ΣΑΠΦΩ- ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
«…. Παλαιά
και νέα ωδή»
Της Χριστίνας Ντουνιάς, περιοδικό Αντί τχ. 280/ 1-2-1985
«Άς μου συγχωρεθεί λοιπόν να μιλήσω για την
Σαπφώ, σαν για μια σύγχρονή μου. Στην ποίηση, όπως και στα όνειρα δεν γερνάει
κανένας».(1)
Η ανασύνθεση και απόδοση των ποιημάτων της Σαπφούς από τον Οδυσσέα Ελύτη-ύστατη προσφορά του εκδότη και ποιητή Νίκου Καρύδη στο αναγνωστικό κοινό- κυκλοφόρησε, τέλος του 1984, από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Το ενδιαφέρον του βιβλίου βρίσκεται κυρίως στην ανάδειξη της σχέσεις των δύο ποιητών’ μια μαγική επικοινωνία που πραγματοποιείται δια μέσου ενός οικείου ποιητικού κώδικα πολλαπλά τα σημεία επαφή τους, γλώσσα, άποψη για τη λειτουργία της ποίησης, μουσικότητα, μηδενίζουν την χρονική / ιστορική απόσταση των δυόμιση χιλιάδων χρόνων που τους χωρίζει.
Η ποίηση της Σαπφούς έχει από πολύ νωρίς εμπνεύσει τον ποιητή. Το όνομά της, τα ονόματα κοριτσιών που αγάπησε και στίχοι ποιημάτων της, επανέρχονται συχνά τόσο στα ποιητικά, όσο και στα πεζά του κείμενα. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Της σελήνης της Μυτιλήνης παλαιά και νέα ωδή» (1953) από τη συλλογή «Τα Ετεροθαλή», όπου μνημονεύεται το όνομα της Σαπφούς και το «Δοξαστικό Β΄» από το «Άξιον Εστί», όπου υπάρχει ολόκληρος ο στίχος «ελθόντ’ εξ οράνω πορφυρίαν περθέμενον χλάμιν» (Σαπφώ, απ. 54 L-P) (2).
Ο κοινός τόπος καταγωγής των δύο ποιητών, η αιολική φύση, που ο Οδυσσέας Ελύτης γνώρισε το 1935, όταν ταξίδεψε στη Λέσβο μετά το θάνατο του Θεόφιλου, τον συγκινεί τόσο, ώστε γράφει χαρακτηριστικά πως του ερχόταν να μιλήσει «παλιά Αιολικά, όλο άλφα και νι, κάτι ταν απάλαν Σελάναν- ταν Μυτιλάναν». (3)
Βασικά
χαρακτηριστικά της ποίησης της Σαπφούς και του Οδυσσέα Ελύτη, είναι η σημασία
και η ποιητική διάσταση που παίρνουν στο έργο τους, η αιολική φύση, ο
αιγαιοπελαγίτικος χώρος, ο έρωτας, ενώ το βαθμό συγγενείας τους ενισχύει η
κατάφαση που δείχνουν στη ζωή: «Αλλά πάνω
απ’ όλα είναι που δουλέψαμε-στα μέτρα του ο καθένας-με τις ίδιες έννοιες, για
να μην πω περίπου με τις ίδιες λέξεις: με τον ουρανό και τη θάλασσα, τον ήλιο
και τη σελήνη, τα φυτά και τα κορίτσια, τον έρωτα».
Ο Οδυσσέας Ελύτης αισθάνεται πολύ κοντά στη Λέσβια ποιήτρια και για έναν πρόσθετο λόγο. Είναι η πρώτη- μαζί με τον Αρχίλοχο τον Πάριο-που τολμά να σπάσει την επική, ηρωική παράδοση και να δημιουργήσει μια νέα, προσωπική λυρική ποίηση, όπου οι επιθυμίες, τα αισθήματα και τα όνειρα βρίσκουν τρόπο να εκφραστούν.
Η Σαπφώ, η οποία πέρα από την ποιητική της δημιουργία, διέθετε μια σπάνια πνευματική προσωπικότητα, είχε πρώιμη συνείδηση της ποιητικής της αξίας. Ο στίχος «Μνάσεσθαι τινά φαμι και ύστερον αμμέων», είναι θαυμαστά προφητικός για τη σχέση της μεγάλης ποίησης με την αθανασία.
Από το Θέογνι και το Σόλωνα έως τον Πλάτωνα-που στο «Φαίδρο» την αποκαλεί «καλήν»-, από τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους-όπου λατρεύεται ως «δεκάτη Μούσα»- έως τις μέρες μας, η Σαπφώ παραμένει μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας γραμματείας. Σπασμένοι στίχοι, λέξεις, ακόμα και συλλαβές, αναδύονται μέσα απ’ το χρόνο, φέρνοντας αυτόνομα και θριαμβικά το ποιητικό και μουσικό τους φορτίο. Τα ποιητικά σπαράγματα μιας κατεξοχήν μελωδικής ποιήτριας, μπορούν σήμερα να ευαισθητοποιήσουν και να λειτουργούν, ανεξάρτητα από τις φιλολογικές έρευνες και ερμηνείες γύρω από την θεματική ή τη μορφική ενότητα στην οποία πιθανόν ανήκαν.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ακολουθεί μια λιτή γραμμή στη νεοελληνική απόδοση του κειμένου, χρησιμοποιώντας μια δημοτική γλώσσα απλή στο λεκτικό της. Στα ποιήματα που σώζονται σε πληρέστερη μορφή, μένει πιστός στο πρωτότυπο, μη διστάζοντας ωστόσο να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάποια λέξη, εκεί όπου το ποιητικό του αίσθημα τον οδηγεί. Η καινοτομία του βιβλίου βρίσκεται κυρίως στην ανασύνθεση των άκρως ελλειπτικών αποσπασμάτων, για τα οποία ήδη έγινε λόγος’ μια αυθαιρεσία αδιανόητη, ίσως, για ένα φιλόλογο, γοητευτική όμως όταν πρόκειται για έναν ποιητή σαν τον Οδυσσέα Ελύτη, που δημιουργεί μια νέα ποιητική μονάδα, συνδέοντας τα ποιητικά θραύσματα της Σαπφικής ποίησης με γνώμονα όχι την ειδολογική, αλλά την εννοιολογική τους σχέση.
Η φροντίδα του
Οδυσσέα Ελύτη για την ποίηση της Σαπφούς δεν σταματά στη γλωσσική/ λογοτεχνική
επεξεργασία του κειμένου’ επεκτείνεται και στην τυπογραφική εμφάνιση του
βιβλίου. Η αισθητική του καθώς και η συναισθηματική του σχέση με το έργο της
ποιήτριας, τον προσανατόλισαν στην επιλογή της στενής στήλης, τόσο στο
πρωτότυπο, όσο και στη νεοελληνική του απόδοση. Ο χωρισμός των στίχων και των
στροφών σημειώνεται με ένα κόσμημα. Όπως ο ίδιος γράφει στο τέλος του βιβλίου,
η επιλογή αυτή υπαγορεύθηκε από την επιθυμία να έρθει «σε συναισθηματική συστοιχία με το μυστήριο που αναδίνεται από τις
αρχαίες στήλες και τους παπύρους».
Η ευαισθησία, τολμώ να πω η τρυφερότητα, με την οποία ο Οδυσσέας Ελύτης επεξεργάστηκε το υλικό του, γίνεται πασίδηλη σε όσους έχουν την τύχη να δουν τις 11 διαφανογραφίες, που φιλοτέχνησε ο ποιητής για τα 77 εκτός εμπορίου αντίτυπα του βιβλίου. Καμωμένες με τη μέθοδο της μεταξοτυπίας, αισθητοποιούν, μέσα από μια χρωματική πανδαισία που λειτουργεί αντιστικτικά στη λιτότητα των γραμμών, τα θεματικά μοτίβα που επανέρχονται επίμονα στην ποίηση της Σαπφούς.
Ανεξάρτητα από τη σημασία που έχει η μετάφραση του έργου της Σαπφούς για την βαθύτερη γνωριμία μας με την ποιητική του Οδυσσέα Ελύτη, αποτελεί και μια έμπρακτη απόδειξη τόσο των δυνατοτήτων της νεοελληνικής γλώσσας, όσο και της σχέσης της με την αρχαία λογοτεχνική παράδοση. Στην ίδια κατεύθυνση, αν και από άλλους δρόμους, έτειναν οι προσπάθειες παλαιότερων ποιητών (Γρυπάρη, Βάρναλη, Καζαντζάκη), καθώς και του Γιώργου Σεφέρη, που προτείνει μάλιστα τον όρο «μεταγραφή» για την απόδοση των Αρχαίων Ελληνικών κειμένων αντιδιαστέλλοντας την ενδογλωσσική από τη διαγλωσσική μετάφραση. (4)
Η ανασύνθεση και απόδοση των ποιημάτων της Σαπφούς από τον Οδυσσέα Ελύτη, συνηγορεί υπέρ των πολλαπλών επισημάνσεων της κριτικής πάνω στο θέμα της ιδιάζουσας σχέσης του με την ελληνική γλώσσα’ μια σχέση που είτε εκφράζεται εμμέσως στο σύνολο του έργου του είτε, ενίοτε, ομολογείται με σαφήνεια:
«Τη γλώσσα μου έδωσαν
ελληνική’
το σπίτι φτωχικό στις
αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα
μου στις αμμουδιές του Ομήρου».
(«Τα Πάθη, ψαλμός Β», το Άξιον Εστί, σ. 28)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1., Από τον πρόλογο του Ο. Ελύτη στο βιβλίο «Σαπφώ- ανασύνθεση και απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης». Εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 1984.
2., Το θέμα της επίδρασης της Σαπφούς στο έργο του Ο. Ελύτη πραγματεύεται διεξοδικά ο Δανιήλ Ιακώβ στο βιβλίο του «Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη» εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983.
3., «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος», από το βιβλίο του Ο. Ελύτη «Ανοιχτά Χαρτιά», Αθήνα, 1974 (Αστερίας) και 1982 (Ίκαρος).
4., Σχετικά με το πρόβλημα της μετάφρασης των Αρχαίων Ελληνικών και ειδικότερα για την άποψη του Γ. Σεφέρη βλέπε και Γ. Σεφέρη: «Μεταγραφές», Φιλολογική επιμέλεια Γιώργη Γιατρομανωλάκη, εκδ. Λέσχη, Αθήνα 1980
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ, περιοδικό Αντί τεύχος 280/1-2-1985. Στην σελίδα «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ».
Συμπληρωματικά της
ανάγνωσης:
Η καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Χριστίνα Ντουνιά, μας έδωσε και εξακολουθεί να μας δίνει εξαιρετικές και χρήσιμες δοκιμιακές της μελέτες, συστηματικές και εμπεριστατωμένες ερευνητικές εργασίες της πάνω σε θέματα και προβληματισμούς που σχετίζονται με την πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα. Ζητήματα και ερωτήματα που τίθενται από τους ειδικούς, τους ερευνητές, τους φιλολόγους, θα πρόσθετα ακόμα, και από τους σταθερούς και εξακολουθητικούς αναγνώστες της ελληνικής και ευρωπαϊκής ποίησης και πεζογραφίας. Ανοιχτά ζητήματα τα οποία συνεχίζουν ακόμα και στις μέρες μας να επανέρχονται στην επιφάνεια του λογοτεχνικού χρόνου και να απασχολούν δημιουργικά τους έλληνες ερευνητές και τις ελληνίδες ερευνήτριες, να καλλιεργούν ένα γόνιμο έδαφος συζητήσεων, αντεγκλήσεων, συμφωνιών, διαφωνιών, συνομιλιών μοντέρνων προτάσεων ανάγνωσης παλαιότερων έργων και συγγραφέων. Προτάσεις αναλύσεων και επαναπροσεγγίσεων, σχεδόν για κάθε πτυχή της ποιητικής και πεζογραφικής παράδοσης της χώρας μας. Η πανεπιστημιακός κυρία Ντουνιά, καθώς και άλλες γυναικείες γραφίδες που καλλιεργούν ή διδάσκουν, ή θητεύουν σε διάφορους τομείς και είδη των φιλολογικών σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια ή άλλους χώρους εκπαίδευσης εδώ και δεκαετίες, γυναικείες φωνές συγγραφέων διακονούν με επιμέλεια, ευσυνειδησία και στέρεα φιλολογική κατάρτιση και επάρκεια τον γυναικείο δοκιμιακό και κριτικό λόγο. Το θηλυκό πρόσωπο, την (έμφυλη) εικόνα του δοκιμιακού υποκειμένου, το οποίο είναι εδώ και δεκαετίες το ισάξιο αντίβαρο των αντρικών φιλολογικών δοκιμιακών σπουδών. Θα μνημονεύσω ορισμένες ενδεικτικές σημαντικές γυναικείες παρουσίες που εξακολουθούν να δημιουργούν και χαρακτηριστικά έργα τους: Αγαθή Ν. Γεωργιάδου (βλέπε την τρίτομη εργασία της «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες…». Σημειώσεις στο περιθώριο των ποιημάτων που διαβάζουν οι ίδιοι οι ποιητές. Εκδ. Μεταίχμιο 2005.[1/Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Βάρναλης. 2/Ρίτσος, Βρεττάκος, Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος. 3/Σεφέρης, Αναγνωστάκης, Σαχτούρης, Σινόπουλος). Ανθούλα Δανιήλ, Αγορή Γκρέκου, («Η Καθαρή Ποίηση στην Ελλάδα», Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη: 1833-1933, εκδ. Αλεξάνδρεια 2000). Κίρκη Κεφαλέα, Δώρα Μεντή, Μορφία Μάλλη, («Μοντερνισμός-Μεταμοντερνισμός και περιφέρεια», μελέτη της μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής του Νάσου Βαγενά, εκδ. Πόλις 2002),Τασούλα Καραγεωργίου, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, («Ο Άλλος εν Διωγμώ», Η εικόνα του εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, εκδ. Θεμέλιο 1998). Άντεια Φραντζή, («Ο’ΥΤΩΣ Ή ΆΛΛΩΣ» Αναγνωστάκης-Εγγονόπουλος-Καχτίτσης- Χατζής», εκδ. Πολύτυπο 1988), Βενετία Αποστολίδου, Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Αγγέλα Καστρινάκη, («Η λογοτεχνία, μια σκανταλιά, μια διαφυγή ελευθερίας», Αφηγήσεις και δοκίμια εκδ. Πόλις 2003), Έλλη Φιλοκύπρου, («Η γενιά του Καρυωτάκη» φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, εκδ. Νεφέλη 2009). Μαρίτα Παπαρούση, («Σε αναζήτηση της σημασίας», Αφηγηματολογικές προσεγγίσεις σε πεζογραφικά κείμενα του 19ου και του 20ου αιώνα, εκδ. Μεταίχμιο 2004) Σόνια Ιλίνσκαγια, Ζωή Ζαμαρά, («Προοπτικές του Κειμένου», εκδ. Κώδικας-Θεσσαλονίκη 1987), Λίζυ Τσιριμώκου, Μαίρη Μικέ, Ειρήνη Ριζάκη, (Οι «γράφουσες» Ελληνίδες. Σημειώσεις για τη γυναικεία λογιοσύνη του 19ου αιώνα, εκδ. Κατάρτι), Έρη Σταυροπούλου, Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου («Οι φόβοι ενός αιώνα», εκδ. Μεταίχμιο 2008). Μαρία Κακαβούλια, Γεωργία Λαδογιάννη, Μένη Δ. Κανατσούλη, («Πρόσωπα Γυναικών σε Παιδικά λογοτεχνήματα» Όψεις και Απόψεις, εκδ. Πατάκη 1997). Λύντια Στεφάνου, («Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης», εκδ. Κάλβος 1972), Τζίνα Καλογήρου, Άντα Κατσίκη-Γκιβάλου, Διαμαντή Αναγνωστοπούλου («Αναπαραστάσεις του Γυναικείου στη Λογοτεχνία», Πατάκη 2007), Αννίτα Π. Πανάρετου, («Η παρηγορία των επιστολών σου…», Ευανθία Καϊρη- Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας, όπως θα ήθελαν, εκδ. Ωκεανίδα 2007). Η επιστολική εξέταση γίνεται από την δοκιμιογράφο σε φόρμα μυθιστορηματική, και ορισμένες άλλες ερευνήτριες και καθηγήτριες, γυναίκες δοκιμιογράφοι που κοσμούν τα ελληνικά γράμματα και άνοιξαν ή ανοίγουν ακόμα νέους μοντέρνους δρόμους, ρηξικέλευθους ορίζοντες στο χώρο της ελληνικής γραμματείας. Της έρευνας και της ανάλυσης, νέων ερμηνειών του λογοτεχνικού φαινομένου στην χώρα μας, τον δοκιμιακό λόγο. Ορισμένα από τα ονόματα όπως αναγνωρίζουμε δεν προέρχονται από τον πανεπιστημιακό ή τον χώρο της εκπαίδευσης αλλά είναι ποιήτριες, πεζογράφοι κλπ. Να προσθέσουμε δύο ακόμα γυναικείες δοκιμιακές, κοινωνιολογικές πένες, στην γόνιμη θέλω να πιστεύω παράθεση των σύγχρονων αυτών ονομάτων και των έργων τους. Της Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα και το βιβλίο της «Το Φύλλο της Δημοκρατίας» Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα, εκδ. Σαββάλα 2002, και να εντάξουμε στην ενδεικτική αυτή ονομαστική αναφορά και την αμερικανίδα ερευνήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας Karen Van Dyck και το κλασικό της μελέτημα, «Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΚΡΙΤΕΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1967-1990, εκδ. Άγρα 2002. Δίχως να παραγνωρίζουμε και τις γυναικείες συγγραφικές φωνές που ασχολήθηκαν με την κριτική βιβλίου, τις θεατρικές σπουδές και συνέγραψαν εξαιρετικές δοκιμιακές μελέτες για ζητήματα και θέματα, κριτικές θεάτρου, πρόσωπα της ελληνικής δραματουργίας. Επίσης, τις εικαστικές τέχνες στον ελλαδικό χώρο και την ευρωπαϊκή ήπειρο, την τέχνη του χορού, διακρίνονται σπουδαία γυναικεία ονόματα. Δοκιμιογραφικές γραφίδες, μεταφράστριες, που εμφανίστηκαν στο λογοτεχνικό προσκήνιο από τις αρχές σχεδόν του προηγούμενου αιώνα στην Ελλάδα και άνοιξαν δρόμους στην γυναικεία εκπαιδευτική, φιλολογική, κοινωνική χειραφέτηση. Γυναικεία Ονόματα συγγραφέων παλαιότερων γενεών όπως ήταν η Ελένη Νεγρεπόντη, η πασίγνωστη Άλκη Θρύλος, (διάσπαρτα είναι ακόμα τα βιβλιοκριτικά της σημειώματα σε παλαιότερα περιοδικά, βλέπε «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», «Νέα Εστία» κ. ά.) η χειραφετημένη σε θέματα που αφορούσαν την ελληνίδα γυναίκα Κούλα Ξηραδάκη και τα βιβλία της για την γυναικεία παρουσία στην Ιστορία. Την πεζογράφο και αρθρογράφο Πέπη Δαράκη, (σκόρπια κείμενά της διαβάζουμε σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες) την λαογράφο, ανθολόγο και ποιήτρια Αθηνά Ταρσούλη, (ακόμα δεν έχει συγκεντρωθεί το σκόρπιο ποιητικό και συγγραφικό της έργο). Τέλος, των δεκαετιών του 1970 την δοκιμιογράφο Νόρα Αναγνωστάκη, (κριτικά της σημειώματα έχουν δημοσιευθεί στους τόμους του ετήσιου «ΧΡΟΝΙΚΟΥ» της γκαλερί «ΏΡΑ»), διάσπαρτα έργα, δημοσιεύματα και βιβλία τα οποία-παρά την παρέλευση τόσων δεκαετιών- εξακολουθούν να διαβάζονται και να αποτελούν βάσεις στα μοντέρνα και σύγχρονα πεδία φιλολογικής έρευνας. Φωνές γυναικείες που έρχονται να προστεθούν στα ονόματα της συγγραφέως και μεταφράστριας Ελένης Λαδιά, (με το ιδιαίτερο ύφος γραφής της) των κριτικών Μάρυ Θεοδοσοπούλου, (σταθμός η συνεργασία της στην εφημερίδα «Εποχή», το «Βήμα» και αλλού), της μεταφράστριας και κριτικού Ελισάβετ Κοτζιά σταθερή συνεργάτης της εφημερίδας «Η Καθημερινή», της ποιήτριας και επιμελήτριας, δημοσιογράφου Έλενας Χουζούρη, της ποιήτριας Ελένης Χωρεάνθη, των καθηγητριών Αμαλία Καραλή και Αλεξάνδρα Μπουφέα που μας πρόσφεραν η πρώτη το βιβλίο της για το αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» η δεύτερη την εμπεριστατωμένη εργασία της για «Τα Λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής». Και, όπως θέλω να ελπίζω, και νεότερων, νεότατων ηλικιακά γυναικείων φωνών της δοκιμιογραφίας και της κριτικής οι οποίες βαδίζοντας πάνω στα χνάρια των προγενέστερων ομοτέχνους τους, σπέρνουν εύοσμα και παραγωγικά τους λειμώνες της φιλολογίας, με τις ατομικές τους ταυτότητες και φωνές. Ο χρόνος της ζωής όπως και της τέχνης συμβαδίζοντας παράλληλα, είναι ενιαίος και σταθερά αναπτυσσόμενος.. (μικρή παρένθεση, ένας τομέας που μάλλον δεν έχει εξετασθεί, όσον αφορά την γυναικεία παρουσία και συγγραφή είναι ο τομέας των πολιτικών αναλυτριών, όχι καθαρών δημοσιογράφων αλλά των πολιτικών σχολιαστών στον έντυπο τύπο και τα πολιτικά περιοδικά. Μόνο η κυρία Μαριάνα Πυργιώτη είναι ίσως αναγνωρίσιμη και αρεστή. Όπως και το κάστρο των ανδρών διεθνολόγων ή διπλωματών δεν έχει ακόμα πολιορκηθεί από το γυναικείο φύλο).
Γνώρισα την δοκιμιακή γραφή της Χριστίνας Ντουνιά από την σημαντική της εργασία «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ. 544, τιμή 4370 παλαιές δραχμές. Διαβάζοντας τα 12 κεφάλαια του χρήσιμου αυτού βιβλίου, κάναμε ας μου επιτραπεί η έκφραση, ένα εκπαιδευτικό ταξίδι στους αριστερούς ορυζώνες των λογοτεχνικών περιοδικών του μεσοπολέμου. Ανιχνεύσαμε τις διαδρομές που ακολούθησαν τα λογοτεχνικά έντυπα και οι συνεργάτες τους που ενστερνίστηκαν την αριστερή-κομμουνιστική ιδεολογία της εποχής τους, όπως την πρέσβευε και την προπαγάνδιζε, την αποδέχονταν διεθνώς η Μέκκα του κομμουνισμού. Βοηθηθήκαμε να εντοπίσουμε κρίσιμους σταθμούς στην διαδικασία αφομοίωσης και εξέλιξης των αριστερών δημιουργών και των έργων τους, ήρθαμε σε επαφή με κείμενα θεωρητικών της λογοτεχνίας και των «δοξασιών» τους για τους λογοτεχνικούς κανόνες και αρχές. Σταθήκαμε στους πρώτους αριστερούς λογοτεχνικούς βηματισμούς στον μεσοπόλεμο, και είδαμε τις ιδεολογικές και άλλες μπουσουλάδες των υποστηρικτών της μαρξιστικής ιδεολογίας δημιουργών. Διαβάσαμε για τους εκκολαπτόμενους νέους προσδιοριστικούς τότε κόμβους που αναδύθηκαν από τις εκατοντάδες ιδεολογικές ζυμώσεις και συζητήσεις περί και εντός των αριστερών ιδεολογικών τειχών. Τις προτιμήσεις ελλήνων σε πολιτικά πρόσωπα, επιλογές και αποφάσεις. Σε καθοδηγητές κανονοφύλακες στο τι είναι λογοτεχνία, τι πρεσβεύει, τι στόχους οφείλει να έχει, ποια θα πρέπει να είναι η θεματολογία της. Δηλαδή, τους σύγχρονους αριστερούς και κομμουνιστές παιδονόμους της τέχνης. Τους πραιτοριανούς κέρβερους της λογοτεχνικής μαρξιστικής καθαρότητας. (το αντίπαλο στρατόπεδο του αστικού πνευματικού λευκαντικού «εύρηκα»). Συμμετείχαμε νοερώς στους ιδεολογικούς διαξιφισμούς ατόμων και εντύπων της εποχής. Σε ιδεολογικές μάχες επί των μαχών μέχρι τελικού χασμουρητού. Αναγνωρίσαμε πρόσωπα προβεβλημένα και καταξιωμένα στον χώρο της πεζογραφίας και της ποίησης τα οποία συνέχισαν να παράγουν και να εκδίδουν τις κατοπινές δεκαετίες τα βιβλία τους. Διαισθανθήκαμε θεωρητικά αδιέξοδα, (πριν ακόμα εμπεδωθούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων και των λογίων), αναβιώσαμε με την «αντιδραστική» φαντασία μας, καταστάσεις και αντιφάσεις προθέσεων. Ξεσκονίσαμε συμφωνίες και διαφωνίες λογοτεχνών, αποσιωπήσεις και εσκεμμένες παραλήψεις ιδεολογικών αντιπάλων, έργων της αντίπαλης αστικής παράταξης και μπουρζουαζίας. Χαρήκαμε με συμπεριφορές και στάσεις ελλήνων δημιουργών που δεν υποτάχθηκαν στην γενική επικρατούσα τότε ιδεολογική ομπρέλα της αριστεράς και της μαμάς, μητέρας, μανούλας Μόσχας. Που δεν ακολούθησαν το ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και των επιμέρους παραφυάδων του. Των εκκολαπτόμενων συνοδοιπόρων. Για να θυμηθούμε και μερικές σκουριασμένες έννοιες από την πολιτική και κομματική ορολογία μιας άλλης εποχής και όχι ωραιοποίησης των τότε κακώς γενομένων. Στην σύγχρονη των ημερών μας πολιτική και ιδεολογική παλέτα, δεν υπάρχει αυτό το σκουρόχρωμο κόκκινο χρώμα εκείνων των περιόδων, και όπου αναγνωρίζεται, ανακατεύεται με το νέφτι της οικονομίας και των τραπεζικών χρηματιστηριακών συναλλαγών. Το προαναφερθέν βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά-όπως και άλλες νεότερες μελέτες της-, δεν διερευνά μόνο τις συνθήκες που γεννήθηκαν οι συγγραφικές φωνές της αριστεράς και των έργων τους την περίοδο του μεσοπολέμου, τις κρίσιμες δύο δεκαετίες 1920 και 1930 στην ελληνική γεωγραφική και λογοτεχνική επικράτεια, της μπελ εποκ των λογοτεχνικών ρευμάτων και ιδεολογιών. Έντονα πολιτικές και σημαδιακές δεκαετίες μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων στο δυτικό ημισφαίριο,-που κυοφορήθηκαν στην γερασμένη και κλασικοθρεμένη όπως της αρέσει να υποστηρίζει ευρωπαϊκή ήπειρο-συμπεριλαμβανομένης και της βαλκάνιας «χαμερπής» κοκοτεύουσας αυτοθαυμαζόμενης μέσα στην ιστορία πατρίδας μας, αλλά, μας φώτισε με ακριβοδίκαιο τρόπο και με την πρέπουσα απόσταση τους δρόμους εκείνους που η λογοτεχνία συνάντησε την ιστορία, η ιδεολογία διαπλέκεται με την λογοτεχνική θεωρία και αναζητούνται νέες προσβάσεις κατανόησης του πνευματικού και καλλιτεχνικού εποικοδομήματος, εξέτασης, προσέγγισης του λογοτεχνικού χώρου στην μελλοντική προοπτική του. Ή ίσως ορθότερα, η πολιτική-ιδεολογική κολυμβήθρα που σχεδίασαν οι εκπρόσωποι της αριστερής διανόησης, γίνεται το πνευματικό και καλλιτεχνικό καθαρτήριο αναγνώρισης και καταξίωσης στο οποίο οφείλουν να εμβαπτιστούν οι των άλλων παρατάξεων και ιδεολογικών φωνών συγγραφείς. Η αριστερά αναζητά τρόπους (νόμιμους και μη), αιτίες και αφορμές να εμβαπτίσει την ποίηση και την πεζογραφία, την γραφή της εποχής της, τους συγγραφείς στην κολυμβήθρα της δικής της ιδεολογικής πλατφόρμας καταξίωσης και αποδοχής. Ορισμένες μάλιστα φορές, των πλέων στενάχωρων κομματικών της εκδοχών. Η ελληνική ιστορία των δύο αυτών δεκαετιών διαβάζεται και ερμηνεύεται με βάση την πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή, τα σημαντικά πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας εκείνης της κρίσιμης και αναστατωμένης και αιματοβαμμένης πολιτικής περιόδου. Ο κάπως στεγνός και στεγανός επιστημονικός λόγος της Ιστορίας, λειαίνεται, καθώς φωτίζεται η επαναστατική του δυναμική μέσα από το πρίσμα της λογοτεχνίας. Η μυθοπλασία είναι μάλλον η έντεχνη παραμυθία της ανθρώπινης περιπέτειας στην αποδοχή και κατανόηση των ιστορικών γεγονότων και διαδραματιζομένων από πέραν του ενός ιστορικά υποκείμενα, την οποία γράφει και συνθέτει, την στιγμή της δράσης των ηρώων και ηρωίδων της μυθιστορηματικής ή ποιητικής επικής γραφής ο συγγραφέας που έπεται και αναβιώνει τα συμβάντα με το ρεπορτάζ της μυθοπλασίας. Την διαμορφώνει διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και τον χαρακτήρα της εκ των υστέρων, και όχι εν βρασμώ. Η ιστορική πραγματικότητα είναι ταυτόχρονα και λογοτεχνική βίωση του καθρεφτίσματός της στον γενικό καθρέφτη της εξέλιξης της ανθρώπινης ύπαρξης και πορείας. Το είδωλο δεν είναι πλέον ο ήρωας της ιστορίας αλλά της λογοτεχνίας. Δηλαδή της γραφής. Η ανθρώπινη περιπέτεια μέσα στον χρόνο, ούτε πάντοτε επιτυχημένη υπήρξε ούτε ειρηνική. Το ανθρώπινο Ον δεν έπαυσε να έρχεται σε συνεχείς ρήξεις με τον εαυτό του και τα υπόλοιπα έμβια όντα της φύσης. Η λογοτεχνία και η ποίηση ποτέ της δεν κατόρθωσε να σταματήσει ή να αναχαιτίσει τις ανθρώπινες, των εθνών διαμάχες, παρά τις καλές προθέσεις και επιδιώξεις των συγγραφέων της. Το μόνο που ίσως κατορθώθηκε είναι να πραΰνει κάπως τον ανθρώπινο πόνο και χαμό που δημιουργεί ο κάθε μορφής και είδους και διάρκειας πόλεμος, και ιδιαίτερα ο σκληρότερος από όλους, ο ιδεολογικός. Ο ποίος καλλιεργεί έναν καταστρεπτικό πνευματικό «φονταμενταλισμό» στις συνειδήσεις των ανθρώπων ενίοτε άτακτα και άκαιρα, σε μεταιχμιακές περιόδους. Η λογοτεχνία εικονογραφεί τα πάθη και τις αιματοχυσίες των ανθρώπων και δημιουργεί η ίδια ένα πεδίο έρευνας και εξέτασης όχι του ιστορικού φαινομένου αλλά του λογοτεχνικού αποτελέσματος. Στο αποτέλεσμα της γραφής, δεν βγαίνει «δικαιωμένο» το ιστορικό υποκείμενο που είναι ο συγγραφέας αλλά ο ήρωας που έπλασε μέσα στο έργο του. Αυτός είναι που ορίζει τις νέες ιστορικές ερμηνείες και κανόνες αποδοχής. Το ενδιαφέρον μελέτημα της Χ. Ν. «Λογοτεχνία και Πολιτική» υποδέχθηκαν επαινετικά τα έντυπα της εποχής. Βλέπε χαρακτηριστικά: Δημήτρης Τζιόβας, εφημερίδα «Τα Νέα», Τρίτη 15/4/1997, σ. 28-29, «Στρατευμένη ή υποταγμένη λογοτεχνία;». Σπύρος Τσακνιάς, εφημερίδα «Το Βήμα», Κυριακή 13/4/1997, σ. 13, «Σβησμένα πάθη». Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», Τετάρτη 21/5/1997, σ. 35(;), «Η τέχνη στο άρμα της ιδεολογίας». Μάρυ Θεοδοσοπούλου, εφημερίδα «Η Εποχή», Κυριακή 16/3/1997, σ. 19-20. «Η Χαμένη χειραφέτηση»., κλπ.
Οι δοκιμιακές εργασίες και τα άρθρα της Χριστίνας Ντουνιά αγκαλιάζουν διάφορους τομείς και πεδία της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής της προηγούμενης πριν εκπνεύσει χιλιετίας. Εξετάζει και γράφει για τις συνθήκες παραγωγής ποιητών και πεζογράφων. Συγκεντρώνει πληροφορίες και συλλέγει στοιχεία για ποιητές και πεζογράφους ενώ επιμελείται την επανέκδοσης των έργων τους. Των Απάντων τους ή φέρνει στο φως αθησαύριστα έργα τους. Μας δείχνει την υποδοχή της συγγραφικής τους παραγωγής από τους ομοτέχνους τους και τον ευρύτερο φιλολογικό και λογοτεχνικό περίγυρο της εποχής τους. Πρόσωπα και κείμενα, γνωστά μας, καθιερωμένα της ελληνικής γραμματείας του προηγούμενου αιώνα. Σταθμοί, θεωρήσεις και αναθεωρήσεις της ελληνικής πνευματικής παράδοσης περνούν μπροστά στα μάτια μέσα από τα δημοσιεύματα και τις μελέτες, τα βιβλία της Χριστίνας Ντουνιά. Στόχευσε και ανέδειξε τις φανερές ή άδηλες σχέσεις μεταξύ λογοτεχνίας και πολιτικής (κυρίως της αριστερής ιδεολογίας φωνές), μας κέντρισε το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε ορθότερα τους πρωταγωνιστές, τους κεντρικούς ομιλητές και συνομιλητές της λεγόμενης «προλεταριακής» λογοτεχνίας. Μάθαμε για τις αλληλοεπιδράσεις τους, τις λογοτεχνικές «σέχτες» μέσα στους κόλπους της αριστερής διανόησης. Τις αναμορφωτικές επιδράσεις στόχων της προσανατολισμένης ιδεολογικά και κομματικά τέχνης. Ακτινογράφησε με ευστοχία ιστορικές και λογοτεχνικές περιόδους και ρεύματα του μεσοπολέμου. Φώτισε εικόνες και σκιές της συγγραφικής παραγωγής και «προπαγάνδας» που καλλιεργήθηκαν μέσα από τις σελίδες των περιοδικών των δύο αυτών δεκαετιών και όχι μόνο. Επιμελήθηκε και έγραψε την εισαγωγή στην ημερολογιακή έκδοση για τον ερωτικό ποιητή του Μεσοπολέμου «Ναπολέων Λαπαθιώτης-… του έρωτα πάλι το στενό», Ημερολόγιο 2009 (Ο λόγος των δημιουργών), εκδ. Μεταίχμιο. Το εισαγωγικό της σημείωμα αρχινά με την ρήση του ποιητή Τάκη Παπατσώνη «Αν ο Λαπαθιώτης δεν ήταν ο ιδανικός ποιητής, αναρωτιέμαι τότε ποιος άλλος είναι ή θα είναι ποτέ». Σελ. 5. Αναστυλώνει, φροντίζει και γράφει το επίμετρο στο πεζό της λησμονημένης παλαιά μυθιστοριογράφου Ντόνας Ρωζέτη. Επανεκδίδεται το ομοφυλόφιλο μυθιστόρημα της «Η ερωμένη της». Ένα προκλητικό και τολμηρό πεζογράφημα για την εποχή που κυκλοφόρησε (1929), και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής της «Νέας Εστίας» Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η δ. Ρωζέτη ξέρει να γράφει. Έχει τη σκέψη λεπτή και βαθιά, η πινελιά της αποδίδει γραμμή, χρώμα ατμόσφαιρα. Αιστάνθηκε, φαίνεται στη ζωή της ένα μεγάλο πόνο κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο». Το μυθιστόρημα αυτό, που διαπραγματεύεται και απεικονίζει τις ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις μεταξύ δύο κοριτσιών στην Αθήνα του μεσοπολέμου, «εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το προσκήνιο μετά την έκδοση του το 1929,έρχεται και πάλι στο φως». Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο 2005, με τον οποίο συνεργάζεται η Χριστίνα Ντουνιά. Διερεύνησε και κατέγραψε την δεκαετία του 1920 στο κείμενό της, «Η δεκαετία του 1920: από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση». Σελίδες 61-82. Είναι η δική της συμμετοχή στον σύμμεικτο τόμο («Πρακτικά Συνεδρίου στη Μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου» Ρέθυμνο 20-22 /5/2011), «ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ» προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Επιμέλεια Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας. Τ.Φ.Π. Κρήτης, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης-Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2002. Το 2014 από το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφόρησαν οι δύο τόμοι της για την καλαματιανή ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Τεκμηριωμένες με θερμή φροντίδα και γυναικείο φιλολογικό ενδιαφέρων εκδόσεις οι οποίες μας επαναπροτείνουν τον ποιητικό και τον πεζό λόγο της ποιήτριας συντρόφου του Κώστα Καρυωτάκη, μέσα από τον ερμηνευτικό φακό προσέγγισης της Χ. Ν. Τόμος πρώτος- Μαρία Πολυδούρη «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά. Το 400 σελίδων βιβλίο περιλαμβάνει τις συλλογές «Οι τρίλιες που σβήνουν», «Ηχώ στο χάος», «Ανέκδοτα και αθησαύριστα» ποιήματα των ετών 1918-1930. Σημειώσεις για την ποιητική παραγωγή της Μαρίας Πολυδούρη, Επίμετρο, Στοιχεία Βιογραφίας και Ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων. Ο δεύτερος τόμος έχει τίτλο Μαρία Πολυδούρη, «ΡΟΜΑΝΤΣΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΕΖΑ», με εισαγωγή και επιμέλεια. Οι 278 σελίδες του περιέχουν Εισαγωγή και Ρομάντσο, /Ημερολόγιο/Τρία χρόνια ύστερα/ (στον ποιητή Φίλιππο Κλέωνα/ (Αυτοβιογραφία)/ Εφηβικά Πεζά/ Γράμματα από το Παρίσι. Σημειώσεις και Στοιχεία Βιογραφίας. Με τις δύο αυτές αναστυλώσεις της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη έχουμε στις μέρες μας την ολοκληρωμένη πλέον ποιητική και πνευματική μορφή της ποιήτριας, οι οποίοι «πιστοποιούν την ποιητική και αφηγηματική ικανότητα και δεξιοτεχνία, την οξυμένη της ευαισθησία», το κοινωνικό της ενδιαφέρον, την συμμετοχή της στα κοινά ως ποιήτρια και ως γυναίκα. Ενώ μία δεκαετία νωρίτερα, μας έχει δώσει την εκτεταμένη της μελέτη πάνω στον αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας, «ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης», εκδ. Καστανιώτη 2000. Βλέπε κριτική της Αθηνάς Βογιατζόγλου, στο περιοδικό «ΠΟΙΗΣΗ» τχ. 17/Άνοιξη-Καλοκαίρι 2001, σ. 289-295, «ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ». Μια ολοκληρωμένη εξέταση του έργου του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, των ερμηνευτικών αμφιθυμιών και διχογνωμιών που προκάλεσε η ποίησή του (ιδιαίτερα στους κύκλους των διανοουμένων που προέρχονται από τον χώρο της αριστεράς). Η Χριστίνα Ντουνιά περιδιάβηκε ένα μεγάλο πεδίο κριτικών και λογοτεχνικών κειμένων αφορώντα τον «απαισιόδοξο» σατιρικό και «βιτριολικά» σατιρολόγο ποιητή. Μας έδειξε το ιστόγραμμα της αποδοχής του, των απορρίψεών του από το καλλιτεχνικό περιβάλλον των ημερών του, της αποσιώπησης του έργου του από ομοτέχνους του, την επαναπροσέγγιση του στα κατοπινά χρόνια κάτω από τα νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας και τις αλλαγές που επήλθαν στον χώρο της ποίησης, της ελληνικής καλλιτεχνίας, με την ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων και την γνωριμία των νέων γενεών με ρεύματα και ζυμώσεις της δυτικής γραμματείας και παράδοσης στους μοντέρνους καιρούς. Ο Κώστας Καρυωτάκης υπήρξε μία τομή στα ελληνικά γράμματα που ακόμα και σήμερα αρνούμαστε με ευκολία να την αποδεχτούμε. Είναι ένα ποιητικό παρόν που μετείχε και μετέχει σε μεταγενέστερες χρονικά από τον ίδιο, πνευματικές διαδικασίες και εξελίξεις στα ελληνικά γράμματα, που δεν προέρχονται από την συγγραφική παραγωγή του μεσοπολέμου. Η προσωπική του περιπέτεια έγινε και περιπέτεια πολλών ελληνικών φωνών. Ο ποιητικός του λόγος μπόλιασε ακόμα και φωνές που δεν θα το περιμέναμε. (Γ. Σεφέρης, Γ. Ρίτσος). Το καρυωτακικό έργο κόμισε μια άλλη πνοή και ευαισθησία μέσα στην απαισιόδοξη ατμόσφαιρά της η οποία ακόμα και στις μέρες μας εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις και εντάσεις εντός και εκτός των ποιητικών τειχών. Πράγμα που μας δείχνει ότι τίποτα από το έργο και τον βίο του δεν πήγε χαμένο, από αυτόν τον σατιρικό κάπως «συντηρητικό» και σκεπτικιστή ποιητή του μεσοπολέμου. Έναν δημόσιο υπάλληλο που ασχολήθηκε με την ποίηση, μετέφρασε ευρωπαίους ποιητές που συγγένευαν μαζί του, παρ’ όλα αυτά όμως, ούτε τόλμησε να λύσει τους εργασιακούς του δεσμούς με τα γρανάζια της γραφειοκρατίας του δημοσίου που εργάζονταν και τον έπνιγαν, ούτε αποδέχτηκε το πνιγηρό εργασιακό του περιβάλλον και όλα τα δημοσιοϋπαλληλικά αδιέξοδά του. Ο Καρυωτάκης παρέμεινε αναποφάσιστος στον ιδιωτικό του βίο. Προτίμησε να αντιταχθεί στο κατεστημένο της εποχής του μέσω της ποίησής του και της λεπτής και οξείας σάτιράς του. Ενός λόγου, που δεν νομίζω να ίδρωσε το αυτί κανενός που τον διάβαζε από το οικείο επαγγελματικό του περιβάλλον. Αντίθετα, έγραψε μάλλον με αρκετή δόση ποιητικής «χαιρεκακίας» εκφραστικούς στιγματισμούς για ποιητές και ποιήτριες της εποχής του των οποίων το έργο αναγνωρίζονταν περισσότερο από το δικό του. Μιλτιάδης Μαλακάσης, Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάνου… Η Χριστίνα Ντουνιά συνεργάστηκε επίσης με το κείμενό της, «Ο Καρυωτάκης και οι υπερρεαλιστές», σ. 307-322, στο Επιστημονικό Συμπόσιο «ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΥΩΤΑΚΙΣΜΟΣ» (31/1 και 1/2/1997), εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας-Σχολή Μωραϊτη, Αθήνα 1998. Το 2006, συμμετέχει στην σειρά «εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη, με επιμελητή της σειράς τον κριτικό Κώστα Βούλγαρη με το νούμερο 24. Η Ντουνιά μας πρότεινε τον πεζογράφο «ΠΕΤΡΟ ΠΙΚΡΟ» ΤΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΥ. Διαβάζουμε αποσπάσματα από τα «Χαμένα Κορμιά», το «Σα θα γίνουμε άνθρωποι», το «Τουμπεκί». Ο τόμος συμπληρώνεται με χρονολόγιο, βιβλιογραφία, ευρετήρια. Ενώ παράλληλα, μας έδωσε μελέτες της για το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, του πεζογράφου Νίκου Καζαντζάκη, του Οδυσσέα Ελύτη… (του καταραμένου αμερικανού πεζογράφου και ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε) και νεότερων ελλήνων λογοτεχνών. Όπως ο πρόωρα χαμένος ποιητής Ηλίας Λάγιος, ο πεζογράφος Θανάσης Βαλτινός κ. ά. Ενώ παράλληλα δημοσιεύει κριτικές της και άρθρα σε λογοτεχνικά και πολιτικά περιοδικά. Βλέπε ενδεικτικά περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 170/7,8,2002, σ. 652-653, «Ο ΒΥΘΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΠΟΗΣΗ ΑΡΧΗΣ». Υπογράφει την κριτική για το βιβλίο του Ευριπίδη Γαραντούδη στο περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 1748/9, 2002, σ. 337-341. Ευρύτερου κοινωνικού προβληματισμού άρθρα της, διαβάζουμε από την δεκαετία του 1980 στο πολιτικό περιοδικό «Αντί», βλέπε τχ. 269/31-8-1984, «Για αξιοκρατία θα μιλάμε τώρα;», σ. 41, τεύχος 274/9-11-1984, σ. 51. «ΡΟΔΟΣ- ΧΑΛΚΗ ’84. « Μια νέα πρόταση για τον πολιτισμό. Και πολλά άλλα σε διάφορα περιοδικά. Με δύο λόγια, έχουμε μια γυναικεία δοκιμιακή φωνή και πανεπιστημιακή γραφίδα που το συγγραφικό και ερευνητικό της ενδιαφέρον εστιάσθηκε σε παλαιότερες, σύγχρονες, μοντέρνες αναστυλώσεις παλαιών και σύγχρονων φωνών. Ανθολόγηση κειμένων τους και μια ευρύτερου ενδιαφέροντος κριτικογραφία και αρθρογραφία. Συμμετέχει επίσης σε αφιερώματα περιοδικών. Δημοσιεύει βιβλιοκριτικά της σημειώματα σε περιοδικά και εφημερίδες, γράφει βιβλία, αλλά και μας προσφέρει μεταξύ άλλων συγγραφικών της δραστηριοτήτων και μια συλλογή με Διηγήματά της. «Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο» Διηγήματα, εκδόσεις Καστανιώτη 1998. Πράγμα που μας αποκαλύπτει όχι μόνο το δοκιμιακό της τάλαντο (για το οποίο έχει βραβευθεί από την ελληνική πολιτεία) αλλά και το πηγαίο και αυθόρμητο διηγηματικό της ταλέντο. Ένας τόμος γραμμένος με ευαισθησία, τρυφερότητα, ζεστό ύφος και ρέοντας λόγος. Κάτι που δείχνει την ατομική της περιπλάνηση στα μονοπάτια της γραφής πέρα από το δοκίμιο. Μια πρωτογενής συγγραφική περιπέτεια πέρα από τα όρια των πανεπιστημιακών και άλλων της καθηκόντων. Εδώ η συγγραφέας αποφασίζει να εκτεθεί και να συναγωνιστεί όχι με τον γυναικείο δοκιμιακό λόγο των άλλων συναδέλφων της αλλά με την διηγηματική ματιά και «θεματολογία» των σύγχρονων ελληνίδων διηγηματογράφων και πεζογράφων. Η συγγραφέας δεν αναζητά απαντήσεις στα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που την απασχολούν σε έργα τρίτων, αλλά επικεντρώνει τις συγγραφικές της δυνάμεις, την προσωπική της στόφα, και στρέφεται στις δικές της πηγές έμπνευσης και δημιουργίας. Καλογραμμένα διηγήματα γραμμένα από γυναικεία σκοπιά. «Συναγωνίζεται» ισότιμα τις άλλες ελληνίδες διηγηματογράφους. Για την συλλογή έγραψαν θετικά οι: Χρήστος Παπαγεωργίου, εφημερίδα «Η Αυγή» της Κυριακής 31/1/1999, σ..43, «Πάθη καθημερινότητας», Δημήτρης Κόκορης, περιοδικό Αντί τχ. 678/15-1-1999, «Απόσταγμα βροχερού ονείρου», Μιχάλης Γ. Μερακλής, περιοδικό «Η Λέξη» τεύχος 152/7,8,1999. Ενώ το περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» τεύχος 1529/5-6-1999, σ.16-17, στις σελίδες που επιμελείται ο Η. Νόλλα, «το σύγχρονο ελληνικό διήγημα», δημοσιεύται το διήγημά της «Η δασκάλα».
Τα περισσότερα σχεδόν δοκίμιά της που έχουν προσεχθεί και διαβαστεί έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ένθετα περιοδικά εφημερίδων, ( βλέπε Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας) στις φιλολογικές σελίδες πολιτικών εφημερίδων, (Η Αυγή), χωρίς να απουσιάζουν και τα καθαρώς πολιτικά περιοδικά της ανανεωτικής αριστεράς, όπως είδαμε, το περιοδικό «ΑΝΤΙ» όπου υπογράφει εργασίες της. Του παλαιού πολιτικού περιοδικού της ανανεωτικής αριστεράς του εκδότη Χρήστου Παπουτσάκη, το οποίο ανάμεσα στις άλλες εκδοτικές του δραστηριότητες, είχε πραγματοποιήσει εξαιρετικές μικρές και φτηνές λογοτεχνικές εκδόσεις στην σειρά που δημιούργησε «Νεοελληνικές Ψηφίδες» των εκδόσεων ΠΟΛΥΤΥΠΟ. Βλέπε παραδείγματος χάριν το τομίδιο «Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία» και το τομίδιο του ΔΑΝΙΗΛ Ι. ΙΑΚΩΒ, «Η ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ» Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΠΗΓΩΝ. Επιμέλεια: Άντεια Φραντζή, σειρά Νεοελληνικές Ψηφίδες-2, εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα 1983, (Δεκέμβριος 1982), σελίδες 112, διαστάσεις 12Χ17, τιμή 150 παλαιές δραχμές. Στο οποίο μεταξύ άλλων παραπέμπει και η Χριστίνα Ντουνιά.
Το μικρό βιβλίο του Δανιήλ Ι. Ιακώβ, «Η ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ» νούμερο 2 της σειράς «Νεοελληνικές Ψηφίδες» των εκδόσεων Πολύτυπο-Αθήνα 1983 είναι μάλλον το πληρέστερο και αναλυτικότερο και χρηστικότερο μελέτημα για τις πηγές αρχαιογνωσίας της ποίησης του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή χωρίς ασφαλώς να απορρίπτουμε και τις μεταγενέστερες αρθογραφίες και σχετικές μελέτες από νεότερους και νεότερες συγγραφείς, μελετητές και μελετήτριες. Η δομή και η εσωτερική οργάνωση του υλικού, η ταξινόμησή του η σύνολη εκδοτική μορφής του, είναι ίσως ακόμα και σήμερα η βάση για όσους θέλουν να ασχοληθούν με το ζήτημα των δάνειων στοιχείων προερχόμενα από την αρχαία ελληνική γραμματεία του Οδυσσέα Ελύτη. Από την διαρκή και ανοιχτή συνομιλία του ποιητή με τον λόγο, την ποίηση, τα νοήματα, τις λέξεις, τις εικόνες, το ύφος, ακόμα και τα ονόματα των αρχαίων λυρικών ποιητών ή επιγραμματοποιών που εντάσσει και αναφέρει ο ποιητής στις δικές του ποιητικές συλλογές. Είναι ίσως, ο μοναδικός νεοέλληνας ποιητής που συναντάμε τόσα πολλά ονόματα και αποσπάσματα έργων τους, θρύψαλα ποιητικών τους συνθέσεων μέσα στην σύνολη ποιητική και δοκιμιακή του παραγωγή, σπαράγματα και στίχοι ενταγμένοι αρμονικά, ισορροπημένα, δίχως να ξενίζουν τον σημερινό αναγνώστη, εσωτερικές του συνομιλίες με τους έλληνες και ελληνίδες προγόνους του. Η ελληνική αρχαία λυρική και επική παράδοση διαχέεται μέσα στον σύγχρονο ποιητικό λόγο δημιουργικά και ονειρικά. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτήν την σύζευξη, τίποτα δεν γίνεται από σκοπιμότητα παρά μόνο όπου το απαιτεί η ίδια η τεχνική, μορφή και έκφραση της γλώσσας της Ποίησης. Ο Δανιήλ Ι. Ιακώβ με το μικρό του βιβλιαράκι μας προσφέρει την πληρέστερη εικόνα των αρχαίων δανείων που χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας Ελύτης στην υποστήριξη του προσωπικού του ποιητικού, συνθετικού αρχιτεκτονήματος. Ο αρχαίος ελληνικός ποιητικός λυρισμός έρχεται και ποτίζει το υπερρεαλιστικό πρόσωπο του Οδυσσέα Ελύτη και ενώνεται με τον σύγχρονο λυρισμό της ελληνικής μοντέρνας ποίησης. Ο υπότιτλος του βιβλίου «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ» δηλώνει με τον πλέον κατηγορηματικό και ειλικρινέστερο τρόπο την ακτινογραφία της μελέτης τόσο πάνω στα αρχαία έργα όσο και στις υπάρχουσες ποιητικές συλλογές του Ελύτη. Μιά έρευνα, με δύο σκέλη σαν του διαβήτη. Από την μία εξετάζει στίχο τον στίχο τις μέχρι τότε ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη και τις αυτόνομες ποιητικές του μονάδες και από την άλλη, εντοπίζει και καταγράφει τους αρχαίους ποιητές και συγγραφείς και τα αποσπάσματα των έργων τους που συναντώνται στις ποιητικές συλλογές ή σε ποιήματα, μεμονωμένους αποσπασματικούς στίχους του ποιητή, λέξεις και εκφράσεις. Ακόμα και τίτλους ποιητικών ή αποφθεγματικών ενοτήτων του Ελύτη όπως εκείνος το θέλησε και τους σχεδίασε με την παραμικρή λεπτομέρεια και ακρίβεια. Όχι μόνο έχουμε την ενδελεχή καταγραφή αρχαίων αποσπασμάτων και λέξεων, εκφράσεων, αλλά και όπου συναντάμε την αναφορά του ονόματος των αρχαίων ποιητών ή ποιητριών όπως η ΣΑΠΦΩ, στη δεδομένη περίπτωση. Ενώ στο τέλος της μελέτης ο Δανιήλ για να βοηθήσει ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη, για να του σταθεί χρήσιμος στην αναγνώριση των παραπομπών και της επανανάγνωσης προσθέτει τους «ΠΙΝΑΚΕΣ». Μια στατιστικού είδους αναφορά και προσέγγιση των πηγών στον νέο ποιητικό λόγο. Ο πρώτος πίνακας νούμερο 1. Περιλαμβάνει «ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ», «Ο πρώτος αριθμός παραπέμπει στη σελίδα των ποιητικών συλλογών ή των τόμων με τα πεζά κείμενα, ενώ ο δεύτερος στη σελίδα ή στη σελίδα και τη σημείωση αυτής της μελέτης. Ομού αναφέρονται τα χωρία του αρχαίου λόγου με τον σύγχρονο, των αρχαίων ποιητών και φιλοσόφων με τον νομπελίστα ποιητή. Ομοτράπεζοι της ποιητικής παράδοσης. Ο δεύτερος πίνακας, είναι «ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΧΩΡΙΩΝ» Οι αριθμοί σε παρένθεση παραπέμπουν στις σημειώσεις. Μπροστά στα μάτια μας παρελαύνουν ονόματα όπως του Αισχύλου, και τραγωδιών του, («Προμηθέας Δεσμώτης», «Πέρσες» «Χοηφόρες», «Αγαμέμνων»), ο Ίωνας φιλόσοφος Αναξαγόρας, ο Λέσβιος ποιητής Αλκαίος, ο Αριστοφάνης και οι κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Βάτραχοι». Ο Δημόκριτος, ο ποιητής Αρχίλοχος, ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Ο Εμπεδοκλής και ο Ζηνόβιος. Η φωνή του Ευριπίδη με τα έργα του «Ηλέκτρα», «Ιππόλυτος», «Κύκλωψ», «Μήδεια». Ο ποιητής των ποιητών Όμηρος, με τα δύο του Έπη, «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια». Ο Μελέαγρος και ο Μέναδρος, ο Οβίδιος και ο Οράτιος με τις «Ωδές» του. και ο σκοτεινός και πυριφλεγέθων Ηράκλειτος. Ο Ησίοδος με «τα έργα και ημέρες του» την «θεογονία» του και ο «Ερωτικός» του Πλουτάρχου. Η λυρική λέσβια ποιήτρια Σαπφώ, ο Σοφοκλής και ο Φιλόλαος, ο Σόλων. Ο Λογγίνος και ο Λόγγος. Ο Ίβυκος, και φυσικά ο Πίνδαρος. Και αρκετοί άλλοι από την ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία που ήρθαν και κούρνιασαν στην ποιητική αηδονοφωλιά των έργων του Οδυσσέα Ελύτη. Τέλος στην 110 σελίδα έχουμε τον τρίτο πίνακα. Της «ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ». Στον γενικό αυτόν Πίνακα αβίαστα αναγνωρίζουμε ότι η αρχαία λυρική ποιήτρια ΣΑΠΦΩ, το όνομά της και λέξεις της, σπαράγματα στίχων της, έρχονται πρώτα σε ποσοστά στην προτίμηση του Οδυσσέα Ελύτη και σε αναφορές-καταγραφές στις ποιητικές του συλλογές. Την Σαπφώ την συναντάμε 12 φορές σε πεζά κείμενα του Ελύτη και 8 σε ποιητικά. Σύνολο 20 αναφορών. Δεύτερος έρχεται ο Όμηρος με 17 αναφορές, τρίτος ο φιλόσοφος Πλάτων με13 αναφορές, μαζί με το Ηράκλειτο. Ακολουθούν οι υπόλοιποι που στ γενικό σύνολο αντιπροσωπεύονται με λιγότερες από δέκα αναφορές. Εκπληκτική η εργασία αυτή του Δανιήλ Ι. Ιακώβ, και μάλιστα σε μια εποχή που οι δοκιμιογράφοι δεν ασχολούνταν με τέτοιας φύσεως αναλύσεις και ταξινομήσεις αν δεν κάνω λάθος. Είναι μάλλον το πρώτο μοντέλο έρευνας και συνεξέτασης στην ελληνική γραμματεία των νεότερων χρόνων, αν δεν λαθεύω. Την επιμέλεια του τόμου είχε η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Άντεια Φραντζή, συνεργάτιδα του περιοδικού. Η εμπεριστατωμένη και λεπτομερέστατη μελέτη-αποδελτίωση και καταγραφή που ο Δανιήλ Ι. Ιακώβ αφιερώνει «Στη μητέρα μου», όπως σημειώνεται στην εσωτερική σελίδα: «αποτελεί αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση μελέτης του Δανιήλ Ι. Ιακώβ που δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α. Π. Θ. με τίτλο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Καταγραφή πηγών». Τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
-ΠΡΟΛΟΓΟΣ, 11-12.-ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ, 13. -I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ, 17-23.-II. ΟΙ ΠΗΓΕΣ. 1. Όμηρος, 27-35. 2.Αρχίλοχος, 36-37. 3. Σαπφώ, 38-43. 4.Αλκαίος, 44. 5. Ίβυκος, 45-49. 6. Ηράκλειτος, 49-53. 7. Ηράκλειτος, Αναξαγόρας, Δημόκριτος, 53-55. 8. Εμπεδοκλής, 56-57. 9. Φιλόλαος και Πυθαγόρειοι, 57-58. 10. Πίνδαρος, 58-59. 11. Τραγικοί,59-60, Α. Αισχύλος, 60-53. Β. Σοφοκλής, 63-65. Γ. Ευριπίδης, 65-66. 12. Αριστοφάνης, 67. 13. Αρχαία δημοτικά τραγούδια, 67-68. 14. Πλάτων, 68-72. 15. Αρχιμήδης, 72. 16. Αλεξανδρινοί ποιητές, 72-74. 17. Πλωτίνος, 74. 18. Λόγγος, 74-75. 19. Πλούταρχος, 75-76. -III. ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ, 79-90. –ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 93-100. –ΠΙΝΑΚΕΣ -I. Αρχαίες πηγές κατά τα έργα του Ελύτη, 103-105. -II. Ευρετήριο αρχαίων χωρίων, 106-109. -III. Συχνότητα αναφορών σε αρχαίους συγγραφείς, 110. Να συμπληρώσουμε ότι το 2014 οι εκδόσεις «Κοράλι» κυκλοφορούν τον τόμο, σεμινάριο νούμερο 43, «Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ» της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Ο τόμος είναι αφιερωμένος στην «Μνήμη του Δανιήλ Ιακώβ». (τον έχω παραγγείλει περιμένω να ανοίξει ο εκδοτικός οίκος να τον αγοράσω, γιαυτό δεν μπορώ να αντιγράψω τους συμμετέχοντες και τα θέματα που συζητήθηκαν.
Όπως βλέπουμε Η Λέσβος κατέχει ξεχωριστή θέση στο έργο του Ελύτη, όχι μόνο γιατί το νησί είναι πατρίδα της κατεξοχήν αρχαίας λυρικής ποιήτριας, αλλά και γιατί ο ποιητής συνδέεται με τον τόπο αυτό με δεσμούς καταγωγής…. Είναι αναμενόμενο λοιπόν ο ποιητής να αγαπά και να θέλει να συνεχίσει την διαχρονική κληρονομιά των προγόνων του. Να σκύβει πάνω στα ποιητικά και άλλα κληροδοτήματά τους και να επιθυμεί να τα αναδείξει, να μας τα γνωρίσει και πάλι. Να μας φέρει σε επαφή μαζί τους με ένα διαφορετικό αλλά ουσιαστικό και αληθινό βλέμμα πλησιάσματος. Το λυρικό υπέδαφος του έλληνα ποιητή, εδώ συναντάται μάλλον περισσότερο και ανετότερα, παρά στους ευρωπαίους ομολόγους του. Οι παρατηρήσεις του, η επιμέλεια και η φροντίδα της παράθεσης των αρχαίων παραθεμάτων και αποσπασμάτων δηλώνουν το διαρκές ενδιαφέρον του Ελύτη γιαυτό που μας κληροδοτήθηκε ως αίσθηση της ελληνικής πραγματικότητας και ζωής, ως χρήση γλώσσας, ως συνήθειες και πρακτικές των βίου των απλών ανθρώπων και το μέγεθος του αισθητικού τους βλέμματος. Ο αρχαίος στοχασμός έρχεται και διοχετεύεται στα ποιήματα και τις αισθητικές θεωρήσεις του Ελύτη, παραδίδει εκ νέου την υφολογική του διάθεση στα χέρια και το όνειρο ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους έλληνες ποιητές. Ίσως, μόνον ο Κωστής Παλαμάς ή και ο Άγγελος Σικελιανός να έχουν «συσσωρεύσει» τέτοιον πλούτο από το αρχαίο ποιητικό και πεζό μετάλλευμα των προγόνων ελλήνων μέσα στο έργο τους. Αλλά αυτό, θέλει μια ειδική εξέταση και επισκόπηση των έργων. Το βιβλίο του Δανιήλ Ι. Ιακώβ αποτελεί ένα μοντέλο και μια πρόσκληση για νέες ερευνητικές εργασίες.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς,
27 Αυγούστου 2021.
Και επειδή η Ποίηση έχει σχέση με την Πολιτική σε πιάνει θλίψη αν αληθεύουν τα λεγόμενα των ειδήσεων ότι την 23 Αυγούστου που εορτάστηκαν παγκοσμίως τα θύματα του Ναζισμού και του Φασισμού μαζί με εκείνα του Σταλινισμού, οι Έλληνες Ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άλλοι απείχαν από την ψηφοφορία καταδίκης των εγκλημάτων, άλλοι αρνήθηκαν να ψηφίσουν και άλλοι δήλωσαν παρών. Δηλαδή αν κατάλαβα σωστά και αληθεύουν αυτά που ελέχθησαν για τους Έλληνες Ευρωβουλευτές, για την στάση τους αυτή, τα ιστορικά εγκλήματα του Άουσβιτς, του Νταχάου, οι εξόριστοι των στρατοπέδων των Γκούλακ δεν υπήρξαν; Όπως φαίνεται, δεν κοστίζει πολύ η αστική δημοκρατία αλλά οι λεγόμενοι εκπρόσωποί της. Τι να πεις. Πάντως θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε πως και τι ψήφισαν οι Ευρωβουλευτές των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Για να βλέπαμε προς τα πού βαδίζει το ευρωπαϊκό «κουνιαμπέλα» οικοδόμημα.