Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Ο ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ


        Ο ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Γιώργος Φ. Βαφόπουλος, 
περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 46/1989, σ. 25-26

     Ο σουρρεαλισμός εισέβαλε στην Ελλάδα επίσημα γύρω στο 1935. Τότε φαίνεται πώς είχε ωριμάσει η ελληνική ποιητική συνείδηση, για να δεχθεί το μήνυμα που είχε εκπορευθεί από τη Γαλλία πρίν από δεκαπέντε περίπου χρόνια. Με την ίδια καθυστέρηση παλιότερα είχε καταφθάσει κι ο γαλλικός συμβολισμός, που κυριάρχησε στους στίχους των ποιητών της γενιάς του 1920, όταν κι αυτός πιά στη Γαλλία παραχωρούσε  τη θέση του στην “poesie pure” του Abbe Bremond και, λίγο αργότερα, στο σουρρεαλιστικό κίνημα, που η αισθητική του είχε ήδη κωδικοποιηθεί με το γνωστό μανιφέστο του Andre Breton το 1924.
     Πρίν από το φανέρωμα του ποιητικού σουρρεαλισμού, είχε προηγηθεί ο σουρρεαλισμός στη ζωγραφική, με τα ονόματα του ντανταϊσμού και του φωβισμού. Και τώρα ερχόντανε οι απηχήσεις του νέου αυτού αισθητικού κινήματος και στον τόπο μας, περισσότερο ίσως σαν παριζιάνικη μόδα και λιγότερο σαν ανάγκη απαλλαγής από το σκληρό κολάρο της παλιάς ποίησης.
     Ο συμβολισμός είχε καταφέρει ήδη το βαρύτερο χτύπημα στη ρομαντική και παρνασσιακή ποίηση, όπως είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα από τους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής. Οι κατοπινοί ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (1918), μετά τη γόνιμη θητεία τους στο συμβολισμό, είχαν δημιουργήσει την προδιάθεση να προχωρήσουν ακόμα πιο πέρα. Όμως ήταν φανερό πως όλα τούτα τα νεοτερικά σχήματα, πού πήγαινε να περιβληθεί η νέα ελληνική ποίηση, έδιναν την εικόνα ενός χωριάτη που δοκίμαζε μεγάλη αμηχανία μέσα στο καινούργιο ευρωπαϊκό του κοστούμι.
      Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα νεοτερικά σχήματα της τέχνης δεν είχαν προκύψει από μιά ακατανίκητη ανάγκη «εκ των έσω» επιβλήθηκαν με τη δύναμη εκείνη που επιβάλλεται κάθε γόνιμη ιδέα στην εποχή της. Έτσι σήμανε και στην Ελλάδα η ώρα του σουρρεαλισμού. Όμως, για τη δικαίωση της ιστορικής αλήθειας, είναι ανάγκη να ειπωθεί πώς ούτε ο Εμπειρίκος, ούτε ο νεότερος Ελύτης ήσαν οι «πρώτοι διδάξαντες», με τη βοήθεια φυσικά του ευρωπαϊκού ταχυδρομείου, το σουρρεαλισμό στην Ελλάδα.
      Βέβαια, η πρώτη τιμή για την εισαγωγή ενός νεοτερικού πνεύματος στην ελληνική ποίηση ανήκει-κατά κύριο λόγο- στον Καβάφη κι ακόμα στο νεώτερο Τάκη Παπατσώνη. Ο Σεφέρης ήρθε πολύ αργότερα να μεταφυτέψει τους ελιοτικούς ποιητικούς τρόπους. Όμως, καθώς γνωρίζω από προσωπική εμπειρία, ο πρώτος καθαρόαιμος σουρρεαλιστής ποιητής στην Ελλάδα ήταν ο Θεόδωρος Ντόρος. Είχε ευρύτατα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του με στίχους, τυπωμένο στο Παρίσι, γύρω στο 1930, με τον τίτλο: «Στού γλιτωμού το χάζι». Ο Θεόδωρος Ντόρος φαίνεται πώς ήξερε καλά πόσο δύσπιστοι είναι οι συμπατριώτες του προς κάθε καινούργια ιδέα, όταν μάλιστα, αυτή διατυπώνεται από έναν συντοπίτη. Θέλοντας λοιπόν να πετύχει, ώστε το βιβλίο του να φτάσει σ’ όσα περισσότερα χέρια ήταν δυνατό, εφάρμοσε με αναλογίες φυσικά, τη μέθοδο που είχε επινοήσει ο Καποδίστριας, για να μάθει στους Έλληνες να τρώνε την πατάτα. Ταχυδρόμησε λοιπόν το βιβλίο του σ’ ένα πλήθος από ανθρώπους των γραμμάτων κι έκαμε τη δήλωση πώς θα στελνόταν τούτο δωρεάν και σ’ όποιον το ζητούσε από τη διεύθυνσή του στο Παρίσι.
     Είναι γνωστό πόση γοητεία ασκεί στην ψυχή των ανθρώπων η δωρεάν διανομή έστω και των πιό ευτελών πραγμάτων. Η λέξη «σελέμης» έχει βέβαια τουρκική την προέλευσή της, όμως είναι πολιτογραφημένη στα ελληνικά λεξικά. Κι ήταν επόμενο το βιβλίο του Θεόδωρου Ντόρου να περάσει από τόσα ελληνικά χέρια, απ’ όσα δεν είχε κρατηθεί ούτε ο «Ρωμηός» του Σουρή στην πιό γόνιμη περίοδό του. Όμως ο ποιητής δεν είχε υπολογίσει πώς οι νέες ιδέες έφταναν στον τόπο μας με την ταχυδρομική άμαξα του Ονορίου ντε Μπαλζάκ. Έκαμε το λάθος να στείλει τους στίχους του με το Όριάν Εξπρές, ενώ η ταχυδρομική άμαξα θα έφτανε πολύ αργότερα, τον καιρό ακριβώς που ο Αντρέας Καραντώνης θα ‘ταν έτοιμος να ξεζέψει τα άλογά της. Οι στίχοι «Στού γλιτωμού το χάζι» διαπομπεύθηκαν περισσότερο κι από τα ποιήματα του Καβάφη, τον καιρό που δεν είχε ακόμα σημάνει η μεγάλη ώρα του Αλεξανδρινού ποιητή. Κι’ έτσι όλη η δόξα για την ανακάλυψη του σουρρεαλισμού σκέπασε με τις δάφνες της τα «Νέα Γράμματα» του Αντρέα Καραντώνη. Μιά μικρή βιασύνη είναι ικανή να αναστρέψει και τον «ρούν της ιστορίας».
Δεν έσπευσα ν’ απορρίψω το σουρρεαλισμό, όπως το ‘καμαν οι περισσότεροι ποιητές της παλιότερης γενιάς. Στάθηκα αντίκρυ του με σκεπτικισμό στην αρχή, έπειτα με πολύ ενδιαφέρον. Όπως είχα σταθεί δέκα χρόνια νωρίτερα  μπρός στην αντιλεγόμενη ακόμα ποίηση του Καβάφη . Συμφιλιώθηκα πολύ γρήγορα με τις αρχές του νέου αυτού αισθητικού κινήματος, αναγνώρισα την ορθότητα και τις επιτεύξεις του, ως ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, σύμφωνο με ορισμένες βασικές και αναλλοίωτες αρχές της τέχνης.
     Πίστευα πάντα, και εξακολουθώ να πιστεύω, πώς η πρώτη αρχή της τέχνης, πού την αντιδιαστέλλει από την «τυχαιότητα» της ζωής, είναι η ικανότητα της αφαίρεσης, που συντελεί  στην αποσύνθεση της πρώτης ύλης, για να πετύχει τελικά την αποκάθαρσή της από κάθε αντικαλλιτεχνικό στοιχείο. Η δεύτερη αρχή είναι η ικανότητα της αναδιοργάνωσης της αποκαθαρμένης πρώτης ύλης, σε μιά ολοκληρωμένη και απόλυτα κλειστή καλλιτεχνική σύνθεση.
    Οι οπαδοί των νεωτερικών θεωριών περί «διαλύσεως κτλ.» θ’ αντιτάξουν ίσως το επιχείρημα ότι δήθεν τούτες οι βασικές αρχές της τέχνης είναι απλά σχήματα, που προέκυψαν από τις ανάγκες διάφορων ιστορικών περιστάσεων, και πού θα μπορούσαν, κάτω από συνθήκες νέων περιστάσεων, να σπάσουν η και ακόμα να καταργηθούν. Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο και σταθερό, ώστε να ισχύσει σε μιά μελλοντική φάση της τέχνης.
     Η βασική αρχή του ποιητικού σουρρεαλισμού, όπως τουλάχιστον τη διατύπωσαν οι θεωρητικοί του, είναι η «τυχαιότητα» και η συνειρμική καταγραφή των αντιδράσεων του υποσυνείδητου. Τούτη η νέα αρχή ακριβώς καταργεί τις άλλες παραδεγμένες αρχές, που έχουν επιβεβαιωθεί από την ιστορία της τέχνης. Ένα σουρρεαλιστικό ποίημα, από την ίδια του τη φύση, δεν είναι  δυνατό ν’ αποκρυσταλλωθεί σε μιά σταθερή και αναλλοίωτη μορφή, ώστε ν’ αποτελέσει μιά κλειστή καλλιτεχνική σύνθεση. Επιδέχεται ανασχηματισμούς και αναπλάσεις, προσθέσεις ή  αφαιρέσεις, φάρδεμα ή στένεμα, κι ακόμα ανακάτεμα της «εσωτερικής» του τάξης, πού αποτελεί κι αυτή μιάν άρνηση κάθε άλλης έννοιας τάξης.
      Η αδυναμία του σουρρεαλισμού βρίσκεται στην ευκολία να δημιουργεί καταστάσεις ασυδοσίας και απάτης. Ενώ το ποίημα και του πιό ερμητικού ποιητή διατηρεί την ταυτότητα του δημιουργού του και προσφέρεται στον μυημένο αναγνώστη «δυνάμει», αντίθετα, για την αποτίμηση του σουρεαλιστικού έργου είναι ανάγκη ν’ ανιχνευθεί η ίδια η προσωπικότητα του δημιουργού. Το ποίημα και το πρόσωπο του ποιητή, στο σουρρεαλιστικό κόσμο, αποτελούν συνάρτηση τόσο στενή, ώστε το ποίημα να βρίσκεται σε πλήρη οργανική αδυναμία ν’ ακτινοβολήσει αφ’ εαυτού, δίχως να πέσει απάνω του ο προβολέας της προσωπικότητας του δημιουργού. Με λίγα και απλά λόγια: Αν ένα σουρρεαλιστικό ποίημα διαπιστώσουμε ότι έχει γραφεί  από ένα γνωστό ηλίθιο ή ανισόρροπο άνθρωπο ή από έναν έξυπνο φαρσέρ, τότε το απορρίπτουμε δίχως καμιά προσπάθεια ν’ ανακαλύψουμε το βαθύτερο «νόημά» του ή το νέο μήνυμα ή το νέο μήνυμα που ενδέχεται να μας κομίζει, για τον απλούστατο λόγο ότι τίποτε από αυτά δεν μπορεί να περιέχει. Αν όμως βεβαιωθούμε ότι ο ποιητής του έχει και καλλιτεχνική ιδιοφυία και μόρφωση και εντιμότητα και αίσθηση ευθύνης, ότι τέλοσπάντων η υπόθεση της ποίησης είναι γι’ αυτόν μιά υπόθεση περίπου ζωής και θανάτου, τότε δε θα μας είναι καθόλου εύκολο ν’ απορρίψουμε το «ακατανόητο» για μας ποίημά του. Θα βάλουμε α δυνατά μας να βρούμε κάποιον τρόπο επικοινωνίας μαζί του και, αν δεν τα καταφέρουμε, το καλύτερο πού θα ‘χαμε να κάνουμε είναι να ομολογήσουμε την ανεπάρκειά μας, και στην περίπτωση ακόμα που ενδέχεται ο σοβαρός αυτός ποιητής ν’ απέτυχε στην πραγματοποίηση των προθέσεών του.
     Ο σουρρεαλισμός, όταν εκπορεύεται από γνήσιες πηγές, χρειάζεται πολλή εντιμότητα και από το μέρος του πομπού και από τη πλευρά του δέκτη. Προπαντός δεν καταδέχεται το σοφιστικό πνεύμα, για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Και δεν αντέχω στον πειρασμό να μην αναφερθώ σ’ ένα περιστατικό, όπου, για να καλυφθεί μιά «γκάφα», φυσική άλλωστε και δικαιολογημένη, καταναλώθηκε πολύ πνεύμα σοφιστικού κυνισμού. Κάποιος γνωστός ποιητής, έτσι για να «σπάσει πλάκα», σκάρωσε ένα «σουρρεαλιστικό» ποίημα. Είχε καταφέρει ώστε τα αρχικά γράμματα των στίχων να σχηματίζουν την ακροστιχίδα: «βλακείες». Το ‘στειλε με τ’ όνομά του σ’ ένα περιοδικό της σουρρεαλιστικής πρωτοπορίας, όπου και δημοσιεύτηκε. Την άλλη μέρα ο ποιητής αποκάλυψε τη φάρσα. Κι ο κόσμος γέλασε. Όχι όμως και οι εκδότες του περιοδικού. Αυτοί σοβαρά ισχυρίστηκαν ότι ο ποιητής, χωρίς να το αντιληφθεί, είχε γράψει το ωραιότερο δημιούργημα της ποιητικής σταδιοδρομίας του.
     Ο σουρρεαλισμός, ως επανάσταση για την ανατροπή της λογοκρατίας, πού δυνάστεψε το ανθρώπινο πνεύμα, κι ακόμα ως φιλοσοφία και στάση ζωής, είναι απόλυτα παραδεκτός. Μας όπλισε με μιά καινούργια αίσθηση των πραγμάτων, μας έδωσε το «τρίτο μάτι», για να δούμε τις αντιδράσεις της ανθρώπινης συνείδησης περ’ από τα πράγματα. Έφερε μιάν αναταραχή στην ποίηση, ώστε η ποίηση να μην είναι όπως ήταν πρωτύτερα. Κι είναι περιττό να ειπωθεί πόσο υπεύθυνη πράξη είναι η ποιητική δημιουργία. Ωστόσο στο σουρρεαλισμό ανήκει ολόκληρη η τιμή ότι η ποίηση δε γράφεται πιά όπως γραφόταν πρίν απ’ αυτόν.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 15 Μαϊου 2020    




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου