Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Ένας λησμονημένος πρόδρομος του ελληνικού υπερρεαλισμού Θεόδωρος Ντόρρος


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΤΟΡΡΟΣ

ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΟΡΓΟΣ-ΑΘΗΝΑ 1981, Τρίτη έκδοση
Σελίδες 56, διαστάσεις 14,5Χ 21, τιμή 140 δραχμές
πρώτη έκδοση, Παρίσι 1930. Δεύτερη, Παρίσι 1931.
Εξώφυλλο: Rene Magritte. «Απειλητικός καιρός», 1928. (21,25 Χ 28,75), Ιδιωτική συλλογή, Λονδίνο.
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΝΤΟΡΡΟΥ ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1981 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ «ΕΚΗΒΟΛΟΥ» ΜΕ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΜΕΛΕΙΑ ΜΑΝΟΥ ΤΑΞΙΔΗ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΑΜΟΡΓΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΔΑΦΝΗ 15, ΝΕΟ ΨΥΧΙΚΟ.
       ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΡΑΚΙ ενός ερασιτέχνη εκδότη, φανατικού για γράμματα, ξαναβγαίνει ύστερα από πενήντα χρόνια- πώς πέρασεν η ώρα- αυτό το παράξενο, για την Ελλάδα του 1930, βιβλίο, με τον ακατανόητο τίτλο και τα κόμη πιό ακατανόητα ποιήματα, ενός πρωτάκουστου και αγνώστου συγγραφέα. Γιατί κανείς δεν ήξερε στη μικρή, ακίνδυνη και αλληλογνωριζόμενη, συντεχνία των Αθηναίων λογίων (πού μέσα σε ένα αδιάφορο περιβάλλον και σε γωνίες καφενείων αγωνιζόταν να υπάρξει, να ξεφύγει από την αφάνεια και να επιβιώσει) αυτόν τον Θεόδωρο Ντόρρο- όνομα; ψευδώνυμο;- πού, καταπώς έδειχναν τα σημάδια, ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη, έγραφε τόσα αλλιώτικα-να τα πείς; ποιήματα, τύπωνε το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστελνε δωρεάν σε όποιον το ζητούσε, σαν να ήθελε έτσι να εισχωρήσει απρόσκλητος στη λογοτεχνική μας αγορά.
     Αλλά γιατί να ξιπαστούν οι φτωχοί μέν και ασάλευτοι Αθηναίοι λόγιοι (πού πλήν όμως ήξεραν τι συνέβαινε εκεί στα ένδοξα Παρίσια), από τη συγκεκριμένη δουλειά αυτού του, αγνώστων στοιχείων, προσώπου; Στη μέση της τελευταίας τετραετίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και στην ακμή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όταν ένας κοσμοπολίτης ψυχίατρος-γνωστό εξ ακοής φρούτο ο όρος όπως, και από χιαστές αναγνώσεις- αποφάσιζε ότι χρεοκόπησε η ποίηση, ένας ποιητής και κριτικός-από τους νέους’ αναγνωρισμένος ήδη και ανερχόμενος- επιχειρούσε να την υπερασπιστεί με τον καλό και πλούσιο θεωρητικό οπλισμό του’ τα ρεύματα της διεθνούς πιάτσας τα ήξερε καλά, και κράτησε-με όλο το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής- απορριπτική στάση απέναντι σε μία καινοφανή τάση, τον υπερπραγματισμό. Έτσι απέδιδε το γαλλικό surrealisme, πού ένα χρόνο αργότερα, ένας νέος μελετητής (δέκα χρόνια νεότερος από αυτόν- πού μόλις είχε συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια), ο Δημ. Μεντζέλος, το μετάφραζε: υπερρεαλισμό, απόδοση που θα δεχτούν μετέπειτα όλοι οι Έλληνες οπαδοί και συμπαθούντες του κινήματος.
     Μολονότι κάποια λιγοστά φαινόμενα έδειχναν ότι κάτι αργοσάλευε τα τελματωμένα νερά της ελληνικής ποίησης, η υποδοχή του βιβλίου του Θ. Ντόρρου από τους τότε στο προσκήνιο ποιητές και κριτικούς στάθηκε αρνητική, και αυτή την αρνητική κρίση θα τη διατηρήσουν και πολύ αργότερα. (Να ήταν άραγε η πρώτη κρίση του ορθή; Ή έμειναν υπόδουλοι της αρχικής τους κρίσης;) Απρόθυμο φαίνεται να στάθηκε και το μικρό αναγνωστικό κοινό, πού βρίσκεται, επίσης, γύρω από τα βιβλία και πού οι κρίσεις του κάποτε ανεβαίνουν στην επιφάνεια. (Ελπίζω να μη φανεί παράδοξο αν ισχυριστώ ότι η μοίρα των βιβλίων καθορίζεται  μάλλον από τις αφανείς κρίσεις αυτού του μικρού κοινού παρά από τις εμφανισμένες κάποιων επιφανών.
     Η απόρριψη ενός βιβλίου στην εποχή του δεν αποτελεί συχνά κριτήριο οριστικής του τοποθέτησης. Το έχομε δει. Ωστόσο μια κρίση πολλά μπορεί να σημαίνει και για το αντικείμενό της και για τους κριτές του, αλλά δεν είναι το θέμα αυτής της στιγμής. Πενήντα χρόνια αργότερα, η επανέκδοση ενός βιβλίου συναντά ένα άλλο αναγνωστικό κοινό που έχει πίσω του, εκτός από το βιβλίο του Θ. Ντόρρου, και όσα άλλα ποιητικά βιβλία κυκλοφόρησαν ενδιάμεσα στην πενηνταετία και διαμόρφωσαν τα σημερινά του αισθητικά γούστα. Αλλιώς συνεπώς θα διαβάσει αυτά τα ποιήματα και ας περιμένουμε πώς θα αντιδράσει.
     Στο μεταξύ μπορούμε να δούμε λίγα θέματα από όσα ανάγονται στην εποχή του. Δεν ξέρω αν θα χαρακτηρίσουμε τον Θ. Ντόρρο  ως πρώτο Έλληνα μοντέρνο ποιητή. Για να το υποστηρίξομε πρέπει να έχομε συνεννοηθεί τί θα ορίσομε ως μοντερνισμό στην ποίηση, πράγμα λίγο ή πολύ δύσκολο. Όμως νομίζω ότι θα συμφωνήσομε πώς ένας βασικός όρος πού διαστέλλει την παραδοσιακή τέχνη γενικά από τη μοντέρνα (πρωτοποριακή και μοντέρνα στις αρχές του αιώνα) είναι η εκφραστική ελευθερία με όλες τις σημασίες πού συνεπάγεται αυτή η έκφραση. Το πιο άμεσα αντιληπτό στοιχείο αυτής της ελευθερίας στην ποίηση- κοινός τόπος σε όλες τις τάσεις, σχολές, κινήματα- είναι ο ελεύθερος στίχος, ως άρνηση υποταγής στην παραδοσιακή μετρική, πού όμως μέσα στην ελευθερία του συντηρεί το στοιχείο της ευφωνίας, δηλαδή η εκφορά του στίχου να αρθρώνεται ομαλά.
     Ωστόσο την εκφραστική ελευθερία πρέπει να την εννοήσομε ως ένα σύνολο πού το συγκροτούν πολλοί παράγοντες, πού όλοι τους εμπνέονται από το πνεύμα της ανυπακοής στους παλιούς κανόνες, είτε αυτοί είναι γραμματικοί, συντακτικοί και γενικά εκφραστικοί, είτε αφορούν στις υλικές υποδομές του ποιήματος’ το μύθο του και το μήνυμά του. Αλλά και εδώ πάλι θα συναντήσομε ένα φράχτη, που μόνο μερικά αρχικά υπερρεαλιστικά γραπτά τον διάβηκαν (όχι ατιμώρητα): Ο ποιητικός λόγος να λειτουργεί, από κάποιο στάδιο προσέγγισής του και με κάποιες φανερές ή αφανέρωτες προϋποθέσεις, ως επικοινωνιακός λόγος.
     Αν όλα αυτά αληθεύουν, όταν ξέρομε τί γραφόταν γύρω στο 1930 στα διάφορα ευρωπαϊκά κέντρα και διαβάζομε τα ποιήματα του Θεόδωρου Ντόρρου, αντιλαμβανόμαστε ότι ο άνθρωπος ήταν καλά πληροφορημένος για τα ποιητικά ρεύματα του καιρού του. Η έλλειψη στοιχείων βιογραφικών για τον συγγραφέα, σε συνδυασμό με τα εκφραστικά αποτελέσματα των ποιημάτων του και η απουσία μιάς συνέχειάς τους πού θα μας καθόριζε μιά πορεία, δεν μας διευκολύνουν να ζυγίσομε ποιό από τα δύο πόδια του ποιητή (το ένα στο Παρίσι το άλλο στη Νέα Υόρκη) πάταγε πιο σταθερά. Αν δηλαδή τον επηρέαζε η ποίηση πού γραφόταν στο Παρίσι, από τους surrealists, ή η ποίηση που έγραφαν οι αμερικανοί Πάουντ, Έλιοτ. Ωστόσο ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό γνώρισμα μας επιτρέπει να προχωρήσομε ως κάποιο σημείο τη διερεύνηση. Το ένα: η άφθονη παρουσία σημείων στίξεως, πού είχαν απορρίψει οι υπερρεαλιστές. Το άλλο: τα ποιήματα έχουν μιά σχετικά εμφανή λογική κατάστρωση’ το αμφίσημο έρχεται από ένα δεύτερο στρώμα, κοινό ζητούμενο κάθε ποιητικής ευστοχίας και απόδοσης.
     Τα σημάδια δεν είναι αποφασιστικά, αν υπολογίσομε ότι μέσα από κάθε τάση βγαίνουν και οι αιρέσεις της. Και αφού δεν έχομε την πρόθεση του Θ. Ντόρρου να θέλει να βρίσκεται ή να μη βρίσκεται μέσα στο κίνημα του υπερρεαλισμού, θα μείνομε στην απορία μας για το πού σκόπευε ο συγγραφέας. Ωστόσο εκείνο που πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι ήθελε και αυτό που καταλαβαίνομε μελετώντας, είναι πώς η συλλογή Στου Γλιτωμού το χάζι περιέχει ποιήματα πρωτοποριακά και μοντέρνα για την εποχή της και ότι ο Θεόδωρος Ντόρρος πρέπει συνειδητά να προσπάθησε να γράψει νεωτερική ποίηση.
                Νέο Ψυχικό, 19-20.1,1981.     ΑΛΕΞ. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, σ. 5-8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Είμαστε τα ζωντανά του γλιτωμού
σε ξένες θετικότητες.
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ’ την υγεία ως την αρώστια.
Πιό άνθρωποι,
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.
Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε
στιγμές κι αιωνιότητες.
Δεν ειν’ αυτά πού θα ‘λεγα,
ούτε και κείνα πού τα φέραν. σ.11  
ΚΑΜΙΑ ΦΩΝΗ
Δε με χωρούν οι τόποι σας.
Ούτ’ οι χάρες σας ούτ’ ο πόνος μου.
Δέν είναι δυνατό μου να ζώ κάθε στιγμή ο ίδιος σας.

Σας θάβω και με θάβετε.
Κι η ασχημιά του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το θάνατο.
Κουβέντες μόνο
απ’ τα ψηλώματα του νού.
Τέτοιες, που σβήνουν κάθε «πιό αληθινό»
με στεναγμούς υπομονής,
και μ’ ομορφιές ελπίδας του αδύνατου.

Πάντα το άγνωστο, η μοίρα και το μέλλον.

Με διώχνει από παντού ο ξαφνιασμός μου:
Γιατί, δε φώναξα μονάχος, δυνατά, ποτές μου.
Και σε κανένα μπρός.
Κι ούτε ποτές μου θα φωνάξω,
σάν τρελός,
με φλέβες φουσκωμένες.
Κι άλλος κανείς.
και πού παγώνει κάθε ψέμα ζεστασιάς,
ακόμα δεν ακούστηκε.
Μόνο να πει:
«Σταθείτε και σωπάστε.
Ξεχάστε τις αντίζωες του πίθηκου αξίες.
Πάψτε ζητώντας τα μεγάλα της ζωής
και τα δικά σας
στών αλλονών το μικρανθρώπισμα,
στις κυριότητες του νυσταγμού σας.
Γινείτε λίγοι.

Πολύ λίγοι για να ‘στε ζωντανοί».

Κεί που ‘στε μαζεμένοι, η ανθρωπιά ντροπή.
Και βάρβαρη η δική μου
όταν μού λείπει η συφορά σας.

Δε με χωρούν οι τόποι σας. Δεν ξέρω πού να ζήσω., σ.14.   
ΠΟΙΗΜΑ
Εκείνα τα μηνύματα
ολόισα απ’ το κάπου
πού δε θα το γνωρίσουμε ποτές.

Απλώνουμε το κάτι πού μάς μένει,
-τό πιό μεγάλο απ’ τη ζωή μας-
σ’ όλους τους πόνους, στις χαρές. Των αλλονών.
Π’ ούτε γι’ αυτούς σταθήκαν.
Μηνύματα.
Αρχή τους ξεχασμένη.
Πιο ζωντανά και πιό ανύπαρχτα απ’ το τέλος.
Έξω από νόμο κίνησης.
Το μόνο μας μεθύσι.

Συνέπαρμα,
γλυκύτερο απ’ τους καταδικούς μας.

Καμιά τους θύμηση, σαν, φεύγοντας,
πετάνε την ψυχή μας
πετάνε και το νου
μέσα στο σώμα το δικό μας.
Και δεν θα μας ξανάρθουν.
Μιλάνε μιά φορά.
Η ηδονή τους δίχως χρόνο και συνέχειες.
Μηνύματα.
Αλλού., σ.15   
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ
Όλα καινούργια,
τόσο, πού θα ‘ρθει κάτι κι άλλο
πιό καινούργιο κι απ’ αυτά.

Τά φύλλα φρεσκοπράσινα, μιλάγανε πιό νοητά
από ανθρώπους διαβασμένους.

Προσπέρασα ένα γέρο.
Κατέβαζε σκουπίδια σε υπόγειο.
Δέ φύσηξαν γι’ αυτόνε.

Κατέβαινε βαριά μές στο σκοτάδι., σ.16
ΤΟ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΑΖΙ, σ.17-19
Κανένας πόθος δε θα ‘μενε δικός σου
μέσα στη γλύκα τη νεόφερτη του ανέμου., σ17
………………..
Μπροστά στον ήλιο δε ζωντανεύουν όνειρα., σ. 18
………….
Ξεφωνημένος σαρκασμός, σ.19
Τό πιό μεγάλο χάζι
Έτσι ξαλάφρωνα απ’ την επίσημη μιζέρια
πού ‘χαν ως τότε, καθεμέρα,
όλα τους μπροστά μου.
Ήθελα να φωνάξω μ’ άγρια χαρά.
Άς μέναν έτσι,
όλα,
σ’ αυτό τον κίνδυνο.
Μά ήρθε η μπόρα.
Όλα κυλίστηκαν στα πίσω.
Και γώ θα πήγαινα να βρώ τον πιό καλό μου φίλο., σ.20  
Η ΜΟΝΗ ΜΕΡΑ
Ντυμένη η χαρά της Κυριακής,
βαραίνει με τελειώματα,
θυμίζει στερημένους.,
……………..
Η κατοχή μας απλωμένη και σ’ εκείνα πού φοβόμαστε.
………….
Γλυκά ξεκουρασμένοι μές στον εαυτό μας.
Ποτέ δεν ήταν σκλαβωμένος.
Όμορφα ψέματα.
Αθώα γελασμένοι σ’ ένα φύσημα ζωής.
Αρέσει.

Το Σάββατο, η μόνη μέρα
πού με γλύκα ξεμακραίνει τη ζωή μας., σ. 21
ΔΥΟ ΧΑΔΙΑ, σ.22
ΠΑΛΑΙΪΚΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ
Ψωμιού κομμάτι
κι ένα κορμί
απάνω τους τραβούνε την ντροπή μου,
-αυτή το μόνο μου ‘μεινε-
το πιό αληθινό.
Και μάτια, σε στιγμές πού ξεμακραίνουν, τεντωμένα.
Με τελετή νεκρώσιμη
δίνουν ζωή στους τοίχους
και μαρτυρούν επίσημα οι σκελετοί του πόνου:
τραπέζι και καρέκλα.

Σαν κρεμασμένες γέρικες ψυχές
θα προστατεύουν οι κουρτίνες
το κλάμα πού θα γίνετ’ εδώ μέσα,
για κάποιο θάνατο,
για πάντα.
Ανάλλαχτα θα μείνουν όλα
γιατ’ είν’ ο πόνος τους ατέλειωτος.

Ούτ’ ένα τρίξιμο πιό ξυπνητής ζωής δε θα ταράξει
το κλάμα του θανάτου της ψυχής μου. σ.23 

                    ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
     Ι
ΣΤΗΝ ΚΑΘΕ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ, σ.27
     ΙΙ
ΚΡΕΑΤΙΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ, σ.28-29
Τα μάτια δείχνουνε πολύ τη φυλαγμένη θέληση
πού αναπαύεται στο ζεσταμένο το κορμί,
ολοκάθαρα.
Γιά κάτι έτοιμη., σ.28
     ΙΙΙ
ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΗ, σ.30
     IV
ΞΕΜΟΥΔΙΑΣΜΑ, σ.31
     V
ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ- ….ΚΑΝΤΑΔΑ, σ.32
     VI
ΠΟΛΛΟΙ ΚΟΖΑΚΟΙ, σ.33
……………
Λαθεύεται η ψυχή μου.
Κι άς ήταν τόσο ζωντανή σ’ αυτό της το αντάμωμα.
ΤΑ ΓΕΝΟΜΕΝΑ, σ.34-35
………………………..
θρονιασμένη η ασχήμια πονηρεμένης βαρβαρότητας.
………………………………….
Μεγαλωμένος σήμερα. Μ’ ό,τι μού δόθηκ’ απ’ τη
φύση κι απόμειν’ απ’ των άλλωνε τα κέφια.

Δε σέρνουμαι απ’ τους αιώνες πίσω μου,
τούς κρατημένους στα μουσεία, στα ερείπια,
και πού ακούω να μου λένε ότι τρέχουνε ακόμα
μες στο αίμα μου.
Ούτε τραβιέμαι άθελα μές στο σκοτάδι
κείνων που θα ρθούνε…

Οι λίγοι που κρατιώνται ζωντανοί
μονάχα
για ένα έπειτα καλύτερο της ράτσας μας, μισούν
τα φίλτρα που κολλούν στα γινόμενα τη ζωή μας,
σαν το παιδί στής μάνας την ποδιά.

Η όρεξη για δράση
πρωτοφανέρωμα ζωής,
της μόνης,
σαρκωμένης,
πάντα καινούριας
-όπως είναι-
μπρός στη γδυτή ψυχή μας
και στη τέτοια γνώση μόνο
πού μπορεί να στέκετ’ εκεί μπρός.      
 ΠΟΙΑ ΩΡΑ
[8, πρωί]
Σ’ ανοίγματα φωταδερά οι πρωινές ελπίδες
ξεχνάνε τους θανάτους.
Κανένας πεθαμός των γελασμένων.
Και γίνεται το δούλεμα της δράσης.
Όλα βαλμένα στους ορίζοντες πού κάνουμε μαζί της,
κοντά μας κρατημένους., σ.36
[Μεσημέρι]
Κοπάδι. Μαζεμένοι για την ανάγκη του φαγιού.
Τα μάτια διψασμένα
κοιτάζουν τις αξίες τους κατάμουτρα,
και τις σκεπάζουν με την τέχνη τους
να μη φανούνε τιποτένιες.
Μά έτσι δείχνεται πιό άσχημη του ζώου η αλήθεια.
Θα ‘ταν καλύτερα ολόγυμνοι.
Κάποιος νομίζει: Είμαι.
Και τρέμει στο γκαρσόνι,
σάν τον πρωτόπειρο πελάτη ενός σπιτιού…
Είναι μονάχος και  δεν είχε πιεί ορεκτικό.
Το σώμα του, τα μέταλλα, τα μάτια τους, τα πιάτα,
λένε πώς ούτε κανείς τους, ούτ’ αυτός
εζήσανε ποτέ τους πρωινά.

Όλοι οι θάνατοι πιθανοί., σ.37 
[2 μ.μ.]
Ξεμυτισμένη από παντού η άθελη δουλειά.
Σά να την πρωτοβλέπει.
Είναι γεμάτη η πόλη. Και πιο πολύ.
Οι πεθαμένοι απλώνουνε το βρώμικο κουρέλιασμα.
Τρομάρες.
Κανείς δεν τους παλεύει.
Μονάχα κάτι πονηριές,
κι αυτές σακατεμένες.
Ό,τι κι αν γίνεται, σα γέλιο βιασμένο.

Είν’ ο χορός της ξεγδυμένης ασχημιάς
μέσα στην τόση νέκρα την κινούμενη.

Κανένα μέρος να κρυφτεί. , σ.38
[6 μ.μ.]
Θα βγούνε.
Πάντα σίγουρα.
Όλες οι μάχες σταματάνε.
Λευτερωμένες ξεπετιώνται,
κάθε μιά, αφόβιστες, κι αρχίζουν να μιλάνε.
Ειν’ οι ψυχές του δειλινού.

Και λίγο λίγο ανάβουνε στο φούντωμα του γέλιου.
Στού πόνου το καμίνι.

Κοντά τους όλοι οι πεθαμένοι., σ.39
[8, Βράδυ]
Ειν’ οι μικρές ψυχές.
Σαν τις πρωτόβγαλτες κοπέλες.
Τους δίνουνε οι θάνατοι στολίδια πού αστράφτουνε
κάτω απ’ το φως της νύχτας.
Παραδομένες σέρνονται..

Σωριάζονται απ’ την τύφλωση της κούρασης.

Χάνοντ’ οι θάνατοι, κι αυτές., σ.40
[3, πρωί]
Γιατ’ είν’η ώρα πού θα βγούνε οι μεγάλες οι ζωές,
οι άγνωστες.
Αυτές που καρτερούν αμίλητες τον ερχομό του ήλιου.
Αυτές δε γνώριζαν ψυχές, ούτε θανάτους.
Μαζί τους όποιος έμεινε μιά μόνη του φορά,
δέν ξέρει έπειτα πότε να θέλει τη ζωή του,
ανάμεσα στους άλλους,

ποιά ώρα  να  μήν  είναι., σ.41
ΞΕΝΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ
       Το ξαναγύρισμα στις περασμένες μας ζωές,
       κείνες πού ήταν, καθεμιά,
       φυγή από τις άφταστες που μας προσμένουν.

Νόμιζ’ εκείνη πώς τον είχε βρεί τον άντρα της ζωής
της. Της ταίριαζε. Τον ήξερ’ ως το βάθος της
αλήθειας… όπως τον ίδιο εαυτό της πού πρωτοβρήκε
στην αγάπη του
και σώθηκε απ’ το λάθος που την έσερνε στα ξένα…

Και ‘κεινος στήριξε το τρέκλισμα της νιότης του
στό δόσιμό του αυτό πού τον εζάλισε πιό δυνατά
απ’ όλα τα γυρέματα
-δεμένα στις ορμές τις σκλαβωμένες…
Μάθηση, χρήμα, σπίτι.
Έτσι δεχόταν κείνα που του δώσανε.
Κάποτε, πιά αργά, θα ‘βρισκε τ’ άλλα.
Κι ήταν τρελά μεγάλος έρωτας.

Ξαναμίλησαν ύστερ’ από χρόνια.
Κείνη είχε τώρα πιό δικά της «ξένα»
Παιδιά και φτώχεια.
Κείνος είχε φτασμένα τα «δικά» του.

Κι οι δυό τους ντροπιασμένοι.
Σαν ν’ άκουγαν κουβέντες πεθαμένων
πού φλυαρούνε μοχθηρά, να δείξουν:
είναι ίδιος τους-σαν πάντα- ο τωρινός μας εαυτός.

       Πιό πολύ, δε μ’ αγριεύει τίποτα
       γιά της ζωής μου τη συνέχεια., σ.42-43
ΨΑΛΙΔΙ ΚΑΙ ΡΟΛΟΪ, σ.44
Το αφησμένο πέσιμο του ψαλιδιού
απάνω στο τραπέζι
πού ‘ν η γυαλάδα του σαν όψη φωτισμένη από θυσίες,
………………………………………
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΟΛΑ, σ.45-47
Ξεχείλισμα Κυριακάτικης περιττότητας.
Αυτήνε μόνο βλέπεις.
Χυμένη στη φύση
τυλίγει την κάθε ακτίδα του ήλιου.
Μέσα στις φλέβες μου όλες,
ώς έξω στις πιό μου κυρίαρχες σκέψεις.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι., σ.45
…………………………
Τα πρόσωπα όλα γνώριμα, αδιάφορα.
Σαν τον εαυτό σου.
Τις άλλες μέρες μακριά, σήμερα ξένος.
Κι αυτοί έχουν αφήσει κάπου ό,τι δικό τους.
Κουνιώνται ολόγυρά σου,
τόσο ίδιοι,
τόσο άχρηστα διαφορετικοί.
Παιχνίδια που ξεφύγανε,
ανάμεσα σε τόσα άψυχα.
Ασύντριφτα.
Μπορώ να τους κοιτάζω άφοβα,
κι άς μας χωρίζει όλους μας κατάβαθα
πανάρχαιος δεσμός χυδαίας πάλης.
Κάποιοι μου κάνουνε για λίγο συντροφιά
με τις δικές μου τις ψευτιές πού βάζω μέσα τους.
Μά όλο τους αφήνω.
Μακριά τους,
σε μιά ξεχωρισιά.

Σβήνεται κάθε νόημα,

κι οι κόσμοι που ‘λαμψαν ποτέ στο μοναχό ξαστέρωμα.

Μά κι έτσι μαζί σου σά βρεθείς,
χαμένος τότε πιό πολύ.
Και πιά μονάχα κρατημένος
απ’ του χαμού την ομορφιά.

Αρχίζει τ’ όνειρο,
κείνο πού μέσα του ποτέ σου δε ρωτιέσαι:
γιατί είσ’ εκεί;
γιατί είναι όλα έτσι;
με το φόβο.
Ποτέ δε θα ξυπνήσεις. Τ’ όνειρό σου μονάχα θα σβήσει.
Δε θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς.
Συγκρίσεις δεν υπάρχουνε.
Κι ανακουφίζεσαι. Με υποψία.
Κι η τύψη πάλι εκεί,
γιά σένα, γιά τους άλλους, για το μεγάλο γύρω σου.
Στιγμές σου μένουνε στη ζάλη.

Χαρά.

Τ’ αγαπημένο σώμα σου σε καρτερεί
και σε μικραίνει τόσο,
σε χώνει ακαίριο μέσα του,
και βρίσκεις έτσι ποια θα σε σώσει συντροφιά…

Ακόμα μέσα στ’ όνειρο.

Στο δρόμο αρχίζουνε όλα.
Ανάμεσα στους περιπατητές., σ. 47.       
 ΒΡΑΔΙΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Είναι η ώρα πού ολονώνε η ζωή βαραίνει την ψυχή μου.

Στο πλαϊνό γιαπί ένας εργάτης στήθηκε
ανάμεσα σε δυό φωτάκια ολοκόκκινα.
Μόλις που βλέπει.
Και ξαναρχίζει  χτυπητό το πάφλασμα της λάσπης.
Και το σκάψιμο…. Να πάρει μέσα κάποιονε…

Ώρα πολύ.

Κουράστηκα, μαζί του…
Φεύγει κι αυτός μές στη βροχή,
σά να ‘φησε τον κόσμο ατέλειωτο.
Δε βλέπω πιά παρά το γέρο αντίκρυ,
ακίνητο στη θέση του.
Και μ’ όλα του τα όνειρα,
εκεί πού είναι ζεί,
σαν τον όποιον άνθρωπο,
σαν όλους τους απόψε.
Καθένας τη δική του τη ζωή,
εκεί πού είναι.
Κάπου. Κάπως.
Έτσι πεθαίνουν ολοένα.
Κι όλοι τους μαζί σα να μην το ‘νιωσαν ποτές,
όχι μονάχα ένας,
όλοι μαζί….

Λές κι έφταιξα. Φουντώνω από ντροπή.
Ένα περπάτημα.
Το κάθε βήμα, εγερτήριο,
πού θα τα ζωντανέψει όλα,
κι εμένανε θα σώσει.

Μά η συμπόνοια ξένη πάντα.
Δυνάμωσε και πέρασε αφήνοντας την πίκρα και το μίσος.

Αγριεμένα ψάχνουνε τα μάτια μου.

Άς πέρναγε τώρα ένα μονάχα ταξί.
Θα πρόφταινα να δω θαμπά στο μουσκεμένο φώς του…
Μ’ ακούω μακριά το βραχνιασμό του,
σαν ο δικός μου ο λαιμός να σφίγγεται μέσα στο χέρι
     του σωφέρ.
Μαζί με τη θυσία μου και το χαμό μου.
Μες στο σκοτάδι
πού ξανάσβησε το δρόμο τον απόμερο της πόλης,
κανένας άλλος ζωντανός.
Ολόγυρα στους τοίχους μαυρίζουν τα παράθυρα
σαν τάφοι σηκωμένοι όλοι μονομιάς.
Και μέσα τρυπωμένοι σκελετοί.
Κοντά τους είναι κι η ζωή, όπως κι αλλού,
ξαφνιάζει κάποιονε, και φεύγει,
τραβηγμένη από κάποια πονηράδα μεγαλύτερη.

Ξέχασαν όλοι πιά πώς τη ζητάνε.

Ολομόναχος, τρομάζω, νιώθοντας όλο μου τον όγκο,
και μπρός μου, αμίλητη την ύπαρξή μου, ολόρθη.
Αυτή πού είναι το κενό.
Γεμάτο φόβο.

Σά να μήν έχω ζήσει παρά τότε.

Οι θύμησές μου, αλλουνού.

Μά όχι. Ποτέ δεν έτυχε να είμαι γω σε κάποιο μέρος.
Είμαι παντού με όλους, και πιο πολύ παντού.

Θα φύγω αμέσως κι από δώ.
Να μή σταθώ ποτέ.
Σε ξένους ήλιους και δροσιές,
στού καθενός το στολισμένο τίποτα, καμαρωμένο,
να ξεπεράσω τη δική μου την ψευτιά.

Ούτε κι εκεί.

Στο δρόμο,
έξω,
περπατάτε.
Κοντά στο χώμα και στον ουρανό.
Πάντα πηγαίνετε. Ποτέ μη σταματάτε.
Κι εγώ ίσα γραμμή στο πλοίο το μικρό,
μονάχος με τον κίνδυνο
πού όλα αυτός τα βλέπει.
Στα κύματα, με τη μεγάλη τη ζωή. Ατέλειωτα.
Κάπου κεί και πιό μακριά. Δεν ξέρω.
Μακρύτερα απ’ όλους σας.
Πάντα ορθός, αλύγιστος,
ριγίζοντας στον άνεμο το σκοτεινό
πού θα παγώνει τα φλογισμένα μάτια μου,
τον τελευταίο πυρετό της σάρκας θα δροσίζει.
Όλο θα πηγαίνω, ίσαμε να πέσω – μια φορά.
Όχι πάντοτε, σαν όλους σας που ζείτε κάπου απόψε,
έτσι κάπως.

Λεφτερωμένος απ’ τη δική σας τη ζωή., σ.48-51.
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 18/5/2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου