Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Σχετικά με τον πρόδρομο σουρρεαλιστή ποιητή Θεόδωρο Ντόρρο


      Σχετικές ενδεικτικές πληροφορίες για τον ποιητή ΘΕΟΔΩΡΟ ΝΤΟΡΡΟ
                  (Πύργος 3/5/1895-Γαλλία ;/10/1954)

          «….γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζόμενου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας»
                           Ανδρέας Εμπειρίκος, «Υψικάμινος», εκδ. Πλειάς 1974, σ. 69

Ποιός ήταν ο πρώτος Έλληνας υπερρεαλιστής;
Κώστας Σταματίου, εφημ. Τα Νέα 4/4/1981
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΙΗΤΗ ΘΕΟΔΩΡΟ ΝΤΟΡΡΟ
       «Εκείνα τα μηνύματα
       ολόισα απ’ το κάπου
       πού δε θα τα γνωρίσουμε ποτές»
                                     Θ. ΝΤ.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΤΟΡΡΟΣ: «Στού γλιτωμού το χάζι». Ποιήματα Α΄ έκδοση Παρίσι 1930. Β’  Παρίσι 1931. Γ΄ Αθήνα 1981. Εκδόσεις Αμοργός. Πρόλογος: Αλεξ. Αργυρίου. Σελ. 53.
      ΕΝΑ από τα πολλά περίεργα της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι και αυτό: για δεκαετίες ολόκληρες, στη συνείδηση και των πιό μυημένων ακόμα, «πρώτος διδάξας» τον Υπερρεαλισμό στην Ελλάδα θεωρείται ο Ανδρέας Εμπειρίκος, με την «Υψικάμινο» (’35), ενώ είναι δεδομένο ότι, χρονικά, έχουν προηγηθεί τουλάχιστο δύο άλλοι: Ο Θεόδωρος Ντόρρος με την τυπωμένη στο Παρίσι συλλογή «Στού γλιτωμού το χάζι» (1930) και ο Νικόλαος Κάλας (Καλαμάρης ή Νικήτας Ράντος), με τα «Ποιήματα» (1933). Βέβαια, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ενώ ο Ντόρρος «πέταξε» τη συλλογή του στην αγορά των γραμμάτων… με το ταχυδρομείο- φαίνεται πώς ποτέ δεν πάτησε ενήλικος το πόδι του στην Ελλάδα-κι ο Κάλας έφυγε το ’34 στην Εσπερία με διεθνικές «βλέψεις» (για να καταλήξει Αμερικανός υπήκοος), ο Έλλην Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα κι όχι μόνον έδωσε στο «Ατελιέ» (Φλεβάρης του ’35) την περίφημη διάλεξή του «Υπερρεαλισμός, μιά Νέα Ποιητική Σχολή», αλλά και οργάνωσε έκθεση με «έργα αποκλειστικά- υπερρεαλιστών ζωγράφων (Τανγκύ, Έρνστ, Μιρό κ. ά.), καταχωρίζοντας έτσι στη μικρή βαλκανική πρωτεύουσα που ήταν η προπολεμική Αθήνα το μέγα «Κίνημα» του 20ου αιώνα στη σφαιρικότητά του.
     Ανεξάρτητα πάντως, από την ατομική πορεία και τη συμπεριφορά των ατόμων, τα γραφτά μένουν. Κι η τωρινή επανέκδοση της συλλογής «Στού γλιτωμού το χάζι» ξαναφέρνει στην επικαιρότητα το «φαινόμενο Ντόρρος», πού, συμπτωματικά, έρχονται να βγάλουν από το σχεδόν πλήρες σκοτάδι πρόσφατα δημοσιεύματα. Πράγματι, ενώ η συλλογή βρισκόταν στο τυπογραφείο κι ο ιστορικός κριτικός και ανθολόγος Αλεξ. Αργυρίου έγραφε ακόμα στο πρόλογό του για το «αγνώστων στοιχείων» αυτό πρόσωπο,
       «αυτόν τον Θεόδωρο Ντόρρο-
       όνομα; Ψευδώνυμο;- πού, κα-
       ταπώς έδειχναν τα σημάδια,
       ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα
       Υόρκη, έγραφε τόσο αλλιώτι-
       κα- να τα πείς;-τα ποιήματα,
       τύπωνε το βιβλίο του σε ωραίο
       και ακριβό χαρτί και το έ-
       στελνε δωρεάν σε όποιον το
       ζητούσε…»
ο κ. Μάνος Χαριτάτος ανακοίνωσε πλήθος στοιχείων για τον «άφαντο» του Μεσοπολέμου, γράμματά του πού βρέθηκαν στο «αρχείο Θράσου Καστανάκη», αναμνήσεις κοντινών του κλπ. («Φιλολογική Καθημερινή», 26. 2.1981). Ήδη, χωρίς να διαθέτουμε ακόμη τη φωτογραφική του απεικόνιση, μπορούμε να πούμε πώς γνωρίζουμε κάπως τον άνθρωπο Θ. Ντ., πιό μάλιστα έρχεται να προστεθεί σαν ένας ακόμη τραγικός αυτόχειρας στην αρκετά φορτωμένη βίαιους θανάτους ιστορία της ποίησής μας!
       Ποιός ο Ντόρρος;
Φαίνεται, λοιπόν, πώς ο Θεόδωρος Ντόρρος ήταν ένας από τους τρείς γιούς Πελοποννήσιου μετανάστη, πού είχε τόσο προκόψει στην Αμερική, ώστε να έχει-έτσι τουλάχιστον έλεγε η διαφήμιση- «τον μεγαλύτερο οίκο του κόσμου σε νυφικά και είδη προικός», με υποκαταστήματα στον Καναδά, στο Παρίσι κλπ. Σ’ αυτό της γαλλικής πρωτεύουσας φαίνεται να είχε αποσπασθεί ο Θεόδωρος, πού είχε γεννηθεί μάλλον το 1895 και ήταν «ψηλός, πράος, ευγενικός, αλλά απαισιόδοξος».
Από τα γράμματά του στον Θράσο Καστανάκη, σταλμένα τα περισσότερα από τη Νέα Υόρκη της εποχής του μεγάλου οικονομικού «κραχ» (1929-32), βλέπουμε έναν άνθρωπο ευαίσθητο, ρομαντικό- ο ίδιος αρνιόταν το χαρακτηρισμό- που είχε καταληφθεί από ένα πανικό, γιατί, παντού όπου κοίταζε γύρω του έβλεπε «να λυσσάει… ή πιό βάρβαρη χυδαιότητα, όλη η εφαρμογή της αμερικανικής φιλοσοφίας (;)…». «…Είμαι παγωμένος από τον αμερικάνικο πανικό- έγραφε αλλού-πού ήρθε σε συνέχεια της τρικυμίας του ωκεανού. Αδύνατο να συνέλθω…». Φαίνεται πώς, με τον πόλεμο, μάλλον θ’ αποκόπηκε από τις αμερικάνικες πηγές ανεφοδιασμού της οικογενειακής επιχείρησης («Ντόρρος Μπρός Ινκκορπορέιτεντ») και ξέμεινε στη Γαλλία της Κατοχής. Όπως και νάναι, αυτός που έμενε στο 88 της αριστοκρατικής οδού Μιχαήλ Αγγέλου του 16 παρισινού Διαμερίσματος, αναγκάστηκε από οικονομικό ξεπεσμό να πάρει τη Γαλλίδα γυναίκα του Σουζάν και ν’ αποσυρθεί «σ’ ένα χαμένο γαλλικό χωριό». Φυτοζώησε εκεί «χωρίς να δώσει το παραμικρό σημείο ζωής» και, κατά τον Καστανάκη, κατάντησε αλκοολικός. Κατά τον Οχτώβρη του 1954 αυτοχτόνησαν μαζί κι αυτός κι η γυναίκα του, μάλλον από ανέχεια κι απελπισία. Ο ποιητής θα πρέπει να ήταν τότε 59 χρονώ.
Η συλλογή «Στού γλιτωμού το χάζι»- τί τίτλος κι αυτός!- πέφτει στα λιμνάζοντα ύδατα της αθηναϊκής αυτάρκειας δυό χρόνια μετά το θάνατο του Καρυωτάκη κι ένα πριν από την εμφάνιση του Σεφέρη. Αρνιέται τον παραδοσιακό στίχο, σπάει την τυπική λογική, υποψιάζει. «Κάτι συμβαίνει  μ’ αυτόν», λένε οι πληροφορημένοι για τα ρεύματα πού σαρώνουν από το 1916 την Κεντροδυτική Ευρώπη, τους ντανταϊσμούς, τους…. υπερπραγματισμούς, όπως πρωτομετάφρασαν εδώ τον συρρεαλισμό» Το παραξένισμα αρχίζει απ’ το εξώφυλλο, όπου είναι τυπωμένοι κι οι πρώτοι στίχοι:
«Είμαστε τα ζωντανά του γλιτωμού
σε ξένες θετικότητες.
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ’ την υγεία ως την αρρώστια.
Πιό άνθρωποι,
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.
Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε
στιγμές κι αιωνιότητες.
Δεν είν’ αυτά πού θα ‘λεγα,
ούτε και κείνα πού τα φέραν»
Αυτά, στην Αθήνα του 1930, Το ευτύχημα για τον Ντόρρο ήταν πώς δεν ενοχλούσε με την παρουσία του στην «πιάτσα», κι ακόμα πώς η γραφή του δεν ήταν επιθετική, προκλητική, όπως εκείνη του Εμπειρίκου αργότερα, και προπαντός του καημένου του κυρίου Νίκου του Εγγονόπουλου, που λίγο έλειψε να τον λυντσάρουν οι…. «προοδευτικοί» Νεοέλληνες, όταν ενεφανίσθη το 1938 με το «Μην ομιλείτε εις τον Οδηγόν».
Σαν ποιητής, ο Ντ. δεν είναι από τους μεγάλους. Είναι, όμως, συνειδητά νεωτερικός, έχει μιάν άλλη αίσθηση της γλώσσας, την οποία και χειρίζεται με άνεση εκπληκτική (αν σκεφτεί κανείς πως μπορεί να μην έζησε ποτέ στην Ελλάδα!), έχει ένα εξωελλαδικό στοχασμό, δεν είναι περιορισμένος, «τοπικός», δεν πάσχει καθόλου από το «σύμπλεγμα του Φαλμεράγιερ» (πού λέει, κι ο Αριστηνός στη μελέτη για την πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά). Κι αναμφισβήτητα έχει στίχους υπερρεαλιστικής εκπήγασης:
«Της γκαζολίνης ο καπνός δε σ’
         (έπνιγε.
Μελαχρινής μασχάλη.
Άκουγα…»
Ακόμα κι οι τίτλοι των ποιημάτων του ήταν «το κάτι άλλο» για το ’30: «Κρεάτινα φαινόμενα σπουδαιότητας», «Αποικίες και Αμερική» (τίτλος σχεδόν τελείως άσχετος με το περιεχόμενο), «Μεσόγειος-… Καντάδα», «Ψαλίδι και Ρολόι», και –τί πιό φυσικό;- «Το πιό μεγάλο χάζι».
Αργά και πού, μιά παράξενη ανα
φορά στο «κοινωνικό»:
«….. Τ’ αναιμικό αντρόγυνο της ερ-
     (γατιάς σέρνει ανάμεσά του
ένα παιδάκι.
Με αργοκίνητη απόλαυση.
Κατάδικο σ’ ανήθικη συνέχεια κα-
        (τάντιας….
….. Στο δρόμο αρχίζουνε όλα.
Ανάμεσα στους περιπατητές».
Είναι, όμως, η εξαίρεση. Συνήθως, μιά διάχυτη απαισιοδοξία περιρρέει την καθαρή ποίηση του Ντόρρου, με το θάνατο και τους «πεθαμούς» πάντα παρόντες. Μας λέει τώρα άνθρωπος που τον γνώρισε:
       «Ήδη, από την εποχή εκείνη (1930-1935) μιλούσε, μαζί με τη γυναίκα του, για αυτοκτονία».
Να, λοιπόν, πού «φορτωθήκαμε» έναν ακόμα Έλληνα ποιητή, πού πέρασε από τα λόγια στην πράξη, μην αντέχοντας τον κόσμο τούτο. Έναν ποιητή, που έζησε και πέθανε εν πλήρει αγνοία μας…
--
Νέα στοιχεία για τον Θ. Ντόρρο
Μάνος Χαριτάτος, εφημερίδα Η Καθημερινή 26/2/1981

         Η επιστολή του κ. Αλέξη Ζήρα στην «Φ. Κ.» της 5.2.81 ξαναφέρνει στην επιφάνεια το όνομα και την αβέβαιη μορφή  του Θεόδωρου Ντόρρου. Ταυτόχρονα, δίνει ίσως ένα μέτρο για το πόσο «αφανή» στοιχεία μπορούν να προκύψουν από ένα προσεκτικό ξεφύλλισμα των παλαιών περιοδικών, στοιχεία που μπορεί να δείξουν το δρόμο για την ανίχνευση και την διερεύνηση πολλών ζητημάτων.
     Κόμη αυτή η ευκαιρία θα μπορούσε να είναι η αρχή για μιά νέα έρευνα γύρω από τα πρόσωπα και την πορεία του υπερρεαλισμού στη χώρα μας.
     Το ενδιαφέρον αυτό για τον υπερρεαλισμό προσδιορίζεται, τα τελευταία χρόνια, από  δύο χαρακτηριστικά γεγονότα: τη μετάφραση στη γλώσσα μας θεμελιακών κειμένων του (Μπρετόν, Τζαρά κλπ.) και την προσπάθεια ερμηνείας του κινήματος στον ελληνικό χώρο, μέσα από μια σχετικά  εγκεφαλική αντιμετώπιση, που εξασφαλίζει η χρονική απόσταση. Το αν και κατά πόσο λειτουργεί σήμερα ο υπερεαλισμός στη λογοτεχνία μας, είναι ένα θέμα που θα μας πήγαινε μακριά.
     Τα περιστατικά της ζωής του Θεόδωρου Ντόρρου δεν μας είναι γνωστά, όπως δεν είναι γνωστή και η θητεία του στα γράμματά μας, αν εξαιρέσουμε τη σημαδιακή συλλογή του «Στού γλυτωμού το χάζι» (1930) και τις προσθήκες πού προτείνει ο κ. Ζήρας στην επιστολή του. Η σιωπή που καλύπτει το Ντόρρο μισόν αιώνα τώρα, τον κατατάσσει στις πραγματικά περιθωριακές μορφές. Το γεγονός όμως ότι δεν είχε αισθητή και αξιόλογη συνέχεια η μοναδική ποιητική του συλλογή, δεν σημαίνει ότι δεν αποτελεί ήδη μιά ιστορική παρουσία στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30, όταν διαφαίνονται οι αρχές της νεωτερικής ποίησης του τόπου μας.
     Όσοι ασχολήθηκαν με τον Ντόρρο, έχουν επισημάνει την προσωπική του συμβολή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της νεώτερης ποίησής μας. Ο Λαπαθιώτης, ο Γιοφύλλης, ο Καραντώνης, ο Αργυρίου, ο Βίττι, η Αμπατζοπούλου, όπως και ο Λ. Πολίτης, τον αντιμετωπίζουν σαν ένα διαφορετικό τρόπο γραφής στην ομοιόμορφη ευθεία της ποίησης του μεσοπολέμου, και τίποτα περισσότερο.
     Ό,τι ακολουθεί, αποβλέπει στο να γίνουν γνωστά κάποια ασφαλή γεγονότα της ζωής του Ντόρρου, πού ήρθαν στο φως από πρόσφατη αρχειακή έρευνα.
------
     Ανάμεσα στα αρχεία που διαθέτει το «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο» (ΕΛΙΑ) υπάρχει και το αρχείο του Θράσου Καστανάκη (1) που επεξεργάζεται από καιρό τώρα η φιλόλογος Άλκηστις Σουλογιάννη, με σκοπό την έκδοση στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του ΕΛΙΑ, κατάλογου των περιεχομένων του. Στην πορεία της καταγραφής της αλληλογραφίας που υπάρχει στο αρχείο, βρέθηκαν και 34 γράμματα του Θ. Ντόρρου. Τα γράμματα αυτά καλύπτουν ένα χρονικό άνοιγμα από τον Ιούνιο του 1929 ως το Νοέμβριο του 1932. Τα περισσότερα γράμματα στέλνονται από τη Ν. Υόρκη και μερικά από τη Γαλλία (Σαίν- Ραφαέλ, Παρίσι). Μερικά από τα γράμματα της Ν. Υόρκης είναι γραμμένα σε χαρτί που άλλοτε φέρει την ένδειξη DORROS BROS INC., άλλοτε την ένδειξη DORROS DESIGNS, όπως επίσης και την ένδειξη THE WORLDS LARGEST HOUSE SPECIALIZINGING BRIDALGOODS.
     Υπάρχουν μερικά γράμματα χωρίς χρονολογία πέντε από αυτά είναι γραμμένα σε χαρτί που φέρει την ένδειξη 88  TER RUE MICHELANGE XVIE. Πέρα από τα γράμματα, υπάρχει ένα χειρόγραφο κείμενο που επιγράφεται «Το Πεύκο» και φέρει την ένδειξη: BRITANNIA HOTEL, LAKE OF BAYS, ONT, CANADA, MONDAY, AUGUST 11, 1924. Επίσης, υπάρχει κι’ ένα απόκομμα μάλλον αμερικανικού ελληνόφωνου εντύπου (περιοδικό ή εφημερίδα) με δημοσιευμένο κείμενο του Ντόρρου, που επιγράφεται «Το τραγούδι της ψυχής». Από την αναφορά στον (Έλληνα) υπουργό Οικονομικών (της εποχής) Καφαντάρη, πού γίνεται στο πίσω μέρος του αποκόμματος, μπορούμε να τοποθετήσουμε χρονικά το κείμενο ανάμεσα στα χρόνια 1926-1928.
     Μέσα στα γράμματά του, ο Ντόρρος μνημονεύει τα χαρτιά του (λογοτεχνικά του κείμενα):
                Νέα Υόρκη 10.5.1930
     …. Για τα «κομμάτια» μου- το μεγάλο χάζι και τ’ άλλα, εσύ μου τα θύμησες, όπως μου θύμησες και την ολόδική μας ζωή με τα γράμματά σου που είναι ο θησαυρός μου και η σωτηρία μου εδώ πέρα. Όλα μου τα χαρτιά, γραμμένα σημειωμένα και άγραφα, είναι κλεισμένα σε μια βαλίτσα πού την μετατοπίζω διηνεκώς, κατά προτίμηση πάνω στα χέρια μιανής πολυθρόνας κ’ έτσι τα βλέπω τις βραδυές κλεισμένα πάντα στη βαλίτσα αυτή, χωρίς σκόνη απάνω της, γιαλιστερή, με μια μεγάλη ετικέττα του πλοίου πούχει τον αριθμό 728-μαύρα χοντρά μεγάλα γράμματα. Πολλές φορές έπιασα να την ξεκολλήσω αυτή την ετικέττα αλλά δεν είχα την τόλμη, ούτε τη δύναμη. Σά να πρέπει να μένει κολλημένη. Ίσως γιατί είναι αυτός ο αριθμός. Έκαμα να την ανοίξω τη βαλίτσα κι’ ανέβηκε τόσο απότομα το αίμα στα μαγουλά μου, μου ζέστανε τις τρίχες του κεφαλιού μου τόσο, που φοβήθηκα, φόβο σωστό και δεν την ξανάνοιξα. Δεν είμαι ρωμαντικός, Θράσσο μου, καθόλου ρωμαντικός, αλλά άν την άνοιγα τη βαλίτσα και τα κοίταζα όλα εκεί μέσα, ένα ένα, δεν θα μπορούσα να κάνω BUSINESS για μέρες. Έχω απ’ έξω χαρτιά άσπρα και πάντοτε ένα διπλωμένο στα τέσσερα μέσα στη τσέπη μου. Αυτό μου δίνει κάποια ανακούφιση…
       Αλλού αναφέρεται σε παραστάσεις Τουργκένιεφ:
                        Νέα Υόρκη, 10.5.1930
       ….Πήγα στο GUILD THEATRE και είδα το   A MONTH IN THE COUNTRY”… του Τουργκένιεφ, έπαιζε η NAZIMOVA
Άλλοτε δίνει την εικόνα της Αμερικής:
                      30 Απριλίου 1930
     …. ξαπλωμένη ολόκληρη η Αμερική, ούτε κοιτάζει χάμω, ανάσκελα, έτσι ξαπλωμένη απάνω στ’ ατσαλένια δοκάρια έχει τα μάτια της ανοιγμένα στον ουρανό…
Άλλοτε αναρωτιέται για την αμερικάνικη φιλοσοφία ζωής:
                    NEW YORK, JUNE 5, 1929
«…. Μέσα εδώ στο γραφείο που λυσσάει γύρω παντού η πιο βάρβαρη χυδαιότητα, όλη η εφαρμογή της Αμερικάνικης φιλοσοφίας (;)….
Μέσα σε συναισθηματικές εκρήξεις υπογραμμίζει την «τέχνη της ζωής»:
                    Νέα Υόρκη, 21.5.30
      «….. Αυτή είναι η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ…. Τέτοια σώματα, τέτοιες ψυχές, τέτοια αδύνατα πράγματα, τέτοια η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ… Η τέχνη της ζωής κορόϊδεψε κι’ εμένα σαν όλους πού τη λάτρεψαν…
     Τέλος, εξομολογείται τον «αμερικάνικο πανικό» του, πού είναι «συνέχεια της τρικυμίας του ωκεανού» (στην επιστροφή του από τη Γαλλία στην Αμερική):
                     Παρασκευή (χωρίς χρονολογία, μεταξύ 1930-1932)
       ….. είμαι παγωμένος από τον Αμερικάνικο πανικό… πού ήρθε  σε συνέχεια της τρικυμίας του ωκεανού. Αδύνατο να συνέλθω…
Εξ άλλου, στα γράμματα αυτά αναφέρεται και η Γαλλίδα γυναίκα του Ντόρρου, η Σούζαν.
     Στο αρχείο Καστανάκη, πέρα από τα παραπάνω γράμματα, υπάρχουν γράμματα του Αχιλλέα Νόϊου, με αναφορά στο Ντόρρο (γράμματα Ιουλίου 1931).
     Μιά τρίτη αναφορά στον Ντόρρο γίνεται, σ’ ένα γράμμα του Αντρέ Μιραμπέλ προς τον Καστανάκη (από το ίδιο αρχείο)- γράμμα του Οκτωβρίου 1954: ο Μιραμπέλ αναγγέλλει στον Καστανάκη τη διπλή αυτοκτονία του Ντόρρου και της γυναίκας του:
                        Παρίσι 27. Χ. 54
     «…. Δεν ξέρω αν έμαθες το θάνατο του φίλου μας Ντόρρου και της γυναίκας του. Οι εφημερίδες τον άγγειλαν εδώ και 12 μέρες απάνω κάτω. Οι καημένοι αυτοκτόνησαν, πρίν, ο Ντόρρος είχε γράψει στο δήμαρχο του χωριού όπου ζούσαν για να τον ειδοποιήσει. Τί τραγικό! εγώ, που αγνοούσα την κατάστασή του, δεν μπορούσα να φανταστώ τέτοιο δράμα και πολύ με λύπησε. Τέλος…
----
Απευθυνθήκαμε στον Αχιλλέα Νόϊο, που ζεί από πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα, και μάθαμε τα ακόλουθα, που συσχετίσαμε με όσα συμπεραίνουμε από τα γράμματα  του αρχείου Καστανάκη:
     Ο Ντόρρος καταγόταν από την Πελοπόννησο και είχε άλλους δυό αδερφούς. Ο πατέρας του είχε μεγάλο κατάστημα ειδών προικός στην Αμερική, με υποκατάστημα στο Παρίσι. Το υποκατάστημα αυτό διηύθυνε ο Α. Νόϊος γύρω στα 1930. Ο Ντόρρος είχε σπουδάσει φιλολογία, φαίνεται όμως ότι εργαζόταν στις επιχειρήσεις του πατέρα του. Ήταν ψηλός (1.80), πράος, ευγενικός, αλλά απαισιόδοξος. Όταν έγραψε τα ποιήματά του (Στού γλυτωμού το χάζι) ήταν περίπου 35 χρονών, που σημαίνει ότι θα πρέπει να γεννήθηκε το 1895, ενώ όταν αυτοκτόνησε, θα ήταν 59 χρονών. Ήδη από την εποχή εκείνη (1930-1935) μιλούσε, μαζί με τη γυναίκα του, για αυτοκτονία. Τότε ο Νόϊος έφυγε οριστικά από τη Γαλλία, και δεν επικοινώνησε πλέον ποτέ με τον Ντόρρο.
     Ένας άλλος που θυμάται αόριστα τον Ντόρρο εκείνης της εποχής, είναι ο Γιώργος Βακαλός, πού ρωτήσαμε σχετικά ύστερα από υπόδειξη του Α. Νόϊου.
      Κάποια στιγμή, νομίσαμε ότι τον Ντόρρο θα μπορούσε να θυμάται και ο Ν. Καλαμάρης (Ράντος), πού όμως απάντησε αρνητικά, όταν ρωτήθηκε. Η μόνη σχέση πού είχε ο Καλαμάρης με τον Ντόρρο, ήταν το δημοσίευμά του στο περιοδικό «Νέα Φύλλα» (τεύχος 3, Μάρτης 1937) για το έργο του Ντόρρου.
     Παρουσία του Ντόρρου εντοπίζεται, ύστερα από πολλά χρόνια, το 1952, με ένα γράμμα- κριτική προς τον Ρένο Αποστολίδη για το βιβλίο του «Πυραμίδα 67». Το γράμμα, στα γαλλικά, φέρει ημερομηνία: 24.11.1952. Μέσα από την παράθεση των απόψεών του για το βιβλίο και πέρα από τα ευνοϊκά του σχόλια, ο Ντόρρος αφήνει να φανεί η αντίθεσή του στο να χρησιμοποιείται ο πόλεμος-ο όποιος πόλεμος-σαν θέμα βιβλίου, και μάλιστα λογοτεχνικού βιβλίου. Εκφράζει την πεποίθησή του, ότι τα βιβλία, από τότε που υπάρχουν, δεν κάνουν τίποτα για να ελαττώσουν τις πιθανότητες ενός επόμενου πολέμου. Ο Ρένος Αποστολίδης δεν κράτησε τα δυό βιβλία που του είχε στείλει ο Ντόρρος («Στού γλυτωμού το χάζι», έκδοση β΄, Παρίσι 1931, και “INTELLIGENCEFONTENAY- AUX- ROSES 1936) (2), όπως επίσης και άλλα γράμματα του Ντόρρου.
     Στην αυτοκτονία του Ντόρρου αναφέρεται ένα απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο της Ελπίδας, δεύτερης γυναίκας του Θρ. Καστανάκη. Από το απόσπασμα αυτό συνάγονται τα ακόλουθα:
     Ο Ντόρρος αποσύρθηκε σ’ ένα χαμένο γαλλικό χωριό, μαζί με τη γυναίκα του, και όλον τον υπόλοιπο καιρό έζησε εκεί χωρίς να δώσει το παραμικρό σημείο ζωής. Φαίνεται ότι είχε καταστραφεί οικονομικά και αντιμετώπιζε πολλές οικονομικές δυσχέρειες. Ίσως να ήταν αυτός ο λόγος της αυτοκτονίας του. Για τον Καστανάκη, ο αλκοολισμός οδήγησε τον Ντόρρο στην αυτοκτονία. Ένα γεγονός που έκανε τον Ντόρρο να καταρρεύσει, ήταν η διαπίστωση ότι μακριά από την επίδραση του Καστανάκη, δεν μπορούσε να δημιουργήσει τίποτα. Ο Καστανάκης πίστευε, ότι ο Ντόρρος αδικούσε τον εαυτό του: «Ήταν ένας άνθρωπος εσωτερικής ευαισθησίας και είχε πελώρια χαρίσματα. Το μόνο που έκανα γι’ αυτόν, ήταν να τον εμψυχώνω, να του δίνω αυτοπεποίθηση».
     Η έρευνα για τον Ντόρρο συνεχίζεται. Τα καινούργια στοιχεία που θα προκύψουν, όπως και τα γράμματά του προς τον Καστανάκη, μετά την επεξεργασία τους από κάποιον καταλληλότερο, ίσως αποτελέσουν ξεχωριστό δημοσίευμα στις σειρές του Ε.Λ.Ι.Α.
(1)       Το αρχείο του Θράσου Καστανάκη χάρισαν στο Ε.Λ.Ι.Α. η Ζιζέλ και ο Πέτρος Φρυδάς.
(2)       Σε καμία από τις δημόσιες βιβλιοθήκες της Αθήνας που ερευνήθηκαν δεν βρέθηκαν αντίτυπα των δύο αυτών βιβλίων. Ίσως να βοηθήσει σχετική έρευνα σε γαλλικές βιβλιοθήκες, ώστε να δοθούν και άλλα στοιχεία για τα λογοτεχνικά κείμενα του Ντόρρου, πέρα από τα γνωστά ποιήματά του.
Πληροφορίες για το έργο του
-Γιώργος Γιάνναρης, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ- ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΤΟΡΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης-Αθήνα Μάρτιος 2005, σελίδες 424, τιμή 31,35 ευρώ. Βλέπε σελίδες:
 (Ντόρρος Θεόδωρος, Στου γλυτωμού το χάζι 35, 37, 44-49,65. Intelligence 43,44,50,51-62,63-66, 67-69. Ντόρρου Μαίρη 37. Ντόρρου Σούζαν 40, 59)
-Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, …. Δεν άνθησαν ματαίως ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ, εκδ. Νεφέλη 1980
-Αλέξανδρος Αργυρίου, ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΩΝ. ΑΞΙΩΤΗ• ΓΚΑΤΣΟΣ •ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ• ΕΛΥΤΗΣ• ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ• ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ• ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ• ΡΑΝΤΟΣ• ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ •ΝΤΟΡΡΟΣ. Εκδ. Γνώση 1983, σ. 102. Στού γλιτωμού το χάζι 21,91, 249-252. Παράρτημα: Θεόδωρος Ντόρρος. (Εισαγωγή στην 3η έκδοση της συλλογής του Στου γλιτωμού το χάζι, εκδ. Αμοργός 1981)
-Αλέξανδρος Αργυρίου, Ελληνική Ποίηση- Νεωτερικοί Ποιητές του Μεσοπολέμου, τόμος Δ΄, εκδ. Σοκόλη 1990, σ. 49-55.
•Μάρκος Αυγέρης, Εισαγωγή στην ελληνική ποίηση και πεζογραφία, εκδ. Θεμέλιο 1966, β΄ έκδοση, σ. 213-214
«Η μοντέρνα ποίηση παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα μ’ έναν τρόπο παράξενο.  Το 1930 ένας Θεόδωρος Ντόρρος κυκλοφορεί μια μικρή ποιητική συλλογή, τυπωμένη στο Παρίσι, με τον τίτλο «Στου γλυτωμού το χάζι». Ο τίτλος είναι παράδοξος και κωμικός. Σα γλώσσα οι λέξεις του ίδιου τίτλου έρχονται από το πιο χαμηλό γλωσσικό ιδίωμα και δίνουν αμέσως την αίσθηση μιάς έκφρασης αντιλυρικής και μιάς διάθεσης αντιποιητικής και πεζής. Μα όλα εκεί μέσα έχουν την σφραγίδα της πρωτοτυπίας. Αμέσως δείχνουν την αναζήτηση μιάς νέας ποιητικής γλώσσας, την τόλμη και μαζί την αδεξιότητα του άγνωστου αυτού εξερευνητή νέων δρόμων, τον εκζητημένο νεωτερισμό σε όλα του, ακόμα και στ’ όνομά του. Θεόδωρος Ντόρρος: αυτό το «ντόρρος» είναι ουσιαστικά μια λέξη από την ελληνική «αργκό». Φαίνεται νάναι ψευδώνυμο, σα να θέλει να πει πώς πάει να δημιουργήσει θόρυβο, «να κάνει ντόρο» Κι ίσως κι ο ίδιος να μην πίστευε αρκετά στη σοβαρότητα της δοκιμής του και γι’ αυτό χρησιμοποίησε αυτό το ψευδώνυμο. Μα κι’ αν δεν τόθελε, έγινε όργανο της μοίρας, αυτής που εκφράζει την εποχή. Το έργο του χωρίς άλλο δε δείχνει ποιητή, μα έχει μέσα του όλες τις χαρακτηριστικές προθέσεις της μοντέρνας ποίησης, τους ριζοσπαστικούς νεωτερισμούς στη γλώσσα, στην έκφραση, στο περιεχόμενο’ έχει το αίσθημα για την κρίση και το χάος μιας εποχής, που παρουσιάζεται σαν αποφασιστική στροφή  στην ιστορία κι’ όπου όλες οι παλιές μορφές αχρηστεύονται κι’ αναμένονται κάποιοι νέοι κόσμοι και νέες καταστάσεις να λύσουν τους γόρδιους δεσμούς που δημιούργησε η παλιά ζωή. Μέσα στο έργο προσεχτικά παραμερίζονται όλες οι λυρικές φιοριτούρες, έχουν χάσει τη γεύση τους γι’ αυτόν τον ποιητή, πού προσανατολίζονται με τόση μακαριότητα προς την πεζολογία.
     Όλοι αναγνωρίζουν πώς αυτός ο πρόδρομος, ο πρώτος στον τόπο μας σπορέας των ιδεών της μοντέρνας ποίησης, δεν ήταν ποιητής. Ακόμα κι αυτό είναι χαρακτηριστικό……….». 
-Νάσος Βαγενάς, εφημερίδα Η Καθημερινή 9/8/1981, ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΝΤΟΡΡΟΥ. Γύρω από τις αρχές του ελληνικού μοντερνισμού.
…..«Αλλά παραμένει το ερώτημα: γιατί οι περισσότεροι από τους νεότερους κριτικούς του Ντόρρου, ακόμη και οι πιο σοβαροί, εξακολουθούν να διακρίνουν διασυνδέσεις της ποίησής του με τον υπερρεαλισμό ή αδυνατούν να ανιχνεύσουν  τις προθέσεις της; Προφανώς γιατί τα εκφραστικά της κενά, ιδωμένα μέσα από το πρίσμα των διακυμάνσεων και των διακοπών που ανέφερα, ήταν δύσκολο να βρούν μιάν εξήγηση περισσότερο εύλογη από εκείνη που θα τα συνέδεε με την υπερρεαλιστική έκφραση ή με κάποιαν από τις αιρέσεις της. Ωστόσο αν μελετήσει κανείς προσεχτικότερα αυτά τα κενά από το πρίσμα της γενικότερης  οργάνωσης των ποιημάτων του Ντόρρου, θα διαπιστώσει ότι οφείλονται σε μιάν αιτία διαφορετικής φύσεως.
     Η αιτία αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, τα όχι καλά ελληνικά του Ντόρρου. Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου πολύ σωστά παρατηρεί  πως τα ελληνικά του Ντόρρου είναι αδέξια. Σ’ αυτή την αδεξιότητα πιστεύω πώς οφείλονται, στο μεγαλύτερό τους βαθμό, οι δυσκολίες της έκφρασής του. Διαβάζοντας τους στίχους του Ντόρρου αισθανόμαστε πως η γλώσσα του δεν κυριολεκτεί. Δεν αναφέρομαι στην κυριολεξία όπως την νοούμε σε αντιδιαστολή από τη μεταφορική έκφραση, αλλά στη γλωσσική λειτουργία που δεν επιλέγει  τις σωστές λέξεις και εκφράζεται κατά προσέγγιση. Ο Ντόρρος που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι, για να χρησιμοποιήσω έναν επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Ζήσιμου Λορεντζάτου για τον Σαρεγιάννη, «γλωσσικά αλύτρωτος» όπως γλωσσικά αλύτρωτοι είναι ο Κάλβος, ο νεανικός Σολωμός και, ως ένα βαθμό, ο Σαραντάρης: άνθρωποι που η μακρόχρονη διαμονή τους στο εξωτερικό τους στέρησε τη ζωντανή επαφή με τη γλώσσα της πατρίδας. Αλλά αν στον Κάλβο η γλωσσική αδεξιότητα είναι μία από τις αιτίες της εκφραστικής του τόλμης και συνεπώς, της ποιητικής του γοητείας, στον Ντόρρο λειτουργεί σαν ένας παραμορφωτικός  φακός που τον εμποδίζει να μεταδώσει με καθαρότητα την ποιητική του συγκίνηση. Η γλώσσα του, είτε με την αδυναμία της ακυριολεξίας, είτε με τη χρήση  γαλλισμών ή αγγλισμών, είτε με την συγχωνευμένη ενέργεια και των δύο μαζί, καταλήγει συχνά σε μιάν έκφραση συγκεχυμένη, κάποτε ακατανόητη. Τέτοια που, σε συνδυασμό με την συντακτική του ελλειπτικότητα (κυρίως τη συχνή παράλειψη του ρήματος ή του υποκειμένου) και τα έντονα νεοτερικά του στοιχεία, να μπορεί να δίνει την εντύπωση πως λειτουργεί με τον τρόπο ενός «ασυνείδητου συνειρμού».»…….  
-Γιώργος Φ. Βαφόπουλος, περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά, «ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ», τόμος 46/1989, σ. 25-26
-Mario Vitti, Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ. ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ, εκδ. Ερμής-Αθήνα 1977, σ.87-88, 89, 104.
-Mario Vitti, ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΕ ΘΕΑ. Άρθρα & Ομιλίες. Εργογραφία με Αυτοβιογραφικό σχόλιο. Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης-Αθήνα 2006, σ. 123.
-Αθηνά Βογιατζόγλου, περιοδικό Ποίηση τχ. 8/ Φθινόπωρο- Χειμώνας 1996, σ. 196-2007. «Μιά νύχτα» (1929). Τέσσερα αθησαύριστα πεζά ποιήματα του Θεόδωρου Ντόρρου.
(Τα μόνα πεζόμορφα ποιήματα του Ντόρρου που γνωρίζαμε ως το 1981 ήταν εκείνα που διακριτικά παρεμβάλλονται ανάμεσα στα ελευθερόστιχα ποιήματα της μοναδικής ποιητικής του συλλογής, Στου γλιτωμού το χάζι (Παρίσι 1930, 1931)………..
Τα πεζά αυτά ποιήματα μας εισάγουν στην προβληματική των ποιημάτων της συλλογής του Ντόρρου, καθώς αναπτύσσουν ένα από τα κυριότερα θέματά της: εκείνο του αμήχανου «νεκρού» ελεύθερου χρόνου, που αντανακλά την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Το τέταρτο πεζό ποίημα, μάλιστα, «Το γλέντι», θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα είδος προοιμίου στη δεύτερη και εκτενέστερη ενότητα της ποιητικής συλλογής του Ντόρρου, που τιτλοφορείται «Μουσικές και τραγούδια»: και στις δύο περιπτώσεις, τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης εμφανίζονται ως καθρέφτες του κενού της ζωής στη μεγάλη πολιτεία, καθώς αποτυγχάνουν να λυτρώσουν τους θαμώνες τους από τη δυναστεία της καθημερινότητας και να τους φέρουν σε επαφή με τον βαθύτερο εαυτό τους, από τον οποίο αντιθέτως τους αποκόβουν περισσότερο.)………….
-Οδυσσέας Ελύτης, ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ, εκδ. Αστερίας-Αθήνα 1974, σ. 271.
-Νικόλαος Κάλας, Κείμενα ποιητικής και αισθητικής. Θεώρηση- Επιμέλεια: Αλέξανδρος Αργυρίου, εκδ. Πλέθρον 1982, σ. 303.  
-Ανδρέας Καραντώνης, περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1300/1-9-1981, σ. 1137-1144,  Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΝΤΟΡΡΟΥ
…. «Είχε καταλάβει ο Ντόρρος πώς ο ύψιστος, ίσως σκοπός της ποίησης είναι να μας μεταδίδει αυτά τα μυστηριακά, τα μεταφυσικά «μηνύματα», αυτά τα μηνύματα πού έρχονται από το «κάπου», από το «πέρα», και που δεν τα ξεχωρίζεις  από τον ήχο, από τη μουσική, από τον εσώτατο παλμό και ρυθμό του ποιητικού λόγου. Καμιά σχέση δεν έχουν αυτά τα μηνύματα με τα κοινωνικά ή άλλα παρόμοια παραγγέλματα, σήματα και στίγματα της εποχής μας. Αυτά τα μηνύματα δεν είναι  σύμβολα, είναι αυτούσια μόρια και στοιχεία της «άλλης πραγματικότητας», που την ψαύουμε παντού, μέσα μας, γύρω μας, στο παρελθόν, στο μέλλον, στα όνειρά μας, στις ελπίδες μας. Αυτή την «άλλη πραγματικότητα» δεν την εξέφρασε ο Ντόρρος, απλά και μόνο την διαισθάνθηκε, ένιωσε το βάρος της, τη σημασία της. Κι όμως, πόση ανάγκη έχουμε απ’ αυτά τα μηνύματα! Ωστόσο, η περίεργη αυτή ποίηση,- ας θυμηθούμε πάλι το ερωτηματικό του κ. Αργυρίου, αλλά μόνο σαν διαλειπτική αμφιβολία, δηλαδή αμφιβολία που έρχεται και φεύγει – εκπέμπει και νότες λυρικά ανακουφιστικές, τρυφερές, κι όχι σκληρές και σαν άπλαστες, όπως είναι, γενικά, η πεζογραφική του έκφραση. Κι’ αυτές οι στιγμές έχουν επίσης κάτι το καινούργιο σαν έκφραση…..».
-Χριστίνα Λύσσαρη, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη-Αθήνα 2007, λήμμα, σ. 1593.
(Ντόρρος Θεόδωρος (1895-1954): Ποιητής. Τον Δεκέμβριο του 1930 εξέδωσε στη Γαλλία και έστειλε στην Ελλάδα την ποιητική συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι, όπου διευκρίνιζε πως το βιβλίο δεν πουλιόταν, αλλά στελνόταν δωρεάν σε όποιον το ζητούσε. Παρέθετε δύο διευθύνσεις, τη μία στο Παρίσι και την άλλη στη Νέα Υόρκη. Το βέβαιο είναι πως το έργο του προκάλεσε μεγάλη αναταραχή και συζήτηση και χαρακτηρίστηκε (από τον Δημ. Μεντζέλο) ως το πρώτο ελληνικό υπερρεαλιστικό κείμενο. Σίγουρα πρόκειται για ποιήματα μοντέρνα και πρωτοποριακά για την εποχή τους, ενταγμένα στην πρώτη ελληνική ποιητική συλλογή που είναι γραμμένη ολόκληρη σε ελεύθερο στίχο, σε μια συνειδητή προσπάθεια γραφής σύμφωνα με τις νεωτερικές αντιλήψεις. Η συλλογή επανεκδόθηκε το 1981, με πρόλογο του Αλεξ. Αργυρίου.
ΒΛ.ΚΑΙ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1930. Και ενδεικτική Βιβλιογραφία.
-Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, Έκτη έκδοση, εκδ. Δόμος 1996, σ. 172. Σημείωση 1.
«Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα πρώτα δείγματα υπερρεαλισμού στη νεοελληνική ποίηση έχουμε με τις συλλογές  Στου γλιτωμού το χάζι του Θεόδωρου Ντόρρου (1895-1954 (ά και β΄ έκδοση Παρίσι 1930 και 1931. Τρίτη έκδοση, με πρόλογο Αλεξ. Αργυρίου: Εκδόσεις Αμοργός, Αθήνα 1981), και Ποιήματα (1933) του Νικόλαου Καλαμάρη-Κάλα (1907-1988) ….. Για τον Θ. Ντόρρο βλέπε….».
-Παύλος Νικόδημος, ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΙ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Από τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες ως τις μέρες μας, εκδ. Νικόδημος 1972, σ. 424, 522
«Στο χρονικό της μοντέρνας ποιήσεως στον τόπο μας θα πρωτοσυναντήσωμε ονόματα άγνωστα σήμερα στους πολλούς της φίλους. Πρώτος έρχεται ο Θεόδωρος Ντόρρος (όνομα ή ψευδώνυμο). Εδημοσίευσε το 1930 συλλογή με τον πολύ ανορθόδοξο τίτλο «Στου γλυτωμού το χάζι». Στο περισσότερο μέρος της περιέχει πολυκουβεντιασμένους «στοχασμούς», τρεχούμενες ή τεχνητές «ανησυχίες» κι εγκεφαλικά διατυπωμένες εποχικές «διαπιστώσεις» - όλα ντυμένα μ’ εξεζητημένα ασυνάρτητους τρόπους εκφράσεως, σουρρεαλιστικής πηγής και τεχνοτροπίας. Τόσο φανερά ανύπαρχτη η σχέση τους με ό,τι λέγεται ποίησι, που δυσκολεύονται να τη θυμηθούν κι οι πιο θερμοί ζηλωταί του μοντερνισμού».
-Ρίτα Μπούμη- Νίκος Παππάς, Νέα Παγκόσμια Ανθολογία, τόμος Β΄, εκδ. Διόσκουροι, σ. 789-793
-Νίκος Παππάς, Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (από 1100- 1973) εκδ. Τύμφη 1973, σ. 195-196,
«Ο Θεόδωρος Ντόρρος (1907- ). Γεννήθηκε στο Παρίσι, με άγνωστα περισσότερα στοιχεία του, απ’ όπου μας έστειλε δωρεάν όπως το τόνιζε μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Στου  γλυτωμού το χάζι», Παρίσι 1930. Η συλλογή αυτή του Ντόρρου και ο τρόπος με τον οποίο ερχότανε απ’ το Παρίσι, αναστάτωσε τους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας. Χρονικά, γραμματολογικά και από άποψη ποιητικής ύλης, η συλλογή αυτή του Ντόρρου, είναι η πρώτη άξια λόγου και πραγματικά της νέας ποίησης εργασία. Ο Ντόρρος δεν είναι μονάχα ένας πρωτοπόρος, ο πρώτος στην Ελλάδα ποιητής πρωτοπόρος, αλλά κι ένας αληθινός ποιητής. Πρόσφερε το δείγμα γραφής, το άγνωστο τότε στην Ελλάδα κι απ’ αυτόν ξύπνησαν τότε κι όλοι τους οι άλλοι, πού δε διέθεταν στις ξένες μεγάλες πρωτεύουσες πρεσβείες, ούτε επαφές οι νεώτεροι με τα Παρίσια και τα Λονδίνα και μαζύ με τα λογοτεχνικά περιοδικά της Εσπερίας, πήραν το πρώτο και σοβαρό δείγμα γραφής της Νέας Ποίησης. Τί κρίμα να χαθούν τα ίχνη αυτού του ποιητή κι αυτής της τόσο καινούργιας ποίησης! Γιατί;
    Ύστερα απ’ αυτήν την ποιητική συλλογή του, δεν μας έδωσε τίποτα άλλο, ούτε κανένα άλλο μήνυμά του…. Μίλησε μια φορά, τόσο σημαντικά και τόσο εύγλωττα, κι ύστερα χάθηκε μέσα στον άγνωστο κόσμο….».
-Λάκης Παπαστάθης, «Όλοι οι θάνατοι πιθανοί» (διήγημα), σ.167-180. Στον τόμο ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΘΑ ΠΑΙΞΕΙ ΤΗΝ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, διηγήματα. Εκδ. Πόλις, Μάϊος 2011.
                 (  Πόσο αντέχει η πεζογραφία
                 το βάρος τόσων πολλών στίχων να έρπουν
                  ανάμεσα στις λέξεις, στις φράσεις,
                          στις παραγράφους;
…………… «Το βιβλίο που έψαχνε το είχε αγοράσει στα υπαίθρια βιβλιοπωλεία της οδού Ασκληπιού, μαθητής ακόμα του Γυμνασίου. Ήταν μια εξαιρετικά καλοτυπωμένη έκδοση, με πολυτελές χαρτί και ωραία τυπογραφικά στοιχεία. Πίσω πίσω ανέφερε το τυπογραφείο στο Παρίσι και την ημερομηνία έκδοσης: Δεκέμβριος 1930. Είχε κυκλοφορήσει μέσα σ’ ένα κουτί με σκληρό χαρτόνι που για να το ανοίξεις έπρεπε να λύσεις  το φιόγκο με το μπλε νήμα του που συγκρατούσε το καπάκι του. Το όνομα του συγγραφέα, του ήταν τότε παντελώς άγνωστο: Θεόδωρος Ντόρρος. Τίτλος του βιβλίου Στου γλυτωμού το χάζι. Στις πρώτες σελίδες μέσα σε ένα μαύρο πλαίσιο έγραφε. Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν δωρεάν σε όποιον το ζητήσει και μετά είχε την διεύθυνσή του: Theodore Dorros, 17 Rue Bachaumont Paris ή 1 East 33rd Street, New York.
    Του είχε φανεί παράξενο. Ο καθένας θα μπορούσε να το πάρει δωρεάν είτε από το Παρίσι είτε από τη Νέα Υόρκη! Τι ήταν αυτός ο συγγραφέας; Από πού ξεφύτρωσε; Πώς βρισκόταν και στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη; Τι σχέση είχε με την ελληνική λογοτεχνία; Έλληνας του εξωτερικού ή μήπως ψευδώνυμο κάποιου γνωστού λογοτέχνη; Το ότι τύπωσε με δικά του έξοδα μία προφανώς ακριβή έκδοση, δεν τον εμπόδισε να τη διαθέτει εντελώς δωρεάν. Επιβαρυνόταν ακόμη και με τα έξοδα του ταχυδρομείου. Πλούσιος ήταν;
     Την επομένη πήγε στην Εθνική Βιβλιοθήκη και ζήτησε το βιβλίο. Το άνοιξε με συγκίνηση. Ξαναθυμήθηκε τους περισσότερους στίχους……»).
-Γιώργος Πετρόπουλος, περιοδικό Ομπρέλα τχ. 64/3,5,2004, σ.38-40. Θεόδωρος Ντόρρος ο αγνοημένος
……. «VI. Το ερώτημα το οποίον τίθεται είναι εάν τον Θεόδωρον Ντόρρον τον επηρέασεν η ποίησις η οποία εγράφετο εις το Παρίσι από τους υπερρεαλιστάς ή η ποίησις την οποίαν έγραφαν οι Αμερικανοί Πάουντ και Έλιοτ. Επ’ αυτού την απάντησιν μας δίδουν δύο γνωρίσματα. Ένα εξωτερικόν και ένα εσωτερικόν. Το ένα είναι η άφθονος παρουσία σημείων στίξεως, τα οποία είχον απορρίψει οι υπερρεαλισταί. Το δεύτερον είναι ότι τα ποιήματά του έχουν μια σχετικώς εμφανή λογικήν κατάστρωσιν’ το αμφίσημον έρχεται από εν δεύτερον στρώμα, κοινόν ζητούμενον πάσης ποιητικής ευστοχίας και αποδόσεως. Ήγουν επηρεάζεται από το αμερικανικόν ποιητικόν πρότυπον…»
-Λίνος Πολίτης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1978, σ, 290-291
«Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι στις ληξιαρχικές μας διαπιστώσεις, πρέπει να πούμε πώς μια πρώτη δοκιμή να εισαχθούν στη νεοελληνική ποίηση τα πέρα από την “poesie pure” ξεσπάσματα των ευρωπαϊκών αναζητήσεων, είναι μια ποιητική συλλογή ενός Ελληνοαμερικανού εγκατεστημένου στο Παρίσι, του Θ. Ντόρρου, με τον εξεζητημένο τίτλο Στου γλυτωμού το χάζι (1930), καθώς και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου (ψευδώνυμο του Νίκου Καλαμάρη-πού κι αυτός ζούσε στο εξωτερικό), με επιδράσεις από το φουτουρισμό, αλλά περισσότερο σαφείς από τον υπερρεαλισμό. Και οι δύο συλλογές έμειναν όμως εντελώς στο περιθώριο και δεν είχαν καμία επίδραση.».
-Κώστας Σταματίου, εφημερίδα Τα Νέα 4/4/1981, Ποιός ήταν ο πρώτος Έλληνας υπερρεαλιστής; ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΙΗΤΗ ΘΕΟΔΩΡΟ ΝΤΟΡΡΟ
-Δημήτρης Τζιόβας, Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ. ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, εκδ. Πόλις 2011, σ. 178.
«…Αντιπροσωπεύοντας τη ρήξη με το παλαμικό κατεστημένο ο Ν. Κάλας τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30 αποκλίνει σαφώς από τους συνομηλίκους του και προβάλλει ως εναλλακτικό κανόνα το δίδυμο Κάλβου- Καβάφη, μαζί με τις προδρομικές περιπτώσεις των Τ. Παπατζώνη και Θ. Ντόρρου. Ο Κάλβος αποτελεί το κοινό σημείο αναφοράς αλλά και διαφοροποίησης Κάλα, Θεοτοκά, Σεφέρη και Ελύτη….»
-Κωνσταντίνος Α. Τρυπάνης, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Από τον Όμηρο ως το Σεφέρη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ, 1988, σ. 405
….. «Η επίδραση του Κωνσταντίνου Καρυωτάκη εξακολούθησε να είναι αισθητή ακόμη και στη δεκαετία του 1930, αλλά η ποίηση των μιμητών του  δεν είχε την δύναμη να ανανεώσει την Ελληνική ποιητική παράδοση. Η αλλαγή στο φιλολογικό κλίμα ήρθε μόνο, όταν ο Γιώργος Σεφέρης δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, τη Στροφή, το 1931.
Την ποιητική ανανέωση που ήρθε με το Σεφέρη την είχαν προοιωνίσει λίγα χρόνια νωρίτερα δυο ασήμαντοι ποιητές, ο Θεόδωρος Ντόρρος και ο Νικήτας Ράντος (το φιλολογικό ψευδώνυμο του Ν. Καλαμαρά). Εκείνοι, παραβλέποντας τους παραδοσιακούς τρόπους ποιητικής έκφρασης, έδωσαν στο στίχο τους «υποσυνείδητα στοιχεία που δεν τα ελέγχει ο λόγος». Αλλά τα ασήμαντα έργα τους γρήγορα ξεχάστηκαν.».
-Δημήτρης Γρ. Τσάκωνας, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, εκδ. Κάκτος 1988, σ. 31-36, 44,79.
«Οι επίσημοι απολογητές της μοντέρνας ποίησης βρέθηκαν αναγκασμένοι ν’ αναγνωρίσουν ότι ιστορικά η πρώτη εκδήλωση του ποιητικού μοντερνισμού στην Ελλάδα έγινε στα τέλη του 1930 με τον Θεόδωρο Ντόρρο. Αν του απέδωσαν ωκεάνεια φλυαρία, τυποποιημένο και ασήμαντο λόγο, ποιητικό υπερπληθωρισμό, (1) θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι ένας βασικός όρος που διαστέλλει την παραδοσιακή τέχνη γενικά από τη μοντέρνα (πρωτοποριακή και μοντέρνα στις αρχές του αιώνα) είναι η εκφραστική ελευθερία με όλες τις σημασίες που συνεπάγεται αυτή η έκφραση. Το πιο άμεσα αντιληπτό στοιχείο αυτής της ελευθερίας στην ποίηση, κοινός τόπος σε όλες τις τάσεις, σχολές, κινήματα, είναι ο ελεύθερος στίχος, ως άρνηση υποταγής στην παραδοσιακή μετρική, που όμως μέσα στην ελευθερία του συντηρεί το στοιχείο της ευφωνίας, δηλαδή η έκφραση του στίχου αρθρώνεται ομαλά. (2)….» Και προς το τέλος του ιδιαίτερου κεφαλαίου που αφιερώνει ο Δημήτρης Τσάκωνας στον άγνωστο ποιητή, γράφει: «η δυσμενέστατη κριτική υποδοχή του Ντόρρου που συνδυάζονταν με γελοιοποίηση του υπερρεαλιστικού κινήματος δεν επέτρεψε, για τη σοβαρότητα της νέας προσπάθειας, την αναγραφή του, έστω, και στους προπομπούς της υπερρεαλιστικής γραφής. (15). Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν πως αυτός ο πρόδρομος, ο πρώτος στον τόπο μας σπορέας των ιδεών της μοντέρνας ποίησης, δεν ήταν ποιητής. Ακόμα κι αυτό είναι χαρακτηριστικό. Στην πορεία της νέας αυτής ποίησης ακούστηκαν και φωνές θεωρητικών, που ισχυρίζονταν πως η μοντέρνα ποίηση δεν είχε κα ανάγκη νάναι ποίηση με την γνωστή έννοια. Ζητούσαν μια τέλεια ανατροπή όλων των παραδεδεγμένων, ανατροπή ακόμα και της ανθρώπινης γλώσσας, όπως έκαναν οι ντανταϊστές. Κι ήρθε μια άλλη περίοδος σ’ αυτή την εξέλιξη, που υποστήριζαν πως κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ποιητής, αν κατορθώσει να ξεδιαλύνει όσα μπλεγμένα  και σκοτεινά κινούνται στο υποσυνείδητό του. Η τελευταία αυτή ιδέα, καταγράφηκε με το φροϋδισμό στις μόνιμες αντιλήψεις για την ποίηση και γενικά για την τέχνη. Είναι μια από τις κύριες ιδέες, που κυκλοφορούν σήμερα μέσα στα μεγάλα αντιλογικά ρεύματα της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης» (16).».    
-Μάνος Χαριτάτος, εφημερίδα Η Καθημερινή 26/2/1981, Νέα στοιχεία για τον Θ. Ντόρρο
-Λογοτεχνία των Ελλήνων, εκδ. Χάρη Πάτση, Αθήνα χ.χ., λήμμα, τόμος 10ος  σ. 574.
(Ντόρρος Θεόδωρος (Ντορής)’ ποιητής. Η ποίησή του εντάσσεται στην υπερρεαλιστική και διακρίνεται για την πλήρη αφομοίωση των κηρυγμάτων του Μπρετόν και του Ελυάρ. Το 1930 κυκλοφόρησε στο Παρίσι την ποιητική συλλογή «Στου γλυτωμού το χάζι», την πρώτη χρονολογικά ελληνική έκδοση ελεύθερου στίχου.(βλ. Εισαγωγή στη νεοελληνική Λογοτεχνία, ΜΕΝΛ 1(1968). «ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ», «ΚΡΕΑΤΙΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ» (π).)
-Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών. Σύνταξη-επιμέλεια ύλης: Δημήτρης Π. Κωστελένος. Εισαγωγή: Γεώργιος Βαλέτας. Αθήνα 1974, Λήμμα τόμος 3ος, σ. 164.
(Ντόρρος Θόδωρος (1907-). Μια παράξενη μορφή στα Γράμματά μας. Είναι ο ποιητής του «ενός βιβλίου», ο πρώτος που έγραψε σ’ ελεύθερο στίχο, κι ύστερα σώπασε ή χάθηκε για πάντα. Ζούσε στο Παρίσι, το 1930, όταν εξέδωσε κι έστειλε στην Ελλάδα τη συλλογή του με τίτλο «Στου γλυτωμού το χάζι». Το βιβλίο αυτό αναστάτωσε τους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας. Κι όλοι περίμεναν τη συνέχεια, πού δεν ήρθε ποτέ. Ο Θ. Ντόρρος είν’ ένα από τα «μυστήρια» της νεώτερης Γραμματολογίας μας, πού ποτέ δεν θα φωτιστούν ίσως. Ας μεταφέρουμε εδώ ένα του ποίημα από κείνη την μοναδική συλλογή για να διαπιστώση ο αναγνώστης το πρωτοποριακό του ποιητή αυτού: «ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ» (π)).   
-ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΠΥΡΟΥ, εκδ. Πάπυρος Πρεςς-Αθήνα 1971, από τη «ΒΡΑΔΙΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ», (π), σ. 299.
Σημειώσεις:
-Δυστυχώς στο εμπόριο, δεν κατόρθωσα να βρω το βιβλίο της καθηγήτριας κυρίας Μαρίας Αθανασοπούλου, «Θ. Ντόρρος, Στου Γλυτωμού το χάζι», Γαβριηλίδης 2005. Δεν το γνώριζα παλαιότερα. Το αναζήτησα την χρονική περίοδο λίγο πριν την εκδημία του εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη. Με ενημέρωσαν ότι ο εκδοτικός οίκος ανέστειλε την λειτουργία του. Οι «σειρές» των βιβλίων του, δεν συναντώνται στα βιβλιοπωλεία. (;) Γιαυτό και δεν κάνω καμία παραπομπή στην νεότερη επανέκδοση της συλλογής,-μετά εκείνη του 1981- ή στο πως εισαγάγει στους νεότερους ηλικιακά αναγνώστες της ποίησης την ποιητική συλλογή του Θεόδωρου Ντόρρου.. Έχω υπόψη μου μόνο την τρίτη της έκδοση, αυτή των εκδόσεων «Αμοργός»-σε επιμέλεια του ποιητή και στιχουργού Μάνου Ελευθερίου-που είχα προμηθευτεί όταν κυκλοφόρησε και είχα διαβάσει, φυλάσσοντας ορισμένες βιβλιοκριτικές για την συλλογή. Στην τελευταία της σελίδα, σε ένα μικρό φύλλο τετραδίου, σημείωνα από την πρώτη του μου ανάγνωση:
« Γεννήθηκε στον Πύργο 3 Μαϊου 1895, και αυτοκτόνησε μαζί με την σύζυγό του το 1954 στην Γαλλία. Η γαλλίδα σύζυγός του, λέγονταν Σούζαν Μπερτράν. Πατέρας του ήταν ο Λεωνίδας Τρομπαδώρος και η μητέρα του Θεοδώρα Κωστοπούλου. Είχε και άλλα αδέρφια που δεν ασχολήθηκαν με την ποίιηση. Η μία του αδερφή διαχειρίστηκε τα δύο του βιβλία μετά τον θάνατό του. Προσοχή στο άρθρο του ποιητή και καθηγητή Νάσου Βαγενά στην Καθημερινή και στο κείμενο του Ανδρέα Καραντώνη στο περιοδικό Νέα Εστία. Να δω, αν τον γνώριζαν ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Νικήτας Ράντος, και άλλοι υπερρεαλιστές ποιητές και ποιήτριες. (Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Ελένη Βακαλό, Μαντώ Αραβαντινού, Χατζηλαζάρου κλπ.). Παράξενα ποιήματα. Εξίσου παράξενη γλώσσα και τίτλος. Γλώσσα, λέξεις και σύνταξη κακοτράχαλη. Υπάρχουν ωραίες ποιητικές εικόνες και στίχοι. Ορισμένες φορές οι στίχοι του έχουν μια θυμοσοφία, μια λαϊκή προτρεπτική κοινωνικής ζωής. Μια έμμεση μομφή ενάντια στην σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία. Μια καταδίκη του σύγχρονου, μοντέρνου τρόπου ζωής και συμπεριφοράς των ανθρώπων. Συλλογική και ατομική μοναξιά. Η ποιητική του παραίτηση που είναι εμφανής, συνοδεύεται από μιά ποιητικότητα του λόγου του που γίνεται αντιληπτή από την πρώτη στιγμή που θα διαβάσεις τα μικρόστιχης φόρμας συνήθως ποιήματά του. Μιά ποιητικότητα και μια ευαισθησία που δεν προέρχεται από την δομή της, ούτε από γλωσσικούς-εκφραστικούς κανόνες, ακόμα και από σουρρεαλιστές ποιητές που διακρίνεται άμεσα η ρυθμολογία και η μουσικότητα των στίχων. Ή το κοντράστ των εικόνων τους είναι τόσο έντονο που δημιουργεί το πλαίσιο της ποιητικότητάς τους. Ορισμένες φορές, διαισθάνεσαι μια λεκτική παραβατικότητα, έναντι της δομής, άλλες πάλι, μιά καταστρατήγηση των καθιερωμένων και αποδεκτών ποιητικών κανόνων. Η μορφή των στίχων του, η τεχνική τους, το στραμπούλισμα της γλώσσας, η υιοθέτηση κενών διαστημάτων μεταξύ των στίχων, τα μάλλον ελάχιστα σημεία στίξης, δίνουν έναν άλλον αέρα, σε αυτόν τον έλληνα πρόδρομο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ενός ποιητή, κάπως μποέμ και αυτοκαταστροφικού σαν χαρακτήρα, που αγνοήθηκε ίσως παραδειγματικά, από τους «γίγαντες» έλληνες υπερρεαλιστές (με μεγάλο όγκο έργου) που ακολούθησαν αμέσως μετά, και κυριάρχησαν στο ποιητικό στερέωμα. Κάπου αμυδρά, μου θύμιζε τα γλωσσικά «παραστρατήματα» του Αλεξανδρινού. Ίσως φταίει στου ότι διαβάζω αυτήν την περίοδο Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Η συλλογή του Πελοποννήσιου «αμερικανού»- άραγε, ασχολήθηκε μαζί του ο εγκατεστημένος στις ΗΠΑ, ποιητής και μεταφραστής Νίκος Σπάνιας; Να ρωτήσω τον Α. Α. Η ποίησή του αποπνέει μια ατμόσφαιρα θλίψης, θανάτου, σκοτεινιάς. Έντονης μελαγχολίας. Ένα κλίμα απαισιοδοξίας την περιτυλίγει που προέρχεται, μάλλον, από την ίδια την ψυχοσύνθεση του άγνωστού μας έλληνα της διασποράς ποιητή. Κάτι, που αφήνει ξεκάθαρα να εννοηθεί και ο επιστολικός λόγος του φίλου του Θράσου Καστανάκη, όπως διαβάζουμε στην έρευνα του Χαριτάτου Αναζήτησα και άλλη του συλλογή. Δεν βρήκα. Η περίπτωση της κοινής του αυτοκτονίας-μαζί με την γυναίκα του-μου θύμισε την ανάλογη του άγγλου συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ και της συζύγου του, με συγκίνησε. Να ψάξω αν υπήρξαν και άλλες ποιητικές φωνές πριν την έκδοση της συλλογής, «Στροφή» 1935 του Γιώργου Σεφέρη, ή των Ποιημάτων του Νικόλαου Κάλλας την πρώτη περίοδο του ελληνικού μεσοπολέμου. Να εξετάσω την περίπτωση του Τάκη Παπατσώνη και την συμβολή του. Σε γενικές γραμμές, άξιζε τον κόπο να την αγοράσω και να την διαβάσω.
     Οι πριν σαράντα σχεδόν χρόνια σχολιασμοί για την μοναδική συλλογή του Θεόδωρου Ντόρρου, ήρθαν στην σκέψη μου καθώς αντέγραφα άρθρα και πληροφορίες για τον Υπερρεαλισμό στην ιστοσελίδα μου το τελευταίο διάστημα. Ξαναδιάβαζα τις μελέτες για την ιστορία του ελληνικού σουρρεαλισμού, ιδιαίτερα τα κείμενα που συνοδεύουν τις εκδόσεις βιβλίων και εργασιών του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου και Νικόλαου Κάλλας. Αναζητούσα μια ελληνική ποιητική φωνή να κλείσω το μικρό αυτό αφιέρωμα στο ξένο και ελληνικό σουρρεαλισμό, χωρίς να επαναλάβω τις γνωστές σε όλους μας υπερρεαλιστικές ελληνικές ποιητικές φωνές, που σταθερά και δικαιωματικά ανθολογούνται τόσο από τον ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικό κυρό Αλέξανδρο Αργυρίου όσο, και από την εξαιρετική εργασία της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου. Βρήκα επίσης, χρήσιμο το άρθρο του Δημήτρη Πλάκα, «Η Σουρρεαλιστική πρόκληση», στο παλαιό τεύχος του περιοδικού «Νεοελληνική Παιδεία» τχ. 8/ Χειμώνας 1987, σ. 10-33, αλλά και άλλων. Ταλαντευόμουν, αν όφειλα να «κλείσω» με τον ποιητή Τάκη Παπατσώνη, καθώς έπεσε στα χέρια μου-μόλις πριν λίγες μέρες και διαβάζω, το βιβλίο του κυρίου Σταύρου Ζουμπουλάκη για τον ποιητή: «Αρχή Σοφίας και κατακόκκινα όνειρα», εκδ. Πόλις 2017. Όμως η περίπτωση του μοντέρνου λόγου του Τάκη Παπατσώνη και η όλη εν γένει, συγγραφική του πορεία, έχει τα τελευταία χρόνια απασχολήσει δεκάδες μελετητές, δικαίως και ευτυχώς. Έτσι προτίμησα μια «λησμονημένη φωνή», που μάλλον, φαίνεται τα όσα έχουν γραφεί για την μοναδική του αυτή ποιητική κατάθεση, που εμένα τουλάχιστον μετά από τόσες δεκαετίες με συγκινεί, και νομίζω, ότι κάτι έχει να μας πει ακόμα, παρά τις γλωσσικές και συντακτικές της παραξενιές, τείνει να κλείσει το θέμα Θεόδωρος Ντόρρος Παρεμπιπτόντως όσοι σερφάρουν στο διαδίκτυο, μπορούν να διαβάσουν τις ομιλίες που εκφωνήθηκαν σε ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα για τον ποιητή. Βλέπε παραδείγματος χάριν αυτήν του καθηγητή και συγγραφέα Θεοδόση Πυλαρινού. Εδώ, μεταφέρω, ελάχιστες πληροφορίες που γνωρίζω και έχω αποδελτιώσει, διαβάζοντας την ποιητική και εκδοτική διαδρομή του «μεγαλέμπορου». Του Theodore Dorros όπως υπογράφει αρκετά ποιήματά του. Οι βιβλιογραφικές παραπομπές του ομότιμου πλέον καθηγητή Νάσου Βαγενά, ίσως εξαντλεί επαρκώς το θέμα. Προσπάθησα οι πληροφορίες να είναι των σύγχρονων καιρών μας, ώστε να φανερωθεί το ενδιαφέρον των πολύ νεότερων ηλικιακά γενεών, ποιητών και ερευνητών ώστε να δειχθεί το μικρό έστω ενδιαφέρον για την παρουσία του. Οι παλαιότερες γενιές των ελλήνων ποιητών και αναγνωστών μάλλον στάθηκαν αρνητικά αν όχι απαξιωτικά απέναντι στην ποίησή του. Ενός ποιητή- σχεδόν άγνωστού μας για μεγάλο διάστημα ο οποίος προηγήθηκε χρονικά στην στροφή του μοντέρνου ποιητικού λόγου στην χώρα μας, πριν τον Γιώργο Σεφέρη, τον Τάκη Παπατσώνη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Νικόλαο Κάλας. Πέρα από την αξία του ποιητικού του λόγου, ο Ντόρρος υπήρξε ο πρόδρομος της μοντέρνας ποίησης. Και αυτό είναι κάτι που οφείλουμε όχι καταχρηστικά, να του το πιστώσουμε. Όσες ποιητικές και γλωσσικές μεμψιμοιρίες και αν έχουμε για την παρουσία του.      
-Τα διηγήματα του γνωστού και αγαπητού σκηνοθέτη κυρίου Λάκη Παπαστάθη, αυτές οι μικρές «νοσταλγικές και χαμηλότονες ιστορίες του» είναι ένας λυρικά αριστοτεχνικά δομημένος πίνακας αναφορών διαφόρων καλλιτεχνικών συμβάντων της εποχής μας, προσώπων και καλλιτεχνών που γνώρισε, συνεργάστηκε μαζί τους σαν σκηνοθέτης κυρίως και συγγραφέας. Ο τόμος αποτελείται από 19 βιωματικές ολιγοσέλιδες ιστορίες, εκτός από μία,  που είναι εκτενέστερη η οποία δάνεισε και τον τίτλο στη συλλογή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και αυτή με τον τίτλο δανεισμένο από στίχο του Θεόδωρου Ντόρρου, «Όλοι οι θάνατοι πιθανοί». Από την αρχή της ιστορίας, ο συγγραφέας μας δίνει το στίγμα του μοναδικού ήρωα του διηγήματος:
«Χτισμένος στα βιβλία, από μακριά μύριζε χαρτί παλιοκαιρισμένο. Στο σπίτι του μόλις που κυκλοφορούσε. Παντού βιβλία στοιβαγμένα άτσαλα σε ντάνες. Και στο μπάνιο. Γι’ αυτό δεν πλενόταν, φοβόταν μη βραχούν. Ήταν τα τείχη του που τον είχαν κλείσει μέσα. Τον προστάτευαν. Με τον καιρό όμως τον έσφιγγαν, τον έπνιγαν….». Μια συγκινητική, τραγική στο βάθος της λυρική ιστορία, ενός βιβλιόφιλου ή ακριβέστερα βιβλιοφάγου ατόμου, το οποίο αφιέρωσε την ζωή του στην τέχνη, αγνοώντας τις άλλες ατομικές και κοινωνικές του ανάγκες και προτεραιότητες. Σαν ένας σύγχρονος λαϊκός «φάουστ», πού όπως όλοι μας γνωρίζουμε από τον μύθο, είχε παραδοθεί στα της ηδονής μονοπάτια της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Της Γνώσης. Σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που αγάπησαν υπερβολικά την τέχνη και την καλλιτεχνία, άτομα που αποκόπηκαν σχεδόν από τον κοινωνικό τους περίγυρο, (αν δεν κάνω λάθος όπως υπήρξε η περίπτωση του Κωστή Παπαγιώργη, ή του Ευγένιου Αρανίτση, και άλλων, που παρά την φήμη τους και την πολυγραφία τους, στάθηκαν στην «σκιά» των φώτων της δημοσιότητας) που αφιερώθηκαν στην γνώση και τα βιβλία, (ιδιαίτερα τον χώρο της ποίησης) και συναντάμε στις μέρες μας ακόμα σπανιότερα, και θεωρούνται- τα άτομα αυτά, από τον σύγχρονο καταναλωτή της τέχνης άνθρωπο, γραφικά. Οι δε δημοσιογραφούντες θα τα αποκαλέσουν και μονόχνοτα. Πρόσωπα σαν και αυτά που χτίζει ο κύριος Λάκης Παπαστάθης μέσα στις ιστορίες του που εικονογραφούν την μοίρα των ανθρώπων μιας άλλης εποχής. Μιας άλλης ατμόσφαιρας και ποιότητας ζωής. Μιας διαφορετικής φιλοσοφίας και κοσμοαντίληψης του κόσμου τούτου και της κοινωνίας. Των σχέσεων των ανθρώπων. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας επικοινωνεί «μόνο» με έναν καλλιτέχνη, έναν ζωγράφο, που διαμένει στον πάνω όροφο του δικού του μικρού πνιγμένου στα βιβλία διαμερίσματος. Ο οποίος τον συναντά στις τελευταίες του στιγμές. Στο δραματικών τόνων αυτό διήγημα,-που κάλλιστα θα μπορούσε να επέχει και θέση σεναρίου για μικρού μήκους ταινία-ο συγγραφέας εντάσσει μέσα στην ροή της εξέλιξης-καλύτερα μονολόγου (των σκέψεων) του ήρωα και δύο υπάρχοντα των ημερών του πρόσωπα, με τα αρχικά τους. Τον Γ. Ζ. που δεν είναι άλλος από τον συλλέκτη και αρθρογράφο κύριο Γιώργο Ζεβελάκη και τον Ν. Β. που δεν είναι άλλος, από τον ποιητή και κριτικό και θεωρητικό της λογοτεχνίας ομότιμο καθηγητή Νάσο Βαγενά. Τα γνωστά μας αυτά πρόσωπα, δεν αναφέρονται τυχαία, και τα δύο έχουν άμεση σχέση με το ενδιαφέρον του ήρωα να ανακαλύψει στοιχεία για την ποιητική συλλογή «ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ» αλλά και να αντλήσει πληροφορίες για το πρόσωπο του ίδιου του ποιητή. Που παρέμεινε εν μέρει, ακόμα μέχρι την εποχή εκείνη σχεδόν άγνωστος. Και παρότι είχε αγοράσει και διαβάσει τα ποιήματα αυτά, δεν τους έδωσε την πρέπουσα προσοχή που τους άξιζαν. Ο ίδιος ο ποιητής, πέρα από την ισχνή αλληλογραφία του με τον μυθιστοριογράφο Θράσο Καστανάκη, (όπως μας παρουσιάσε ο παλαιός διευθυντής του ΕΛΙΑ, κυρός Μάνος Χαριτάτος) θέλησε να μην αφήσει ποιητικά ίχνη πίσω του. Ο Παπαστάθης μάλιστα, δείχνει ενημερωμένος-μέσω του ήρωά του-σχετικά με τις έρευνες γύρω από την αποδοχή που είχε το ποιητικό βιβλίο του Ντόρρου από τους ειδήμονες και κριτικούς της ποίησης, τους ερευνητές του μεσοπολέμου και των αρχών του μοντερνισμού στην χώρα μας. Μάλιστα αναφέρει και την γνώμη του περί τούτου, συντασσόμενος με την άποψη και θέση του Νάσου Βαγενά, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στην ημερήσια πολιτική εφημερίδα Η Καθημερινή της 9ης Αυγούστου 1981, «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΝΤΟΡΡΟΥ» Γύρω από τις αρχές του ελληνικού μοντερνισμού. Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα, και κατόπιν, ο Βαγενάς συμπεριέλαβε σε αυτόνομη έκδοση βιβλίο του. Ο Λάκης Παπαστάθης αποδέχεται τις κρίσεις του τόσο όσον αφορά την γλώσσα του Ντόρρου, την σημασία του σαν ποιητή μέσα στην προδρομική ιστορία του ελληνικού μοντερνισμού, όσο και για το τι σημαίνει ακριβώς ο τίτλος της ποιητικής συλλογής και πως πρέπει να τον διαβάζουμε.
-Το αναγνωστικό ενδιαφέρον για την ποίηση του Θεόδωρου Ντόρρου το άτομό του και την ζωή του, αναζωπυρώθηκε μετά την τρίτη έκδοση της μοναδικής συλλογής του από τις εκδόσεις «Αμοργός», με εισαγωγή του Αλέξανδρου Αργυρίου. Την ίδια χρονική περίοδο πάνω κάτω, δημοσιεύτηκαν τα κείμενα του διευθυντή του ΕΛΙΑ Μάνου Χαριτάτου στην Καθημερινή, του βιβλιοκριτικού Κώστα Σταματίου στα Νέα, του καθηγητή Νάσου Βαγενά στην Καθημερινή, του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη στο περιοδικό Νέα Εστία, όπως μας δείχνουν οι σχετικές πληροφορίες που καταθέτω παραπάνω. Τα μεταγενέστερα χρόνια συμπληρώθηκε,- έστω και ελάχιστα,- η βιβλιογραφία για τον ποιητή Θεόδωρο Ντόρρο. Στοιχεία που μας φωτίζουν το όνομα Ντόρρος την επαγγελματική του σταδιοδρομία, τα δύο του βιβλία την αλληλογραφία του με έλληνες συγγραφείς. Το 2005 επανεκδίδεται η συλλογή του.
-Το μελέτημα του συγγραφέα Γιώργου Γιάνναρη, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» αποτελείται από τα Προλεγόμενα, το Παράρτημα, το Ευρετήριο των Ονομάτων και τον κύριο κορμό του έργου, που χωρίζεται σε έξι κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο περιέχει πέντε ενότητες και είναι αφιερωμένο στην περίπτωση του Θεόδωρου Ντόρρου, σ. 35-75. Ο ενδιαφέρων αυτός τόμος του κυρίου Γιώργου Γιάνναρη, για τους δύο έλληνες σουρρεαλιστές ποιητές, Θεόδωρο Ντόρρο και Νικήτα Ράντο (κυρίως, στο μεγαλύτερο μέρος του), που εγκατέλειψαν την Ελλάδα και σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά ή συγγραφικά στην μεγάλη και νέα ήπειρο, την Αμερική, είχε δημοσιευτεί στο αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω τεύχος 428/Απρίλιος 2002, ‘ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ’. Στις σελίδες 48 έως 62. Ο Γιώργος Γιάνναρης δημοσιεύει το κείμενο-έρευνα: «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΤΟΡΡΟΣ. Πρωτοπόρος του ελληνικού μοντερνισμού». Στην σελίδα 48 δημοσιεύεται φωτογραφία του ποιητή. Η έρευνα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος της εξετάζεται η μοναδική ποιητική συλλογή του Ντόρρου, «ΣΤΟΥ ΓΛΥΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ» και στο πως την υποδέχτηκαν οι κριτικοί μέχρι των ημερών της τρίτης έκδοσης. Επίσης, μας δίδονται πληροφορίες και στοιχεία για την οικογένεια του Θεόδωρου Ντόρρου και τις επαγγελματικές της ενασχολήσεις στον ευρωπαϊκό χώρο και την Αμερικάνικη επικράτεια, όπως και του ίδιου του ποιητή. Μας παράσχονται ακόμα στοιχεία για την οικονομική-επαγγελματική πτώση του Οίκου Νυφικών της οικογένειας, μετά το Κραχ του 1929, με αποτέλεσμα την διαμονή του ποιητή με την γαλλίδα γυναίκα του στο Παρίσι, και τελικά μετά από τα οικονομικά τους αδιέξοδα, στην αυτοχειρία του αντρόγυνου σε όχι μεγάλη ηλικία. Το έργο του Ντόρρου, παραλληλίζεται με το συγγραφικό έργο ενός άλλου συγγραφέα ομογενούς, του Κώστα Ζαμπούνη, ο οποίος εθεωρείτο «Ο Σουρής της Αμερικής». Μέσα στο ίδιο κλίμα της έρευνας και της κατανόησης της ζωής και της σκέψης του Θεόδωρου Ντόρρου κινείται και το δεύτερο μέρος (από την σελίδα 54 του περιοδικού) στο οποίο ο Γιάνναρης διερευνά το μελέτημα του ποιητή “INTELLIGENCE” που κυκλοφόρησε την Άνοιξη του 1936, έξι χρόνια μετά την έκδοση της ποιητικής του συλλογής, το 1930. Ένα «φιλοσοφικής χροιάς» βιβλίο στο οποίο εκδοτικά-τυπογραφικά το όνομα του συγγραφέα-ποιητή αναφέρεται διακριτικά (και ίσως εξαιτίας κυκλοφοριακών αναγκών) μια και γνωρίζουμε ότι ο Ντόρρος, δεν πωλούσε τα δύο του βιβλία, ούτε τα διακινούσε εμπορικά, αλλά τα χάριζε και τα πρόσφερε σε όποιον του τα ζητούσε. Ο δοκιμιογράφος κάνει αναφορές και σε ευρωπαϊκά μεγέθη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και έργα τους, όπως είναι ο σλάβος Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και το μυθιστόρημά του «Υπόγειο», στο φιλοσοφικών προδιαγραφών έργο του έλληνα μυθιστοριογράφου Νίκου Καζαντζάκη, την «Ασκητική» και σε άλλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του μεσοπολέμου που εμπότιζαν τις συνειδήσεις και τις ψυχές των ανθρώπων. Μας μιλά ακόμα, για την αλληλογραφία που διατηρούσε ο Ντόρρος με τον Θράσο Καστανάκη, που βρίσκεται στο αρχείο του ΕΛΙΑ και μας πρωτομίλησε ο Μάνος Χαριτάτος, καθώς και άλλα ενδοκειμενικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις υπαρξιακές και άλλες αναζητήσεις του Θεόδωρου Ντόρρου και τις αναγνωρίζουμε στα δύο του εκδοθέντα βιβλία και ατομική στάση ζωής του. Επιγραμματικά θα σημειώναμε, ότι αν συνεξετάσουμε τις ερευνητικές θέσεις του Γιώργου Γιάνναρη με τα κείμενα του Νάσου Βαγενά, του Κώστα Σταματίου, του Μάνου Χαριτάτου και εκείνο του Κώστα Σταματίου, και προσθέσουμε και το προλόγισμα της επανέκδοσης της συλλογής από τον Αλέξανδρο Αργυρίου, έχουμε μια επαρκή και μάλλον ολοκληρωμένη εικόνα αυτού του «άγνωστού μας» σουρρεαλιστή ποιητή που σταδιοδρόμησε στο εξωτερικό, αδιαφορώντας προκλητικά για την τύχη του έργου του. Ενός έλληνα που γεννήθηκε κάτω από το αυλάκι ο οποίος κρατήθηκε διακριτικά στην σκιά της ελληνικής λογοτεχνικής ποιητικής γραμματείας του μεσοπολέμου και μάλλον και μεταγενέστερα. Τα κείμενα αυτά είναι η αναγκαία γέφυρα επαναπροσέγγισης της συγγραφικής του παρουσίας, έως το 1996, που στο περιοδικό «ΠΟΙΗΣΗ» η Αθηνά Βογιατζόγλου μας παρουσιάζει τέσσερα αθησαύριστα πεζά του ποιήματα. Και ασφαλώς και την επανέκδοση του 2005, από την Μαρία Αθανασοπούλου (που δεν έχω δει).     
-Στον τόμο ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΕ ΘΕΑ, του ιστορικού Μάριο Βίττι, στο κεφάλαιο «Από τον Υπερρεαλισμό στον σημερινό κόσμο», σ. 123, αναφέρεται και το όνομα του Θ. Ν. γράφει σχετικά ο Βίττι:
«Φωνές διαμαρτυρίας για την αποτελμάτωση και συγχρόνως μερικά σημάδια ελπιδοφόρα για μιάν αλλαγή είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται από μερικές κατευθύνσεις. Καταρχάς οι διανοούμενοι πού ήταν συσπειρωμένοι γύρω από το περιοδικό Πρωτοπόροι και έπειτα Νέοι Πρωτοπόροι είχαν ανοίξει ένα «ιδεολογικό μέτωπο» ορθόδοξα μαρξιστικό, υποστηρίζοντας τη θεωρία της ποίησης από τον λαό για τον λαό και εξαντλώντας όλα τα επιχειρήματα μέσα στο χώρο της κοινωνικής επανάστασης, δίχως να αμφιβάλλουν ούτε στιγμή για το αν η υποτέλεια της ποίησης στα συμφέροντα της κοινωνίας είναι επαρκής εγγύηση για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Μέσα στο ίδιο γενικό κλίμα, από έναν ιδεολογικό χώρο διαμετρικά αντίθετο, ήρθαν μερικά σημάδια ουσιαστικής ανανέωσης, αλλά με φορείς όχι και τόσο ισχυρούς (Ντόρρος, Σαραντάρης) ώστε να δώσουν μια ώθηση αποφασιστική για την επιβαλλόμενη αλλαγή.».
    Ενώ στην εργασία του: Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ-ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ, στο κεφάλαιο «Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ», σ. 87-88 αναφέρει σχετικά:
«Ένα ξεπέρασμα των διαστάσεων Καρυωτάκη πραγματοποιούν μερικοί ποιητές που η προπαίδειά τους φαίνεται να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα ελληνικά σύνορα: ο Ντόρρος, ο Ράντος, ο Σαραντάρης. Πρίν τους πλησιάσουμε, πρέπει να υπογραμμιστεί η περίσταση ότι οι ποιητές αυτοί, που με το έργο τους έκαναν ουσιαστικές προτάσεις για να νικηθεί η αποτελμάτωση του ποιητικού υλικού, εμφανίζονται σαν προσωπικότητες ωρισμένες έξω, ακριβώς, από τα ελληνικά σύνορα. ‘Όταν αυτή η ξενική συγκρότησή τους ήρθε σε επαφή με την ελληνική γλώσσα και με όσα φέρνει μαζί της μιά γλώσσα, τα αποτελέσματα μπορεί να στάθηκαν πέρα για πέρα ικανοποιητικά στο ατομικό επίπεδο’ δεν μπόρεσαν όμως και να γίνουν οριστικά κτήμα κοινό για το σύνολο». Και συνεχίζει ο Βίττι:
«Παλιότερα ο Ντόρρος περνούσε για υπερρεαλιστής. Σήμερα είναι δύσκολο να του αποδοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός. Σε ποιήματα πού δεν αποκτούν ένα δικό τους αποκλειστικό τόνο ή ήχο, ο Ντόρρος συχνά εμπιστεύεται διαπιστώσεις ζωής που δεν ξεφεύγουν από την κοινοτοπία….». Και, «Ο Ντόρρος μένει, ωστόσο, μιά «περίπτωση» μιά επέμβαση στην ιστορία της ελληνικής ποίησης με την προέλευση και προθέσεις άδηλες. Δεν είναι δηλαδή γνωστό κατά πόσο έχει υπόψη του την ελληνική κατάσταση, ώστε να υπολογίσει μια μελετημένη αντιμετώπισή της».
-Στον τόμο ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ στο κεφάλαιο «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ», ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης γράφει:
«… Ο παραμικρός τίτλος πού έδειχνε να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα μ’ έκανε ν’ αναπηδώ και να συναποκομίζω σπίτι μου το λάφυρο. Σε λίγο, η πρώτη συγκομιδή από μοντέρνα ποιητικά βιβλία άρχισε να σωρεύεται στο φοιτητικό μου τραπέζι και ν’ απωθεί τις ταλαίπωρες «Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου». «Ο Παράφωνος αυλός» του Καίσαρος Εμμανουήλ, του Θεοδώρου Ντόρρου «Στου Γλυτωμού το χάζι», τα «Ποιήματα» του Νικήτα Ράντου, η «Στροφή» του Γιώργου Σεφέρη. Τα λάτρευα όλα, τα ‘ντυνα με τσιγαρόχαρτο, τ’ ανοιγόκλεινα δέκα φορές τη μέρα, στο τέλος απορούσα κι εγώ ο ίδιος με την αφέλειά μου. Αλλά ίσως αυτό σήμαινε να ‘χεις το μικρόβιο. Κι ύστερα ζητούσα βοήθεια….».
-Η Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, του Νίκου Παππά, αναφέρει λάθος ημερομηνία και τόπο γέννησης.
-Τα κείμενα ποιητικής και αισθητικής του ποιητή Νικόλαου Κάλας, κλείνουν κατά κάποιον τρόπο την περιδιάβαση του ποιητή και αισθητικού σε πρόσωπα και μορφές της τέχνης, με το κεφάλαιο [ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟ] που δημοσιεύτηκε τον Μάρτη του 1937.  Η επιστολή αυτή του Κάλλας βρίσκεται μέσα σε αγκύλες, και καταλαμβάνει τις σελίδες 301-304. Ο συντάκτης της υπογράφει Νίκος Καλαμάρης. Ακολουθούν ορισμένες ακόμα απαντητικές επιστολές και ο τόμος ολοκληρώνεται με την «Εργογραφία 1929-1938 του Ράντου- Σπιέρου-Καλαμάρη-Κάλας. Η αναδημοσιευμένη αυτή επιστολή  στον Ρητορίδη, είχε σταλεί από τον συντάκτη της στο περιοδικό «Νέα Φύλλα» τεύχος 3/3, 1937, σ. 57-59. Είναι μια απάντηση στον ιστορικό της λογοτεχνίας Κώστα Θρακιώτη. Σε αυτήν αναφέρεται και το όνομα του Ντόρρου, σ. 303:
«Ένας πρόδρομος του υπερρεαλισμού είναι, το είχε τονίσει ο Μεντζέλος, ο Ντόρρου (sic) με τη συλλογή του Στου γλιτωμού το χάζι, ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μεταπολεμικά βιβλία, δεν είναι όμως καθαρά υπερρεαλιστικό, γιατί μένει πολύ επηρεασμένο από μερικούς μεταπολεμικούς Αμερικανούς ποιητές κι από τον Απωλλινέρ, αλλά πάντως ο Ντόρρου καταφέρνει, ίσως ο πρώτος στην μεταπολεμική Ελλάδα, να σπάσει  κάπως τον συνειδητό ειρμό και να τον αντικαταστήσει με τον ασυνείδητο συνειρμό, πού είναι το συγκεκριμένο δεδομένο στην τέχνη. Πλάι στο Ντόρρου, όπως πολύ σωστά λέει ο Μέντζελος, θα τοποθετήσουμε τον Σκαρίμπα και τον Ντόρρου (sic) Ντορή, πού και οι δύο παρουσιάζουν στοιχεία που έχουν από υπερρεαλιστικής απόψεως αρκετό ενδιαφέρον.».
      Βαδίζοντας πάνω σε παλαιά μισοσβησμένα από τον χρόνο θετικά ή αρνητικά χνάρια για τον ποιητή Θεόδωρο Ντόρρο, επανανακαλύπτουμε τους στίχους του, την ποίησή του, την φωνή του, την σκέψη του. Αυτή είναι μία από τις ουσιαστικές και δραστικές παρενέργειες της Ποίησης στις σύγχρονες απομυθοποιημένες ζωές μας. Η Ποίηση, η Πίστη, ο Έρωτας, η Φαντασία, το Όνειρο, κρατούν ενεργά κα ανοιχτά τα σύνορα της αιωνιότητας. Δηλαδή στο ανερμήνευτο Θαύμα.  
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 18 Μαϊου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου