Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Για μια Realpolitik της Αντεξουσίας


Για μια Realpolitik της Αντεξουσίας
Του Νίκου Παναγιωτόπουλου,
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», στα Πρόσωπα 21ος Αιώνας τχ. 99/27-1-2001, σ.34

     Μπροστά στις μεθοδευμένες διαδικασίες και τους συστηματικούς μηχανισμούς επιβολής του νεοφιλελευθερισμού, πόσες φορές οι καθαροί διανοούμενοι δεν διαπίστωσαν πόσο παρωχημένες είναι οι δικές τους μορφές δράσεις σε σχέση με τις αποτελεσματικές μορφές συμβολικής παρέμβασης από μέρους των κυρίαρχων, μορφές οι οποίες επιπλέον υποστηρίζονται από τις πολυεθνικές εταιρείες συμβολικής παραγωγής. Και πόσες φορές οι ίδιοι οι διανοούμενου δεν νοστάλγησαν την αυτονομία του μικρόκοσμου τους ή δεν τρομοκρατήθηκαν μπροστά στα αποτελέσματα της καθιερωμένης πλέον ετερονομίας στον χώρο τους όταν, αναζητώντας πολλές φορές απελπισμένα, τη διεθνή επαφή και υποστήριξη για τον συντονισμό των προσπαθειών αντίστασης ενάντια στη χειραγώγηση που διενεργούν οι μηχανισμοί διάχυσης των σχημάτων της νεοφιλελεύθερης σκέψης, για άλλη μια φορά διαπίστωσαν πόσο απομονωμένοι, πόσο περιχαρακωμένοι, πόσο ανοχύρωτοι και απροετοίμαστοι είναι μέσα σ’ αυτό το «παγκόσμιο χωριό γνώσης».
Υποστηριζόμενοι από τους γενναιόδωρους μαικήνες, τους βιαστικούς δημοσιογράφους και τον πολιτικό δεσποτισμό, οι υπερασπιστές της επιστροφής της αφήγησης και της μυθοπλασίας που αναπαράγουν το πραγματικό, στον χώρο της λογοτεχνίας, οι υπερασπιστές του περιορισμού της ζωγραφικής στη διαχείριση του χρώματος και του πινέλου, στον χώρο της τέχνης και οι υπερασπιστές του ατέρμονου σχολιασμού του «τέλους της ιστορίας» στον χώρο της φιλοσοφίας, διευκολύνουν τη σημαία της «ελευθερίας» του νεοφιλελευθερισμού, να κυματίσει ως η πολιτικά αναμάρτητη πρωτοπορία του σημερινού ιμπεριαλισμού.
Σήμερα, λοιπόν, που οι περισσότεροι «διανοούμενοι» επιβιώνουν μέσα στο σιωπηλό θόρυβο της «περιόδου της παλινόρθωσης», στην οποία έχουμε εισέλθει εδώ και καιρό, ανακαλύπτει εύλογα και πρέπει να επαναδιατυπωθεί επιτακτικά και χωρίς αναβολές, το ζήτημα της αναγκαιότητας για μια νέα αποτελεσματική διεθνοποιημένη κοινότητα διανοουμένων. Ένα ζήτημα, βέβαια, που δεν αφορά καθόλου και σε καμιά περίπτωση όλους εκείνους τους διανοούμενους των Μέσων, οι οποίοι με χαρακτηριστική άνεση και ευκολία, περνούν από τον «κομφορμισμό της ανατροπής και της επιβεβλημένης επαναστατικότητας» στον «κομφορμισμό της συναινετικής ενσωμάτωσης» κυρίως με την ακαδημαϊκή και μιντιοκρατική μορφή που αυτός λαμβάνει, όπως θα έλεγε ο J. Bouveresse.
Πράγματι, η επώδυνη αδυναμία των διανοουμένων να συγκροτήσουν διαύλους μόνιμης, άμεσης και αποτελεσματικής επικοινωνίας με τους ξένους ομοτέχνους τους στην προσπάθειά τους να απονομιμοποιήσουν και να αποθεμελιώσουν το έργο επιβολής προβληματικών νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, που επιτελούν τα κάθε είδους εργαλεία ορθολογικής δημαγωγίας, φέρνει στο φως ένα από τα καταστροφικότερα αποτελέσματα της συνεχούς αυξανόμενης ετερονομίας των πεδίων πολιτισμικής παραγωγής, τόσο στην χώρα μας όσο και διεθνώς: την καθιέρωση της εργαλειακής χρήσης των οικονομικών και κοινωνικών επιστημών. Όπως επίσης-και ίσως πρώτιστα-καταδεικνύει πως η κατ’ επίφαση σχετική διεθνοποίηση των επιστημών αυτών, θεμελιώνεται κυρίως στη βάση ειδικών μορφών ιμπεριαλισμού ή δομικών εκλεκτικών συγγενειών μεταξύ εθνικών φορέων, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται, έτσι η γενικευμένη ελεύθερη συναλλαγή των ιδεών και των ανθρώπων στο εσωτερικό του διεθνούς πεδίου της διανόησης. Στην περίπτωσή μας πρόκειται, τις περισσότερες φορές και στις πιο επίσημες μορφές:
α) για κάποια υπολείμματα παλιών αριστερών οργανώσεων.
β) για εκείνα τα γενεσιουργήματα νέων μορφών «διακρατικής συνεργασίας», τα οποία επιβάλλουν τα νέου τύπου, «τραβεστί», επιστημονικά προγράμματα, τύπου διπλωματικών σχέσεων των διεθνών οργανισμών και τα οποία, όπως στην τεχνοκρατική τους εκδοχή ονειρεύονται μια Ευρώπη χωρίς κινήματα και συνδικαλιστές, (μια και θέλουν να τους μετατρέψουν από «συγκρουσιακούς διεκδικητές» σε «εταίρους»), έτσι και στην κοινωνική τους εκδοχή ευελπιστούν για μια Ευρώπη χωρίς διανοούμενους ή καλύτερα, μια Ευρώπη με διανοούμενους χωρίς κριτικό στοχασμό ή χωρίς στοχαστική κριτική.
γ) για κάποιες εφήμερες, συγκυριακές και συχνά καιροσκοπικές συνεργασίες προς εξυπηρέτηση κυρίως προσωπικών συμφερόντων που συνδέονται με θέσεις στον χώρο των ενδογενών συγκρούσεων του εθνικού πεδίου.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε μάρτυρες μιας παρόμοιας επώδυνης αδυναμίας, αν θέλουμε να διασφαλίσουμε τους όρους της προόδου του λόγου και της αποτελεσματικότητάς του, αν θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε δηλαδή μια μορφή δικαιοσύνης ή δημοκρατίας στον μικρόκοσμο της λόγιας πολιτισμικής παραγωγής, είναι επιτακτική ανάγκη να εργαστούμε και να μοχθήσουμε για την πραγμάτωση ενός δικτύου διεθνούς επικοινωνίας και αλληλεγγύης μεταξύ των διανοουμένων με στόχο τη διεθνή κατανόηση και την ορθολογική διακίνηση ιδεών μεταξύ των κρατών στο πλαίσιο μιας «αδασμολόγητης» οικουμενικής ομολογίας και θεώρησης. Έτσι θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια εποχή η οποία, χωρίς κανένα ίχνος νοσταλγίας για χαμένους κόσμους, θα χαρακτηρίζεται από τον κοσμοπολιτισμό του αιώνα του Διαφωτισμού, από τον αυστηρό ορθολογισμό των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και από τη φιλοδοξία χειραφέτησης των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Μια εποχή η οποία, την ίδια στιγμή, θα είναι απαλλαγμένη από τον δογματισμό και τη μοιρολατρία του 20ου αιώνα. Είναι επιτακτική ανάγκη να μοχθήσουμε για τη σύσταση ενός τέτοιου διεθνούς δικτύου, το οποίο μέλλει να αποτελέσει μια συμβολική δύναμη υψηλού κύρους, ικανή να επιτελεί καίριες ρήξεις με τη νεοφιλελεύθερη δόξα και την ορθοδοξία που αυτή καθιέρωσε.
Σ’ αυτή την προοπτική πρέπει άμεσα να στηρίξουμε όλοι, επιστήμονες, συγγραφείς και καλλιτέχνες, σε συνεργασία με δημοσιογράφους και ειδικούς της διαφήμισης, της ήδη υπάρχουσες, συγκεκριμένες και οροθετημένες προσπάθειες, αλλά και να αποδείξουμε τη νομικο-οργανωτική μας φαντασία μέσα από την ad hoc δημιουργία ομάδων εργασίας, οι οποίες, ενώνοντας τις δυνάμεις τους και συνδυάζοντας τις ιδέες τους, θα καταθέσουν και θα οργανώσουν προτάσεις για τη δημιουργία δικτύων γρήγορης ροής πληροφοριών, παραγωγής και διακίνησης κειμένων. Και θα δρομολογήσουν εκσυγχρονισμένες μορφές καινοτόμων παρεμβάσεων, ικανών να προσβάλλουν τους μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής, τόσο των τρόπων πρόσβασης στον δημόσιο χώρο όσο και του μονοπωλίου των υπεύθυνων πολιτικών στη νόμιμη χειραγώγηση των απανταχού πολιτικών, έτσι ώστε σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο εξίσου, το δημόσιο, συλλογικό έργο της ανάδυσης και ανάδειξης προβλημάτων να μην ορίζεται και να μη διεξάγεται ερήμην των διανοουμένων, των επιστημόνων και των κοινωνικών φορέων.
--
Σημείωση:
Διαβάζοντας τις κατά καιρούς δημόσιες παρεμβάσεις του κοινωνιολόγου και ποιητή Τίτου Πατρίκιου για τον ρόλο και την ευθύνη των συγγραφέων-ποιητών και διανοούμενων, (συνεντεύξεις, άρθρα, κείμενα, σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής μου των τελευταίων δεκαετιών) συνάντησα ξανά το άρθρο του κυρίου Νίκου Παναγιωτόπουλου δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 27ης Ιανουαρίου 2001. Τo ξαναδιάβασα και το βρήκα ακόμα και μετά την παρέλευση 18 χρόνων επίκαιρο, ουσιαστικό. Καυστικός και καίριος ο λόγος του κυρίου Νίκου Παναγιωτόπουλου, εξετάζει το θέμα από πολιτικής σκοπιάς και δεν έχει άδικο. Προτείνει λύσεις και θέτει ερωτήματα. Για ένα κοινό διαδυκτιακό τόπο πληροφοριών των ανθρώπων της Τέχνης. 
Ο ρόλος και οι δημόσιες παρεμβάσεις των ανθρώπων της Τέχνης των Γραμμάτων και του Πολιτισμού, δεν μπορεί να μένουν στα «εσωτερικά» μόνο του κόσμου της Τέχνης, των σπουδαστηρίων, των αιθουσών διαλέξεων, να είναι μια συνομιλία μεταξύ μας-τους. Οφείλουν οι παρεμβάσεις των ανθρώπων των γραμμάτων να έχουν δυναμικό χαρακτήρα, να ταρακουνούν συνειδήσεις, να εγείρουν αμφιβολίες απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία, να θέτουν στην βάσανο της κριτικής κάθε τι που προέρχεται από τα διάφορα κανάλια της πολιτικής, της οικονομικής, θρησκευτικής εξουσίας, της ιδεολογίας. Η παρέμβαση των ανθρώπων της τέχνης και του πολιτισμού στα κακώς πολιτικά και κοινωνικά πράγματα ενός τόπου μιας χώρας, πρέπει να είναι δραστική, κριτική, να ξεχαρβαλώνει κατεστημένες θέσεις, παραδοσιακά θέσφατα, να φωτίζει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της πολιτικής, των ατομικών μας πρακτικών και συμπεριφορών. Ο λόγος και η σκέψη των διανοούμενων μιας χώρας, ενός έθνους, δεν μπορεί να αφορά μόνο τους ομότεχνους καλλιτέχνες. Μας τα είπατε, σας τα είπαμε, μας τα ξαναλέτε. Οι διανοούμενοι, δεν μπορεί να είναι οι λακέδες ούτε ενός οικονομικού συστήματος, ούτε μιας ιδεολογίας, ούτε μιας πολιτικής, ούτε ακόμα να γίνονται η φωνή ενός και μόνο κόμματος. Αν κάτι ξεχωρίζει την Τέχνη από τις άλλες δημόσιες εκφράσεις και εκδηλώσεις των ανθρώπων μέσα στην ιστορία, είναι ότι η Τέχνη πνέει μια ατμόσφαιρα ελευθερίας, μια ανεξαρτησία, μια στάση αμφισβήτησης και αντικομφορμισμού απέναντι σε κάθε μορφής και χρωματισμού εξουσία, ακόμα και σε αυτήν που την ανέδειξε και την «πατρονάρισε», οικονομικά την στήριξε. Τέχνη ποδηγετημένη από οποιοδήποτε σύστημα εξουσίας είναι μια Τέχνη ποδοπατημένη, τσαλακωμένη, ανίσχυρη, ισχνή, αποψιλωμένη, χωρίς ίχνος επαναστατικότητας. Η Τέχνη είναι αναγκαία στις ζωές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων όταν μπορεί έστω και για λίγο, έστω και εν μέρει να ανατρέψει καθιερωμένες πρακτικές, να αλλάξει συνειδήσεις, να οδηγήσει του ανθρώπους σε μια καλυτέρευση της ζωής τους. Να αισθανθούν την αύρα μιας επαναστατικής διάθεσης. Η Τέχνη, δεν ανήκει ούτε στους δυνάστες ούτε στους σκλάβους, ούτε στους αστούς ούτε στους προλετάριους, ανήκει στο σύνολο σώμα της κοινωνίας. Είναι ο καθρέφτης που πάνω της καθρεπτίζεται ο άνθρωπος με όλες του τις επιτυχές και ανεπιτυχές στιγμές του μέσα στο χρόνο. Με την ισχύ και παντοδυναμία του την δουλεία και ταπείνωσή του. Τα πάθη και τα λάθη του, τις αρετές και την μεγαλοσύνη του.
Η Τέχνη, είναι η αισθητική της Ιστορίας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 6 Ιουλίου 2019            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου