Κατευόδιο μνήμης στον Μάνο Χατζιδάκι
Στις
15 Ιουνίου, έκλεισαν 25 χρόνια από την κοίμηση του Μελωδού των Ονείρων μας
Μάνου Χατζιδάκι. Ο Μάνος Χατζιδάκις ταξίδεψε για τις γειτονιές των Αγγέλων να
συναντήσει τους φίλους του, τους Έλληνες που οικοδόμησαν τον νεότερο Πολιτισμό
της Ελλάδος τον προηγούμενο αιώνα, τον Μύθο της, την επίγεια Δόξα της. Έφυγε ήσυχα και σιγαλά ένα καυτό
μεσημέρι-πέταξε από τον μικρό λοφίσκο της Παιανίας-για το αιώνιο ταξίδι, μεταφέροντας
στο πολύοσμο και πολύχρωμο σακίδιο της ζωής του τα λυρικά του όνειρα, την
τρυφερότητα των μουσικών του φθόγγων, την ευαισθησία του βίου, την αισθητική
του, το καθαρό του βλέμμα, τα μουσικά του οράματα αυτά που εκάλλυναν την ακοή
μας, συντρόφευαν και εξακολουθούν να συντροφεύουν τους υμέναιους των ερώτων
μας, της νιότης μας. Ταξίδεψε για να
τους μελωδήσει τις παλαιές και νέες του μουσικές, τα ονειρικά του τραγούδια,
τις συνθέσεις του. Την μουσική του παραμυθία, αυτή που ύμνησε την αλήθεια και
την αυθεντικότητας μιας Ελλάδος που δεν υπάρχει πια. Έχουν χαθεί ακόμα και οι
άπεφθοι απόηχοι των καημών της. Να συναντήσει τους φίλους του να θυμηθούν τα
παλιά, να τραγουδήσουν ξανά μαζί τις μελωδίες του αναζητώντας τα μυστικά
κουτούκια του παραδείσου, να ακούσουν του παραδείσου τα μπουζούκια και να
ξεφαντώσουν μαζί με τις «μυριάδες
μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων, κυκλώθεν του θρόνου», να χορέψουν
μέσα στα σοκάκια των νέων ερώτων τους με πενιές ελληνικές, αυθεντικές, μόρτικες,
ασίκικες. Να στήσουν τρικούβερτο ελληνικό γλέντι πάνω στων ονείρων τα σύννεφα.
Οινοχόοι άγγελοι θα τους σερβίρουν το νέκταρ και την αμβροσία της μετά ζωής, θα
κοινωνούν μαζί τους του γλεντιού την ξανθή ρετσίνα, θα γεύονται την
κεχριμπαρένια γεύση της βλέποντας από ψηλά τον κόσμο των νέων γενεών των
ανθρώπων και θα χαμογελούν αινιγματικά και ίσως σαρδόνια. Έφυγε ο αναρχικός της
μουσικής μας παιδείας και πολιτισμού με έναν τρόπο αριστοκρατικό, λαϊκό,
αξιοπρεπή, θαρραλέο. Απέπλευσε για να συναντήσει ξανά την Μελίνα Μερκούρη, τον
Νίκο Γκάτσο, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Ζιλ Ντασέν, την Ραλλού Μάνου, την Φλέρυ
Νταντωνάκη, τον Ηλία Καζάν, τον Αρμάο, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Νίκο
Κούνδουρο, την Ρένα Βλαχοπούλου, τον Δημήτρη Χορν, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον
Κάρολο Κουν, τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Φίνο, τον Βασίλη
Τσιτσάνη, τον αδικοσκοτωμένο ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τις αδελφές Τατά… την
Δόμνα Σαμίου με το μικρό της κασετοφωνάκι, να κάθεται στο παραγώνι του ουρανού
και να ηχογραφεί ήχους και ρυθμούς, σκοπούς και μελίσματα της ελληνικής
δημοτικής παράδοσης του τόπου μας.
Τα ελληνόπουλα-τρελλόπαιδα των συντροφικών του
χρόνων, της μουσικής ζωής του περιπέτειας τον περιμένουν να του χαρίσουν ένα
μπουκέτο λουλούδια κομμένα από την ελληνική γη, αυτά θα συναντήσει ξανά, αυτός
ο αριστοκράτης του πνεύματος, ο ανόθευτος λυράρης των ελλήνων, ο απρόβλεπτος
και πρωτοπόρος, θα συναντήσει και πάλι τα πρόσωπα που ερμήνευσαν τις μελωδίες
του. Φωνές δικές τους και δικές μας που τραγούδησαν τους σκοπούς του, που
νανούρισαν τα παιδιά τους με δικούς του ήχους, που ερωτεύτηκαν ακούγοντας τις
συνθέσεις του. Που τον αγάπησαν και σιγοψιθύρισαν το πολύπλευρο έργο του. Έργο
Ελληνικό, αψιμύθιο, γνήσιο, όπως είναι η Ελλάδα που ονειρεύτηκαν και ίσως
έζησαν. Φίλοι και Φίλες Έλληνες που τον συντρόφευσαν όταν ακόμα βρίσκονταν
ανάμεσά μας. Εδώ, σε αυτήν την γη που βάδισε ο μουσογέτης Θεός Απόλλωνας, διασκέδασε
μαζί μας, όπως και εμείς ακούγοντας τον Αριστοφανικό λόγο. Στάθηκε κοντά μας
στην Λαϊκή Αγορά του Κόσμου των κοινών μας Ονείρων. Και εμείς, έστω και
στιγμιαία, μπορούσαμε να τον αγγίξουμε, να τον δούμε να μας χαμογελά, να μας
καυτηριάζει με τα σχόλιά του, να μας διορθώνει διδακτικά, να ιδρώνει από χαρά
πάνω στο πόντιουμ, με ένα τσιγάρο στο χέρι να μας κακίζει από την συχνότητα του
Τρίτου Προγράμματος, που ο ίδιος ίδρυσε, να μας διευθύνει ρυθμικά με την
μπαγκέτα της σκέψης του. Σ’ αυτήν την μικρή ηλιόλουστη πετροαμπαρωμένη χώρα
έζησε ο Μάνος Χατζιδάκις, την Ελλάδα των μελτεμιών και της ζεστής ανάσας του
σβαρνισμένου χώματος, την σμιλεμένη με θαλασσινή αρμύρα της ζωής περιπετειών
και λιβάνι παρηγοριάς, που την σκιάζουν ασβεστωμένα πεύκα και λιόδεντρα. Που
τρυγούν τα αμπέλια οι νέοι με το σταυρουδάκι του ήλιου στο ανοιχτό στέρνο τους βάζοντας
μικρό φυλλαράκι βασιλικού στ’ αυτί. Κοπελιές που έχουν γαρύφαλλο στ’ αυτί και
πονηριά στο μάτι. Που γύρω τους σβουρίζει αδιάκοπα το μελισσολόι της μουσικής
της φύσης και τιτιβίζει ευλογίες ο Θεός. Την χώρα που μυρίζει θυμάρι και
ρίγανη, ασβέστη και βουκαμβίλια. Κεράκι και νυχτερινή ξαστεριά που φωτίζει την
πλάση. Που φτερουγίζουν ακόμα Άγγελοι προστάτες στα νερά του Αιγαίου Πελάγους
της και οι κάτοικοι, ξεφαντώνουν με το μπαγλαμαδάκι του Μάρκου Βαμβακάρη και το
μπουζούκι του Βασίλη Τσιτσάνη. Και οι επαναστατικοί μουσικοί θούριοι του Μίκη
Θεοδωράκη σμίγουν με τους ήχους των συνθέσεων με τα μπεγλέρια του Μίμη Πλέσσα
και τα αρχοντορεμπέτικα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη. Και βυζαντινός βιγλάτορας
των ιστορικών τους ονείρων στέκει ο Σταμάτης Σπανουδάκης. Αυτοί που αποτελούν
την Τρίτη Ανθολογία της Ζωής μας. Τώρα που έφυγε Εκείνος, ποιος θα μας
μελωδήσει ξανά το «Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις, θάλασσα πλατιά,
μια στιγμή δεν ησυχάζεις….», μέσα σ’ αυτήν την αιώνια βάρκα που λέγεται Ελλάδα.
Ο Μάνος
Χατζιδάκις, έφυγε μια καλοκαιρινή βραδιά πριν 25 χρόνια για να ταξιδέψει στον
μπαξέ του Σείριου, να δωρίσει τα πολιτιστικά και μουσικά του λαχεία, στους
Έλληνες του Κόσμου, να μιλήσει στους ουρανοβάμονες φίλους του, εκεί ψηλά, για
την Ορχήστρα των Χρωμάτων του, τα νέα του πολύχρωμα Όνειρα, να συναντήσει το νιό παλληκαράκι, τον
ταχυδρόμο που χάθηκε νωρίς, τον κυρ Αντώνη που κάθεται στην ψάθινη καρεκλίτσα
του ήρεμος και γαλήνιος στην ουράνια αυλή των θαυμάτων ρουφώντας τον καφέ του,
κοιτώντας από ψηλά την κορυφογραμμή του Υμηττού που κρύβει το μυστικό που δεν
θα μάθουμε Ποτέ Πιά.
Στην
διαρκώς παρούσα μνήμη του, αντιγράφω το κείμενο του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, τον
πειραιώτη σκηνοθέτη και του στιχουργό και «λαϊκού» ποιητή και συγγραφέα Λευτέρη
Παπαδόπουλου. Τις εφηβικές αναμνήσεις του ποιητή, τις μεταφέρω από το περιοδικό
που ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκις το γνωστό μας «Τέταρτο». Όπου συνοδεύεται από
ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Μάνου με φιλικά του πρόσωπα και συνεργάτες. Ολόκληρο
το κείμενο του ποιητή Τίτου Πατρίκιου συμπεριλαμβάνεται στον εξαιρετικό και
καλαίσθητο τόμο «ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ», με συλλογή και
φροντίδα, πρόλογο του συγγραφέα Θάνου Φωσκαρίνη, σελίδες 195-, και κυκλοφόρησε
από τις εκδόσεις «ΜΠΑΣΤΑΣ-ΠΛΕΣΣΑΣ» το 1996, μετά την κοίμηση του Μελωδού των
Ονείρων μας.
Α)
Ο ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ γράφει για το ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
ΚΥΚΛΟΙ
ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΚΟΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Περιοδικό Το Τέταρτο τχ. 43/ Νοέμβριος 1988, σελ.
58-61
Θα ΄ταν γύρω στα ΄45 με ’46, τα χρόνια εκείνα που η
ζωή πήγαινε να γίνει ειρηνική, χωρίς τελικά να τα καταφέρει. Ο πόλεμος είχε
τελειώσει κι όμως τον νιώθαμε να βαραίνει πάνω μας΄ ο εμφύλιος δεν είχε ακόμα
αρχίσει, ωστόσο κάθε λίγο είχαμε την πρόγευσή του. Θα ‘ταν τότε, λοιπόν, μπορεί
φθινόπωρο του ’45 μπορεί άνοιξη του ’46, που ένα απόγευμα στο Γαλλικό Ινστιτούτο,
στη Γαλλική Ακαδημία όπως λέγαμε, γινόταν μια διάλεξη, μια εκδήλωση, κάτι
τέτοιο, για το σουρρεαλισμό, μάλλον με αφορμή κάποια επέτειο, κάποια δέκα
χρόνια που συμπληρώνονταν… όμως από τι;-δεν θυμάμαι καλά. Ωστόσο, θυμάμαι πολύ
καλά στη συζήτηση που επακολούθησε, ένα παιδί λίγο μεγαλύτερο από μένα, λιγνό
όπως όλοι μας τότε αλλά με ιδιαίτερα ρουφηγμένα μάγουλα, με έντονο βλέμμα, με
ρυθμική, κάπως υγρή φωνή, να υπερασπίζεται με πάθος το σουρρεαλισμό.
Από το
σουρρεαλισμό είχα κι εγώ σαγηνευτεί όταν πρωτοδιάβασα, το 1943, μερικά
αποσπάσματα του Εμπειρίκου, του Περέ, του Σκαρίμπα, στα Πρόσωπα και τα κείμενα
του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Βέβαια, ο Παναγιωτόπουλος τα παράθετε για να
ειρωνευτεί το σουρρεαλισμό και να τον απορρίψει, αλλά η αντίδραση όλων μας ήταν
ακριβώς η αντίθετη. Πιο έπειτα όμως η στάση μου άρχισε να αλλάζει: καθώς εμπεδωνότανε
η αριστερή μου ορθοδοξία γινόμουν όλο και πιο επικριτικός για το σουρρεαλισμό, κυρίως προς τα έξω. Όσο για τις
εσωτερικές μου αμφιβολίες τις κάλυπτα με ατράνταχτες βεβαιότητες. Έτσι, εκείνο
το απόγευμα, ενώ ξεκίνησα από μια ενδόμυχη ομογνωμία κατέληξα να εμφανιστώ
πεπεισμένα αντίγνωμος απέναντι στον υπερασπιστή του σουρρεαλισμού.
Έμεινα
έκπληκτος όταν αργότερα μου είπαν πως το παιδί εκείνο ήταν Επονίτης. Μα πως
μπορούσε ένας Επονίτης να εγκωμιάζει δημόσια τον σουρρεαλισμό, και μάλιστα να
τον αποκαλεί επανάσταση; Έστω και αν ο σουρρεαλισμός μας γοήτευε, δεν έπρεπε
τελικά να μας εξοργίζει μια και περιφρονούσε το λαό, μιλώντας σε μια γλώσσα που
μόνο κάποιοι λίγοι, κάποιοι μυημένοι ήταν σε θέση να καταλάβουν; Άλλωστε, γι’
αυτό τον είχαν εγκαταλείψει ο Αραγκόν κι ο Ελυάρ. Κι έπειτα πως μπορούσε ένας
Επονίτης να λέει το σουρρεαλισμό επανάσταση; Αφού η μόνη αληθινή επανάσταση
ήταν η κοινωνική, η προλεταριακή το ’17, η λαϊκή στις μέρες μας. Ακόμα δεν είχα
ακούσει τη λέξη «φορμαλισμός», την έμαθα ένα χρόνο αργότερα με τον Ζντάνωφ,
αλλά από μόνος μου έβρισκα πως εδώ η μορφή έπνιγε το περιεχόμενο. Τέλος πάντων,
αυτό το παιδί μου είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Έφτασα στο συμπέρασμα
πως ήταν ποιητής. Λεγόταν Μάνος Χατζιδάκις.
Διασταυρώθηκα κι άλλες φορές μαζί του, περισσότερες με την αδελφή του,
μια γελαστή κοπέλα, λίγο παχουλή, με το ίδιο ρουφηγμένο πρόσωπο, τη Μιράντα.
Την έβλεπα συχνά στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο Νέων, τα γραφεία του ήταν πάνω
από τον κινηματογράφο Έλλη, στην οδό Ακαδημίας, το κτίριο δεν είχε τελειώσει
ακόμα, έμενε σχεδόν γιαπί. Κάθε απόγευμα ήταν εκεί ο Βαγγέλης Γκούφας, είχε
κάνει και την έμμετρη μετάφραση του σοβιετικού ύμνου, μας εντυπωσίαζε το πώς
είχε ταιριάξει τα ελληνικά λόγια με τη μουσική. Ύστερα τα γραφεία πήγαν σ’ ένα
ωραίο σπίτι στην οδό Σόλωνος.
Έρχονταν εκεί
ο Μιχάλης ο Κατσαρός, ο Διονύσης Μήλας, ο Ρούσσος Κούνδουρος, ο Άρης
Νικοδελόπουλος, ο Κώστας Κύρκος, ο Νίκος Χρυσόπουλος είχε γράψει τον ύμνο,
δηλαδή τα λόγια, η μουσική ήταν από ένα αμερικανικό εμβατήριο, του
Επονελασίτικου λόχου των σπουδαστών, του Λόρδου Μπάυρον-η αδελφή του η Λία που
μας είχε θαμπώσει με τα χρυσά της μαλλιά, έρχονταν ένα σωρό κοπέλες, παιδιά του
Πολυτεχνείου, και της Νομικής. Πρόεδρος ήταν ο Κώστας Δεσποτόπουλος. Εκεί,
ανάμεσά τους έμαθα πως ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν ποιητής όπως νόμιζα, αλλά
μουσικός.
Έπειτα ο
εμφύλιος πόλεμος φούντωσε για τα καλά. Διαρκώς περιμέναμε, πότε θα πιάσουν τον
πατέρα μου, πότε εμένα. Ωστόσο όλον εκείνο τον καιρό είχαμε πάντα στο σπίτι
κάποιον κυνηγημένο, κάποιον παράνομο. Πολλοί δεν ζούνε πια, ένα-δυο είναι
σήμερα σημαντικά πρόσωπα, δεν τους έχω ξαναδεί από τότε. Για ένα διάστημα
κρύφθηκε σπίτι μας ο Γεράσιμος ο Σταυρολαίμης, ή αλλιώς ο Γ. Σταύρου όπως
αργότερα έγινε γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, ή ο Γ. Γρηγόρης όπως πάλι
αργότερα υπέγραψε τα χρονογραφήματά του στην «Αυγή», δηλαδή ο Μεμάς και μόνο ο
Μεμάς για όσους τον αγαπούσανε. Ο Μεμάς ήταν φίλος του πατέρα μου αλλά
βρισκόταν σ’ εκείνη την ενδιάμεση ηλικία που του επέτρεπε να γίνει και δικός
μου φίλος. Ατέλειωτες ώρες μου διηγόταν ιστορίες που έπιαναν από τα προπολεμικά
χρόνια, περνούσαν από την Κατοχή, έφταναν ως εκείνες τις μέρες. Μου μιλούσε
πολύ για τους φίλους του από τα παιδικά του χρόνια, από το σχολείο. Τους
θαύμαζε, θεωρούσε πως ο καθένας θα γινόταν ο πιο σπουδαίος στον τομέα του:
Χρίστος Θεοδωρόπουλος ή Μάξιμος, ο μεγαλύτερος θεωρητικός της λογοτεχνίας και
της τέχνης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο μεγαλύτερος ποιητής, ο Αντρέας Φραγκιάς, ο
μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος, ο Γιάννης Γαϊτης και ο Ιάσωνας Μολφέσης, οι
μεγαλύτεροι ζωγράφοι. Οι ιστορίες του Μεμά με μεγάλωναν, με έκαναν να ζω σ’ ένα
κόσμο ταυτόχρονα πραγματικό και μυθικό. Και οι παλιότερες, που αναφέρονταν σε
πρόσωπα άγνωστα τότε για μένα, και οι ιστορίες εκείνων ακριβώς των ημερών, που
είχαν επίκεντρο κάποιο γνωστό μου, το Μάνο Χατζιδάκι. Ο Μεμάς κρυβότανε τότε σε
δύο σπίτια. Στο δικό μας και στου Μάνου. Έμενε μια βδομάδα περίπου στο ένα και
μια στο άλλο. Όποτε ερχόταν στο δικό μας σπίτι, μιλούσε, συνεπαρμένος για το
σπίτι του Μάνου. Για τη γειτονιά που βρισκότανε, το Παγκράτι, για το πώς ήτανε
μέσα, μ’ ένα μεγάλο πιάνο στη μέση ενός μικρού σαλονιού, για τη μητέρα του
Μάνου που ακτινοβολούσε καλοσύνη, για την αδερφή του, πάντα γελαστή, και κυρίως
για τον ίδιο το Μάνο, να παίζει με τις ώρες στο πιάνο. Ένα πιάνο με ουρά, που
τη νύχτα έστρωναν πάνω του για να κοιμηθεί ο Μεμάς (γι’ αυτό πια, δεν ξέρω αν
μου το είχε πει ο ίδιος ή αν το έφτιαξα εγώ με τη φαντασία μου). Έτσι, χωρίς να
βλέπω το Μάνο Χατζιδάκι, άρχισα να παρακολουθώ από μακριά την κίνηση του
σπιτιού του, να γνωρίζει αθέατος τη ζωή του, να προσπαθώ να αναπλάσω τη μουσική
του από τα λόγια του Μεμά. Μια μουσική που την αυτοσχεδίαζε συνεχώς στο πιάνο
χωρίς όμως να τη γράφει, που γέμιζε το σπίτι, χυνότανε στο δρόμο, μάγευε τους
κοντινούς, μαγνήτιζε τους περαστικούς, ώσπου χανότανε μέσα στο χώρο. Κι ο Μεμάς
ήταν απαρηγόρητος. Μια μουσική που τη λάτρευε χυνόταν κατά κύματα, τον τύλιγε
φεύγοντας μέσα από τα χέρια του, κι εκείνος ήταν ανήμπορος να την κρατήσει.
Χρόνια
αργότερα, στο Παρίσι, διάβασα σ’ ένα περιοδικό ένα μικρό διήγημα που μου θύμιζε
τις ιστορίες του του Μεμά για το Μάνο. Έλεγε πάνω-κάτω τα εξής: ένας
Αμερικανός, όχι πλούσιος, αυτό έχει σημασία, λάτρευε τον Πικάσσο, τη ζωγραφική,
το έργο του. Καθώς δεν μπορούσε ν’ αγοράσει τίποτε δικό του ήθελε τουλάχιστον
να τον δει από κοντά. Μάζευε τα χρήματα για το ταξίδι, έφυγε για την Ευρώπη,
για την Κυανή Ακτή, ώσπου έφτασε στο χωριό που έμενε ο Πικάσσο, το Βαλωρί. Εκεί
παραμόνευε πότε ο ζωγράφος θα βγει στο δρόμο για να τον πάρει στο κατόπι, Μια
μέρα, ήταν χειμώνας καιρός, ο Πικάσσο πήγε για περίπατο στην έρημη παραλία.
Κάποια στιγμή έπιασε ένα ξύλο, κάτι χάραξε στην άμμο, έπειτα έφυγε. Ο
Αμερικανός έτρεξε κι είδε πάνω στην άμμο ένα υπέροχο σχέδιο, με την υπογραφή
του Πικάσσο, αφημένο εκεί, στη διάθεσή του, δικό του. Κι όμως δεν μπορούσε να
το πάρει, να το κρατήσει, να το σώσει. Σε λίγο το κύμα προχώρησε, σβήνοντας
σιγά-σιγά το σχέδιο μπροστά στον ανίσχυρο Αμερικανό. Φαίνεται ωστόσο πως αυτές
οι φευγαλέες δημιουργίες που χάνονται πριν υπάρξουν, είναι αναγκαίες για το
δημιουργό, όσο κι αν θλίβουν εκείνους που θα ‘θελαν να τις διασώσουν. Γιατί
μέσα από το παιχνίδι της δωρεάν έκφρασης που δεν υλοποιείται, ούτε
διαιωνίζεται, μέσα από τον ίλιγγο μιας σπατάλης που κάποια στιγμή θα ξεχαστεί,
ο δημιουργός συνειδητοποιεί τον κίνδυνο
της κατάργησής του από το χρόνο και πλάθει πια μορφές με βούληση διαρκείας.
Έτσι, η μουσική του Μάνου, παρά τις απώλειες εκείνες, είτε χάρη σ’ αυτές,
σύντομα πήρε μια πρώτη, για μας τους ακροατές, κρυστάλλωση. Ήταν με το Ματωμένο
Γάμο. Η ποίηση ενσωματωμένη στη θεατρική δράση, ο λυρισμός ταυτισμένος με το
δράμα, όλα αυτά υπήρξαν για μας μια αποκάλυψη. Η μουσική του Μάνου δενόταν με
το λόγο-ένα λόγο που χάρη στο Γκάτσο είχε γίνει ελληνικός χωρίς να παύει να
είναι του Λόρκα-αλλά τελικά τον εγκατέλειψε για να αναδείξει κάποιες αισθήσεις
πέρα από τις λέξεις, πέρα από τις γλώσσες. Γι’ αυτό και μας ακολούθησε χρόνια
μετά την παράσταση, όταν πια είχαμε ξεχάσει τα λόγια, ίσως και το έργο.
Είδα
πάλι το Μάνο Χατζιδάκι, γνωστό πια συνθέτη, το 1948, τη βραδιά της ομιλίας του
στο θέατρο της Αλίκης, τότε που τόσο πειστικά κατέδειξε τη μουσική αξία του
ρεμπέτικου. Η μικρή αίθουσα ήταν γεμάτη, πατείς με πατώ σε, από επώνυμους κι
ανώνυμους. Όσο ο Μάνος προχωρούσε, τόσο ο κόσμος κερδιζόταν από τη μουσική, για
να ξεσπάσει στο τέλος σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Μέσα στο κοινό κι εγώ,
ένιωθα κάπως σαν τότε που εκείνο το άγνωστο παιδί μιλούσε για το σουρρεαλισμό:
να συμφωνώ και μαζί να εναντιώνομαι μαζί του. Εκείνα τα τραγούδια τ’ άκουγα από
την Κατοχή, στα οινομαγειρεία της γειτονιάς μου της Βάθης όπου κοντοστεκόμουν
μπρος στους γραμμοφωνατζήδες, στις ταβέρνες του Ψυρρή τις νύχτες που μοιράζαμε
παράνομα έντυπα και κάναμε εράνους, το ουζερί του Μάριου φίλου του πατέρα μου,
στην οδό Ίωνος, όπου όλο ανέβαλλα την είσοδό μου σαν πελάτης. Ήταν η μαγεία
ενός κόσμου άλλου, σχεδόν απαγορευμένου, που διαπότιζε τα κράσπεδα του δικού
μου κόσμου, ήσαν το παράδοξο μιας έκφρασης που δεν μου ανήκε αλλά που
προσπαθούσα αδέξια να οικειοποιηθώ όταν ήθελα να φανώ εγώ παράδοξος, και κάποτε
γίνονταν όργανα μιας ευτράπελης αμφισβήτησης πολλών πραγμάτων που μας είχαν
επιβληθεί σαν ορθά και ωραία. Μα τώρα ο Μάνος μας έδειχνε ότι τα ρεμπέτικα
αποτελούσαν μιαν ολόκληρη μουσική περιοχή με εκρήξεις δημιουργίας, μορφές,
τρόπους, οράματα, που ανήκαν σ’ αυτήν και ταυτόχρονα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν,
να ζωογονήσουν τις άλλες περιοχές της μουσικής. Ο Μάνος μας είχε πείσει. Κι
όμως από την άλλη μεριά αναλογιζόμουν, αυτά τα τραγούδια δεν ακούγονταν στους
τεκέδες του Βοτανικού και του Γκαζοχωριού που το χειμώνα του ’43-’44 σχεδιάζαμε
να σπάσουμε. Αυτά δεν τραγουδούσαν οι χασικλήδες πρόσφυγες απ’ τους
βομβαρδισμούς του Πειραιά που ενώ μας συμπαθούσαν δεν δέχονταν να οργανωθούν.
Αυτά δεν εκφράζανε τα λούμπεν λαϊκά στοιχεία και δεν υπονομεύανε τελικά το
επαναστατικό φρόνημα, όπως νομίζω από το ’46 κιόλας είχε καταγγελθεί από τις
στήλες του «Ριζοσπάστης»;
Αυτός ο
εσωτερικός διχασμός δεν ήταν δικός μου μόνος. Ούτε έμεινε μόνο εσωτερικός
διχασμός. Έγινε μια ολόκληρη ιδεολογική διαμάχη που αργότερα κράτησε για χρόνια
στην αριστερά, στην «Αυγή» και την «Επιθεώρηση Τέχνης», με τον Β. Αρκαδινό, τον
Αλέκο Σένο και άλλους να καταδικάζουν το ρεμπέτικο, με το Φοίβο Ανωγειανάκη,
πιο έπειτα το Μίκη Θεοδωράκη και άλλους πάλι, να το υπερασπίζονται. Μια διαμάχη
που δεν περιορίστηκε στην αναμέτρηση των ιδεών για μια μεγάλη περίοδο η
καταδικαστική για το ρεμπέτικο αντίληψη προσδιόριζε ένα ολόκληρο σύστημα
πολιτικής ηθικής μέσα στην αριστερά. Έτσι, λόγου χάρη, στην εξορία, στον Άη
Στράτη, όποιος σιγομουρμούριζε κάποιο ρεμπέτικο ανακαλείτο αμέσως στην
επαναστατική τάξη, κι αν το ξανάκανε, κινδύνευε να μείνει με τη ρετσινιά της
ιδεολογικής διάβρωσης τόσο από τον εξαθλιωμένο κόσμο, όσο κι από την αστική
τάξη.
Αλήθεια,
ποιος φανταζότανε τότε, πως ύστερα από τριαντατόσα, σχεδόν σαράντα χρόνια, στην
κηδεία του Τσιτσάνη θα πήγαινε ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της χώρας κι ο
γραμματέας του ΚΚΕ. Τέτοιοι επίσημοι, και μάλιστα εκπρόσωποι της αριστεράς,
σίγουρα δεν θα εμφανίζονταν εκεί αν δεν είχαν εξαφανιστεί οι προκαταλήψεις που
καθήλωναν το ρεμπέτικο στο περιθώριο, προκαταλήψεις που δέχτηκαν το πρώτο
ισχυρό πλήγμα από την ομιλία εκείνη του Μάνου Χατζιδάκι.
Από τότε
βρέθηκα απότομα στο τώρα. Ανάμεσά τους, πολλά τα στοιβαγμένα χρόνια. Μήπως
λοιπόν όλα τα παραπάνω τα γράφω περισσότερο για να διατρέξω προς τα πίσω την
απόσταση που διανύθηκε, να ξαναθυμηθώ πράγματα που άλλωστε δεν είχα ποτέ
ξεχάσει, να ξαναδώ ανθρώπους που με σημάδεψαν και που σήμερα, ή λείπουν, ή
είναι εδώ χωρίς όμως να διασταυρωνόμαστε; Μπορεί και γι’ αυτό αλλά όχι μόνο γι’
αυτό. Μήπως για να κλείσω το Μάνο στα μέτρα εκείνου του καιρού, για να τον
αντικρύσω από μια προοπτική που αγνοεί τις καμπές του δικού μας δρόμου. Όχι,
ούτε καν αθέλητα. Μήπως γιατί επλησίασε, έφθασε, κοντεύει ίσως να περάσει η ώρα
των απολογισμών. Κατά κάποιο τρόπο ναι, αφού έχουν πια συμπληρωθεί αρκετοί
κύκλοι χρόνοι ΄ και συνάμα όχι, αν η ώρα των απολογισμών θέλει να ταυτιστεί με
την εκπνοή του χρόνου. Μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους οι κρίκοι μουσικής, όλο
πυκνότεροι, συστρέφονται εκεί ακριβώς που πάνε να κλείσουν κι απλώνονται ως το
κάθε διαδοχικό παρόν όπως ελίγματα, όπως σπειρωτές ταινίες.
--
(Τμήμα από ένα μεγαλύτερο κείμενο για το Μάνο
Χατζιδάκι).
Β)
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Χατζιδάκις,
Εφημερίδα Τα Νέα 14/6/1995
Αφιέρωσαν πολλές σελίδες τους, τις τελευταίες μέρες, οι εφημερίδες στον
Μάνο Χατζιδάκι. Αφορμή συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατό του μεγάλου
συνθέτη. Δημοσιεύτηκαν επίσης πολλά και εκτενή κομμάτια για τις εκδηλώσεις που
θα γίνουν τον Αύγουστο στην Ολυμπία για τα εβδομηντάχρονα του Μίκη Θεοδωράκη.
Τα διάβασα όλα αυτά και είπα: οι συνάδελφοι που τα γράφουν έκαναν ποτέ καμιά
βόλτα στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Πήγαν σε καμιά μπουάτ. Βλέπουν
τηλεόραση; Ακούνε ραδιόφωνο; Σε κανένα νυχτερινό κέντρο δεν παίζεται
Θεοδωράκης. Σε κανένα νυχτερινό κέντρο δεν παίζεται Χατζιδάκις. Η τηλεόραση από
ετών έχει γυρίσει την πλάτη και στους δύο αυτούς δημιουργούς που τόσα πολλά
έχουν προσφέρει στον πολιτισμό μας. Όσο για το ραδιόφωνο, που και που, και σε
ειδικές κατά κανόνα, εκπομπές ασχολείται με το έργο του Μάνου και του Μίκη.
Έργο σπουδαίο, πλούσιο, ελληνικό, αυθεντικό. Και να πάμε και παραπέρα: ο
Θεοδωράκης έβγαλε ένα δίσκο πριν από 4-5 μήνες. Γράφηκαν ωραία κείμενα τις
μέρες της κυκλοφορίας. Έγινε και μια εξαιρετική εκδήλωση με τον Καζάκο στο
Θέατρο «Καρέζη». Σας ρωτάω είδατε καμιά εκπομπή στην τηλεόραση για αυτά τα
τραγούδια; Ακούσατε πολλές φορές στο ραδιόφωνο ένα δύο, έστω, τραγούδια απ’
αυτό το δίσκο; Εγώ που παρακολουθώ από κοντά τα πράγματα διαπίστωσα ότι
υπήρξε-και πάλι-γερό «θάψιμο». Τι ακούγεται στο ραδιόφωνο, Τι παρουσιάζεται
στην τηλεόραση; Τι απασχολεί τις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών; Να σας
το πω; Το τραγούδι της Μαντώς, του Κορκολή, της Ευρυδίκης, της Σαμπρίνας, του Δάντη,
του Σαββιδάκη, της Κλεοπάτρας, του Ρουβά και πολλών άλλων νέων τραγουδιστών. Ένα
τραγούδι που με ελάχιστες θετικές εξαιρέσεις είναι για πέταμα.
Αυτό το τραγούδι προωθούν, εδώ και πολλά χρόνια, εταιρείες
δίσκων, παραγωγοί ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων, δημοσιογράφοι. Με τη
Μαντώ και τον Ρουβά καταπιάνονται τα περιοδικά και όχι με τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο,
τον Μούτση, τον Σπανό. Αυτή η κατάσταση, η πνιγηρή, υποχρέωσε τον εξαίρετο συνθέτη
Κουγιουμτζή να πάρει τα μάτια του και να φύγει από την Αθήνα.
Και το δυστύχημα είναι ότι ο κόσμος δεν αντιδρά! Ενώ
γνωρίζει ότι ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, αλλά και οι «επίγονοι» με τα εξαίσια,
τα υγιή, τα εμπνευσμένα τραγούδια τους, του χάρισαν στιγμές αληθινής ευδαιμονίας,
τρέχει και αγοράζει δίσκους με τραγούδια- «σκουπίδια», παρακολουθεί εκπομπές με
τέτοια τραγούδια, γεμίζει θέατρα και νυχτερινά κέντρα, όπου το «σκουπίδι» δίνει
και παίρνει! Λυπάμαι που θα το ξαναπώ, αλλά πρέπει γι’ αυτή την «ξεφτίλα» μεγάλο
μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι δημοσιογράφοι. Οι δημοσιογράφοι, που αυτές τις μέρες
γράφουν πολλά «συγκινητικά» και υπέροχα» για τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη…
--
Προφητικός (αν και κομμάτι απόλυτος) ο λόγος περί μουσικής του στιχουργού και ποιητή Λευτέρη Παπαδόπουλου, στις "Ματιές" του, άραγε, τι
θα συμπλήρωνε σήμερα, εν έτει 2019 ακούγοντας τα προγράμματα του ραδιοφώνου και
της τηλεόρασης, τον δημοσιογραφικό λόγο;
Απέσβετο και λάλον ύδωρ…!
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Τετάρτη 3 Ιουνίου 2019
Με τις καμπάνες της εκκλησίας του αγίου Νεκταρίου να
ηχούν στους ρυθμούς των μελωδιών του Μάνου Χατζιδάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου