Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Τα ποιήματα του Χριστόφορου Λιοντάκη


Χριστόφορος  Λιοντάκης

            Κι ‘αν στα έγκατα της γης
            η κόλαση είναι μύθος
            εντός μου είναι αληθινή
                             Malherbe
Ο ποιητής και μεταφραστής Χριστόφορος Λιοντάκης έφυγε πριν λίγες μέρες από κοντά μας, μεταφέρω στην ιστοσελίδα μου τα ποιητικά βιβλία του που γνωρίζω, είχα αγοράσει, ή μου είχε αφιερώσει και έχω διαβάσει. Η εργογραφία του ποιητή μας είναι γνωστή, καθώς και τα δημοσιευμένα κατά καιρούς κείμενά του και μελετήματά του, οι μεταφράσεις του, σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
 Ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι ένας πολύ καλός ποιητής της γενιάς του, και το κυριότερο, όσοι έτυχε να τον γνωρίσουν από κοντά ή να συνεργαστούν μαζί του, ένας σεμνός χαρακτήρας. Δεν χρησιμοποιώ το ρήμα «ήταν» αλλά το είναι, μια και ο ποιητής είναι ακόμα ανάμεσά μας. Φτερουγίζει πάνω από τις ζωές μας και παρηγορεί τις καρδιές μας και τις συνειδήσεις μας, με την ποίησή του, την φωνή του, την όψη του. Θρησκευτική φύση ο Χριστόφορος Λιοντάκης, χαρακτήρας εσωστρεφής και με μυστικούς τονισμούς, διακρίνεται αυτό στο ποιητικό του έργο από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα το 1973, με την συλλογή του «Το τέλος του τοπίου», όπου η μικρή του συλλογή έχει για εσωτερικό κύριο τίτλο «ΦΥΓΗ ΜΟΝΟΥ ΠΡΟΣ ΜΟΝΟ», και σαν μότο τον λόγο του αρχαίου φιλόσοφου Πλωτίνου, «Και ούτος θεών και ανθρώπων θείων και ευδαιμόνων βίος απαλλαγή των άλλων των τη τήδε, βίος ανήδονος των τήδε, φυγή μόνου προς μόνο». Πλωτίνος, Εννεάδες, VI, 9.11.50. Ένας συγκλονιστικός λόγος χαρακτηριστικός της ανθρώπινης ιστορικής περιπέτειας και υπαρξιακού δράματος. Μια ρήση που μας μεταφέρθηκε σε «κοινή χρήση», με την επαναχρησιμοποίησή του από τα χείλη ορισμένων εκκλησιαστικών πατέρων της ορθόδοξης νηπτικής παράδοσης και εκκλησίας. «Ελθέ ο μόνος προς μόνον ότι μόνος ειμί καθάπερ οράς…».
Το σύνολο έργο του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη, παρά την παράλληλη σοβαρή και επιμελημένη ενασχόληση του με μεταφράσεις σύγχρονων γάλλων δημιουργών, παρά τις μικρές του μελέτες για σύγχρονους έλληνες συγγραφείς και ζητήματα λογοτεχνικής φύσεως, που αφορούν δηλαδή τις συγγένειες και τις εκλεκτικές προσμίξεις μεταξύ των λογοτεχνών, θεωρητικά κοιτάγματα και τρόπους γραφής, κινείται μέσα στην ατμόσφαιρα του υπαρξισμού. Στην ποίησή του, υπάρχουν διάσπαρτα μικρά κείμενα, λέξεις και «αποφθέγματα» φιλοσοφικής και θρησκευτικής χροιάς. Η ποίησή του, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο της μέρος συγγενεύει όχι θεματικά αλλά ατμοσφαιρικά με την ποίηση του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Εννοώ, ότι είναι έμπλεη φωτός. Μια φωτοχυσία σκεπάζει τα ποιήματα του Χριστόφορου Λιοντάκη, μια φωτοχυσία του «ήλιου νοητού». Η οποία την νιώθουμε όχι μόνο να σκέπει λειτουργικά τους στίχους του, αλλά και να αναβρύζει μέσα από τις λέξεις του, τις εικόνες του, τα ποιητικά του νοήματά. Και ίσως να μην είναι άστοχο και παρακινδυνευμένο αν σημείωνα, ότι ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης βαδίζει πάνω στα χνάρια ενός ποιητικού λόγου «προφητικού», με την έννοια των βαθύτερων αναζητήσεων και υπαρξιακών αγωνιών του ανθρώπου. Ο Λιοντάκης, δεν ευαγγελίζεται καμία νέα «θρησκεία» δεν ξορκίζει το κακό με κοινωνικές αναλύσεις ή ανατρεπτικούς φιλοσοφικούς στοχασμούς, ή θρησκευτικές επιταγές και απαγορεύσεις. Το κενό που βιώνει, την τραγική αμφιβολία που νιώθει, το ανεκπλήρωτο που τον βασανίζει, το φιλάνθρωπο όραμα της ζωής του ανθρώπου που βλέπει να εξανεμίζεται μέσα σε χαώδης διαδρομές αγνωσίας, τα φωτίζει και τα αποπλένει ταυτόχρονα με το ελληνικό φως. Ένα φως ζωής που είναι πλήρης δημιουργικής ευαισθησίας και σκληρής λειτουργικότητας στις ζωές των ανθρώπων. Το βλέμμα του Λιοντάκη είναι βουτηγμένο μέσα σε αυτό το ελληνικό φως. Όχι μόνο τίτλοι ποιημάτων του αλλά και στίχοι του και εικόνες του μας παραπέμπουν σε αυτό το πανάρχαιο ήθος βλέμματος που εμφορείται από το Φως. Το ελληνικό φως του Πλάτωνα, του Πλωτίνου το εσωτερικό φως των μυστικών πατέρων της ορθόδοξης εκκλησίας. Είναι μια «σχολή» ή σωστότερα ένας σύγχρονος ποιητικός δρόμος που αναγνωρίζουμε και σε άλλους έλληνες ποιητές, όπως ο Νίκος Καρούζος, η ποιήτρια Όλγα Βότση, σε ορισμένες στιγμές της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου και φυσικά, στον Οδυσσέα Ελύτη. Μια φιλάνθρωπη απλοχεριά διακρίνει τα ποιήματα του Χριστόφορου Λιοντάκη, μια αίσθηση γαλήνης και ίσως σε στιγμές της, ελπιδοφόρας ματαιότητας. Ο λόγος του, μας υπενθυμίζει την ανάμνηση μιας άλλης του ανθρώπου υπόστασης. Μιας πανάρχαιας ιερότητας που αγγίζει τα κράσπεδα της δικής μας των ημερών μας άξενης παρουσίας. Νύξεις μιας χειμωνιάτικης λιακάδας της ζωής που βαδίζει μέσα από του κενού άλματα σε πράξεις υγρασίας της ζωής και της ερωτικής αίσθησης που κουφοβράζει μέσα στους στίχους του, δίχως να φανερώνει σχεδόν ποτέ το φύλλο ή το όνομά του. Συγκομιδές λέξεων και εικόνων, ρήσεων, και αισθήσεων από άλλους δημιουργούς, ποιητές που αγάπησε και διάβασε αλλά μετουσίωσε σε μια προσωπική ποιητική ύλη εξαιρετικής ποιότητας. Φωνές γνώριμές μας της ποίησης αυτόχθονες ή ετερόχθονες ξεναγοί του δικού του ποιητικού δρόμου, ή και τρόπου. Φύλακες της ιστορίας και της παράδοσης, της γλώσσας και των λέξεων αφών, των εικόνων που αντικρίζουμε από «το παράθυρο στο θαλασσάκι» του ελληνικού απείρου, που ο ποιητής όπως ο ίδιος γράφει: «Τα υπόλοιπα θα τα διηγηθείς εσύ σίγουρα αλλαγμένα». Ναι, σίγουρα αλλαγμένα γιατί το θαύμα της ύπαρξης δεν μεταφέρεται με λόγια, δεν περιγράφεται με ήχους, αλλά βιώνεται σε όλη του τον φωτόλουστο ζόφο. «Σφαδάζει εντός μου/ ένας πρόγονος σφαγμένος», γράφει, μόνο που ο Μινώταυρος, είναι ο νέος χωροφύλακας μέσα στους σύγχρονους ελληνικούς ροδώνες. Τους ροδώνες της Σαπφούς και του Νίκου Εγγονόπουλου. Τους ροδώνες σκηνές από την πλατεία Συντάγματος. Ναι της σύγχρονης των ημερών μας Πλατείας Συντάγματος που, είναι όπως ο ίδιος μονολογεί καθήμενος σε ένα παγκάκι: «Πλατεία γεμάτη θαύματα/ Πλατεία γεμάτη προφυλακτικά». Το Φως όμως, παρ’ όλες τις συννεφιασμένες μέρες πάνω από την Πόλη, που «Η πόλη ανοίγει σε μειδίαμα / το πένθος να ακυρώσει», εξακολουθεί αγέρωχο και υπερήφανο, μυστικά τους ανθρώπους και το τοπίο να φλερτάρει. Να δείχνει τον τρόπο του μεγαλείου της ανθρώπινης οντότητας και ταυτόχρονα απαισιόδοξης ωριμότητας.
Θροΐζει άνοιξη στην ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη, εισπνέουμε μυρωδικά καρποφόρας γης, επαναλαμβανόμενες στιγμές άλωσης μέσα στον καθρέφτη των λέξεων. «Ο ήλιος σπέρνει πανικό!» και ο ποιητής «Το Ένα ψάχνει» με την χαρμολυπική πίκρα του να διαπιστώνει: «Εξάλλου ποτέ δεν θα μάθεις/ Την αλχημεία της ευτυχίας σου». Αν και μια χαραμάδα ελπίδας και πάλι αχνοφαίνεται «Στις όχθες των χειλιών σου/Ακόμα αχνίζει ο ξεραμένος χείμαρρος/Να ‘ναι σημάδι πως θα ξαναμιλήσεις;».
Διαρκή συνομιλία του ποιητή με τους πεθαμένους του: «Νύχτα και μέρα/ Με κραυγές και ψιθύρους/ Με ακολουθούνε…», μια συνομιλία ατέρμονης θλίψης και πόνου καθώς εξομολογείται στους προγόνους του ο μόνος επιζών.
«Πρόγονε αγαπημένε!
Βυθίζομαι στο βόρβορο
Ό,τι δεν έζησες ζω.
Προχωρώ τις αναμνήσεις σου μαντεύοντας
Σε ταξιδεύω σε δρόμους ύποπτους
Σου γνωρίζω τους φόβους μου
Τρομάζεις μαζί μου και χαίρεσαι».
     Ο ποιητικός λόγος του Χριστόφορου Λιοντάκη κρατά στους ώμους του και τις δυό τεχνικές της ποίησης. Από την μια είναι μια ποίηση που βασίζεται πάνω σε παλαιά στοιχεία της παράδοσης, ξαναδιαβάζει και επανερμηνεύει σύμβολα και πρόσωπα της αρχαίας ιστορίας και του αρχαίου κόσμου, δανείζεται συμβολισμούς και τους μεταποιεί στο σήμερα, χρησιμοποιώντας έναν μοντέρνο λόγο, αψύ και ταυτόχρονα λυρικό, και από την άλλη, υιοθετώντας τις αρχές της μοντερνιστικής ποίησης, εικόνες σουρεαλιστικές, παρομοιώσεις απότομες, αυτόματους συνειρμούς, κλπ. μας τα προσφέρει όλα αυτά μέσα από μια ποιητική εμμετρότητα, από έναν λόγο συνεχούς ροής, χωρίς πολλά σημεία στίξης, στίχους μιας ανάσας, και μιας εσωτερικής του στίχου μουσικότητα. Οι εικόνες του δεν ξενίζουν παρά την αποκαρδιωτική πραγματικότητα που εικονίζουν και περιγράφουν γιατί, βασίζονται σε λέξεις, οικοδομούνται με λέξεις που φέρουν το βάρος μιας μεσογειακής ευαισθησίας, μιας λαμπρόλουστης συνήθως εννοιολογικής σημασίας. Συνβηματίζουν με τους οραματισμούς του ποιητή δεν προπορεύονται των οραμάτων του, των διαψεύσεών του ή των τελικών ελπίδων του. Βιογραφούν και βιογραφούνται παράλληλα.         
      Και τώρα που αποφάσισε να ξενιτευτεί, να ταξιδέψει σε τόπους που δεν δύει το Φάος του ανέσπερου κόσμου, τώρα που κρυφοκοιτάζει από ψηλά τους φρουτομανείς και τους χαιρετά με «αλλεργικό χαιρετισμό», εμάς τους απόγονους του Λάϊου, τους κακούς μιμητές του Αντίνοου, τους σύγχρονους έλληνες που στης ερωτικής «πυράς τα κράσπεδα» στεγνώνουμε χαμογελαστοί και αδιάφοροι λιαζόμαστε κοιτώντας το μέσα μας χάος, στων δύστοκων καιρών μας τον ήχο που απειλεί από παντού τον λόγο της σιωπής, τώρα ο ποιητής μειδιώντας μας ίσως σαρκαστικά, ίσως ικετευτικά, θα μας ψιθυρίζει από ψηλά:
«Ώρες μέσα στο ρημαγμένο πλήθος
Θησαύριζε μια φρίκη χωρίς όνομα
Ο θύτης όπλιζε τα θύματα και
Χανότανε σίγουρος για τα παραπέρα
Μην πάει ο νους σας σε αιματοχυσίες.
Υπάρχουν και χειρότερα.»
     Γράφοντας τις ελάχιστες αυτές σκέψεις για τον ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη, είχα υπόψιν μου και χρησιμοποίησα τις εξής συλλογές του.
Το τέλος του τοπίου, Αθήνα 1973, και εκδ. Εγνατία- Θεσσαλονίκη 1980
•Μετάθεση, Αθήνα 1976, και εκδ. Εγνατία- Θεσσαλονίκη 1980
•ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ- ΜΕΤΑΘΕΣΗ, β΄ έκδοση, εκδ. Εγνατία-Θεσσαλονίκη 1980, σ. 90
Στον τόπο μας
Ο ήλιος ξεσκεπάζει τις ρυτίδες
Ξεθάβει τους σκελετούς
Διαλύει τα δάχτυλα
Μακραίνει τους ίσκιους
Πολλαπλασιάζει τον ήχο
Στον τόπο μας
Ο ήλιος σπέρνει πανικό!
•Υπόγειο γκαράζ, εκδ. Κέδρος 1978/1999, σ.48
Βρέθηκε στον Πειραία
χωρίς να το θέλει
Όχι όπως τις άλλες φορές
Έμοιαζε να βγαίνει για πρώτη φορά
Από σταθμό ξένης πρωτεύουσας
Έβρεχε
Μάλλον έριχνε γυαλιά
Βάδιζε και δεν βάδιζε
Μπήκε στο θέατρο
Παίζανε: «Χριστόφορο Κολόμβο»
Φεύγοντας θυμήθηκε
«Τι δυστυχία να μην μπορείς
να κλειστείς σ’ ένα δωμάτιο
για πάντα». 
•Ο Μινώταυρος μετακομίζει, εκδ. Γνώση 1982, σ. 48, και εκδ. Καστανιώτης 1996
6
Για πέντε χρόνια μισθοφόρος
συμφωνείς χωρίς να συμφωνείς
θα προτιμούσες να κυβερνάς πορνείο.
Στο μικρό σου δάχτυλο
λευκό μεγάλο νύχι
στάζει ξυλοδαρμούς
το γκρίζο σου με το πολύχρωμό τους
δε γίνεται να το ανταλλάξεις.
Κλέβοντας τον ίλιγγο
ξεπλένεις την συμμετοχή σου
και σπέρματα παλίμψηστα ξενοδοχείου.
--
4
Ξύπνησαν οι αρχαίες ποινές
τα πρόσωπα στην είσοδο αλλά
η παράκλησή τους κανέναν άγιο δεν αγγίζει.
--
7
Ευνοϊκά θα μαρτυρήσουν
όσοι σε συναντήσανε
στην έρημη εκκλησιά
κι εκείνοι που σε γνώρισαν
τις μικρές ώρες.
--
8
Ασπράδι αυγού το παρελθόν.     
•Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες, εκδ. Καστανιώτης 1988/ 1991, 64
11
Στο φως που συγκρατούσε το νερό
τα παιδικά μας χρόνια συναντιούνται.
Στο μετέωρο τα πρόσωπα όλα δεν χωρούσαν.
Στο μετέωρο που συχνά ο ίδιος αστοχούσε
και στου συνειδητού την ατραπό ύψωνε φράγμα
κι έκοβε του σηροτροφείου τον ψίθυρο.
Γραμμένο μες στα θάματα
η πρόθεση του ρεμβασμού τη φλέβα ν’ απολήγει
στην αγκαλιά του Ποσειδώνα να μας οδηγεί.

•Με το φως, εκδ. Καστανιώτης 1999, σ.48
-Ευλογημένο το φως του δειλινού
Ευλογημένο φως του δειλινού
πού τη στάχτη σβήνεις από τον Υμηττό
και ανάγλυφο το πράσινο ποιείς
που σε κρυμμένα πρόσωπα ξεναγείς
καταργώντας αλλότριες εικόνες
που αφαιρείς τη μάσκα των τυραννοκτόνων
απ’ τον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο
και ανάλαφρους, χωρίς Ιππάρχους
Θετταλούς και Ιππίες, τους φωτίζεις καθώς
μελπόμενοι στις Αφίδνες πορεύονται
με τις μυρτιές και τα σακίδια.

•Νυχτερινό γυμναστήριο, εκδ. Καστανιώτης 1993, σ.224, ( δημοσιευμένα κείμενα και μελέτες σε περιοδικά και εφημερίδες).
Για την ποίηση του Μηνά Δημάκη
…..Η στροφή αυτή χαρακτηρίζεται από τη χρήση πεζολογικών στοιχείων, την καταφυγή σε αφηρημένα  ουσιαστικά, την πρόθεση αφηρημένων εννοιών με τελικό στόχο τη νοηματική έκφραση της αγωνίας που φτάνει ως την απόγνωση. Δεν λείπει βέβαια και το προσωπικό πάθος, πού πάντως βρίσκεται σε δεύτερο επίπεδο. Ενοχές που δεν δηλώνονται, αντίθετα θεωρητικοποιούνται. Το προσωπικό αδιέξοδο εμποδίζει ενίοτε τη μετουσίωση και οδηγείται σε ποιητικό, Η ποίηση της τελευταίας περιόδου του Δημάκη εντάσσεται στην λεγόμενη «υπαρξιακή» ή «ουσιαστική» ποίηση, κυριότεροι εκπρόσωποι της οποίας, σύμφωνα με τον Πέτρο Σπανδωνίδη, υπήρξαν οι Θέμελης, Βαφόπουλος, Καρέλλη, Δικταίος, εν μέρει ο Σινόπουλος, ο Κότσιρας κ. ά. Η απαισιοδοξία πάντως του Δημάκη δεν πηγάζει από μια θεωρητική θέση απέναντι στη ζωή, τροφοδοτείται από τις καθημερινές αντιξοότητες, από τη μεταβολή «εις τα ενάντια των πραττομένων».
--
Σημειώσεις:
Το μότο «Κι αν στα έγκατα της γης…» είναι από το ποίημά του Υπόγειο γκαράζ, που δανείζει και τον τίτλο στην ομώνυμη συλλογή του.
Το άτιτλο ποίημα «Βρέθηκα στον Πειραιά…» είναι από την ενότητα «ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΑ της συλλογής «Υπόγειο γκαράζ». Αν αληθεύει η αναφορά του Χριστόφορου Λιοντάκη στην θεατρική παράσταση «Χριστόφορος Κολόμβος», τότε αναφέρεται στο γνωστό ανέβασμα του θεατρικού έργου του Νίκου Καζαντζάκη, από τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μια παράσταση που όλοι οι θεατρόφιλοι πειραιώτες είχαμε παρακολουθήσει. Ο Πειραιάς αναφέρεται ακόμα σε ένα ποίημα του Λιοντάκη της ίδιας συλλογής με τίτλο «ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ».
Το απόσπασμα για τον ποιητή Μηνά Δημάκη δεν το μετέφερα τυχαία, θεωρώ ότι η ποίηση του Λιοντάκη έχει κοινά σημεία με εκείνη του Δημάκη. Βρίσκεται στο σπονδυλωτό βιβλίο του «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ» εκδόσεις Καστανιώτης 1993, της σειράς ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ, που επιμελούνταν ο ποιητής και εκδότης Θανάσης Θ. Νιάρχος. Βλέπε το κείμενο «Σημειώσεις στο περιθώριο» σ.72-73. Το κείμενο είχε πρωτοδημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η ΛΕΞΗ» τχ. 105/ 9,10,1991. Το βιβλίο αυτό με τα μελετήματα του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη, χωρίζεται στις εξής ενότητες: ΓΥΜΑΝΑΣΜΑΤΑ, ΜΝΗΜΕΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ. Είναι δημοσιευμένα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Πχ. την εφημερίδα «Πρώτη», την εφημερίδα «Αναγνώστης», την «Καθημερινή», το περιοδικό «Διαβάζω», το πολιτικό περιοδικό «Αντί», «Ο Πολίτης», το λογοτεχνικό περιοδικό «Τραμ», την «Πολιορκία» τα «Τετράδια Ευθύνης» κλπ..
Εξαιρετικές είναι και οι μεταφράσεις από τα γαλλικά του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη. Όπως «Ο σκοινοβάτης» του Jean Genet, τα ποιήματα του Yves Bonnefoy, τα δοκίμια «Η Καθαρή Ποίηση» του Paul Valery, και η επιλογή των ποιημάτων από την συλλογή «Η φωνή των πραγμάτων» του  Francis Ponge και άλλα. Προσέχτηκε επίσης από το αναγνωστικό κοινό της Ποίησης  και η Ανθολογία της Γαλλικής Ποίησής του, από τον Μπωντλαίρ και εδώθε. Τα βιβλία του εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Εγνατία, τις εκδόσεις Πλέθρον, τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (μετάφραση του Αρθούρου Ρεμπώ), τις εκδόσεις Καστανιώτης, τις εκδόσεις Ηριδανός.
Πολλά του εξώφυλλα κοσμούνται από έργα γνωστών ελλήνων εικαστικών όπως του Αλέκου Φασιανού, του ποιητή και ζωγράφου Αλέξανδρου Ίσαρη. Ποιήματά του έχει μελοποιήσει ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Η άνοιξη στο τέλος
Η επέμβαση ακόμα δεν τελείωσε
Μπαίνει καλοκαίρι
Τα φρούτα σαπίζουν στα δόντια σου
Ιδρώτας Αποσμητικό που τ’ απεχθάνεσαι
Κι οι ξαφνικές μπόρες
Μεθάς στην αρχή ύστερα κολλάνε τα ρούχα σου
Καλύτερα να μείνεις
Αλήθεια να τριγυρνάς πάλι στις ακρογιαλιές;
Ή τις νύχτες στο ρομαντικό σεληνόφως!
Να σε τρώει το αγιάζι στους πευκώνες
Περιμένοντας αισθήματα πού
Δεν αντέχουνε στο δως
Έπειτα σιγά σιγά θα συνηθίσεις
Καλύτερα να μείνεις
«Αλλά γάρ νόστου πρόφασις γλυκερού
κώλυεν μείναι…»
Η παλιά κατάρα των ποιητών!
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Σήμερα, 29 Ιουλίου 2019
ΥΓ.
Συνειδητά δεν αναφέρω την ημερομηνία γέννησής του και κοίμησής του.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου