Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Κείμενα για το εικαστικό σύμπαν του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη


Άρθρα για το εικαστικό σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη

Ο Ελύτης και η ζωγραφική

Του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα
Προδημοσίευση, εφημερίδα «Το Βήμα» 4/3/1990
       Γύρω στη δεκαετία του ’30, στην Ελλάδα, κάποιοι ζωγράφοι και κάποιοι γλύπτες ανακάλυψαν καινούργιες εκφραστικές μορφές και δημιούργησαν συν τω χρόνω εν μέρει σε ό,τι επιζούσε ακόμη από τη Βυζαντινή Τέχνη, εν μέρει σε στοιχεία της λαϊκής τέχνης, αλλά και σε μνήμες από την Αρχαιότητα και την Αναγέννηση-όλ’ αυτά συντεθειμένα σ’ ένα οργανικό σύνολο, κάτω απ’ τον ήλιο της ελευθερίας, του λυρισμού και της αφαίρεσης.
      Μέσα σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σ’ αυτόν τον χώρο, βρήκε-πιστεύω-ο νεαρός τότε Ελύτης την τροφή που αναζητούσε, την παιδεία και τα πρότυπα που συνέτειναν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η ποίησή του είναι γεμάτη εικόνες. Οι στίχοι του βρίθουν τόσο από εικόνες, ώστε κι εγώ ο ίδιος αναγκαζόμουνα συχνά να σταματάω, στην επιθυμία μου να εικονογραφήσω τα ποιήματά του και ιδιαίτερα το «Άξιον Εστί», για το οποίο είχα κάνει κάποια προσχέδια.
     Από την άλλη, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τους δεσμούς του Ελύτη με το νησί των προγόνων του, τη Λέσβο. Σε εκείνην οφείλει τα πρώτα του καλλιτεχνικά ερεθίσματα: το έργο του Θεόφιλου, αυτού του απλού, αδόλου, γνήσιου και αυτοδίδακτου ανθρώπου, που ζωγράφιζε ακούραστα τα γνώριμα τοπία του νησιού του, γοητευτικές αγροτικές σκηνές, συγκινητικές ιστορίες αγάπης. Αργότερα ο Τεριάντ συνδέθηκε με τον Θεόφιλο και τον βοήθησε προσφέροντάς του χρήματα, χρώματα και τελάρα για να ζωγραφίζει. Ήταν η εποχή που ο Τεριάντ άρχιζε να οργανώνει το Μουσείο του στη Λέσβο-και ο Ελύτης, που θαύμαζε τις εκπληκτικές του εκδόσεις, γνωρίστηκε μαζί του στενά.
     Η αγάπη του για τη ζωγραφική έκανε τον Ελύτη να γίνει ζωγράφος κι ο ίδιος. Εξέθεσε, πριν αρκετό καιρό, μια σειρά από ενδιαφέροντα κολλάζ, που τα θέματά τους συγγενεύουνε πολύ με τα θέματα της ποίησής του. Φαίνεται να τον έχει συνεπάρει αυτός ο κόσμος της Μεσογείου, με τον γλαυκό ουρανό, τη γαλάζια θάλασσα, τα βράχια και τους κάκτους, όπου ο άνεμος σφυρίζει, ο πυρωμένος ήλιος σε διαπερνά και η σιωπή μεταμορφώνει και ξυπνά το δαίμονα του μεσημεριού.
     Ένα άλλο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια, αποκαλύπτει μια πλευρά του εντελώς διαφορετική. Πρόκειται για μια πολυτελή έκδοση των ποιημάτων της Σαπφώς, που τα έχει εικονογραφήσει ο ίδιος. Εδώ ο Ελύτης απέφυγε να χρησιμοποιήσει κομμάτια από εικόνες περιοδικών με έντονα χρώματα, όπως έκανε παλιότερα, και μας έδωσε έργα εξαίρετα, γοητευτικά και αναπάντεχα.
(«Ο Ελύτης και η ζωγραφική» του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα περιλαμβάνεται στο τεύχος της «Λέξης» που κυκλοφορεί στο μέσον της ερχόμενης εβδομάδας. Δημοσιεύονται επίσης το χειρόγραφο ενός παλιού ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη καθώς και κείμενα των Γιάννη Τσαρούχη, Αλέξανδρου Αργυρίου, Κώστα Καζάκου, Αντώνη Δεκαβάλλε, Φαίδων Πατρικαλάκι, Θανάση Παπαγεωργίου, Θανάση Νιάρχου, Ευγενίου Ο’ Νηλ, Ελία Κανέττι, Τζων Απτντάικ κ. ά.)
--
Η εικαστική, εναλλακτική γλώσσα

Ο Οδυσσέας Ελύτης αθροίζει στα κολάζ του θραύσματα από το προσωπικό, φανταστικό του μουσείο.
Εφημερίδα «Η Καθημερινή» 19/3/1996
     Τα εικαστικά έργα του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα όχημα ξενάγησης στα ποιήματά του. Θραύσματα μνήμης, σπαράγματα ποιητικής, εναλλακτική γλώσσα, έμφαση στο σημαίνον, η μεγάλη παράδοση του κολάζ που ξεπήδησε από τα πρώτα καλλιτεχνικά ξεσπάσματα του αιώνα. Η σημασία της φαντασίας και η σαρωτική ορμή της αισιοδοξίας. Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε δει από νωρίς τον διάλογο οικειότητας ανάμεσα στην ποίηση και στη ζωγραφική. Γι αυτό τα δικά του ζωγραφικά έργα είναι περισσότερο «πλήρη» όταν συνδιαλέγονται με τα ποιήματά του στις σελίδες μιας συλλογής.
      Η εγκατάσταση του Ελύτη στο Παρίσι, το 1948, ήταν ένα γεγονός μεγάλης βαρύτητας για τη σχέση του με τη ζωγραφική. Εκεί, ως Έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής γνωρίζει τον Τεριάντ, με τον οποίο συνδέεται με στενή φιλία, και καλλιεργεί βαθύτερα την έλξη που ασκούσε πάνω του η ζωγραφική. Γνωρίζει τον Πικάσο (είχε γράψει ένα ποίημα για τον Πικάσο πριν τον γνωρίσει), τον Λεζέ, τον Σαγκάλ (ο πρώτος και μόνος ζωγράφος που του μίλησε αποκλειστικά για ποίηση), τον Ματίς, τον Τζακομέτι, τον Σαρ… Πλησιάζει την ουσία του έργου τους και αρχίζει να βλέπει πια χειροπιαστά τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής ως συγκοινωνούντα δοχεία.
     «Από παιδί έβλεπα την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική», είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Αντί», συνομιλώντας με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου τον Μάρτιο του 1992. «Κάτι που για την Ελλάδα είναι λίγο παράξενο. Ενώ στη Γαλλία οι ποιητές είχαν περίπου πάντοτε μια πολύ στενή σχέση με τους ζωγράφους, όχι απλώς ότι αγαπούσαν τη ζωγραφική, αλλά η λειτουργία τους αφορούσε την οπτική άποψη του κόσμου στην ποίηση και τη ζωγραφική, πράγμα που συνέβη με τον Baudelaire  Appolinaire  Reverdy».
     Ο Οδυσσέας Ελύτης αθροίζει στα κολάζ του θραύσματα από το προσωπικό,  φανταστικό του μουσείο, όπως και ο Μαξ Έρνστ συγκολλούσε με αφηγηματικό ειρμό οικεία-ανοίκεια στοιχεία της φαντασίας και της καθημερινότητας. Για τον Ελύτη, τα όρια ανάμεσα στα γεωγραφικά τοπία, τις χρονικές περιόδους, τα φυσικά και μεταφυσικά πρόσωπα καταλύονταν στα κολάζ του, όπου το λευκό του κύματος, το αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο, η βυζαντινή ώχρα, το πορφυρό οικοδομούν το αόρατο. Σιωπές, επεισόδια, σχήματα, εντάσεις, «μια ερωτική σύσπαση των αισθήσεων, μια αστείρευτη βουλιμία για το μεταφυσικό».
     Ο ίδιος ο ποιητής, που ενασχολήθηκε παράλληλα με τα κολάζ και με την υδατογραφία, αλλά και με gouaches και μονοκοντυλιές, πίστευε ότι οι αισθητικές της ζωγραφικής τον βοήθησαν στη σύνθεση των ποιημάτων «και στην ολοκλήρωση μορφών με εικόνες που η μία συναρμόζεται στην άλλη, ακριβώς όπως συνέβη στο φαινόμενο της μοντέρνας ζωγραφικής».
      Σαν «οπτική επαλήθευση» της ποίησής του, η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη μοιάζει να αναδύεται από τον βυθό των ίδιων των ποιημάτων του….
Πηγές:
1.Περιοδικό «Αντί» (τεύχος 492. 24.4.92). «Συνομιλία με τον Οδυσσέα Ελύτη» και Δημήτρη Γέρου «Ο εικαστικός Ελύτης».
2.Αφιέρωμα «Κ»-«Επτά Ημέρες» (25.9.94).  Ευγένιος Αρανίτσης «Ο καιρός» και Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα «Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη».
--
Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη

Της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, Διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης καθηγήτριας στην ΑΣΚΤ
Εφημερίδα «Η Καθημερινή» Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1994, σ.25-26
      Είναι γνωστό: το μυστικό κλειδί της ποίησης είναι η «αναπαρθένευση» του λόγου, που τον έχει φθείρει η καθημερινή συναλλαγή. Ο φθαρμένος λόγος θαμπώνει το κρύσταλλο που μας χωρίζει από τον κόσμο, τον κάνει αδιαφανή, αδιαπέραστο. Κυρίως όμως κρύβει το θαύμα, την ομορφιά, την αποκάλυψη. Και η ποίηση δεν έχει άλλο προορισμό από το να μας αποκαλύπτει το θαύμα. Που μπορεί να κρύβεται πίσω από το καθημερινό, το κοινότοπο ή το οικείο.
     Ο ποιητής, αν είναι άξιος ιεροφάντης, μεταχειρίζεται τις λέξεις σαν ξόρκια, που διαλύουν την αιθάλη και ξαστερώσουν την όραση, που μεταβάλλουν το γνώριμο και κοινό σε ανοίκειο και συναρπαστικό, το ασήμαντο σε σημαίνον ή πολυσήμαντο.
     Αυτή ήταν αείποτε η λειτουργία της ποίησης. Μια αδιάκοπη μαγική εξερεύνηση του κόσμου, του πάνω και του κάτω, του μέσα και του έξω, του εντεύθεν και του εκείθεν. Γιατί η ποίηση κινείται με όχημα όχι φυσικό αλλά υπερφυσικό. Δεν επινόησαν τυχαία τον Πήγασο οι Αρχαίοι. Η μοντέρνα ποίηση προχώρησε ακόμη πιο μακριά στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γκρέμισε τις παρενθέσεις που χώριζαν το υπαρκτό από το ανύπαρκτο, την πραγματικότητα από τη φαντασία, τη ζωή από το όνειρο, το συνειδητό από το ασυνείδητο και το υποσυνείδητο. Ο ποιητής έγινε πολίτης των αισθήσεων και των παραισθήσεων, υπήκοος με ίσα δικαιώματα στο βασίλειο της ημέρας και της νύχτας, του φυσικού, του υπερφυσικού και του μεταφυσικού κόσμου.
Κατάργηση στεγανών
     Η τέχνη διαδραμάτισε ανάλογο ρόλο από τότε που δημιουργήθηκε. Όχι δεν ήταν ο σκοπός της η τυφλή μίμηση, η αναπαράσταση του κόσμου, και ας το διακήρυσσαν οι θεωρητικοί. Κάθε φορά, ανάλογα με την εποχή, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη, μας άνοιγε άλλες προοπτικές, άλλα παράθυρα στον κόσμο. Η μοντέρνα τέχνη-όπως η σύγχρονη ποίηση-κατεδάφισε τα στεγανά ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, το ρητό και το άρρητο, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο. Αυτή είναι η προσφορά της, το δώρο της στον πολιτισμό.
     Το collage επινοήθηκε από τους κυβιστές, από τον Μπράκ και τον Πικάσο, το 1912. Η αναζήτηση τους ήταν κατά κύριο λόγο πλαστική ΄ το βάρος έπεφτε στη σημαίνον, όχι στο σημαινόμενο. Τις πολύπτυχες δυνατότητες του κολάζ τις ανακαλύπτουν και τις εκμεταλλεύονται οι ζωγράφοι του Ντανταϊσμού και αργότερα του σουρεαλισμού. Ο πολυμήχανος Μαξ Έρνστ (1891-1976) συναρθρώνει στα ντανταϊστικά κολάζ του μηχανικά και οργανικά μέλη μαζί με τα σπαράγματα της καθημερινότητας ΄ συνοικίζει στον ίδιο χώρο σχέδια και φωτογραφίες. Χρησιμοποιεί την προοπτική όχι σαν όργανο πειθαρχίας του ορατού, αλλά σαν μοχλό ανατροπής των μηρυκαστικών συνηθειών του βλέμματος. Συνοδεύει, τέλος, τις αναγεννημένες εικόνες του με ποιητικά σχόλια, που δεν παύουν να αιφνιδιάζουν με αλυσιδωτές εκπλήξεις.
Συνθετικά στοιχεία
      Τα «εικαστικά» του «μυθιστορήματα» συνεχίζουν μετά το 1929 να εξερευνούν τις απέραντες δυνατότητες του κολάζ («Η γυναίκα με τα 100 κεφάλια» ή η «Γυναίκα χωρίς κεφάλι» -“Femme 100 fetes- ανάλογα με το πώς ακούγονται, το «Όνειρο ενός κοριτσιού που ήθελε να γίνει καρμελίτισσα», «Τα εφτά θανάσιμα στοιχεία», «Μια βδομάδα καλοσύνης») «αφυπνίζοντας το βιβλίο από τον αιωνόβιο ύπνο του», όπως παρατήρησε ο Αντρέ Μπρετόν. Τα συνθετικά στοιχεία των συγκολλημένων αυτών αφηγήσεων ανθολογούνται από χαρακτικές εικονογραφήσεις ρομαντικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα. Η νέα σύνταξη προτείνει έναν αφηγηματικό ειρμό, που προβάλλει αδιάκοπα τις μακάριες συνήθειες του ματιού και της λογικής.
     Αν βραδυπόρησα σ’ αυτό το παράδειγμα, είναι γιατί πιστεύω ότι ο Μαξ Ερνστ (βλ. «Ανοιχτά χαρτιά», σ. 121 και 277) υπήρξε ένα ερεθιστικό, αλλά διόλου γι’ αυτό δεσμευτικό πρότυπο, όχι μόνο για τον Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και για τον φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο. Διαβάζοντας την πρόζα του Εμπειρίκου, έχω συχνά την αίσθηση ότι ψηλαφώ τις εικόνες του Μαξ Ερνστ. Οι ήρωές του μοιάζουν αντλημένοι από εικόνες ρομαντικών εικονογραφήσεων με ρούχα εποχής και συχνά η καθαρεύουσα που χρησιμοποιούν μεταφέρει στο λόγο το ύφος της περιβολής τους.
     Ο Οδυσσέας Ελύτης αγαπάει επίσης τον Μαξ Ερνστ και, όπως ομολογεί, κοινώνησε με τα έργα του και αισθάνθηκε τη γοητεία του από νωρίς. Για τον Ελύτη, το κολάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων, αγάλματα και μέλη ναών, τα λευκά του ασβέστη και του γάλακτος, από ένα στίχο της Σαπφώς. Η Ακρόπολη, η Πομπηία και η Αγία Σοφία.
Ξενάγηση στην ποίηση
     Ο υπερρεαλισμός προγύμνασε τον Ελύτη να υπερπηδά τα σύνορα, τα γεωγραφικά και τα χρονικά. Ορεινά και θαλασσινά τοπία συνεισχωρούν το ένα στο άλλο. Η Ελλάδα υγρή και στερεή, ναυτική και ορεσίβια συνυπάρχει σ’ έναν ειρηνικό συγκρητισμό, όπως συγκατοικούν φίλια τα τοπία της μνήμης. Το ίδιο και ιστορία καταλύει αλληλουχίες και πρωθύστερα στα κολάζ του Ελύτη. Κούροι και άγγελοι, κόρες και άγιοι αγναντεύονται και νεύουν μέσα σε μια συγχρονία, όπου οι διχασμοί τα διλήμματα, τα ιδεολογήματα, δεν έχουν καμιάν ισχύ.
     Τα κολάζ του Ελύτη σε ξεναγούν στην ποιητική του. Προτείνουν μια οπτική ανάγνωση των τρόπων της ποίησής του. Γι’ αυτό την καλύτερη φιλοξενία τους την βρίσκουν πλάι-πλάι στους στίχους του, μέσα στα βιβλία του.
      Γνωρίζοντας τη σχέση του Ελύτη με την ποιήτρια της πατρώας Λέσβου, την Σαπφώ, σκέφτομαι πως το κολάζ ο ποιητής του Αιγαίου το αγαπάει και για έναν ακόμη λόγο: η ποίηση της Σαπφώς έφτασε ως εμάς σε σπαράγματα. Σπαράγματα, όπου οι λογικοί αρμοί χάνονται και μένουν μόνες αστραφτερές λέξεις, έκπαγλες εικόνες, που γίνονται ακόμη πιο μαγικές στην απρόοπτη τώρα συμπαράθεσή τους, σαν ένα μωσαϊκό από τρελά νοήματα, αισθήματα, κραυγές, χρώματα, άνθη, αρώματα.
Γεωμετρία στίχου
      Διαβάζοντας τη σύνταξη της εικόνας, κατανοώ τη μέριμνα του ποιητή για την κρυφή γεωμετρία του στίχου. Τίποτε δεν είναι τυχαίο: Όλα σταθμισμένα, όλα εναρμόνια. Και οι ζαβολιές φρόνιμες, οι ασυμμετρίες αντιζυγιασμένες.
     Έμμονες εικόνες, τα κορίτσια, γυμνά ή ημίγυμνα. Έμμονα χρώματα, το λευκό, το πορφυρό, το γαλάζιο, η ώχρα. Ή μετωνυμικά: ο ασβέστης, η θάλασσα και το λουλάκι, η φωτιά, μια κόκκινη βάρκα, το χρυσό δέρας των κοριτσιών, το ξερό χόρτο, νεοκλασικές προσόψεις.
     Με θραύσματα του ορατού, ο Ελύτης συχνά οικοδομεί το αόρατο. Τα αφηρημένα κολάζ του αφήνουν να διαφανεί μια σπονδύλωση πιο ισχυρή. Μεγάλες σιωπές εναλλάσσονται με επεισόδια, σχήματα ήρεμα εμψυχώνονται από αιφνίδιες εντάσεις.
       Στην υδατογραφία, που ασκεί πιο συστηματικά στη δεκαετία του ’80 ο ποιητής, παράλληλα με τα πιο αφηρημένα κολάζ, αναδεικνύεται σε αυθεντικό ακόλουθο του Πάουλ Κλέε. Συνθέσεις με γεωμετρική αρμοδεσία, όπου εισχωρεί πάντα ένα ζωοφόρο στοιχείο ανησυχίας ΄ ένα ανεπαίσθητο αεράκι, φυλλώματα, ιστία, ιμάτια που ανεμίζουν. Η τεχνική πειθαρχεί στη ρευστότητα του υλικού, στην πύκνωση και αραίωση της χρωστικής ύλης, στις αλχημικές κράσεις των χρωμάτων, στις ενδιάμεσες σιωπές και στα αβρά περάσματα από τον έναν τόνο στον άλλον. Το χρώμα, κυματιστό και διάφανο και ιριδίζον, λάμπει, άλλοτε σαν βυθός ηλιοχαρής και άλλοτε σαν πολύτιμο πετράδι.
     Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια οπτική επαλήθευση της ποίησής του. Ο δεύτερος όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η πλατωνική συγγυμνασία των αισθήσεων ΄ αισθήσεων που έχουν ασκηθεί να συλλαβίζουν τα σκιρτήματα της φύσης και να αποκρυπτογραφούν τα μυστικά της τέχνης σε μια κλίμακα ασυνήθιστη για την ελληνική δημιουργία.
--
«Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!

Σημειώσεις:
    Μεταφέρω τρία ενδεικτικά άρθρα, του κυρού ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης κυρίας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, και ένα ανώνυμο από την εφημερίδα «Η Καθημερινή», που μας δείχνουν με απλό και καθαρό τρόπο την άρρηκτη και στενή σχέση του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη με τον κόσμο των πλαστικών τεχνών. Τα συγκοινωνούντα δοχεία των δύο ισόμοιρων και ευανάγνωστων πλευρών του έργου του και των μεταφυσικών οραμάτων του. Το κοινό μεθυστικό μονοπάτι της καλλιτεχνικής έκφρασης του έλληνα ιεροφάντη ποιητή. «ο αυτούσιος πηγαιμός» προς το Φως. «Το ξάστερο συναίσθημα» που εκπορεύεται από το φως της ποίησης και της ζωγραφικής. Του Λόγου και της Όψης. Το φωταυγές και ελπιδοφόρο ελληνικό ερωτικό σύμπαν της ποίησής και της ζωγραφικής του. Τον οραματισμό των κοινών επίγειων αισθήσεών του, πριν «Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της». Ο διττός καημός της ουτοπίας του μέλλοντος που εικονοποιείται αντιστικτικά μέσα στην ποίηση και τις εικαστικές του συνθέσεις. Ο έλληνας κήρυκας των μυστικών πανάρχαιων αχών της ιστορίας του κόσμου, των ψιθύρων της φύσης. «Νυν Νύν το μηδέν και αιέν ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας». Ο πλώιμος πόρος των λέξεων και των χρωμάτων προς το ανέσπερο φως του έρωτα. Η τεκμαρτή ανατολή των αισθήσεων ενός ακριδοκτόνου. Οι κοινές των οραμάτων παρομοιώσεις από ένα ναυτάκι της ποίησης. Η φωσφορίζουσα αρετή του κόσμου μέσα στην ποίηση και η καταυγάζουσα ομορφιά του Λόγου που αποτυπώνεται πάνω στην εικόνα. Η κοινή καλλονή της μνήμης ενός έλληνα συντοπίτη του Θεόφιλου. Ο παράλληλος αίνος των ελληνικών διαδημάτων ενός τρόπου ζωής «ουκ έστιν ώδε». Το διιπετές απάγκιο των ευαισθησιών μας. Ο ποιητής και ζωγράφος ενός ελληνικού σύμπαντος που δεν παύει να μας μνημονεύει: «όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Το έργο του, είναι η μελαγχολική μας νοσταλγία. Το πάθος του χαμένου έρωτος των γήινων οραμάτων. Το κρυφοκαίων όνειρο της ελληνικής μετώπης του τρόπου βίου μας. Οι σωρείτες των λάμψεων του κήπου που μας βλέπει. Το αγγέλιασμα της πρωταρχικής λησμοσύνης. Το βλέμμα που υπερίπταται των πάντων. Ο Ευαγγελισμός των πληγών της ποίησης και της ζωγραφικής.
     Διαβάζουμε το μικρό κείμενο ενός καταξιωμένου και σημαντικού ζωγράφου, το εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο της διευθύντριας, τεχνοκριτικού και καθηγήτριας στην ΑΣΚΤ, και ενός ανωνύμου κριτικού βλέμματος, που μας μιλούν για την σχέση των δύο τεχνών, όπως τις συγκέρασε, επεξεργάστηκε, οργάνωσε, σπούδασε και απόδωσε διττά ο νομπελίστας ποιητής. Άρθρα συγκεφαλαιωτικά των προθέσεων του ποιητή και ζωγράφου, καίρια και ουσιαστικά, διαφωτιστικά των παράλληλων σχέσεων και αλληλεπιδράσεων των κοινών υπερρεαλιστικών οραμάτων ενός έλληνα δημιουργού, ο οποίος βάδισε τα ιερά και μυστικά χώματα της ποίησης και της ζωγραφικής ανέτως, χρησιμοποιώντας το κοινό τους λίπασμα σαν πρώτη ύλη στις πνευματικές του μοναχικές οδοιπορίες, στα μονοπάτια του υπερρεαλιστικού και ελληνικού μύθου της θέασης του κόσμου.
 Αυτοί που διαβάζουν το σύνολο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, γνωρίζουν την αδιάρρηκτη σχέση του ποιητικού με τον ζωγραφικό του λόγο, την αλληλεπίδραση και κοινή γλωσσική τους συνομιλία, το κοινό λεξιλόγιο της έκφρασής του, της εκδίπλωσης των οραμάτων του, των προφητικών και αισθητικών του εξερευνήσεων.
«Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημασία της
Θ’ ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 22 Ιουλίου 2019
Οσίας Μαρίας της Μαγδαληνής
ΥΓ. 
Τα αποσπάσματα του εξόριστου Ποιητή είναι από τις συλλογές  Προσανατολισμοί και  Άξιον Εστί.


                           



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου