Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ- ΚΡΙΤΙΚΆ Β΄


          Σ   Α   Π   Φ   Ω

Του ΚΩΣΤΑ  ΒΑΡΝΑΛΗ

           Ι

  ΕΠΕΑ  ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ

Δύο λόγιοι κουτσοπίνανε στην ταβέρνα κατά το βραδάκι. Ο καιρός είτανε γλυκός-ύστερ’ από μια λιόχαρη μέρα-και το κρασί καλό. Έξω ψηλά στο σκοτεινό δρόμο έλαμπε ο ουρανός με τ’ άστρα. Δεν τόνε βλέπαν, αλλά τόνε νιώθανε Η παρουσία του θαύματος γίνεται ορατή και με κλειστά μάτια. Άλλωστε κ’ οι δύο τους, σά λόγιοι, είταν «ένδον», αλλ’ ούκ ένδον» στην ταβέρνα, όπως ο Σωκράτης, όταν φιλοσοφούσε με φίλους ή έχθρους. Δηλαδή τα σώματά τους και τα ποτήρια τους είτανε μέσα στη ταβέρνα, μα η σκέψη τους ταξιδεύει στα ουράνια. Σε μια στιγμή ο ένας άρχισε να ψιθυρίζει μια στροφή της Σαπφώς.

     -Τι μεγάλη ποιητική φλόγα! Δεν υπάρχει δεύτερη σ’ όλην την πνευματική ζωή της ανθρωπότητας! Κάθε της λέξη είναι από ατόφιο χρυσάφι. Οι στίχοι της είναι σαν τις τρίλλιες του αηδονιού. Δεν έχουνε καμιά προσπάθεια. Μοιάζουν σαν φυσικός νόμος. Κι όμως έχουνε τόση τέχνη και σοφία! Και τόσην ειλικρίνεια! Λένε, πως η γυναίκ’ αυτή είτανε μικροκαμωμένη κι άσκημη. Αλλά οι τρόποι της, η κουβέντα της, το πνεύμα της-όλο της το είναι-αστραποβολούσαν από χάρη, ευγένεια και γοητεία. Είταν η  μεγαλύτερη προσωπικότητα της εποχής της, ανώτερη, απ’ όλους μαζί τους εφτά σοφούς της Ελλάδας.

     Είτανε διάστροφη λένε. Κι όμως δε θα βρείς κα τα πιο «ψηλά» νοήματα άλλων ποιητών εκφρασμένα με τόσην ευγένεια και τόσο εξαϋλωμένο πάθος, όπως η δική της ανώμαλη φύση. Είναι η μοναδική, που πέτυχε ως τώρα την «αγνή ποίηση», που μερικοί «μοντέρνοι» προσπαθούνε να την πετύχουν αντικαθιστώντας τη σκέψη με το ένστικτο. Στα ποιήματα της Σαπφώς κανένα στοιχείο δε θυσιάζεται στο άλλο. Ένστιχτο, αίσθημα, σκέψη, μελωδία και τεχνική, όλα ισορροπούνε στην υπερούσια σφαίρα της τελειότητας. Όταν ο σοφός Σόλωνας στην επιθανάτια κλίνη του άκουσε για πρώτη φορά στίχους της Σαπφώς, τότε κατάλαβε, πως απάνω από όλα τ’ αντρίκια μυαλά είχε ανέβει η «σοφία» μιάς τρυφερής και μικροκαμωμένης γυναίκας. Κι ως τώρα κανένας άντρας δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει. Μένει η ασύγκριτη.

     Τον διέκοψε η διπλανή παρέα, που άρχισε να τραγουδά:

                Εσύ κοιμάσαι κ’ εγώ νυστάζω,

                σε συλλογίζομαι κι αναστενάζω.

                Εσύ κοιμάσαι στα σεντονάκια

                κι εγώ γυρίζω μές τα σοκάκια…

-Φρίκη! φώναξε ο άλλος. Σύγκρινε τούτα τ’ άχερα με το «….εγώ δε μόνα κατεύδω» και θα ιδείς πόσο χαμηλά τη ρίξανε την αισθητική αγωγή του λαού! Έχω παρατηρήσει, πως οι Έλληνες «ιππότες», όταν θέλουνε να δείξουνε στη γυναίκα το ύψος των αισθημάτων τους, της υπόσχονται φαγί κι ακαματιά-και να μην της ταράξουνε τον ύπνο…

     Η διπλανή παρέα άλλαξε τραγούδι:

                Κοιμήσου, αγάπη μου γλυκιά,

                κι εγώ με την κιθάρα

                σε νανουρίζω σιγαλά

                με πόνο με λαχτάρα…

     -Τι πεζότητα! Συνέχισε ο δεύτερος. Ακόμα και τα δημοτικά τραγούδια, που η ποιητική τους αξία είναι αναμφισβήτητη, θεωρούνε τον «ύπνο»-και μάλιστα στην αγκαλιά της γυναίκας-ως ένα μεγάλο αγαθό:

                -Ήθελα να ρθώ το βράδι, μ’ έπιασε ψιλή βροχή.

                -Άς ερχόσουνα, πουλί μου, κι άς βρεχόσουνα πολύ.

                Είχα στρώμα να πλαγιάσεις, και φωτιά να ζεσταθείς,

                είχα σώμα ν’ αγκαλιάσεις και γλυκά να κοιμηθείς.

      Και στις παροιμίες, θα βρείς την ίδια εχτίμηση του ύπνου: «Κοιμήσου, χαϊδεμένη μου, κ’ η μοίρα σου δουλεύει». Αυτό οφείλεται, ίσως, στην κατώτερη κοινωνική θέση, που έχει η γυναίκα εδώ και πολλούς αιώνες. Γι’ αυτό ο ιππότης της προσφέρει μονάχα υλικά αγαθά: να την ταγίζει ζάχαρη, να την ταγίζει μέλι και να την αφήνει να… κοιμάται! Στα χρόνια της Σαπφώς η γυναίκα είταν ισότιμη σχεδόν με τον άντρα στις ασιατικές αποικίες και στα νησιά. Έτσι η Σαπφώ είχε όλο το θάρρος να τραγουδήσει τον καημό της, όπως όταν ένοιωθε, και να μην φοβάται κανέναν. Η Σαπφώ δε ζητούσε υλικά αγαθά, πρόσφερνε αίσθημα και πνεύμα…

     Αλλά η διπλανή παρέα άρχισε τώρα να ωρύεται…

     -Πάμε! Πάμε! Φώναξε ο πρώτος. Πάμε έξω στη νύχτα με τ’ άστρα και με τη βαθιά σιγή…

                              ΙΙ

                    «ΔΕΔΥΚΕ  ΜΕΝ  Α  ΣΕΛΑΝΑ»

     Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να βασιλεύει μεσάνυχτα η «σελάνα». Βρίσκεται στο πρώτο της τέταρτο. Ανατέλλει σχεδόν λίγο μετά τη δύση του ήλιου και βασιλεύει πολύ μετά την ανατολή του θεού των φώτων. Εψές το βράδι κατά τις εφτάμιση πρόβαλε από τον Υμηττό και είχε σφηνωθεί ολοστρόγγυλη, μεγαλόπρεπη, αστραφτερή ανάμεσα στην κορφή του βουνού και σ’ ένα στρώμα από σκούρα σύννεφα απάνου σ’ ένα φόντο μπλάβου κρουσταλλιού. Σπάνια η Φοίβη  είτανε τόσο ωραία και τόσο μελαγχολική καθώς έγερνε δεξιά το κεφάλι της με πόνο. Το πρωί κατά τις έξι είχε πιά φέξει κ’ εκείνη άσπριζε θαμπή μέσα στα διάφανα σύννεφα, όπως οι χρυσές μπαλίτσες των λαϊκών σκοπευτηρίων απάνου στα νερένια δάχτυλα του σιντριβανιού.

      Αλλ’ από τότε που η αθάνατη Σαπφώ, η «δεκάτη Μούσα» του Πλάτωνα, το «θαυμαστό χρήμα» του Στράβωνα, τραγούδησε τον ερωτικό καημό της μιά νύχτα φεγγαρόλουστη, η «σελάνα» δε βασιλεύει ποτές στη μνήμη των αισθαντικών ανθρώπων. Είτανε, φυσικά, νύχτα καλοκαιρινή η νύχτα της Σαπφώς. Γιατί το χειμώνα δεν είναι εύκολο να παρακολουθεί κανείς έξω τη μαγική πορεία του φεγγαριού και το σιγηλό βασίλεμα των άστρων. Άλλωστε οι Πλειάδες είναι αστερισμός καλοκαιριάτικος. Είχε ανοιγμένα τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς της κι όλος ο ουρανός με τα διαμάντια του και τα μυστικά του στεκότανε δίπλα της, όπως οι εννιά Μούσες. Κ’ η «δέκατη Μούσα» δεν μπορούσε να κοιμηθεί! Η ψυχή της είτανε γεμάτη ερωτικούς καημούς και λαχτάρες-χαμένοι κόσμοι! Δίπλα στο κομοδίνο είχε αφημένα τα βραχιόλια της, τα δαχτυλίδια της, τα σκουλαρίκια της και τον ασημένιο καθρέφτη. Κάθε τόσο σηκωνόταν από τα μεταξωτά σεντόνια κι’ έβγαινε στη  βεράντα ή στον κήπο να σβήσει την φλόγα της με τη δροσιά του νυχτερινού αέρα, που κατέβαινε από τα βουνά για να πέσει στο πέλαγος. Η βίλλα της είταν έξω από την πολιτεία της Μυτιλήνης. Βαθιά σιγή την εκύκλωνε και τα μυρωμένα  χείλη του ανέμου φιλούσανε το μισόγυμνο κορμί της (ναό των Μουσών και των Χαρίτων) η μελαψή της επιδερμίδα, που είχε αποθεώσει όσους την αγκαλιάσανε, φρικιούσε από τις αναμνήσεις. Κάτου στη χλόη αστράφτανε οι πυγολαμπίδες, ψηλά στον ουρανό προχωρούσε αδιάφορα η σελήνη και κάπου-κάπου η φωνή του γκιώνη μέσα στα κλαριά έκανε σπαραχτικότερο τον πόνο της. Θα σηκώθηκε πολλές φορές από το κρεβάτι, ώσπου περασμένα μεσάνυχτα είχανε δώσει «η σελάνα και Πλεϊάδες», κ’ εκείνη εξακολουθούσε να «κατεύδει» (να βολοδέρνεται) μονάχη στο κρεβάτι της. Αλλά για να δύει η σελήνη τα μεσάνυχτα, δεν ήτανε πανσέληνος. Και για να δύσουν οι Πλειάδες την ίδια ώρα, θα είτανε τέλη Αυγούστου.

     Κι αφού ξαγρύπνησε το θείο αυτό πλάσμα όλην την νύχτα, σχεδίασε τ’ αθάνατο κείνο τραγούδι, που είναι μοναδικό στην ιστορία της ποίησης όλων των εποχών για την αλήθεια, την απλότητα και τη μουσική του.

                Δέδυκε μέν ά σελάνα και Πληϊάδες, μέσαι δε

                νύκτες παρά δ’ έρχετ’ ώρα έγω δε μόνα κατεύδω

     Φυσικά, αυτοί οι δυό εξαίσιοι στίχοι είναι αποσπάσματα από ολάκερο ποίημα, που δεν τόγραψε βέβαια (μουσική και λόγια) την ίδια νύχτα, που ξαγρυπνούσε.

     Αλλά πώς προχωρεί «κρεσέντο» η ποιητική ουσία αυτών των περίφημων στίχων! Αρχίζει από το βασίλεμα της σελήνης και των Πλειάδων, σταματά λίγο στο θλιβερό πέρασμα των ωρών και κλείνει με τη μοναξιά της κλίνης.

     Αλλά πώς μπορούσε μιά Σαπφώ, πού η βίλλα της είτανε «ακαδημία» χορού, μουσικής και ποίησης, κι άντρο των ερώτων, να κοιμάται μόνη; Να είτανε ίσως στα χρόνια της εξορίας της (στην ξενιτιά κι όχι στη Μυτιλήνη;) Αλλά το πιθανότερο φαίνεται, πώς η ερημιά της κλίνης της συμπίπτει με τα γεράματά της κ’ ίσως αναφέρεται σε ορισμένο περιστατικό, όταν την παράτησε η πολυαγαπημένη της μαθήτρια. Ατθίδα και πήγε στην «ακαδημία» μιάς άλλης που τη λέγανε Ανδρομάχη.

     Ό,τι και να ναι, κάθε φορά, που λάμπει στον ουρανό το φεγγάρι, είναι αδύνατο να μη θυμηθεί κανείς το θρήνο της μοναδικής, της ασύγκριτης αυτής γυναίκας. «Δέδυκε μέν ά σελάνα…» Αλλά «δέδυκε» κι ο βίος!

                                ΙΙΙ

                                Ψ Α Π Φ Α

Στα «Λεσβιακά Γράμματα», «φιλολογικό και καλλιτεχνικό περιοδικό των νέων», που βγαίνει στη Μυτιλήνη με συνεργασία και των μεγάλων, δημοσιεύεται ένας «ωραίος χαρακτηρισμός της αιολικής ψυχής από τον καθηγητή κ. Λαβανίνι» μεταφρασμένος από το γυμνασιάρχη κ. Αριστ. Δελή.

     Ο χαραχτηρισμός είναι πραγματικά κι ωραίος και ζωντανός. Αλλά νομίζω, πως σε μερικά σημεία είναι παρατραβηγμένος.

     Η Σαπφώ δεν είναι μονάχα ένα θαύμα του αρχαίου ελληνικού λόγου κ’ ίσως ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής των αιώνων παρά κ’ ένα μεγάλο ψυχολογικό μυστήριο. Αν θελήσει κανείς να βγάλει τη ζωή της από τα κομματιασμένα της τραγούδια κι απ’ αυτά να κρίνει τα ήθη της, θα κινδυνεύει κάθε τόσο να πέσει έξω, άμα ξεχνάει, πώς η Σαπφώ δεν είναι δημιουργός μιάς εποχής, αλλά δημιούργημα της εποχής.

     Ο κ. Λαβανίνι μας λέγει, πώς η ζωή της Σαπφώς είτανε πλούσια όχι τόσον από εξωτερικά γεγονότα, όσο από εσωτερικά συναισθήματα. Κι όμως τα εξωτερικά γεγονότα παίξανε όχι μικρόν καθοριστικό ρόλο και για τη ζωή της και για το έργο της.

     Τα εξωτερικά γεγονότα είτανε δυό λογιών: κοινωνικά και πολιτικά. Επειδή ανακατεύτηκε στην πολιτική εναντίον του τυράννου Πιττακού εξορίστηκε από τη Μυτιλήνη. Αλλά για ν’ ανακατευτεί στην πολιτική θα πει, πώς η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία της πατρίδας της είτανε πολύ πιο διαφορετική απ’ τη θέση της γυναίκας στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Κ’ η ελευθεροστομία, πού δείχνει στα τραγούδια της, είναι κι αυτή αποτέλεσμα της μεγάλης ελευθερίας, της ισότητας σχεδόν, που είχανε με τους άντρες οι γυναίκες στην κοινωνία της Λέσβου. Στην Αθήνα οι γυναίκες είτανε κλεισμένες στο σπίτι. Στη Σπάρτη είχανε πολλές ελευθερίες’ οι Μυτιληνιές όμως ξεπερνούσανε και τις Σπαρτιάτισσες σ’ αυτό το κεφάλαιο. Γιατί οι ελευθερίες τους δεν είχανε σκοπό το δυνάμωμα του κορμιού εις βάρος του πνεύματος μιά το δυνάμωμα του πνεύματος μαζί με την πολιτισμένη περιποίηση του κορμιού. Η Μυτιληνιά του καιρού εκείνου, επομένως κ’ η Σαπφώ, είτανε τόσο μπασμένη στη ζωή, όσο και μιά σημερινή Ευρωπαία.

     Κι όταν η Σαπφώ ξαφνικά, ο «κριτής της φιλοκαλίας» στην πατρίδα της, μεταβάλλει το σπίτι της σε ναό των Μουσών με ιέρειες τα κορίτσια των καλύτερων οικογενειών του νησιού και της αντικρινής Ασίας, δεν έκαν’ επανάσταση εναντίον των κοινωνικών ηθών παρά τα δυνάμωσε και τους έδωσε τη σφραγίδα του ανώτερου γούστου της και της μεγαλοφυϊας της.

     Μάθαινε στα κορίτσια, στις «εταίρες» της (φιλενάδες της) μουσική, χορό, στιχουργία και καλούς τρόπους. Κι αυτά όχι σα δασκάλα παρά σαν μεγαλύτερη μαθήτρια. Με αγάπη, που έφτανε το πάθος. Και το πάθος αυτό δεν είτανε ντροπή…

      Να μην τα πολυλογούμε, ο μέσα κόσμος της Σαπφώς είναι πολύ δεμένος με τον έξω κι αυτό γίνεται και θα γίνεται πάντα, ενόσω ο άνθρωπος είναι «ζώον κοινωνικόν». Πάντως η Σαπφώ δεν είτανε κλεισμένη στ’ όνειρό της-κι άς φαίνεται πώς δε σκέφτεται άλλο από τον εαυτό της. Οι χαρές της, που φτάνουνε πολλές φορές ως μανιακό παραλήρημα (ειδικά για τη μικρή Ατθίδα) εκδηλώνονται στους στίχους της σύμφωνα με τους νόμους της κλασικής τέχνης.

     Συγκρατημένοι , με μέτρο, με χάρη, δίχως υπερβολές στα  εκφραστικά μέσα και δίχως υπερεξόγκωση της πραγματικότητας. Ποτές δε γραφτήκανε στην ελληνική γλώσσα στίχοι τόσο απαλοί, τόσο μελωδικοί τόσο τρυφεροί και τόσο αληθινοί-τόσο γεμάτο πνεύμα. Πού, λοιπόν, ο κ. Λαβανίνι βρίσκει τα στοιχεία εκείνα, που μας επιτρέπουνε να χαραχτηρίσουμε τη Σαπφώ για την πρώτη ρωμαντική ποιήτρια, που παρουσιάζεται στην παγκόσμια λογοτεχνία; Ίσως γιατί τραγουδάει τους ατομικούς της καημούς. Μα όλ’ οι λυρικοί ποιητές το ίδιο κάνουν. Ωστόσο αλλιώς τραγουδούν οι κλασικοί, αλλιώς οι ρωμαντικοί, αλλιώς οι ρεαλιστές. Κ’ η Σαπφώ δεν έχει τίποτα από κείνα τα στοιχεία, που προσδιορίζουνε τη ρωμαντική σχολή: κυριαρχία του πάθους απάνου στη λογική και παραγωγή μεγαλύτερου αποτελέσματος απ’ όσο περιέχει η αιτία.

ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ-ΚΡΙΤΙΚΑ, Β΄, εκδ. «Ο Κέδρος» 1958, σ. 87-93.

Σημείωση:

     Τα «Άπαντα» του ποιητή Κώστα Βάρναλη, (ποιήματα, δοκίμια, μελέτες, θέατρο κλπ.) επανακυκλοφόρησαν αρκετές φορές από τις εκδόσεις Κέδρος, χωρίς να αναγράφεται η χρονιά της νέας κυκλοφορίας τους. Πληροφορίες αντλούμε από σχόλια ή κριτικές που δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Η δική μου γενιά-γενιά του 1980, όσοι γεννήθηκαν μετά το 1955, όπως αποδέχονται οι ιστορικοί και γραμματολόγοι της ελληνικής γραμματείας-ανακάλυψε και διάβασε το έργο του είτε από τις αυτόνομες εκδόσεις των βιβλίων του από τον «Κέδρο», είτε όταν κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο οι τρείς (μπλε χρώματος, κοτσωμένοι, πολυσέλιδοι) τόμοι των «ΑΠΑΝΤΩΝ» του. Αν δεν κάνω λάθος, στις πολύτιμες και χρηστικές αυτές εκδόσεις γνωριμίας μας με το έργο ενός σημαντικού παλαιού έλληνα αντιστασιακού ποιητή, (ενός δημιουργού που κατατάσσεται στην ομάδα των κομμουνιστών και αριστερών εν γένει δημιουργών, που ανήκουν οι φωνές του Γιάννη Ρίτσου, Τάσου Λειβαδίτη, Νίκου και Ρίτας Παππά, Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη, Νίκου Καρβούνη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Τίτου Πατρίκιου κ, ά.) δεν συμπεριελήφθησαν όπως γνωρίζουμε, το σύνολο των σκόρπιων δημοσιευμάτων, άρθρων, κειμένων του ποιητή και μεταφραστή που δημοσιεύθηκαν σε παλαιά έντυπα και περιοδικά, εφημερίδες. Βλέπε παραδείγματος χάριν την εφημερίδα «Πρωϊα», όπως δηλώνεται και στο μικρό «προεισαγωγικό» διευκρινιστικό σχόλιο του τόμου από τους συναγωγείς των παλαιών άρθρων του Κώστα Βάρναλη.  Ή πάλι, δεν έχουμε σε επανέκδοση και φιλολογική και εκδοτική επιμέλεια τις μεταφράσεις του, των κωμωδιών του Αριστοφάνη, των τραγικών, βλέπε το έργο του Ευριπίδη «Βάκχες», εκδ. Γεωργίου Φέξη 1910 κλπ. Τις μεταφράσεις του δασκάλου το επάγγελμα ποιητή, αρθρογράφου και μεταφραστή, που τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα κατοίκησε και δίδαξε σε σχολείο του Πειραιά και διατήρησε φιλικές σχέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του με αρκετούς πειραιώτες λόγιους και διανοούμενους, Κώστα Βάρναλη, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τις συναντούσαμε ευρέως στους πάγκους των βιβλιοπωλείων και στα παλαιοπωλεία. Σε καροτσάκια που πωλούσαν βιβλία στις εξόδους του ηλεκτρικού σταθμού. Αυτά τα μικρού μεγέθους καφέ πάμφθηνα βιβλιαράκια των εκδόσεων του Γεωργίου Φέξη, που έγραφαν  στο εξώφυλλο είτε ολόκληρο το ονοματεπώνυμο του μεταφραστή είτε μόνο τα αρχικά του, πχ, Ν. Κ., Νίκος Καζαντζάκης, Μ. Α., Μάρκος Αυγέρης, Κ.Β., Κώστας Βάρναλης, κλπ. Άτακτους τίτλους- σκόρπια νούμερα της σειράς με μεταφράσεις-, συναντούσαμε επίσης στα υπόγεια βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι και κυρίως, στο βιβλιοπωλείο του Λαδιά στην οδό Ιπποκράτους. Στον μεγάλο του χώρο και έξω στο πεζοδρόμιο, όπου ο φιλότιμος βιβλιοπώλης-παλαιοβιβλιοπώλης άπλωνε πάνω σε πάγκους και πωλούσε τα βιβλία με το κιλό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την εικόνα, που μας έφερε σε επαφή με τόσους αξιόλογους τίτλους βιβλίων και ας μην ήταν της «πρώτης γραμμής» εκδόσεις. Συναντούσες από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα μέχρι τα «Σταφύλια της οργής» του Τζών Στάινμπεγκ και από τα «Ποιήματα» του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη ως τα «Κείμενα» του Καιροφύλα για τον εθνικό μας ποιητή Σολωμό, συντροφιά με την έκδοση των Απάντων του σε εισαγωγή του Νικόλαου Τωμαδάκη. Εκδόσεις Δαρεμά μα και της Ακαδημίας Αθηνών. Τι να πρωτοθυμηθείς. Πάνω στο τάσι της ζυγαριάς από την μια μεριά δεμένα με σπάγκο τίτλοι βιβλίων διαφόρων μεγεθών και θεματικής ύλης και από την άλλη τα βάρη του ενός κιλού, των δύο κιλών, των πέντε κιλών… Έτσι ήρθε η γενιά μου σε επαφή με τις μεταφράσεις του Κώστα Βάρναλη ή τουλάχιστον, για να μην το γενικεύω, ήρθε σε αναγνωστική επαφή και γνωριμία ο γράφων και αντιγράφων ένα ακόμα σημείωμα για την ΣΑΠΦΩ. Θα άξιζε θεωρώ το Υπουργείο Πολιτισμού ή άλλοι αρμόδιοι φορείς του Βιβλίου να αφιερώσουν μια ημερίδα για αυτούς τους έλληνες εκδότες του προηγούμενου αιώνα που με μεράκι και αγάπη, ενδιαφέρον, έμαθαν το ελληνικό κοινό να διαβάζει, το έφεραν σε επαφή με συγγραφείς και κείμενα άγνωστά τους και σε φθηνές προσφορές. Συγγραφείς και έργα, τα οποία χωρίς την κυκλοφορία τους από τους εκδοτικούς αυτούς παλαιούς οίκους θα μας ήσαν άγνωστα.  

     Δεν γνωρίζω αν υπάρχει μια όσο το δυνατόν επαρκή Εργοβιογραφία- Βιβλιογραφία του Κώστα Βάρναλη, πέρα από το βιβλίο της Λούτσια Μαρκελέζι-Λούκα, «Συμβολή στην Εργογραφία του Βάρναλη» εκδ. Κέδρος 1984, ή λησμονήθηκε από το σύγχρονο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Δεν μιλώ φυσικά για την μνημόνευσή του από τα ελάχιστα κομματικά κομμουνιστικά έντυπα τα οποία κυκλοφορούν και τα εύλογα πολιτικά αφιερώματά τους. Προσπερνώ τις εργασίες του Γιάννη Δάλλα, μιλώ για ένα γενικό αναγνωστικό ενδιαφέρον για την συγγραφική παραγωγή του ποιητή. Πληροφοριακά στοιχεία για τον ποιητή, διαβάζουμε ακόμα στα όχι και τόσα πολλά μελετήματα που έχουν κυκλοφορήσει για την συγγραφική του παραγωγή, (σε σχέση με αυτά του Γιάννη Ρίτσου. Σίγουρα μάλλον υπερτερούν του Τάσου Λειβαδίτη) στα αφιερώματα των περιοδικών «Νέα Εστία» τχ.1163/ 1975, «Πνευματική Ζωή» τχ. 115-116/1997, «Νεοελληνικός Λόγος» 1975-1976, Κέδρος 1977. Επίσης, τον τόμο «Τα πενηντάχρονα του έργου του Κ. Β.» Κέδρος 1982 κλπ. Το 1984 από το Υπουργείο Πολιτισμού κυκλοφόρησε ο τόμος «ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ 10 χρόνια από τον θάνατό του». Να σημειώσουμε-για το μεταφραστικό του έργο-ότι το 1993 οι εκδόσεις Λωτός κυκλοφόρησαν τις μεταφράσεις του Κινέζικης Ποίησης, με τίτλο «Κινέζικα Τραγούδια».  Και ασφαλώς να επαναλάβουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες ο ποιητής και μεταφραστής, δοκιμιογράφος Γιάννης Δάλλας, επιμελήθηκε φιλολογικά και έγραψε προλόγους για τα έργα του Κώστα Βάρναλη, «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», και «Το Φώς που Καίει» εκδόθηκαν αυτόνομα από τον Κέδρο 1990 και 2003 αντίστοιχα. Ενώ το 2000 επανακυκλοφόρησε αυτόνομο το έργο του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Οι δε γνωστές μας εκδόσεις Καστανιώτη το 2007 εξέδωσαν τα ανέκδοτο έργο του «Φέιγ Βολάν της Κατοχής».

     Ο πρώτος συγκεντρωτικός τόμος των Απάντων του περιλαμβάνει τα ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ- ΚΡΙΤΙΚΑ- και τα ΣΟΛΩΜΙΚΑ ΤΟΥ. ο δεύτερος περιέχει τα έργα του ΑΝΘΡΩΠΟΙ- ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΣ, (αξεπέραστες οι σκιαγραφήσεις των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων). Ο τρίτος τα ΠΟΙΗΤΙΚΑ και τον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΟΣΜΟ. Έργα της διετίας 1956-1957.

     Ο πρώτος από τους μπλε δεμένους τόμους των «Απάντων» του ποιητή, περιλαμβάνει τρείς αυτόνομες εκδόσεις που είχαν κυκλοφορήσει προγενέστερα. Κάθε βιβλίο έχει την δική του σελιδαρύθμιση και τα Περιεχόμενά του. Οι τίτλοι -με τις ανάλογες θεματικές ενότητες- είναι οι εξής: ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ- ΚΡΙΤΙΚΆ, εκδ. Ο Κέδρος 1958, σ. 1-222. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα θεωρητικά, αισθητικά του άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Πρωϊα» επί Δικτατορίας. Ακολουθούν τα ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ-ΚΡΙΤΙΚΑ Β΄, εκδ. Ο Κέδρος 1958, σ. 1-344. Περιέχονται δύο γενικές ενότητες με τις ανάλογες υποενότητες. α) οι ΑΡΧΑΙΟΙ και β) τα ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ. Στην ενότητα των ΑΡΧΑΙΩΝ διαβάζουμε τις απόψεις και τις κρίσεις του για την κωμωδία «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, τα κείμενα του για την «βωμολοχία» του αρχαίου κωμικού που χρησιμοποιεί στις κωμωδίες του, κρίσεις για τις «Εκκλησιάζουσες» αλλά και για την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Ακόμα το «περί Αρχιλόχου» τις θέσεις του για τους «χαρακτήρες» του Θεόφραστου, «το Άσεμνον», την «Καλλιτεχνική συνείδηση» των αρχαίων, το τριμερές κείμενο για την αρχαία λυρική ποιήτρια ΣΑΠΦΩ, κλπ. Στην ενότητα ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ να σημειώσουμε το κείμενο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον ποιητή Κωστή Παλαμά, τον Καβάφη, τον Ιωάννη Γρυπάρη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Ρώμο Φιλύρα, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Δημήτρη Γληνό, τον Παναγή Λορεντζάτο και άλλους.  Ακολουθούν τα ΣΟΛΩΜΙΚΑ, με τι ενότητες –Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, (μια μαχητική μελέτη του Βάρναλη που είχε δημοσιευθεί το 1925) –ΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Κ.Τ.Λ.  σ. 1-120. Τέλος, έχουμε την ενότητα των ΧΙ κεφαλαίων με τα ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ, σ. 124-172, που στην ουσία τους είναι επιπρόσθετα μελετήματα και κρίσεις για τον Διονύσιο Σολωμό.

     Φανατικός ταβερνόβιος ο Κώστας Βάρναλης, εντάσσει τις απόψεις του για την ποίηση της ποιήτριας Σαπφώς μέσα σε αυτό το κλίμα. Είναι σαν ο αρχαίος φιλόσοφος της αγοράς δάσκαλος Σωκράτης, να επισκέπτεται την αρχαία αγορά και να συνομιλεί με φίλους και  μαθητές του κουτσοπίνοντας την ρετσίνα του.  Να αρχίζει κουβεντολόι με συμπολίτες τους Αθηναίους. Η συνέχιση της παράδοσης των αρχαίων ελλήνων στους αιώνες μας, που συνήθιζαν να γευματίζουν στα διάφορα συμπόσια και να φιλοσοφούν ή να διαβάζουν, απαγγέλλουν ποιήματα, ενώ οι αυλητρίδες κινούσαν τις χορδές των λυρών. Οι κρίσεις και οι κατακρίσεις, οι έπαινοι και οι αποδοχές για το έργο της ποιήτριας είναι σύγχρονοι, των ελλήνων της εποχής του, το πνεύμα όμως και η ατμόσφαιρα (των κουτουκιών και της ταβέρνας) παραμένει αναλλοίωτο και διαχρονικό. Από τα αρχαία συμπόσια έως τα φιλολογικά καφενεία και τις μπακαλοταβέρνες της λαϊκής θυμοσοφίας  αυτό που ενώνει τις παρέες είναι η κουβέντα για τα πολιτικά κοινά και η τέχνη, το τραγούδι. Στην δεδομένη περίσταση ο ποιητικός λόγος της ποιήτριας Σαπφώς και ότι αυτός κουβαλά μέσα του διαχρονικά, ότι πρεσβεύει για τις ερωτικές και συντροφικές σχέσεις μεταξύ των γυναικών. Στον ευρύτερο σχεδιασμό του, το συνθετικό κείμενο του Κώστα Βάρναλη είναι οι κρίσεις του και οι θέσεις του για τον ρόλο και την θέση της Γυναίκας στην αρχαία κοινωνία αλλά και τις παραμέτρους των ρόλων αυτών στις σύγχρονες κοινωνίες της εποχής του. Δεν είναι τυχαίος πιστεύω ο τριμερής διαχωρισμός του κειμένου με τους ανάλογους τίτλους τους. Σχεδιάστηκε από τον ποιητή έτσι ώστε, και τις θέσεις του να εκθέσει πάνω στα ζητήματα της γυναικείας σεξουαλικής αυτοδιάθεσης (θετικές ή αρνητικές οι κρίσεις του δεν έχει σημασία) και τις κρίσεις του να μας δώσει για τον ποιητικό της λόγο.  Ούτε οι τίτλοι είναι τυχαίοι. Ο πρώτος είναι «Λόγια του αέρα», όπως μεταφράζουμε τα «Έπεα πτερόεντα». Όταν έχεις μπροστά σου μια τόσο «μεγάλη ποιητική φλόγα!», όταν «οι στίχοι της είναι σαν τις τρίλιες του αηδονιού», τη χρεία έχουμε να αναζητήσουμε με πονηρία και περιέργεια να πληροφορηθούμε αν η ίδια υπήρξε στην προσωπική της ζωή, «διάστροφη λένε». Χαμογελάς με την πονηρή περιέργεια των λαϊκών ανθρώπων που αποδεχόμενοι τα σεξουαλικά τοιαύτα, χαμογελούν ιεροκρυφίως, δείχνεις συγκατάβαση για τα ερωτικά «πάθη» και επιλογές των ανθρώπων διαχρονικά, και απολαμβάνεις τα εύοσμα άνθη της Ποίησης και των θεσπέσιων εικόνων που αυτός ο σπαραγματικός λόγος μας εικονίζει αβίαστα και με θεϊκούς μελωδικούς τονισμούς τρυφερότητας και αθωότητας. Η Θεά Αφροδίτη σκέπει τις ζωές των κοριτσιών αυτών και τις καθοδηγεί με τόλμη, παρά τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς των κωμωδιογράφων. Και θαυμάζεις την αισθητική αγωγή των αρχαίων γυναικών της Μυτιλήνης που τους προσφέρονταν με ειλικρινές πάθος. Το ελεύθερο φρόνημά τους, την ποικιλία των πνευματικών και καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων που διδάσκονταν, από την αρχοντοπούλα διδασκάλισσά τους την Ψάπφα. Ζηλεύεις την αλήθεια του συντροφικού τους παιχνιδιού μέχρι να ενηλικιωθούν και να προετοιμαστούν για τα δεσμά του γάμου. Από την Αφροδίτη στην σκέψη της Θεάς Ήρας. Χαίρεσαι με τις συντροφικές τους νυχτερινές ονειροπολήσεις, τις όποιες σχέσεις ανέπτυσσαν μεταξύ τους το διάστημα που «εκπαιδεύονταν» στην γυναικεία ωριμότητά τους. Γυναίκες της νησιώτικης ελλαδικής επικράτειας, της Λέσβου, οι οποίες δεν κλειδώνονταν στον Αθηναϊκό γυναικωνίτη για να αφήσουν ελεύθερο το πεδίο στους αθηναίους στρατηγούς και φιλοσόφους να πράξουν τα ερωτικά δικά τους. Να μυήσουν τα μειράκια στον παιδαγωγικό έρωτα των Πλατωνικών κειμένων και του «ερωτικού» του Πλούταρχου. Γυναίκες της εποχής οι οποίες δεν «έπαιζαν» τον ρόλο του στρατιωτικού διδαχού των Σπαρτιατισσών μανάδων, ενώ οι άντρες τους ζούσαν με το όπλο παρά πόδας. Ή δεν εξορίζονταν στο πυρ το εξώτερον των βυζαντινών χριστιανών προς δόξα και τιμή της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας και αυτοκρατορικής διακυβέρνησης. Του μεγαλείου της μοναχικής αγαμίας και αειπαρθενίας. Αν δεν είναι «κόντρα γκρεκόρουμ» ο λόγος «Προς Έλληνας», 33 του Τατιανού που κραυγάζει χαιρέκακα «Και η μέν Σαπφώ γύναιον πορνικόν ερωτομανές», τότε τι είναι;  Η Λύρα ή ο Κρίνος; Ποιητικός Λυρικός Λόγος ή το Πηδάλιο; Το δίλημμα καθαρά προσωπικό του καθενός και κάθε μίας ακόμα και σήμερα, ανάλογα με τα πνευματικά και αισθητικά του εφόδια, την ποιότητα των αισθημάτων του και όχι της Ποίησης. Το αυτεξούσιο της μία και μοναδικής ζωής μας περιλαμβάνει και το Σώμα μας και τις όποιες ανάγκες του, ή όχι;

     Στο «Δέδυκε μεν α σελάνα» ο Βάρναλης προσπαθεί να προσδιορίσει τον χρόνο και την εποχή που εκφράζονται τα γυναικεία αυτά συναισθήματα. Βρίσκει χρονικές «ανακολουθίες» στις ποιητικές εικόνες που μας σώθηκαν και τις επισημαίνει χωρίς να απορρίπτει τον ποιητικό λόγο της Σαπφώς. Ή να επεξεργάζεται φιλολογικά αυτές τις χρονικές «ανακολουθίες». Στο δεύτερο μικρό σχόλιό του, δεν παραθέτει τραγούδια που ακούγονταν στην εποχή του στις ταβέρνες, τα ωδεία, στους περιπάτους και εύφραιναν τις καρδιές των ανδρών και γυναικών της εποχής του. Τραγούδια που έλεγαν οι νεαροί ελληνόπαιδες στους δρόμους, όπως το «ετίναξα την ανθισμένη αμυγδαλιά…» του Γεωργίου Δροσίνη, άσματα ερωτικά που τραγουδούσαν οι νεαροί κορτάκηδες έξω από το παράθυρο της αγαπημένης τους ή σε ξεμοναχιάσματα της χαμηλοβλεπούσας που κόρταραν. Η μετάφραση από τον Κώστα Βάρναλη στίχων της Σαπφώς και η παράθεση λαϊκών ερωτικών ασμάτων της εποχής του, δηλώνουν την αβίαστη συνέχεια μιας ελληνικής παράδοσης, που δεν στοχεύει στην αισθητική αγωγή του «λαού» από λόγιους και πεπαιδευμένους «προφεσόρους» αλλά από ταβερνόβιους και άγνωστους σεριανίζοντες έλληνες του προηγούμενου αιώνα. Οίνος ανοίγει καρδίας και στόματα. Η μέθη προκαλεί πόθους και συγκινήσεις. Επιθυμίες και ανάλογα ξεφαντώματα. Έξυπνο το τέλος του δεύτερου μέρους όταν γράφει ότι δεν «Δέδυκε μέν ά σελάνα….», «Αλλά «δέδυκε» κι ο βίος!». Εύστοχος ο παραλληλισμός έστω και αν δεν του δίνουμε την σημασία που του αξίζει.

     Στο τρίτο μέρος «ΨΑΠΦΑ» ο Κώστας Βάρναλης μας μιλά για την αναγνωστική αφορμή που του έδωσε ένα άρθρο που διάβασε στο περιοδικό «Λεσβιακά Γράμματα» από τον Λαβαβίνι, και υπήρξε η αιτία στο να γράψει τις όχι και τόσο εκτενείς θέσεις του για τον βίο της Σαπφώς, να εκφράσει τον θαυμασμό του για την ποίησή της, να θίξει το ζήτημα της γυναικείας ομοερωτικής διάθεσης αν υπήρχε και στο βαθμό που υπήρχε και η οποία προσδιορίζει ένα μέρος του έργου της λυρικής ποιήτριας δίχως να το δεσμεύει ή να το καθηλώνει σε μια μονοσήμαντη ερμηνευτική εκ των υστέρων. Κάτι ανάλογο δεχόμαστε και για τον ποιητικό λόγο του αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Καβάφη. Ή και γιατί όχι, ο ποιητικός λόγος του Οδυσσέα Ελύτη, δεν περιστρέφεται μόνο γύρω από τις μικρές κόρες του Αιγαίου. Το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου δεν δομείται μόνο στον ποιητικό εκθειασμό της κόκκινης επανάστασης. Το διηγηματικό έργο του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μας προσφέρει και άλλα επίπεδα ποιητικής και αισθητικής έκφρασης πέρα από το χριστιανικό- εκκλησιαστικό κλίμα μέσα στο οποίο κινείται.  Και όπως σημειώνει ο Βάρναλης κουτσοπίνοντας την ρετσίνα του, η Σαπφώ «Μάθαινε στα κορίτσια, στις «εταίρες» της (φιλενάδες της) μουσική, χορό, στιχουργία και καλούς τρόπους. Και αυτά όχι σα δασκάλα παρά σαν μεγαλύτερη μαθήτρια. Με αγάπη, που έφτανε το πάθος. Και το πάθος αυτό δεν είτανε ντροπή…».  Και συμφωνούμε εμείς οι νεότεροι αναγνώστες του ποιητικού λόγου, που χαιρόμαστε διαβάζοντας την ποίηση της Σαπφώς και τους άλλους έλληνες λυρικούς ποιητές ότι ναι, το πάθος δεν είναι ντροπή, και ότι όποιος αποφασίζει να διδάξει τον ποιητικό λόγο στους άλλους, την τέχνη γενικότερα, αυτό δεν μπορεί να το κάνει ως δάσκαλος αλλά ως μαθητής. Ή για την ακρίβεια σαν συμμαθητής του διδασκόμενου. Αμφίδρομη η χαρά και η απόλαυση της διδασκαλίας. Τέλος, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, που δεν απεμπόλησε ποτέ την λαϊκότητα του, που η ποιητική του φωνή δεν υψώθηκε πέρα από το μέτρο του ανθρώπου, ο ποιητής που αγωνίστηκε για καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών όχι με πολιτικά τσιτάτα ούτε με κομματικές μπροσούρες αλλά μέσα από τον ποιητικό λόγο, και μάλιστα όχι οποιασδήποτε μορφής ποιητικό λόγο, αλλά, τον κωμικό, τον σατιρικό, τον σκωπτικό. Έτσι όπως μας τον παρέδωσε ο αρχαίος ποιητής Αριστοφάνης, του οποίου οι διασωθείσες μέχρι των ημερών μας κωμωδίες μας αποκαλύπτουν περίτρανα και ολοκάθαρα ποια ήταν η αρχαία ελληνική αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του και τι αυτή πρέσβευε. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη μας διδάσκουν στο τι πίστευαν και ακολουθούσαν οι Έλληνες και Ελληνίδες της εποχής του, πώς ζούσαν και τι θεωρούσαν δημοκρατία στις μεταξύ των σχέσεις. Ο παππούς Αριστοφάνης φωτεινότερα ερμηνευτικά από τους τρείς τραγικούς μας αποκαλύπτει το φρέσκο του έλληνα ανθρώπου σε όλη του την μικρότητα και στην σκοτεινότητα της φυσιογνωμίας του, τις ενδόμυχες επιθυμίες και χαρές, κοινωνικές του διασκεδάσεις, οικογενειακό και αγροτικό βίο. Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, μάλλον, κατόρθωσε να μας μεταδώσει τον κοινωνικής κριτικής του ποιητικό λόγο ανετότερα από τον άλλον σατιρικό σύγχρονο ποιητή, τον Γεώργιο Σουρή. Ο Γεώργιος Σουρής είναι ο σατιρικός ποιητής των «Σαλονιών» αντίθετα ο Βάρναλης είναι της «Ταβέρνας». Στον πεζό λόγο ο Εμμανουήλ Ροΐδης στέκει ένας φάρος αναμμένος και προκλητικός και ίσως ακόμα αθησαύριστα ερμηνευτικά.

     Ο Κώστας Βάρναλης ανοίγοντας συζήτηση με το άρθρο του Λαβανίνι πολύ ορθά αναφέρεται στα στοιχεία που προσδιορίζουν την ρομαντική σχολή. Και όπως γράφει: «Η Σαπφώ δεν έχει τίποτα από κείνα τα στοιχεία, που προσδιορίζουν τη ρωμαντική σχολή….». Γιατί, αν τα είχε, ή τα προβάλαμε πάνω στην ποιητική της πνοή, θα αλλοιώναμε την φωνή της και την ανεξαρτησία της.

     Και ελάχιστα διευκρινιστικά. Θέλησα να δημοσιεύσω Δέκα Σημειώματα για την ΣΑΠΦΩ στην ιστοσελίδα μου, μια και την απεκάλεσαν «Δέκατη Μούσα». Βλέπε το επίγραμμα του Πλάτωνα, «‘Εννέα τας Μούσας φασίν τινες’ ως ολιγώρως/ Ηνίδε και Σαπφώ Λεσβόθεν η δεκάτη», όπως διασώθηκε το αρχαίο επίγραμμα στην Παλατίνη Ανθολογία ΙΧ, 506.  Αφιερώνοντας όμως αυτόν τον δύσκολο κοινωνικά για την χώρα μας καλοκαιρινό μήνα στην ανάγνωση του αρχαίου ποιητικού λόγου και ειδικότερα στην ποίηση της Σαπφώς, και διαβάζοντας μελετήματα ελλήνων και ξένων για το έργο και τον βίο της, για τις παρεξηγήσεις που έχουν συσσωρευτεί αιώνες τώρα, κάθε φορά που τελείωνα μια ανάγνωση μου γεννιόταν η επιθυμία να ανοίξω μια συνομιλία με όλους και με όλα που αφορούν τις Σαπφικές σπουδές. Συνέχισα να δημοσιεύω και κάθε φορά πειραματιζόμουν με έναν διαφορετικό τρόπο από το προηγούμενο σημείωμα. Έτσι στο τελευταίο που ανάρτησα μένοντας σε μια ατμόσφαιρα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Γιώργου Ιωάννου, δίχως να τους κατονομάσω, με αφορμή στίχους της ΣΑΠΦΩΣ συνέθεσα σύγχρονους στίχους με διάθεση παράφρασης έτσι όπως ο παλαιός υποδηματοποιός Μελισσηνός στο Μοναστηράκι, παράλλαξε τα Καβαφικά ποιήματα. Εμπλουτίζοντας τα σύγχρονα προσωπικά μου ποιήματα με στίχους από έλληνες ποιητές και στιχουργός που θεώρησα ότι ταιριάζουν, δένουν με τον αρχαίο στίχο της Σαπφώς. Αν πέτυχε ή όχι το πείραμα αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο ποιητικός λόγος της ΣΑΠΦΩΣ μου γέννησε πολλές συγγραφικές προθέσεις. Οι μεταφράσεις των σπαραγμάτων της που έχουμε μέχρι σήμερα, είναι επαρκείς και ικανοποιητικές ώστε  να αποπειραθώ να μεταφράσω αποσπάσματα ποιημάτων της που λατρεύω όπως όλοι μας θέλω να πιστεύω. Από τον Σίμο Μενάρδο μέχρι τον Βασίλη Λαζανά και από τον Οδυσσέα Ελύτη έως τον Σωτήρη Κακίση, τον Παναγή Λεκατσά, τον Δημήτριο Βερναρδάκη και τους νεότερους, το Σαπφικό λιβάδι έχει σπαρθεί επάξια των προθέσεων των σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων ποιητών και ποιητριών με τις μεταφραστικές τους προτάσεις και εκδοχές. Μόνο μια μικρή σε προσωπικό επίπεδο παρατήρηση θα τολμήσω να κάνω, μπορεί λανθασμένη. Η μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη ενώ έχει τις ανάλογες μεταφραστικές και ποιητικές προϋποθέσεις, των γνώσεων και των τεχνικών της διαχείρισης της ποίησης, όταν έγινε η ανασύνθεση και απόδοση του Σαπφικού λόγου, είναι μάλλον λιγάκι «μελιστάλαχτη» δηλαδή, μάλλον «προσαρμοσμένη» προς το αλάνθαστο ποιητικό κριτήριο του νομπελίστα μας ποιητή και το ύφος του δικού του ποιητικού λόγου. Το ποιητικό πρωτογενές σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη είναι τόσο αναγνωρίσιμο και τόσο οργανωμένο σύμφωνα με τις προσωπικές του αξίες, κανόνες και προδιαγραφές περί ποιητικού λόγου, που ίσως, αποψιλώνει τον λόγο της Σαπφώς από τις δικές του ανάσες. Η γλώσσα «ενοποιείται» στο όνομα της ποιητικής έκφρασης και μορφής. Λειαίνονται οι λέξεις, ενώ αν παρατηρήσουμε οι λέξεις που χρησιμοποιεί η Σαπφώ είναι ορισμένες φορές κακόηχες, σύνθετες με βαρύ φορτίο για τα δικά μας ακουστικά δεδομένα. Ακόμα και τα μουσικά. Δεν συναντάμε μάλλον την λεκτική ωραιοποίηση όπως προσπαθούν να μας μεταφέρουν οι σύγχρονοι μεταφραστές της, και μάλιστα, νιώθοντας μεταφραστικές «ενοχές» για τις απόπειρες αυτές στον σύγχρονο ελληνικό λόγο. Η ποίηση επικοινωνεί μαζί μας και πέρα από την γλώσσα που γράφτηκε. Την σιωπή που κρύβεται στα διάκενα των στίχων, στις εικόνες που ξυπνούν στην φαντασία μας διαβάζοντάς την, σε κρυμμένους ήχους φράσεων, σε μιά βιωμένη ποιητική αλήθεια που ενδέχεται να μην κατορθώνουν να εκφράσουν οι σύγχρονες της μετάφρασης λέξεις που υιοθετεί ο νέος ποιητής και μεταφραστής. Στο πως και τι θέλουμε εμείς οι νεότεροι να αποδεχτούμε και τι να απορρίψουμε από ένα αρχαίο κείμενο. Ο πλούτος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι αναμφισβήτητος αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλες οι λέξεις των ποιητικών κειμένων που έχουμε στην διάθεσή μας μας είναι αρεστοί, εύηχοι στα δικά μας ακούσματα. Ένας ποιητικός λόγος όσο άρτιος και τέλειος εκφραστικά και αν είναι, αν δεν κοινωνεί με τις δικές μας προσωπικές αλήθειες δεν λέει τίποτα. Μένει στο ιερό και ένδοξο εικονοστάσι των ειδικών, των πεπειραμένων, των λειτουργών της ποιητικής γραμματείας κάθε έθνους ή χώρας. Αν ο λόγος της Σαπφώς δεν μιλάει, δεν κοινωνεί, δεν εγείρει συναισθήματα σε σύγχρονους αναγνώστες του, δεν θα τον διασώσει μια διασκευή, ανασύνθεση, μετάφραση ενός άλλου ποιητή, όσο καλή και αν είναι. Θα μείνει μετέωρος ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου και στην ενδεχόμενη αναψηλάφηση της ερωτικής επιλογής της ποιήτριας και στο κατά πόσο συμφωνούμε ή αποδεχόμαστε ή ανεχόμαστε τις σχέσεις αυτές που εικονοποιεί το ποιητικό πάθος μιας γνήσιας γυναικείας  λυρικής φωνής. Η Σαπφώ, δεν έγραφε για εμάς, για τις δικές μας επιλογές και κρίσεις, ανάγκες που ανατροφοδοτούνται από παλαιές συνήθειες και επιλογές, έγραψε για τις συντρόφισσες-μαθήτριές της που είχε δίπλα της. Αυτές που φιλούσε και χάιδευε με τρυφερότητα. Τις έβλεπε καθημερινά, τις συναντούσε στους κοινούς τους περιπάτους, συνομιλούσε μαζί τους, διαφωνούσε με στάσεις τους, τις ζήλευε, τις θώπευε, θαύμαζε την κοριτσίστικη ομορφιά τους. Εκθείαζε τα γυναικεία κάλλη τους, τα παρατηρούσε, πρόσεχε τις ατέλειές τους, χαίρονταν με την σωματική τους άνθησή. Τραγουδούσε μαζί τους, ρέμβαζε τα καλοκαιρινά βράδια, ονειρεύονταν με ή χωρίς πανσέληνο. Με δυό λόγια, ζούσε τις στιγμές αυτές για την ίδια και των συντρόφων της και όχι για να τις απαθανατίσει στους παπύρους για τους μεταγενέστερους. Ο ποιητικός της λόγος της είναι βιωμένη αλήθεια ζωής και όχι καλλιέπεια μεταφραστικού λόγου που εμείς αναζητούμε και προσπαθούμε να αποδώσουμε. Ο λόγος της Σαπφώς είναι ο δικός της λόγος έρωτος και όχι περί έρωτος. Όταν μας λέει: «Η τέφρα της Τιμάδας είναι αυτή. Πρίν κάν αρχίσει ο γάμος/ η Περσεφόνη αίφνης την έσυρεν στο σκοτεινό της δώμα./ Την ωριοβόστρυχη την κόμη της με μια νιοτρόχιστη λεπίδα/ οι φίλες της την έκοψαν’ και την απόθεσαν στο μνήμα!» (Παλατινή Ανθολογία VII, 489. Μετάφραση Βασίλης Λαζανάς), η Σαπφώ και οι φιλενάδες της βιώνουν ένα πένθος, ένα προσωπικό και μόνο πένθος, ακολουθούν το τελετουργικό της εποχής τους όταν κάποιος φεύγει για το αιώνιο ταξίδι, σε αυτήν την μικρή ηλικία. Μια κοπέλα πέθανε παρθένα και ανέγγιχτη, δεν πρόλαβε να απολαύσει τα γλυκάδια του έρωτα, να δώσει χαρά με τα κάλλη της στους συντρόφους ή συντρόφισσες που θα επέλεγε να σταθεί δίπλα τους, να μοιραστεί ευτυχισμένες χαρές της ζωής της. Το πένθος είναι της ποιήτριας και των μαθητριών της και όχι του ποιητικού της λόγου. Ο ουρανός της ελπίδας για την Τιμάδα και τις συντρόφισσές της είναι πλέον άβατος. Την φίλη τους θρηνούν κρατώντας την τέφρα της όχι τον πάπυρο που διηγείται την απώλειά της. 

«Το γάρ αύριον ουδενί δήλον» μας λέει ο αρχαίος Ρουφίνος σε επίγραμμά του. Και το Αύριο αυτό, μας διέσωσε η ΣΑΠΦΩ, ένα αύριο βιωμένης χαράς και βιωμένου πένθους καθημερινών στιγμών ζωής και απώλειας, τραγουδιών και θρήνων όπως είναι οι ζωές όλων μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 23 Αυγούστου 2021

ΥΓ. Ενδιαφέροντα αυτά που μας είπαν για την λέσβια ποιήτρια ΣΑΠΦΩ σε εκπομπή αφιερωμένη στο έργο της στο Κανάλι της Βουλής, ο σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης και ο  ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας.                  

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου