ΤΑΚΗΣ
ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
Είπαν,
ότι ο Τάκης Παπατσώνης είναι ένας ερασιτέχνης, επειδή όντας ποιητής, δε θέλησε
να είναι και λιγώτερο επαρκής οικονομικός υπάλληλος. Όπως είπαν, ότι και ο Claudel ήταν
πολύ διπλωματικός υπάλληλος και στερεός αστός.
Αλλ’ ας τ’ αφήσουμε αυτά.
Η ποίηση
μας ενδιαφέρει για τον εαυτό της. Χαλαρώτατος στίχος, λόγος αστόλιστος, γλώσσα
μεικτική, ακατάστατη, με άφθονα στοιχεία καθαρεύουσας, και κακόηχες συμπλοκές
φθόγγων. Έλλειψη αισθήματος αρμονίας λυρικής. Μικρά δράματα προβάλλει,
σκηνοθεσίες, όπου ένας άνθρωπος κινείται με σημασία μέσα σ’ ένα περιστατικό.
Ποίηση της υπογραμμής, όπου αποδείχνουνται «σημασίες», με καβαφική περίσκεψη,-
ή απλώς, συγκεντρωμένη συνείδηση (όχι ξεδίπλωμα συναισθημάτων, συνοδευόμενων
από τοπία στρογγυλών στοχασμών, όπως στους ρομαντικούς). Μά η συνείδηση αυτή
βρίσκεται στην ώρα των «αναλογιών» της’ βγαίνει σαν αντίλαλος ενός στερεού
δεδομένου, της πίστης. Στερεού, γιατί τον ποιητή τον απασχολούν οι περιπέτειες
οι εξωτερικές της πίστης: εξωτερικές, γιατί η πίστη του είναι ακύμαντη, χωρίς
αμφιβολίες, πού ριπτάζουνται ώσπου να ησυχάσουν μέσα στην τελική βεβαιότητα.
Κρυφή παρουσία της θεότητας, ομολογία πλάνης, παρηγοριάς λίκνισμα, σύνδεσμος
φιλικός της ψυχής και των πραγμάτων είναι οι χυμοί, με τους οποίους καταγίνεται
η ποιητική του συνείδηση.
Είναι ο
Τ. Παπατσώνης ένας ποιητής θρησκευόμενος. Ένας άνθρωπος πολύ περίσκεπτος μέσα
στον προορισμό του. Νηφάλιος, σπάει τα κόκκαλα της ρητορείας, μαδάει της
ρητορείας τις πνοές, προτιμά να μιλά με τη σιωπή. Και μέσα στη μικρογράμματη
σιωπή του λόγου εγείρονται συχνά
κεφάλαια, σαν παρουσίες απίθανες-και όμως επιβαλλόμενες-πού ήρθαν και
εγκαθιδρύθηκαν εδώ από μιά άλλη άγνωστη πάντα ζωή.
Τελοσπάντων, ένας σκυμμένος άνθρωπος, που ακούει την ίδια του σκέψη σα
να ‘ρχεται από κάπου μακριά, και την καταγράφει. Καταγράφει τα στίγματα που
δέχεται, απλά, σ’ έναν λόγο συχνά ξηρό, αδιακόσμητο, καθόλου μετουσιωμένο σε
εικόνες, σε ρυθμούς, καθόλου διαπερνώμενο από μνήμες, ανταποκρίσεις, μύθους.
Γράφει σαν ένας σύγχρονος συναξαριστής, σαν ένας πιστός, πού του αρκεί η φλόγα
της κρυμμένης πίστης και η στάχτη του απλού λόγου πάνω της. Καθόλου φιλοσοφικός
ή μεταφυσικός, είναι ένας ταπεινός πιστός και το μόνο πάθος του, η μόνη του
έξαρση, είναι η πίστη. Κάποτε μόνο ξεσηκώνεται και συνθέτει ένα περιστατικό και
τότε μέσα στη σημασιοδοτική σιωπή της κίνησής του φανερώνεται ο ποιητής της
καβαφικής σκηνοθεσίας κ’ επιγραμματικότητας.
Σπανιώτατα, ο συναξαριστής αυτός καταλαμβάνεται από μιά διάθεση
μεθυγραφική. Αλλοιώς, οι λέξεις του αφήνουν πάντα ένα μεταλλικό βάρος, πού δεν
είναι θλίψη ή πόνος’ υπαινίσσουνται τις στιγμές μιάς ψυχής δομένης και πιστής,
πού, χωρίς να δείχνει, θρέφεται από φαιδρές πνοές, που έρχονται από Πέρα. Όμως
πιό συχνά απλώνει μυστικές ριπές μετάβασης από τον υλικό κόσμο στον άυλο και
πνευματικό, spirituel
(με
την καθολική και τη θρησκευτική σημασία), πάντοτε μακριά, από κάθε παγανιστική,
χαρούμενη αίσθηση της ζωής, πάντοτε μακριά από κάθε αντιχριστιανική καταραμένη
απόγνωση.
Στη σειρά
Ιστορήματα υπάρχει ένα περιστατικό,
όπου η πραγματικότητα κινείται όχι για τον εαυτό της, αλλά για να φανερώσει την
ψυχή ενός χριστιανού. Λειώνουν τα πράγματα και οι λέξεις μέσα στην ξεχωριστή spirituele ώρα. Ώρα ευδαιμονίας,
άρα ευλογημένη από την απούσα παρουσία ενός θεού, ντυμένη με λάμψη βαριά όσο η
αίσθηση αγιασμένων πραγμάτων. Τελείως προσωπική ώρα και τελείως ελεύθερο μάτι.
Ευτυχισμένη προσωπική στιγμή, που καλεί τα πράγματα με τ’ όνομά τους.
Τελευταία στη σειρά Ενιαυτός,
παρελαύνουν χριστιανικές γιορτές. Συναξάρια και σκέψεις και λέξεις πολύ
αγαπητές, ώρες όπου ένας άγγελος μυρώνει τα πάντα με τη λάμψη της ματιάς του.
Στις γιορτές του Ενιαυτού υπάρχει μιά απλότητα αξιαγάπητη, πού μάς εξοικειώνει
με ό,τι ανθρώπινο υπάρχει στις απροσπέλαστες μορφές των αγίων και των θεϊκών
προσώπων, όπως στους καλλιτέχνες πρίν από την Αναγέννηση, τον Giotto π.χ.
Πόσο ξένη
του είναι τώρα η «ελληνικότητα» σαν αίσθημα παγανιστικό δείχνει στο ποίημα Εν ώρα θερινή, όπου ο ποιητής περιπαίζει
ό,τι λέγεται ελληνικός ήλιος, απολλώνια αίγλη. Αντιστρατεύεται το κάλλος της
φύσης, γιατί βλέπει αυτός, έχει έναν τρόπο δικό του να βλέπει, ένα άυλο κάλλος,
που επιπροσθεί σ’ εκείνο της φύσης.
Τώρα
εφαρμόζεται η αισθητική προστακτική πού ακούεται σπάνια στην Ελλάδα: cose e non parole. Όχι λόγος «κεκαλλιεπημένος»,
ανθισμένος, όχι μαγεία του λόγου ή υποβλητική γοητεία, γιατί όλα αυτά τα μέσα
ξεγελούν και νομίζουμε απατηλά, ότι προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό, ενώ η ουσία
δεν έχει ανάγκη από κάλλος. Είναι η ίδια κάλλος, που πρέπει να μην αποκτήσει
πρόσχημα. Ευχαριστούμε τον ποιητή, πού μας προσφέρει την ομορφιά της ουσίας.
Ουσίες
για τον Παπατσώνη, δηλ. πραγματικότητες πού υπάρχουν για το πνεύμα, είναι όχι
μόνο τα προσφιλή αντικείμενα του υλικού κόσμου σαν αντικείμενα θρησκευτικής
ώρας, αλλά και οι αφηρημένες έννοιες, σαν παρουσίες ενός άλλου κόσμου, σύμβολα
που έρχονται να μαρτυρήσουν ό,τι είναι αόρατο.
Ο Παπατσώνης
είναι ποιητής του θρησκευτικού ρεαλισμού, ένας πιστός πού συλλογιέται την πίστη
του, ένας Jacopone da Todi, πού εννοεί το θεό, κάθε θεϊκό και
άγιο, ανθρώπινα. Έχει «προσωπική» αντίληψη της θρησκείας. Είναι ένας γνήσιος
ποιητής, διότι είναι ένας γνήσιος θρησκευόμενος.
Τέτοιος ο
Παπατσώνης, ακολουθεί ένα ιδιαίτερο είδος στιχουργίας: Στίχοι χωρίς ρίμα και
χωρίς μέτρο, ρυθμικές αναπνοές πού ανοιγοκλείουν από την ανάγκη του στήθους. Τα
σύμβολα στην ποίηση αυτή είναι καθαρά, τίποτε δύσληπτο όπως στους ποιητές πού
δεν απελευθερώνουν ολόκληρη τη σκέψη τους. Τα σύμβολά του κρύβουν ενώ σύγχρονα φανερώνουν
το υπερούσιο μαζί και το πιό ανθρώπινο.
Ο
Παπατσώνης εξέδωσε αργότερα μιά νέα ποιητική συλλογή με τον τίτλο Ursa minor,
ποιήματα λικνιστής μελαγχολίας, τοποθετημένα σ’ ένα κλίμα φανερού αισθητισμού,
όπου τα πράγματα υπάρχουν για να εκφρασθούν ωραία. Ο ποιητής βρέθηκε σε μιά
λησμονημένη γωνιά, που δεν είναι βέβαια η βαθειά γωνιά του εαυτού του. σελίδες
77-79.
--
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΧΙΙ. Στο ίδιο κλίμα κινείται ο ποιητής Γιάννης
Ρίτσος. Συμφωνικός είναι και ορχηστρικός. Σύμφωνα με την τεθειμένη αρχή να
μιλήσουμε για πρόσωπα και πράγματα, πού παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον,
παραλείπουμε τις τόσες ποιητικές συλλογές, πού ο ποιητής μας έδωκε, για να
σταματήσουμε ξεχωριστά σε δύο μακρόπνοα ποιήματα, το «Τραγούδι της αδελφής μου» (1937) και το «Εμβατήριο του Ωκεανού» (1940). Το πρώτο είναι ένα ποίημα με ποταμίσια ροή, στίχους
ελεύθερους και φράση καλλιγραφική, όπου μια ατέλειωτη σειρά από ανθοδέσμες
εικόνων, συχνά μεταφορικών και τολμηρά καταχρηστικών, περνάει, και όπου το
νόημα χάνεται και αναφαίνεται από τη μιά στην άλλη στιγμή. Ένας βόμβος λεκτικών
και χρωματικών κυμάτων παρασύρει την ψυχή ανάμεσα σε έξαρση και θρηνολόγηση.
Γιατί τελικά το ποίημα δεν είναι, παρά ένας πολύ καλλιτεχνικός αισθητισμός με
πλήρη απουσία πληρέστερης πνευματικής βίωσης. Γιατί πνευματική βίωση δεν είναι
η προσθήκη νοημάτων, που καλούνται να δώσουν πλάτος και προοπτική στην
πρωταρχική υποκειμενική στιγμή της αδελφικής αγάπης, όταν αυτή φουσκώνει
θεληματικά ως τη Συμπαντική και σύγχρονα την πανανθρώπινη Αγάπη. Θα ήταν
καλύτερα αυτός ο πλούσιος λυρικός αισθηματισμός να έμενε αγνά ανθρώπινος,
διαπερασμένος από τη ζωντανή εκείνη λεπτομέρεια, πού μόνη σώζει τα έργα από την
κατάκριση λυρικής ρητορείας.
Αλλά με
το ποίημα Εμβατήριο του Ωκεανού ο Γ.
Ρίτσος κερδίζει το στοίχημά του για ποιητική αλήθεια, όταν συνδέει απόλυτα από
μέσα τη γήινη πνοή με την πνοή της μεγάλης θάλασσας, πού είναι η ζωή. Το ποίημα
αυτό κάκιστα έχει τον τίτλο πού του δόθηκε, γιατί ούτε εμβατήριο είναι ούτε του
Ωκεανού. Όταν αποφάσισα να εξηγήσω αυτή την καλπονόθευση, πού και με είχε κάνει
να κατακρίνω το ποίημα προκαταβολικά, ψάχνοντας βρέθηκα σε απροσδόκητα άλλη
περιοχή, στο χώρο της θάλασσας, μιάς θάλασσας πού είναι η ζωή! Και η εντύπωσή
μου από την πορεία πού πραγματοποίησα υπήρξε εξαιρετική. Τότε στο τέλος της
πορείας μου αντιλήφθηκα, πόσο κακό γίνεται στον τόπο μας, όταν επαναφέρονται
παλαιές μορφές συχνά καλλιγραφικής απλώς αξίας, και αφήνουνται πίσω προσφορές
άπειρα πιό σύνθετες, πιό δύσκολες και αθληματικές’ το Εμβατήριο του Ωκεανού μου πρόβαλε σαν ένα κατόρθωμα λυρικής
πύκνωσης, μ’ όλη την εντύπωση της άπλας που δίνει. Τίποτε δεν υπάρχει μάταιο
εκεί μέσα, όλα έχουν τη θέση τους, θέση κερδισμένη αυθόρμητα’ πηγαία, όχι
εγκεφαλικά λογαριασμένη.
Το
ποίημα αυτό δεν έχει την ποταμίσια σύνθεση του Τραγουδιού της αδελφής μου.
Διαιρείται κατά κάποιον τρόπο σε στροφές, αν με τον όρο στροφές, εντελώς
ελεύθερα πιά, εννοούμε ένα σύνολο ποιητικών χωρών, που ο καθένας τους αποτελεί
παραλλαγή ενός και του αυτού θέματος. Στον υδάτινο χώρο του ποιήματος αλλάζουν
οι καιροί, αλλάζουν οι ώρες, αλλάζουν τα πρόσωπα, αν πρόσωπα είναι οι μνήμες
που φεύγουν και ξανάρχονται, αλλάζει τέλος η διάθεση και στο βάθος από αυτές
όλες τις αποχρώσεις, από τη φούγκα των
μετακινήσεων, προκύπτει μια ενιαία εντύπωση, ένα ενιαίο αίσθημα βαθύ και δυνατά
πειστικό, ότι η ζωή μας πρέπει να είναι η αλήθεια η κινούμενη άμμος των
εναλλασσόμενων και πάντοτε ανόμοιων στο βάθος συγκινήσεων, πού μιμούνται τη
θάλασσα. Νομίζω, ότι δύσκολα μπορούμε να ξεχωρίσουμε στη νεοελληνική ποίηση, ένα ποίημα πού να
προσφέρει έτσι σαν ουσία, αναβρυτικά, από τον ίδιο της παλμό, σαν από ένα
μυστικό κέντρο, αυτή την αλήθεια για την ανθρώπινη ζωή’ όχι όπως η νόηση, απ’
έξω, με στοχασμούς πλαστικούς θα την αντίκριζε, έστω στοχασμούς βαθιούς, αλλ’
απ’ έξω τοποθετημένους αλλ’ όπως αυτή η ίδια η ζωή σαν κίνηση, σα νόημα και
μορφή, αδιαίρετα αναπηδά μπροστά μας’ σαν αίσθημα μαζί, χρώμα, τόνος και ουσία
ζωής. Τούτο είναι μια ακραία ποιητική κατάκτηση στη λυρική περιοχή, αυτή η
διάλυση των στοιχείων σ’ ένα σύνολο βαθειάς έλξης και πειστικότητας. Δεν είναι
αυτή μιά ποίηση πνευματικής ευαισθησίας, δηλ. μιά ποίηση συνείδησης ακέριας,
που ενδοσκοπείται, όμως τα όρια που ο ποιητής έθεσε στον εαυτό του, το κέρδισε
όχι απλώς σαν αγώνισμα «εις το παραχρήμα», αλλά σαν κτήμα «ες αεί». Αυτός είναι
ένας αγνός λυρισμός, πρίν από κάθε ηθελημένη αποστράγγιση του ποιητικού λόγου.
Σελίδες 29-31.
Και στην σελίδα 32, μιλώντας για την ποίηση του
Νικηφόρου Βρεττάκου:
Η ποίηση
του Βρεττάκου, όπως και του Ρίτσου στις καλύτερες στιγμές της, μουσικά φωτεινή,
αποβαίνει δύσκολη για τον οκνηρό αναγνώστη, καθώς ξεφεύγει από μιά έκφραση
κλασσικά αναλυτική μ’ όλη την απλοχωριά της, προς την έκφραση που σταματάει στο
απαραίτητο και στη μεταφορά που δεν αρκείται να είναι άμεση, αλλά παρουσιάζεται τυραννισμένη μέσα σ’ ένα
δούλεμα συνεχές.
--
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Ο Γιώργος
Σαραντάρης θ’ αναφερθεί τώρα εδώ, όχι για τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα της
ποιητικής του παρουσίας, αλλά γιατί, ξεφεύγοντας από τους κοινούς ποιητικούς
τόπους θέλησε ν’ ανοίξει ένα νέο
παράθυρο, αυτό το παράθυρο που αναπνέει την υπαρξιακή αγωνία. Δεν ήθελε
να σταθεί στον αισθητισμό οποιασδήποτε μορφής’ εγκολπώθηκε τον ανανεωμένο
υπερρεαλισμό, νομίζοντας πώς με την άρνηση της λογικής πορείας θα φτάσει
γρηγορότερα στους ελεύθερους, τους καινούργιους, αλλά και αγωνιώδεις χώρους που
η ψυχή του διψούσε. Ήθελε να κολυμπήσει στα βαθιά πνευματικά ρεύματα, τα γεμάτα
κινδύνους που λυτρώνουν. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ζητούν έναν κίνδυνο για την
ψυχή τους, για να λυτρωθούν. Φρονούσε ότι η ποίηση είναι συνείδηση. Και ήταν
έτσι μέσα στο νόημα της σύγχρονης ποίησης: καλλιτεχνική συνείδηση είναι η
ποίηση για τον Valery’
ουσιαστική συνείδηση, πνευματική ανησυχία για τον Rilke. Ο Γ. Σαραντάρης πήγε να
κινδυνέψει μέσα του την υπαρξιακή αγωνία. Εκείνο που έχει σημασία είναι όχι η
αποτυχία να μεταθέτει την αγωνία του στον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά αυτή η ίδια η
αναζήτηση της αγωνιώσας πνοής μέσα στην ποίηση. Δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει
ούτε την περίοδο των κινδύνων, των ερωτημάτων, ούτε τη λύτρωση σε μια δική του
λύση, ούτε την προσφορά μιάς «μορφής» ολοκληρωμένης. Είναι ένας από τους
προδρόμους της ιδέας, ότι η ποίηση δεν είναι απλώς καλλιτεχνική ευαισθησία,
αλλά πρώτιστα πνευματική, πού για ομορφιά δεν έχει άλλη παρά τη δική της
ομορφιά. Σελίδα 102.
--
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΧΧΙΙΙ. Τώρα αναφαίνεται λοιπόν και στην Ελλάδα η
ποίηση του κλειστού Εγώ και των προσωπικών συγκινήσεων. Λείπει σ’ αυτή η
καθολική αντίληψη της θέσης του ανθρώπου, η αίσθηση της κοινής αναπνοής και
μοίρας, η ανάγκη της έκφρασης, σύγκρουσης ή επικοινωνίας των γενικών
συναισθημάτων, η omnitude
όπως λέει ο L.
Chestov.
Η ποίηση της παρακμής μαζί με την συνακόλουθό της ποίηση του συμβολισμού, θα το
ξαναπούμε, εκφράζουν, στην καθαρή εκδοχή τους, όχι πιά «συναισθήματα», αλλά
συγκινήσεις, φευγαλέες καταστάσεις και διαθέσεις της ψυχής. Τα συναισθήματα,
όπως και οι ιδέες και τα καλλιτεχνικά σύνδρομα του κλασσικορομαντικού
ποιήματος, ήσαν όλα πλαστικά’ τώρα, όλος ο χώρος γίνεται α-πλαστικός, πάει να
γίνει «μουσικός». Τίποτε το μουσικότερο, το πιό εναλλασσόμενο και φευγαλέο από
τις «συγκινήσεις».
Και αυτή
η νέα οργανική τοποθέτηση της ποίησης θα προβάλει με τα δική της, όχι αλλότρια
μορφή, την α- πλαστική. Τώρα πιά δε θα μπορεί να γίνεται λόγος για κείνο πού
αναζητούν οι κλασσικορομαντικοί, τη «μαγεία» του (πλαστικού) λόγου. Προκύπτει η
παρουσία μιάς «υποβλητικής μαγείας». Ωστόσο και οι δύο decadents ποιητές
μας, τόσο ο Κ. Καρυωτάκης όσο και ο Τ. Άγρας, καθυστερούν στην πλαστική μαγεία
του λόγου, μόλο που εκφράζουν περαστικές διαθέσεις της ψυχής νοσηρές, δηλ. που
η ποίησή τους εμπίπτει στο νόημα της παρακμής.
Ο Κώστας
Καρυωτάκης υπήρξε φύση νοσηρή, πού βρήκε την ελευθερία και τη διέξοδο στο
κίνημα του decadisme,
που τον εξέφραζε. Αλλά δεν ήξερε και ο ίδιος να μας πεί ως πιο σημείο τα
ποιήματά του ήταν προέκταση της ιδιοσυγκρασίας του και από πού αρχίζει η γραμμή
Laforgue,
η προσποίηση ενός clown,
που παριστάνει τον εαυτό του. Γιατί η ποίησή του είναι γεμάτη από πίκρα και προσποίηση
μαζί, Μά το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό της επιθέτει μια δεύτερη σφραγίδα
παρακμής στην ποίηση του Καρυωτάκη. Παράδοξο ότι ο ποιητής αυτός προσφέρει στίχους απλούς και δεν τους ντύνει με
στολίδια και ξεγελούν, όπως οι μυρωδιές των γέρων και το αιώνιο γαρύφαλλο του Jean Moreas. Σελίδες 53-54.
--
ΑΝΔΡΕΑΣ
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΧΧΧΙ. Στα 1934 εισέβαλε ο υπερρεαλισμός στην
Ελλάδα με το έργο Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ο ποιητής αυτός,
οπαδός του ορθόδοξου υπερρεαλισμού της αυτόματης γραφής, προσφέρει τη διάλυση
του λόγου μέσα στην ασυναρτησία, οδηγημένη στις έσχατες συνέπειές της, τον
παραλογισμό. Κάθε πραγματικότητα στο χώρο αυτόν εκμηδενίζεται, ρεαλιστική,
φανταστική, μυθική, ανακλητική. Και ένα παιχνίδι, μιά κωμική νότα αναδίδεται’ είναι
αυτή η έσχατη ουσία του υποσυνείδητου; Κανείς άλλος ποιητής στον τόπο μας δεν
εδοξολόγησε τόσο φανατικά το μηδέν εν ονόματι της βαθειάς ψυχής.
ΝΙΚΟΣ
ΓΚΑΤΣΟΣ
Ούτε ο Ν. Γκάτσος. Ο τελευταίος με την Αμοργό του, αφήνει κάποτε να περνά το
ρίγος μιάς ψυχής, που διατρέχει τους στίχους του για να καλυφθεί τον
περισσότερο καιρό από τους πάγους του θριαμβεύοντος Μηδενός. Να στίλβει η αίγλη
ενός κάλλους άγνωστης πηγής, ενός χώρου αιθέριας σιωπής, όπου άνθρωποι μετεωρίζονται
και πουλιά προσγειώνονται καταλύοντας το χρόνο και το χώρο. Ο Γ. Θέμελης
ακολούθησε τη γραμμή αυτή. Ο Ν. Γκάτσος ακολουθώντας το παράδειγμα του Lorca, θέλησε να δώσει επίφαση ζωής στην
ποίησή του αφήνοντας να παίξει τη λύρα του δεκαπεντασυλλάβου, όπως και ο Γ.
Θέμελης στην Ωδή του. Αλλά τα δημοτικά μοτίβα του τσιγγάνου Garcia Lorca είναι γνήσιες ουσίες αναδινόμενες
από την ψυχή του και όχι απλώς στιχουργικό κόλπο, δηλ. τεχνική εκζήτηση.
ΝΙΚΟΣ
ΚΑΡΥΔΗΣ
Ζηλωτής
του υπερρεαλισμού ο Ν. Καρύδης,
αφήνει να αναδίδονται από τους στίχους του μαρμαρυγές ελπίδας μέσα στην πίκρα
και την απογοήτευση του κολασμένου χώρου της Κατοχής. Ο λόγος του, συχνά
κλεισμένος σε «σύμβολα» ελευθερώνει από το σκοτάδι αναπνοές νοήματος.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Περισσότερο επιβλητικός, περισσότερο προσωπικός απ’ όλους τους παραπάνω,
«απόλυτα ποιητικός» είναι ο Οδυσσέας
Ελύτης. Στην ποίηση του Ελύτη υπάρχει πειθώ μαγική χωρίς μαγεία «λεκτική»,
δηλ. χωρίς μαγεία αναδινομένη από την έλλογη σύσταση και πορεία του λόγου.
Ο
ποιητής αυτός θέελι να προβάλει την εγκόσμια μάλλον, παρά την οικουμενική
αίσθηση του φυσικά υπάρχειν. Και πιστεύει βαθιά, ότι μπορεί να ρωτάει τις
αισθήσεις για να παίρνει τις πιό παλμώδεις και ασύλληπτες απαντήσεις. Δε θα είναι δυνατό, τα ακούσματα
και τα οράματά του να δίνουνται σε σχήματα πλαστικά, αλλά θα διατηρούν την
αυλότητα του πράγματος καθ’ εαυτό, του πράγματος που είναι η φύση. Το
φυσιολατρικό αίσθημα του ποιητή ζητάει να εκφράσει την ασύλληπτη εκείνη
πραγματικότητα, όπου το πράγμα και η έκφρασή του ταυτίζονται απόλυτα και συγχέονται,
(όπως σε άλλη περίπτωση ο μαγικός λόγος και η μαγική πράξη, δηλ. το αποτέλεσμα
του λόγου).
Έτσι, στην ποίηση αυτή παραμένει κλειδωμένο το νόημα
της φύσης, ξανοίγεται όμως η αίσθησή της. Ποίηση στο βάθος εμπρεσσιονιστική με
ανανεωμένα εκφραστικά μέσα. Τώρα η φύση αποβαίνει για την ψυχή μας ένα δεδομένο
καθαρά αισθητικό, υπάρχει όσο υπάρχει και η αισθητική αυταπάτη μέσα μας. Τώρα ο
άνθρωπος απουσιάζει ή, πιό σωστά, γίνεται κι αυτός στοιχείο, όπως όλα τα άλλα,
ο ήλιος, το χορτάρι, το βότσαλο, η λάμψη του φεγγαριού, η ανατολή. Πώς λοιπόν;
Να! γιατί σ’ αυτόν τον χώρο όλα πρέπει να είναι αγνά, παρθενικά και ο άνθρωπος,
όταν είναι άνθρωπος- πρόσωπο, δεν είναι αγνός μόνο, αλλά και μετέχει από λάσπη.
Η ποίηση
αυτή με άλλους τρόπους επαναλαμβάνει την άσπιλη αντίληψη του κόσμου σε μερικές
Σολωμικές ώρες, αφήνει ν’ αναπνεύσουμε την αγνή πνοή του Παραδείσου, ενός
παραδείσου χαμένου, για όλους μας. Ένας μυθικός λυρισμός, όπου αντί όντα, πνοές
αγνότητας απλώνουνται, σαν χώρος μιάς άλλης πραγματικότητας, που ξαφνικά
ανοίγεται μπροστά μας. Επί τέλους, είναι το πνεύμα του Αιγαίου, των νησιών που
βρίσκουνται κοντά στη γαλάζια θεότητα’ ίσως είναι η ουσία της Θεότητας.(Περ’
από το άπνοο Αιγαίο της ¨Ελληνικότητας»). Αλλά υπάρχει και η ανήσυχη θεότητα
της Μακεδονίας, η γεμάτη έγνοια’ πότε ο Ελύτης θα συλλάβει την αίσθησή της; Ο
Ελύτης έγραψε τα ποιήματα, πού τα παρουσίασε με τον κοινό τίτλο Προσανατολισμοί, και σταμάτησε. Πολύ
σοφά, γιατί οι ευτυχισμένες ώρες της νεότητας δεν επιστρέφουν στον άνθρωπο. Ο
Ελύτης έγραψε τη νεότητά «του» και γι’ αυτό έγραψε τη νεότητα των πραγμάτων.
Τώρα μπορεί να γράψει τη Μακεδονία του, κάτι πιό βαθύ και οδυνηρό.
ΤΑΚΗΣ
ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Συγγενική
με τον Οδ. Ελύτη ιδιοσυγκρασία είναι ο Τάκης Βαρβιτσιώτης. Στα Φύλλα ύπνου μας
δίνει όσα φύλλα μάζεψε κάποιες στιγμές σιωπής’ αυτά είναι κάθε φορά ένα ποίημα.
Τα πολύχρωμα αυτά φύλλα είναι μηνύματα μιάς ασύλληπτης πραγματικότητας,
μυθοεικόνες και μεταφορές, υπαινιγμοί και οράματα. Θρύψαλα από καταιγίδα,
αιωνιότητα, το παιδί, ή λάμπα, ο ύπνος, τα λουλούδια, τα άστρα, ο τάφος, το
χαμόγελο, οι φοβίες της νύχτας. Ένα μυστικό κρύβουν, ένα μυστικό φανερώνουν όλα
αυτά, πού δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος ο ποιητής. Ήταν έναν καιρό ένας νεαρός
ξανθός πατέρας που είχε τώρα μιά γυναίκα, χθες ακόμα κόρη, κ’ ένα παιδάκι
ασημένιο μέσα στο λίκνο. Χαμογελάει εκείνο προς τ’ άστρο. Και ο πατέρας φοβάται
στις σκιές. Μήπως όλα αυτά είναι ένα όνειρο; Όχι, είναι μια πραγματικότητα όσο
γίνεται βαθειά, ασύλληπτη και όμως αισθητή. Τη διηγείται ένα βιβλίο που γράφηκε
μόνο του.
Σ’ αυτή
την ποίηση των λεπτών και ευαίσθητων στιγμών θέλησε ο Τ. Βαρβιτσιώτης να
προσθέσει ένα αιθέριο βάρος με το νέο ποίημά του Ο Επιτάφιος. Ο Επιτάφιος είναι ένα τρίπτυχο συμβολικό και
αντικειμενικό. Πρώτα: από τους θρήνους και το αίμα του Άδωνη βλασταίνει η νέα
ζωή, σε μαγική σειρά μεταμορφώσεων. Έπειτα: είναι η θερμή επίκληση προς το λυτρωτικό χαμόγελο της Παναγίας. Μιά
ανάσταση περιμένει ο ποιητής από τους θρήνους για το νεκρό Άδωνη, μιά ανάσταση
στις ψυχές από το χαμόγελο της Παναγίας. Μιά ανάσταση περιμένει ο ποιητής από
τους θρήνους για το νεκρό Άδωνη, μια ανάσταση στις ψυχές από το χαμόγελο της
Παναγίας. Όμως οι πηγές Άδωνης και Παναγία δεν είναι δυνατό να συγχέουνται μέσα
στην ψυχή: η ερωταγάπη με τη στοργή της
πονεμένης μάννας. Και το αίσθημα της παγκόσμιας αγάπης, πού προκύπτει από το
τρίτο μέρος του ποιήματος, δείχνει αυτοτελές, όχι σαν κορύφωμα των άλλων
στιγμών. Το τρίπτυχο έμεινε ετερόκλιτο. Σελίδες 66-69.
--
ΚΡΙΤΩΝ
ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ
και ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΠΑΥΛΕΑΣ
Παράπλευρα με τον Βρεττάκο στέκουνται οι νέοι ποιητές: Κρίτων
Αθανασούλης και Σαράντος Παυλέας κατά το σημείο τούτο, ότι αγκαλιάζουν το στίχο
του πλατιού ορίζοντα, την κρυμμένη εκφραστικότητα, την αγωνία για το σύγχρονο
άνθρωπο, και τεντώνουν και οι δυό τα χέρια προς ένα όραμα Αγάπης και Ειρήνης.
Αλλά τα αισθήματά τους παρουσιάζουνται μάλλον γενικά, παρά σφραγισμένα με την
αγωνία του προσωπικού πνεύματος. Σελίδες 32-33.
--
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ
XXXV.
Χωρίς τόσο τολμηρές αξιώσεις, στενώτερα Μαλλαρμεϊκός είναι στη χώρα μας
ο Απόστολος Μελαχρινός. Η φιλοδοξία του είναι, απαλλάσσοντας την ποίηση από
υλικά μη αισθητικά, να μετατάξει το λόγο σε νόημα μουσικό, τονικό, ηχητικό,
έτσι που να μην εκφράζει τη διηρημένη ψυχή, αλλά να ικανοποιεί την ακέρια και
καθαρή, την αισθητική δίψα του ανθρώπου. Εννοεί, λοιπόν, την ποίηση μάλλον σαν
αποτέλεσμα φωνητικών ευτυχών συμπτώσεων: τούτο ως ένα σημείο, όχι απόλυτα,
γιατί την ποίησή του διαπερνά ένας εξαϋλωμένος μύθος και μιά πνοή
μεταπραγματικής δράσης. Ο Απολλώνιός
του έχει ένα είδος λογικής, αλλά λογικής χωρίς νοήματα, μυθικής. Και ένα είδος
ουσίας, αλλά κοιτάξτε: ουσίας, πού δε θα ήταν άλλο παρά η μορφή, αν ο
Μελαχρινός ήταν δουλικός μιμητής του Mallarme, όμως πού στον Μελαχρινό είναι η μυθικά
δοσμένη φορά των όντων προς το φως.
Τα πρώτα
ποιήματά του ωστόσο Ο δρόμος φέρνει και Παραλλαγές στέκουνται στο στάδιο
δοκιμών καλλιτεχνικής σκέψης. Κάποιες άλλες σειρές ποιημάτων που κινούνται μέσα
στη συμβολιστική αοριστία. Η κυρία προσφορά του Μελαχρινού είναι το ποίημα
Απολλώνιος.
Στον
Απολλώνιο κινείται ένας κόσμος μαγικός, ονειρικός. Τα όντα και τα πράγματα
είναι ασύλληπτα, φευγαλέα. Οι εικόνες του μουσικές. Εδώ διαχύνεται μιά εποχή,
πού πέρασε ή θα ‘ρθει, κατά την οποία οι άνθρωποι εννοούν τη γλώσσα των φυσικών
στοιχείων και βλέπουν μπροστά τους τ’ αόρατα. Μας υποβάλλεται η ιδέα, ότι ο
ποιητής είναι εκείνος, πού θα ξαναφέρει αυτή την άμεση επαφή της ψυχής με τα
πράγματα. Ο ίδιος ο ήρωας του ποιήματος, ο Απολλώνιος, είν’ ένας
αλαφροΐσκιωτος, πού δεν διακρίνει τον εαυτό του απ’ ό,τι τον περιβάλλει, ένας
ποιητής.
Ο χώρος
του ποιήματος αυτού είναι μαγικά φυσικός, παραμυθένιος (feerique). Η προβολή του, ανατολικά
πολύχρωμη. Η δράση, συμβολική ή πλασματική. Έτσι πού είναι ο χώρος κατοικημένος
αν και ανάνθρωπος, δεν είναι άδειος. Σελίδα 75.
--
RAINER MARIA RILKE
XLI. Το κίνημα του
συμβολισμού επηρέασε και γενικώτερα την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική σκέψη. Ανάμεσα
στους ποιητές πού δέχθηκαν την επίδρασή του και γενικώτερα τη γαλλική επίδραση,
είναι και ο γερμανόγλωσσος ποιητής Rainer Maria Rilke. Αλλά όπως λέμε για τους αρχαίους Έλληνες,
ότι ώθησαν ως την τέλεια διαμόρφωση κάθε στοιχείο φερμένο από την Ανατολή, έτσι
θα πούμε τώρα για τον Rilke,
ότι ο συμβολισμός γι’ αυτόν υπήρξε ένα απλό ξεκίνημα, όμως ολόκληρη η αξία του
ποιητή αυτού βρίσκεται περ’ από την αρχική της αφετηρία. Αν ο Valery υπήρξε
ένας διανοούμενος ποιητής, αν ο Milosz
υπήρξε
ένας φιλόσοφος ποιητής των εννοιών, των μυστικών ακόμη εννοιών, ο Rilke φανερώθηκε ο κατεξοχήν ποιητής της
πνευματικής ευαισθησίας. Ο χώρος του Rilke είναι περ’ από κάθε μεταφυσική εξύψωση ή άπλωμα
διαχυτικό κατά το γνωστό ρομαντικό τρόπο και ακόμη, περ’ από κάθε ακαθόριστο
λίκνισμα ενός κοινού τόπου συμβολιστικού. Είναι χώρος πνευματικός, όπου κάθε
στιγμή ένα πνευματικό βίωμα, δηλ. ακέραια στιγμή και όχι μόνο νοητική, παλεύει
σιωπηλά να κερδίσει τον εαυτό της, την τελική διαμόρφωση της ίδιας της ουσίας
και μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια πλουτίζεται εσωτερικά ως το σημείο μιάς
πειθούς, που γίνεται αποκάλυψη. Αυτή η ποιητική στιγμή, η τόσο πλούσια σε
προεκτάσεις και πειθώ και μαγεία συγχρόνως, είναι εκείνη ακριβώς, πού ο H. Bergson σκέφτηκε όταν μιλούσε
για ένα elan
vital,
που προσφέρει την αίσθηση μιάς ζωντανής και κινούμενης και δημιουργούμενης
μπροστά μας ψυχικής και πνευματικής ουσίας διαπερνώμενης σύγχρονα από
όνειρο και αίσθηση ρητή. Αυτή πάλι η
ποιητική στιγμή είναι ακριβώς εκείνη της απόλυτης disponibilite (της
όχι βέβαια ξέφρενης), στην οποία ο A.
Gide
είχε στηρίξει όλη την αξία του πνευματικού του βίου. Αυτή, τέλος, είναι εκείνη,
που ο Leon
Chestov
καθόρισε
σαν άρνηση της “omnitude”, σαν ατομική ελεύθερη
ώρα, που η ίδια θα καθορίσει τελικά τον εαυτό της; Μια στιγμή “en soi” παλλόμενη απ’ τις μυστικές δυνάμεις
πού ενυπάρχουν σ’ αυτή, όπως ήθελε ο H.
Bremond, έξω από κάθε πλαστική υποχρέωση και σύμβαση.
Δέν πρόκειται
να καθορίσω εδώ την ιδιαίτερη ουσία και την αξία της ποίησης του Rilke, πού είναι μια πνευματική
αιθερίωση, θέλω να πω μονάχα, για να γίνει πλατύτερα συνειδητό, ό,τι κατά τη
γνώμη μου είναι η ρίζα του μύθου της ποίησης, να πώ ότι η μεγάλη αρετή του Rilke στέκεται στο γεγονός, ότι
προσφέρει όχι λαμπρότητες άδειες, ούτε βάρος ιδεών μολυβένιο και ακίνητο, αλλά
μια ζωή αιθέρια, καθαρισμένη μέσα στο πνεύμα, μιά σύλληψη αξιών και σημασιών
καθώς αυτές προβάλλουν όχι αποχωρισμένες από τις πραγματικότητές, αλλά
ανασταίνουνται και σβήνουν μαζί μ’ αυτές. Αυτό είναι πού επαναλαμβάνω τόσες
φορές στο παρόν δοκίμιο’ από το ένα μέρος cose e non parole, ό,τι ζητάει ο De Sanctis. Από το άλλο μέρος Fantasia και όχι απλώς immaginazione,- ό,τι ζητάει ο De Sanctis. Φαντασία δημιουργική,
πού πλάθει ουσίες’ φαντασία, στην οποία δεν προηγείται η «αγωνία για τη μορφή»,
η Immaginazione,
στην οποία θα εξαντλούσε τις δυνάμεις του ο ποιητής (στην οποία εξαντλήθηκε
ένας Διονύσιος Σολωμός)…. Σελίδες 82-84
--
WALT WHITMAN
……. Ας
επαναφέρουμε εδώ τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ποίησης του Whitman για να τα
αναγνωρίσουμε σα μέσ’ από ένα μακρινό πρότυπο εδώ ή εκεί στους στίχους, στις
σελίδες των ποιητών που γενικά υποδηλώσαμε.
Ο Whitman δεν αγαπά τα σιγανά
μικρά κουδουνάκια του λόγου, αλλά προτιμά τους μεγάλους πινδαρικούς αρπισμούς.
Στίχους που δε διαβάζουνται μέσα στη σιωπή, αλλά απαγγέλλουνται θεατρικά. Τα
θέματά του είναι πάντοτε αντικειμενικά, αλλά μεσ’ απ’ όλα ψάλλει τη δική του
πλημμυρίδα και αμπώτιδα. Είναι γήινος, ανθρώπινος πολύ. Περιφρονούσε την
απόλυτα καλλιτεχνική ροπή’ «δεν ήρθα για κεντήματα», έλεγε. Αλλά σύγχρονα ήταν
οικουμενικός. Η ποίησή του είναι μία διαρκής ενδώσμωση ανάμεσα γη και ουρανό.
«Αγκάλιασέ με σφιχτά, νύχτα με το γυμνό κόρφο-κύματα,, πλημμυρίστε με μέ την
ερωτική σας υγρότητα!». Αλλ’ αυτή η οικουμενικότητα είναι σύγχρονα ο θρίαμβος
της αίσθησης των πραγμάτων αυτού του κόσμου.
Σαν από
ένα μικρό κοτσάνι θέλει το ποίημά του ν’ αυξαίνει, να φουντώνει σε κλαδιά και
φύλλα ατέλειωτα, και σύγχρονα να μεταμορφώνεται εσωτερικά, σ’ έναν στοχασμό
ποτέ αυτοϊκανοποιημένο. Μεταχειρίσθηκε στίχο ξεκλειδωμένο, «ελεύθερο». Και ο
ρυθμός του λόγου είναι ελευθερωμένος από το συμβατισμό του μέτρου’ προκύπτει
από τη φυσική αναπνοή του στίχου.
Δε ζητάει
με την ποίησή του να αρέσει, αλλά να πείσει θέλει και να πεισθεί. Έχει να πει
κάτι. Η απόλυτη λεκτική μαγεία τον εξοργίζει.
Οι
ποιητές πού θ’ αναφέρουμε τώρα επιθυμούν συχνά να κινηθούν κατά το ρυθμό του
Ουϊτμανικού ψυχισμού. Αλλά, αν ο μεγάλος προφήτης έχει τη δύναμη να φθάσει σε πραγματικά
μυστικές επικοινωνίες με τον Μακρόκοσμο, υπήρξαν ανάμεσα στους Ευρωπαίους και
τους δικούς μας περιπτώσεις, που η μεγάλη μεταφυσική και μυστική φωνή του Whitman κατέβηκε
ως τους πιό γήινους ήχους: τους ψυχολογικούς και καλλιτεχνικούς. Έτσι είχε γίνει
και με τους συνεχιστές των μεγάλων Γερμανών μυστικών του ονείρου, τον Novalis, τον Arnim, τον Hoffmann, πού την αγωνιώδη
χαρά, τη βαθειά λυτρωτική δοκιμασία τους άλλοι, οι Eichendorf, Morike, Heine, την αισθάνθηκαν μάλλον,
φιλολογικά, ψυχολογικά και αισθητικά. Κάτι ανάλογο θα σημειώθηκε στην πορεία
των δικών μας ποιητών, πού είχαν ακούσει τη μυστική ορχήστρα του Whitman, αν όχι από τον ίδιο,
στους γαλλικούς της αντίλαλους. Ο βαρύς κυματισμός του τελευταίου γίνεται σ’
αυτούς μιά ταραχή του καλλιτεχνικού ενστίκτου και της συναισθηματικής περιοχής,
πολύ ξεκαθαρισμένης.
Οι
ποιητές μας Π. Πρεβελάκης, Γ. Βαφόπουλος, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρεττάκος και
Μελισσάνθη είναι καθαρά παραδείγματα μετατόπισης του μυστικού στο καλλιτεχνικό
πεδίο και του μεταφυσικού στην εξιδανίκευση. Θέλουν όλοι τους ποιητικά να
ζήσουν οι ίδιοι ή ποιητικά να προβάλουν το ιδανικό τους πρόσωπο μέσα στη μεγάλη
Ενότητα, να αναπνεύσουν το οικουμενικό αίσθημα, πέραν του Αγαθού και του Κακού,
πέρ’ από τη γη, όπου τυραννιέται ο καθημερινός άνθρωπος. Στην ποίησή τους,
ποίηση του λυρικορητορικού πλάτους και του ελεύθερου στίχου, η αναγωγή του
γήϊνου στο ουράνιο και η οδυνηρή βίωση ανάμεσα στο Εδώ και το Εκεί (βλ.
Βρεττάκου Το ταξίδι του Αρχαγγέλου) αποβαίνουν πάντοτε διαλεγμένοι τρόποι
«ποιητικής» παρουσίας. Σελίδες 26-27.
Σημείωση:
Διατήρησα την ορθογραφία γραφής του Πέτρου Σ.
Σπανδωνίδη, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, που είναι μάλλον «κραυγαλέες» οι
ορθογραφικές αβλεψίες, έδωσα σε ορισμένες λεξούλες την σημερινή της ορθογραφική
αποτύπωση. Αντέγραψα τις κρίσεις και τις θέσεις του Σπανδωνίδη για ποιητές που μας
είναι γνωστοί και αγαπητοί, αντί να αντιγράψω τις κρίσεις του για τον Διονύσιο Σολωμό
ή τον αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Για να έχουμε μια σφαιρικότερη άποψη
για τις αναλύσεις του και, την μέθοδο της σκέψης του. Μετέφερα και τις θέσεις του
για δύο μη έλληνες σημαντικούς ποιητές, τον γερμανό Ρίλκε και τον αμερικανό Γουίτμαν,
που μας φανερώνουν τις επιρροές των φωνών τους στους έλληνες ποιητές διαχρονικά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή 29 Μαϊου 2020
ΥΓ.
Μπαμπά ζεις εσύ μας οδηγείς. Ο Υιός, η αδελφή, τα
εγγόνια, τα ανίψια, η λοιπή οικογένεια, τα βαφτιστήρια, ο ΣΚΑΙ, η ΕΡΤ-2.
Ωραίο το ντοκιμαντέρ για την ζωή του. Μην τολμήσει κανείς
από εδώ και πέρα να μου μιλήσει για ορθογραφία, θα τον παραπέμψω στην ειλικρίνεια
του πρώην πρωθυπουργού, για την ανορθογραφία του. Σωστές, μεταξύ άλλων, και οι θέσεις
του για το Φαράγγι της Σαμαριάς, για το μη άνοιγμα του δρόμου. Αυτό σημαίνει ουσιαστική
οικολογική συνείδηση. Πρακτικός πολιτικός, ρεαλιστής και μεθοδικός.
Σωστή η απόφαση για τις κλασικές σπουδές στην χώρα μας,
η διδασκαλία των Λατινικών. Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά είναι πολιτισμικά αδερφάκια
της αρχαίας ιστορίας. Θα μπορούν πλέον, οι εναπομείναντες Πασοκτζήδες να διαβάσουν
τα ποιήματα των Carmina
Burana.
Εκ της λατινίδος γραφής, ακούγονταν παλαιότερα στο Τρίτο
Πρόγραμμα να λέει η ηθοποιός Μάγια Λυμπεροπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου