Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Ο ζωγράφος Δημήτρης Γέρος


Δημήτρης Γέρος
Η συνάντηση με έναν ζωγράφο

      Ένα χρόνο μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από το ιστορικό Πασόκ του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1982, συνάντησα από κοντά στην οικία του, έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες και εμβληματικούς ζωγράφους της γενιάς του, τον υπερρεαλιστή ζωγράφο και φωτογράφο Δημήτρη Γέρο. Από την σχετικά σύντομη αυτή φιλική γνωριμία μας, δεν συγκράτησα μόνο την θετική και χαροποιό ανάμνηση με έναν σημαντικό εικαστικό δημιουργό και τις συζητήσεις μας, αλλά, είχα και το «κέρδος» μιας μεταξοτυπίας του, (ένα μηλαράκι του) με ιδιόχειρη αφιέρωσή προς εμένα από τον ίδιο τον υπερρεαλιστή ζωγράφο. Ψηλός, ευθυτενής, με τσιγκελωτό μουστάκι και μακρύ μαλλί, παρουσιαστικό που θύμιζε ήρωα του 1821, έμοιαζε σαν ένας σύγχρονος Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο γεννημένος στην Λειβαδιά το 1948 Δημήτρης Γέρος. Η πινακοθήκη της μνήμης μου κρατά την εικόνα ενός ζεστού και οικείου καλλιτέχνη, πρόσχαρου σαν χαρακτήρα, τρυφερό σαν άνθρωπο, με έντονη προσωπικότητα και ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία. Ήταν μάλλον σεμνός, αν αναλογιστούμε τα θετικά εύσημα για τις δημιουργίες του και το πρωτοποριακό (ακόμα και σήμερα;) έργο του. Άτομο με πνευματικές ανησυχίες και ποικίλα ενδιαφέροντα που ξεπερνούσαν τα όρια των πλαστικών τεχνών. Από την πρώτη του δημόσια εικαστική εμφάνιση, την ατομική του έκθεση το 1969 στο Ινστιτούτο Γκαίτε, έδωσε το στίγμα του και την ταυτότητά του σαν υπερρεαλιστής ζωγράφος.
Από την πρώτη φορά που παρακολούθησα εκθέσεις έργων του, αγάπησα το έργο του. Μου άρεσε, μου θύμιζε έργα του ισπανού υπερρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί, μου ανακαλούσε μνήμες από πίνακες του έλληνα Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Αυτή η περιρρέουσα θεματική ατμόσφαιρα μεταξύ ονείρου και φαντασίας, γήινης χρωματικής αίσθησης και υπερβατικής ανίχνευσης. Ο Δημήτρης Γέρος, έχει έναν δικό του ιδιαίτερο τρόπο να ελκύει την όρασή μας, να μαγνητίζει θα τολμούσα να έγραφα το βλέμμα μας πάνω στις μικρού μάλλον μεγέθους χρωματικές συνθέσεις του. Ακόμα και αν επαναλαμβάνεται θεματικά (μήλα, σύννεφα, μεγέθη, σχήματα, ονειρικές σκηνές κλπ.) δεν αφήνει το βλέμμα μας να αποεστιαστεί από τους πίνακές του, τους χρωματικούς και θεματικούς του συνδυασμούς. Μπορεί να μαγεύτηκε ο ίδιος από το υπερρεαλιστικό ευρωπαϊκό κίνημα αλλά, επεξεργάστηκε το ύφος και την θεματική του μέσα σε ελληνικά της παράδοσης πλαίσια. Οικείοι τόνοι και χαλαροί επιτονισμοί χρωμάτων που αναδεικνύουν το θέμα στα σωστά του όρια χωρίς να το καλύπτουν από άλλες εννοιολογικές του σουρρεαλισμού κοινωνιολογικούς παραμέτρους. Ο Δημήτρης Γέρος, δεν είναι ούτε ο βυζαντινός υπερρεαλιστής Νίκος Εγγονόπουλος, με το πολύ ιδιαίτερο ζωγραφικό και ποιητικό του στίγμα, εμβαπτισμένο στην κυριολεξία μέσα στα νάματα της ελληνικής παράδοσης και ιστορίας, ούτε ο κάπως «ακραίος» ή και ιδιόμορφος σουρεαλιστής θρησκευτικής πνοής εικαστικός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Απέχει μάλλον από το έργο του Δέρπατα ή του Δρούγκα. Συγγενεύει ίσως με τον άλλον έλληνα υπερρεαλιστή ζωγράφο τον Καραβούζη, αν φέρουμε στην σκέψη μας την γέφυρα που τους ενώνει με τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Ο Δημήτρης Γέρος όπως και άλλοι σύγχρονοι εικαστικοί δημιουργοί αναζωπύρωσαν και ανάπλασαν ή ανασυνέθεσαν την υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα των προηγούμενων γενεών και την παράδοσή των. Είναι οι νεότεροι νεορεαλιστές που, μπόλιασαν τις σταθερές σουρεαλιστικές αρχές και οπτική με νέες τεχνοτροπίες, σύγχρονα του καιρού και της χώρας τους στοιχεία, με στοιχεία της ελληνικής παράδοσης έλλογα ή λαϊκά, ορισμένες φορές αντλώντας στοιχεία και εικόνες από έλληνες ναΐφ, και σχημάτισαν το δικό τους πρόσωπο. Πειραματίστηκαν σε νέες φόρμες και σχήματα, χρωματικούς συνδυασμούς και εικαστικά ύφη, εκφράζοντας την αγωνία και τους προβληματισμούς, τις φοβίες και τις ελπίδες της εποχής τους και του περιβάλλοντός τους.
Οι εικαστικές συνθέσεις του Δημήτρη Γέρου, διακρίνονται για την αμέριστη φροντίδα τους μέχρι την παραμικρή τους λεπτομέρεια, φέρουν το μεράκι του ατομικού του στίγματος, έχουν τους βαθμούς τελειότητας ενός τεχνουργήματος που εκπορεύεται από τους δικούς του οραματισμούς, τα αφανέρωτα της συνείδησής του όνειρα. Τα έργα του, διακρίνονται για τους αλλεπάλληλους εμπλουτισμένους πειραματισμούς του, τις εξερευνήσεις του, μεταξύ πραγματικότητας και ονειρικής κατάστασης. Τα σταθερά του μοτίβα ανανεώνονται και συμπληρώνονται με νέα στοιχεία, με μια διαφορετικής ευαισθησία ατμόσφαιρα. Αλλά και οι αφαιρετικές του συνθέσεις, δεν υπολείπονται των πρωταρχικών του σχεδιαστικών οραμάτων και των σουρεαλιστικών καταβολών. Οι έλληνες υπερρεαλιστές, δεν ξέφυγαν από τις ράγες του υπερρεαλισμού, απλά, οι περισσότεροι, οικοδόμησαν τις δικές τους ράγες και έστησαν τις αναγκαίες γέφυρες βασιζόμενοι στην ελληνική παράδοση και τον τρόπο που αυτοί αντιλαμβάνονταν το ζήτημα της ελληνικότητας. Ο Δημήτρης Γέρος, θα τολμούσαμε να σημειώναμε ότι, απολαμβάνει το έργο που μας παρουσιάζει τόσο με το μυαλό, την νόηση όσο και με τις αισθήσεις. Συμμετέχει στον σχεδιασμό της σύνθεσης τόσο η νόηση του όσο και το σώμα του. Η τέρψη δηλαδή που αντλεί ο θεατής παρακολουθώντας τις τροποποιήσεις, ανακατατάξεις, συμπληρώσεις, αναθεωρήσεις ή εμπλουτισμούς των συνθέσεών του, είναι δύο ειδών. Η μία προέρχεται από την βαθειά αίσθηση της αισθητικής πραγματικότητας που το βλέμμα του αποτυπώνει, από την οργανική τάξη και τον αρμονικό σχεδιασμό που έχουν οι πίνακές του, και από την ευφροσύνη που απορρέει η ίδια η αισθητική επιφάνεια, τα συνεχώς αναδιαπραγματευόμενα μοτίβα του. Το μήλο πχ. που φέρει από μόνο της η εικόνα του, έναν βαθύ και μυστικό θρησκευτικό συμβολισμό. Έναν συμβολισμό που ανάγεται στις απαρχές της παραδείσιας κατάστασης και φτάνει μέχρι την κολασμένη και αιρετική πραγματικότητα της ζωής. Μέσω της ανυπακοής και αποκοπής από το πρώτον Όλο της ανθρώπινης υπερηφάνειας. Το σύννεφο επίσης, που ενώνει το εδώ της πραγματικότητας και ζωής με το μεταφυσικό και υπερβατικό του ουράνιου θόλου. Τα σύννεφά του, ανεξαρτήτου σχήματος και μεγέθους είναι συνήθως παράλληλα προς την γήινη επιφάνεια. Είναι με ότι κουβαλούν πάνω τους, προστατευτικά της φύσης, της ύπαρξης, και ταυτόχρονα, μια συνομιλία με το πέραν αυτών, που βρίσκονται διαρκώς εν κινήσει. Τα έργα του Δημήτρη Γέρου, αν δεν λαθεύω-σαν μη ειδικός- φέρουν μέσα τους, μια σταθερότητα στην ερμηνευτική τους υφολογία, μια επαναληπτικότητα-συμπληρωματική ασφαλώς- στο εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Ο Γέρος ανανεώνοντας την τεχνική της φόρμα του, και το κυριότερο, πειραματιζόμενος διαρκώς, παράγει αυτές τις μαγευτικές ονειρώδης συνθέσεις του. Τις συνήθως αντινατουραλιστικές συνθέσεις του, που, όμως, δεν χάνουν κατάτι από την πρώτη τους νατουραλιστική αναφορά και πηγή έμπνευσης. Ο εστιασμός της όρασής του, πατά και στον λογισμό και στο όνειρο. Γιαυτό και τα νεανικά αντρικά πορτραίτα του, ή οι εκπληκτικής καθαρότητας φωτογραφίες του (όπως είναι αυτές με το πρόσωπο του νοτιαμερικανού μυθιστοριογράφου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, δεν αναπαράγουν την εξωτερική ομορφιά, την αισθητική απόλαυση που κέντρισε το βλέμμα του έλληνα ζωγράφου αλλά, φανερώνουν την ψυχοσύνθεση της προσωπικότητας του εικονιζόμενου νέου ή διάσημου συγγραφέα, αποτυπώνουν τον εσωτερικό του χαρακτήρα. Ο Θεατής αυτών των εικόνων περισσότερο μάλλον, «διδάσκεται» να αισθάνεται μπρος σε αυτές τις άκρως αισθησιακές εικόνες, αντικρίζει την ομορφιά θα λέγαμε με άλλο μάτι. Το μάτι του ίδιου του καλλιτέχνη ζωγράφου. Σε αυτές του τις συνθέσεις (ζωγραφική- φωτογραφία) σαν θεατής θα έγραφα ότι η forma έτσι όπως μας την καθόρισε ο αρχαίος φιλόσοφος, ο Αριστοτέλης, ενδέχεται να λειτουργεί και ως ουσία, ή να παίζει το ρόλο της ουσίας της σύστασης του απεικονιζόμενου προσώπου. Μπορεί και να ανακεφαλαιώνει την βαθύτερη οντολογική του ποιότητα ενός προσώπου ή και γιατί όχι, ενός αντικειμένου έτσι ώστε, η μορφή, να μην αντιπαρατίθεται, να μην έρχεται σε κόντρα διάσταση με την ύλη, την material, αλλά να την περιέχει με ένα μυστικό τρόπο. Για αυτό και οι ελάχιστες ημίγυμνες νεανικές αντρικές εικόνες του δεν «σοκάρουν» δεν ξενίζουν, τα μικρά σαλιγκάρια που σέρνονται πάνω στο νεανικό σώμα, δεν αποπροσανατολίζουν την σκέψη του θεατή, όπως πχ. γίνεται με τα γυμνά του Γιάννη Τσαρούχη, που η μόνη τους ευαισθησία εστιάζεται στην γυμνική και σεξουαλική τους πρόθεση. Οι καθαρές υλικές εικόνες του Δημήτρη Γέρου, έχουν μια πλαστικότητα, διακρίνονται για την ευκαμψία τους. Νιώθουμε μια τρυφεράδα και μια ευαισθησία που ίσως προέρχεται από την ενόραση ενός άλλου κόσμου, άλλων διαστάσεων που, είναι όμως ορατές στα μάτια του καλλιτέχνη.
Η τέχνη του, όπως και άλλων ελλήνων υπερρεαλιστών, βλέπε Νίκος Εγγονόπουλος, έχει καθορισμένους στόχους ακόμα και μέσα στην μεταφυσική της ορισμένες φορές ερμηνευτική ασάφεια. Οριοθετεί θα τολμούσαμε να σημειώναμε τους ιδιαίτερους τρόπους λειτουργίας της στην συνείδηση του θεατή. Δεν είναι εξωτική, ούτε καθαρά μεταφυσική, ούτε αισθησιακή, είναι γειωμένη μέσα σε μια ατμόσφαιρα διανοητικής και αισθητικής σαφήνειας. Η εσκεμμένα παραποίηση των όγκων και των μεγεθών, των σχημάτων, από τον Γέρο, έτσι όπως τα αναγνωρίζουμε μέσα στον φυσικό χώρο εμείς οι θεατές, σκοπό έχει να εντείνει την αίσθηση και την ιερότητα της πραγματικότητα μέσω της δικής μας ενόρασης. Να μας καταστήσει όπως θα ήθελε και πρέσβευε ο Θείος Πλάτων, «εραστές των ωραίων χρωμάτων και των ήχων και κάθε δημιουργήματος της τέχνης, από αυτά που ελάχιστη σχέση έχουν με τη φύση του ωραίου καθαυτού» Βλέπε το έργο του Πολιτεία.
 Όμως η Τέχνη φέρει μέσα της την δική της Αλήθεια για την Ομορφιά. Φέρει αυτή καθεαυτή την αιωνιότητά της μέσα στην πορεία του χρόνου, αντίθετα από την Φύση που εμπεριέχει την φθορά της.
Ο ζωγράφος Δημήτρης Γέρος,  ήταν ήδη αρκετά γνωστός,  ίδιος και το έργο του, πριν την γνωριμία μας. Η πρόθεσή του όμως, να πλησιάσει έναν νεότερό του και να του μιλήσει για το έργο του και την λειτουργία των συνθέσεών του, έμεινε στην μνήμη μου μέχρι σήμερα. Έχοντας από νωρίς κατακτήσει το προσωπικό του πλαστικό λεξιλόγιο, μπορούσε να γίνει κοινωνός σε εμάς τους νεότερους αρκετών μυστικών της τέχνης. Μπορούσε να μας ερμηνεύσει τις μεταφυσικές του πυκνές έννοιες που είχαν οι φόρμες του και δεν μπορούσαμε τότε, να κατανοήσουμε και να απολαύσουμε με άνεση. Ο Δημήτρης Γέρος, ξεδίπλωνε την εικαστική του αγωνία και στην μετέδιδε με έναν τρόπο μάλλον μυητικό, καθόλου βαρύγδουπο, δίχως φιλοσοφικά βαρίδια ή μεταφυσικούς ζόφους. Ένα είδος ή μιας μορφής αυτοματισμού που αναγνωρίζουμε σε ορισμένες του συνθέσεις, δεν φέρουν μέσα τους την υπερρεαλιστική σκληράδα και απολυτότητα, αλλά την ρευστότητα μιας ελληνικότητας που ξέρει να αφομοιώνει και να μεταπλάθει κάθε τι που προσλαμβάνει το ξένο προς αυτήν, ενώ ταυτόχρονα, να μην το στραπατσάρει καταστρέφοντάς το. Να του προσφέρει την Ελληνική του διάσταση.
     Αντιγράφω στην ιστοσελίδα «Λογοτεχνικά Πάρεργα, την παρουσίαση της κυρίας Μαρίας Νταλιάνη, για την έκδοση «Δ. Γέρος» έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Βοιωτίας, αν και δεν κατόρθωσα να συναντήσω στο εμπόριο το λεύκωμα αυτό, όπως δεν κατόρθωσα να βρώ και το μελέτημα του ποιητή και εκδότη του περιοδικού «Πλανόδιο» Γιάννη Πατίλη, για τον Δημήτρη Γέρο, ο οποίος κοσμεί με δικά του σχέδια το οσάνω λογοτεχνικό περιοδικό. Κάτι που μας δείχνει τα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής. Δυό τεχνών παράλληλων στην ανίχνευση των μυστικών μονοπατιών των ονείρων του κόσμου. Αντιγράφω επίσης το εξαιρετικής ερμηνευτικής κείμενο του Δημήτρη Γέρου, που η πρώτη του δημοσίευση έγινε στο περιοδικό «Αντί» το αφιερωμένο στον νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και την εικαστική του παρουσία.    

Η επικοινωνία με το έργο ενός ζωγράφου
«Δ. ΓΕΡΟΣ». Σελίδες 137. Έκδοση: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Βοιωτίας.
     Ο νομάρχης Βοιωτίας κ. Ιωάννης Σταμούλης δείχνει με την έκδοση αυτή, που αποτελεί μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου, πως μέσα από τις προσφερόμενες δυνατότητες της Δευτεροβάθμιας Αυτοδιοίκησης μπορεί να αναδειχθούν θέματα πολιτιστικά και ένα άλλο πρόσωπο της περιφέρειας. «Τη σκυτάλη για την ανάλυση και για μια βαθύτερη επικοινωνία με το έργο του Βοιωτού ζωγράφου την παραδίδω στον επίλεκτο συμπατριώτη μας, επίσης Βοιωτό, τον ακαδημαϊκό ιστορικό και κριτικό Τέχνης Χρύσανθο Χρήστου», σημειώνει ο νομάρχης στο προλογικό του σημείωμα, και ποιος μπορεί να του καταλογίσει κακές προθέσεις επειδή σκέφτηκε να προβάλει με αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο τον τόπο του: Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της καλόγουστης έκδοσης, οι κόκκινες παπαρούνες, οι αθόρυβες γάτες, τα ψάρια και τα ζέπελιν-σχήματα επαναλαμβανόμενα στην παλέτα του Δημήτρη Γέρου δίνουν με «σαφήνεια την αξία της ρήξης του «οριστικού» και του «καθιερωμένου» οριοθετώντας το υπερρεαλιστικό. Στην έκδοση δημοσιεύονται, μεταξύ άλλων, κείμενα των Έκτωρα Κακναβάτο, Μαρίνου Π. Καλλιγά, Θωμά Γκόρπα, Άννας Καφέτζη, Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ, Dr. Hans- Gunther Sperlich, που αφορούν τη δουλειά του Βοιωτού καλλιτέχνη.
Μαρία Νταλιάνη,
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 1997, σελ. 25. Στην στήλη ΒΙΒΛΙΟ παρουσίαση.
--
Εικαστικές δημιουργίες του Δημήτρη Γέρου σε εξώφυλλα βιβλίων

- 01|07|2012 05:56
Ο γνωστός ζωγράφος και φωτογράφος Δημήτρης Γέρος έχει φιλοτεχνήσει τα εξώφυλλα δύο ποιητικών συλλογών που κυκλοφόρησαν πριν από λίγο καιρό.
Ο γνωστός ζωγράφος και φωτογράφος Δημήτρης Γέρος έχει φιλοτεχνήσει τα εξώφυλλα δύο ποιητικών συλλογών

Πρόκειται για τη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου με τον τίτλο «Κρυφός κυνηγός», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» και στεγάζει 16 ποιήματα.
Το δεύτερο βιβλίο είναι μια συλλογή από γαλλικά ποιήματα αποχαιρετισμού με τον τίτλο «Σα μουσική, τη νύχτα…» (εκδόσεις «Κέδρος»), σε επιλογή-μετάφραση Γιάννη Βαρβέρη.
Το τρίτο βιβλίο είναι της τ. υφυπουργού Ρούλας Κακλαμανάκη, έχει τον τίτλο «Από λέξη σε λέξη. Τόποι» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νέδα».
Μικρές ιστορίες για τα κρυφά αξιοθέατα πόλεων και τόπων της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ανάμεσά τους και πέντε κείμενα για τη Λέσβο με τον κοινό τίτλο «Ανάμεσα στη γαλήνη και στην ταραχή. Εικόνες σε κοντινό φόντο από της Λέσβου τη στεριά και τη θάλασσα». Τα κείμενα πλαισιώνει φωτογραφία του Δημήτρη Γέρου.
Αντιγράφουμε το κείμενο «Στο λιμάνι της Πέτρας»:
«Από πέτρα σε πέτρα πατώντας, στην πέτρα φτάνεις και στέκεις. Σ’ αυτήν την πέτρα και στην άλλη πέτρα…
Μια πέτρα που σηκώνεται και τρέχει με τον αέρα θα δεις στη θάλασσα της Λέσβου. Είναι η πέτρα που ριζώνει στο λιμάνι της Πέτρας.
Σαν μια αρχαία Θεά που τη φέρνει το φύσημα του ανέμου, και τρέχοντας πίσω μπρος, σαν να χορεύει, σαν να ταξιδεύει ασταμάτητα από θάλασσα σε θάλασσα, χωρίς να εγκαταλείπει το λιμάνι της Πέτρας. Μια λαμπρή Θεά και μια Μάγισσα από πέτρα που καλωσορίζει όλα τα πλοία.»
--

Ο Δημήτρης Γέρος για τον Οδυσσέα Ελύτη
·         Ένα από τα ωραιότερα άρθρα που έχουν γραφτεί για τον Οδυσσέα Ελύτη δημοσιεύτηκε την Κυριακή 7-4-2019 στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ.
Ο Δημήτρης Γέρος για τον Οδυσσέα Ελύτη

- 29|04|2019 12:09
Σε σχεδόν τέσσερις σελίδες ο σπουδαίος ζωγράφος γράφει ένα απλό, κατανοητό και προ παντός συγκινητικό άρθρο για την ζωγραφική του μεγάλου ποιητή χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί και στην αγαπημένη του Λέσβο.
Το 1992 ο Οδυσσέας Ελύτης, είχε ζητήσει από τον Δημήτρη Γέρο να γράψει ένα άρθρο για την ζωγραφική του προκειμένου να δημοσιευθεί σε αφιέρωμα του περιοδικού Αντί (τεύχος 492) και εκείνος ανταποκρίθηκε με χαρά. Καθώς εφέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Ελύτη, ο Γέρος θέλησε να μας το θυμίσει δημοσιεύοντας εκείνο το άρθρο αναθεωρημένο και συμπληρωμένο.

Ο εικαστικός Eλύτης: Οι οπτικές κυριολεξίες ενός ποιητή

Ασφαλώς ένας ζωγράφος βλέπει διαφορετικά τα εικαστικά έργα από έναν τεχνοκριτικό. Θα τολμούσα να πω, με κίνδυνο πάλι να παρεξηγηθώ, πως, στην πλειοψηφία τους, οι τεχνοκριτικοί αγνοούν την τεχνική της ζωγραφικής και συχνά συμβαίνει να παραπλανώνται από τις εικόνες, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με τους κριτικούς της λογοτεχνίες, αφού αυτοί έχουν να κάνουν με λέξεις που δύσκολα επιδέχονται παρερμηνειών. Όχι σπάνια, με αφορμή ένα διακοσμητικό στοιχείο στον πίνακα ζωγραφικής, ένα στοιχείο ασήμαντο, που η μόνη του σχέση με το έργο είναι να συμβάλλει στην ισορροπία των τομών προκειμένου αυτές να φανούν ιδανικές, οι τεχνοκριτικοί, δίνουν ερμηνείες που μπορεί να μην έχουν καμιά σχέση με το όραμα του δημιουργού. Αναλύουν στοιχεία της εικόνας και υμνούν δεξιοτεχνίες που μερικές φορές οφείλονται στη τύχη. Τα τυχαία αυτά, τα διακοσμητικά, που πλαισιώνουν το κυρίως θέμα του ζωγραφικού έργου, δεν γίνεται να ξεγελάσουν εύκολα έναν ζωγράφο. Αντιθέτως, ένας έμπειρος ζωγράφος (δεν εννοώ και σημαντικός) ενδέχεται να εντυπωσιασθεί από τα έργα ενός «άπειρου» συναδέλφου του τού οποίου η αισθητική και η ευαισθησία δημιουργούν εικόνες που -ακόμα κι αν τα μέσα τους είναι λιτά- συχνά συμβαίνει να αποτελούν σημαντικά εικαστικά έργα. Αυτά τα έργα ίσως να μην τα χαρακτηρίζει καμιά επαναστατικότητα ή κανένας νέος -ισμός, μπορούν όμως να ξεχωρίζουν από τα «έργα» έμπειρων μεν αλλά ατάλαντων δε εικαστικών. Εξ άλλου ο ταλαντούχος καλλιτέχνης φαίνεται κυρίως από την ικανότητά του να ξεχωρίζει το καλό-ωραίο από το κακό-άσχημο.
Βεβαίως χρειάζεται η τεχνική επάρκεια, όπως επίσης οι ευρύτερες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και η, όσο το δυνατόν, καλύτερη ενημέρωση για το τι συμβαίνει στον χώρο της Τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο καλλιτέχνης όμως που κρύβει μέσα του τη σπίθα που τον προκαλεί να εξωτερικευθεί θα τα καταφέρει ακόμη και χωρίς την τέλεια τεχνική κατάρτιση. Αυτό που νομίζω πως έχει ενδιαφέρον σε ένα δημιουργό είναι η ποιότητά του αυτή καθ’ εαυτή. Είναι ο μέσα του κόσμος, αυτός που εμείς οι τρίτοι δεν γνωρίζουμε, και ο οποίος τον αναγκάζει να αποκαλυφθεί, να ξεδιπλωθεί μέσα από τα έργα του. Αυτή η «αναγκαία ποιότητα» είναι που θα χρησιμοποιήσει το υλικό ακόμη και με ανορθόδοξους τρόπους προκειμένου να επιβληθεί. Τέτοια έργα έχουν πάντοτε ενδιαφέρον και δεν εξαρτάται η αποτύπωση τους στον καμβά ή στο χαρτί από την τεχνική, το μέγεθος, το υλικό κλπ. Διότι το μήνυμα, όταν προηγείται από τη σύλληψη της εικόνας, μας αφορά ιδιαίτερα, και επομένως θα απεικονισθεί με κάθε μέσον και με κάθε τρόπο. Για να φέρω ένα παράδειγμα η καταστροφή της Γκουέρνικα, που το μήνυμά της έχει αποδοθεί αριστουργηματικά από τον Πικάσο, νομίζω πως θα μετέδιδε το ίδιο ακριβώς ρίγος αν είχε προκαλέσει την έμπνευση δύο άλλων επίσης Ισπανών καλλιτεχνών, του προγενέστερου ρομαντικού Γκόγια ή του μεταγενέστερου ανεικονικού Τάπιες.
Πιστεύω πως το δημιουργικό άτομο θα αφήσει τη σφραγίδα του σε ό,τι και αν καταπιαστεί. Ένας ποιητής ή ένας συγγραφέας θα μπορούσε να ήταν εξ ίσου καλός ζωγράφος ή μουσικός. Αν κάποιος λ.χ. απαγόρευε σε έναν μουσουργό να συνθέτει μουσική και του επέτρεπε να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο, εκείνος θα επέλεγε μια άλλη από τις Καλές Τέχνες για να εκφραστεί και σε σύντομο διάστημα, όσο δηλαδή θα αρκούσε για να κατακτήσει τη νέα τεχνική, θα διέπρεπε.
Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του (Βίκτωρ Ουγκώ, Γκύντερ Γκρας, Ζαν Κοκτώ κ.ά.) νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί και με τη ζωγραφική. Ίσως επειδή έχει να μας πει κάτι ακόμη το οποίο νομίζει πως θα το προσλάβουμε καλύτερα από τον χρωστήρα του ή, ίσως, (και αυτό το θεωρώ περισσότερο πιθανό) γιατί αυτή η ενασχόληση τον διασκεδάζει. Η δημιουργία είναι χαρά, κι αυτό φαίνεται αμέσως στα έργα που έχει κάνει και τα οποία μπορεί κανείς να τα δει τυπωμένα με καλαισθησία σε μερικά από τα βιβλία του.
Από παιδί έβλεπε «την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική» και το πάθος του γι’ αυτήν εκδηλώθηκε αρχικώς με μερικά δημοσιευμένα δοκίμια. Εξ άλλου η συναναστροφή του με κάποιους σπουδαίους Γάλλους εικαστικούς, που τους γνώρισε μέσω του Τεριάντ στο Παρίσι, και η φιλία του με μερικούς Έλληνες στην Αθήνα, δεν ήταν τυχαία, ούτε ερήμην της κλίσεώς του προς τη ζωγραφική. Είναι επίσης γνωστό ότι στον ενθουσιασμό των πρώτων υπερρεαλιστικών του χρόνων, με οδηγό τα τρία Τ (Τέχνη-Τύχη-Τόλμηη), δημιούργησε κολάζ και «αντικείμενα» τα οποία επεδείκνυε με υπερηφάνεια στους φίλους του. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ποιητής, εκτός από τα κολάζ, δημιούργησε και έργα με υδροχρώματα ενώ έχει ακόμη κάνει μερικές ωραιότατες μονοκονδυλιές.
Για να επιτύχεις έργα με υδροχρώματα επιβάλλεται κατ’ αρχήν το έργο να υπάρχει εντελώς ολοκληρωμένο στη σκέψη σου. Επί πλέον χρειάζεται εμπειρία, γνώση του υλικού, επιδεξιότητα, ευκινησία και αποφασιστικότητα. Ό,τι ο χρωστήρας δημιουργήσει πρέπει να είναι οριστικό. Τα λάθη δεν επιτρέπονται γιατί σπανίως επιδιορθώνονται. Ή επιτυγχάνεις το στόχο σου με την πρώτη ή το έργο είναι για πέταμα. Αυτά, όσοι από τους λογοτέχνες δεν έχουν ζωγραφίσει ποτέ, δεν τα γνωρίζουν ούτε αντιλαμβάνονται την αγωνία της εικαστικής δημιουργίας που σε «ξυπνάει τις νύχτες ανήσυχα για κάποια απόχρωση του μωβ», και -μάλλον από κρυφό φθόνο- μερικοί βρίσκουν «εύκολα» τα εικαστικά έργα του Ελύτη, παρ’ ότι εκείνος προτίμησε να καταπιαστεί με δύσκολα υλικά προκειμένου να εκφράσει με εικόνες μερικά από τα οράματά του.
Ίσως από μια προσωπική κλίση προς τη λιτή έκφραση να ξεχώρισα με την πρώτη ματιά τις ζωγραφιές του (μιλώ κυρίως για τις γκουάς και τις ακουαρέλες) τις οποίες προτιμώ από τα έργα μερικών φίλων του ζωγράφων, οι οποίοι κατά καιρούς, φαίνεται πως τον έχουν εντυπωσιάσει. O ποιητής-ζωγράφος αναπτύσσει με τις εικόνες του μια «εικαστική» γλώσσα που έχει πολλά κοινά με την ποίηση του, ένα προσωπικό χρωματολόγιο (κυρίως στα έργα τα εμπνευσμένα από την Σαπφώ), επινοώντας έναν ιδιαίτερο τρόπο απλούστευσης της πραγματικότητας και της φόρμας που συχνά αγγίζει τα όρια μιας συμβολικής απλοϊκότητας. Δεν υπάρχει τίποτα το υπερβολικό σε αυτές τις ζωγραφιές στις οποίες διακρίνουμε συσχετισμούς ευρωπαϊκών σχολών με ορισμένες πλευρές της δικής μας παράδοσης. Όλα είναι μετρημένα με ακρίβεια, όλα ζυγισμένα σωστά, στη θέση τους, χωρίς κανέναν πλεονασμό.
Το θέμα του έργου είναι συνήθως ένα, παρουσιάζεται μόνο του και επιβάλλεται με στιβαρή απεικόνιση, αποφεύγοντας τη χρήση διακοσμητικών στοιχείων. Προσεγγίζει το ουσιώδες χωρίς καμιά χρωματική ή σχεδιαστική φλυαρία. Συμβαίνει συνήθως αυτό με τα έργα των αυτοδίδακτων καλλιτεχνών οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι, διδασκόμενοι επί μακρόν «τεχνοτροπίες», να τα μάθουν όλα και να τα εκφράσουν πάλι όλα μαζί σε έναν πίνακα.
Στις περισσότερες εικόνες του Ελύτη υπερισχύει η πρωταρχική σύλληψη της ιδέας του έργου και αυτό γίνεται σαφές αμέσως χωρίς να επιδέχεται παρερμηνείες. Για παράδειγμα: οι ερωτευμένες γυναίκες της «Σαπφούς» δηλώνουν ευθέως τους σκοπούς τους, το «Καράβι σε κήπο» είναι ολοφάνερο πως διαπλέει τας φιλύρας, «Τα φύλλα» είναι ζωντανά και τρισδιάστατα, «Τα νούφαρα» επιπλέουν σε ροζ και λουλακί ιριδισμούς, το άλλο «Καραβάκι» διασχίζει το βαθύ πέλαγος της Ανατολής, «Οι χορδές» πάλλονται ακόμη από το τελευταίο άγγιγμα του ποιητή (ή της μούσας του), στο πιάτο της «Καθαρής Δευτέρας» υπάρχουν οι ελιές, στο «Κάτοπτρο» δεν υπάρχει κανένα είδωλο για να μας ξαφνιάσει, «Τα βότσαλα» χοροπηδούν με τον φλοίσβο και «Τα ψάρια», οι ροφοί, ανεβαίνουν προκλητικά ως το παράθυρο.
Μια ξεχωριστή δύναμη χαρακτηρίζει τις ανεικονικές του συνθέσεις αποτελούμενες κυρίως από τετράγωνα και παραλληλόγραμμα σχήματα. Το βαθύ μπλε της θάλασσας με τις αποχρώσεις του, και όχι το γαλάζιο του ουρανού, είναι αυτό που τον ελκύει περισσότερο αποτελώντας και το κυρίαρχο θέμα : «Εγκόλπιο», «Μπλε και πράσινο». Σε άλλα πάλι το μπλε υπάρχει για να πλαισιώσει το κυρίως θέμα, όπως στο έξοχο «Μεταλλικό», ή παραλλάσσεται εντέχνως για να καταλήξει στο «Μαύρο σώμα». Με επιδεξιότητα επιτυγχάνει ιδανικές διαχύσεις της υγρής μπογιάς σε σπάνιους συνδυασμούς, ενώ το χρώμα τρέχει πάνω στο χαρτί, στροβιλίζεται, δημιουργεί εικόνες της φαντασίας και κυκλοφορεί λαμπερό από έργο σε έργο με την πολύχρωμη διαφάνεια του πελάγους. Το πάθος του για τα χρώματα και μια «χειροτεχνική» διάθεση που φαίνεται να είναι το έναυσμα αυτών των εικόνων (αλλά όχι και ο σκοπός) έχουν δημιουργήσει φόρμες και σχήματα άλλοτε ψυχρά και ακίνητα, άλλοτε θερμά και ευκίνητα/ευλύγιστα, όλα πάντως αποδοσμένα με ποικίλες αποχρώσεις σύμφωνα με την ευαισθησία και τη λυρικότητα του κορυφαίου ποιητή.
Οι ένθετες μεταξοτυπίες της «Σαπφούς» είναι αναπαραγωγές από διαφανογραφίες, όπως είχε ονομάσει ο Ελύτης αυτά τα έργα, που έκανε το 1968 εμπνευσμένος από τα ποιήματα της επίσης μεγάλης Λέσβιας ποιήτριας, που τυπώθηκαν αργότερα σε 77 μόνον αντίτυπα εκτός εμπορίου. Με την αναμφισβήτητη εικαστική τους υπόσταση, τα λαμπερά τους χρώματα και την εξαιρετική εκτύπωση, αυτές οι μεταξοτυπίες είναι τόσο ελκυστικές-ερεθιστικές, που οι φιλότεχνοι, προκειμένου να τις αποκτήσουν, θα έπρεπε να τις κλέβουν ο ένας από τον άλλον. Τοπία και γυναίκες της Λέσβου απεικονίζονται εδώ σε ευρηματικές συνθέσεις, αποδοσμένες, παρά τα έντονα, σχεδόν κραυγαλέα, χρώματα σε πλήρη αρμονία. Μάλλον από αδιαφορία και περιφρόνηση για τους κανόνες και όχι από άγνοια, και επειδή έτσι άρεσε του ποιητή, βγήκαν στην επιφάνεια αυτές οι τολμηρές συνθέσεις που θα τις ζήλευαν ακόμη και οι πλέον φανατικοί εκφραστές της ποπ αρτ. Γυναίκες σε «μια άκρα ησυχία» άλλοτε γυμνές, με σώματα σε αποχρώσεις του ροζ ή της ώχρας, που περιποιούνται η μία την άλλη, κι άλλοτε ντυμένες να συζητούν, να χειροτεχνούν ή να υποδέχονται κατσίκες, κάτω από ένα φως που μοιάζει να διαχέεται στον χώρο από διαφορετικές πηγές, έτσι ώστε κορμιά και αντικείμενα να χάνουν τον όγκο τους και χωρίς σκιές να μας δίνουν την εντύπωση πως αιωρούνται πάνω από το έδαφος. Το ίδιο αυτό φως, συχνά σκληρό και ανελέητο, που ασφαλώς δεν πηγάζει από τη μωβ πανσέληνο της Μυτιλήνης (όπως αυτή εικονίζεται σε μια από τις μεταξοτυπίες) ανατρέπει την προοπτική των τοπίων του δίνοντάς μας τη ψευδαίσθηση ότι όλα κινούνται, οι χώροι αναποδογυρίζονται, οι θάλασσες χύνονται στον ουρανό και ότι ο ουρανός είναι προέκταση της θάλασσας. Ψευδαισθήσεις που ζούμε καθημερινά τα μεσημέρια του θέρους όλοι εμείς που κατοικούμε στη Λέσβο.
Όσο παρατηρώ τα έργα του, τόσο περισσότερο τα εκτιμώ. Και δεν είναι καθόλου η «συγκίνηση» το μοναδικό μου κριτήριο, αφού πιστεύω πως αυτά δεν έγιναν για κανέναν άλλο λόγο παρά για να ευχαριστήσουν τον δημιουργό τους. Αυτός εξάλλου θα έπρεπε να είναι και ο πρώτος λόγος για δημιουργία. Στις ζωγραφιές του δεν διακρίνω καμιά ιδιοτέλεια, κάτι που δεν νομίζω να συμβαίνει συχνά με τους πίνακες των επαγγελματιών ζωγράφων. Γι αυτό και έχουν γίνει σε μικρές διαστάσεις και δεν βγήκαν ποτέ προς πώληση.
Με τα κολάζ του Ελύτη έχει ασχοληθεί διεξοδικά ο Ευγένιος Αρανίτσης στο βιβλίο «Το δωμάτιο με τις εικόνες» και επομένως δεν χρειάζεται τώρα να αναφερθώ σ’ αυτά. Θα ήθελα όμως να κάνω μνεία σε μια από τις υδατογραφίες του, που παρ’ ότι δεν εντάσσεται σε καμιά από τις επί μέρους θεματικές ενότητες αυτής της σειράς εν τούτοις συνδυάζει πολλά από τα στοιχεία τους. Πρόκειται για τον «Φυλλένιο», ένα έργο για το οποίο δεν γνωρίζω ποια η σχέση του με τον τίτλο, πού τα φύλλα και ποιο το φύλο του. (Εδώ θα έπρεπε να έρθουν οι τεχνοκριτικοί να μας διασκεδάσουν). Παρά ταύτα είναι μια πολύ ωραία ζωγραφική, άρτια, ισορροπημένη, διάφανη, γεμάτη κίνηση, με θαυμάσιους συνδυασμούς του κυπαρισσί και πολυάριθμες αποχρώσεις του κίτρινου και της ώχρας.
Οι εικόνες του Ελύτη, που φαίνεται πως «ανεβαίνουν από το βυθό των ποιημάτων του στην επιφάνεια» του χαρτιού, δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση με τον κόσμο του υπερρεαλισμού. Τα μόνα έργα που παραπέμπουν στην αυτόματη γραφή της πρώτης νεότητας του ποιητή, είναι οι μονοκονδυλιές. Σύστοιχες προς τα ζωγραφικά του «Φύλλα», «Πλατύφυλλα», «Φυλλόδενδρα» κ.ά. εμπεριέχουν την δεξιοτεχνία του ταλαντούχου ταχυδακτυλουργού από την πένα του οποίου, με μια κίνηση, σε κλάσματα δευτερολέπτου, θα ξεπηδήσουν υπερμεγέθη φύλλα σπάνιων ή άγνωστων ποικιλιών, παλλόμενα από το απογευματινό αεράκι που δροσίζει το δωμάτιο του ποιητή στις παρυφές του Λυκαβηττού.
--
ΥΓ. η πρώτη γραφή του κειμένου του εικαστικού Δημήτρη Γέρου για το ζωγραφικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΑΝΤΙ" Ειδική Έκδοση περίοδος Β΄ τεύχος 492/ Πέμπτη 23 Απριλίου-Πέμπτη 14 Μαϊου 1992, ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ, σελ.44-46. 
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 13 Ιουλίου 2019
37 χρόνια μετά, και η εικαστική μνήμη εξακολουθεί να παραμένει ζώσα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου