ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
του Σπύρου Βασιλείου
Μεταφέροντας πριν μερικές μέρες στην ιστοσελίδα μου αποσπάσματα κειμένων
για τον πειραιώτη καραβογράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη με την ευκαιρία της έκθεσής
του στο ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη, σκέφτηκα αντί να παραθέσω τις
εντυπώσεις μου από την έκθεση για το έργο του, να αντιγράψω ένα παλαιότερο
κείμενο που αναφέρεται σε αυτόν από έναν εικαστικό που αγαπώ το έργο του τον
μπάρμπα Σπύρο, τον γνωστό μας Σπύρο Βασιλείου. Το μικρό αυτό κείμενο
δημοσιεύτηκε στο πειραϊκό περιοδικό «ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» που ίδρυσαν ο Κλέαρχος
Στ. Μιμίκος και η Ισιδώρα Καμαρινέα, με διευθυντή σύνταξης τον Γεώργιο
Κανελλόπουλο, χρόνος Β΄ τεύχος 6 Δεκέμβριος 1947, σ. 334-335, τα Γραφεία του
περιοδικού στεγάζονταν στην οδό Καραϊσκου 123γ΄. Μετά το δημοσίευμα ακολουθεί
το ποίημα «Το Καράβι» του εκ Χαλκίδος ποιητή και πεζογράφου Γιάννη Σκαρίμπα που
παραθέτω (σαν σχετικού θέματος).
Τον
γεννημένο στο Γαλαξίδι (ας μνημονεύσουμε και την γεννημένη στον Πειραιά
πεζογράφο Εύα Βλάμη) ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου (1903-22/3/1985) τον γνώρισα από
πολύ νέος, όταν μαθαίναμε-τότε-το τυφλό σύστημα γραφομηχανής στην «Ντιντάκτα»
οι τοίχοι της σχολής είχαν πίνακες με έργα του, (μάλιστα είχαν διοργανώσει και
μια έκθεση προς τιμήν του), πάντοτε πήγαινα και παρατηρούσα τα μικρά έργα του,
μου άρεσαν πάρα πολύ. Αργότερα, επισκέφτηκα άλλες γκαλερί και γνώρισα και άλλα
έργα του, αγαθή τύχη με βοήθησε να τον γνωρίσω και από κοντά και να του εκφράσω
διάφορες «χαζές νεανικές απορίες» για την ζωγραφική του. Έχω επισκεφτεί επίσης,
το σπίτι-μουσείο του στην οδό Γουέμπιστερ κοντά στην Ακρόπολη και έχω θαυμάσει
την δουλειά του. Πάντα ερχόταν στην σκέψη μου όταν παρακολουθούσα εκθέσεις με
έργα εικαστικών καλλιτεχνών της περιβόητης Γενιάς του 1930. Θυμάμαι ακόμα τις
θετικές κρίσεις για την εικαστική του δημιουργία δύο σπουδαίων ελλήνων όταν
τους ρώτησα για τον Βασιλείου, του πειραιώτη εικαστικού και δασκάλου Γιάννη
Τσαρούχη και του καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιου Σπαθάρη όταν είχα επισκεφτεί το δικό
του μουσείο και συνομίλησα μαζί του.
Ο Σπύρος Βασιλείου, ο ζωγράφος, ο σκηνογράφος,
ο χαράκτης, ο αγιογράφος, είναι ένας σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του ’30
σύμφωνα με τους ειδικούς της τέχνης. Η πίνακές του για μένα, αποπνέουν μεγάλη
ζεστασιά, ακόμα και αυτοί που έχουν υπερρεαλιστικά στοιχεία μέσα στην σύνθεσή
τους έχουν μια οικειότητα, μας γίνονται κατανοητοί χωρίς να χάσουν τον πυρήνα
του συμβολισμού τους. Τα χρώματά του είναι μαλακά, έχουν θερμούς τόνους και
αποχρώσεις, τα σχήματά του είναι ευδιάκριτα κατανοητά ακόμα και στον πλέον αμύητο
στις εικαστικές τέχνες. Φιλικά σχήματα προς την ανθρώπινη όραση, εμπνεύσεις που
συνεχίζουν τους λυρικούς σχεδιασμούς των παρατηρητών. Έχουν μια καθαρή και λαμπρή λαϊκότητα που
θυμίζουν παλαιότερούς του λαϊκούς ζωγράφους. Είναι συνθέσεις λουσμένες μέσα στο
φυσικό φως της ατμόσφαιρας και της θάλασσας του ελληνικού χώρου. Αυθεντικά
ελληνικά τοπία που δεν τα εκμαύλισε ο υπέρμετρος εμπορικός τουρισμός και ο
καταναλωτικός νεοπλουτισμός. Αυτές οι διάφορες λαμπερές αποχρώσεις του μπλε και
του γαλάζιου που συναντάμε στους πίνακές του είναι κάτι το ανεπανάληπτο, το
φυσικό, το αβίαστο, το πηγαίο. Λες και ο φυσικός φωτισμός εξαγνίζει ότι
περιβάλει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το φως, αυτή η καταυγάζουσα ατμόσφαιρα
που πλημμυρίζει τα τοπία, αστικά και της επαρχίας, τις ανθρώπινες κατοικίες και
τον γύρω από αυτές χώρο που κινούνται και δραστηριοποιούνται τα άτομα, η ο
θαλάσσιος χώρος, τα ιστιοφόρα και τα άλλα καράβια, τα παράλια περιβάλλοντα,
αλλά και τα πορτραίτα του, μας δίνει μια αίσθηση μυστικισμού ή έχουν διάθεση να
μας εισαγάγουν σε μια πνευματικότητα πέρα από αυτήν που μας απεικονίζουν και
έχει η ίδια η ζωή. Αν δεν λαθεύω στις άτακτες αυτές σκέψεις μου, μπορώ να
υποστηρίξω ότι το καθόλου έργο του Σπύρου Βασιλείου στηρίζεται αποκλειστικά και
μόνο στην ανθρώπινη κλίμακα. Θέλω να πω ότι «παν μέτρον άνθρωπος» που έλεγε ο
αρχαίος Μένανδρος. Ο Σπύρος Βασιλείου δεν ξέφυγε νομίζω ποτέ από την ανθρώπινη
κλίμακα, δεν την παραβίασε, δεν την παραμόρφωσε για να αναχθεί η ανθρώπινη
παρουσία και καθημερινότητα σε δυσθεώρητα ύψη στοχασμού και φιλοσοφικής
ενατένισης. Είναι τόσο γήινος όσο και αυτό που απεικονίζει στα θέματά του.
Είναι εύληπτος και ξεκάθαρος που σχεδόν σε εντυπωσιάζει, σου δημιουργεί την
αίσθηση ότι οι εικαστικές του παραστάσεις ίσως κάπου κρυφά μέσα τους να περικλείουν
και την δική σου παρουσία. Γιατί είναι σπουδές πάνω σε μια πραγματικότητα που
και εσύ θα μπορούσες να φανταστείς. Δεν είναι ερωτικός με την έννοια που άλλοι
εικαστικοί δημιουργοί μας φανερώνονται, βλέπε παραδείγματος χάρη τον μπρούτο
αντρικό ερωτισμό του Γιάννη Τσαρούχη, ή τον γυναικείο αντίστοιχό του, του
Γιάννη Μόραλη. Οι φιγούρες του δεν τυλίγονται σε μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα όπως
πχ. αυτές του Παρθένη, ούτε διαθέτουν υπερμεγέθεις όγκους όπως οι γυναικείες
φιγούρες των σχεδίων του Γαλάνη. Οι προσωπογραφίες του, έχουν έναν ονειρικό
λυρισμό χωρίς να αλλοιώνουν την ταυτότητα του εικονιζόμενου προσώπου. Τα
πρόσωπά του εκφράζουν την αλήθεια της ταυτότητας των ζωών τους και όχι αυτήν
που φαντάζεται ο καλλιτέχνης. Αυθεντικός πάντα ο Σπύρος Βασιλείου είτε ζωγραφίζει
τοπία, είτε καράβια, είτε ψάρια, είτε πορτραίτα, είτε σκηνικά για το θέατρο,
είτε ασχολείται με ξυλογραφίες. Οι πίνακές του έχουν έναν φωτογραφικό ρεαλισμό
θα σημειώναμε χωρίς να δεσμεύονται στατικά από τον φακό όπως ίσως συμβαίνει με
την τέχνη της φωτογραφίας και του κόσμου της. Το αμείωτο ενδιαφέρον για
ζητήματα παράδοσης, τα προβλήματα και τα ερωτήματα της ελληνικότητας και της
νεοελληνικής ταυτότητας που αυτή μας θέτει αρκετές δεκαετίες τώρα που
απασχόλησαν τους πνευματικούς δημιουργούς και τους καλλιτέχνες της γενιάς του
1930 δεν άφησαν αδιάφορο και τον Σπύρο
Βασιλείου. Μάλλον, όλο του σχεδόν το έργο, είναι μια συζήτηση και ένας
σχολιασμός της ελληνικότητας και πως ο ταλαντούχος αυτός ζωγράφος την
αντιλαμβάνεται και την ερμηνεύει. Χωρίς να γίνεται παραδοσιοκρατικός ή
φολκλορικός. Το λαϊκό στοιχείο ενώ είναι έντονο μέσα στο έργο του, δεν
«καπελώνει» ας μου επιτραπεί η λέξη, ούτε το έργο ούτε την ατμόσφαιρα που αυτό
κινείται και το μήνυμα που θέλει να μας δώσει. Και που σίγουρα, ενώ είναι
ελληνοκεντρικό καθαρά, δεν ρέπει προς έναν ανιστόρητο εθνικισμό ή
προπαγανδιστικό τοπικισμό που δεσμεύει την ελληνική οπτική οικουμενικότητα και
φιλοσοφία μέσα στα στενά πλαίσια μια αρχαίας προγονοπληξίας η βαλκάνιου
ορθόδοξου οραματισμού που ο κύκλος του ενδιαφέροντός του απλώνεται μέχρι την
Πόλη και φτάνει μέχρι την Ιερουσαλήμ. Η Ελλάδα μέσα στο έργο του Βασιλείου
είναι μια οικουμενική δήλωση και παρουσία μέσα στην ιστορική της εξέλιξη.
Μπορεί να μην χρησιμοποιεί τους αρχαίους μύθους ή τα ιστορικά της πρόσωπα μέσα
στο έργο του, δεν οικοδομεί την εικαστική του τέχνη πάνω σε αυτά, μπορεί να μην
υιοθετεί αυτόν τον αγαστό συγκερασμό ελληνικής αρχαιότητας και ορθοδοξίας (που
του βγήκε) όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος, όμως η αίσθηση του ελληνικού φωτός που
μας δίνει και πλημμυρίζει τους πίνακές του αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο της
αυθεντικής του ελληνικότητας και αγάπης του προς αυτόν τον τόπο.
Αξίζει να
μην τον λησμονήσουμε εμείς οι νεότεροι μνημονιακοί έλληνες και ελληνίδες, αλλά
να ενσκήψουμε περισσότερο στο εικαστικό του έργο, να ασχοληθούμε περισσότερο
μαζί του και να βγάλουμε το έργο του έξω στην κοινωνία. Υπάρχουν εικαστικοί
δημιουργοί που η δημιουργία τους δεν πρέπει να δεσμεύεται μέσα στους τείχους
των μουσείων, όσο άρτια σχεδιασμένα και αν είναι αυτά, αλλά να ανήκει στον
φυσικό χώρο, όπως η γλυπτική παρουσία. Να ξεφύγει ακόμα και από τα χέρια των
ειδικών και τεχνοκριτικών και να συνομιλήσει με τον απλό καθημερινό μας άνθρωπο,
τον έλληνα της διπλανής μας πόρτας και όχι μόνον τον επισκέπτη των μουσείων,
γιατί κυρίως αυτός εκφράζει, τις δικές του εικαστικές αναζητήσεις εκπροσωπεί, ο
«αυθεντικός» ζωγράφος βλέπει με τα μάτια του απλού ατόμου. Όπως αντίστοιχα ο
ποιητικός λόγος εκφράζει τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων για έναν
δικαιότερο και καλύτερο κόσμο. Να κοινωνήσει με τον πλέον αδαή περί τα εικαστικά.
Και νομίζω αυτό το κατορθώνει η ζωγραφική περιπέτεια του Σπύρου Βασιλείου. Μια
και εμπεριέχει το ανθρώπινο μέτρο.
Ας διαβάσουμε το κείμενο και τι αυτό μας λέει:
ΘΑΛΑΣΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ
του καιρού μας ξεσηκώσανε μέσα από κλειστά σαλόνια και λησμονημένες γωνιές των
σπιτιών, από αποθήκες και ντουλάπια σωρούς ξεχασμένα αντικείμενα τέχνης. Τα
κάθε λογής κομψοτεχνήματα και οι πίνακες ζωγραφικής που κατακλύσανε τις
βιτρίνες, που εξυπηρετούν το εμπόριο αυτό, σώσανε με την αναπάντεχη αξιοποίησή
τους πολλές φορές τους κατόχους τους. Η ζωγραφική ξέχωρα, γνώρισε τον τελευταίο
καιρό μια αξιόλογη κίνηση. Παλαιοί και νέοι ζωγράφοι, υπογραφές και φίρμες του
περασμένου αιώνα και χτεσινοί σπουδαστές αγγίξανε την δόξα του χρηματιστηρίου
και την τιμή να θεωρηθούνε μια καλή τοποθέτηση κεφαλαίου. Από όλη αυτήν την
κίνηση δεν μπορεί παρά να βγεί κάτι το καλό για τη ζωγραφική. Ένα κοινό που
πληρώνει και αγοράζει είναι πάντα το πιο πρόσφορο έδαφος για μια άνθηση της
τέχνης. Τα τελευταία χρόνια οι ζωγράφοι μας ζούσανε μέσα σε μια χλιαρή αλλά
στείρα ατμόσφαιρα γενικής συμπάθειας. Το κοινό σύχναζε στις εκθέσεις, συζητούσε
τα καλλιτεχνικά ρεύματα και παρακολουθούσε με συμπάθεια τις προσπάθειες των
καλλιτεχνών. Σήμερα αγοράζει τα έργα τους. Μια τέτοια δικαίωση δημιουργεί για
τους τεχνίτες πολλές υποχρεώσεις. Η δημιουργική τους ανταπόκριση στη ζήτηση
αυτή θα είναι το θετικό κέρδος για τη ζωγραφική. Και έχουνε τόσο πολλά να
κάμουν οι Έλληνες ζωγράφοι. Αρχίζοντας από το ύφος, τη γλώσσα, που είναι καιρός
να ξαναγίνουν ελληνικά, με την πληρέστερη γνωριμία της παράδοσης, της γύρω ζωής
των ανθρώπων του τοπίου, να ζυγώσουν το ιδανικό της δημιουργίας μιας ντόπιας
Ελληνικής τέχνης.
Ένας
ζωγράφος του περασμένου αιώνα, που στάθηκε στην πρώτη γραμμή της τελευταίας
αγοραστικής κίνησης ανάμεσα σε πολλούς άλλους καλούς ζωγράφους είναι ο
πειραιώτης θαλασσογράφος Κ. Βολωνάκης. Γεννημένος στην Κρήτη δεν λογαριάζεται
μ’ όλο τούτο λιγώτερο πειραιώτης από τους άλλους αποίκους απ’ όλα τα μέρη της
Ελλάδας που στερεώσανε μέσα σε λίγα χρόνια, τον καιρό εκείνο, το ωραίο και
φίλεργο λιμάνι του Πειραιά. Σπουδασμένος στο Μόναχο, δούλεψε στην Τεργέστη και
στον Πειραιά, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα, σε ιστορικούς πίνακες, σε απόψεις
λιμανιών και σε θαλασσογραφίες. Οι σπουδές του του χαρίσανε γερά και πλούσια
εκφραστικά μέσα και παρουσιάζει κι αυτός το αξιομελέτητο φαινόμενο της
νεοελληνικής τέχνης του δεκάτου ενάτου αιώνα, που με ξενικούς τρόπους ιστόρησε
την Ελλάδα του καιρού της.
Ως ότου
να γνωρίσουμε καλύτερα την πρώτη αυτή περίοδο της Ελληνικής τέχνης που
περιμένει ακόμα τον άξιο μελετητή της, ας δούμε πόσα και ποια διδάγματα
μπορούμε να αποκομίσουμε από τη γνωριμία μας με τους δασκάλους του καιρού
εκείνου. Το έργο του Βολωνάκη μας φανερώνει πόσο λίγο η νεώτερη Ελληνική τέχνη,
που στο σύνολό της σχεδόν είνε τοπειογραφική, εκμεταλλεύτηκε το ανεξάντλητο και
απέραντο θέμα της Θάλασσας, παρ’ όλο πού στο έργο πολλών νεώτερων ζωγράφων
γίνεται έκδηλη η τάση ενός γυρισμού προς τον τόπο και θα ‘πρεπε η θάλασσα που
μας περιζώνει και τα καράβια με τ’ άρμενά τους να γίνουν συνθετικά στοιχεία
γόνιμα για τους καλλιτέχνες μας. Κι’ αυτό σίγουρα γίνεται γιατί ακόμα και η
ελληνική τοπειογραφία είνε ένα παρακλάδι της γαλλικής σχολής και μ’ όλο που
πλησίασε με δημιουργικώτερο παλμό το πεύκο, το κυπαρίσσι, την εληά, το
βουναλάκι, δουλεύει ακόμα άθελά της μέσα στα καλούπια της παριζιάνικης τέχνης.
Τα
διδάγματα από τη μελέτη των δασκάλων του 19ου αιώνα μπορούν να είνε
πολλά και γόνιμα για τους καλλιτέχνες μας. Το έργο του Βολωνάκη, που γέμισε τα
μάτια του με το όραμα του ελληνικού πελάγου και μας το παράδωσε με την ξενική
γλώσσα του καιρού του, ας είνε ένα κίνητρο για τους νέους ζωγράφους, να
στραφούν προς την θάλασσα «την ευρύχωρη και την μεγάλη» και τα καράβια της, με
την αγάπη των καπεταναίων του παληού καλού καιρού πού στολίζανε με τις
ζωγραφιές των καραβιών τους τα καραβοκυρόσπιτα και τραγουδούσανε:
Περπάτα,
καραβάκι μου,
και
μη μας μένεις πίσω,
και
με το κατευόδιο σου
θέ
να ζωγραφίσω!
Σπύρος ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
---
ΤΟ
ΚΑΡΑΒΙ
ΕΙΠΕ ΜΟΥ, αγάπη μου, για ένα καράβι
θολό που ολομόναχο πάει,
χρυσά, για ‘να πλοίο, τα φώτα που ανάβει
στα χάη….
Γι’ αυτό μόνον, ‘πε μου, και για-πού να βγαίνει-
μια σελήνη θεόρατη, ειπέ μου’
κι’ αυτό να τραβάει, να τραβάει, να πηγαίνει,
Θεέ μου!
Και ύστερα άρχισε (τα σκότη ως ζώνουν)
να μου λές, να μου λές-καθώς πρώτα-
για κείνα που άναψε-χρυσά-και μαργώνουν
τα φώτα.
Αγάπη μου, αγάπη μου, το πλοίο με πλώρη
θολή κι’ η θεόρατη εκείνη
-φωτιά π’ ανεβαίνει απ’ τα δάση, απ’ τα όρη-
η σελήνη.
Και σώπασε πάλι και πάλι άρχισέ μου
το καράβι, να μου λές, αν το ζώνει
ακόμα η νύχτα, ακόμα αν Θεέ μου!-
μαργώνει.
Και ύστερα μείνε-κι’ εγώ-σ’ έναν δρόμο
και-τι όνειρο στο σβήσε και στο άψε!-
το κεφάλι ακουμπώντας-ολόρθη-στον ώμο
μου κλάψε!.....
Γιάννης Σκαρίμπας, σ.335
Σημείωση:
όπως βλέπουμε το κείμενο του Σπύρου Βασιλείου αρθρώνει
μια δική του εικαστική γλώσσα και μια επιθυμία οι νεότεροι ζωγράφοι της εποχής
του (και της δικής του γενιάς) να γνωρίσουν και να ασχοληθούν με το έργο των δασκάλων
της εποχής του, να αντλήσουν διδάγματα από αυτό και να γονιμοποιήσουν το έργο
τους. Παραδέχεται ότι ακόμα και η ενασχόληση με την τοπιογραφία των
προηγούμενων ελλήνων εικαστικών δημιουργών προέρχεται από ξένες σχολές και
επιδράσεις, (την παρισινή) όπως χαρακτηριστικά λέει. Αναγνωρίζει την συμβολή
της αλλά οφείλει να απελευθερωθεί η ελληνική εικαστική ματιά από αυτό και μόνο
το κεντράρισμα των ενδιαφερόντων της και την γλώσσα που εκφράζεται. Αποδέχεται
την σημασία της εμπορικής σκοπιμότητας της σύγχρονής του ζωγραφικής (μια και αν
δεν αγοράζονται οι πίνακες των δημιουργών ποιος ο λόγος να σχεδιαστούν) και
ακόμα, στέκεται θετικά στην δημιουργία και το εικαστικό άνοιγμα του πειραιώτη
καλλιτέχνη Κωνσταντίνου Βολανάκη και την ενασχόλησή του με θέματα που άπτονται της
ελληνικής θαλασσινής ζωής και πραγματικότητας, της ελληνικής παράδοσης και το
«όραμα του ελληνικού πελάγους», ακόμα και αν το όραμα αυτό ο Βολανάκης μας τα
δίνει σε «ξενική γλώσσα» εξαιτίας των σπουδών του, ακολουθώντας την σχολή του
Μονάχου όπως και άλλοι καλλιτέχνες της εποχής του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παρότρυνση του
ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου να ασχοληθούν με την Θαλασσογραφία και ότι αυτή
κουβαλά μέσα στο πολύπλευρο θεματικό της πεδίο οι νεότεροι εικαστικοί
δημιουργοί. Κάτι που μας δείχνει την από ανέκαθεν αγάπη του για την θάλασσα,
την τέχνη της καραβοτεχνικής,-ας μην λησμονούμε την γενέτειρά του και την
παράδοσή της, όσον αφορά την τέχνη και την ζωή της ναυτοσύνης και των ανθρώπων
της-, και τους έλληνες που ασχολούνται μαζί της. Μας μιλά για τους εικαστικούς
προβληματισμούς και το ύφος των ελλήνων ζωγράφων που πρέπει να ξαναγίνουν
ελληνικά. Να στραφούν προς την ελληνική τους πραγματικότητα.
Σύντομο και περιεκτικό το κείμενο αυτό του Σπύρου
Βασιλείου, μας εκθέτει τις σκέψεις του και τις απόψεις του με καθαρό ύφος και
γλώσσα στρωτή, καθημερινή. Διατήρησα την ορθογραφία του όπως δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό στην εποχή του, καθώς και εκείνη του ποιητή Γιάννη Σκαρίμπα. Παλαιοί
τύποι ορθογραφίας που έχουν την δική τους ιστορική αξία και σημασία στην
εξέλιξη της γλώσσας μια που εξέφραζε έστω και με άλλη ορθογραφία και τυπικό και
συντακτικούς κανόνες αλήθειες ζωής ανθρώπων και βιώματα ατόμων που την
χρησιμοποιούσαν. Το θέμα για μένα είναι τι λέει και τι εκφράζει ένα κείμενο ή ο
άλλος και όχι και τόσο το γλωσσικά ορθό.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 20 Μαΐου 2018
Πρώτη γραφή σήμερα, μία ημέρα πριν τους Αναστενάρηδες
της παράδοσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου