Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Κωστή Παλαμά Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ


«Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ» ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

του Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη
περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ1950. Χρόνος 7ος. ΕΤΗΣΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ. Σελίδες 226-230.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΑΡ. Ν. ΜΑΥΡΙΔΗΣ.
ΓΡΑΦΕΙΑ: ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 11 ΑΘΗΝΑ

      Κάποτε ένα εν κριτική συνάδελφος έγραψε για το «Σολωμό» μου, ότι το θέμα δεν είναι πρωτότυπο, είναι μεταχειρισμένο, δεν έχει ζωτικό ενδιαφέρον.
     Δεν νομίζω ότι έχει δίκιο. Τα θέματα είναι πάντοτε νέα και ζωτικά, όσο οι απασχολήσεις της ψυχής, και του στοχασμού σε κάθε διανοούμενο άνθρωπο δε θα είναι οι ίδιες με ενός άλλου. Το θέμα κιόλας της εργασίας μου για το Σολωμό δεν ήταν καν ο Σολωμός, κάθε άλλο’ έτσι θα πέφταμε σε παρεξήγηση’ ήταν: πώς βλέπουμε σήμερα τον ποιητή αυτόν, ποιος άλλος νέος Σολωμός μπορεί να υπάρχει κοντά σε εκείνον, που είδαν οι παλαιότερες γενεές.
     Και σήμερα γράφω για τη «Φοινικιά» του Παλαμά. Η αφορμή δεν είναι νέα, αφού η «Φοινικιά» του Παλαμά είναι ένα παλιό κείμενο όμως αν το θέμα είναι καινούργιο ή παλιό, αυτό θα εξαρτηθεί όχι από τη «Φοινικιά» του Παλαμά, ποίημα παλιό, δημοσιευμένο στα 1900, μα από την ικανότητα του δικού μου βλέμματος να το παρουσιάσω τέτοιο ή τέτοιο κατά το πνεύμα και την αίσθηση του ωραίου.
     Ισχυρίζομαι λοιπόν πώς η «Φοινικιά» είναι ποιητικό κείμενο που μπορεί να εξηγηθεί και να βαθμολογηθεί  αρκετά διαφορετικά από τον τρόπο, που μας έδειξαν άλλοι, που έσκυψαν πάνω στο μυστικό της.
     Και επιχειρώ αυτή την ανάλυση.
       Έπειτ’  από ένα λιόκαμα που τα ‘χει καταχωνιάσει όλα, έχει βρέξει. Κάποια γαλάζια λουλουδάκια πού είχαν γύρει από την κάψα ξυπνούν και ποτίζονται δροσοσταλίδες, αδρές μαργαριταρένιες σταγόνες απ’ την κορφή μιάς φοινικιάς, πού ζουν στον ίσκιο της. Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι. Όλα είναι τώρα λαμπρά, όλα είναι στις δόξες τους, σα να έχουν φορέσει κορώνα. Κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι. Γενική είναι η αναζωογόνηση στη μικρή πλάση.
       Αλλ’ ακόμα από τη στιγμή αυτή τα γαλάζια λουλούδια είναι, όχι απλώς αναζωογονημένα, αλλ’ αναταραγμένα από μια εξαιρετική ανησυχία. Σαν για πρώτη φορά στρέφουν το «βλέμμα» προς τα επάνω και αντικρίζουν και αισθάνονται τον βαρύ και αιώνιο ήσκιο της Φοινικιάς απάνω τους:
Ζούμε τον ήσκιο σου!
Να μας ασάλευτα στον ήσκιο σου από κάτω!
       Αυτά τα μικρά γαλάζια  λουλούδια,-όλη η μικρή πλάση που ζεί κάτω από τον αιώνιο θόλο της συμβολικής Φοινικιάς- αισθάνουνται μια αγωνία για τη μοίρα τους:
ο ήσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;
ρωτούν. Και ρωτούν ακόμα για την αρχική τους προέλευση:
ποιά ορμή μας άδραξε και ποιός μας έχει φέρει;
τέλος ικετεύουν
μιά γαλήνη δός μας!
       Ο ποιητής έπειτα εγκαταλείπει αυτή τη «θέση» και προχωρεί- φαινομενικά συνεχίζοντας τη μεταφυσική ομιλία των λουλουδιών-και φιλοσοφεί: ο πόνος της ζωής των ανθρώπων,- πού είναι μοιραίος στα εύθραυστα λουλούδια- είναι κιόλας μιά πληρωμή. Όλη η ζωή δεν είναι πόνος, είναι μιά αρμονία:
ενώ μας εγγίζει ο χάρος, μας θεριεύει η νίκη.
Υπάρχει όχι ακινησία, αλλά ένα τρέμουλο, ένας ρυθμός στη ζωή: το σκουλήκι ζει καταχωνιασμένο, όμως για να γίνει πεταλούδα. Στην ανθρώπινη ζωή, μεταφυσικά παρμένη,
το χάσμα της πληγής γίνεται σιντριβάνι
κάθε πόνος είναι αυτός ο ίδιος ήδη αρχή μιάς αναπόφευκτης χαράς’ κάθε καταχώνιασμα, μιάς ανάτασης (όπως έγινε και σήμερα με τα μικρά γαλάζια λουλούδια μετά τις σταγόνες της βροχής).
       Ξαφνικά, η ψυχή του ποιητή καταλαμβάνεται από μιά νέα ορμή και εισχωρεί βαθύτερα στον εαυτό της. Υπάρχει ανάμεσά της και στην ψυχή των λουλουδιών-των κοινών ανθρώπων, τώρα- μιά διαφορά. Ο ποιητής δεν είναι ένα εύκολο λουλούδι:
της νεράϊδας δροσιάς ας είμαστε τα παλάτια τα μάτια είμαστ’ εμείς, είμαστ’ εμείς τα μάτια.
Ο ποιητής είναι τα μάτια, η σκέψη. Και αν τα λουλούδια είχαν την ευωδία, τη φυσική τους ανάδοση όμως για τον ποιητή θα πούμε πως μοιάζει με τα ρόδα της Βεγγάζης, πού η μυρωδιά σ’ αυτά έγινε όλο λάμψη και φως…
       Μετά την παρέκβαση αυτή, που οργανικά δε συνδέεται με το ποίημα,-και δεν έχουμε εδώ ένα «ρεμβαστικό» ποίημα, ώστε να μπορούν να δικαιολογηθούν και οι τολμηρότερες αποκλίσεις (ή «Φοινικιά» είναι κατά βάση διαδοχή στιγμών με διαφορετική πλήρωση-όπου όμως καθόλου δεν υπάρχει εκείνη η γνήσια παλινδρομική φορά της μουσικής ψυχής, πού θα πήγαινε από το Μικρό προς το Μεγάλο, από το ατομικό άνθος προς την ολόανθη Φύση, από τον άνθρωπο προς το σύμπαν)-μετά την παρέκβαση αυτή ο Παλαμάς εντοπίζει τη λυρική έκφραση σε μιά στιγμή ανάτασης. Ας θυμηθούμε, ότι είχε προηγηθεί  η παράσταση στιγμών μεταφυσικής αγωνίας των λουλουδιών και η «θέση», ότι η ζωή δεν είναι μόνο πόνος, αλλά μιά αρμονία, ένας ρυθμός εναλλασσόμενος ανάμεσα στην οδύνη και τη νίκη. Τα λουλούδια τώρα αποφασίζουν να διώξουν την ατομική τους λαμπεράδα, ν’ αποβάλουν την ατομική τους αξία:
μού φτάνει κάτι από τη θάλασσα,
κάτι σα γέλοιο που γελάει το ουράνιο στόμα
λέει ένα λουλούδι κ’ ένα άλλο που αισθάνεται τώρα την τάση για το Μεγάλο παρακινεί τον ίδιο του πόθο:
σύγνεφο γίνε, μίλα με τ’ αστραποβόλι
κορυδαλός και λάλησε
και υψώσου προς ταστέρινο περιβόλι…
Τότε,
από μιά τρίδιπλη ψυχή το περιβόλι,
συρτή και ριζωτή και φτερωμένη,
πλέκει το Είναι.
     Η πλάση των μικρών όντων του περιβολιού πάει να χάσει το ατομικό της στοιχείο μέσα στο αντικειμενικό. Ποθεί όχι πιά να «γίνεται», αλλά να «είναι». Έτσι, όπως η Φοινικιά, το περιεκτικό και ανυψωτικό μαζί σύμβολο της μικρής πλάσης «είναι» κάτι το παντοτινό, ο αναλλοίωτος και μοιραίος ουρανός των μικρών υπάρξεων.
     Η στιγμή αυτή, που η ψυχή-των μικρών υπάρξεων-ορέγεται του αιωνίου, είναι πραγματικά υψηλή. Χρειάζεται όμως όχι ένα απλώς ισχυρό και κρουστό και εμφαντικό τρόπο για να γίνει ποιοτικά αισθητή. Χρειάζονται κάποια αλλεπάλληλα λυρικά σύννεφα πού ν’ ανεβαίνουν σιγά σιγά κ’ επιβλητικά και γεμάτα μεγαλόπρεπη σιωπή, στον ευρύ ουρανό. Αλλά ακόμα χρειάζεται ένας πιό εσωτερικός δεσμός από τη μιά λυρική στιγμή ως την άλλη: από πού πηγάζει αυτή η ανάταση, αυτός ο πόθος να χάσουν τον εαυτό τους τα μικρά όντα, την ατομικότητά τους, να γευθούν την απόλυτη ύπαρξη. Το πράγμα τούτο τίθεται στη «Φοινικιά» ρητά και σκορπιέται μέσα σε επιτήδειους τρόπους, αλλά δεν υποβάλλεται, δε γίνεται διαισθητό σαν ορμή βαθειά, που ανεβάζει την ψυχή σιγά-σιγά. Δε μπορώ να παραδεχτώ, πώς οι σπασμένες αυτές στιγμές, που δεν προσφέρονται κιόλας σε μια διάχυτη ατμόσφαιρα, μολονότι μας απασχολούν είναι εξαιρετικά ποιητικές: Ο ποιητής ξαφνικά και απότομα θέτει:
και είπαμε το καθένα μας: ψυχή, θα διώξω
κάθε λαμπράδα…
μού φτάνει κάτι από τη θάλασσα.
Και αμέσως έπειτα:
σύγνεφο γίνε, μίλα με ταστροποβόλι’
κορυδαλός και  λάλησε. Πόθε μεγάλε
και υψώσου προς τ’ αστερινό περιβόλι
       Μά είναι τάχα ποιητικός αυτός ο τρόπος, να λέει ξαφνικά η ψυχή (του λουλουδιού) στον εαυτό της: σύγνεφο γίνε και υψώσου κ.λ. Τα προστάγματα, τα θαυμαστικά, τα ερωτηματικά, οι βροντερές λέξεις, «γίνου» δεν κάνουν ποίηση. Πρέπει να «πεισθούμε» κ’ εμείς πώς αυτό γίνεται, να γίνει σύγχρονα αυτή η μεταμόρφωση μέσα μας’ χωρίς αυτή τη δική μας μεταμόρφωση, η ποίηση παραμένει μια υπόθεση μηχανής.
       Και τότε τα λουλούδια, σαν να εκφράζουν αλληγορικά τον εαυτό τους, την ίδια τους τάση προς τα ψηλά, με τη Φοινικιά, ξεχύνουνται σε ύμνο προς το μεγάλο δέντρο.
       Τη στιγμή της άνωσης αυτής ο ποιητής δεν τη δίνει μέσα σε μιά μουσική μετεωρία, πού θα παρασύρει και τη δική μας ψυχή προς μιά, καινούργια ζωή, αλλά τη δοξολογεί. Στην πιο ουσιώδη ώρα του ποιήματός του ο Παλαμάς ξαναθυμάται τον υμνωδό. Δεν υποβάλλει, εξαίρει. Εργάζεται μέσα σε μιά έξαψη του στοχασμού του. Αλλά και πάλι ενός στοχασμού, που είναι σκέψη’ πού έχει κίνηση, αλλά οι κινήσεις, όπου μερίζεται, έχουν κάτι το οριστικό κάθε φορά. Αν η διατυπούμενη εδώ πορεία του θαμβωμένου στοχασμού, στον ύμνο, έχει κάποια ευλυγισία, όμως οι μορφές της σκέψης είναι ρητές, στρογγυλά λογικές.
     Μπορούμε όμως πάντα ν’ αρνηθούμε, ότι υπάρχει ποίηση σ’ αυτή τη μέθη της σκέψης; Είναι δυνατό ν’ απομακρύνεται οριστικά η ρητορεία από την ποίηση, όταν αυτή, όπως στους εξαίρετους ρομαντικούς τον V. Hugo και προπάντων τον Byron,  εγγίζει τα επικά πλάτη και αντιλαλεί κόσμους; Ο λόγος είναι λοιπόν, κατά πόσον η ρητορεία είναι φυσική διάσταση της ψυχής, πού πετυχαίνει έτσι να εκφράσει τον πληθωρικό εαυτό της. Όμως δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή πνοή μέσα στο ανήσυχο από θαυμαστικά, ερωτηματικά, μικρές προτάσεις, διαζεύξεις και αντιθέσεις, ποιητικό σύνθεμα, όταν αυτά είναι που μας τραβούν τελικά την προσοχή, το θόρυβο και τις απότομες κινήσεις και συναρτούν ένα φραστικό ανώμαλο δάσος, που εμποδίζει κάθε διείσδυση, κάθε βαθύτερα κείμενη και δυσκολότερα επιταχυνόμενη αναταραχή της ψυχής…
     Ωστόσο δεν χάνεται το πάν. Ένας οίστρος, πού κυβερνά το ποίημα, δεν πνίγεται ολότελα μέσα στους τεχνητούς κρότους. Αν ο ποιητής υμνεί συμβατικά την υψηλή αξία της Φοινικιάς:
έτσι δεν είναι η ανατολή, δεν είναι η δύση
απ’ την κορφή της κρέμεται άλλου κόσμου ημέρα.
και αν μιλάει για τά κλαδόφυλλά της πεζολογικά:
φτερά; δεν είναι, γίνονται’ σε τρώει μιά πείνα
και σε μια πλάση ανώτερη να μπείς παλεύεις
     όμως ιδού μας μέσα  στο λυρικό σκόρπισμα:
δεξιά, ζερβά, μακριά στα ύψη όλο γυρεύεις
και στέκεσαι να φύγεις προς τα μεσούρανα…
     Αλλά η ωραιότερη προσωπικώτερη σκέψη ακολουθεί μέσα στη ρομαντική αντιθετικότητά της. Ο ποιητής ρωτά εκστατικός, χαμένος μέσα στην ίδια του υμνωδική έκσταση:
Λείψανο είσαι από νεκρό μεγάλο αιώνα;
ζωής, πού γίνεται, είσαι η πρώτη δροσεράδα;
Τέλος ή αρχή, βραδιά ή πρωί, σε δένει κάτι
με τους ορίζοντες πού χάνεται το μάτι.
    το μεγάλο ερώτημα μένει μετέωρο, αναπάντητο’ Η καθαρή διανοητική αγωνία γίνηκε εκστατικός θαυμασμός και τώρα ανάκληση του Απόλυτου, όπου όλα τα ερωτηματικά και όλες οι αντιθέσεις συγκλίνουν.
     Τί είναι λοιπόν η δοξολογούμενη Φοινικιά; τί είναι αυτά τα σύμβολα της ορμής όλων των μικρών πλασμάτων της Γής; Μιά αρχή; Ένα τέλος; άγνωστο. Και αδιάφορο. Προπάντων είναι η κίνησή της μιά υπεργήινη
από καινούργιους ουρανούς ανατριχίλα
     Αυτή την αναλογία, αυτή την ανταπόκριση χαράζει ο στοχασμός του ποιητή.
     Στο σημείο αυτό κλεί η μιά πλευρά από το συνθετικό δίπτυχο, όπου απλώνει ο ποιητής την κεντρική ιδέα του ποιήματός του: η μικρή πλάση,- ο «μικρόκοσμος» των μυστικών- τείνει προς τη μεγάλη Πλάση, το «μακρόκοσμο».  Η Φοινικιά συμβολίζει ως τη στιγμή αυτή την τάση σε μιά θέση πραγμάτων αφηρημένη, στεγνή, αλληγορική. Και η αλληγορία προχωρεί:
     Η τάση του μικρόκοσμου, πού το πιό ανήσυχο και ανεξήγητο και αντιφατικό πλάσμα της είναι ο Άνθρωπος- τραβάει σύγχρονα και προς τα χαμηλά. Τα μικρά της Γής μιλώντας προς τη Φοινικιά ομολογούν, πώς
μέσα μας μιά ψυχή από μπόρα κι από πίσσα
το πονηρό για σε στο λογισμό μας βάζει
…………………………..
Μιά πλάση- εσύ πού ατάραχη τραβάς προς τάστρα-
παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα
     Και τώρα τα λουλούδια βλέπουν διαφορετική τη Φοινικιά. Μέσα στην ίδια τους ανάταση την αντικρίζουν ιδεαλιστικά σε σύμβολο της τάσης για εξύψωση, εξαΰλωση, διάλυση μέσα στο πνευματικό και το απόλυτο. Τώρα- ανθρώπινα λουλούδια δεν είναι; - η «κακή» ροπή τους βλέπει στη Φοινικιά, στα κλαδιά της Φοινικιάς όχι ποιά τα φτερά του ιδανικού, αλλά τα παίρνει για σπαθιά, για όργανα των πιό κολασμένων ορμών:
πείνα το είναι σου και κάποιο σαρκοβόρο
ηύρε σ’ εσέ και φώλιασε….
      Αλλά πώς είναι δυνατόν να υπάρχει μιά Φοινικιά καλή, ανυψωτική και μιά Φοινικιά άγουσα στα χαμηλά; Η αλληγορία που στέκεται μόνον από το μέρος της ιδέας που αντιπροσωπεύεται και όχι και από το μέρος της εικόνας που αντιπροσωπεύει την ιδέα, είναι η χειρότερη. Αλληγορία πού δε στέκεται σε μιά αντικειμενική αληθοφάνεια, είναι απλό μηχανικό μέσον στη διάθεση του στιχουργού.
     Αλλά και κατά τα μερικώτερα εκφραστικά του μέσα το ποίημα έχει κάτι το συμβατικό και σε πολλές στιγμές ψυχρό.
Ταγεράκι μας αγγίζει με τα φτερά του
και κοντοστάθηκε το βιαστικό ρυάκι
και το παιδί μας έρρηξε τανάβλεμμά του
και το περήφανο μας έγνεψε ζαμπάκι
και το φεγγάρι ήρθε  για μας ως εδώ κάτου
αφόρητη ταυτολογία, παγερές χιονοστιβάδες.
Και παρακάτω:
Πορτοκαλάνθια, τί σας ρώτησαν ταηδόνια;
ο ζίζικας τί θέλει από τα μεσημέρια;
     Και η διαλεκτική του ποιήματος εξακολουθεί: τώρα τα λουλούδια  γυρίζουν και παρατηρούν μέσα τους. Και ανακαλύπτουν το μοιραίο διχασμό της υπόστασής τους, ο ποιητής θέλει να πεί: της ανθρώπινης υπόστασης και ομολογούν:
κ’ εκεί που ο νους με τα υπέρτατα παλεύει
κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μας μολεύει
     Η ευχή προς τον Ήλιο, (πού ακολουθεί) : να πνίξει τα μαύρα ονείρατα και τα κακά ένστικτα, μας θυμίζει πολύ μεταχειρισμένα αισθητικά μέσα.
     Με τη μαγική επέμβαση του Ήλιου τα μικρά της Γης βλέπουν τώρα στη Φοινικιά την ιδέα του Φωτός, του Απέραντου, της μεγάλης ανταπόκρισης. Αυτή αναγνωρίζουν ως την πραγματική ουσία της Φοινικιάς. Έτσι, η άποψη της Μέρας διαδέχεται την άποψη της Νύχτας: τα λουλούδια είχαν απατηθή’ ό,τι είχαν αποδώσει στη φοινικιά από σκοτάδι και μίσος και κακία και πόνο, ήταν προβολή του ίδιου τους εσωτερικού κόσμου. Το αναγνωρίζουν:
Πές μας τη φωτερή του αέρινου ιστορία,
τού μαύρου θα σού πούμ’ εμείς το συναξάρι
     Αυτός είναι ο διπλός παλμός της φύσης. Τήν εικόνα αυτού του διπλού παλμού σε τελευταία ανάλυση, θέλησε να δώσει με τη «Φοινικιά» ο ποιητής, που μπορεί τώρα και λέει:
ακούσαμε της Γης το μέγα καρδιοχτύπι
και πιστεύει πώς έδωκε
νέο τραγούδι αφάνταστο που δεν ειπώθη,
ήχος που τίποτε από μέσα του δε λείπει
γιατί κλει όλες τις μεγάλες αντιθέσεις: Μέρα και Νύχτα, μεγάλο και μικρό, φως αντί σκοτάδι, το αγνό και το μολυσμένο, τη χαρά και τον πόνο…
κι’ αν περνάει από μέσα του ένας άγγελος όμως και
μέσα του ρυάζεται άγγελος πού κεραυνώθη,
ο Σατανάς. Κι’ ενώ μέσα του ακούει
και τρίζει μιά φωτιά πού κόσμους θα χαλάσει
όμως ακούει και
κάτι πού μένει ανεξήγητο και σε περνάει:
     Η «σύνθεση» είναι έτοιμη. Ο ποιητής τραγούδησε τη «θέση» του ιδανικού και την «αντίθεση» του γήινου. Το γήινο τώρα αντιπροσωπεύουν οι δουλευτάδες της γης με μιά ξαφνική προσγείωση του ποιητή-πολύ συνηθισμένη σ’ αυτόν: είδος ρομαντικής ειρωνείας-από τη συμβολική σφαίρα στη σφαίρα της πεζής πραγματικότητας και της θετικής ιδεολογίας:
στ’ άφαντα, στα μικρά, στανήλιαγα, στα κρύα
ζούν ένας κόσμος δουλευτάδες και κουρσάροι.
Κ’ έχουν οι δρόμοι τους και τα έργα τους κ’ οι μέρες
(κι) όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες.
     Ο Παλαμάς, που αφήνει τα «μικρά της γης», συμβολικά, για τους δουλευτάδες και το θεωρητικό στοχασμό, για τον κοινωνικό, κάνει μιά απότομη πτώση, μιά ρομαντική κάθετη εφόρμηση.
     Ιδού όμως μιά άλλη πολύ λεπτή και ποιητική τοποθέτηση:
Μιά πεταλούδα που έτρεχε για να παντρέψει
τα λουλούδια, μας επλάτυνε τη σκέψη
     Μέσ’ από μιά πεταλούδα ο ποιητής μπορεί και βλέπει έναν κόσμο ολόκληρο. Αλλ’ αυτή η ωραία σκέψη σε τί ανταποκρίνεται μέσα στο ποίημα; Μακάρι να ήταν έτσι, μακάρι να ήταν το ποίημα μιά ριπίδωση που θάρχιζε από ένα μικρό σημαδάκι της γης και θα έπιανε όλα τα πλάτη των ουρανών. Ο Παλαμάς,- είναι φανερό εδώ-δεν έχει τη δυνατότητα αυτής της εσωτερικής εύρυνσης που σιγά σιγά κερδίζει τον εαυτό της, αλλά διαμορφώνει με τη σκέψη ένα συγκεκριμένο σχέδιο προέκτασης, απάνω στο οποίο εργάζεται και το οποίο παραμένει σχηματικό. Ο ποιητής θα ήθελε πολύ η εσωτερική τεχνική πλοκή του ποιήματος να δώσει την εντύπωση της ενορχήστρωσης. Αλλά οι αποχρώσεις λείπουν, πώς να γίνει;
     Οπωσδήποτε το ποίημα έχει ένα finale. Αλλ’ αυτό το finale δεν κλείει τίποτε, υποδηλώνει μόνο μιά νέα αρχή:
τώρα σ’ αινίγματα νέα και σε νέα σκοτάδια
είν’ έτοιμ’ η ζωούλα μας…
     Τέλος το ποίημα κατρακυλάει από μιά αίσθηση θλιβερού τέρματος
κ’ η πλατειά πλάση το χαμό μας δε θα νοιώσει
στην προειδοποίηση μιάς νέας αυγής πού θα είναι η αυγή της Τέχνης…
     Καταλαβαίνει κανείς πώς ο ποιητής ζητάει επειγόντως έναν τρόπο να κλείσει το ποίημα….
                    Acta est fabula.
     Αλλά ιδού, ότι όταν τελειώνει κανείς κάτι πού διάβασε, είναι το πιο επικίνδυνο σημείο για όλο το λογοτέχνημα. Αληθινά, ποιός μύθος τελειώνει; Υπάρχει βέβαια μιά επίφαση μυθοποιημένης ζωής με τις διπλές χαρακτηριστικές της αντιθετικές τάσεις: Μικρή πλάση- Μεγάλη πλάση, τάση προς τα ψηλά-τάση προς τα χαμηλά, αλλά την εμπλοκή των στοιχείων αυτών την κατάρτισε μάλλον η διάνοια που καλεί σε βοήθεια τη φαντασία, παρά η φαντασία, πού φουντώνει μέσα απ’ την ίδια της μυστική πηγή. Τόσο ρητές, τόσο σαφείς είναι οι όψεις του ποιήματος και τόσο «αφηρημένη» η σύστασή του. Ο λογισμός θερμάνθηκε τεχνητά μέσα στο ρυθμό και η ρητορική μαγεία έδωκε κάποτε σημάδια πραγματικής μαγείας. Απ’ αυτή την άποψη ο μύθος έγινε ποιητικός!
     Και αναπήδησαν βέβαια μέσ’ από το ποίημα αυτό κάποιοι στίχοι εξαίρετοι, κρυστάλλινοι, αγνοί, με δική τους προσωπικότητα αλλά στο όλο ποίημα αυτή ακριβώς η αίσθηση, το φαιδρό και βαθύ ξάφνιασμα της ψυχής μας, πού θωπεύει αναπάντεχα την ευαισθησία μας, λείπει. Γιατί υπάρχει σ’ αυτό πολύ τέχνασμα, πολλή φιλολογία, πολλή γνώση. Στην ψυχή την ανθρώπινη δεν προσφέρει ό,τι αυτή ζητάει, μιά πειθώ, μιά βαθιά και ανεξήγητα επιβλητική πειθώ.
      Κάτω από το μύθο της Φοινικιάς και των γαλάζιων λουλουδιών, τί ήθελε να κρύψει και να φανερώσει ο ποιητής; να δώσει μεσ’ από ένα κοσμικό όραμα την ενιαία και βαθειά ψυχή του ανθρώπου και του κόσμου. Είναι η προσπάθεια αυτή-πού η ίδια χαράζεται και στα άλλα οραματικά ποιήματά του «Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης», «Ο Ασκραίος», «Οι Αλυσίδες», ο πολύ πουσκινικός και βυρωνικός μαζί «Δωδεκάλογος του Γύφτου» και ακόμα μερικά ατροφικά οράματα, που δεν είχαν αρκετή εσωτερική ικμάδα για να αναπτυχθούν, όπως «Ο ύμνος της Γης». –είναι η προσπάθεια αυτή μιά επανάληψη του δρόμου των μεγάλων γερμανών ονειροκυνηγών και μαζί των άγγλων ιδεαλιστών. Όμως πόση διαφορά! Αυτοί παρουσιάζουν μιά απόλυτη συνέχεια εσωτερική και συνέχεια με το όλο έργο τους. Μυστικά ιδεαλιστής ο Novalis, παράξενα οραματιστής ο Poe, λυρικά ιδεαλιστής ο Shelley, αλλά την οικουμενική τους τάση την αντλούν από μέσα τους σαν προσταγή της βαθειάς ψυχής και δεν την εξωτερικεύουν σαν συναρτημένη μελέτη και απόφαση. Αν υπάρχει κάποια «θέληση» για να γράψουν αυτοί όπως έγραψαν, αυτό είναι ότι δεν μπορούσαν αλλιώς, παρά όπως έγραψαν και η εσωτερική επιταγή παρουσιάζεται εξωτερικά σαν καλλιτεχνική θέληση.
      Και όχι μόνον εκείνοι «ποιούσι μη ειδότες», αλλά ακούοντας τη βαθειά εκείνη φωνή, πού μέσα στους αιώνες ακούουν όλοι οι πραγματικοί ποιητές, εκείνο το αινιγματικό «μουσικήν ποίει», αλλά και απ’ αυτούς ο Shelley γράφοντας το δικό του ποίημα «Το Ευαίσθητο φυτό» το παρουσίασε αληθινά σαν ένα πηγαίο μαγικό σύνθεμα ιδεαλισμού, ευαισθησίας και φυσιολατρείας. Όμως αυτό δεν μπορεί να λεχθεί καθόλου για τη «Φοινικιά», η οποία στερείται από φυσιολατρικό αίσθημα-πού δεν είναι βέβαια η φυσιολατρική αλληγορία-και πού δεν κατόρθωσε να δώσει την αναμενόμενη φυσική τους ευαισθησία στα κατασκευασμένα από τη διάνοια λιλιπούτεια γαλάζια λουλούδια με τη θελητική λεπτομέρεια εκείνη, πού δίνει ατμόσφαιρα και πού τελικά συγχωνεύει σ’ ένα αδιάσπαστο και παλλόμενο μέσα στη ζωντάνια του σύνολό του, όλες τις εκπορεύσεις.
     Αλλ’ αν πρέπει να μην αφήσει κανείς ούτε ένα σημάδι, πού να το δοκιμάσει και με την έσχατη ακόμα κεραία, αυτό είναι, νομίζω, εκείνη η τάση του πνεύματος του ποιητή μας, πού ανέστησε αυτό και τ’ άλλα Οράματα. Ο Παλαμάς δοκιμάζει αισθητικά, έστω και χωρίς ίχνη από τη μυστική αγωνία εκείνη, που ενώνει το Ένα με το Κοσμικό σύνολο, χωρίς, ακόμα εκείνη τη μεταφυσική αγωνία από την οποία παρουσιάζεται να υποφέρει το άτομο προσωπικά, δοκιμάζει τον εαυτό του, ασκεί το πνεύμα του σε πετάγματα όπου είναι προνομιακά δύσκολο να ισορροπήσει κανείς, ψηλά, πλατιά σε ασίγαστες ανιχνεύσεις του πνεύματος, όπου η φαντασία του προηγείται, όμως η ψυχή όλη μαζί φαίνεται να αδρανεί, γιατί είναι βαρειά, γήινη και δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τη σκέψη στον υψωμό της προς τα αιθέρια πλάτη τα αποκαλυπτικά.
      Ευγενική και γενναία η σκέψη του Παλαμά. Όμως ο ίδιος περισσότερο από ποιητής του Κοσμικού νοήματος και ακόμα περισσότερο από ποιητής εξομολογητικός, όπως δείχνεται πχ. με το ποίημα «Στην ακροποταμιά ο παράλυτος» και σε άλλες στιγμές, είναι ένας ψάλτης, ένας υμνωδός προσώπων και καταστάσεων. Στο «Γύφτο» ακόμα, εκεί πού υπάρχει κάποια διακήρυξη δεν είναι ο γνησιώτερος Παλαμάς;
      Μιά σατανική στιγμή. Θυμόμαστε τα παλαμικά ποιήματα όπου η φωνή του κήρυκα έχει σβήσει, όπου ακούεται η σεμνή σιωπή, ο χαμηλός τόνος, όπου είναι ο χώρος της κλασσικής γαλήνης. Πολλά τέτοια έχει γράψει ο Παλαμάς. Είναι ίσως εδώ ο καλύτερος Παλαμάς. Μά υπάρχει τάχα στον ποιητή, στον άνθρωπο- ποιητή, αυτή η μαθηματική εξίσωση, η απόλυτη ανταπόκριση ανάμεσα στη βαθιά γνησιότητα και την καλλιτεχνική ποιότητα των έργων του; Μήπως ο άνθρωπος έχει εξαιρετικές ώρες πού ανόμοιος με τον εαυτό του, ξεφεύγει και δημιουργεί incognito του εαυτού του δείγματα πιό εξαιρετικά του καλλιτεχνικού του πνεύματος, παρά σαν εκείνα των οποίων ο κανόνας της συνήθειας του ίδιου του δημιουργού, αλλά και ημών των ίδιων έχει προετοιμάσει την προσδοκία;
     Το πρόβλημα δεν είναι της ώρας αυτής. Η μελέτη μας δεν τελείωσε. Πώς να τελειώσει η μελέτημα μας;
--
Σημειώσεις:
     Σε προηγούμενη ανάρτηση 9 Ιανουαρίου 2020 στην ιστοσελίδα, μετέφερα το μικρό βιβλίο, μελέτημα-ομιλία-του Λέανδρου Παλαμά, γιού του ποιητή Κωστή Παλαμά, για την «ΦΟΙΝΙΚΙΑ». (Αναλυτικό σημείωμα), εκδόσεις Εστία 1931, και την μικρή ιστορία απόκτησής του από παλαιότερο μπαζάρ βιβλίων του ΕΛΙΑ. Αν κατανόησα σωστά, υπήρξε ένα αναγνωστικό ενδιαφέρον για το μικρό αυτό βιβλιαράκι. Ίσως πολλοί αναγνώστες να μην γνώριζαν «καν» την ύπαρξή του! Να ήταν γνωστό σε μια μικρή μερίδα σταθερών φίλων και αναγνωστών της Παλαμικής ποίησης. Φυσικά, δεν αναφέρομαι στους ειδικούς. Φιλολόγους, γραμματολόγους, ιστορικούς της ελληνικής λογοτεχνίας κλπ. Μια ποιητική σύνθεση που προκάλεσε και προκαλεί ακόμα ποιητικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον, ποικίλους σχολιασμούς. Όπως σημείωσα ανατυπώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, κυκλοφόρησε στο εμπόριο, με τον εξαιρετικό πρόλογο του ποιητή Ηλία Λάγιου, και δόθηκε επίσης, ως προσφορά από γνωστό πολιτικό περιοδικό. Κάτι που μας δείχνει το συνεχές ενδιαφέρον των νεότερων ηλικιακά ποιητών (ή τουλάχιστον μιάς μερίδας των γενεών 1970-1980- 1990, για τις Παλαμικές Σπουδές. Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ έχει αναρτηθεί από ορισμένες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, γιαυτό δεν θεώρησα σκόπιμο, να το ξαναγράψω και να το μεταφέρω στο μπλοκ μου. (μια και δεν διαθέτω τα τεχνολογικά μέσα και εργαλεία ώστε να το σκανάρω). Εξάλλου, όποιος θέλει να το απολαύσει, μπορεί άνετα να το συναντήσει ολόκληρο ή αποσπασματικά. Παράλληλα, αντέγραψα τα ποιήματα «Αγάπης Λόγια» του ποιητή Αργύρη Εφταλιώτη που έχουν σχέση (!) με την σύνθεση του Κωστή Παλαμά και, αναζήτησα, από τις όποιες μικρές δικές μου βιβλιογραφικές πηγές, μήπως συναντήσω σε σελίδες παλαιότερου λογοτεχνικού περιοδικού την μετάφραση του ποιήματος, «Το Ευαίσθητο φυτό» (The Sensitive Plant) του άγγλου ρομαντικού ποιητή Percy Bysshe Shelley (1792-1822), μια μακροσκελή ποιητική σύνθεση 320 στίχων που, όπως όλοι οι μελετητές της Παλαμικής Φοινικιάς, αναγνωρίζουν και επισημαίνουν, έχει άμεση σχέση με το ποίημα του Κωστή Παλαμά και διαπιστώνουμε τις εκλεκτικές συγγένειες και επιρροές, επιδράσεις και νοηματικές προσλήψεις των δύο ποιητικών συνθέσεων. Κάτι που μας φανερώνει για μία ακόμα φορά, ότι ο Κωστής Παλαμάς, δεν υπήρξε μόνο στην εποχή του ένας δάσκαλος του γένους αλλά, και ένας πολύπλευρος και πολυτάλαντος έλληνας ποιητής, ο οποίος ήταν γνώστης των παλαιότερων και σύγχρονων ποιητικών και λογοτεχνικών ευρωπαϊκών ρευμάτων της εποχής του. Ο Κωστής Παλαμάς, πέρα από ποιητής, υπήρξε και ένας θεωρητικός της ποίησης, ένας δάσκαλος του ποιητικού λόγου. Το εύρος των αναγνωστικών του ενδιαφερόντων είναι τεράστιο όπως βλέπουμε από τις μεταφράσεις ξένων ποιητικών φωνών, τους σχολιασμούς του για ξένες εκδόσεις, τα κριτικά του σημειώματα, τα μελετήματα, τις εκατοντάδες αναφορές του σε ξενόγλωσσες πηγές, τα δημοσιεύματά του σε εφημερίδες της εποχής, που βρίσκονται στην 16τομη έκδοση των Απάντων του, των εκδόσεων Μπίρης. Αυτήν την πολύτιμη και πολύτομη σειρά που γνώρισε σε πολλές γενιές ελλήνων το έργο και την σκέψη του Κωστή Παλαμά. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, αν δεν είναι λάθος ο προσωπικός μου σχολιασμός, είναι για τα ελληνικά γράμματα, ότι στον πολιτικό στίβο υπήρξε ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Κωστής Παλαμάς, εξέφρασε και ίσως εξακολουθεί να εκφράζει ακόμα, τους καημούς και τους εθνικούς οραματισμούς και πόθους του συνόλου του ελληνικού γένους των Ελλήνων. Είναι η σταθερή βάση της Ιστορίας μας που εκφράστηκε μέσα από την ποίηση, τον ποιητικό λόγο. Είναι το όμορφο περβόλι των ελληνικών πόθων της ελληνικότητας. Είναι η ταυτότητα της σύγχρονης ελληνικότητας. Ο πατριδολάτρης που δεν οικοδομεί στεγανά για την Ελληνικότητα, το ελληνικό πνεύμα, αλλά ανοίγει ορίζοντες, ανιχνεύει ελληνικά του πολιτισμού μονοπάτια, χαράζει δρόμους επανερμηνείας των σταθερών μύθων του ελληνικού πολιτισμού. Επαναξιολογεί πεπραγμένα των εθνικών πιστεύων μας. Δεν αφήνει πίσω του την Ελληνική Ιστορία ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, η ελληνική πολιτική σκηνή και ιστορία λοξοδρόμησε και άφησε πίσω της τα πανάρχαια νάματα του έθνους των ελλήνων. Στον Κωστή Παλαμά δεν οφείλει μόνο η ελληνική γραμματεία και γλώσσα αλλά και η ελληνική Ιστορία. Ο κοσμοπολιτισμός του Παλαμά, είναι διάχυτος μέσα στο έργο του. Δεν υπάρχει πτυχή του ανθρώπινου αισθήματος και ιδεών που να μην άγγιξαν τον Παλαμά, να μην τον έκαναν να σταθεί και να σχολιάσει. Μπορεί ο κοσμοπολιτισμός του αλεξανδρινού ποιητή να απασχόλησε περισσότερο τους μελετητές και τους ερωτικά αλεξανδρίζοντες, όμως ο λόγος του Κωστή Παλαμά, κρύβει μέσα του αρκετά μεταλλεύματα ερωτικής πνοής. Φοβίζει η πολυγραφία του και ίσως απωθεί το ύψος του ποιητικού του πήχη, οι ιδέες του ξενίζουν, αλλά αν τον διαβάσουμε και συλλογιστούμε το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, του κυρ Φώτη Κόντογλου, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου, θα διαπιστώσουμε αυτό το υπόγειο ρεύμα της πολιτιστικής παράδοσης της διαχρονικής ιστορίας των Ελλήνων, που μένει αστέρευτο καθώς πηγάζει από τους αρχαίους τραγικούς και την λυρική ποίηση, τους επικούς πινδαρικούς ύμνους, διοχετεύεται στην ανώνυμη λαϊκή δημοτική μεσαιωνική ποίηση, τον βυζαντινό πολιτισμό και αρδεύει τα σύγχρονα ρυάκια του ελληνικού ποιητικού λόγου. Τον Κωστή Παλαμά, δεν τον ξεπέρασε η Καβαφική φωνή, οι έλληνες άλλαξαν ρότα στην ιστορία τους και λησμόνησαν το μεγαλείο του Παλαμά. Ο Παλαμάς είναι εξίσου ελληνικός και όχι ελλαδικός όπως ο αλεξανδρινός. Είναι ο ποιητής που στέριωσε την φήμη του Ανδρέα Κάλβου, που επεσήμανε μυστικά της Σολωμικής ποίησης, που άνοιξε νέους ερμηνευτικούς ορίζοντες ανάγνωσης της δημοτικής ποίησης. Αγαπώ την Καβαφική ποίηση, λατρεύω την ερωτική και ιστορική της πλευρά, όμως αλήθεια, έχουμε αναρωτηθεί, για πόσους συγχρόνους του δημιουργούς μίλησε αυτός ο παμπόνηρος γέρων της Αλεξάνδρειας, που πάντα στο ημίφως της λάμπας, αναπολεί τα αντρικά σώματα των περασμένων ερώτων του. Αυτά τα φευγαλέα σώματα και στιγμές της ηδονής που τον στοιχειώνουν μέσα στο μονήρες δωμάτιό του, καθώς ειρωνεύεται γερνώντας σκυμμένος μέσα σε σκονισμένα βιβλία της ιστορίας; Πόσες ανάσες σωματικής δροσιάς-όχι αισθητικής-μπορούμε να απολαύσουμε κοιτώντας μέσα από τα Παράθυρα των εμπειριών μας; Πόσες στιγμές ηδονής που δεν μετατράπηκαν από την κατοπινή μνήμη σε στιγμές «άγχους» περασμένων σωματικών εμπειριών. Ο Παλαμικός ερωτισμός –δεν έχει σημασία το διαφορετικό ερωτικό του πρόσημο- είναι ανοιχτός, αντίθετα ο σωματικός ερωτισμός του αλεξανδρινού υπάρχει μόνο στο βαθμό που ανακαλείται από την εκ των υστέρων μνήμη. Μια μνήμη όμως σωματική που στάζει πικρή μελαγχολία. Γεύση ανολοκλήρωτη στιγμιαίων αγγιγμάτων, ξεγύμνωμα σωμάτων μέσα σε γιομάτα καπνούς χαμαιτυπεία. Η Πόλις στον Καβάφη είναι το σώμα της ηδονής, η Πόλη στον Παλαμά είναι το Έθνος. Δυό οίστροι περί ελληνικότητας που εκπορεύονται από διαφορετικά κέντρα αναφοράς. Ο γεωγραφικός κορμός ομφαλός των ελλήνων, η αυτοκρατορική εξάπλωση του ελληνικού πνεύματος που αλλάζοντας ρότα διοχετεύτηκε μέσα σε μοναστηριακά και εκκλησιαστικά μονοπάτια. Ίσως είναι καιρός να επανεξετάσουμε τον λόγο του Κωστή Παλαμά, όχι για να απορρίψουμε εκείνον του Αλεξανδρινού ή του αυτόχειρα της Πρέβεζας, αλλά, για να επαναπροσδιορίσουμε την ελληνικότητά μας, αν υπάρχει ακόμα και στο βαθμό που υφίστανται μέσα στην χοάνη της πολυπολιτισμικής πανσπερμίας των νέων σύγχρονων καιρών. Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ούτως ή άλλως, είναι ο σωματικός μας πόθος, ας γίνει ο Κωστής Παλαμάς ο εθνικός μας.
    Την ποιητική σύνθεση «Το Ευαίσθητο Φυτό» του άγγλου ρομαντικού, του Πέρσυ Μ. Σέλλευ, δεν κατόρθωσα να την συναντήσω μεταφρασμένη σε όσα περιοδικά κοίταξα, την συνάντησα όμως, σε μια ιστοσελίδα στο πρωτότυπο και μεταφρασμένη. Τα στοιχεία της είναι, αν τα κατανοώ ορθά: Sophus Claussen: “The Sensing Flower” Μεταφράσεις. Όπου ο έλληνας αναγνώστης μπορεί να χαρεί και να διαβάσει το ποίημα.
«Ένα ευαίσθητο φυτό σε έναν κήπο μεγάλωσε,
και οι νέοι άνεμοι το έτρωγαν με ασημένια δροσιά,
και άνοιξε τα φύλλα του σαν τον ανεμιστήρα στο φως.
Και τα έκλεισε κάτω από τα φιλιά της Νύχτας.

Και η Άνοιξη εμφανίστηκε στην έκθεση του κήπου,
όπως το Πνεύμα της Αγάπης παντού……..
     Ο Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, υπήρξε ένας πολυγραφότατος φιλόλογος, κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας, γεννήθηκε το 1890 στο Βουκουρέστι και έφυγε από κοντά μας στην Θεσσαλονίκη όπου διέμενε και επαγγελματικά και πνευματικά σταδιοδρόμησε στις 2/1/1964. Το έργο του είναι τεράστιο, πολύπλευρο και πολυποίκιλο. Περιλαμβάνει βιβλία και αυτόνομες εκδόσεις, συνιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών, μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών, σταδιοδρομία σαν εκπαιδευτικός, άρθρα και δημοσιεύματα σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, κριτικές και βιβλιοκρισίες, λογοτεχνικά άρθρα και μελετήματα, προσωπικούς του στοχασμούς και συγγραφή θεατρικών έργων καθώς και θεατρικών κριτικών. Είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες-αν όχι ο σημαντικότερος-της Λογοτεχνικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Στο χρονικό διάστημα τριάντα χρόνων (1925-1955), αν και οι πνευματικές του αναζητήσεις και τα ενδιαφέροντα και οι συγγραφικές του καταθέσεις είχαν αρχίσει από το 1920, σε μικρή ηλικία, ο Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης δεν έπαψε να δημιουργεί, να ερευνά και να γράφει ακατάπαυστα. Στο μελέτημά του «Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» δοκίμια, εκδόσεις ΄Ίκαρος1955, σελίδες 126, δραχμές 400, που στάθηκα παλαιότερα τυχερός και κατόρθωσα και αγόρασα, οι σελίδες 123 έως 125 αναγράφουν το πλήθος των εργασιών του.
-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ, Σε βιβλία 3. 1.Εισαγωγή στην αρχαία Ελληνική τραγωδία 1935. 2.Διονύσιος Σολωμός 1947. 3.Το κλέφτικο τραγούδι και η αρχαϊκή τέχνη 1952.
ΙΙ. ΜΙΚΡΟΤΕΡΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ Σε περιοδικά σύνολο 14 μελετήματα στα περιοδικά Μακεδονικές Ημέρες, Κυπριακά Γράμματα, Νέα Εστία, Ποιητική Τέχνη, Νέα Πορεία κλπ., για τις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου, τον Φώτο Πολίτη, τον Απόστολο Μελαχρινό, τον Λορέντζο Μαβίλη, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τον Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους.
ΙΙΙ. ΔΟΚΙΜΙΑ Σε βιβλία 7. Μεταξύ άλλων πρόλογοι στις μεταφράσεις των τραγωδιών του Ευριπίδη, Βάκχες και Τρωάδες 1954. Το κλασικό και το ρομαντικό 1938. Τί είναι λογοτεχνία 1947. Επιστήμη και λογοτεχνική κριτική 1947.
Δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες, όπως την Νέα Εστία της 15/9/1954 για τον Κινηματογράφο. Ή την Ρομαντική ειρωνεία της 1/6/1949. Για το Χρονογράφημα στο Μακεδονικό Ημερολόγιο 1947 κ.ά.
IV. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ-Σε βιβλία. Η πεζογραφία των νέων (1929-1933).
Σε περιοδικά 7 αναλύσεις: για τον Κρητικό του Διονυσίου Σολωμού στα νεοελληνικά Γράμματα του 1937. Για τον Δωδεκάλογο του Γύφτου στην Νέα Εστία 1/3/1948, και για την Φοινικιά στην Φιλολογική Πρωτοχρονιά του 1950.
V. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ  σε περιοδικά και εφημερίδες, σύνολο 14. Δες Ο Ψυχάρης και ο συγχρονισμός του πολιτισμού μας, στην Νέα Εστία 1/5/1953. Αποστολάκης και Σολωμός στις Μακεδονικές Ημέρες του 1954. Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Ποιητική Τέχνη 1/2/1949 Το παραμυθένιο Ημερολόγιο στους Ορίζοντες του 1944 κ. ά. 
VI  ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ. Εννέα. Νεοελληνικό και Ευρωπαϊκό πνεύμα στο περιοδικό Ο Αιώνας μας  του1950. Η αρετή της κακίας στο περιοδικό Πνευματική Ζωή 15/5/1953 κ. ά.
Τέλος, Βιβλιοκρισίες σε περιοδικά και εφημερίδες την περίοδο 1932 έως 1954, σύνολο 350,και σε, Ραδιοφωνικές εκπομπές του το διάστημα 1951-1954, σύνολο 310
     Όπως διαπιστώνουμε ο Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης υπήρξε ένας ακάματος εργάτης της ελληνικής γραμματείας, ένας συνεπής και ακούραστος φιλόλογος και κριτικός της ελληνικής λογοτεχνίας, ένας ακοίμητος φρουρός των ελληνικών γραμμάτων. Το 1962, δύο σχεδόν χρόνια πριν φύγει για το αιώνιο ταξίδι, κυκλοφόρησαν τέσσερεις τίτλοι βιβλίων του, μεταξύ αυτών και «Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ». Το μελέτημά του αυτό επανεκδόθηκε τον Απρίλιο του 1994 από τις εκδόσεις Αστρολάβος/ Ευθύνη. Ένα ενδιαφέρον μελέτημα στο οποίο ο Σπανδωνίδης εκφέρει τις απόψεις του, ξεδιπλώνει τις σκέψεις του για το τι θεωρεί ότι είναι Η μακραίωνη αυτή Ελληνικότητα, αυτή που έμεινε ζωντανή χιλιάδες χρόνια και ποιες ουσιώδεις διαφοροποιήσεις υπέστει μέσα στον ιστορικό χρόνο και τις εθνικές μας αναγκαιότητες όπως αυτές εκφράστηκαν στην πορεία του ελληνισμού. Ενώ δύο χρόνια νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1992 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και την σειρά URSA MINOR/ ΕΥΘΥΝΗ, σαν τέταρτος τόμος της σειράς, κυκλοφόρησε ο τόμος Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ Σ. ΣΠΑΝΔΩΝΙΔΗ. Που περιλαμβάνει την Απολογία του, Μελετήματα άλλων για την παρουσία και το έργο του, Κριτικά Κείμενα για βιβλία του και Κείμενα Επιμνημόσυνα. Ο Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης το 1961 βραβεύτηκε με τον Α΄ Κρατικό Βραβείο δοκιμίου. Ο Σπανδωνίδης όμως, δεν υπήρξε μόνον ένας καλός φιλόλογος και κριτικός, που δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Τιτ Μπιτς χρονογραφήματα ή άρθρα αλλά έλαβε μέρος τόσο στους Βαλκανικούς πολέμους όσο και στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Όπως βλέπουμε ήταν ένα πολυσχιδές άτομο, με πάντα άγρυπνα τα μάτια της εθνικής του συνείδησης.
      Σα κριτικός και αναλυτής, ο Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, ασχολήθηκε δύο μόνο φορές με το έργο του Κωστή Παλαμά. Την πρώτη φορά έγινε τον Μάρτη του 1948 στο περιοδικό Νέα Εστία ενώ δύο χρόνια αργότερα, δημοσιεύει την ανάλυση του ποιήματος ΦΟΙΝΙΚΙΑ στον τόμο της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς. Ο Σπανδωνίδης, ενώ αναγνωρίζει τους εσωτερικούς αρμούς της σύνθεσης, κατανοεί την σχεδιαστική πλοκή του ποιητή Κωστή Παλαμά, στις ακροτελεύτιες κρίσεις του δεν μιλά θετικά για την τελική προσπάθεια και στόχο του Παλαμά. Μας λέγει ότι περισσότερο από «ένας ποιητής του Κοσμικού νοήματος και ακόμα περισσότερο από ποιητής εξομολογητικός… είναι ένας ψάλτης , ένας υμνωδός προσώπων και καταστάσεων». Ο Σπανδωνίδης στέκεται σε άλλε συνθέσεις του Παλαμά που κατά την κρίση του εκφράζουν καλύτερα τα ποιητικά του νοήματα και τις σκέψεις και ιδέες του γεραρού Παλαμά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ποιητικοί προσδιορισμοί του Σπανδωνίδη για ξένους ρομαντικούς όπως ο γερμανός Νοβάλις ή ο αμερικανός Πόε κλπ. Αλλά εύστοχες είναι και οι άλλες θέσεις που εκφράζει για άλλα έργα του Παλαμά. Σίγουρα αναγνωρίζουμε κοινούς δρόμους εξέτασης με αυτές του Λέανδρου Κ. Παλαμά, που συνάγουν διαφορετικά συμπεράσματα. Είναι θα έλεγα μάλλον, μια διαφορετική ματιά του έργου, μια άλλη προσέγγιση, μια αποστασιοποιημένη ανάλυση ενός φιλολόγου και κατά βάση σοβαρού και εξακολουθητικού κριτικού. Είναι η ματιά ενός εκπαιδευτικού που διαπαιδαγωγεί ποιητικά μαθητές και όχι τόσο η ματιά ενός ποιητή που θα δώσει μία διάλεξη για το ποίημα αυτό.
Ενδιαφέρουσα ακόμα και σήμερα και επίκαιρη νομίζω είναι, και η εν ήδη ερώτησης αρχή της μικρής αυτής ανάλυσης, σχετικά με το θέμα της εργασίας του και ενώ κάνει έναν ολόκληρο κύκλο μιλώντας μας και αναλύοντάς μας την ποιητική αυτή σύνθεση του Κωστή Παλαμά, στο τέλος αφήνει ανοιχτό το ερώτημα της εργασίας και έρευνάς του. Η ερώτησή του και η διαπίστωσή του: «Η μελέτη μας δεν τέλειωσε. Πώς να τελειώσει η μελέτη μας; Θεωρώ ότι αφήνοντας το ερώτημα ανοιχτό είναι σαν να συνεχίζεται η εξέταση και ανάλυση του ποιήματος από εμάς, στον χρόνο. Και μάλλον έτσι πρέπει να συμβαίνει, ο Πέτρος Π. Σπανδωνίδης, παρά τις ατομικές του ενστάσεις και αποδοχή της ΦΟΙΝΙΚΙΑΣ, «διείδε» την εξέλιξή της στα επόμενα χρόνια και την αποδοχή της από νεότερους έλληνες ποιητές και δημιουργούς. Γιατί, τι άλλο μπορεί να σημαίνει η επανακυκλοφορία του έργου αυτού του Παλαμά στις μέρες μας από τις νεότερες μοντέρνες γενιές των ελλήνων ποιητών; Παρά στο ότι ο Παλαμικός στίχος εξακολουθεί να μας συγκινεί, να μας θέλγει, και να διαβάζεται.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 22 Μαϊου 2020
ΥΓ. «Βγαίνουμε μωρό μου βγαίνουμε μέσα από το τούνελ» για να μπούμε ξανά το Φθινόπωρο;           
                        













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου