Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Ανθολόγιο βιβλιοκρισιών του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή στο περιοδικό Η Λέξη




         Ανθολόγιο βιβλιοκρισιών
του καθηγητή και ιστορικού της λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή στο λογοτεχνικό περιοδικό Η ΛΕΞΗ.

          Κάποτε νιώθω να μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι.
                        Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος.
          Αποδελτιώνοντας και καταγράφοντας στο προηγούμενο σημείωμα τις βιβλιοκρισίες του ιστορικού της λογοτεχνίας Μιχάλη Γ. Μερακλή στο λογοτεχνικό περιοδική Η Λέξη, ξαναδιαβάζω τις βιβλιοκρισίες του, (συνολικά πλέον) προσπαθώντας καλύτερα, να αποκωδικοποιήσω την σκέψη του, τον κοινωνικό του οραματισμό, τις ιδέες του, τα πιστεύω του. Στο τι θεωρεί ο ίδιος-σαν κριτικός- άρτιο λόγο ενός μυθιστορήματος, στρωτή γραφή ενός διηγήματος, τεχνική του δοκιμιακού λόγου, ποιοι οι σωστοί χρόνοι μιας ολοκληρωμένης γραφής, ποιοι οι ορισμοί των ειδολογικών μορφών ενός έργου. Τι ορίζουμε ως νουβέλα, ταξιδιωτική αφήγηση, περιγραφή, ημερολογιακή εξιστόρηση, ιστορικό μυθιστόρημα, εξομολογητική ή στοχαστική διάθεση. Έκθεση των θέσεων και εμπειριών, βιωμάτων του συγγραφέα. Τι καταλαβαίνουμε όταν ο κριτικός μας μιλά για την Ποιητικότητα ενός κειμένου, ορθή και ισορροπημένη διαπραγμάτευση ενός θέματος στο οποίο επικεντρώνεται το ενδιαφέρον του πεζογράφου. Τι είναι συμβολιστική ή ρεαλιστική γραφή, νατουραλιστική εικονοποιία, ονειρική διάθεση, και πως φανερώνεται μέσα στο κείμενο. Πως προσλαμβάνει ο αναγνώστης την μαγική διάθεση που μας εικονογραφεί ο δημιουργός. Πως μας κοινοποιεί αυτό που έζησε, βίωσε ή φαντάστηκε. Πως οικοδομεί τις ιστορίες του, πως πλέκει τον καμβά των ιστοριών του. Το ιστορικό ή κοινωνικό κλίμα μέσα στο οποίο εντάσσει τις ιστορίες του. Ποιές είναι οι επιρροές και συγγραφικές του οφειλές, τα διαβάσματά του. Στέκομαι στο τι παρατηρεί με την πολύχρονη πείρα και εμπειρία του, τις γνώσεις του σαν πανεπιστημιακός, αλλά κυρίως, σαν κριτικός και δοκιμιογράφος, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες των βιβλίων που μας παρουσιάζει. Προσπαθώ να φανταστώ πόσο χρόνο διαθέτει για να διαβάσει ένα βιβλίο, αν επανέρχεται σε μια δεύτερή του ανάγνωση. Αν το διαβάζει «μονορούφι» ή σε δόσεις, μια και πολλά μυθιστορήματα είναι πολυσέλιδα. Τι ανακαλεί στην μνήμη του η ανάγνωση ενός έργου; Που εστιάζεται η προσοχή του; Πώς αισθάνεται καθώς κάθεται στο γραφείο του έχοντας μπροστά του μια στοίβα από καινούργιες εκδόσεις, που «οφείλει», ανάμεσα στις άλλες συγγραφικές του υποχρεώσεις να μας παρουσιάσει, να κρίνει, να σχολιάσει. Προσέχει να μην αδικήσει κανέναν, να μην στεναχωρήσει κάποιον γνωστό του συγγραφέα; Ακόμα και τους συγγραφείς-που του στέλνουν τα βιβλία τους- που λόγω φόρτου εργασίας ή άλλων υποχρεώσεών του, δεν θα βρει τον χρόνο να ασχοληθεί μαζί τους, δεν θα βάλει την έγκυρη υπογραφή του κάτω από την δημοσιευμένη βιβλιοκρισία, που ενδεχομένως, αναμένει να δει ο δημιουργός, μα και ο σταθερός αναγνώστης του περιοδικού, για να «τρέξει» να αγοράσει και να διαβάσει το βιβλίο, που έτυχε της προσοχής ενός καθηγητή πανεπιστημίου και αναγνωρισμένου κριτικού. Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, άλλη βαρύτητα φέρει η υπογραφή και τα θετικού πρόσημου λεγόμενα ενός καθηγητή πανεπιστημίου ή «επαγγελματία»- δημοσιογράφου κριτικού, και άλλη βαρύτητα έχει η βιβλιοκρισία και οι κρίσεις, ενός από τους πολλούς «άγνωστος», βιβλιοκριτικός. Παρόμοια περίπτωση έχουμε και με τους πιστούς που μεταλαμβάνουν μέσα στις εκκλησίες. Οι πιστοί, προτιμούν να μεταλάβουν και να πάρουν το αντίδωρο από έναν μητροπολίτη παρά από έναν απλό ιερέα. Ίσως είναι μέσα στην καθόλου φύση του ανθρώπου, οι ασυναίσθητες αυτές κοινωνικές επιλογές. Οι άνθρωποι νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, μετριάζεται ο ψυχολογικός ή συνειδησιακός τους φόβος, όταν συνομιλούν ή αναφέρονται σε αυτούς πρόσωπα της όποιας «εξουσίας». Και των τριών ιστορικών-πολιτισμικών εκδοχών της όπως έλεγε ο Μαξ Βέμπερ: Της νόμιμης, της χαρισματικής και της παραδοσιακής.
     Προσπαθώ να φανταστώ τι τεχνικά μέσα χρησιμοποιεί για να αποτυπώσει τις κρίσεις του. Χρησιμοποιεί δηλαδή την οθόνη ενός υπολογιστή ή γράφει με πιο παραδοσιακούς τρόπους, με στυλό ή μολύβι πάνω στην λευκή σελίδα; Γράφει μία και έξω το κείμενό του ή σχίζει και ξανασχίζει κόλλες, μέχρι να δώσει στο κριτικό του κείμενο την ολοκληρωμένη μορφή του. Συντάσσει σε διαφορετικά χρονικά στάδια τις κρίσεις του; Αν τις διαβάσει κατόπιν δημοσιευμένες, σκέφτεται άραγε αν θα έπρεπε να μην είχε γράψει μια παράγραφο, να είχε συμπληρώσει την βιβλιοκρισία του με ορισμένες ακόμα σκέψεις του; Να είχε χρησιμοποιήσει άλλες λέξεις που θα έκαναν περισσότερο κατανοητό το κείμενο στον αναγνώστη; Ποιο ελκυστική την κριτική του πρόταση-εκδοχή ανάγνωσης του βιβλίου; Περνάνε «κρυφές» σκέψεις από το μυαλό του,-όπως όλων μας-δηλαδή, αν πρυτανεύουν άλλες «σκοπιμότητες», που τον υποχρεώνουν να γράψει για τον τάδε συγγραφέα ή το δείνα βιβλίο αν και δεν θα το ήθελε; Ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να δώσει στον αναγνώστη με τις απόψεις που εκφράζει και τις κρίσεις που μας εκθέτει ένας κριτικός λογοτεχνίας; Σε ποιες σελίδες του βιβλίου στέκεται περισσότερο, σε ποιο βαθμό τον αγγίζουν αυτά που μας εξιστορεί ο συγγραφέας, οι ιδέες του, οι εικόνες του, η γλώσσα που υιοθετεί. Τι παρατηρεί περισσότερο, στην ροή του λόγου, στην εξιστόρηση της δράσης, στην τυπολογία της χαρακτηρολογίας ενός πρωτεύοντα ήρωα ή τα δορυφόρα πρόσωπα της πλοκής της ιστορίας, ή των ιστοριών; Τι συμπληρώνει με τις γνώσεις του ή την φαντασία του,-σαν αναγνώστης ο κριτικός- που διαφοροποιείται, που αντιδρά, τι απορρίπτει, τι αποδέχεται με ευκολία. Με τι συνδέει τις σκέψεις του συγγραφέα, πως κατανοεί τα συγγραφικά του όνειρα και φιλοδοξίες. Τέλος, εκθέτοντας τις κρίσεις του, ποιο είναι το γενικό πλαίσιο ελκυστικής ανάγνωσης που σχηματίζει για εμάς τους αναγνώστες, αναφορών και πληροφοριών που μας δίνει για τα έργα στη διάρκεια του εκδοτικού χρόνου. Καθώς πολλοί συγγραφείς συνεχίζουν να εκδίδουν βιβλία τους, να εξελίσσουν την μορφή και τους τρόπους ή τα είδη της γραφής τους, την θεματολογία τους. Αλλάζει η ποιότητα του λόγου τους καθώς ωριμάζουν συγγραφικά.
     Έχοντας μπροστά μου συνολικά, του συγκεκριμένου περιοδικού βιβλιοκριτικές του Μιχάλη Γ. Μερακλή, παρατηρώ τα εξής. Ότι πέρα από το πρώτο επίπεδο κρίσεών του για τα βιβλία που εξετάζει, παράλληλα, μας εκθέσει και τις δικές του ιδέες, συμπληρώνει εποικοδομητικά τις θέσεις του συγγραφέα, με παρόμοια συγγενικά θέματα και καταστάσεις, προβληματισμούς που αφορούν τον χώρο της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της κοινωνίας, των κοινωνικών συνθηκών, των θρησκευτικών δοξασιών ή άλλων καταστάσεων και γεγονότων που αφοράν τους ανθρώπους και την κοινωνία. Εμπλουτίζει το κριτικό του κείμενο με στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν το κεντρικό θέμα του συγγραφέα, τους τρόπους γραφής του και το τι απορρέει από την σύνολη συγγραφική πρόταση. Άλλοτε ο Μερακλής, εκφέρει την γνώμη του, που  αφορά ποιητές, πχ. τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Άλλοτε έχει να κάνει με λογοτεχνικές τεχνοτροπίες. Σε πολλά του κριτικά σημειώματα κοινωνιολογεί ή μας εκφράζει τις θέσεις του για πολιτικά ή οικονομικά συστήματα (καπιταλισμός, σοσιαλισμός,  ανεξέλεγκτος καταναλωτισμός) που επιδρούν καταλυτικά στις ζωές και συμπεριφορές ή συλλογικές εκδηλώσεις των ανθρώπων και αλλάζουν τις δομές της κοινωνίας. Όπου το απαιτεί το θέμα ή η έκδοση, μας κάνει λόγο για τις προσπάθειες ορισμένων εκδοτών να παρουσιάσουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις νέες εκδοτικές σειρές τους. Όπως πχ. η σειρά των έργων των αρχαίων συγγραφέων από τις εκδόσεις Κάκτος. Ενώ, όπως βλέπουμε στην περίπτωση παλαιότερων ελλήνων φιλόλογων ή συγγραφέων, βλέπε περίπτωση Ιωάννη Συκουτρή, μας μιλά με πικρία για τον πανεπιστημιακό περίγυρο, του κλασικού φιλόλογου, για το συντηρητικό κατεστημένο της εποχής του, που τον οδήγησε με την εχθρική του στάση, τελικά, στην αυτοκτονία. Ενώ, πάλι, η ευαισθησία και η τρυφερότητά του, η εσωτερική του θλίψη, και ίσως, ένα κρυφό δάκρυ στάζει από την σύντομη κριτική που δημοσιεύει για τον νεαρό δικηγόρο και ποιητή, ένας λυγμός γραφής, για τον ποιητή που χάθηκε τόσο νέος-τον πρόδωσε η καρδιά του-τον ευειδή, καλοκάγαθο Βασίλη Κουρή.
     Τα κείμενα του Μιχάλη Γ. Μερακλή είναι οργανωμένα πάνω σε δύο κύριους κεντρικούς ανθρωπιστικής υφής άξονες. Αυτόν του ανθρώπου, ως ενεργού πολιτικού υποκειμένου μέσα στην κοινωνία, και αυτόν της ελλάδας. Σαν ένας γεωγραφικός τόπος με πανάρχαια ιστορικά ερείσματα, πολιτιστική παράδοση που εξακτινώνεται μέσα στον χρόνο. Ένας τόπος ζυμωμένος με φως, αισθητική ματιά και ανθρωπιστική συνείδηση. Τα κείμενά του όζουν ελλάδα και τον διαχρονικό πολιτισμό της. Κινούνται μέσα σε μια φιλάνθρωπη ατμόσφαιρα προσέγγισης των προβλημάτων του κόσμου, του ανθρώπου στο μικρό ή μεγάλο του αγωνιστικό μεγαλείο, αλλά και πτώση. Αν προσέξει τις αναπνοές των κρίσεών του που πηγάζουν από τις ανθρωπιστικές ρωγμές τις σκέψεις του, όπως τις καταθέτει στα γραπτά του, ο λόγος και η γραφή του Μιχάλη Γ. Μερακλή έχει στοιχεία ιδεαλισμού, χωρίς με τον παρεξηγημένο αυτόν όρο, να προσθέτω τίποτα το αρνητικό ή να μειώνω κατά τι, την εμπεριστατωμένη ανάλυση του βλέμματός του. Θα τολμούσα να σημείωνα ότι ακόμα και οι συγγραφείς που εξετάζει διαθέτουν μεγάλα φορτία ανθρωπιάς όπως και οι βιβλιοκριτικές του καθηγητή. Διαβάζοντας τις κριτικές του-δεν θέλω να τις παραλληλίσω με άλλες, εξίσου έγκυρες με την υπογραφή των κριτικών που τις υπογράφουν, την ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο σε άλλα έντυπα για το βιβλίο. Πρόθεσή μου δεν είναι να συνεξετάσω ή να εντοπίσω τις «εκλεκτικές» κριτικές συγγένειες μεταξύ των βιβλιοκρισιών αυτών, αλλά να βαδίσω πάνω στις γέφυρες που στήνει ο Μιχάλης Γ. Μερακλής τόσο προς την αρχαία ελληνική γραμματεία, την βυζαντινή, και μεσαιωνική λαϊκή παράδοση, όσο και προς τους ιστορικούς κόμβους της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης και τα πρόσωπά της, τα λογοτεχνικά της σύμβολα και πνευματικές της σημαδούρες. Κάθε κριτική του Μερακλή έχει και κάτι καινούργιο να προσθέσει στις βιβλιογραφικές μας γνώσεις, το λεξιλόγιό μας εμπλουτίζεται υπόγεια, μας «ρυμουλκεί» σε ένα ταξίδι μέσα στα χρονικά ρουμάνια του ελληνικού πολιτισμού, των διαχρονικών ιστορικών επιτευγμάτων του. Ο λόγος του είναι εμφανές νηφάλιος, ήρεμος, διακριτικός. Το ύφος του γάργαρο νερό αν και σε πολλές του κριτικές το διακρίνει μια μελαγχολική διάθεση, μια βαθειά πικρία για το μέλλον του ανθρώπου, της κοινωνίας. Οι σκέψεις του πάντα προσανατολισμένες προς το θετικό του κόσμου, προς την ανατολή της ζωής. Οι προτάσεις του, είναι συνήθως μικρές, παρατηρούμε ένα συχνό παρενθετικό σταμάτημα του λόγου του, ανοίγονται παρενθέσεις μέσα στην ροή του λόγου για διευκρινιστικά σχόλια ή επισημάνσεις. Ή γα να ξεδιπλώσει ο κριτικός τις θέσεις και τις κρίσεις του, σαν περιφερειακές του κεντρικού πυρήνα διευκρινίσεις. Οι περίοδοί του είναι συνήθως και εκείνοι μικροί, ελάχιστες φορές απλώνουν. Αναπνέει η σκέψη του καλύτερα όταν διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας του βιβλίου που έχει μπροστά του διερευνά θέματα και διαπραγματεύεται ζητήματα που έχουν και τον ίδιο απασχολήσει ή εξακολουθούν να τον προβληματίζουν έντονα. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε, ότι τις βιβλιοκρισίες του διακρίνει μια ευαισθησία, που δυστυχώς λησμονήθηκε από τους νεότερους βιβλιοκριτικούς, δεν την υιοθετούν εδώ και χρόνια στα κείμενά τους, μια γαλήνια συγγραφική αίσθηση, μια των λέξεων τρυφερότητα ερανισμένες από όλο το γλωσσικό φάσμα της ελληνικής παράδοσης. Δεν είναι ένας λόγος ξηρός, πολλές φορές ανατριχιαστικά παγωμένος, που σου αφήνει μια αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε «νεκροθάλαμο» παρά την τέλεια οργάνωσή του και την κριτική του αρτιμέλεια και προκλητικότητα. Όπως είναι ας μου συγχωρεθεί η άποψη, ο κριτικός λόγος πολλών πανεπιστημιακών και άλλων σύγχρονών μας μοντερνιστών, που ενώ αναγνωρίζουμε το βάθος και το πλάτος της κριτικής ματιάς τους, μας απωθεί το ίδιο το κείμενο που μας προτείνουν που ίσως, η ακαδημαϊκή του παγερότητα, μας εμποδίζει στο να χαρούμε με μεγαλύτερη άνεση το ίδιο το πρωτότυπο κείμενο. Ένα ποίημα, ένα μυθιστόρημα, ένα διήγημα. Ο μεσάζων λόγος του κριτικού δεν μπορεί να κουβαλά μέσα στα σπλάχνα του την περίπτωση της μη αποτυχίας του ίδιου του κειμένου του συγγραφέα. Δεν γίνεται το γράμμα και το πνεύμα του νόμου της συγγραφής μιας κριτικής να στηρίζεται στο πεδίο αποδοχής της «συνομοταξίας» των κριτικών. Έχουμε αναλογιστεί στο πόσο είναι χρήσιμη και σε ποιο βαθμό η ενδιάμεση ματιά του κριτικού; Αντίστοιχο παράδειγμα θα γράφαμε και για την θεατρική κριτική στην αποδοχή ή εμπορική επιτυχία μιας θεατρικής παράστασης. Θέλω να πω, ότι μήπως τις τελευταίες δεκαετίες δημιουργήθηκε στην χώρα μας μια κριτική των κειμένων για την κριτική; Για να καλύψει όχι ίσως τις ανάγκες παρουσίασης ή δημοσιοποίησης των νέων έργων αλλά για να καλύψει κενά κριτικής παρουσίασης. Μήπως αυτονομήθηκε τόσο πολύ το κριτικό βλέμμα από το ίδιο το παραγόμενο καλλιτεχνικό προϊόν; Ερώτηση θέτω σαν απλός αναγνώστης. Αν ένα έργο αληθεύει μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων, θα κερδίσει τον χρόνο, ανεξάρτητα στο πως το υποδέχτηκαν οι κριτικοί ή στο τι λένε οι από καθέδρας ειδικοί. Και αν η Κριτική είναι και αυτή μια από τις εκδηλώσεις της Τέχνης, τότε μήπως οφείλει να είναι προσβάσημη στο ευρύ κοινό; Να μην αυτονομείται ούτε από το κρινόμενο έργο ούτε από του τι ζητάει ο αναγνώστης από ένα έργο. Άλλο πολλαπλές εκδοχές ανάγνωσης ενός έργου, και άλλο ένταξή του σε ένα γλωσσικό σύστημα σημάνσεων και εννοιολογικών ερμηνειών που αφορούν τους επαΐοντες τροφοδότες των σελίδων.
Ο κριτικός λόγος του Μερακλή επισημαίνει αβίαστα τις μικρολεπτομέρειες ανάδειξης της συγγραφικής ιστορίας, έτσι ώστε ο λόγος και η αιτία γραφής ενός έργου να δένει με την ίδια την κοινωνία, τα προβλήματά της, τα όνειρα και τους οραματισμούς των ανθρώπων της. Οι κριτικές του έχουν μια εσωτερική διαλεκτική, παρακολουθεί «εκ του σύνεγγυς» την συγγραφική πορεία των συγγραφέων και διαισθάνεται την οραματική τους εξέλιξη. Συγγραφείς, που προέρχονται αρκετές φορές από την ελληνική επαρχία, και που ο λόγος και η γραφή τους μεταφέρει μέσα τους μεγάλο φορτίο της κοινωνικής μνήμης του βίου των ελλήνων της υπαίθρου και της λαϊκής μας παράδοσης, κουλτούρας που φορές νιώθει να αναδεικνύεται μέσα στις σελίδες των έργων ενώ άλλες κατανοεί ότι το παιχνίδι της αλήθειας των εμπειριών και των βιωμάτων της ζωής έχει χαθεί οριστικά.
 Όμως, αν δεχθούμε σαν υπόθεση εργασίας ότι γηγενής πολιτισμός και η παραδοσιακή εικόνα της εικόνα ελλάδας με όποιο φορτίο κουβαλά στις πλάτες της χάνεται αργά και σταθερά μέσα στους λαβυρίνθους των χρόνων της παγκοσμιοποίησης, τότε τι αναμένουμε να απεικονίσει η Τέχνη; Αν η ίδια η ζωή διαψεύδει την τέχνη, τότε μήπως είναι μη απαραίτητα τα διάφορα παιχνίδια και κανόνες της γλώσσας και άχρηστη η γραφή και η κριτική της;
  Παραθέτω ορισμένες από τις κριτικές του ιστορικού της λογοτεχνίας, μια και δεν έχουν εκδοθεί αυτόνομες σε βιβλίο. Κριτικές που δίνουν κάθε φορά μια ανθρωπιστική ταυτότητα όχι στην γραφή αλλά στην ίδια την ζωή του πάντα αγωνιζόμενου ανθρώπου.      

Διονύσιος Αλικανιώτης: Ιωάννης Συκουτρής. Η ζωή του (1901-1937), Κάκτος- Αθήνα
     Νομίζω (κι αυτό δεν είναι μόνο δική μου γνώμη) ότι ο μεγαλύτερος κλασικός φιλόλογος ολόκληρης της μετά την Επανάσταση, έως σήμερα, περιόδου είναι ο Ιωάννης Συκουτρής. Κλασικός φιλόλογος όχι ουδέτερα και άχρωμα, αλλά όπως εκείνος το εννοούσε. Για τον άνθρωπον αυτό κυκλοφόρησε πρόσφατα το παραπάνω διεξοδικότατο βιβλίο (αριθμεί 557 σελίδες). Η γνώμη μου είναι ότι δεν θα μπορούσε να γραφτεί κάτι καλύτερο. Όπως συμβαίνει συχνά, τα καλύτερα βιβλία για βίους ανθρώπων δεν γράφονται από τους ειδικούς’ στην προκείμενη περίπτωση από φιλολόγους. Στη συγγραφή τέτοιων έργων πλεονεκτεί εκείνος πού τον συνδέει μια βαθύτερη «εκλεκτική συγγένεια» της δικής του ψυχής με την ψυχή εκείνου που βιογραφεί. Ο κύριος Αλικανιώτης, πληροφορούμαι από τα λίγα βιογραφικά του πού παρατίθενται στο βιβλίο, είναι δικηγόρος, διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου, συγγραφέας ανάλογων μελετών. Και σε άλλα έργα του, καθώς βλέπω, «ασχολείται κυρίως με την Ελλάδα του Μεσοπολέμου» (άνθρωπος του Μεσοπολέμου υπήρξε και ο βραχύβιος Συκουτρής).
     Δεν είναι μόνο το πλήθος των πληροφοριών πού δίνει ο συγγραφέας, πολύ συχνά και με τις παραμικρές λεπτομέρειες, σχετικά με τη ζωή του Συκουτρή και τον δραματικό τρόπο με τον οποίο τη βίωσε’ είναι και διείσδυση στον εσωτερικό κόσμο εκείνου. Υπήρξε γεμάτη δυσκολίες η ζωή του. Η τότε Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας επέτυχε, ώστε να μην πάει πέρα από τη βαθμίδα του υφηγητή ο ρηξικέλευθος φιλόλογος. Τις δυσκολίες αυτές επέτεινε, αν δεν τις προκαλούσε κιόλας σ’ ένα μεγάλο ποσοστό, η ως ένα σημείο χαοτική εσωτερική του ζωή. Ήθελε να την ισορροπήσει ,με μιά σύγκραση (πού όμως συνήθως ήταν σύγκρουση) με το πάθος του, στην ανήσυχη και συγχρόνως βαλτωμένη κοινωνία της εποχής του, για μια δραστική μέθεξή του ως παιδευτή και κήρυκα ενός βασισμένου και στην κλασική κληρονομιά νέου ουμανισμού (ο κ. Αλικανιώτης αφιερώνει εισαγωγικά πολλές σελίδες σχετικά με την «αναβίωση των κλασικών σπουδών στη σύγχρονη Ελλάδα»). Δίνονται οι πνευματικοί αγώνες του, οι αγωνίες, τα δυσαναπλήρωτα (και εν πολλοίς αδιευκρίνιστα) υπαρξιακά κενά του, οι επιθέσεις πού δέχτηκε, ο τρόπος πού τις αντιμετώπισε. Η «υπόθεση του Συμποσίου», της έκδοσης δηλαδή του πλατωνικού έργου και οι σφοδρές αντιδράσεις που προκάλεσε καταλαμβάνουν εύλογα ένα μεγάλο μέρος.
     Υπάρχουν σημεία της σκέψης και των ιδεών του Συκουτρή, με τα οποία δεν θα μπορούσε κάποιος να συνταχθεί (αν και οφείλω να πω ότι σε αρκετά υπήρξε προφητικός). Αλλά εκείνο πού με έθελγε από τον πρώτο κιόλας καιρό όπου άρχιζα ν επικοινωνώ με τα κείμενά του, ήταν ο ζήλος του για μιάν ανύψωση της ζωής. Ζήλος πού μαγνήτιζε και προσείλκυε γύρω του μεγάλον αριθμό φοιτητών (και, συγχρόνως, τον φθόνο των μέτριων ή άγνωστων συναδέλφων του).
      Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, αφιερωμένο στο χρονικό της αυτοκτονίας, είναι σπαραχτικό. Στο «Όνειρο» του Επιλόγου εξάλλου, όπου συνοψίζονται τα κεντρικά σημεία της σύλληψης από τον Συκουτρή της ζωής και του θανάτου, αναδεικνύουν χαρίσματα στοχασμού αλλά και λογοτεχνικής ευαισθησίας του κ. Αλικανιώτη.
      Είναι μελαγχολικό αλλά αληθινό αυτό που γράφει ο ίδιος: «Είναι δυστύχημα ότι κανείς από τους μαθητές του δεν συνέχισε το έργο του και δεν αναδείχθηκε αντάξιός του». Κατανοώ εξάλλου τον θερμό τρόπο με τον οποίο για τον εκδότη του «Κάκτου» Οδυσσέα Χατζόπουλο και το εγχείρημά του της σειράς «Έλληνες» με τους εκδεδομένους, ως τις αρχές του 2008, 750 τόμους της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας (άλλοι περίπου 500 θα ολοκληρώσουν τη σειρά). Είναι κάτι πρωτοφανέρωτο στην ελληνική αγορά, ίσως, καλύτερα, εκπληκτικό. Ο Χατζόπουλος εξέδωσε και μιάν άριστη «Εκλογή έργων» του Συκουτρή (1997).
Μιχάλης Μερακλής, περιοδικό Η λέξη, τχ.202/10,12,2009, 600-601.
Φάνης Μούλιος, Πράσινο-Γκρίζο, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.
     Υπάρχουν μελέτες για τους τρόπους που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στον έρωτα ή το θάνατο, ανάλογα με τις εποχές. Και βέβαια τα δύο αυτά θέματα είναι από τα αγαπημένα της λογοτεχνίας. Το «ανάλογα με τις εποχές» μπορεί κάποιοι και να το αμφισβητούν, γιατί ζητήματα τόσο θεμελιακά έχουν αμετάβλητες μέσα στο χρόνο  και στους ανθρώπους σταθερές . Το πιο σωστό πάντως είναι να δεχτούμε ότι δίπλα σ’ αυτά που πράγματι δεν αλλάζουν υπάρχουν και οι επηρεαζόμενες από καιρούς και τόπους μεταβλητές.
     Σκέφτηκα λοιπόν διαβάζοντας το ολιγοσέλιδο βιβλίο του Μούλιου-μιά νουβέλα θα το έλεγα-ότι, άσχετα προς το πώς το είδε και ο ίδιος, αποτελεί αυτό ένα «σκαρίφημα» της σύγχρονης ερωτικής συμπεριφοράς, μέσα από την περιπέτεια του ήρωά του, τύπου δυσπροσάρμοστου στα σημερινά δεδομένα, εξαιτίας ενός υποκείμενου ευαίσθητου ψυχισμού, ο οποίος του δυσκολεύει εξαιρετικά τη ζωή.
     Σκαρίφημα, όμως, δοσμένο από έναν έμπειρο, αναγνωρισμένου κύρους συγγραφέα, που έλαβε τίμια το 1989 το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Μέσα από όσα συμβαίνουν γύρω, στα οποία εμπλέκεται εκών άκων και ο άνθρωπός του, διαφαίνονται οι όροι που επηρεάζουν τον έρωτα σήμερα, όπου χιλιάδες νέοι άνθρωποι  περιφέρονται άνεργοι και κατ’ επέκταση άεργοι, σε μια περιπλάνηση από μπαρ σε μπαρ, περιήγηση στο κενό ενός μικρόκοσμου, η οποία είναι και μιά μικρογραφία ή σύντμηση της περιήγησης στον μεγάλο κάτω από τον ήλιο κόσμο. Τι να σημαίνει τάχα στο βάθος ο ξέφρενος τουρισμός των ημερών μας; Κι αν επιστρέφουν πολλοί εντυπωσιασμένοι απ’ ό,τι δημιούργησε η φύση και το παρελθόν, εντούτοις κυκλοφορούν, όπως θα έλεγε ο άνθρωπος της νουβέλας, σε μια σύγχρονη «βιομηχανία περιττωμάτων». Πηγαίνει κι αυτός στην ίδια μοιραία χαρά των καφέ και των μπαρ, μολονότι έχει τη συνείδηση ότι οι πιο πολλοί από τους θαμώνες «προσπαθούν να βρούν τον εαυτό τους μέσα από ανοησίες, το ξενύχτι και το χασίσι». Κάνουν πότε πότε και σχέδια , όμως φρούδα, έξω από κάθε χειροπιαστό ρεαλισμό. Αλλά και η ποθητή δουλειά (ο τύπος είναι υπάλληλος σε Τράπεζα) δεν απαλλάσσει την τυποποιημένη ρουτίνα  της από την πλήξη και τη μοναξιά.
     Ο άνθρωπος ερωτεύτηκε μιά γυναίκα, για την οποία τώρα πιά ξέρει ότι το χρήμα (απ’ το κορμί της) και η ομορφιά της έδινε τη σιγουριά «να κάνει το κέφι της μ’ όποιον , όπως και όποτε ήθελε». Ο αστυνομικός πού τον ανέκρινε (γιατί θεωρήθηκε προς στιγμήν ύποπτος για τη δολοφονία της), έχοντας τελικά ξεδιαλύνει την υπόθεση, θα του πεί: «Διαπιστώνω πώς δεν ξέρετε σχεδόν τίποτε για ένα πρόσωπο πού, όπως ισχυρίζεστε, αγαπήσατε με πάθος». Κι όμως δεν ήταν ένας απλός ισχυρισμός. Καθετί δικό της του φαινόταν «σχεδόν ιερό», ενώ «δεν ήταν σε θέση να ξέρει τίποτε παραπάνω απ’ το κορμί της». Η ίδια έτσι το ήθελε, «τον εμπόδιζε να μπεί στην ψυχή της».
      Ίσως αυτό να είναι κι ένα απ’ τα βαθύτερα δράματα της σύγχρονης ερωτικής ζωής: η έκλειψη της ψυχής στα σώματα του έρωτα και ο πόνος εκείνων που την αναζητούν  μέσα σ’ αυτά ή που δεν πρόλαβαν κάν να τη γνωρίσουν.
Μιχάλης Μερακλής, περιοδικό Η λέξη, τχ. 202/10,12, 2009, 596-597.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Ντουέντε (Ρόλος και Θεωρία).
Μετάφραση: Ολυμπία Καράγιωργα. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»
      Είναι πολύ ευχάριστο και ευοίωνο ότι η διάλεξη αυτή του Λόρκα, σε μιάν έξοχη μετάφραση, πού έχεις την αίσθηση ότι δεν προδίδει τίποτα από το πρωτότυπο, πραγματοποίησε πέμπτη έκδοση.
     Φαίνεται πώς ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα η παρατήρηση (μολονότι πολλοί την κάνουν με μεγάλην ευκολία), ότι υπάρχουν λέξεις πού ανήκουν μόνον σε μιά γλώσσα, εξαιρετικά δυσμετάφραστες, ως εκ τούτου, σε άλλες γλώσσες . Η διάλεξη αυτή του Λόρκα, που έγινε στη Μαδρίτη το 1930, είναι μιά προσπάθεια του ποιητή να περιγράψει αυτή τη λέξη (ήταν λοιπόν δυσπερίγραπτη και στην ίδια τη γλώσσα του) με αλλεπάλληλες αναφορές, προπάντων, σε περιπτώσεις μουσικών, χορευτών, ποιητών-κατεξοχήν Ισπανών- πού είτε είχαν είτε δεν είχαν ντουέντε.
     Αντιπαραβάλλει ο Λόρκα το ντουέντε προς τον άγγελο, προς τη μούσα. Για να τονίσει ότι το ντουέντε είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Ο άγγελος μπορεί να δίνει «ακτινοβολία», η μούσα «μορφές»’ όμως έρχεται «απ’ έξω» (εννοεί, φαντάζομαι, πώς έρχεται από τη θεολογία εκείνος, από την ποιητική η άλλη. «Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια τα κύτταρα του αίματος».
     Το ντουέντε είναι συναρτημένο με μια πληγή (μ’ έναν καημό, θα λέγαμε, προσφεύγοντας σ’ ένα ελληνικό, ίσως unicum), «στο ντουέντε γυρεύει την πληγή, το χείλος του γκρεμού», λέει ο ποιητής, πού το φέρνει λοιπόν στο χείλος, στην επικράτεια του θανάτου.
     Εκείνο που συγκινεί εξάλλου έναν Έλληνα αναγνώστη είναι ότι ο Λόρκα, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το μυστηριακό αυτό αίσθημα ή μάλλον κατάσταση, μνημονεύει, όχι μόνο μία φορά, και δικούς μας αρχαίους προγόνους. Και το πιο εντυπωσιακό: πρώτιστα μνημονεύει τον Σωκράτη. Ίσως γιατί αυτός ένωσε αξεδιάλυτα τη μεγαλύτερη και πιό χαρούμενη εξωστρέφεια (απ’ την ανατολή του ήλιου κι ώσπου βράδιαζε, μαρτυρεί ο Ξενοφώντας στα Απομνημονεύματά του, ο Σωκράτης βρισκόταν, κάθε μέρα, στους δρόμους, στην αγορά, συζητώντας με τους πολίτες, με τους νέους προπάντων) με τη μυσταγωγική βίωση ενός ιδεατού κόσμου, προσδοκώμενου μετά θάνατον’ αυτό σημαίνει: μέσα από το πέρασμα του θανάτου. Το λέει τόσο ωραία ο ποιητής (κι αφού προηγουμένως έχει απορρίψει τον θεολογικό δαίμονα της αμφιβολίας του Λούθηρου): «Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, πού όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο». Συγγενική είναι με τον Σωκράτη (λέω εγώ) και η «βαθιά, ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με τον Θεό μέσα απ’ τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ’ αυτόν τον κόσμο».
     Το ντουέντε πάντως δεν είναι τελικά πεισιθάνατο. Δεν εξωθεί στο θάνατο. Εδρεύει μέσα στη ζωή, επιβάλλοντας εντούτοις να τη ζει αυτός που έχει μ’ ένα μεγάλο πάθος-της ψυχής ή του σώματος, ή μιάς ιδέας, ενός αθλήματος (όπως θα έλεγαν οι εκκλησιαστικοί πατέρες) χωρίς να το προσδίδει, ακόμα κι αν αυτό φτάνει να γίνει θανάσιμο. Θυμάμαι τον Σαραντάρη (για τον οποίο μας έδωσε η Καράγιωργα ένα πολύτιμο βιβλίο, συγκροτημένο, εκτός από τον ιερό ζήλο της, από συνεντεύξεις που πήρε, με πρωτοφανή επιμονή αναζήτησης, με πρόσωπα πού τον είχαν γνωρίσει και κάποια δεν υπάρχουν πιά). Ο Σαραντάρης είχε το ντουέντε.
     Ο Λόρκα δολοφονήθηκε το 1936. Γράφει η Ολυμπία Καράγιωργα στο προλογικό σημείωμά της: «Τον σκότωσαν οι άντρες της Πολιτοφυλακής, λένε οι περισσότεροι. Πρόκειται για ερωτική βεντέτα, ισχυρίζονται άλλοι».
     Όποιο κι αν συνέβη από τα δύο (εκτός αν συνέβησαν και τα δύο), ο κοινός παρανομαστής παραμένει: το μεγάλο πάθος της υψηλής ιδέας και του σώματος.
Μιχάλης Γ. Μερακλής, περιοδικό Η λέξη τχ. 196/4,6,2008, 313-314.
Αρλέτα: Από πού πάνε στην άνοιξη; εκδόσεις Καστανιώτη
     Μέσα στο κλίμα μιας ιστορικής αθυμίας, που δεν θέλει εντούτοις να μεταβληθεί σε ηττοπάθεια κι ένα μίζερο μαζοχισμό, ανασαίνει και το μορφικά πρισματικό βιβλίο της Αρλέτας η οποία, «λαθροκυνηγός μιάς κατακερματισμένης ιδανικής εποχής», οσμίζεται, όπως λέει, κάποια θραύσματά της μόνο, ίσα ίσα για να τρελαίνεται πάλι. Ακριβώς: η «τρέλα» είναι, μπορούμε να πούμε, ο υπερθετικός βαθμός μιάς ενέργειας, πού δίκην σεισμού προκαλεί ρήξεις στην επιφανειακή κρούστα και εκλύεται με τη μορφή νέων τραγουδιών της και της μουσικής της, όπως και των κειμένων, τώρα, και των σχεδίων της του βιβλίου (όπου διαβάζω και τη φράση: «ο καλλιτέχνης είναι ένας τρελός με διεξόδους»).
     Μιλάει για τον εαυτό της η Αρλέτα’ και για τις δικές της, προσωπικές σχέσεις με τα πράγματα, τα γεγονότα και, βέβαια, τους ανθρώπους. Αλλά μιλάει ασφαλώς και υπό την επήρεια των εμπειριών πού αποκομίζει από γύρω της. Έτσι μιλάει, εκούσια άκουσα, και για τους άλλους, όσοι τουλάχιστον δεν θέλουν να παραδοθούν στην καταδυνάστευση της αθυμίας και λένε, μαζί της: «Με αηδιάζει το τέρας, αλλά το αντέχω». Στην Αρλέτα «η λύπη ανθίζει». Και τα άνθη αυτά αποπνέουν ένα άρωμα και για τους άλλους εκείνους. Είναι παιδί, όπως και εμείς είμαστε παιδιά του καιρού της σχιζοφρένειας- είμαστε λοιπόν αδέλφια μέσα στη σχιζοφρένεια-, πού την πολεμάει έξω και μέσα (τώρα) απ’ το βιβλίο της, με τους εξορκισμούς των τραγουδιών της και των κειμένων της, πού και πεζά ακόμα έχουν μιά περπατησιά ονειροπαρμένη και με μιά μόνιμη νοσταλγία παραμυθιού, αντικρίζοντας και βιώνοντας τη συλημένη νεολαία, τους ήχους πού μας καταπίνουν, τον ήλιο που έγινε αφίσα, τα αυτοκίνητα πού μας πυροβολούν, το θάνατο της ουτοπίας, την ανοχύρωτη-σήμερα προπάντων! τέχνη και τους πορνοβοσκούς της, την πανδαισία του φάστ-φούντ: «Παλιέ μου φίλε και παλιά μου αγάπη, στο λέω ψιθυριστά μη σ’ ενοχλήσω, κι εσύ τραγούδησέ το στα παιδιά σου σαν ξόρκι στους καιρούς που μείναν πίσω….».
     Μιά από τις πιό βίαιες αντιπάθειες που τρέφει είναι για κείνους που κατάλαβαν πώς «η επανάσταση είναι για τους έξυπνους πού την εξαργυρώνουν»-ένας μάλιστα απ’ αυτούς τα κατάφερε να γίνει και «Μέγας Αρχηγός». Φαίνεται πώς αυτοί έγιναν στις μέρες μας αναρίθμητοι. Για να μείνουν οι πολύ λίγοι-οι ελάχιστοι έστω-ειλικρινείς εραστές της επανάστασης, με τις πληγές, με την πληγωμένη τους πίστη στην ανάστασή Της ξανά, κάποτε.
     «Δε φοβάμαι το θάνατο, το θάνατο μασκαρεμένο σε ζωή φοβάμαι», λέει. Και μου θυμίζει η φράση αυτή τη στάση του Βάλτερ Μπένγιαμιν απέναντι στις nouveautes της μόδας, πού δεν ήταν παρά μακιγιαρίσματα ενός κόσμου πού πέθανε εσωτερικά, του κόσμου του ολοένα αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. «Διώχνω απορρίπτω αποποιούμαι εξαλείφω όλα τα χρώματα της καθημερινότητας, φτηνά ξέθωρα πρόστυχα ευτελή θαμπά υλικά της παραφθοράς», γράφει’ και είναι μια φράση πού θα συγκινούσε, πιστεύω, ιδιαίτερα  τον ιδεαλιστή-μαρξιστή γερμανοεβραίο στοχαστή, που έκρινε με μια γεμάτην από σπάνια ευαισθησία αυστηρότητα και σταθερότητα τον απειλητικά διαμορφωμένο κόσμο της «παραφθοράς».
     «Δε φοβάμαι το θάνατο, το θάνατο μασκαρεμένο σε ζωή φοβάμαι». Η βαθυνόητη αυτή φράση κάνει διάκριση, λοιπόν, ανάμεσα σ’ ένα θάνατο πραγματικό και σε μια νεκρωμένη, ψευδεπίγραφη ζωή, απ’ την οποία δεν μπορούμε τίποτα να περιμένουμε, εκτός από τη διαιώνιση του ψεύδους. Ενώ από το θάνατο ενδέχεται να γεννηθεί κάποτε η ζωή. Δεν ξέρω αν μπορεί να ισχύσει για τα επίμαχα ζητήματα της μεταφυσικής, σίγουρα όμως είναι ισχυρή για τα ζητήματα της πάλης των ιδεών και της Ιστορίας η πλατωνική διαλεκτική των αντιθέσεων: «ομολογείται άρα ημίν, τους ζώντας εκ των τεθνεώτων γεγονέναι ουδέν ήττον ή τους τεθνεώτας εκ των ζώντων»!
Μιχάλης Γ. Μερακλής, περιοδικό Η λέξη τχ. 153/9,10,1999, 617-618.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Θόλος, Ερμής-Αθήνα 1989
     Στην ιστορία της λαϊκής αλλά και της λόγια λογοτεχνίας μας είναι γνωστή η παρουσία των «θρήνων», τραγουδιών και στιχουργημάτων πού θέμα τους έχουν κατά κύριο λόγο την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αλλά και άλλων πόλεων ή περιοχών’ υπάρχει πρίν από το θρήνο (ή τους θρήνους) για την Πόλη (1453) το πολύ γνωστό δημοτικό τραγούδι για το «κρούσος» της Αδριανούπολης (1361). Έχει γραφεί πώς η αξιοσημείωτα εκτενής αυτή ποιητική κατηγορία, πού η παραγωγή της διαρκεί επί αιώνες παρακολουθώντας «τη σταδιακή επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ανατολική Μεσόγειο του όψιμου Μεσαίωνα», (1) συνδέεται με το φαινόμενο του «τουρκικού φόβου», απλωμένου τότε σε ολόκληρη την «ενωμένη Χριστιανοσύνη», στα Βαλκάνια και πολύ πέρα απ’ αυτά, ως την καρδιά της Ευρώπης, τη Βιέννη, η οποία απειλήθηκε δύο φορές. (2).
     Ύστερα από χρόνους και καιρούς, και αντίθετα προς τις αισιόδοξες προφητείες του δημοτικού τραγουδιού, πώς η Πόλη πάλι δικιά μας θα ‘ναι, ο τουρκικός φόβος, περιορισμένος-αλλά και γι’ αυτό, αλίμονο, σφιχτά συμπυκνωμένος-ρίχνει βαριά τη σκιά του τώρα μόνο επάνω στο δικό μας λαό, στο δικό μας τόπο. Και κατεξοχήν βέβαια στην Κύπρο.
     Έτσι είναι και ιστορικά δικαιολογημένη και δικαιωμένη η επανεμφάνιση και επαναλειτουργία (μετά το 1974 προπάντων) της ποιητικής κατηγορίας των κυπριακών –τώρα-θρήνων. Σ’ αυτήν ανήκουν και τα δύο βιβλία που ακολουθούν.
     Ο Κ. Χαραλαμπίδης, με το κύρος ενός πολύ σημαντικού ποιητή, έρχεται να μας θυμίσει πώς υπήρξε κάποτε ο Τυρταίος ή ο Θέογνις ή ο Αλκαίος και άλλοι-θέλω να πω ποιητές, πού η «στράτευσή» τους, όταν τους ήταν ψυχικά αναγκαία, όχι μόνο δεν τους εμπόδιζε να γίνουν σπουδαίοι, αλλά αυτή ίσα ίσα γινόταν η κύρια αιτία της σπουδαιότητάς τους: τί θα ήσαν τάχα αυτοί (ή ο Κάλβος…), αν απέστρεφαν το πρόσωπό τους  από τα πολιτικά πράγματα (τα πράγματα των πολιτών και των συμπολιτών) πού συνέβαιναν στον καιρό και στον τόπο τους;
     Αυτονόητα και-το χειρότερο- κοινότοπα πράγματα λέω. Ίσως αυτό πού με σώζει είναι πώς δεν τα λέω μόνο, αλλά τα τεκμηριώνω κιόλας πάνω σε καινούργια παραδείγματα, άξια να στηρίξουν τον ισχυρισμό ότι το πρόβλημα της δημιουργίας δεν το ορίζει το θέμα, με το οποίο ασχολείσαι, αλλά ο τρόπος και ο βαθμός του πάθους, με το οποίο έχεις δεθεί μ’ αυτό. Ένας τέτοιος ποιητής, πού δεν διστάζει-ξαναλέω: όταν αυτό του γίνεται ψυχικά  αναγκαίο-να γράψει πολιτική ποίηση, είναι ο Κ. Χαραλαμπίδης. Αλλά τί θα πει πολιτική ποίηση και στράτευση… Θα πει-για ποιητές του ήθους του Χαραλαμπίδη τουλάχιστον- να παίρνει θέση και εναντίον της πολιτικής, όταν αυτή αποδείχνεται-και συχνά αποδείχνεται- ανάξια των επαγγελιών και της αποστολής της, όταν κράζει το λαό κοντά της όχι για να ταυτιστεί μαζί του μέσα στον πόνο, αλλά για να τον καταστήσει- να τον καταντήσει-θεατή ποδοσφαιρικών μάτς’ μπάλες: τα κεφάλια των νεκρών:
       Και κεί  που όλα κοντεύαν να τελειώσουν,
       με τους οχλαγωγούς δεν έχει σωτηρία.
       Γιατί εμφανίζονται στου δρόμου τη γωνία
       άτακτοι ποδοσφαιριστές, κλωτσάν κεφάλια
       από πετσί του εχθρού, ξεχύνονται οι ιδέες
       πού φώλιαζαν εκεί, κορδέλες κόκκινες
       και μπλέ και κίτρινες και πράσινες…
      Όντως η μεγάλη στιγμή, που επανειλημμένα πραγματώνεται στο βιβλίο του Κ. Χαραλαμπίδη, είναι αυτή όπου ο ποιητής μιλάει για τα κοινά, μαζικά, εθνικά ζητήματα-μόνος. Αν κάποιοι του συμπαραστέκονται, είναι τα θύματα’ προπάντων οι μανάδες που έχασαν τα παιδιά τους και οι νέες που έχασαν τους αρραβωνιαστικούς τους. Ώ, αν ξέρανε, πόσο τις συλλογίστηκε και τις πόνεσε ο ποιητής, και πόσο τις εννόησε και συμμερίστηκε την απόφασή τους να πατήσουνε πάνω στα δάκρυά τους και να προχωρήσουν, γιατί αυτό που λέγεται Κύπρος και ζωή στην Κύπρο δεν πρέπει να σταματήσει και να τελειώσει:
       Να είμαστε ρεαλιστές’ η μαύρη κόρη
       με την αθώα πλαστελίνη στο μυαλό της
       άφησε κάποια μέρα την περισκελίδα
       του αγνοούμενου αρραβωνιαστικού της-
       ξαναπαντρεύτηκε, τα κάρβουνα είχαν σβήσει.

       Τηλεφωνεί και στον Αντρέα το σκηνοθέτη:
       «Παρακαλώ μη δείξεις την ταινία».
       «Φοβάσαι μη σού πούνε τόνε ξέχασες
       ή μήπως ντρέπεσαι τον νέο σου άντρα;»
       Του είπε «και τα δύο» και κλείνει το τη-
       λέφωνο.

       Όμως εκεί στο χέρι της απάνω
       φυτρώνει τερακότα του αγνοούμενου
       κι έτσι της ομιλεί: Δε θα γυρίσω’
       πορεύου, χαμόγελα, στ’ άσπρο νυφικό.
     Με τις μανάδες-και τους γιούς τους που χάθηκαν’ με τις κόρες-και τους αρραβωνιαστικούς τους που χάθηκαν. Όχι με τους άλλους, μακριά από τους άλλους, τους εχθρούς, αλλά και τους ημετέρους (όπως θα έλεγε με την ειρωνίζουσα καθαρεύουσά του, που χρησιμοποιεί ενίοτε), οι οποίοι διοικούν και εξουσιάζουν εν ονόματι ιδεών κα ιδανικών, πού τα έχουν κάνει κλωτσοσκούφι. Με τις μανάδες και με τις αρραβωνιαστικές, δηλαδή με τον αληθινό πόνο, αυτό το πρώτο και αγνό υλικό και της ποίησης και κάθε μεγάλης υπόθεσης:
       Έχει από τότες πού δεν πήρα γράμμα σου.
       Με κρύβουνε καλή μου οι πολιτισμένοι.
       Έπεσε ψώρα στο κορμί μου, λιώνω κουβα-
         λώντας
       κάτι παχιές πετρώδεις πέτρες.

       Όταν θα πάρεις νέα μου, θα ‘χω πεθάνει.
       (Μπορεί και όχι, όμως τί μ’ αυτό;)
       Να με θυμάσαι, κράτησε το χέρι μου
       σφιχτά μές στο δικό σου, αγκάλιασέ με.

       Θα ΄ρθω με μιά πιρόγα ένα πρωί…
       Μά πώς; Δεν κάνει να ρωτάμε’ σώπα.
(1). Β. Πούχνερ, «Το κρητικό τραγούδι της ‘Βιέννας’», Κρητολογία, τεύχη 16-19 (Ιανουάριος 1983-Δεκέμβριος 1984), σ. 15-9, όπου πλήρης βιβλιογραφία.
(2). Βλ. Πούχνερ, ό.π.
Μιχάλης Γ. Μερακλής, περιοδικό Η λέξη τχ. 97-98/9,10, 1990, 658-660.           
Γιώργος Μαυροϊδής: Κρυφό. εκδόσεις Καστανιώτη 1989
     Το ότι ένας από τους καλύτερους ζωγράφους μας έγραψε ποιήματα φανερώνει, βέβαια, και την ποιητική ευαισθησία. Ίσως όμως όχι μόνο αυτό. Δηλώνει προφανώς ακόμα, πώς υπάρχει μιά περίσσεια ενέργειας, η οποία δεν έγινε δυνατό να οικονομηθεί με τη ζωγραφική, άνοιξε και άλλους δρόμους για να λευτερωθεί. Την ενέργεια αυτή συσσώρευσε μέσα του ο καημός της Κύπρου.
     Μια πίκρα βαθιά μετουσιώνει τη γη του νησιού σε σώμα σπαραγμένο, καθημαγμένο ωραίας γυναίκας, πού ντύνεται μορφές και περνάει από μετενσαρκώσεις σολωμικού μυστηρίου-ίσως στη βάση αυτής της συνάντησης υπάρχουν, ακριβώς, τα ερωτεμένα χώματα, η γλυκιά φύση των δύο νησιών, της Ζάκυνθος και της Κύπρου:
     Εστέκονταν κι εθώρηνε κατά της Τζιάς τα μέρη
     η κορασιά ολομόναχη κλεμμένη μές στη νύχτα
     Εκείνη όλο ξεμάκραινε κι ως έφευγε την είδα
     σαν την λαμπάδα καίγονταν μέσα στη μαύρη
       νύχτα
     Και τρέμεις κόρη σύγκορμη σαν θυμηθείς τη
     γέννα
     πού σού εμπήγαν κέρατα μές στα μεστά βυζιά
     σου.
     Αλλάζει αγνή το μάτι σου και η θωριά σου ως
     πέρα
     και πέρα, μάκρη ατέλειωτα και πάλι άλλα
     κι άλλα.

     Έτσι γαλήνεψα ξανά κι εφάνηκε η Ελένη.
     Έξω ‘πό το παράθυρο έσβησε το φεγγάρι.
     Εκείνη ανέβη στα ψηλά και στέκεται στο δώμα.
     Πέρα περνά η θάλασσα κατάμαυρη κι αχνίζει.
     Όλα τα ξέρει τώρα πιά χούφτες γεμάτες μοίρες
     σύννεφο το κεφάλι μου και το στεφάνι γύρω (3)
   Η άλλη φωνή που ακούγεται ευκρινώς είναι της λαϊκής παράδοσης. Βγαίνει αυθόρμητα, κραυγή, καθώς άγγιξε την ψυχή, ταυτισμένη με τον τόπο και την «καλλιέργειά» του, τον πατροπαράδοτο πολιτισμό του ο μεγάλος πόνος. Γιά τον ίδιον ακριβώς λόγο η βιωμένη παράδοση ηχεί μουσικά και μαγικά και στον ποιητικό θόλο του Χαραλαμπίδη (δικοί του οι επόμενοι στίχοι):
     Σαν στέγνωσε απ’ τα δάκρυα η γυναίκα
     κεντάει με κέντρο το Χριστό
     μια μαξιλαροθήκη. Κάνει γύρω γύρω
     τους δώδεκα αποστόλους με κεντίδι
     πολύχρωμο και ζώνες από θάματα:
     τον παραλυτικό και το δαιμονισμένο,
     την κόρη του Ιάειρου, το γάμο της Κανά,
     το Λάζαρο απ’ τον τάφο κι άλλα τέτοια.

     Αυτά δεν το ‘χε σκοπό της να φορέσει
     σε μαξιλάρι της- θα τα διπλώσει και θα βάλει
     ξερά τριαντάφυλλα στις κόχες να μοσκοβολάνε
     στο ερμάρι μέσα με τ’ απάρθενα προικιά.

     Πές ήταν ένας τρόπος να τον κλάψει
     ακόμα πιο πολύ, σαν στέρεψε η πηγή της.
(3) Γυρίζω σ’ αυτούς τους έξοχους (σολωμικούς) δεκαπεντασύλλαβους τις τετράστιχες στροφές πού υπάρχουν, κακώς πιστεύω, στο βιβλίο, το οποίο γενικότερα δεν ευτύχησε τυπογραφικά (κυριολεκτικά: ορθογραφικά).
Μιχάλης Γ. Μερακλής, περιοδικό Η λέξη τχ. 97-98/9,10,1990, 660-661. 
                    
Βασίλης Κουρής: Αντιπαραθέσεις, Ιωλκός,
     Ο συγγραφέας των δοκιμίων και άρθρων που περιλαμβάνει ο μικρός αυτός τόμος πέθανε πολύ νωρίς, αιφνίδια, σε μικρή ηλικία μόλις 22 χρόνων (1972-1994).
     Είχε προλάβει να σπουδάσει νομικά. Έγραφε ποιήματα γεμάτα από εσωτερικό πάθος και μια διαρκή αγωνιστική ανησυχία. Έγραφε και δοκίμι, κυρίως πολιτικού στοχασμού. Ήταν-θα πω την λέξη παρακαλώντας τον αναγνώστη να τη θεωρήσει απαλλαγμένη από οποιαδήποτε έννοια πατριδοκαπηλίας ή ανιστόρητης φαντασίωσης- ελληνοκεντρικός. Γνώριζε την δυσκολία του να προωθήσει μιάν υγιά αντίληψη περί ελληνισμού, που τον ονειρευόταν να εξακολουθεί να υπάρχει ζωντανός μέσα στο ειρηνικό άνθισμα των άλλων λαών». «Πιστεύω», έγραφε, «στον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως φυλής ή χρώματος».
     Είχε το θάρρος να δηλώνει πως είναι «υποστηρικτής της ιδεαλιστικής ερμηνείας των ιστορικών φαινομένων». Δεν φοβόταν τους μυκτηρισμούς των ορθολογιστών. Γιατί τον ιδεαλισμό του δεν μετέθετε μεταφυσικά σε αδιάγνωστες από τον άνθρωπο υπερβατικές βουλήσεις. Πίστευε στην ανθρώπινη βούληση, στη δυνατότητα της εξυγίανσής της. «Πιστεύω», έλεγε, «στο ιδεώδες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Πιστεύω στην αγάπη προς την Ελευθερία και τη Δικαιοσύνη». Τον ιδεαλισμό του εγκαθιστούσε, ποιητικά-ενοραματικά, μέσα στην Ιστορία.
     Τον είχα δει και ακούσει μία –και μοναδική- φορά. Να ξεπροβοδίζει με στίχους του έναν κατά πολύ μεγαλύτερο φίλο του, που έφευγε για το ταξίδι πού δεν έχει επιστροφή. Με είχαν συγκινήσει οι στίχοι του, είχαν την δύναμη να υπερβούν αμέσως το ενδεχόμενο να υπονομεύουν το ύφος μιάς νεκρώσιμης τελετής. Μου είχαν κινήσει το ενδιαφέρον να τον γνωρίσω.
     Ανακάλυψα σ’ αυτόν-απ’ τα γραπτά του, μετά το θάνατό του αλίμονο, που ήλθε σχεδόν αμέσως μετά τη συνάντηση εκείνη-κάτι σαν μετεμψύχωση ενός Ίωνα Δραγούμη.
     Πέθανε τόσο νέος. Ίσως γιατί ο Θεός, πράγματι, παίρνει κοντά του νέους αυτούς που αγάπησε.
 Μιχάλης Γ. Μερακλής, περιοδικό Η λέξη, τχ.172/11,12,2002, 1045-1046.
ΥΓ. Ενώ αντέγραφα ορισμένες ενδεικτικές βιβλιοκριτικές του καθηγητή και ιστορικού της λογοτεχνίας κυρίου Μιχάλη Γ. Μερακλή, για να τις δημοσιεύσω δημοσίως, τεκμηριώνοντας την προηγούμενη εργασία αποδελτίωσης των βιβλιοκρισιών του στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ, διαπίστωσα ότι μάλλον γνωστό άτομο που είχα παλαιότερα συνεργαστεί μαζί του, μου έκανε για ανεξήγητους λόγους για μένα, ζημιά στην ιστοσελίδα. Κρίμα, αυτός είναι ο σημερινός κόσμος του πνεύματος και της κουλτούρας στην ελλάδα των ημερών μας. Προσπάθησα να βοηθήσω αφιλοκερδώς και να αναδείξω και άλλες φωνές της γενιάς μου. Συγγραφείς, μεταφραστές, δοκιμιογράφους, ποιητές, εκδότες Να τις γνωρίσουν οι νεότεροι. Με απλά μέσα, χωρίς να γνωρίζω ούτε τα μυστικά των υπολογιστών ούτε την τεχνική τους υποστήριξη. Ότι παρουσίαζα το έκανα δωρεάν, ήταν ένα ανοιχτό σε όλους μπλοκ. Φαίνεται αυτό ενόχλησε. Ας κρατήσουν τα κέρδη τους και τις διαφημίσεις τους. Δούλεψα πάνω στον ξένο μόχθο. Δεν τους ζήτησα τίποτα. Κρίμα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς Τρίτη 5 Μαϊου 2020.  



























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου