφους και σημαντικούς ποιητές, δεν είχαμε ποτέ μεγάλους μυθιστοριογράφους. Η απάντηση του Ράμφου είναι ότι το μυθιστόρημα ως είδος είναι ξένο προς την παράδοσή μας. Αυτό το συνειδητοποίησε κάποια στιγμή ο Παπαδιαμάντης, και γι’ αυτό το εγκατέλειψε, για να στραφεί στο διήγημα, στο «συναξάρι της μικρής ζωής» που έχει ως κεντρικό θέμα την «ενσάρκωση του Λόγου ως αγάπη, τον Χριστό». Ανάγνωση που βγάζει μεν το έργο από τη γλωσσοκεντρική του αγκύλωση, το καθυποτάσσει όμως σε μια ιδεολογική και ασφαλώς μονοσήμαντη ελλειμματική ερμηνεία.   
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΚΟ
     Την μονοσήμαντη ανάγνωση υιοθετεί, χωρίς αυτός να ασχολείται με τα μορφολογικά προβλήματα της «Παλινωδίας», και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στη φετινή επανέκδοση της «Φόνισσας». Εδώ η Φραγκογιαννού, που πνίγει τα κοριτσάκια για να μην υποστούν όσα υπέστη η ίδια στη ζωή της, αντιμετωπίζεται ως ενσάρκωση του «απόλυτου κακού». Ο Ζουμπουλάκης θεωρεί ότι οι πράξεις της Φραγκογιαννούς μένουν ανεξήγητες γιατί «το να ερμηνεύεις μια πράξη, φωτίζοντας τα κίνητρά της και κατανοώντας τους λόγους για τους οποίους έγινε, σε φέρνει πολύ κοντά στη δικαιολόγησή της…»- «Το απόλυτο κακό… μας λέει ο Παπαδιαμάντης-πρέπει να παραμείνει, από ένα σημείο και πέρα, ανατριχιαστικά ακατανόητο….» Είναι σαν να λέει, με άλλα λόγια, ότι ο συγγραφέας ξέρει και μπορεί να ερμηνεύσει το απόλυτο κακό όμως, υπακούοντας στα «πρέπει» της χριστιανικής του ηθικής, κλείνεται στα όριά του για να μην κάνει καμιά ζημιά. Φαντάζομαι το συγγραφέα να μοιράζει τη γνώση όπως νομίζει ότι είναι σωστό και είναι η αλήθεια ότι δεν μπορώ να τον ξεχωρίσω από τον οποιονδήποτε κατηχητή, αν εξαιρέσω βέβαια το γεγονός ότι ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τον κατηχητή, ξέρει να γράφει ωραία.
Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΟΜΕΝΟΣ
     Στους αντίποδες των χριστιανών βρίσκονται τα κείμενα του Guy (Michel) Saunier που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο «Εωσφόρος και Άβυσσος, ο Προσωπικός Μύθος του Παπαδιαμάντη». Προϊόν πολύχρονης μελέτης-ο Saunier διευθύνει το νεοελληνικό τμήμα στη Σορβόννη-τα κείμενα αυτά, κατά τον συγγραφέα τους, εντάσσονται στο αυξημένο ενδιαφέρον που παρατηρεί ο ίδιος για τον Παπαδιαμάντη τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία. Ο ίδιος βέβαια, ως γνήσιος πανεπιστημιακός, για να στοιχειοθετήσει αυτό το ενδιαφέρον αναφέρει μια αρκετά εκτεταμένη λίστα από εργασίες που έχουν εκπονήσει μαθητές του, αποσιωπώντας το σημαντικό έργο του Λάκη Προγκίδη με τον τίτλο La conquete du roman, de Papadiamantis a Boccace, που κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά. Κατά τα άλλα, εννοείται αποκαλεί τους απογόνους του Δημαρά, μάλλον ειρωνικά, «δημαράκια».
      Τα κείμενα αυτά προσπαθούν να ερμηνεύσουν το έργο του Παπαδιαμάντη με κατεξοχήν ψυχαναλυτικά κριτήρια-κάτι που έχει καταντήσει να μοιάζει με τικ της πανεπιστημιακής διδασκαλίας της λογοτεχνίας.
       Η λογική είναι απλή: η λογοτεχνία δεν είναι τίποτε άλλο από το ξεκαθάρισμα λογαριασμών του καθενός με την προσωπική μυθολογία του. Δεν πρέπει να ταυτίζουμε την «προσωπική μυθολογία» με το ίδιο πρόσωπο, και επειδή ακριβώς δεν πρέπει να την ταυτίζουμε, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο ένας γράφει ποίηση κι άλλος μυθιστόρημα κι ο ένας είναι καλός συγγραφέας ενώ ο άλλος είναι κακός συγγραφέας. Τα στοιχεία του μύθου του Παπαδιαμάντη είναι τα εξής: η μητέρα, η απουσία του πατέρα, το νερό, η φύση, η άβυσσος, το κρασί και η αγωνία της πάλης με την ετερότητα, ή με άλλα λόγια η αγωνία της ταυτότητας. Έτσι εξηγείται και «η εωσφορική έπαρση» της Φόνισσας και έτσι διαπιστώνουμε πως το απόλυτο κακό που βγήκε από την πόρτα της χριστιανικής ανάγνωσης ξαναμπαίνει από την πόρτα της ψυχανάλυσης.
     Κατά τη γνώμη μου η συλλογή αυτή δείχνει με τον πιο καθαρό τρόπο πόσο περιορισμένη είναι σήμερα πια η πανεπιστημιακή ανάγνωση της λογοτεχνίας. Μοιάζει περισσότερο με νεκροτομή, παρά με εγχείρηση ενός ζωντανού σώματος που έστω πάσχει από πυρετό-αφού ο Saunier μας λέει ότι «Η Φόνισσα» δεν είναι νοικοκυρεμένο μυθιστόρημα.  
ΈΝΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΣ
     Νομίζω ότι αν η άποψη του Λάκη Προγκίδη έχει ενδιαφέρον, είναι γιατί ο ίδιος αρνείται την έννοια του «νοικοκυρεμένου» μυθιστορήματος. Αρνείται και τις διαφορές ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τη νουβέλα. Για τον Προγκίδη το «μυθιστόρημα» δεν είναι θέμα μεγέθους ή μορφής. Είναι θέμα τρόπου σκέψης, μιάς ματιάς που γεννιέται όταν ο κόσμος συνειδητοποιεί ότι η κατάστασή του αλλάζει συνεχώς. Και σε σχέση με την τοποθέτησή του απέναντι σ’ αυτήν τη ρευστότητα κρίνει τον Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης εντάσσεται στην ευρωπαϊκή μυθιστορηματική παράδοση-και έχει πράγματι ενδιαφέρον η σύγκριση/ αντιπαράθεση ανάμεσα στο «Δεκάμερον» και «Τα Ρόδινα Ακρογιάλια». Θεωρεί, στους αντίποδες των χριστιανών, ότι το μυθιστόρημα είναι ανυπότακτο είδος, ένα είδος που συλλαμβάνει τον άνθρωπο ως παρεκτροπή-απ’ αυτήν την άποψη παίζει τον ρόλο που έπαιζαν τα έργα των τραγικών στην κλασική Αθήνα. Και ο Παπαδιαμάντης αρπάζει τον άνθρωπο στην τελευταία εκδοχή του «εγώ» του, της εσωτερικότητάς του, τη στιγμή που βγαίνει για να αντικρύσει το κενό και την πολιτιστική αγκύλωση. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο συγγραφέας που έκανε ό,τι μπορούσε για να απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις της βυζαντινής παράδοσης. Όπως λέει ο Προγκίδης, μπορεί να μη μάθουμε ποτέ αν ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από τους μεγάλους Ευρωπαίους πεζογράφους, γιατί οι μεγάλοι πεζογράφοι εγκαταλείπουν την Ευρώπη και ο άτυχος Παπαδιαμάντης μπαίνει στη νύχτα της λησμονιάς πριν ακόμα δει το φώς της ημέρας. Το θέμα είναι αν έχει τη δυνατότητα να μας πει κάτι σήμερα αυτή θα αναδειχθεί μόνον αν το βγάλουμε από τη γλωσσική αυταρέσκεια-τη δική μας, όχι τη δική του-και τα αισθήματα της τρυφερής νοσταλγίας που μας εμπνέει η σκηνή της μικρής του κοινωνίας. Ας ξεχάσουμε πως υπήρξε άγιος-αφού στο κάτω-κάτω οι άγιοι δεν διακρίθηκαν ποτέ στο μυθιστόρημα.

Τάκης Θεοδωρόπουλος, εφημερίδα «Τα Νέα» περιοδικό ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ, τχ. 146/22 Δεκεμβρίου 2001, σ. 18-20.

Σημείωση:
Τα μελετήματα στα οποία αναφέρεται και ανοίγει συζήτηση μαζί τους ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι:
το Στέλιος Ράμφος, Η ΠΑΛΙΝΩΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1976. Ένα μελέτημα 120 σελίδων που όταν κυκλοφόρησε συζητήθηκε πολύ. Και τελειώνει με τα εξής: «Η ζωή δεν είναι σειρά γεγονότων, αλλά αιτήματα φωτός, αυτό  το έν δε φάει και όλεσσον που θα κάνη τους Έλληνες ν’ ανοίξουν στο έργο την ψυχή τους. Στην παλινωδία του Παπαδιαμάντη ψάλλει ο Όμηρος».
Το GUY (MICHEL) SAUNIER, ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΒΥΣΣΟΣ. Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, εκδόσεις Άγρα 2001. Η μετάφραση ορισμένων δοκιμίων του συγγραφέα έγινε από την Ειρήνη Τσολακέλλη. Το ογκώδες μελέτημα είναι αφιερωμένο όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει «Στη μνήμη του Γιάννη Τσαρούχη που μου έμαθε να διαβάζω και ν’ αγαπώ τον Παπαδιαμάντη».
Το μελέτημα του ΛΑΚΗ ΠΡΟΓΚΙΔΗ, Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΣΤΟΝ ΒΟΚΚΑΚΙΟ, μετάφραση από τα Γαλλικά Γιάννης Κιουρτσάκης, εκδόσεις  Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ 1998. Το μελέτημα χωρίζεται σε τρία μέρη: ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΟΥ ΒΟΚΚΑΚΙΟΥ, Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ, ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ. Και σε αρκετές υποενότητες.
      Συμπληρωματικά αναφέρω, ότι ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συλλογή μελετημάτων από σύγχρονους και παλαιότερους μελετητές και ανθρώπους των γραμμάτων για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στον τόμο Ο ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Συναγωγή κριτικών κειμένων. Επιμέλεια: Σταύρος Ζουμπουλάκης-Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ 2003. Στην σύναξη αυτή των μελετητών συναντάμε και τα προαναφερθέντα ονόματα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 3 Μαΐου 2018
Πειραιάς 3/5/2018             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου