Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

ΣΑΠΦΩ- ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ και Δανιήλ Ι. Ιακώβ, η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη

             ΣΑΠΦΩ- ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

                               «….  Παλαιά  και  νέα  ωδή»

Της Χριστίνας  Ντουνιάς, περιοδικό Αντί τχ. 280/ 1-2-1985

      «Άς μου συγχωρεθεί λοιπόν να μιλήσω για την Σαπφώ, σαν για μια σύγχρονή μου. Στην ποίηση, όπως και στα όνειρα δεν γερνάει κανένας».(1)

      Η ανασύνθεση και απόδοση των ποιημάτων της Σαπφούς από τον Οδυσσέα Ελύτη-ύστατη προσφορά του εκδότη και ποιητή Νίκου Καρύδη στο αναγνωστικό κοινό- κυκλοφόρησε, τέλος του 1984, από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Το ενδιαφέρον του βιβλίου βρίσκεται κυρίως στην ανάδειξη της σχέσεις των δύο ποιητών’ μια μαγική επικοινωνία που πραγματοποιείται δια μέσου ενός οικείου ποιητικού κώδικα πολλαπλά τα σημεία επαφή τους, γλώσσα, άποψη για τη λειτουργία της ποίησης, μουσικότητα, μηδενίζουν την χρονική / ιστορική απόσταση των δυόμιση χιλιάδων χρόνων που τους χωρίζει.

      Η ποίηση της Σαπφούς έχει από πολύ νωρίς εμπνεύσει τον ποιητή. Το όνομά της, τα ονόματα κοριτσιών που αγάπησε και στίχοι ποιημάτων της, επανέρχονται συχνά τόσο στα ποιητικά, όσο και στα πεζά του κείμενα. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Της σελήνης της Μυτιλήνης παλαιά και νέα ωδή» (1953) από τη συλλογή «Τα Ετεροθαλή», όπου μνημονεύεται το όνομα της Σαπφούς και το «Δοξαστικό Β΄» από το «Άξιον Εστί», όπου υπάρχει ολόκληρος ο στίχος «ελθόντ’ εξ οράνω πορφυρίαν περθέμενον  χλάμιν» (Σαπφώ, απ. 54 L-P) (2).

      Ο κοινός τόπος καταγωγής των δύο ποιητών, η αιολική φύση, που ο Οδυσσέας Ελύτης γνώρισε το 1935, όταν ταξίδεψε στη Λέσβο μετά το θάνατο του Θεόφιλου, τον συγκινεί τόσο, ώστε γράφει χαρακτηριστικά πως του ερχόταν να μιλήσει «παλιά Αιολικά, όλο άλφα και νι, κάτι ταν απάλαν Σελάναν- ταν Μυτιλάναν». (3)

     Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης της Σαπφούς και του Οδυσσέα Ελύτη, είναι η σημασία και η ποιητική διάσταση που παίρνουν στο έργο τους, η αιολική φύση, ο αιγαιοπελαγίτικος χώρος, ο έρωτας, ενώ το βαθμό συγγενείας τους ενισχύει η κατάφαση που δείχνουν στη ζωή: «Αλλά πάνω απ’ όλα είναι που δουλέψαμε-στα μέτρα του ο καθένας-με τις ίδιες έννοιες, για να μην πω περίπου με τις ίδιες λέξεις: με τον ουρανό και τη θάλασσα, τον ήλιο και τη σελήνη, τα φυτά και τα κορίτσια, τον έρωτα».

      Ο Οδυσσέας Ελύτης αισθάνεται πολύ κοντά στη Λέσβια ποιήτρια και για έναν πρόσθετο λόγο. Είναι η πρώτη- μαζί με τον Αρχίλοχο τον Πάριο-που τολμά να σπάσει την επική, ηρωική παράδοση και να δημιουργήσει μια νέα, προσωπική λυρική ποίηση, όπου οι επιθυμίες, τα αισθήματα και τα όνειρα βρίσκουν τρόπο να εκφραστούν.

     Η Σαπφώ, η οποία πέρα από την ποιητική της δημιουργία, διέθετε μια σπάνια πνευματική προσωπικότητα, είχε πρώιμη συνείδηση της ποιητικής της αξίας. Ο στίχος «Μνάσεσθαι τινά φαμι και ύστερον αμμέων», είναι θαυμαστά προφητικός για τη σχέση της μεγάλης ποίησης με την αθανασία.

     Από το Θέογνι και το Σόλωνα έως τον Πλάτωνα-που στο «Φαίδρο» την αποκαλεί «καλήν»-, από τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους-όπου λατρεύεται ως «δεκάτη Μούσα»- έως τις μέρες μας, η Σαπφώ παραμένει μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας γραμματείας. Σπασμένοι στίχοι, λέξεις, ακόμα και συλλαβές, αναδύονται μέσα απ’ το χρόνο, φέρνοντας αυτόνομα και θριαμβικά το ποιητικό και μουσικό τους φορτίο. Τα ποιητικά σπαράγματα μιας κατεξοχήν μελωδικής ποιήτριας, μπορούν σήμερα να ευαισθητοποιήσουν και να λειτουργούν, ανεξάρτητα από τις φιλολογικές έρευνες και ερμηνείες γύρω από την θεματική ή τη μορφική ενότητα στην οποία πιθανόν ανήκαν.

     Ο Οδυσσέας Ελύτης ακολουθεί μια λιτή γραμμή στη νεοελληνική απόδοση του κειμένου, χρησιμοποιώντας μια δημοτική γλώσσα απλή στο λεκτικό της. Στα ποιήματα που σώζονται σε πληρέστερη μορφή, μένει πιστός στο πρωτότυπο, μη διστάζοντας ωστόσο να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάποια λέξη, εκεί όπου το ποιητικό του αίσθημα τον οδηγεί. Η καινοτομία του βιβλίου βρίσκεται κυρίως στην ανασύνθεση των άκρως ελλειπτικών αποσπασμάτων, για τα οποία ήδη έγινε λόγος’ μια αυθαιρεσία αδιανόητη, ίσως, για ένα φιλόλογο, γοητευτική όμως όταν πρόκειται για έναν ποιητή σαν τον Οδυσσέα Ελύτη, που δημιουργεί μια νέα ποιητική μονάδα, συνδέοντας τα ποιητικά θραύσματα της Σαπφικής ποίησης με γνώμονα όχι την ειδολογική, αλλά την εννοιολογική τους σχέση.

     Η φροντίδα του Οδυσσέα Ελύτη για την ποίηση της Σαπφούς δεν σταματά στη γλωσσική/ λογοτεχνική επεξεργασία του κειμένου’ επεκτείνεται και στην τυπογραφική εμφάνιση του βιβλίου. Η αισθητική του καθώς και η συναισθηματική του σχέση με το έργο της ποιήτριας, τον προσανατόλισαν στην επιλογή της στενής στήλης, τόσο στο πρωτότυπο, όσο και στη νεοελληνική του απόδοση. Ο χωρισμός των στίχων και των στροφών σημειώνεται με ένα κόσμημα. Όπως ο ίδιος γράφει στο τέλος του βιβλίου, η επιλογή αυτή υπαγορεύθηκε από την επιθυμία να έρθει «σε συναισθηματική συστοιχία με το μυστήριο που αναδίνεται από τις αρχαίες στήλες και τους παπύρους».

     Η ευαισθησία, τολμώ να πω η τρυφερότητα, με την οποία ο Οδυσσέας Ελύτης επεξεργάστηκε το υλικό του, γίνεται πασίδηλη σε όσους έχουν την τύχη να δουν τις 11 διαφανογραφίες, που φιλοτέχνησε ο ποιητής για τα 77 εκτός εμπορίου αντίτυπα του βιβλίου. Καμωμένες με τη μέθοδο της μεταξοτυπίας, αισθητοποιούν, μέσα από μια χρωματική πανδαισία που λειτουργεί αντιστικτικά στη λιτότητα των γραμμών, τα θεματικά μοτίβα που επανέρχονται επίμονα στην ποίηση της Σαπφούς.

     Ανεξάρτητα από τη σημασία που έχει η μετάφραση του έργου της Σαπφούς για την βαθύτερη γνωριμία μας με την ποιητική του Οδυσσέα Ελύτη, αποτελεί και μια έμπρακτη απόδειξη τόσο των δυνατοτήτων της νεοελληνικής γλώσσας, όσο και της σχέσης της με την αρχαία λογοτεχνική παράδοση. Στην ίδια κατεύθυνση, αν και από άλλους δρόμους, έτειναν οι προσπάθειες παλαιότερων ποιητών (Γρυπάρη, Βάρναλη, Καζαντζάκη), καθώς και του Γιώργου Σεφέρη, που προτείνει μάλιστα τον όρο «μεταγραφή» για την απόδοση των Αρχαίων Ελληνικών κειμένων αντιδιαστέλλοντας την ενδογλωσσική από τη διαγλωσσική μετάφραση. (4)

     Η ανασύνθεση και απόδοση των ποιημάτων της Σαπφούς από τον Οδυσσέα Ελύτη, συνηγορεί υπέρ των πολλαπλών επισημάνσεων της κριτικής πάνω στο θέμα της ιδιάζουσας σχέσης του με την ελληνική γλώσσα’ μια σχέση που είτε εκφράζεται εμμέσως στο σύνολο του έργου του είτε, ενίοτε, ομολογείται με σαφήνεια:

«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική’

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».

(«Τα Πάθη, ψαλμός Β», το Άξιον Εστί, σ. 28)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1., Από τον πρόλογο του Ο. Ελύτη στο βιβλίο «Σαπφώ- ανασύνθεση και απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης». Εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 1984.

2., Το θέμα της επίδρασης της Σαπφούς στο έργο του Ο. Ελύτη πραγματεύεται διεξοδικά ο Δανιήλ Ιακώβ στο βιβλίο του «Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη» εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983.

3., «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος», από το βιβλίο του Ο. Ελύτη «Ανοιχτά Χαρτιά», Αθήνα, 1974 (Αστερίας) και 1982 (Ίκαρος).

4., Σχετικά με το πρόβλημα της μετάφρασης των Αρχαίων Ελληνικών και ειδικότερα για την άποψη του Γ. Σεφέρη βλέπε και Γ. Σεφέρη: «Μεταγραφές», Φιλολογική επιμέλεια Γιώργη Γιατρομανωλάκη, εκδ. Λέσχη, Αθήνα 1980

ΧΡΙΣΤΙΝΑ  ΝΤΟΥΝΙΑ, περιοδικό Αντί τεύχος 280/1-2-1985. Στην σελίδα «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ».

Συμπληρωματικά της ανάγνωσης:

     Η καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Χριστίνα Ντουνιά, μας έδωσε και εξακολουθεί να μας δίνει εξαιρετικές και χρήσιμες δοκιμιακές της μελέτες, συστηματικές και εμπεριστατωμένες ερευνητικές εργασίες της πάνω σε θέματα και προβληματισμούς που σχετίζονται με την πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα. Ζητήματα και ερωτήματα που τίθενται από τους ειδικούς, τους ερευνητές, τους φιλολόγους, θα πρόσθετα ακόμα, και από τους σταθερούς και εξακολουθητικούς αναγνώστες της ελληνικής και ευρωπαϊκής ποίησης και πεζογραφίας. Ανοιχτά ζητήματα τα οποία συνεχίζουν ακόμα και στις μέρες μας να επανέρχονται στην επιφάνεια του λογοτεχνικού χρόνου και να απασχολούν δημιουργικά τους έλληνες ερευνητές και τις ελληνίδες ερευνήτριες, να καλλιεργούν ένα γόνιμο έδαφος συζητήσεων, αντεγκλήσεων, συμφωνιών, διαφωνιών, συνομιλιών μοντέρνων προτάσεων ανάγνωσης παλαιότερων έργων και συγγραφέων. Προτάσεις αναλύσεων και επαναπροσεγγίσεων, σχεδόν για κάθε πτυχή της ποιητικής και πεζογραφικής παράδοσης της χώρας μας. Η πανεπιστημιακός κυρία Ντουνιά, καθώς και άλλες γυναικείες γραφίδες που καλλιεργούν ή διδάσκουν, ή θητεύουν σε διάφορους τομείς και είδη των φιλολογικών σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια ή άλλους χώρους εκπαίδευσης εδώ και δεκαετίες, γυναικείες φωνές συγγραφέων διακονούν με επιμέλεια, ευσυνειδησία και στέρεα φιλολογική κατάρτιση και επάρκεια τον γυναικείο δοκιμιακό και κριτικό λόγο. Το θηλυκό πρόσωπο, την (έμφυλη) εικόνα του δοκιμιακού υποκειμένου,  το οποίο είναι εδώ και δεκαετίες το ισάξιο αντίβαρο των αντρικών φιλολογικών δοκιμιακών σπουδών. Θα μνημονεύσω ορισμένες ενδεικτικές σημαντικές γυναικείες παρουσίες που εξακολουθούν να δημιουργούν και χαρακτηριστικά έργα τους: Αγαθή Ν. Γεωργιάδου (βλέπε την τρίτομη εργασία της «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες…». Σημειώσεις στο περιθώριο των ποιημάτων που διαβάζουν οι ίδιοι οι ποιητές. Εκδ. Μεταίχμιο 2005.[1/Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Βάρναλης. 2/Ρίτσος, Βρεττάκος, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος. 3/Σεφέρης, Αναγνωστάκης, Σαχτούρης, Σινόπουλος). Ανθούλα Δανιήλ, Αγορή Γκρέκου, («Η Καθαρή Ποίηση στην Ελλάδα», Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη: 1833-1933, εκδ. Αλεξάνδρεια 2000). Κίρκη Κεφαλέα, Δώρα Μεντή, Μορφία Μάλλη, («Μοντερνισμός-Μεταμοντερνισμός και περιφέρεια», μελέτη της μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής του Νάσου Βαγενά, εκδ. Πόλις 2002),Τασούλα Καραγεωργίου, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, («Ο Άλλος εν Διωγμώ», Η εικόνα του εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, εκδ. Θεμέλιο 1998). Άντεια Φραντζή, («Ο’ΥΤΩΣ Ή ΆΛΛΩΣ» Αναγνωστάκης-Εγγονόπουλος-Καχτίτσης- Χατζής», εκδ. Πολύτυπο 1988), Βενετία Αποστολίδου, Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Αγγέλα Καστρινάκη, («Η λογοτεχνία, μια σκανταλιά, μια διαφυγή ελευθερίας», Αφηγήσεις και δοκίμια εκδ. Πόλις 2003),  Έλλη Φιλοκύπρου, («Η γενιά του Καρυωτάκη» φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, εκδ. Νεφέλη 2009). Μαρίτα Παπαρούση, («Σε αναζήτηση της σημασίας», Αφηγηματολογικές προσεγγίσεις σε πεζογραφικά κείμενα του 19ου και του 20ου αιώνα, εκδ. Μεταίχμιο 2004) Σόνια Ιλίνσκαγια, Ζωή Ζαμαρά, («Προοπτικές του Κειμένου», εκδ. Κώδικας-Θεσσαλονίκη 1987), Λίζυ Τσιριμώκου, Μαίρη Μικέ, Ειρήνη Ριζάκη, (Οι «γράφουσες» Ελληνίδες. Σημειώσεις για τη γυναικεία λογιοσύνη του 19ου αιώνα, εκδ. Κατάρτι),  Έρη Σταυροπούλου, Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου («Οι φόβοι ενός αιώνα», εκδ. Μεταίχμιο 2008). Μαρία Κακαβούλια, Γεωργία Λαδογιάννη, Μένη Δ. Κανατσούλη, («Πρόσωπα Γυναικών σε Παιδικά λογοτεχνήματα» Όψεις και Απόψεις, εκδ. Πατάκη 1997). Λύντια Στεφάνου, («Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης», εκδ. Κάλβος 1972), Τζίνα Καλογήρου, Άντα Κατσίκη-Γκιβάλου, Διαμαντή Αναγνωστοπούλου («Αναπαραστάσεις του Γυναικείου στη Λογοτεχνία», Πατάκη 2007), Αννίτα Π. Πανάρετου, («Η παρηγορία των επιστολών σου…», Ευανθία Καϊρη- Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας, όπως θα ήθελαν, εκδ. Ωκεανίδα 2007). Η επιστολική εξέταση γίνεται από την δοκιμιογράφο σε φόρμα μυθιστορηματική, και ορισμένες άλλες ερευνήτριες και καθηγήτριες, γυναίκες δοκιμιογράφοι που κοσμούν τα ελληνικά γράμματα και άνοιξαν ή ανοίγουν ακόμα νέους μοντέρνους δρόμους, ρηξικέλευθους ορίζοντες στο χώρο της ελληνικής γραμματείας. Της έρευνας και της ανάλυσης, νέων ερμηνειών του λογοτεχνικού φαινομένου στην χώρα μας, τον δοκιμιακό λόγο. Ορισμένα από τα ονόματα όπως αναγνωρίζουμε δεν προέρχονται από τον πανεπιστημιακό ή τον χώρο της εκπαίδευσης αλλά είναι ποιήτριες, πεζογράφοι κλπ. Να προσθέσουμε δύο ακόμα γυναικείες δοκιμιακές, κοινωνιολογικές πένες, στην γόνιμη θέλω να πιστεύω παράθεση των σύγχρονων αυτών ονομάτων και των έργων τους. Της Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα και το βιβλίο της «Το Φύλλο της Δημοκρατίας» Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα, εκδ. Σαββάλα 2002, και να εντάξουμε στην ενδεικτική αυτή ονομαστική αναφορά και την αμερικανίδα ερευνήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας Karen Van Dyck και το κλασικό της μελέτημα, «Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΚΡΙΤΕΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1967-1990, εκδ. Άγρα 2002. Δίχως να παραγνωρίζουμε και τις γυναικείες συγγραφικές φωνές που ασχολήθηκαν με την κριτική βιβλίου, τις θεατρικές σπουδές και συνέγραψαν εξαιρετικές δοκιμιακές μελέτες για ζητήματα και θέματα, κριτικές θεάτρου, πρόσωπα της ελληνικής δραματουργίας. Επίσης, τις εικαστικές τέχνες στον ελλαδικό χώρο και την ευρωπαϊκή ήπειρο, την τέχνη του χορού, διακρίνονται σπουδαία γυναικεία ονόματα. Δοκιμιογραφικές γραφίδες, μεταφράστριες, που εμφανίστηκαν στο λογοτεχνικό προσκήνιο από τις αρχές σχεδόν του προηγούμενου αιώνα στην Ελλάδα και άνοιξαν δρόμους στην γυναικεία εκπαιδευτική, φιλολογική, κοινωνική χειραφέτηση. Γυναικεία Ονόματα συγγραφέων παλαιότερων γενεών όπως ήταν η Ελένη Νεγρεπόντη, η πασίγνωστη Άλκη Θρύλος, (διάσπαρτα είναι ακόμα τα βιβλιοκριτικά της σημειώματα σε παλαιότερα περιοδικά, βλέπε «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», «Νέα Εστία» κ. ά.) η χειραφετημένη σε θέματα που αφορούσαν την ελληνίδα γυναίκα Κούλα Ξηραδάκη και τα βιβλία της για την γυναικεία παρουσία στην Ιστορία. Την πεζογράφο και αρθρογράφο Πέπη Δαράκη, (σκόρπια κείμενά της διαβάζουμε σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες) την λαογράφο, ανθολόγο και ποιήτρια Αθηνά Ταρσούλη, (ακόμα δεν έχει συγκεντρωθεί το σκόρπιο ποιητικό και συγγραφικό της έργο). Τέλος, των δεκαετιών του 1970 την δοκιμιογράφο Νόρα Αναγνωστάκη, (κριτικά της σημειώματα έχουν δημοσιευθεί στους τόμους του ετήσιου «ΧΡΟΝΙΚΟΥ» της γκαλερί «ΏΡΑ»), διάσπαρτα έργα, δημοσιεύματα και βιβλία τα οποία-παρά την παρέλευση τόσων δεκαετιών- εξακολουθούν να διαβάζονται και να αποτελούν βάσεις στα μοντέρνα και σύγχρονα πεδία φιλολογικής έρευνας. Φωνές γυναικείες που έρχονται να προστεθούν στα ονόματα της συγγραφέως και μεταφράστριας  Ελένης Λαδιά, (με το ιδιαίτερο ύφος γραφής της) των κριτικών Μάρυ Θεοδοσοπούλου, (σταθμός η συνεργασία της στην εφημερίδα «Εποχή», το «Βήμα» και αλλού), της μεταφράστριας και κριτικού Ελισάβετ Κοτζιά σταθερή συνεργάτης της εφημερίδας «Η Καθημερινή», της ποιήτριας και επιμελήτριας, δημοσιογράφου Έλενας Χουζούρη, της ποιήτριας Ελένης Χωρεάνθη, των καθηγητριών Αμαλία Καραλή και Αλεξάνδρα Μπουφέα που μας πρόσφεραν η πρώτη το βιβλίο της για το αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» η δεύτερη την εμπεριστατωμένη εργασία της για «Τα Λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής». Και, όπως θέλω να ελπίζω, και νεότερων, νεότατων ηλικιακά γυναικείων φωνών της δοκιμιογραφίας και της κριτικής οι οποίες βαδίζοντας πάνω στα χνάρια των προγενέστερων ομοτέχνους τους, σπέρνουν εύοσμα και παραγωγικά τους λειμώνες της φιλολογίας, με τις ατομικές τους ταυτότητες και φωνές. Ο χρόνος της ζωής όπως και της τέχνης συμβαδίζοντας παράλληλα, είναι ενιαίος και σταθερά αναπτυσσόμενος.. (μικρή παρένθεση, ένας τομέας που μάλλον δεν έχει εξετασθεί, όσον αφορά την γυναικεία παρουσία και συγγραφή είναι ο τομέας των πολιτικών αναλυτριών, όχι καθαρών δημοσιογράφων αλλά των πολιτικών σχολιαστών στον έντυπο τύπο και τα πολιτικά περιοδικά. Μόνο η κυρία Μαριάνα Πυργιώτη είναι ίσως αναγνωρίσιμη και αρεστή. Όπως και το κάστρο των ανδρών διεθνολόγων ή διπλωματών δεν έχει ακόμα πολιορκηθεί από το γυναικείο φύλο).   

     Γνώρισα την δοκιμιακή γραφή της Χριστίνας Ντουνιά από την σημαντική της εργασία «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ. 544, τιμή 4370 παλαιές δραχμές. Διαβάζοντας τα 12 κεφάλαια του χρήσιμου αυτού βιβλίου, κάναμε ας μου επιτραπεί η έκφραση, ένα εκπαιδευτικό ταξίδι στους αριστερούς ορυζώνες των λογοτεχνικών περιοδικών του μεσοπολέμου. Ανιχνεύσαμε τις διαδρομές που ακολούθησαν τα λογοτεχνικά έντυπα και οι συνεργάτες τους που ενστερνίστηκαν την αριστερή-κομμουνιστική ιδεολογία της εποχής τους, όπως την πρέσβευε και την προπαγάνδιζε, την αποδέχονταν διεθνώς η Μέκκα του κομμουνισμού. Βοηθηθήκαμε να εντοπίσουμε κρίσιμους σταθμούς στην διαδικασία αφομοίωσης και εξέλιξης των αριστερών δημιουργών και των έργων τους, ήρθαμε σε επαφή με κείμενα θεωρητικών της λογοτεχνίας και των «δοξασιών» τους για τους λογοτεχνικούς κανόνες και αρχές. Σταθήκαμε στους πρώτους αριστερούς λογοτεχνικούς βηματισμούς στον μεσοπόλεμο, και είδαμε τις ιδεολογικές και άλλες μπουσουλάδες των υποστηρικτών της μαρξιστικής ιδεολογίας δημιουργών. Διαβάσαμε για τους εκκολαπτόμενους νέους προσδιοριστικούς τότε κόμβους που αναδύθηκαν από τις εκατοντάδες ιδεολογικές ζυμώσεις και συζητήσεις περί και εντός των αριστερών ιδεολογικών τειχών. Τις προτιμήσεις ελλήνων σε πολιτικά πρόσωπα, επιλογές και αποφάσεις. Σε καθοδηγητές κανονοφύλακες στο τι είναι λογοτεχνία, τι πρεσβεύει, τι στόχους οφείλει να έχει, ποια θα πρέπει να είναι η θεματολογία της. Δηλαδή, τους σύγχρονους αριστερούς και κομμουνιστές παιδονόμους της τέχνης. Τους πραιτοριανούς κέρβερους της λογοτεχνικής μαρξιστικής καθαρότητας. (το αντίπαλο στρατόπεδο του αστικού πνευματικού λευκαντικού «εύρηκα»). Συμμετείχαμε νοερώς στους ιδεολογικούς διαξιφισμούς ατόμων και εντύπων της εποχής. Σε ιδεολογικές μάχες επί των μαχών μέχρι τελικού χασμουρητού. Αναγνωρίσαμε πρόσωπα προβεβλημένα και καταξιωμένα στον χώρο της πεζογραφίας και της ποίησης τα οποία συνέχισαν να παράγουν και να εκδίδουν τις κατοπινές δεκαετίες τα βιβλία τους. Διαισθανθήκαμε θεωρητικά αδιέξοδα, (πριν ακόμα εμπεδωθούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων και των λογίων), αναβιώσαμε με την «αντιδραστική» φαντασία μας, καταστάσεις και αντιφάσεις προθέσεων. Ξεσκονίσαμε συμφωνίες και διαφωνίες λογοτεχνών, αποσιωπήσεις και εσκεμμένες παραλήψεις ιδεολογικών αντιπάλων, έργων της αντίπαλης αστικής παράταξης και μπουρζουαζίας. Χαρήκαμε με συμπεριφορές και στάσεις ελλήνων δημιουργών που δεν υποτάχθηκαν στην γενική επικρατούσα τότε ιδεολογική ομπρέλα της αριστεράς και της μαμάς, μητέρας, μανούλας Μόσχας. Που δεν ακολούθησαν το ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και των επιμέρους παραφυάδων του. Των εκκολαπτόμενων συνοδοιπόρων. Για να θυμηθούμε και μερικές σκουριασμένες έννοιες από την πολιτική και κομματική ορολογία μιας άλλης εποχής και όχι ωραιοποίησης των τότε κακώς γενομένων. Στην σύγχρονη των ημερών μας πολιτική και ιδεολογική παλέτα, δεν υπάρχει αυτό το σκουρόχρωμο κόκκινο χρώμα εκείνων των περιόδων, και όπου αναγνωρίζεται, ανακατεύεται με το νέφτι της οικονομίας και των τραπεζικών χρηματιστηριακών συναλλαγών.  Το προαναφερθέν βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά-όπως και άλλες νεότερες μελέτες της-, δεν διερευνά μόνο τις συνθήκες που γεννήθηκαν οι συγγραφικές φωνές της αριστεράς και των έργων τους την περίοδο του μεσοπολέμου, τις κρίσιμες δύο δεκαετίες 1920 και 1930 στην ελληνική γεωγραφική και λογοτεχνική επικράτεια, της μπελ εποκ των λογοτεχνικών ρευμάτων και ιδεολογιών. Έντονα πολιτικές και σημαδιακές δεκαετίες μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων στο δυτικό ημισφαίριο,-που κυοφορήθηκαν στην γερασμένη και κλασικοθρεμένη όπως της αρέσει να υποστηρίζει ευρωπαϊκή ήπειρο-συμπεριλαμβανομένης και της βαλκάνιας «χαμερπής» κοκοτεύουσας αυτοθαυμαζόμενης μέσα στην ιστορία πατρίδας μας, αλλά, μας φώτισε με ακριβοδίκαιο τρόπο και με την πρέπουσα απόσταση τους δρόμους εκείνους που η λογοτεχνία συνάντησε την ιστορία, η ιδεολογία διαπλέκεται με την λογοτεχνική θεωρία και αναζητούνται νέες προσβάσεις κατανόησης του πνευματικού και καλλιτεχνικού εποικοδομήματος, εξέτασης, προσέγγισης του λογοτεχνικού χώρου στην μελλοντική προοπτική του. Ή ίσως ορθότερα, η πολιτική-ιδεολογική κολυμβήθρα που σχεδίασαν οι εκπρόσωποι της αριστερής διανόησης, γίνεται το πνευματικό και καλλιτεχνικό καθαρτήριο αναγνώρισης και καταξίωσης στο οποίο οφείλουν να εμβαπτιστούν οι των άλλων παρατάξεων και ιδεολογικών φωνών συγγραφείς. Η αριστερά αναζητά τρόπους  (νόμιμους και μη), αιτίες και αφορμές να εμβαπτίσει την ποίηση και την πεζογραφία, την γραφή της εποχής της, τους συγγραφείς στην κολυμβήθρα της δικής της ιδεολογικής πλατφόρμας καταξίωσης και αποδοχής. Ορισμένες μάλιστα φορές, των πλέων στενάχωρων κομματικών της εκδοχών. Η ελληνική ιστορία των δύο αυτών δεκαετιών διαβάζεται και ερμηνεύεται με βάση την πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή, τα σημαντικά πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας εκείνης της κρίσιμης και αναστατωμένης και αιματοβαμμένης πολιτικής περιόδου. Ο κάπως στεγνός και στεγανός επιστημονικός λόγος της Ιστορίας, λειαίνεται, καθώς φωτίζεται η επαναστατική του δυναμική μέσα από το πρίσμα της λογοτεχνίας. Η μυθοπλασία είναι μάλλον η έντεχνη παραμυθία της ανθρώπινης περιπέτειας στην αποδοχή και κατανόηση των ιστορικών γεγονότων και διαδραματιζομένων από πέραν του ενός ιστορικά υποκείμενα, την οποία γράφει και συνθέτει, την στιγμή της δράσης των ηρώων και ηρωίδων της μυθιστορηματικής ή ποιητικής επικής γραφής ο συγγραφέας που έπεται και αναβιώνει τα συμβάντα με το ρεπορτάζ της μυθοπλασίας. Την διαμορφώνει διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και τον χαρακτήρα της εκ των υστέρων, και όχι εν βρασμώ. Η ιστορική πραγματικότητα είναι ταυτόχρονα και λογοτεχνική βίωση του καθρεφτίσματός της στον γενικό καθρέφτη  της εξέλιξης της ανθρώπινης ύπαρξης και πορείας. Το είδωλο δεν είναι πλέον ο ήρωας της ιστορίας αλλά της λογοτεχνίας. Δηλαδή της γραφής. Η ανθρώπινη περιπέτεια μέσα στον χρόνο, ούτε πάντοτε επιτυχημένη υπήρξε ούτε ειρηνική. Το ανθρώπινο Ον δεν έπαυσε να έρχεται σε συνεχείς ρήξεις με τον εαυτό του και τα υπόλοιπα έμβια όντα της φύσης. Η λογοτεχνία και η ποίηση ποτέ της δεν κατόρθωσε να σταματήσει ή να αναχαιτίσει τις ανθρώπινες, των εθνών διαμάχες, παρά τις καλές προθέσεις και επιδιώξεις των συγγραφέων της. Το μόνο που ίσως κατορθώθηκε είναι να πραΰνει κάπως τον ανθρώπινο πόνο και χαμό που δημιουργεί ο κάθε μορφής και είδους και διάρκειας πόλεμος, και ιδιαίτερα ο σκληρότερος από όλους, ο ιδεολογικός. Ο ποίος καλλιεργεί έναν καταστρεπτικό πνευματικό «φονταμενταλισμό» στις συνειδήσεις των ανθρώπων ενίοτε άτακτα και άκαιρα, σε μεταιχμιακές περιόδους. Η λογοτεχνία εικονογραφεί τα πάθη και τις αιματοχυσίες των ανθρώπων και δημιουργεί η ίδια ένα πεδίο έρευνας και εξέτασης όχι του ιστορικού φαινομένου αλλά του λογοτεχνικού αποτελέσματος. Στο αποτέλεσμα της γραφής, δεν βγαίνει «δικαιωμένο» το ιστορικό υποκείμενο που είναι ο συγγραφέας αλλά ο ήρωας που έπλασε μέσα στο έργο του. Αυτός είναι που ορίζει τις νέες ιστορικές ερμηνείες και κανόνες αποδοχής. Το ενδιαφέρον μελέτημα της Χ. Ν.  «Λογοτεχνία και Πολιτική» υποδέχθηκαν επαινετικά τα έντυπα της εποχής. Βλέπε χαρακτηριστικά: Δημήτρης Τζιόβας, εφημερίδα «Τα Νέα», Τρίτη 15/4/1997, σ. 28-29, «Στρατευμένη ή υποταγμένη λογοτεχνία;». Σπύρος Τσακνιάς, εφημερίδα «Το Βήμα», Κυριακή 13/4/1997, σ. 13, «Σβησμένα πάθη». Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», Τετάρτη 21/5/1997, σ. 35(;), «Η τέχνη στο άρμα της ιδεολογίας». Μάρυ Θεοδοσοπούλου, εφημερίδα «Η Εποχή», Κυριακή 16/3/1997, σ. 19-20. «Η Χαμένη χειραφέτηση»., κλπ.  

     Οι δοκιμιακές εργασίες και τα άρθρα της Χριστίνας Ντουνιά αγκαλιάζουν διάφορους τομείς και πεδία της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής της προηγούμενης πριν εκπνεύσει χιλιετίας. Εξετάζει και γράφει για τις συνθήκες παραγωγής ποιητών και πεζογράφων. Συγκεντρώνει πληροφορίες και συλλέγει στοιχεία για ποιητές και πεζογράφους ενώ επιμελείται την επανέκδοσης των έργων τους. Των Απάντων τους ή φέρνει στο φως αθησαύριστα έργα τους. Μας δείχνει την υποδοχή της συγγραφικής τους παραγωγής από τους ομοτέχνους τους και τον ευρύτερο φιλολογικό και λογοτεχνικό περίγυρο της εποχής τους. Πρόσωπα και κείμενα, γνωστά μας, καθιερωμένα της ελληνικής γραμματείας του προηγούμενου αιώνα. Σταθμοί, θεωρήσεις και αναθεωρήσεις της ελληνικής πνευματικής παράδοσης περνούν μπροστά στα μάτια μέσα από τα δημοσιεύματα και τις μελέτες, τα βιβλία της Χριστίνας Ντουνιά. Στόχευσε και ανέδειξε τις φανερές ή άδηλες σχέσεις μεταξύ λογοτεχνίας και πολιτικής (κυρίως της αριστερής ιδεολογίας φωνές), μας κέντρισε το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε ορθότερα τους πρωταγωνιστές, τους κεντρικούς ομιλητές και συνομιλητές της λεγόμενης «προλεταριακής» λογοτεχνίας. Μάθαμε για τις αλληλοεπιδράσεις τους, τις λογοτεχνικές «σέχτες» μέσα στους κόλπους της αριστερής διανόησης. Τις αναμορφωτικές επιδράσεις στόχων της προσανατολισμένης ιδεολογικά και κομματικά τέχνης. Ακτινογράφησε με ευστοχία ιστορικές και λογοτεχνικές περιόδους και ρεύματα του μεσοπολέμου. Φώτισε εικόνες και σκιές της συγγραφικής παραγωγής και «προπαγάνδας» που καλλιεργήθηκαν μέσα από τις σελίδες των περιοδικών των δύο αυτών δεκαετιών και όχι μόνο. Επιμελήθηκε και έγραψε την εισαγωγή στην ημερολογιακή έκδοση για τον ερωτικό ποιητή του Μεσοπολέμου «Ναπολέων Λαπαθιώτης-… του έρωτα πάλι το στενό», Ημερολόγιο 2009 (Ο λόγος των δημιουργών), εκδ. Μεταίχμιο. Το εισαγωγικό της σημείωμα αρχινά με την ρήση του ποιητή Τάκη Παπατσώνη «Αν ο Λαπαθιώτης δεν ήταν ο ιδανικός ποιητής, αναρωτιέμαι τότε ποιος άλλος είναι ή θα είναι ποτέ». Σελ. 5. Αναστυλώνει, φροντίζει και γράφει το επίμετρο στο πεζό της λησμονημένης παλαιά μυθιστοριογράφου Ντόνας Ρωζέτη. Επανεκδίδεται το ομοφυλόφιλο μυθιστόρημα της «Η ερωμένη της». Ένα προκλητικό και τολμηρό πεζογράφημα για την εποχή που κυκλοφόρησε (1929), και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής της «Νέας Εστίας» Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η δ. Ρωζέτη ξέρει να γράφει. Έχει τη σκέψη λεπτή και βαθιά, η πινελιά της αποδίδει γραμμή, χρώμα ατμόσφαιρα. Αιστάνθηκε, φαίνεται στη ζωή της ένα μεγάλο πόνο κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο». Το μυθιστόρημα αυτό, που διαπραγματεύεται και απεικονίζει τις ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις μεταξύ δύο κοριτσιών στην Αθήνα του μεσοπολέμου, «εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το προσκήνιο μετά την έκδοση του το 1929,έρχεται και πάλι στο φως». Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο 2005, με τον οποίο συνεργάζεται η Χριστίνα Ντουνιά. Διερεύνησε και κατέγραψε την δεκαετία του 1920 στο κείμενό της, «Η δεκαετία του 1920: από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση». Σελίδες 61-82. Είναι η δική της συμμετοχή στον σύμμεικτο τόμο («Πρακτικά Συνεδρίου στη Μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου» Ρέθυμνο 20-22 /5/2011), «ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ» προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Επιμέλεια Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας. Τ.Φ.Π. Κρήτης, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης-Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2002. Το 2014 από το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφόρησαν οι δύο τόμοι της για την καλαματιανή ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Τεκμηριωμένες με θερμή φροντίδα και γυναικείο φιλολογικό ενδιαφέρων εκδόσεις οι οποίες  μας επαναπροτείνουν τον ποιητικό και τον πεζό λόγο της ποιήτριας συντρόφου του Κώστα Καρυωτάκη, μέσα από τον ερμηνευτικό φακό προσέγγισης της Χ. Ν.  Τόμος πρώτος- Μαρία Πολυδούρη «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά. Το 400 σελίδων βιβλίο περιλαμβάνει τις συλλογές «Οι τρίλιες που σβήνουν», «Ηχώ στο χάος», «Ανέκδοτα και αθησαύριστα» ποιήματα των ετών 1918-1930. Σημειώσεις για την ποιητική παραγωγή της Μαρίας Πολυδούρη, Επίμετρο, Στοιχεία Βιογραφίας και Ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων.  Ο δεύτερος τόμος έχει τίτλο Μαρία Πολυδούρη, «ΡΟΜΑΝΤΣΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΕΖΑ», με εισαγωγή και επιμέλεια. Οι 278 σελίδες του περιέχουν Εισαγωγή και Ρομάντσο, /Ημερολόγιο/Τρία χρόνια ύστερα/ (στον ποιητή Φίλιππο Κλέωνα/ (Αυτοβιογραφία)/ Εφηβικά Πεζά/ Γράμματα από το Παρίσι. Σημειώσεις και Στοιχεία Βιογραφίας. Με τις δύο αυτές αναστυλώσεις της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη έχουμε στις μέρες μας την ολοκληρωμένη πλέον ποιητική και πνευματική μορφή της ποιήτριας, οι οποίοι «πιστοποιούν την ποιητική και αφηγηματική ικανότητα και δεξιοτεχνία, την οξυμένη της ευαισθησία», το κοινωνικό της ενδιαφέρον, την συμμετοχή της στα κοινά ως ποιήτρια και ως γυναίκα. Ενώ μία δεκαετία νωρίτερα, μας έχει δώσει την εκτεταμένη της μελέτη πάνω στον αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας, «ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης», εκδ. Καστανιώτη 2000. Βλέπε κριτική της Αθηνάς Βογιατζόγλου, στο περιοδικό «ΠΟΙΗΣΗ» τχ. 17/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2001, σ. 289-295, «ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ». Μια ολοκληρωμένη εξέταση του έργου του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, των ερμηνευτικών αμφιθυμιών και διχογνωμιών που προκάλεσε η ποίησή του (ιδιαίτερα στους κύκλους των διανοουμένων που προέρχονται από τον χώρο της αριστεράς). Η Χριστίνα Ντουνιά περιδιάβηκε ένα μεγάλο πεδίο κριτικών και λογοτεχνικών κειμένων αφορώντα τον «απαισιόδοξο» σατιρικό και «βιτριολικά» σατιρολόγο ποιητή. Μας έδειξε το ιστόγραμμα της αποδοχής του, των απορρίψεών του από το καλλιτεχνικό περιβάλλον των ημερών του, της αποσιώπησης του έργου του από ομοτέχνους του, την επαναπροσέγγιση του στα κατοπινά χρόνια κάτω από τα νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας και τις αλλαγές που επήλθαν στον χώρο της ποίησης, της ελληνικής καλλιτεχνίας, με την ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων και την γνωριμία των νέων γενεών με ρεύματα και ζυμώσεις της δυτικής γραμματείας και παράδοσης στους μοντέρνους καιρούς. Ο Κώστας Καρυωτάκης υπήρξε μία τομή στα ελληνικά γράμματα που ακόμα και σήμερα αρνούμαστε με ευκολία να την αποδεχτούμε. Είναι ένα ποιητικό παρόν που μετείχε και μετέχει σε μεταγενέστερες χρονικά από τον ίδιο, πνευματικές διαδικασίες και εξελίξεις στα ελληνικά γράμματα, που δεν προέρχονται από την συγγραφική παραγωγή του μεσοπολέμου. Η προσωπική του περιπέτεια έγινε και περιπέτεια πολλών ελληνικών φωνών. Ο ποιητικός του λόγος μπόλιασε ακόμα και φωνές που δεν θα το περιμέναμε. (Γ. Σεφέρης, Γ. Ρίτσος). Το καρυωτακικό έργο κόμισε μια άλλη πνοή και ευαισθησία μέσα στην απαισιόδοξη ατμόσφαιρά της η οποία ακόμα και στις μέρες μας εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις και εντάσεις εντός και εκτός των ποιητικών τειχών. Πράγμα που μας δείχνει ότι τίποτα από το έργο και τον βίο του δεν πήγε χαμένο, από αυτόν τον σατιρικό κάπως «συντηρητικό» και σκεπτικιστή ποιητή του μεσοπολέμου. Έναν δημόσιο υπάλληλο που ασχολήθηκε με την ποίηση, μετέφρασε ευρωπαίους ποιητές που συγγένευαν μαζί του, παρ’ όλα αυτά όμως, ούτε τόλμησε να λύσει τους εργασιακούς του δεσμούς με τα γρανάζια της γραφειοκρατίας του δημοσίου που εργάζονταν και τον έπνιγαν, ούτε αποδέχτηκε το πνιγηρό εργασιακό του περιβάλλον και όλα τα δημοσιοϋπαλληλικά αδιέξοδά του. Ο Καρυωτάκης παρέμεινε αναποφάσιστος στον ιδιωτικό του βίο. Προτίμησε να αντιταχθεί στο κατεστημένο της εποχής του μέσω της ποίησής του και της λεπτής και οξείας σάτιράς του. Ενός λόγου, που δεν νομίζω να ίδρωσε το αυτί κανενός που τον διάβαζε από το οικείο επαγγελματικό του περιβάλλον. Αντίθετα, έγραψε μάλλον με αρκετή δόση ποιητικής «χαιρεκακίας» εκφραστικούς στιγματισμούς για ποιητές και ποιήτριες της εποχής του των οποίων το έργο αναγνωρίζονταν περισσότερο από το δικό του. Μιλτιάδης Μαλακάσης, Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάνου…  Η Χριστίνα Ντουνιά συνεργάστηκε επίσης με το κείμενό της, «Ο Καρυωτάκης και οι υπερρεαλιστές», σ. 307-322, στο Επιστημονικό Συμπόσιο «ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΥΩΤΑΚΙΣΜΟΣ» (31/1 και 1/2/1997), εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας-Σχολή Μωραϊτη, Αθήνα 1998. Το 2006, συμμετέχει στην σειρά «εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη, με επιμελητή της σειράς τον κριτικό Κώστα Βούλγαρη με το νούμερο 24. Η Ντουνιά μας πρότεινε τον πεζογράφο «ΠΕΤΡΟ ΠΙΚΡΟ» ΤΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΥ. Διαβάζουμε αποσπάσματα από τα «Χαμένα Κορμιά», το «Σα θα γίνουμε άνθρωποι», το «Τουμπεκί». Ο τόμος συμπληρώνεται με χρονολόγιο, βιβλιογραφία, ευρετήρια. Ενώ παράλληλα, μας έδωσε μελέτες της για το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, του πεζογράφου Νίκου Καζαντζάκη, του Οδυσσέα Ελύτη… (του καταραμένου αμερικανού πεζογράφου και ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε) και νεότερων ελλήνων λογοτεχνών. Όπως ο πρόωρα χαμένος ποιητής Ηλίας Λάγιος, ο πεζογράφος Θανάσης Βαλτινός κ. ά. Ενώ παράλληλα δημοσιεύει κριτικές της και άρθρα σε λογοτεχνικά και πολιτικά περιοδικά. Βλέπε ενδεικτικά περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 170/7,8,2002, σ. 652-653, «Ο ΒΥΘΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΠΟΗΣΗ ΑΡΧΗΣ». Υπογράφει την κριτική για το βιβλίο του Ευριπίδη Γαραντούδη στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 1748/9, 2002, σ. 337-341. Ευρύτερου κοινωνικού προβληματισμού άρθρα της, διαβάζουμε από την δεκαετία του 1980 στο πολιτικό περιοδικό «Αντί», βλέπε τχ. 269/31-8-1984, «Για αξιοκρατία θα μιλάμε τώρα;», σ. 41, τεύχος  274/9-11-1984, σ. 51. «ΡΟΔΟΣ- ΧΑΛΚΗ ’84. « Μια νέα πρόταση για τον πολιτισμό. Και πολλά άλλα σε διάφορα περιοδικά. Με δύο λόγια, έχουμε μια γυναικεία δοκιμιακή φωνή και  πανεπιστημιακή γραφίδα που το συγγραφικό και ερευνητικό της ενδιαφέρον εστιάσθηκε σε παλαιότερες, σύγχρονες, μοντέρνες αναστυλώσεις παλαιών και σύγχρονων φωνών. Ανθολόγηση κειμένων τους και μια ευρύτερου ενδιαφέροντος κριτικογραφία και αρθρογραφία.  Συμμετέχει επίσης σε αφιερώματα περιοδικών. Δημοσιεύει βιβλιοκριτικά της σημειώματα σε περιοδικά και εφημερίδες, γράφει βιβλία, αλλά και μας προσφέρει μεταξύ άλλων συγγραφικών της δραστηριοτήτων και μια συλλογή με Διηγήματά της. «Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο» Διηγήματα, εκδόσεις Καστανιώτη 1998. Πράγμα που μας αποκαλύπτει όχι μόνο το δοκιμιακό της τάλαντο (για το οποίο έχει βραβευθεί από την ελληνική πολιτεία) αλλά και το πηγαίο και αυθόρμητο διηγηματικό της ταλέντο. Ένας τόμος γραμμένος με ευαισθησία, τρυφερότητα, ζεστό ύφος και ρέοντας λόγος. Κάτι που δείχνει την ατομική της περιπλάνηση στα μονοπάτια της γραφής πέρα από το δοκίμιο. Μια πρωτογενής συγγραφική περιπέτεια πέρα από τα όρια των πανεπιστημιακών και άλλων της καθηκόντων. Εδώ η συγγραφέας αποφασίζει να εκτεθεί και να συναγωνιστεί όχι με τον γυναικείο δοκιμιακό λόγο των άλλων συναδέλφων της αλλά με την διηγηματική ματιά και «θεματολογία» των σύγχρονων ελληνίδων διηγηματογράφων και πεζογράφων. Η συγγραφέας δεν αναζητά απαντήσεις στα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που την απασχολούν σε έργα τρίτων, αλλά επικεντρώνει τις συγγραφικές της δυνάμεις, την προσωπική της στόφα, και στρέφεται στις δικές της πηγές έμπνευσης και δημιουργίας.  Καλογραμμένα διηγήματα γραμμένα από γυναικεία σκοπιά. «Συναγωνίζεται» ισότιμα τις άλλες ελληνίδες διηγηματογράφους. Για την συλλογή έγραψαν θετικά οι: Χρήστος Παπαγεωργίου, εφημερίδα «Η Αυγή» της Κυριακής 31/1/1999, σ..43, «Πάθη καθημερινότητας», Δημήτρης Κόκορης, περιοδικό Αντί τχ. 678/15-1-1999, «Απόσταγμα βροχερού ονείρου», Μιχάλης Γ. Μερακλής, περιοδικό «Η Λέξη» τεύχος 152/7,8,1999. Ενώ το περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» τεύχος 1529/5-6-1999, σ.16-17, στις σελίδες που επιμελείται ο Η. Νόλλα, «το σύγχρονο ελληνικό διήγημα», δημοσιεύται το διήγημά της «Η δασκάλα».

      Τα περισσότερα σχεδόν δοκίμιά της που έχουν προσεχθεί και διαβαστεί έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ένθετα περιοδικά εφημερίδων, ( βλέπε Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας) στις φιλολογικές σελίδες πολιτικών εφημερίδων, (Η Αυγή), χωρίς να απουσιάζουν και τα καθαρώς πολιτικά περιοδικά της ανανεωτικής αριστεράς, όπως  είδαμε, το περιοδικό «ΑΝΤΙ» όπου υπογράφει εργασίες της. Του παλαιού πολιτικού περιοδικού της ανανεωτικής αριστεράς του εκδότη Χρήστου Παπουτσάκη, το οποίο ανάμεσα στις άλλες εκδοτικές του δραστηριότητες, είχε πραγματοποιήσει εξαιρετικές μικρές και φτηνές λογοτεχνικές εκδόσεις στην σειρά που δημιούργησε «Νεοελληνικές Ψηφίδες» των εκδόσεων ΠΟΛΥΤΥΠΟ. Βλέπε παραδείγματος χάριν το τομίδιο «Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία» και το τομίδιο του ΔΑΝΙΗΛ Ι. ΙΑΚΩΒ, «Η ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ» Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΠΗΓΩΝ. Επιμέλεια: Άντεια Φραντζή, σειρά Νεοελληνικές Ψηφίδες-2, εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα 1983, (Δεκέμβριος 1982), σελίδες 112, διαστάσεις 12Χ17, τιμή 150 παλαιές δραχμές. Στο οποίο μεταξύ άλλων παραπέμπει και η Χριστίνα Ντουνιά.

     Το μικρό βιβλίο του Δανιήλ Ι. Ιακώβ, «Η ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ» νούμερο 2 της σειράς «Νεοελληνικές Ψηφίδες» των εκδόσεων Πολύτυπο-Αθήνα 1983 είναι μάλλον το πληρέστερο και αναλυτικότερο και χρηστικότερο μελέτημα για τις πηγές αρχαιογνωσίας της ποίησης του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή χωρίς ασφαλώς να απορρίπτουμε και τις μεταγενέστερες αρθογραφίες και σχετικές μελέτες από νεότερους και νεότερες συγγραφείς, μελετητές και μελετήτριες. Η δομή και η εσωτερική οργάνωση του υλικού, η ταξινόμησή του η σύνολη εκδοτική μορφής του, είναι ίσως ακόμα και σήμερα η βάση για όσους θέλουν να ασχοληθούν με το ζήτημα των δάνειων στοιχείων προερχόμενα από την αρχαία ελληνική γραμματεία του Οδυσσέα Ελύτη. Από την διαρκή και ανοιχτή συνομιλία του ποιητή με τον λόγο, την ποίηση, τα νοήματα, τις λέξεις, τις εικόνες, το ύφος, ακόμα και τα ονόματα των αρχαίων λυρικών ποιητών ή επιγραμματοποιών που εντάσσει και αναφέρει ο ποιητής στις δικές του ποιητικές συλλογές. Είναι ίσως, ο μοναδικός νεοέλληνας ποιητής που συναντάμε τόσα πολλά ονόματα και αποσπάσματα έργων τους, θρύψαλα ποιητικών τους συνθέσεων μέσα στην σύνολη ποιητική και δοκιμιακή του παραγωγή, σπαράγματα και στίχοι ενταγμένοι αρμονικά, ισορροπημένα, δίχως να ξενίζουν τον σημερινό αναγνώστη, εσωτερικές του συνομιλίες με τους έλληνες και ελληνίδες προγόνους του. Η ελληνική αρχαία λυρική και επική παράδοση διαχέεται μέσα στον σύγχρονο ποιητικό λόγο δημιουργικά και ονειρικά. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτήν την σύζευξη, τίποτα δεν γίνεται από σκοπιμότητα παρά μόνο όπου το απαιτεί η ίδια η τεχνική, μορφή και έκφραση της γλώσσας της Ποίησης. Ο Δανιήλ Ι. Ιακώβ με το μικρό του βιβλιαράκι μας προσφέρει την πληρέστερη εικόνα των αρχαίων δανείων που χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας Ελύτης στην υποστήριξη του προσωπικού του ποιητικού, συνθετικού αρχιτεκτονήματος. Ο αρχαίος ελληνικός ποιητικός λυρισμός έρχεται και ποτίζει το υπερρεαλιστικό πρόσωπο του Οδυσσέα Ελύτη και ενώνεται με τον σύγχρονο λυρισμό της ελληνικής μοντέρνας ποίησης. Ο υπότιτλος του βιβλίου «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ» δηλώνει με τον πλέον κατηγορηματικό και ειλικρινέστερο τρόπο την ακτινογραφία της μελέτης τόσο πάνω στα αρχαία έργα όσο και στις υπάρχουσες ποιητικές συλλογές του Ελύτη. Μιά έρευνα, με δύο σκέλη σαν του διαβήτη. Από την μία εξετάζει στίχο τον στίχο τις μέχρι τότε ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη και τις αυτόνομες ποιητικές του μονάδες και από την άλλη,  εντοπίζει και καταγράφει τους αρχαίους ποιητές και συγγραφείς και τα αποσπάσματα των έργων τους που συναντώνται στις ποιητικές συλλογές ή σε ποιήματα,  μεμονωμένους αποσπασματικούς στίχους του ποιητή, λέξεις και εκφράσεις. Ακόμα και τίτλους ποιητικών ή αποφθεγματικών ενοτήτων του Ελύτη όπως εκείνος το θέλησε και τους σχεδίασε με την παραμικρή λεπτομέρεια και ακρίβεια. Όχι μόνο έχουμε την ενδελεχή καταγραφή αρχαίων αποσπασμάτων και λέξεων, εκφράσεων, αλλά και όπου συναντάμε την αναφορά του ονόματος των αρχαίων ποιητών ή ποιητριών όπως η ΣΑΠΦΩ, στη δεδομένη περίπτωση. Ενώ στο τέλος της μελέτης ο Δανιήλ για να βοηθήσει ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη, για να του σταθεί χρήσιμος στην αναγνώριση των παραπομπών και της επανανάγνωσης προσθέτει τους «ΠΙΝΑΚΕΣ». Μια στατιστικού είδους αναφορά και προσέγγιση των πηγών στον νέο ποιητικό λόγο. Ο πρώτος πίνακας  νούμερο 1. Περιλαμβάνει «ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ», «Ο πρώτος αριθμός παραπέμπει στη σελίδα των ποιητικών συλλογών ή των τόμων με τα πεζά κείμενα, ενώ ο δεύτερος στη σελίδα ή στη σελίδα και τη σημείωση αυτής της μελέτης. Ομού αναφέρονται τα χωρία του αρχαίου λόγου με τον σύγχρονο, των αρχαίων ποιητών και φιλοσόφων με τον νομπελίστα ποιητή. Ομοτράπεζοι της ποιητικής παράδοσης. Ο δεύτερος πίνακας, είναι «ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΧΩΡΙΩΝ» Οι αριθμοί σε παρένθεση παραπέμπουν στις σημειώσεις.  Μπροστά στα μάτια μας παρελαύνουν ονόματα όπως του Αισχύλου, και τραγωδιών του, («Προμηθέας Δεσμώτης», «Πέρσες» «Χοηφόρες», «Αγαμέμνων»), ο Ίωνας φιλόσοφος Αναξαγόρας, ο Λέσβιος ποιητής Αλκαίος, ο Αριστοφάνης και οι κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Βάτραχοι». Ο Δημόκριτος, ο ποιητής Αρχίλοχος, ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Ο Εμπεδοκλής και ο Ζηνόβιος. Η φωνή του Ευριπίδη με τα έργα του «Ηλέκτρα», «Ιππόλυτος», «Κύκλωψ», «Μήδεια». Ο ποιητής των ποιητών Όμηρος, με τα δύο του Έπη, «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια». Ο Μελέαγρος και ο Μέναδρος, ο Οβίδιος και ο Οράτιος με τις «Ωδές» του. και ο σκοτεινός και πυριφλεγέθων Ηράκλειτος. Ο Ησίοδος με «τα έργα και ημέρες του» την «θεογονία» του και ο «Ερωτικός» του Πλουτάρχου. Η λυρική λέσβια ποιήτρια Σαπφώ, ο Σοφοκλής και ο Φιλόλαος, ο Σόλων. Ο Λογγίνος και ο Λόγγος. Ο  Ίβυκος, και φυσικά ο Πίνδαρος. Και  αρκετοί άλλοι από την ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία που ήρθαν και κούρνιασαν στην ποιητική αηδονοφωλιά των έργων του Οδυσσέα Ελύτη. Τέλος στην 110 σελίδα έχουμε τον τρίτο πίνακα. Της «ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ». Στον γενικό αυτόν Πίνακα αβίαστα αναγνωρίζουμε ότι η αρχαία λυρική ποιήτρια ΣΑΠΦΩ, το όνομά της και λέξεις της, σπαράγματα στίχων της, έρχονται πρώτα σε ποσοστά στην προτίμηση του Οδυσσέα Ελύτη και σε αναφορές-καταγραφές στις ποιητικές του συλλογές. Την Σαπφώ την συναντάμε 12 φορές σε πεζά κείμενα του Ελύτη και 8 σε ποιητικά. Σύνολο 20 αναφορών.  Δεύτερος έρχεται ο Όμηρος με 17 αναφορές, τρίτος ο φιλόσοφος Πλάτων με13 αναφορές, μαζί με το Ηράκλειτο. Ακολουθούν οι υπόλοιποι που στ γενικό σύνολο αντιπροσωπεύονται με λιγότερες από δέκα αναφορές. Εκπληκτική η εργασία αυτή του Δανιήλ Ι. Ιακώβ, και μάλιστα σε μια εποχή που οι δοκιμιογράφοι δεν ασχολούνταν με τέτοιας φύσεως αναλύσεις και ταξινομήσεις αν δεν κάνω λάθος. Είναι μάλλον το πρώτο μοντέλο έρευνας και συνεξέτασης στην ελληνική γραμματεία των νεότερων χρόνων, αν δεν λαθεύω. Την επιμέλεια του τόμου είχε η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Άντεια Φραντζή, συνεργάτιδα του περιοδικού. Η εμπεριστατωμένη και λεπτομερέστατη μελέτη-αποδελτίωση και καταγραφή που ο Δανιήλ Ι. Ιακώβ αφιερώνει «Στη μητέρα μου», όπως σημειώνεται στην εσωτερική σελίδα: «αποτελεί αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση μελέτης του Δανιήλ Ι. Ιακώβ που δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α. Π. Θ. με τίτλο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Καταγραφή πηγών».  Τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

-ΠΡΟΛΟΓΟΣ, 11-12.-ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ, 13. -I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ, 17-23.-II. ΟΙ ΠΗΓΕΣ. 1. Όμηρος, 27-35. 2.Αρχίλοχος, 36-37. 3. Σαπφώ, 38-43. 4.Αλκαίος, 44. 5. Ίβυκος, 45-49. 6. Ηράκλειτος, 49-53. 7. Ηράκλειτος, Αναξαγόρας, Δημόκριτος, 53-55. 8. Εμπεδοκλής, 56-57. 9. Φιλόλαος και Πυθαγόρειοι, 57-58. 10. Πίνδαρος, 58-59. 11. Τραγικοί,59-60, Α. Αισχύλος, 60-53. Β. Σοφοκλής, 63-65. Γ. Ευριπίδης, 65-66. 12. Αριστοφάνης, 67. 13. Αρχαία δημοτικά τραγούδια, 67-68. 14. Πλάτων, 68-72. 15. Αρχιμήδης, 72. 16. Αλεξανδρινοί ποιητές, 72-74. 17. Πλωτίνος, 74. 18. Λόγγος, 74-75. 19. Πλούταρχος, 75-76. -III. ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ, 79-90. –ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 93-100. –ΠΙΝΑΚΕΣ -I. Αρχαίες πηγές κατά τα έργα του Ελύτη, 103-105. -II. Ευρετήριο αρχαίων χωρίων, 106-109. -III. Συχνότητα αναφορών σε αρχαίους συγγραφείς, 110. Να συμπληρώσουμε ότι το 2014 οι εκδόσεις «Κοράλι» κυκλοφορούν τον τόμο, σεμινάριο νούμερο 43, «Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ» της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Ο τόμος είναι αφιερωμένος στην «Μνήμη του Δανιήλ Ιακώβ». (τον έχω παραγγείλει περιμένω να ανοίξει ο εκδοτικός οίκος να τον αγοράσω, γιαυτό δεν μπορώ να αντιγράψω τους συμμετέχοντες και τα θέματα που συζητήθηκαν.

       Όπως βλέπουμε Η Λέσβος κατέχει ξεχωριστή θέση στο έργο του Ελύτη, όχι μόνο γιατί το νησί είναι πατρίδα της κατεξοχήν αρχαίας λυρικής ποιήτριας, αλλά και γιατί ο ποιητής συνδέεται με τον τόπο αυτό με δεσμούς καταγωγής….  Είναι αναμενόμενο λοιπόν ο ποιητής να αγαπά και να θέλει να συνεχίσει την διαχρονική κληρονομιά των προγόνων του. Να σκύβει πάνω στα ποιητικά και άλλα κληροδοτήματά τους και να επιθυμεί να τα αναδείξει, να μας τα γνωρίσει και πάλι. Να μας φέρει σε επαφή μαζί τους με ένα διαφορετικό αλλά ουσιαστικό και αληθινό βλέμμα πλησιάσματος. Το λυρικό υπέδαφος του έλληνα ποιητή, εδώ συναντάται μάλλον περισσότερο και ανετότερα, παρά στους ευρωπαίους ομολόγους του. Οι παρατηρήσεις του, η επιμέλεια και η φροντίδα της παράθεσης των αρχαίων παραθεμάτων και αποσπασμάτων δηλώνουν το διαρκές ενδιαφέρον του Ελύτη γιαυτό που μας κληροδοτήθηκε ως αίσθηση της ελληνικής πραγματικότητας και ζωής, ως χρήση γλώσσας, ως συνήθειες και πρακτικές των βίου των απλών ανθρώπων και το μέγεθος του αισθητικού τους βλέμματος. Ο αρχαίος στοχασμός έρχεται και διοχετεύεται στα ποιήματα και τις αισθητικές θεωρήσεις του Ελύτη, παραδίδει εκ νέου την υφολογική του διάθεση στα χέρια και το όνειρο ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους έλληνες ποιητές. Ίσως, μόνον ο Κωστής Παλαμάς ή και ο Άγγελος Σικελιανός να έχουν «συσσωρεύσει» τέτοιον πλούτο από το αρχαίο ποιητικό και πεζό μετάλλευμα των προγόνων ελλήνων μέσα στο έργο τους. Αλλά αυτό, θέλει μια ειδική εξέταση και επισκόπηση των έργων. Το βιβλίο του Δανιήλ Ι. Ιακώβ αποτελεί ένα μοντέλο και μια πρόσκληση για νέες ερευνητικές εργασίες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

27 Αυγούστου 2021.

Και επειδή η Ποίηση έχει σχέση με την Πολιτική σε πιάνει θλίψη αν αληθεύουν τα λεγόμενα των ειδήσεων ότι την 23 Αυγούστου που εορτάστηκαν παγκοσμίως τα θύματα του Ναζισμού και του Φασισμού μαζί με εκείνα του Σταλινισμού, οι Έλληνες Ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άλλοι απείχαν από την ψηφοφορία καταδίκης των εγκλημάτων, άλλοι αρνήθηκαν να ψηφίσουν και άλλοι δήλωσαν παρών. Δηλαδή αν κατάλαβα σωστά και αληθεύουν αυτά που ελέχθησαν για τους Έλληνες Ευρωβουλευτές, για την στάση τους αυτή, τα ιστορικά εγκλήματα του Άουσβιτς, του Νταχάου, οι εξόριστοι των στρατοπέδων των Γκούλακ δεν υπήρξαν; Όπως φαίνεται, δεν κοστίζει πολύ η αστική δημοκρατία αλλά οι λεγόμενοι εκπρόσωποί της. Τι να πεις. Πάντως θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε πως και τι ψήφισαν οι Ευρωβουλευτές των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Για να βλέπαμε προς τα πού βαδίζει το ευρωπαϊκό «κουνιαμπέλα» οικοδόμημα.   

     

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ- ΚΡΙΤΙΚΆ Β΄


          Σ   Α   Π   Φ   Ω

Του ΚΩΣΤΑ  ΒΑΡΝΑΛΗ

           Ι

  ΕΠΕΑ  ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ

Δύο λόγιοι κουτσοπίνανε στην ταβέρνα κατά το βραδάκι. Ο καιρός είτανε γλυκός-ύστερ’ από μια λιόχαρη μέρα-και το κρασί καλό. Έξω ψηλά στο σκοτεινό δρόμο έλαμπε ο ουρανός με τ’ άστρα. Δεν τόνε βλέπαν, αλλά τόνε νιώθανε Η παρουσία του θαύματος γίνεται ορατή και με κλειστά μάτια. Άλλωστε κ’ οι δύο τους, σά λόγιοι, είταν «ένδον», αλλ’ ούκ ένδον» στην ταβέρνα, όπως ο Σωκράτης, όταν φιλοσοφούσε με φίλους ή έχθρους. Δηλαδή τα σώματά τους και τα ποτήρια τους είτανε μέσα στη ταβέρνα, μα η σκέψη τους ταξιδεύει στα ουράνια. Σε μια στιγμή ο ένας άρχισε να ψιθυρίζει μια στροφή της Σαπφώς.

     -Τι μεγάλη ποιητική φλόγα! Δεν υπάρχει δεύτερη σ’ όλην την πνευματική ζωή της ανθρωπότητας! Κάθε της λέξη είναι από ατόφιο χρυσάφι. Οι στίχοι της είναι σαν τις τρίλλιες του αηδονιού. Δεν έχουνε καμιά προσπάθεια. Μοιάζουν σαν φυσικός νόμος. Κι όμως έχουνε τόση τέχνη και σοφία! Και τόσην ειλικρίνεια! Λένε, πως η γυναίκ’ αυτή είτανε μικροκαμωμένη κι άσκημη. Αλλά οι τρόποι της, η κουβέντα της, το πνεύμα της-όλο της το είναι-αστραποβολούσαν από χάρη, ευγένεια και γοητεία. Είταν η  μεγαλύτερη προσωπικότητα της εποχής της, ανώτερη, απ’ όλους μαζί τους εφτά σοφούς της Ελλάδας.

     Είτανε διάστροφη λένε. Κι όμως δε θα βρείς κα τα πιο «ψηλά» νοήματα άλλων ποιητών εκφρασμένα με τόσην ευγένεια και τόσο εξαϋλωμένο πάθος, όπως η δική της ανώμαλη φύση. Είναι η μοναδική, που πέτυχε ως τώρα την «αγνή ποίηση», που μερικοί «μοντέρνοι» προσπαθούνε να την πετύχουν αντικαθιστώντας τη σκέψη με το ένστικτο. Στα ποιήματα της Σαπφώς κανένα στοιχείο δε θυσιάζεται στο άλλο. Ένστιχτο, αίσθημα, σκέψη, μελωδία και τεχνική, όλα ισορροπούνε στην υπερούσια σφαίρα της τελειότητας. Όταν ο σοφός Σόλωνας στην επιθανάτια κλίνη του άκουσε για πρώτη φορά στίχους της Σαπφώς, τότε κατάλαβε, πως απάνω από όλα τ’ αντρίκια μυαλά είχε ανέβει η «σοφία» μιάς τρυφερής και μικροκαμωμένης γυναίκας. Κι ως τώρα κανένας άντρας δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει. Μένει η ασύγκριτη.

     Τον διέκοψε η διπλανή παρέα, που άρχισε να τραγουδά:

                Εσύ κοιμάσαι κ’ εγώ νυστάζω,

                σε συλλογίζομαι κι αναστενάζω.

                Εσύ κοιμάσαι στα σεντονάκια

                κι εγώ γυρίζω μές τα σοκάκια…

-Φρίκη! φώναξε ο άλλος. Σύγκρινε τούτα τ’ άχερα με το «….εγώ δε μόνα κατεύδω» και θα ιδείς πόσο χαμηλά τη ρίξανε την αισθητική αγωγή του λαού! Έχω παρατηρήσει, πως οι Έλληνες «ιππότες», όταν θέλουνε να δείξουνε στη γυναίκα το ύψος των αισθημάτων τους, της υπόσχονται φαγί κι ακαματιά-και να μην της ταράξουνε τον ύπνο…

     Η διπλανή παρέα άλλαξε τραγούδι:

                Κοιμήσου, αγάπη μου γλυκιά,

                κι εγώ με την κιθάρα

                σε νανουρίζω σιγαλά

                με πόνο με λαχτάρα…

     -Τι πεζότητα! Συνέχισε ο δεύτερος. Ακόμα και τα δημοτικά τραγούδια, που η ποιητική τους αξία είναι αναμφισβήτητη, θεωρούνε τον «ύπνο»-και μάλιστα στην αγκαλιά της γυναίκας-ως ένα μεγάλο αγαθό:

                -Ήθελα να ρθώ το βράδι, μ’ έπιασε ψιλή βροχή.

                -Άς ερχόσουνα, πουλί μου, κι άς βρεχόσουνα πολύ.

                Είχα στρώμα να πλαγιάσεις, και φωτιά να ζεσταθείς,

                είχα σώμα ν’ αγκαλιάσεις και γλυκά να κοιμηθείς.

      Και στις παροιμίες, θα βρείς την ίδια εχτίμηση του ύπνου: «Κοιμήσου, χαϊδεμένη μου, κ’ η μοίρα σου δουλεύει». Αυτό οφείλεται, ίσως, στην κατώτερη κοινωνική θέση, που έχει η γυναίκα εδώ και πολλούς αιώνες. Γι’ αυτό ο ιππότης της προσφέρει μονάχα υλικά αγαθά: να την ταγίζει ζάχαρη, να την ταγίζει μέλι και να την αφήνει να… κοιμάται! Στα χρόνια της Σαπφώς η γυναίκα είταν ισότιμη σχεδόν με τον άντρα στις ασιατικές αποικίες και στα νησιά. Έτσι η Σαπφώ είχε όλο το θάρρος να τραγουδήσει τον καημό της, όπως όταν ένοιωθε, και να μην φοβάται κανέναν. Η Σαπφώ δε ζητούσε υλικά αγαθά, πρόσφερνε αίσθημα και πνεύμα…

     Αλλά η διπλανή παρέα άρχισε τώρα να ωρύεται…

     -Πάμε! Πάμε! Φώναξε ο πρώτος. Πάμε έξω στη νύχτα με τ’ άστρα και με τη βαθιά σιγή…

                              ΙΙ

                    «ΔΕΔΥΚΕ  ΜΕΝ  Α  ΣΕΛΑΝΑ»

     Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να βασιλεύει μεσάνυχτα η «σελάνα». Βρίσκεται στο πρώτο της τέταρτο. Ανατέλλει σχεδόν λίγο μετά τη δύση του ήλιου και βασιλεύει πολύ μετά την ανατολή του θεού των φώτων. Εψές το βράδι κατά τις εφτάμιση πρόβαλε από τον Υμηττό και είχε σφηνωθεί ολοστρόγγυλη, μεγαλόπρεπη, αστραφτερή ανάμεσα στην κορφή του βουνού και σ’ ένα στρώμα από σκούρα σύννεφα απάνου σ’ ένα φόντο μπλάβου κρουσταλλιού. Σπάνια η Φοίβη  είτανε τόσο ωραία και τόσο μελαγχολική καθώς έγερνε δεξιά το κεφάλι της με πόνο. Το πρωί κατά τις έξι είχε πιά φέξει κ’ εκείνη άσπριζε θαμπή μέσα στα διάφανα σύννεφα, όπως οι χρυσές μπαλίτσες των λαϊκών σκοπευτηρίων απάνου στα νερένια δάχτυλα του σιντριβανιού.

      Αλλ’ από τότε που η αθάνατη Σαπφώ, η «δεκάτη Μούσα» του Πλάτωνα, το «θαυμαστό χρήμα» του Στράβωνα, τραγούδησε τον ερωτικό καημό της μιά νύχτα φεγγαρόλουστη, η «σελάνα» δε βασιλεύει ποτές στη μνήμη των αισθαντικών ανθρώπων. Είτανε, φυσικά, νύχτα καλοκαιρινή η νύχτα της Σαπφώς. Γιατί το χειμώνα δεν είναι εύκολο να παρακολουθεί κανείς έξω τη μαγική πορεία του φεγγαριού και το σιγηλό βασίλεμα των άστρων. Άλλωστε οι Πλειάδες είναι αστερισμός καλοκαιριάτικος. Είχε ανοιγμένα τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς της κι όλος ο ουρανός με τα διαμάντια του και τα μυστικά του στεκότανε δίπλα της, όπως οι εννιά Μούσες. Κ’ η «δέκατη Μούσα» δεν μπορούσε να κοιμηθεί! Η ψυχή της είτανε γεμάτη ερωτικούς καημούς και λαχτάρες-χαμένοι κόσμοι! Δίπλα στο κομοδίνο είχε αφημένα τα βραχιόλια της, τα δαχτυλίδια της, τα σκουλαρίκια της και τον ασημένιο καθρέφτη. Κάθε τόσο σηκωνόταν από τα μεταξωτά σεντόνια κι’ έβγαινε στη  βεράντα ή στον κήπο να σβήσει την φλόγα της με τη δροσιά του νυχτερινού αέρα, που κατέβαινε από τα βουνά για να πέσει στο πέλαγος. Η βίλλα της είταν έξω από την πολιτεία της Μυτιλήνης. Βαθιά σιγή την εκύκλωνε και τα μυρωμένα  χείλη του ανέμου φιλούσανε το μισόγυμνο κορμί της (ναό των Μουσών και των Χαρίτων) η μελαψή της επιδερμίδα, που είχε αποθεώσει όσους την αγκαλιάσανε, φρικιούσε από τις αναμνήσεις. Κάτου στη χλόη αστράφτανε οι πυγολαμπίδες, ψηλά στον ουρανό προχωρούσε αδιάφορα η σελήνη και κάπου-κάπου η φωνή του γκιώνη μέσα στα κλαριά έκανε σπαραχτικότερο τον πόνο της. Θα σηκώθηκε πολλές φορές από το κρεβάτι, ώσπου περασμένα μεσάνυχτα είχανε δώσει «η σελάνα και Πλεϊάδες», κ’ εκείνη εξακολουθούσε να «κατεύδει» (να βολοδέρνεται) μονάχη στο κρεβάτι της. Αλλά για να δύει η σελήνη τα μεσάνυχτα, δεν ήτανε πανσέληνος. Και για να δύσουν οι Πλειάδες την ίδια ώρα, θα είτανε τέλη Αυγούστου.

     Κι αφού ξαγρύπνησε το θείο αυτό πλάσμα όλην την νύχτα, σχεδίασε τ’ αθάνατο κείνο τραγούδι, που είναι μοναδικό στην ιστορία της ποίησης όλων των εποχών για την αλήθεια, την απλότητα και τη μουσική του.

                Δέδυκε μέν ά σελάνα και Πληϊάδες, μέσαι δε

                νύκτες παρά δ’ έρχετ’ ώρα έγω δε μόνα κατεύδω

     Φυσικά, αυτοί οι δυό εξαίσιοι στίχοι είναι αποσπάσματα από ολάκερο ποίημα, που δεν τόγραψε βέβαια (μουσική και λόγια) την ίδια νύχτα, που ξαγρυπνούσε.

     Αλλά πώς προχωρεί «κρεσέντο» η ποιητική ουσία αυτών των περίφημων στίχων! Αρχίζει από το βασίλεμα της σελήνης και των Πλειάδων, σταματά λίγο στο θλιβερό πέρασμα των ωρών και κλείνει με τη μοναξιά της κλίνης.

     Αλλά πώς μπορούσε μιά Σαπφώ, πού η βίλλα της είτανε «ακαδημία» χορού, μουσικής και ποίησης, κι άντρο των ερώτων, να κοιμάται μόνη; Να είτανε ίσως στα χρόνια της εξορίας της (στην ξενιτιά κι όχι στη Μυτιλήνη;) Αλλά το πιθανότερο φαίνεται, πώς η ερημιά της κλίνης της συμπίπτει με τα γεράματά της κ’ ίσως αναφέρεται σε ορισμένο περιστατικό, όταν την παράτησε η πολυαγαπημένη της μαθήτρια. Ατθίδα και πήγε στην «ακαδημία» μιάς άλλης που τη λέγανε Ανδρομάχη.

     Ό,τι και να ναι, κάθε φορά, που λάμπει στον ουρανό το φεγγάρι, είναι αδύνατο να μη θυμηθεί κανείς το θρήνο της μοναδικής, της ασύγκριτης αυτής γυναίκας. «Δέδυκε μέν ά σελάνα…» Αλλά «δέδυκε» κι ο βίος!

                                ΙΙΙ

                                Ψ Α Π Φ Α

Στα «Λεσβιακά Γράμματα», «φιλολογικό και καλλιτεχνικό περιοδικό των νέων», που βγαίνει στη Μυτιλήνη με συνεργασία και των μεγάλων, δημοσιεύεται ένας «ωραίος χαρακτηρισμός της αιολικής ψυχής από τον καθηγητή κ. Λαβανίνι» μεταφρασμένος από το γυμνασιάρχη κ. Αριστ. Δελή.

     Ο χαραχτηρισμός είναι πραγματικά κι ωραίος και ζωντανός. Αλλά νομίζω, πως σε μερικά σημεία είναι παρατραβηγμένος.

     Η Σαπφώ δεν είναι μονάχα ένα θαύμα του αρχαίου ελληνικού λόγου κ’ ίσως ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής των αιώνων παρά κ’ ένα μεγάλο ψυχολογικό μυστήριο. Αν θελήσει κανείς να βγάλει τη ζωή της από τα κομματιασμένα της τραγούδια κι απ’ αυτά να κρίνει τα ήθη της, θα κινδυνεύει κάθε τόσο να πέσει έξω, άμα ξεχνάει, πώς η Σαπφώ δεν είναι δημιουργός μιάς εποχής, αλλά δημιούργημα της εποχής.

     Ο κ. Λαβανίνι μας λέγει, πώς η ζωή της Σαπφώς είτανε πλούσια όχι τόσον από εξωτερικά γεγονότα, όσο από εσωτερικά συναισθήματα. Κι όμως τα εξωτερικά γεγονότα παίξανε όχι μικρόν καθοριστικό ρόλο και για τη ζωή της και για το έργο της.

     Τα εξωτερικά γεγονότα είτανε δυό λογιών: κοινωνικά και πολιτικά. Επειδή ανακατεύτηκε στην πολιτική εναντίον του τυράννου Πιττακού εξορίστηκε από τη Μυτιλήνη. Αλλά για ν’ ανακατευτεί στην πολιτική θα πει, πώς η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία της πατρίδας της είτανε πολύ πιο διαφορετική απ’ τη θέση της γυναίκας στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Κ’ η ελευθεροστομία, πού δείχνει στα τραγούδια της, είναι κι αυτή αποτέλεσμα της μεγάλης ελευθερίας, της ισότητας σχεδόν, που είχανε με τους άντρες οι γυναίκες στην κοινωνία της Λέσβου. Στην Αθήνα οι γυναίκες είτανε κλεισμένες στο σπίτι. Στη Σπάρτη είχανε πολλές ελευθερίες’ οι Μυτιληνιές όμως ξεπερνούσανε και τις Σπαρτιάτισσες σ’ αυτό το κεφάλαιο. Γιατί οι ελευθερίες τους δεν είχανε σκοπό το δυνάμωμα του κορμιού εις βάρος του πνεύματος μιά το δυνάμωμα του πνεύματος μαζί με την πολιτισμένη περιποίηση του κορμιού. Η Μυτιληνιά του καιρού εκείνου, επομένως κ’ η Σαπφώ, είτανε τόσο μπασμένη στη ζωή, όσο και μιά σημερινή Ευρωπαία.

     Κι όταν η Σαπφώ ξαφνικά, ο «κριτής της φιλοκαλίας» στην πατρίδα της, μεταβάλλει το σπίτι της σε ναό των Μουσών με ιέρειες τα κορίτσια των καλύτερων οικογενειών του νησιού και της αντικρινής Ασίας, δεν έκαν’ επανάσταση εναντίον των κοινωνικών ηθών παρά τα δυνάμωσε και τους έδωσε τη σφραγίδα του ανώτερου γούστου της και της μεγαλοφυϊας της.

     Μάθαινε στα κορίτσια, στις «εταίρες» της (φιλενάδες της) μουσική, χορό, στιχουργία και καλούς τρόπους. Κι αυτά όχι σα δασκάλα παρά σαν μεγαλύτερη μαθήτρια. Με αγάπη, που έφτανε το πάθος. Και το πάθος αυτό δεν είτανε ντροπή…

      Να μην τα πολυλογούμε, ο μέσα κόσμος της Σαπφώς είναι πολύ δεμένος με τον έξω κι αυτό γίνεται και θα γίνεται πάντα, ενόσω ο άνθρωπος είναι «ζώον κοινωνικόν». Πάντως η Σαπφώ δεν είτανε κλεισμένη στ’ όνειρό της-κι άς φαίνεται πώς δε σκέφτεται άλλο από τον εαυτό της. Οι χαρές της, που φτάνουνε πολλές φορές ως μανιακό παραλήρημα (ειδικά για τη μικρή Ατθίδα) εκδηλώνονται στους στίχους της σύμφωνα με τους νόμους της κλασικής τέχνης.

     Συγκρατημένοι , με μέτρο, με χάρη, δίχως υπερβολές στα  εκφραστικά μέσα και δίχως υπερεξόγκωση της πραγματικότητας. Ποτές δε γραφτήκανε στην ελληνική γλώσσα στίχοι τόσο απαλοί, τόσο μελωδικοί τόσο τρυφεροί και τόσο αληθινοί-τόσο γεμάτο πνεύμα. Πού, λοιπόν, ο κ. Λαβανίνι βρίσκει τα στοιχεία εκείνα, που μας επιτρέπουνε να χαραχτηρίσουμε τη Σαπφώ για την πρώτη ρωμαντική ποιήτρια, που παρουσιάζεται στην παγκόσμια λογοτεχνία; Ίσως γιατί τραγουδάει τους ατομικούς της καημούς. Μα όλ’ οι λυρικοί ποιητές το ίδιο κάνουν. Ωστόσο αλλιώς τραγουδούν οι κλασικοί, αλλιώς οι ρωμαντικοί, αλλιώς οι ρεαλιστές. Κ’ η Σαπφώ δεν έχει τίποτα από κείνα τα στοιχεία, που προσδιορίζουνε τη ρωμαντική σχολή: κυριαρχία του πάθους απάνου στη λογική και παραγωγή μεγαλύτερου αποτελέσματος απ’ όσο περιέχει η αιτία.

ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ-ΚΡΙΤΙΚΑ, Β΄, εκδ. «Ο Κέδρος» 1958, σ. 87-93.

Σημείωση:

     Τα «Άπαντα» του ποιητή Κώστα Βάρναλη, (ποιήματα, δοκίμια, μελέτες, θέατρο κλπ.) επανακυκλοφόρησαν αρκετές φορές από τις εκδόσεις Κέδρος, χωρίς να αναγράφεται η χρονιά της νέας κυκλοφορίας τους. Πληροφορίες αντλούμε από σχόλια ή κριτικές που δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Η δική μου γενιά-γενιά του 1980, όσοι γεννήθηκαν μετά το 1955, όπως αποδέχονται οι ιστορικοί και γραμματολόγοι της ελληνικής γραμματείας-ανακάλυψε και διάβασε το έργο του είτε από τις αυτόνομες εκδόσεις των βιβλίων του από τον «Κέδρο», είτε όταν κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο οι τρείς (μπλε χρώματος, κοτσωμένοι, πολυσέλιδοι) τόμοι των «ΑΠΑΝΤΩΝ» του. Αν δεν κάνω λάθος, στις πολύτιμες και χρηστικές αυτές εκδόσεις γνωριμίας μας με το έργο ενός σημαντικού παλαιού έλληνα αντιστασιακού ποιητή, (ενός δημιουργού που κατατάσσεται στην ομάδα των κομμουνιστών και αριστερών εν γένει δημιουργών, που ανήκουν οι φωνές του Γιάννη Ρίτσου, Τάσου Λειβαδίτη, Νίκου και Ρίτας Παππά, Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη, Νίκου Καρβούνη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Τίτου Πατρίκιου κ, ά.) δεν συμπεριελήφθησαν όπως γνωρίζουμε, το σύνολο των σκόρπιων δημοσιευμάτων, άρθρων, κειμένων του ποιητή και μεταφραστή που δημοσιεύθηκαν σε παλαιά έντυπα και περιοδικά, εφημερίδες. Βλέπε παραδείγματος χάριν την εφημερίδα «Πρωϊα», όπως δηλώνεται και στο μικρό «προεισαγωγικό» διευκρινιστικό σχόλιο του τόμου από τους συναγωγείς των παλαιών άρθρων του Κώστα Βάρναλη.  Ή πάλι, δεν έχουμε σε επανέκδοση και φιλολογική και εκδοτική επιμέλεια τις μεταφράσεις του, των κωμωδιών του Αριστοφάνη, των τραγικών, βλέπε το έργο του Ευριπίδη «Βάκχες», εκδ. Γεωργίου Φέξη 1910 κλπ. Τις μεταφράσεις του δασκάλου το επάγγελμα ποιητή, αρθρογράφου και μεταφραστή, που τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα κατοίκησε και δίδαξε σε σχολείο του Πειραιά και διατήρησε φιλικές σχέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του με αρκετούς πειραιώτες λόγιους και διανοούμενους, Κώστα Βάρναλη, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τις συναντούσαμε ευρέως στους πάγκους των βιβλιοπωλείων και στα παλαιοπωλεία. Σε καροτσάκια που πωλούσαν βιβλία στις εξόδους του ηλεκτρικού σταθμού. Αυτά τα μικρού μεγέθους καφέ πάμφθηνα βιβλιαράκια των εκδόσεων του Γεωργίου Φέξη, που έγραφαν  στο εξώφυλλο είτε ολόκληρο το ονοματεπώνυμο του μεταφραστή είτε μόνο τα αρχικά του, πχ, Ν. Κ., Νίκος Καζαντζάκης, Μ. Α., Μάρκος Αυγέρης, Κ.Β., Κώστας Βάρναλης, κλπ. Άτακτους τίτλους- σκόρπια νούμερα της σειράς με μεταφράσεις-, συναντούσαμε επίσης στα υπόγεια βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι και κυρίως, στο βιβλιοπωλείο του Λαδιά στην οδό Ιπποκράτους. Στον μεγάλο του χώρο και έξω στο πεζοδρόμιο, όπου ο φιλότιμος βιβλιοπώλης-παλαιοβιβλιοπώλης άπλωνε πάνω σε πάγκους και πωλούσε τα βιβλία με το κιλό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την εικόνα, που μας έφερε σε επαφή με τόσους αξιόλογους τίτλους βιβλίων και ας μην ήταν της «πρώτης γραμμής» εκδόσεις. Συναντούσες από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα μέχρι τα «Σταφύλια της οργής» του Τζών Στάινμπεγκ και από τα «Ποιήματα» του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη ως τα «Κείμενα» του Καιροφύλα για τον εθνικό μας ποιητή Σολωμό, συντροφιά με την έκδοση των Απάντων του σε εισαγωγή του Νικόλαου Τωμαδάκη. Εκδόσεις Δαρεμά μα και της Ακαδημίας Αθηνών. Τι να πρωτοθυμηθείς. Πάνω στο τάσι της ζυγαριάς από την μια μεριά δεμένα με σπάγκο τίτλοι βιβλίων διαφόρων μεγεθών και θεματικής ύλης και από την άλλη τα βάρη του ενός κιλού, των δύο κιλών, των πέντε κιλών… Έτσι ήρθε η γενιά μου σε επαφή με τις μεταφράσεις του Κώστα Βάρναλη ή τουλάχιστον, για να μην το γενικεύω, ήρθε σε αναγνωστική επαφή και γνωριμία ο γράφων και αντιγράφων ένα ακόμα σημείωμα για την ΣΑΠΦΩ. Θα άξιζε θεωρώ το Υπουργείο Πολιτισμού ή άλλοι αρμόδιοι φορείς του Βιβλίου να αφιερώσουν μια ημερίδα για αυτούς τους έλληνες εκδότες του προηγούμενου αιώνα που με μεράκι και αγάπη, ενδιαφέρον, έμαθαν το ελληνικό κοινό να διαβάζει, το έφεραν σε επαφή με συγγραφείς και κείμενα άγνωστά τους και σε φθηνές προσφορές. Συγγραφείς και έργα, τα οποία χωρίς την κυκλοφορία τους από τους εκδοτικούς αυτούς παλαιούς οίκους θα μας ήσαν άγνωστα.  

     Δεν γνωρίζω αν υπάρχει μια όσο το δυνατόν επαρκή Εργοβιογραφία- Βιβλιογραφία του Κώστα Βάρναλη, πέρα από το βιβλίο της Λούτσια Μαρκελέζι-Λούκα, «Συμβολή στην Εργογραφία του Βάρναλη» εκδ. Κέδρος 1984, ή λησμονήθηκε από το σύγχρονο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Δεν μιλώ φυσικά για την μνημόνευσή του από τα ελάχιστα κομματικά κομμουνιστικά έντυπα τα οποία κυκλοφορούν και τα εύλογα πολιτικά αφιερώματά τους. Προσπερνώ τις εργασίες του Γιάννη Δάλλα, μιλώ για ένα γενικό αναγνωστικό ενδιαφέρον για την συγγραφική παραγωγή του ποιητή. Πληροφοριακά στοιχεία για τον ποιητή, διαβάζουμε ακόμα στα όχι και τόσα πολλά μελετήματα που έχουν κυκλοφορήσει για την συγγραφική του παραγωγή, (σε σχέση με αυτά του Γιάννη Ρίτσου. Σίγουρα μάλλον υπερτερούν του Τάσου Λειβαδίτη) στα αφιερώματα των περιοδικών «Νέα Εστία» τχ.1163/ 1975, «Πνευματική Ζωή» τχ. 115-116/1997, «Νεοελληνικός Λόγος» 1975-1976, Κέδρος 1977. Επίσης, τον τόμο «Τα πενηντάχρονα του έργου του Κ. Β.» Κέδρος 1982 κλπ. Το 1984 από το Υπουργείο Πολιτισμού κυκλοφόρησε ο τόμος «ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ 10 χρόνια από τον θάνατό του». Να σημειώσουμε-για το μεταφραστικό του έργο-ότι το 1993 οι εκδόσεις Λωτός κυκλοφόρησαν τις μεταφράσεις του Κινέζικης Ποίησης, με τίτλο «Κινέζικα Τραγούδια».  Και ασφαλώς να επαναλάβουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες ο ποιητής και μεταφραστής, δοκιμιογράφος Γιάννης Δάλλας, επιμελήθηκε φιλολογικά και έγραψε προλόγους για τα έργα του Κώστα Βάρναλη, «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», και «Το Φώς που Καίει» εκδόθηκαν αυτόνομα από τον Κέδρο 1990 και 2003 αντίστοιχα. Ενώ το 2000 επανακυκλοφόρησε αυτόνομο το έργο του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Οι δε γνωστές μας εκδόσεις Καστανιώτη το 2007 εξέδωσαν τα ανέκδοτο έργο του «Φέιγ Βολάν της Κατοχής».

     Ο πρώτος συγκεντρωτικός τόμος των Απάντων του περιλαμβάνει τα ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ- ΚΡΙΤΙΚΑ- και τα ΣΟΛΩΜΙΚΑ ΤΟΥ. ο δεύτερος περιέχει τα έργα του ΑΝΘΡΩΠΟΙ- ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΣ, (αξεπέραστες οι σκιαγραφήσεις των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων). Ο τρίτος τα ΠΟΙΗΤΙΚΑ και τον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΟΣΜΟ. Έργα της διετίας 1956-1957.

     Ο πρώτος από τους μπλε δεμένους τόμους των «Απάντων» του ποιητή, περιλαμβάνει τρείς αυτόνομες εκδόσεις που είχαν κυκλοφορήσει προγενέστερα. Κάθε βιβλίο έχει την δική του σελιδαρύθμιση και τα Περιεχόμενά του. Οι τίτλοι -με τις ανάλογες θεματικές ενότητες- είναι οι εξής: ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ- ΚΡΙΤΙΚΆ, εκδ. Ο Κέδρος 1958, σ. 1-222. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα θεωρητικά, αισθητικά του άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Πρωϊα» επί Δικτατορίας. Ακολουθούν τα ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ-ΚΡΙΤΙΚΑ Β΄, εκδ. Ο Κέδρος 1958, σ. 1-344. Περιέχονται δύο γενικές ενότητες με τις ανάλογες υποενότητες. α) οι ΑΡΧΑΙΟΙ και β) τα ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ. Στην ενότητα των ΑΡΧΑΙΩΝ διαβάζουμε τις απόψεις και τις κρίσεις του για την κωμωδία «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, τα κείμενα του για την «βωμολοχία» του αρχαίου κωμικού που χρησιμοποιεί στις κωμωδίες του, κρίσεις για τις «Εκκλησιάζουσες» αλλά και για την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Ακόμα το «περί Αρχιλόχου» τις θέσεις του για τους «χαρακτήρες» του Θεόφραστου, «το Άσεμνον», την «Καλλιτεχνική συνείδηση» των αρχαίων, το τριμερές κείμενο για την αρχαία λυρική ποιήτρια ΣΑΠΦΩ, κλπ. Στην ενότητα ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ να σημειώσουμε το κείμενο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον ποιητή Κωστή Παλαμά, τον Καβάφη, τον Ιωάννη Γρυπάρη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Ρώμο Φιλύρα, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Δημήτρη Γληνό, τον Παναγή Λορεντζάτο και άλλους.  Ακολουθούν τα ΣΟΛΩΜΙΚΑ, με τι ενότητες –Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, (μια μαχητική μελέτη του Βάρναλη που είχε δημοσιευθεί το 1925) –ΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Κ.Τ.Λ.  σ. 1-120. Τέλος, έχουμε την ενότητα των ΧΙ κεφαλαίων με τα ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ, σ. 124-172, που στην ουσία τους είναι επιπρόσθετα μελετήματα και κρίσεις για τον Διονύσιο Σολωμό.

     Φανατικός ταβερνόβιος ο Κώστας Βάρναλης, εντάσσει τις απόψεις του για την ποίηση της ποιήτριας Σαπφώς μέσα σε αυτό το κλίμα. Είναι σαν ο αρχαίος φιλόσοφος της αγοράς δάσκαλος Σωκράτης, να επισκέπτεται την αρχαία αγορά και να συνομιλεί με φίλους και  μαθητές του κουτσοπίνοντας την ρετσίνα του.  Να αρχίζει κουβεντολόι με συμπολίτες τους Αθηναίους. Η συνέχιση της παράδοσης των αρχαίων ελλήνων στους αιώνες μας, που συνήθιζαν να γευματίζουν στα διάφορα συμπόσια και να φιλοσοφούν ή να διαβάζουν, απαγγέλλουν ποιήματα, ενώ οι αυλητρίδες κινούσαν τις χορδές των λυρών. Οι κρίσεις και οι κατακρίσεις, οι έπαινοι και οι αποδοχές για το έργο της ποιήτριας είναι σύγχρονοι, των ελλήνων της εποχής του, το πνεύμα όμως και η ατμόσφαιρα (των κουτουκιών και της ταβέρνας) παραμένει αναλλοίωτο και διαχρονικό. Από τα αρχαία συμπόσια έως τα φιλολογικά καφενεία και τις μπακαλοταβέρνες της λαϊκής θυμοσοφίας  αυτό που ενώνει τις παρέες είναι η κουβέντα για τα πολιτικά κοινά και η τέχνη, το τραγούδι. Στην δεδομένη περίσταση ο ποιητικός λόγος της ποιήτριας Σαπφώς και ότι αυτός κουβαλά μέσα του διαχρονικά, ότι πρεσβεύει για τις ερωτικές και συντροφικές σχέσεις μεταξύ των γυναικών. Στον ευρύτερο σχεδιασμό του, το συνθετικό κείμενο του Κώστα Βάρναλη είναι οι κρίσεις του και οι θέσεις του για τον ρόλο και την θέση της Γυναίκας στην αρχαία κοινωνία αλλά και τις παραμέτρους των ρόλων αυτών στις σύγχρονες κοινωνίες της εποχής του. Δεν είναι τυχαίος πιστεύω ο τριμερής διαχωρισμός του κειμένου με τους ανάλογους τίτλους τους. Σχεδιάστηκε από τον ποιητή έτσι ώστε, και τις θέσεις του να εκθέσει πάνω στα ζητήματα της γυναικείας σεξουαλικής αυτοδιάθεσης (θετικές ή αρνητικές οι κρίσεις του δεν έχει σημασία) και τις κρίσεις του να μας δώσει για τον ποιητικό της λόγο.  Ούτε οι τίτλοι είναι τυχαίοι. Ο πρώτος είναι «Λόγια του αέρα», όπως μεταφράζουμε τα «Έπεα πτερόεντα». Όταν έχεις μπροστά σου μια τόσο «μεγάλη ποιητική φλόγα!», όταν «οι στίχοι της είναι σαν τις τρίλιες του αηδονιού», τη χρεία έχουμε να αναζητήσουμε με πονηρία και περιέργεια να πληροφορηθούμε αν η ίδια υπήρξε στην προσωπική της ζωή, «διάστροφη λένε». Χαμογελάς με την πονηρή περιέργεια των λαϊκών ανθρώπων που αποδεχόμενοι τα σεξουαλικά τοιαύτα, χαμογελούν ιεροκρυφίως, δείχνεις συγκατάβαση για τα ερωτικά «πάθη» και επιλογές των ανθρώπων διαχρονικά, και απολαμβάνεις τα εύοσμα άνθη της Ποίησης και των θεσπέσιων εικόνων που αυτός ο σπαραγματικός λόγος μας εικονίζει αβίαστα και με θεϊκούς μελωδικούς τονισμούς τρυφερότητας και αθωότητας. Η Θεά Αφροδίτη σκέπει τις ζωές των κοριτσιών αυτών και τις καθοδηγεί με τόλμη, παρά τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς των κωμωδιογράφων. Και θαυμάζεις την αισθητική αγωγή των αρχαίων γυναικών της Μυτιλήνης που τους προσφέρονταν με ειλικρινές πάθος. Το ελεύθερο φρόνημά τους, την ποικιλία των πνευματικών και καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων που διδάσκονταν, από την αρχοντοπούλα διδασκάλισσά τους την Ψάπφα. Ζηλεύεις την αλήθεια του συντροφικού τους παιχνιδιού μέχρι να ενηλικιωθούν και να προετοιμαστούν για τα δεσμά του γάμου. Από την Αφροδίτη στην σκέψη της Θεάς Ήρας. Χαίρεσαι με τις συντροφικές τους νυχτερινές ονειροπολήσεις, τις όποιες σχέσεις ανέπτυσσαν μεταξύ τους το διάστημα που «εκπαιδεύονταν» στην γυναικεία ωριμότητά τους. Γυναίκες της νησιώτικης ελλαδικής επικράτειας, της Λέσβου, οι οποίες δεν κλειδώνονταν στον Αθηναϊκό γυναικωνίτη για να αφήσουν ελεύθερο το πεδίο στους αθηναίους στρατηγούς και φιλοσόφους να πράξουν τα ερωτικά δικά τους. Να μυήσουν τα μειράκια στον παιδαγωγικό έρωτα των Πλατωνικών κειμένων και του «ερωτικού» του Πλούταρχου. Γυναίκες της εποχής οι οποίες δεν «έπαιζαν» τον ρόλο του στρατιωτικού διδαχού των Σπαρτιατισσών μανάδων, ενώ οι άντρες τους ζούσαν με το όπλο παρά πόδας. Ή δεν εξορίζονταν στο πυρ το εξώτερον των βυζαντινών χριστιανών προς δόξα και τιμή της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας και αυτοκρατορικής διακυβέρνησης. Του μεγαλείου της μοναχικής αγαμίας και αειπαρθενίας. Αν δεν είναι «κόντρα γκρεκόρουμ» ο λόγος «Προς Έλληνας», 33 του Τατιανού που κραυγάζει χαιρέκακα «Και η μέν Σαπφώ γύναιον πορνικόν ερωτομανές», τότε τι είναι;  Η Λύρα ή ο Κρίνος; Ποιητικός Λυρικός Λόγος ή το Πηδάλιο; Το δίλημμα καθαρά προσωπικό του καθενός και κάθε μίας ακόμα και σήμερα, ανάλογα με τα πνευματικά και αισθητικά του εφόδια, την ποιότητα των αισθημάτων του και όχι της Ποίησης. Το αυτεξούσιο της μία και μοναδικής ζωής μας περιλαμβάνει και το Σώμα μας και τις όποιες ανάγκες του, ή όχι;

     Στο «Δέδυκε μεν α σελάνα» ο Βάρναλης προσπαθεί να προσδιορίσει τον χρόνο και την εποχή που εκφράζονται τα γυναικεία αυτά συναισθήματα. Βρίσκει χρονικές «ανακολουθίες» στις ποιητικές εικόνες που μας σώθηκαν και τις επισημαίνει χωρίς να απορρίπτει τον ποιητικό λόγο της Σαπφώς. Ή να επεξεργάζεται φιλολογικά αυτές τις χρονικές «ανακολουθίες». Στο δεύτερο μικρό σχόλιό του, δεν παραθέτει τραγούδια που ακούγονταν στην εποχή του στις ταβέρνες, τα ωδεία, στους περιπάτους και εύφραιναν τις καρδιές των ανδρών και γυναικών της εποχής του. Τραγούδια που έλεγαν οι νεαροί ελληνόπαιδες στους δρόμους, όπως το «ετίναξα την ανθισμένη αμυγδαλιά…» του Γεωργίου Δροσίνη, άσματα ερωτικά που τραγουδούσαν οι νεαροί κορτάκηδες έξω από το παράθυρο της αγαπημένης τους ή σε ξεμοναχιάσματα της χαμηλοβλεπούσας που κόρταραν. Η μετάφραση από τον Κώστα Βάρναλη στίχων της Σαπφώς και η παράθεση λαϊκών ερωτικών ασμάτων της εποχής του, δηλώνουν την αβίαστη συνέχεια μιας ελληνικής παράδοσης, που δεν στοχεύει στην αισθητική αγωγή του «λαού» από λόγιους και πεπαιδευμένους «προφεσόρους» αλλά από ταβερνόβιους και άγνωστους σεριανίζοντες έλληνες του προηγούμενου αιώνα. Οίνος ανοίγει καρδίας και στόματα. Η μέθη προκαλεί πόθους και συγκινήσεις. Επιθυμίες και ανάλογα ξεφαντώματα. Έξυπνο το τέλος του δεύτερου μέρους όταν γράφει ότι δεν «Δέδυκε μέν ά σελάνα….», «Αλλά «δέδυκε» κι ο βίος!». Εύστοχος ο παραλληλισμός έστω και αν δεν του δίνουμε την σημασία που του αξίζει.

     Στο τρίτο μέρος «ΨΑΠΦΑ» ο Κώστας Βάρναλης μας μιλά για την αναγνωστική αφορμή που του έδωσε ένα άρθρο που διάβασε στο περιοδικό «Λεσβιακά Γράμματα» από τον Λαβαβίνι, και υπήρξε η αιτία στο να γράψει τις όχι και τόσο εκτενείς θέσεις του για τον βίο της Σαπφώς, να εκφράσει τον θαυμασμό του για την ποίησή της, να θίξει το ζήτημα της γυναικείας ομοερωτικής διάθεσης αν υπήρχε και στο βαθμό που υπήρχε και η οποία προσδιορίζει ένα μέρος του έργου της λυρικής ποιήτριας δίχως να το δεσμεύει ή να το καθηλώνει σε μια μονοσήμαντη ερμηνευτική εκ των υστέρων. Κάτι ανάλογο δεχόμαστε και για τον ποιητικό λόγο του αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Καβάφη. Ή και γιατί όχι, ο ποιητικός λόγος του Οδυσσέα Ελύτη, δεν περιστρέφεται μόνο γύρω από τις μικρές κόρες του Αιγαίου. Το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου δεν δομείται μόνο στον ποιητικό εκθειασμό της κόκκινης επανάστασης. Το διηγηματικό έργο του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μας προσφέρει και άλλα επίπεδα ποιητικής και αισθητικής έκφρασης πέρα από το χριστιανικό- εκκλησιαστικό κλίμα μέσα στο οποίο κινείται.  Και όπως σημειώνει ο Βάρναλης κουτσοπίνοντας την ρετσίνα του, η Σαπφώ «Μάθαινε στα κορίτσια, στις «εταίρες» της (φιλενάδες της) μουσική, χορό, στιχουργία και καλούς τρόπους. Και αυτά όχι σα δασκάλα παρά σαν μεγαλύτερη μαθήτρια. Με αγάπη, που έφτανε το πάθος. Και το πάθος αυτό δεν είτανε ντροπή…».  Και συμφωνούμε εμείς οι νεότεροι αναγνώστες του ποιητικού λόγου, που χαιρόμαστε διαβάζοντας την ποίηση της Σαπφώς και τους άλλους έλληνες λυρικούς ποιητές ότι ναι, το πάθος δεν είναι ντροπή, και ότι όποιος αποφασίζει να διδάξει τον ποιητικό λόγο στους άλλους, την τέχνη γενικότερα, αυτό δεν μπορεί να το κάνει ως δάσκαλος αλλά ως μαθητής. Ή για την ακρίβεια σαν συμμαθητής του διδασκόμενου. Αμφίδρομη η χαρά και η απόλαυση της διδασκαλίας. Τέλος, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, που δεν απεμπόλησε ποτέ την λαϊκότητα του, που η ποιητική του φωνή δεν υψώθηκε πέρα από το μέτρο του ανθρώπου, ο ποιητής που αγωνίστηκε για καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών όχι με πολιτικά τσιτάτα ούτε με κομματικές μπροσούρες αλλά μέσα από τον ποιητικό λόγο, και μάλιστα όχι οποιασδήποτε μορφής ποιητικό λόγο, αλλά, τον κωμικό, τον σατιρικό, τον σκωπτικό. Έτσι όπως μας τον παρέδωσε ο αρχαίος ποιητής Αριστοφάνης, του οποίου οι διασωθείσες μέχρι των ημερών μας κωμωδίες μας αποκαλύπτουν περίτρανα και ολοκάθαρα ποια ήταν η αρχαία ελληνική αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του και τι αυτή πρέσβευε. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη μας διδάσκουν στο τι πίστευαν και ακολουθούσαν οι Έλληνες και Ελληνίδες της εποχής του, πώς ζούσαν και τι θεωρούσαν δημοκρατία στις μεταξύ των σχέσεις. Ο παππούς Αριστοφάνης φωτεινότερα ερμηνευτικά από τους τρείς τραγικούς μας αποκαλύπτει το φρέσκο του έλληνα ανθρώπου σε όλη του την μικρότητα και στην σκοτεινότητα της φυσιογνωμίας του, τις ενδόμυχες επιθυμίες και χαρές, κοινωνικές του διασκεδάσεις, οικογενειακό και αγροτικό βίο. Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, μάλλον, κατόρθωσε να μας μεταδώσει τον κοινωνικής κριτικής του ποιητικό λόγο ανετότερα από τον άλλον σατιρικό σύγχρονο ποιητή, τον Γεώργιο Σουρή. Ο Γεώργιος Σουρής είναι ο σατιρικός ποιητής των «Σαλονιών» αντίθετα ο Βάρναλης είναι της «Ταβέρνας». Στον πεζό λόγο ο Εμμανουήλ Ροΐδης στέκει ένας φάρος αναμμένος και προκλητικός και ίσως ακόμα αθησαύριστα ερμηνευτικά.

     Ο Κώστας Βάρναλης ανοίγοντας συζήτηση με το άρθρο του Λαβανίνι πολύ ορθά αναφέρεται στα στοιχεία που προσδιορίζουν την ρομαντική σχολή. Και όπως γράφει: «Η Σαπφώ δεν έχει τίποτα από κείνα τα στοιχεία, που προσδιορίζουν τη ρωμαντική σχολή….». Γιατί, αν τα είχε, ή τα προβάλαμε πάνω στην ποιητική της πνοή, θα αλλοιώναμε την φωνή της και την ανεξαρτησία της.

     Και ελάχιστα διευκρινιστικά. Θέλησα να δημοσιεύσω Δέκα Σημειώματα για την ΣΑΠΦΩ στην ιστοσελίδα μου, μια και την απεκάλεσαν «Δέκατη Μούσα». Βλέπε το επίγραμμα του Πλάτωνα, «‘Εννέα τας Μούσας φασίν τινες’ ως ολιγώρως/ Ηνίδε και Σαπφώ Λεσβόθεν η δεκάτη», όπως διασώθηκε το αρχαίο επίγραμμα στην Παλατίνη Ανθολογία ΙΧ, 506.  Αφιερώνοντας όμως αυτόν τον δύσκολο κοινωνικά για την χώρα μας καλοκαιρινό μήνα στην ανάγνωση του αρχαίου ποιητικού λόγου και ειδικότερα στην ποίηση της Σαπφώς, και διαβάζοντας μελετήματα ελλήνων και ξένων για το έργο και τον βίο της, για τις παρεξηγήσεις που έχουν συσσωρευτεί αιώνες τώρα, κάθε φορά που τελείωνα μια ανάγνωση μου γεννιόταν η επιθυμία να ανοίξω μια συνομιλία με όλους και με όλα που αφορούν τις Σαπφικές σπουδές. Συνέχισα να δημοσιεύω και κάθε φορά πειραματιζόμουν με έναν διαφορετικό τρόπο από το προηγούμενο σημείωμα. Έτσι στο τελευταίο που ανάρτησα μένοντας σε μια ατμόσφαιρα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Γιώργου Ιωάννου, δίχως να τους κατονομάσω, με αφορμή στίχους της ΣΑΠΦΩΣ συνέθεσα σύγχρονους στίχους με διάθεση παράφρασης έτσι όπως ο παλαιός υποδηματοποιός Μελισσηνός στο Μοναστηράκι, παράλλαξε τα Καβαφικά ποιήματα. Εμπλουτίζοντας τα σύγχρονα προσωπικά μου ποιήματα με στίχους από έλληνες ποιητές και στιχουργός που θεώρησα ότι ταιριάζουν, δένουν με τον αρχαίο στίχο της Σαπφώς. Αν πέτυχε ή όχι το πείραμα αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο ποιητικός λόγος της ΣΑΠΦΩΣ μου γέννησε πολλές συγγραφικές προθέσεις. Οι μεταφράσεις των σπαραγμάτων της που έχουμε μέχρι σήμερα, είναι επαρκείς και ικανοποιητικές ώστε  να αποπειραθώ να μεταφράσω αποσπάσματα ποιημάτων της που λατρεύω όπως όλοι μας θέλω να πιστεύω. Από τον Σίμο Μενάρδο μέχρι τον Βασίλη Λαζανά και από τον Οδυσσέα Ελύτη έως τον Σωτήρη Κακίση, τον Παναγή Λεκατσά, τον Δημήτριο Βερναρδάκη και τους νεότερους, το Σαπφικό λιβάδι έχει σπαρθεί επάξια των προθέσεων των σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων ποιητών και ποιητριών με τις μεταφραστικές τους προτάσεις και εκδοχές. Μόνο μια μικρή σε προσωπικό επίπεδο παρατήρηση θα τολμήσω να κάνω, μπορεί λανθασμένη. Η μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη ενώ έχει τις ανάλογες μεταφραστικές και ποιητικές προϋποθέσεις, των γνώσεων και των τεχνικών της διαχείρισης της ποίησης, όταν έγινε η ανασύνθεση και απόδοση του Σαπφικού λόγου, είναι μάλλον λιγάκι «μελιστάλαχτη» δηλαδή, μάλλον «προσαρμοσμένη» προς το αλάνθαστο ποιητικό κριτήριο του νομπελίστα μας ποιητή και το ύφος του δικού του ποιητικού λόγου. Το ποιητικό πρωτογενές σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη είναι τόσο αναγνωρίσιμο και τόσο οργανωμένο σύμφωνα με τις προσωπικές του αξίες, κανόνες και προδιαγραφές περί ποιητικού λόγου, που ίσως, αποψιλώνει τον λόγο της Σαπφώς από τις δικές του ανάσες. Η γλώσσα «ενοποιείται» στο όνομα της ποιητικής έκφρασης και μορφής. Λειαίνονται οι λέξεις, ενώ αν παρατηρήσουμε οι λέξεις που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι ορισμένες φορές κακόηχες, σύνθετες με βαρύ φορτίο για τα δικά μας ακουστικά δεδομένα. Ακόμα και τα μουσικά. Δεν συναντάμε μάλλον την λεκτική ωραιοποίηση όπως προσπαθούν να μας μεταφέρουν οι σύγχρονοι μεταφραστές της, και μάλιστα, νιώθοντας μεταφραστικές «ενοχές» για τις απόπειρες αυτές στον σύγχρονο ελληνικό λόγο. Η ποίηση επικοινωνεί μαζί μας και πέρα από την γλώσσα που γράφτηκε. Την σιωπή που κρύβεται στα διάκενα των στίχων, στις εικόνες που ξυπνούν στην φαντασία μας διαβάζοντάς την, σε κρυμμένους ήχους φράσεων, σε μιά βιωμένη ποιητική αλήθεια που ενδέχεται να μην κατορθώνουν να εκφράσουν οι σύγχρονες της μετάφρασης λέξεις που υιοθετεί ο νέος ποιητής και μεταφραστής. Στο πως και τι θέλουμε εμείς οι νεότεροι να αποδεχτούμε και τι να απορρίψουμε από ένα αρχαίο κείμενο. Ο πλούτος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι αναμφισβήτητος αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλες οι λέξεις των ποιητικών κειμένων που έχουμε στην διάθεσή μας μας είναι αρεστοί, εύηχοι στα δικά μας ακούσματα. Ένας ποιητικός λόγος όσο άρτιος και τέλειος εκφραστικά και αν είναι, αν δεν κοινωνεί με τις δικές μας προσωπικές αλήθειες δεν λέει τίποτα. Μένει στο ιερό και ένδοξο εικονοστάσι των ειδικών, των πεπειραμένων, των λειτουργών της ποιητικής γραμματείας κάθε έθνους ή χώρας. Αν ο λόγος της Σαπφώς δεν μιλάει, δεν κοινωνεί, δεν εγείρει συναισθήματα σε σύγχρονους αναγνώστες του, δεν θα τον διασώσει μια διασκευή, ανασύνθεση, μετάφραση ενός άλλου ποιητή, όσο καλή και αν είναι. Θα μείνει μετέωρος ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου και στην ενδεχόμενη αναψηλάφηση της ερωτικής επιλογής της ποιήτριας και στο κατά πόσο συμφωνούμε ή αποδεχόμαστε ή ανεχόμαστε τις σχέσεις αυτές που εικονοποιεί το ποιητικό πάθος μιας γνήσιας γυναικείας  λυρικής φωνής. Η Σαπφώ, δεν έγραφε για εμάς, για τις δικές μας επιλογές και κρίσεις, ανάγκες που ανατροφοδοτούνται από παλαιές συνήθειες και επιλογές, έγραψε για τις συντρόφισσες-μαθήτριές της που είχε δίπλα της. Αυτές που φιλούσε και χάιδευε με τρυφερότητα. Τις έβλεπε καθημερινά, τις συναντούσε στους κοινούς τους περιπάτους, συνομιλούσε μαζί τους, διαφωνούσε με στάσεις τους, τις ζήλευε, τις θώπευε, θαύμαζε την κοριτσίστικη ομορφιά τους. Εκθείαζε τα γυναικεία κάλλη τους, τα παρατηρούσε, πρόσεχε τις ατέλειές τους, χαίρονταν με την σωματική τους άνθησή. Τραγουδούσε μαζί τους, ρέμβαζε τα καλοκαιρινά βράδια, ονειρεύονταν με ή χωρίς πανσέληνο. Με δυό λόγια, ζούσε τις στιγμές αυτές για την ίδια και των συντρόφων της και όχι για να τις απαθανατίσει στους παπύρους για τους μεταγενέστερους. Ο ποιητικός της λόγος της είναι βιωμένη αλήθεια ζωής και όχι καλλιέπεια μεταφραστικού λόγου που εμείς αναζητούμε και προσπαθούμε να αποδώσουμε. Ο λόγος της Σαπφώς είναι ο δικός της λόγος έρωτος και όχι περί έρωτος. Όταν μας λέει: «Η τέφρα της Τιμάδας είναι αυτή. Πρίν κάν αρχίσει ο γάμος/ η Περσεφόνη αίφνης την έσυρεν στο σκοτεινό της δώμα./ Την ωριοβόστρυχη την κόμη της με μια νιοτρόχιστη λεπίδα/ οι φίλες της την έκοψαν’ και την απόθεσαν στο μνήμα!» (Παλατινή Ανθολογία VII, 489. Μετάφραση Βασίλης Λαζανάς), η Σαπφώ και οι φιλενάδες της βιώνουν ένα πένθος, ένα προσωπικό και μόνο πένθος, ακολουθούν το τελετουργικό της εποχής τους όταν κάποιος φεύγει για το αιώνιο ταξίδι, σε αυτήν την μικρή ηλικία. Μια κοπέλα πέθανε παρθένα και ανέγγιχτη, δεν πρόλαβε να απολαύσει τα γλυκάδια του έρωτα, να δώσει χαρά με τα κάλλη της στους συντρόφους ή συντρόφισσες που θα επέλεγε να σταθεί δίπλα τους, να μοιραστεί ευτυχισμένες χαρές της ζωής της. Το πένθος είναι της ποιήτριας και των μαθητριών της και όχι του ποιητικού της λόγου. Ο ουρανός της ελπίδας για την Τιμάδα και τις συντρόφισσές της είναι πλέον άβατος. Την φίλη τους θρηνούν κρατώντας την τέφρα της όχι τον πάπυρο που διηγείται την απώλειά της. 

«Το γάρ αύριον ουδενί δήλον» μας λέει ο αρχαίος Ρουφίνος σε επίγραμμά του. Και το Αύριο αυτό, μας διέσωσε η ΣΑΠΦΩ, ένα αύριο βιωμένης χαράς και βιωμένου πένθους καθημερινών στιγμών ζωής και απώλειας, τραγουδιών και θρήνων όπως είναι οι ζωές όλων μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 23 Αυγούστου 2021

ΥΓ. Ενδιαφέροντα αυτά που μας είπαν για την λέσβια ποιήτρια ΣΑΠΦΩ σε εκπομπή αφιερωμένη στο έργο της στο Κανάλι της Βουλής, ο σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης και ο  ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας.                  

   

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

ΨΑΠΦΑ, Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ

                        Το  πέταγμα  της  ψυχής

της  ΧΑΡΑΣ  ΓΑΛΑΝΑΚΗ, εφ. Η Βραδυνή της Κυριακής 28 Ιουλίου 2002, σ. 47

              «Η λυρική ποίηση ως αυθεντική προσπάθεια επικοινωνίας»

     Την ποίηση του Ησιόδου, παρά το επικό λεξιλόγιο και την τεχνική, παρατηρείται η αρχή μιας στροφής προς νέους τρόπους έκφρασης και νέα θεματολογία, με την προβολή της προσωπικότητάς του, με το ενδιαφέρον του για τα ηθικά δεδομένα της εποχής του και τους διδακτικούς στίχους του.

      Η εξέλιξη του ιστορικού πλαισίου της εποχής βοηθά στην ολοκλήρωση αυτής της στροφής από το ηρωικό έπος, που αφορά θρυλούμενους ήρωες, στη λυρική ποίηση η οποία πραγματεύεται θέματα του παρόντος. Ο Πλούταρχος, που γνώριζε την ελληνική λογοτεχνία σε όλη της την έκταση, γιατί είχε ζήσει πριν από την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους των αρχαίων ελληνικών έργων, βοηθά τον σύγχρονο μελετητή να καταλάβει τη γέννηση του λυρισμού. «Οι άνθρωποι αυτής της μακρινής εποχής είχαν μεγάλη κλίση στην ποίηση. Οι ψυχές τους ήταν γεμάτες φλόγα, πετάγματα, εμπνεύσεις και είχαν μια τέτοια ποιητική διάθεση, που για να εκδηλωθεί, χρειαζόταν μια μικρή μονάχα ώθηση απέξω ή ένα ελαφρό πέταγμα της φαντασίας. Δεν ήταν μόνο οι αστρονόμοι και οι φιλόσοφοι που είχαν παρασυρθεί στη γλώσσα που συνηθιζόταν τότε, στην ποίηση, μα ή μεθυσμένοι ή υπό την επίδραση ξαφνικής χαράς ή λύπης, ο καθένας δινόταν, μέσα σε έναν κύκλο φίλων, στην ποίηση.

     Τα ποιήματα και τα ερωτικά τραγούδια, αντηχούσαν στα συμπόσια και γέμιζαν τα βιβλία…». Οι μύθοι και οι θρύλοι, με τους οποίους τράφηκε η επική ποίηση, δεν λείπουν, βέβαια, από τα λυρικά έργα, αλλά δεν κατέχουν πια την πρώτη θέση σε αυτό το πιο προσωπικό είδος ποίησης. Οι ομηρικοί ραψωδοί θεωρούσαν αρκετό να συνοδεύουν την απαγγελία τους με ένα είδος μονότονης ψαλμωδίας ή με τη συνοδεία κιθάρας. Οι λυρικοί ποιητές, όμως, είναι πρώτα-πρώτα μουσικοί, η συνοδεία λύρας ή αυλού παίζει εξαιρετικά σπουδαίο ρόλο και η μελωδία αποτελεί την κυριότερη αξία των λυρικών έργων.

     Η συντομία ως προς την έκφραση, η στροφή στο παρόν και στα προβλήματά του, η έντονη παρουσία της προσωπικότητας του ποιητή είναι τα στοιχεία εκείνα που διακρίνουν τη λυρική ποίηση από την επική. Δεν έγινε, όμως, ποτέ αποκλειστικά υποκειμενική ούτε περιορίστηκε σε αυτοεξομολόγηση ή εσωτερική απομόνωση. Έμεινε, σε κάθε περίπτωση, μια ουσιαστική ποιητική επικοινωνία, με ευρύτερη αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο, με συνδυασμό του προσωπικού στοιχείου με το γενικό ανθρώπινο, εκφράζοντας έντονο ενδιαφέρον για τις νέες πολιτικές και κοινωνικές δομές, καθώς και τις νέες απόψεις.

               Τα  είδη

     Τα είδη της λυρικής ποίησης είναι πολυάριθμα. Ο ίδιος ποιητής, εξάλλου, μπορούσε να γράψει διάφορα είδη.

Η «ατομική» λυρική δημιουργία περιλαμβάνει την ελεγεία, σοβαρή και αποφθεγματική, με τάση διδακτική, την ιαμβική ποίηση, κυρίως σατιρική και επιθετική, και τη λεσβιακή ωδή, που ψάλλει το πάθος και τις απολαύσεις.

     Τα κυριότερα είδη της λυρικής χορικής ποίησης είναι ο ίαμβος, άσμα ή ύμνος λειτουργικός, ο παιάνας, σε ρυθμό σοβαρό και μεγαλοπρεπή, η προσωδία και τα παρθένεια, άσματα πομπών, το υπόρχημα, σε ρυθμό γοργό και βίαιο, ο διονυσιακός διθύραμβος, χορός κυκλικός και πολύ ζωηρός, ο επινίκιος, νικητήριο άσμα προς τιμή των νικητών στα δημόσια αγωνίσματα και τα εγκώμια, άσματα εγκωμιαστικά για τις γεννήσεις, τους γάμους ή τους θανάτους.

                  Ο  Σόλων

     Ο Σόλων, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς νομοθέτες, ήταν ο πρώτος μεγάλος ποιητής της Αθήνας. Έζησε το δεύτερο μισό του 7ου π.Χ., αιώνα και, εκτός από το πολιτικό του έργο, έγραψε ιάμβους και πολιτικές ελεγείες. Ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις που η ζωή και η δράση, πολιτική και ποιητική, συνδέονται τόσο στενά. Η συμβολή του στην ανάκτηση της Σαλαμίνας, η αμεροληψία του στη διαμάχη των αντιπάλων παρατάξεων, η αποδοκιμασία του για τους Αθηναίους που θεώρησαν «μοιραία» την επιβολή της τυραννίας του Πεισίστρατου, διάφορες συμβουλές και παραινέσεις προς τους Αθηναίους, όλα αυτά απεικονίζονται στην ποίησή του. Η ξεχωριστή προσωπικότητα του Σόλωνα διαφαίνεται στα ποιήματά του, όπου μπορούμε να καταλάβουμε τον αδιάλλακτο πατριωτισμό του, τη βαθιά του αγάπη για την ελευθερία, το φιλελεύθερο και φιλοπερίεργο πνεύμα του, την ακλόνητη εντιμότητά του, την αγάπη του για τις χαρές της ζωής, το ιδανικό του στα μέτρα και το ύψος των ανθρώπων, χάρες αξεπέραστες που τον συμπεριέλαβαν στους επτά σοφούς της Αρχαιότητας.

                Σαπφώ  η  Λεσβία

      Η ζωή της Σαπφώς τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 7ου π.Χ. αιώνα και στις αρχές του 6ου και η καταγωγή της είναι από την Ερεσό της Λέσβου. Το πραγματικό της όνομα στην αιολική διάλεκτο είναι ΨΑΠΦΑ. Είναι η μεγαλύτερη ποιήτρια της Αρχαίας Ελλάδας, η πρώτη μεγάλη ποιήτρια στην παγκόσμια λογοτεχνία και ένα εξαιρετικό πνεύμα, ένα «θαύμα» όπως την αποκαλεί ο Στράβων ή η «δεκάτη Μούσα» κατά τον Πλάτωνα. Οι αρχαίες πηγές αποδίδουν στη Σαπφώ εννέα βιβλία με λυρικά, ελεγειακά, ιαμβικά ποιήματα, μονωδίες και επιγράμματα. Τα επιθαλάμιά της φαίνεται πως απευθύνονται σε ευρύτερο ακροατήριο, ενώ τα ερωτικά της  τραγούδια σε ένα περιορισμένο κύκλο αφοσιωμένων γυναικών. Η δύναμη και η αμεσότητα με την οποία τραγούδησε τον έρωτα θαυμάστηκαν στην Αρχαιότητα και η βασανιστική, καταλυτική εξουσία του ερωτικού πάθους πέρασε ως βασικό θέμα στον Ευριπίδη, στους Αλεξανδρινούς και τους Λατίνους ποιητές. Σπάνια το ερωτικό πάθος εκφράστηκε με τόση αμεσότητα, ένταση και λεπτότητα όπως στην επίκλησή της στην Αφροδίτη, όπου περιγράφει τα νοσηρά σωματικά συμπτώματα του βασανιστικού έρωτα. Η Σαπφώ τραγουδά πάντα τον έρωτα, αλλά μαζί με το συναίσθημα αυτό, τη φύση και ολόκληρο το σύμπαν που για κείνη είναι αξεχώριστα από τις συγκινήσεις και τα βάσανα που νιώθει. Συνεχώς αναφέρει στους στίχους της το νερό, τη φωτιά, τα λουλούδια και τα αστέρια, που τα επικαλείται και τα κάνει να συντάσσονται με τα βάσανα ή τις χαρές της καρδιάς της σε μια λεπτή και μυστική επικοινωνία.

Χαρά Γαλανάκη, εφ. Η Βραδυνή της Κυριακής 28/7/2002, σ. 47.

--

              Το γνωστό-άγνωστο σκάνδαλο της Ελευθερίας

      της ΕΙΡΗΝΗΣ  ΚΑΜΠΕΡΙΔΟΥ, εφ Η Αυγή 5 Οκτωβρίου 1986

       Στη Λέσβο του 6ου π.Χ. αιώνα ο αγώνας κατά της τυραννίας του Μέλαχρου κινητοποιεί τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής. Ανάμεσά τους και η Σαπφώ…..

                         Σ Α Π Φ Ω:

     Το γνωστό-άγνωστο σκάνδαλο της Ελευθερίας

     Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλοι, οι πρώτοι Έλληνες λυρικοί ποιητές του Αιγαίου είναι άγνωστες ενάντια στην Τυραννία και το Δεσποτισμό και υπερασπιστές της Δημοκρατίας, της πρώτης μορφής δημοκρατίας στον κόσμο.

     Η «Λύρα του Αιγαίου» είναι η Λύρα της αρχαίας ελληνικής ελευθερίας και δημοκρατίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι πρώτοι Έλληνες Λυρικοί ποιητές κατάγονται απ’ τη νήσο Λέσβο.

Τέρπανδρος, Αρίων, Σαπφώ…

Πώς εμφανίστηκε η «Λύρα» αυτή στο Αιγαίο; Έφτασε «ταξιδεύοντας» μέσα στην Ελλάδα… Κατά τη μυθολογία οι Μαινάδες, που συμβολίζουν το σκοτεινό Διονυσιακό πνεύμα, κατασπάραξαν τον Ορφέα και πέταξαν το κεφάλι και τη λύρα του, σύμβολο του φωτεινού Απολλώνειου πνεύματος στον ποταμό της Θράκης, Έβρο.

     Το «θείο» κεφάλι συνέχισε να τραγουδά. Ο ποταμός Έβρος πήρε το κεφάλι του Ορφέα και το έφερε στο Αιγαίο. Τα κύματα του Αιγαίου το μετέφεραν στις ακτές της νήσου Λέσβου, στην πόλη Άντισσα.

     Γυναίκες της Άντισσας τα βρήκαν και με ευλάβεια έθαψαν το μεν κεφάλι του Ορφέα σε μια σπηλιά, τη δε «Λύρα» του την κρέμασαν μέσα στο ναό του Απόλλωνα στη Λέσβο. Ο Απόλλων για την ωραία αυτή πράξη των γυναικών της Λέσβου έδωσε στο νησί το μεγάλο δώρο της λυρικής ποίησης.

     Έτσι γεννήθηκαν στην Άντισσα ο λυρικός ποιητής Τέρπανδρος, στη Μήθυμνα ο Αρίων και στην Ερεσσό  ή Μυτιλήνη η πρώτη και μεγαλύτερη Ελληνίδα λυρική ποιήτρια η οποία αγωνίστηκε όχι μόνο για την ποίηση αλλά και για την Δημοκρατία, η «δέκατη Μούσα» ΣΑΠΦΩ.

                    Ποια ήταν η Σαπφώ;

     Η μεγάλη ποιήτρια του Αιγαίου δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα απομονωμένο φαινόμενο, σαν μια φωνή του ποιητικού πάθους, ξεχωριστή από την εποχή της.

     Πρέπει να θεωρηθεί σε συνδυασμό με τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα της αρχαϊκής εποχής και μάλιστα με το ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτών των ρευμάτων στη Λέσβο και να συνδυαστεί το έργο της με την λυρική των συγχρόνων της λυρικών ποιητών όπως και με την παράδοση που βρίσκεται πριν απ’ αυτήν. Το έργο της σ’ αυτό το πνεύμα εξελίσσεται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό ορίζοντα.

      Δυστυχώς αυτό δεν έχει γίνει, σε γενικές γραμμές, και γι’ αυτό ακόμη και σήμερα πολλοί συγγραφείς, όπως ο Γάλλος Αντρέ Μπονάρ στο κεφάλαιό του «ΣΑΠΦΩ Η ΛΕΣΒΙΑ, ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ», έχει παρεξηγήσει την ερωτική ποίηση της Σαπφώς, μετατοπίζοντας την στο «λεσβιακό» με την σημερινή έννοια της λέξης.

     Αλλά εδώ τίθεται ένα προκαταρτικό ζήτημα: είναι θεμιτό να μιλήσουμε για την Σαπφώ σ’ ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στον ομοφυλόφιλο έρωτα, «Οι κατηγορίες που προβλήθηκαν από την Αρχαιότητα (και εκείνες που συνεχίστηκαν στον 20ο αιώνα) εναντίον της ποιήτριας για «σαπφισμό» και για «λεσβιακούς» έρωτες, κατά την κρίση πολυάριθμων ελληνιστών και ιστορικών είναι καθαρά συκοφαντίες» ο Robert Flaceliere, καθηγητής της Σορβόνης και διευθυντής της Ecole Normale Superieure.

     Ας δούμε πια είναι πραγματικά αυτή η περίφημη Σαπφώ.

     Η Σαπφώ ζει τον 16ο αιώνα π.Χ.  Αυτή η εποχή είναι για τη Λέσβο εποχή η οποία παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα. Στον αιώνα μας άρχισε να γίνεται η Αρχαία Εποχή κατανοητή και αντιληπτή και κυρίως ο αιώνας μέσα στον οποίο έζησε, αγωνίστηκε και αγάπησε η Σαπφώ.

     Μετά την εμφάνιση της πρώτης δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα εμφανίζεται το φαινόμενο της Τυραννίας. Ισχυροί ευγενείς σχηματίζουν «Εταιρία» για ν’ ανατρέψουν το δημοκρατικό σύστημα της εποχής. Παίρνουν όλοι την εξουσία στα χέρια τους και καταπιέζουν όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα (ένα είδος δικτατορίας).

     Εναντίον της Τυραννίας ξεσηκώνονται, εκτός απ’ τον λαό, οι δημοκρατικοί ευγενείς-τους οποίους κατατάσσουμε στο δημοκρατικό προοδευτικό κίνημα της Αρχαιότητας-σχηματίζουν αντιπολίτευση και αγωνίζονται για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στις ελληνικές πόλεις.

       Μία τέτοια επιβολή Τυραννίας έχουμε και στη Λέσβο, όπου κάποιος ονόματι Μέλαρχος επιβάλλει την Τυραννία.

     Ενάντια στην Τυραννία του Μέλαρχου σχηματίζουν άλλοι ευγενείς το αντιστασιακό δημοκρατικό κίνημα της Λέσβου και αναλαμβάνουν τον αγώνα για την επιστροφή της δημοκρατίας.

     Σ’ αυτήν την πρώτη αντιστασιακή κίνηση ενάντια στο πρώτο Τύραννο της Λέσβου ανήκει ο πατέρας και η μητέρα της Σαπφώς. Αρχηγός τους είναι ο Πιττακός ο Μυτιληναίος, ένας από τους «Επτά Σοφούς της Ελλάδας». Αυτή η ομάδα οργανώνει ένα σχέδιο για τη δολοφονία του Τυράννου. Το σχέδιο επιτυγχάνει. Ο Μέλαρχος δολοφονείται και οι οπαδοί του εξορίζονται. Το αντιστασιακό συμβούλιο, στο οποίο ανήκαν και οι γονείς της Σαπφώς, αναλαμβάνει την εξουσία και ονομάζει αρχηγό του τον Πιττακό και μάλιστα τον ονομάζει και αρχιστράτηγο στον πόλεμο που ακολουθεί στο Σίγκειον. Εκεί σκοτώνονται οι περισσότεροι συνομήλικοι της Σαπφώς.

     Πρίν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος αρχίζουν νέες πολιτικές συγκρούσεις. Ο Μερσίλος, ένας από τους οπαδούς του πρώτου Τυράννου, Μέλαρχου, επιστρέφει απ’ την εξορία και πετυχαίνει στην προσπάθειά του να επιβάλει εκ νέου την Τυραννία. Ανακηρύσσει τον εαυτό του Τύραννο της Λέσβου.

     Ενάντια τώρα στον Μερσίλο δημιουργείται ένα νέο αντιστασιακό κίνημα στο οποίο και πάλι την αρχηγία έχει ο Πιττακός.

     Τώρα όμως, σ’ αυτό το δεύτερο κίνημα, δίπλα απ’ τον Πιττακό βρίσκεται ο πρώτος πολιτικός ποιητής του δυτικού πολιτισμού και ένας από τους μεγάλους έρωτες της Σαπφώς, ο Αλκαίος.

     Ενάντια στην Τυραννία του Μερσίλου, ο Αλκαίος γράφει τα περίφημα ποιήματά του με τίτλο, «Στασιωτικά». Είναι τα πρώτα προοδευτικά, αγωνιστικά, επαναστατικά και αντιστασιακά ποιήματα στην ιστορία της ελληνικής ποίησης.

      Σ’ αυτήν την δεύτερη αντιστασιακή ομάδα βρίσκονται ο Πιττακός, ο Αλκαίος, ο αδερφός του Αλκαίου Αντιμενίδας, ο αδερφός της Σαπφώς… Αυτή η δεύτερη ομάδα αποτυχαίνει στον αγώνα της και στο σχέδιό της να δολοφονήσει τον Τύραννο διότι προδίδεται. Ο προδότης είναι ο αρχηγός τους, ο Πιττακός. Συλλαμβάνεται και εξορίζονται  στην πόλη Πήρα το 604 π.Χ.

     Αυτή η χρονολογία είναι η πρώτη χρονολογία που συναντάμε το όνομα ΣΑΠΦΩ. Μέσα σ’ αυτόν τον δεύτερο αντιστασιακό αγώνα μέσα σ’ αυτήν την ομάδα για την δολοφονία του Τυράννου το 604 π.Χ., συναντάμε για πρώτη φορά την αντιστασιακή αγωνίστρια, την «συντρόφισσα» Σαπφώ. Την εποχή αυτή η Σαπφώ είναι μόλις 16 ετών και με την οικογένειά της εξορίζεται στην πόλη Πήρα.

      Στην εξορία, ενάντια αυτής της προδοσίας, στρέφεται ο Αλκαίος. Δεν αφήνει στιγμή που να μην καταριέται  και να μην πολεμάει μέσα από την ποίησή του τον νέο Τύραννο. Εκεί συνεχίζουν τον αγώνα τους και η δύναμή τους είναι τόσο μεγάλη που ο Πιττακός αναγκάζεται να διασπάσει την ομάδα τους ακόμα και στην εξορία. Χωρίζει την οικογένεια και την εξορίζει ξεχωριστά.

     Στέλνει τον Αλκαίο στην Αίγυπτο, τον αδερφό της Σαπφώς σε άλλη περιοχή της Αιγύπτου, (ο πατέρας της Σαπφώς έχει ήδη πεθάνει στην πρώτη εξορία τους) και την Σαπφώ μαζί με τον σύζυγό και σύντροφό της Κερκύλα, (τον οποίο γνώρισε στην εξορία) στην Σικελία.

     Στην Σικελία η Σαπφώ αρνείται επανειλημμένα να σταματήσει τον αγώνα. Δεν υποχωρεί. Δεν υποκύπτει. Στην δεύτερη εξορία της γεννιέται και «το παιδί της αντίστασης» η Κλείς, στην οποία έχει δώσει το όνομα της μητέρας της και στην οποία έχει αφιερώσει πολλά τρυφερά και αντιστασιακά ποιήματα:

      «Κλείς μου

     Δεν σούχω πλουμιστά φορέματα

     Πού να τα βρω τέτοια στολίδια

     Οι άρχοντες της Μυτιλήνης…

     Οι Κλεανακτίδες που έχουν την εξουσία

     Μας εξόρισαν

     Και έτσι άρχισε η δυστυχία μας…»

     Χάνει τον άνδρα της στην δεύτερη εξορία (πιθανόν δολοφονήθηκε) και παρά ταύτα, αν και είναι ακόμη πολύ νέα δεν έχουμε στοιχεία ότι ξαναπαντρεύτηκε.

     Αξιόλογο είναι ότι υπάρχουν πολλές φιλολογικές ειδήσεις ότι στη Σικελία η Σαπφώ γράφει τα πρώτα αντιστασιακά της ποιήματα διαμαρτυρίας. Αυτό είναι κατανοητό αν σκεφτούμε ότι η Σαπφώ ήδη στα 16 της χρόνια έχει λάβει μέρος στη δολοφονία του Τυράννου.

     Έχουμε τον «Πρώτο κύκλο αντιστασιακών διανοουμένων» στη ιστορία του κόσμου! Αργότερα, γι αυτόν τον κύκλο αντιστασιακών διανοουμένων, ο Πιττακός μαλακώνει την Τυραννία του και τους παρέχει ένα είδος αμνηστίας-δικαίωμα επιστροφής κ.λ.π.

     Τότε ο Αλκαίος πηγαίνει πρώτα στην συναγωνίστριά του Σαπφώ και συνοδεύει τη νέα χήρα και την κόρη της πίσω στη Μυτιλήνη. Το αποτέλεσμα; Συνεργάζονται και πάλι μαζί. Καταβάλλουν νέες προσπάθειες για την ανατροπή της Τυραννίας.

     Η Σαπφώ αντιστέκεται στις νέες πιέσεις του Πιττακού. Αρνείται να υποχωρήσει στις προσπάθειες που καταβάλλονται για να συμβιβαστεί και να συνεργαστεί με την Τυραννία. Δεν δέχεται ν’ ακούσει λέξη για το θέμα αυτό. Παραμένει ανένδοτη.

     Είναι πλέον η ήδη γνωστή ποιήτρια και δημοκράτισσα από τη Σικελία. Ιδρύει και διευθύνει  το Πρώτο Σχολείο Δημοκρατικών Γυναικών στο Αιγαίο και μάλιστα σ’ όλο τον κόσμο.

     Είχε τέτοιο πάθος ενάντια στην Τυραννία που  ήταν αδύνατον να δεχτεί μαθήτριες που δεν ήταν ομοϊδεάτισσες, δημοκράτισσες, ή συναγωνίστριες-το σημείο που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οι Ρωμαίοι και ακόμα πολλοί συγγραφείς του 20ου αιώνα. Όποτε ερμήνευσαν αυτήν την οικειότητα, αυτήν την τρυφερή εσωτερική σχέση, αυτήν την ιστορία με τις «συντρόφισσές» της στην ποίηση της Σαπφώς, μίλησαν για το «λεσβιακό έρωτα», με την σημερινή έννοια.

     Τώρα βέβαια εάν οι σχέσεις της Σαπφώς, με τον Αλκαίο «προχώρησαν» όπως το εννοούμε σήμερα, και σε ποιο βαθμό έφθασαν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Έχουμε πάντως ένα ιστορικό ντοκουμέντο το οποίο προϋποθέτει μια μακρά παράδοση έργων που αναφέρονται μόνο σε πολύ σημαντικά πρόσωπα.

     Αυτό το έργο βρέθηκε στον Ακράγαντα της Σικελίας, παραγγελία των Ακραγαντινών για την Σαπφώ και τον Αλκαίο για τους οποίους ένιωθαν μεγάλη υπερηφάνεια ότι μπορούσαν να τους φιλοξενούν στην εξορία.

     Είναι ένα αγγείο, ένας κρατήρας, του 470 π.Χ. απ’ τον ζωγράφο Βρύγο που βρίσκεται σήμερα στο Μόναχο όπου παρουσιάζεται η περίφημη σκηνή της «Κολακείας της Σαπφώς». Εμφανίζεται η Σαπφώ μαζί με τον Αλκαίο με μία χαρακτηριστική καπριτσιόζικη έκφραση και ο Αλκαίος με μία αξιαγάπητη έκφραση τρυφερότητας, το οποίο είναι ένα δεύτερο δείγμα για τις σχέσεις τους και ειδικά για τον μετέπειτα δεσμό τους.

     Όσον αφορά το μοτίβο της «Κολακείας» ο Πλάτων στα έργα του κάνει λόγο, περί Κολακείας την οποία διαφοροποιεί απ’ την αλήθεια και τη σκέψη. Όσον αφορά την Χριστιανική Τέχνη έχουμε ένα περίφημο μωσαϊκό στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης όπου παρουσιάζεται η «Κολακεία της Παρθένου Μαρίας».

     Δεύτερο σημαντικό έργο είναι το άγαλμα της Σαπφώς που βρέθηκε το 1958 στον Πειραιά, πιθανόν αντίγραφο ενός περίφημου έργου του Σιλανίωνα. Αυτό το άγαλμα αποδεικνύει ότι η Σαπφώ, για την οποία μιλάμε, ανήκει στα διάσημα πρόσωπα της Αρχαίας Ελλάδας.

      Ποιά ήταν η Σαπφώ; Ποιός ήταν ο πραγματικός έρωτάς της; Ο Αλκαίος, ο Κερκύλας, ο Φάων ή μήπως ο αγώνας της για την Ελευθερία;

     Δυστυχώς, γρήγορα ο θρύλος, άρπαξε μια τόσο εξαιρετική γυναίκα και ποιήτρια. Η ζωή της θρυλείται πως τέλειωσε με μια αυτοκτονία. Είχε γίνει η εικόνα της «αγιάτρευτης ερωτευμένης». Είναι δυνατόν να πέσει η Σαπφώ απ’ τα Λευκάδια βράχια, μετά από τόσους αγώνες επειδή έψαχνε την αγαπημένο της τον Φάωνα και δεν τον βρήκε;

     Η Αττική Κωμωδία και η ρωμαϊκή αρχαιότητα αρέσκονταν σε τέτοιες γλυκανάλατες ιστορίες και μάλιστα πολύ εύκολα διότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν και να συλλάβουν την Σαπφώ σαν προσωπικότητα καθώς και την εποχή της. Επομένως ήταν  υποχρεωμένοι να καταφύγουν σε ρομάντσα.

      Η ποιήτρια του Αιγαίου παρουσιάζεται για πρώτη φορά σαν «λεσβία» στους μέσους χριστιανικούς αιώνες και αυτό οφείλεται σε μία μεγάλη παρεξήγηση των ερωτικών της ποιημάτων και στην επικράτηση φανατικού μοναχικού πνεύματος μέσα στο Βυζάντιο. Ίσως να είχε κάποιες ρίζες πάλι στην ρωμαϊκή αρχαιότητα όπου τέτοιες «ανώμαλες» σχέσεις της εποχής, αναζητούσαν αρχαία παραδείγματα ή πρότυπα.

     Τα ερωτήματα είναι πολλά. Στον αιώνα μας όμως, ποια σκοπιμότητα υπάρχει πλέον (πολιτική, κοινωνική, λόγοι εντυπωσιασμού) για να συνεχίζεται μια τέτοια παραποίηση, της μεγαλύτερης ποιήτριας του Αιγαίου;

     Πρέπει να ψάξουμε πιο βαθιά τα έργα μιας γυναίκας που υμνήθηκε σε όλες τις εποχές απ’ τον Πλάτωνα, τον Κάτουλο, τον Οράτιο, μέχρι τον Fredrich Schlegel, και άλλους πολλούς.

     Ας σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ούτε μία ανθολογία στο δυτικό κόσμο σήμερα χωρίς ποιήματα της Σαπφώς.

     Το πάθος της Σαπφώς λέγεται ανακάλυψη και θεμελίωση της ανθρώπινης ελευθερίας, της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού. Μέσα στο πάθος όμως αυτό εκδηλώνεται αγώνας για πολιτική συμμετρία, αυτοκυριαρχία του ποιητικού μέτρου και ενότητα ομορφιάς, αλήθειας, ελευθερίας και ισονομίας.

     Με τον τρόπο αυτό δεν είναι μια πτυχή της ζωής της Σαπφώ σκανδαλώδης, είναι η ίδια η Σαπφώ ένα σκάνδαλο, το σκάνδαλο της ελληνικής ελευθερίας του 6ου π.Χ.

Ειρήνη  Καμπερίδου,  εφ. Η Αυγή 5/10/1986


Εκ  Πειραιώς  τα  φαύλα: ή με τον τρόπο του τσαγκάρη ποιητή:

 

-ού γάρ ετέρα νύν πάις ώ γάμβρε τεαύτα.

(Τέτοιον παίδαρο καλέ μου δεν ξανασυνάντησα)

 

-παρθενία, παρθενία, ποί με λίποισ’ αποίχη;

ουκέτι ήξω προς σε, ουκέτι ήξω.

(Και πώς να απορρίψεις σώμα μου, πώς να απορρίψεις

τέτοιο ξεκόλιασμα,

όταν είσαι νέος και πάνω στα ντουζένια σου

-Άχ! πούσαι  σκρόφα νιότη που μου πήρες

 ότι ακόμα και σήμερα ποθώ να δώσω)

 

-χαίροις ά νύμφα, χαιρέτω δ’ ο γάμβρος.

(Νάχει χάρες και προσόντα ο άντρας μου, 

να τις απολαμβάνει κι ο κουμπάρος)

 

-τίω σ’, ώ φίλε γάμβρε, καλώς εικάσδω;

όρπακι βραδίνω σε μάλιστ’ εικάσδω.

(Με τι αγόρι μου όμορφο να σε παρομοιάσω.

«Κυπαρισσάκι αψηλό» είναι τ’ αγόρι που ποθώ)

 

-πέρροχος ως ότ’ άοιδος ο Λέσβιος αλλοδάποισιν.

(άντρακλας ξεχωριστός σαν Πειραιώτης μόρτης και ασίκης

κυκλοφορεί αθόρυβα και σιγαλά

ανάμεσα στ’ άλλα τα παιδιά του Πειραιά)

 

-τάδε νύν εταίραις

ταίς έμαις τέρπνα κάλως αείσω.

(Ένα γλυκόπικρο τραγούδι θα πω

με στεναγμό

για τους αιώνιους εραστές μου

που περάσανε και πάνε.

«Τα ματόκλαδά σας λάμπουν….»

ακόμα

μέσ’ την ψυχή μου

και το κορμί μου πυρπολούν).

 

-πόας τέριν άνθος μάλακον μάτεισαι.

(πολύοσμα του έρωτα όνειρα τρυφερά

που κάναμε

λεβέντες μου

φίλοι και εραστές μου

σαν είμασταν παιδιά

και τα φτερά της νιότης

ανοίγαμε με πάθος)

 

-ως δε πάις  πεδά μάτερα πεπτυρύγωμαι.

(Σαν μικρό κλωσόπουλο κούρνιαζες δίπλα μου

όταν μ’ έκανες δικό σου

και ξεψυχούσες μέσα μου.

Ύστερα, κοιμόσουν μέσα στην αγκαλιά μου

Πώς να στο εξομολογηθώ μητέρα; )

 

-γαία πολυστέφανος.

(Ανθοστολίζεται η αντρική παστάδα

γη του έρωτα

Μνήμη μου

με ρόδα μοσχομύριστα)

 

-στάθι κάντα φίλος

και τάν όσσοισ’ ομπέτασον χάριν.

(Μείνε κοντά μου αγαπημένε μου,

τύλιξε με την ομορφάδα σου

τα μάτια της ψυχής μου)

 

-άλλ, έων φίλος άμμι

λέχος άρνυσο νεώτερον’

ού γάρ τλάσομ’ έγω συνοίκην

έοισα γεραιτέρα.

(Σε λατρεύω

Φίλε μου,

Αλλά ψάξε να βρες άλλον σύντροφο εραστή νεότερό μου

της καύλας σου να σβήσει τις φωτιές

Δεν αντέχω να σε βλέπω να μαραίνεσαι μαζί μου.

«Αγάπη πούγινες δίκοπο μαχαίρι…»)

 

-αστέρων πάντων ο κάλλιστος…

(Ο ομορφότερος απ’ όλα τ’ αγόρια

θάλεγα πως είσαι

μα τι να πω,

καθώς βγήκα κι απόψε για σεργιάνι)


-γλύκηα μάτερ, ούτοι δύναμαι κρέκην τον ίστον

πόθω δάμεισα παίδος βραδίναν δι’ Αφροδίταν.

(Εκεί ψηλά που κατοικείς γλυκιά μου μάνα

προσεύχου για μένα

λησμόνησα πια να υφαίνω στης Κύπριδας τον αργαλειό

όταν μπροστά μου πέρασε ο νιος

που  ποθούσα)     

 

-…αί δε μη, αλλά σ’ έγω θέλω

όμναισαι [……] . […….] αι

…….   [    ]  και κάλ’ επάσχομεν.

(Αν τύχει και το λησμονήσεις

αγόρι μου όμορφο

φεγγαροπρόσωπο,

άσε με να σου θυμίσω

τις  γλύκες  που  χαρήκαμε μαζί

«άφησέ με νάρθω μαζί Σου….»)

 

-δέδυκε μέν ά σελάννα

και Πληϊαδες μέσαι δε

νύκτες, παρά δ’ έρχεται ώρα,

εγώ δε μόνα κατεύδω.

(Έσβησε το φεγγάρι

μέσα στους πόθους μας

όλη την νύχτα

«ξύπνα αγάπη μου τ’ αστέρια χάθηκαν...»

Και γω θα μείνω μόνος)

Γιώργος  Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 21 Αυγούστου 2021