ΜΙΑ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΥΓΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Είναι τώρα περσότεροι εκείνοι πού φύγαν
και μετριούνται στα δάχτυλα αυτοί που μου μείναν
-κι άς περνάει στο πλάϊ μου αδιάφορο πλήθος.-
Αν τα κλείσω τα μάτια, θα ζήσω μαζί τους.
Θέ να ζήσω μαζί τους αν κλείσω τα μάτια,
μ’ όλους όσους αγάπησα κι έχουνε φύγει,
μ’ όλους όσους να σβήνουν τους είδα, και μ’ όσους
κάποια μέρα είχα μάθει πώς φύγαν για πάντα.
Αν τα κλείσω τα μάτια, θα ιδώ πρώτα εσένα
μέ την κέρινην όψη, νεαρή πεθαμένη,
πρώτος θάνατος που έβλεπα, νήπιο ακόμα,
και πού ωστόσο δεν έμαθα ποιά ήσουν ποτέ μου.
Κι έπειτα εσένα, παππού, με την πίπα στο στόμα,
μέ τά σύνεργα πλάϊ, το τσακμάκι, την ύσκα,
στην αυλή του σπιτιού μας, να μου λες παραμύθια,
στη μηλίτσα μου πλάϊ, πού για με είχες φυτέψει.
Κ’ ύστερα εσένα, γλυκειά και πικρή Γενοβέφα
-τί θυμάμαι από σέ; Μοναχά τα μαλλιά σου,
τις ξανθές τις πλεξίδες στο στήθος ριγμένες,
και το μνήμα σου, πού είδα, κάποτε, πλάϊ στο ποτάμι.
Κ’ ύστερα εσέναν Πετράκη, κ’ ύστερα εσένα, Σωτήρη,
να πεθαίνης εσύ, μόλις άνθιζες, κι ο άλλος
να φωνάζη όλη νύχτα, στο πηγάδι ριγμένος,
να ξεφύγη ποθώντας τα χαμό πού είχε ζητήσει.
Κι ακόμα εσένα, λεβέντη μου θείε Βασίλη,
-να φοράς, αυτού πού είσαι, ντουλαμά και τσαρούχια;
νάχης πάντοτε τ’ άγρια τα γένεια σου, αντάρτη;
Κ’ ύστερα εσένα, σκυλίτσα Μπιζού, αγαπημένη,
πού σ’ αφήσαμε, φεύγοντας, μές στο έρμο το σπίτι
και το φύλαξες ως τη στερνή την πνοή σου
και στις άδειες τις κάμαρες γαυγίζει η σκιά σου.
Κι έπειτα εσένα, μητέρα: Τόσα χρόνια, κι ακόμα
ο χαμός σου δεν μπόρεσε στίχος να γίνη.
Κ’ ύστερα εσένα, γιαγιάκα, τυλιγμένη στο σάλι,
του παιδιού σου παιδί, εφτά φορές ιδικό σου.
Κι έπειτα εσέναν, Αγάπη, πού μαζί είχαμε ελπίσει
πώς θα ιδούμε την Πύλη ν’ ανοίγη μπροστά μας,
πού είχες πιστέψει όσα σούλεγα κι έφυγες πρώτη,
και προσμένεις, του κάκου, τόσα χρόνια μονάχη.
Κ’ ύστερα τόσοι και τόσοι, Λέμα εσύ, και σύ Λάζο,
Μάκη εσύ, και σύ Μπέμπα, θερισμένα λουλούδια
-τά κορίτσια απ’ αρρώστια και τ’ αγόρια στη μάχη-
με τα πρώτα σας όνειρα εδώ στη γήν αφησμένα.
Κι έπειτα εσύ, αγαπημένο κορίτσι μου, Αλίκη,
πού ήσουν τα νιάτα μου, κ’ ήσουν η φλόγα μου η πρώτη,
πού σε σκότωσαν μιάν Απριλιάτικη αυγούλα,
στην αυγή της ζωής σου, στον Απρίλη της νιότης…
Είναι τόσο περσότεροι εκείνοι που φύγαν,
και μετριούνται στα δάχτυλα αυτοί πού μού μείναν!
Θέ μου, δεν ξαίρω αν είμαι μ’ αυτούς ή μ’ εκείνους,
μ’ όσους μείναν, ή μ’ όσους έχουν φύγει για πάντα…
Γιώργος Τσουκαλάς
Ο κ. Γιώργος Τσουκαλάς μας γράφει:
«Ένα ποίημά μας μάς αρέσει, μας συγκινεί ακόμη, γιατί μας θυμίζει την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε όταν το γράψαμε. Τέτοιες ψυχικές καταστάσεις υπάρχουν πολλές στη ζωή ενός ποιητή, και φυσικά, και διαφορετικές. Κ’ είναι φυσικό να μας αρέσουν μερικά από τα ποιήματά μας, κι όχι ένα μονάχα. Αλλά δεν αρκεί αυτό: γιατί μπορεί να μας αρέσουν μερικά ποιήματά μας, χωρίς και να μας ικανοποιούν. Κι αυτό- σ’ εμένα τουλάχιστον-συμβαίνει πολύ συχνά, για να μην πώ ότι μου συμβαίνει πάντοτε.
Πώς θα μπορούσα λοιπόν να ξεχωρίσω ένα ποίημά μου, απ’ όσα έχω γράψει, σαράντα χρόνια τώρα, και να πώ: «Αυτό είναι, για μένα, το καλύτερό μου;»
Να θυμηθώ τη «Λήθη» του 1927, πού είχε συγκινήσει τόσο πολύ; Μού φαίνεται τώρα τόσο φλύαρο… Να θυμηθώ το «Ελντοράντο» του 1937, που είχε ενθουσιάσει το φοιτητόκοσμο εκείνης της εποχής; Εμένα πια δεν μου λέει πολλά πράγματα. Ή να θυμηθώ το περιλάλητο «Σ’ αγαπώ» του 1933, που κουράστηκα να το βλέπω ανατυπούμενο κάθε τόσο, και πού δεν το περιέλαβα σε καμιά συλλογή μου;
Κι’ έτσι, αντί για το «καλύτερό μου» ποίημα, περιορίζω την εκλογή μου σ’ ένα πού δίνει περισσότερο το βαθύτερο ψυχικό μου κλίμα,-Γ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ»
Σελίδες 991-992.
--
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΚΥΛΑΚΙ
Μοιάζω ένα μικρό σκυλάκι που έχασε το αφεντικό του
και πηγαίνει στους σταθμούς των αυτοκινήτων
και κουνά την ουρά του στους ταξιδιώτες:
«Πάρτε με πάλι, βάλτε με στην αλυσίδα, τα ματάκια του παρακαλούν,
ο Κύριός μου έχει στα χέρια του έτοιμη την τροφή μου,
δε θέλω το δάσος, δεν ποθώ την ελευθερία μου.»
Είμαι σαν ένα μικρό σκυλάκι που κρυώνει και πεινάει παράμερα
με το βαρύ φορτίο της ελευθερίας του,
την ευθύνη της ελευθερίας του.
Και κάποιος μού αποκρίνεται από το βάθος αθέατος,
Κάποιος αυστηρά με ρωτάει:
«Ποιός σού είπε ότι είσαι ελεύθερος;
Νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος.»
Σελίδα 945.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ
Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ έτος ΛΣΤ΄ τόμος 72ος τεύχος 840. Αθήνα 1 Ιουλίου 1962, δρχ. 10
Σημειώσεις:
Ο Γιώργος Τσουκαλάς γεννήθηκε στο Προυσσό Ευρυτανίας το 1903 και πέθανε στην Αθήνα το 1974. Υπήρξε ένας μποέμ του μεσοπολέμου, φίλος του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του πειραιώτη ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, του ποιητή και δημοσιογράφου Νίκου Χαντζάρα, και άλλων ποιητών και συγγραφέων της μεσοπολεμικής περιόδου, και των χρόνων μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τις νυχτερινές περιπλανήσεις του με τον ποιητή Λαπαθιώτη τις κατέγραψε στο πεζό του «Κουρασμένος από Έρωτα». Ένα μυθιστόρημα με ήρωες τους δύο ποιητές, όχι υψηλών συγγραφικών προδιαγραφών. Αρκετά μελό, όπως μελοδραματικά είναι συνήθως και τα πεζά του. Ο ποιητικός του λόγος ανήκει στην ατμόσφαιρα του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού. Ποιήματά του και διηγήματά του συναντάμε σε δεκάδες λογοτεχνικά και λαϊκά περιοδικά της εποχής του. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τους «Νέους Βωμούς», την «Ελληνική Επιθεώρηση», το «Μπουκέτο», την «Πνευματική Ζωή», τον «Ρυθμό», το «Ξεκίνημα» και αρκετά άλλα. Ο ίδιος εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους και εξέδωσε το περιοδικό «Σαλόνι» με την συνεργασία του ποιητή και μεταφραστή Γιώργου Σημηριώτη. Υπήρξε αντιστασιακός και πατριώτης. Προσπάθησε να σώσει την κόρη του στην κατοχή αλλά δεν το κατόρθωσε. Σπούδασε νομικά αλλά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Πολυγραφότατος λαϊκός συγγραφέας, μεταφραστής, διασκευαστής συνήθως αστυνομικών μυθιστορημάτων, εκδότης. Άνθρωπος του βιβλίου και των εκδοτικών προβλημάτων. Συνδέθηκε και με την πόλη μας όπου την επισκέπτονταν συχνά. Στον τοπικό πειραϊκό τύπο έχουν δημοσιευτεί ποιήματά του και άτακτα κείμενά του. Παντρεύτηκε δύο φορές και έκανε πέντε παιδιά. Κυκλοφόρησε και μετέφρασε μυθιστορήματα, εξέδωσε απομνημονεύματα αγωνιστών της εθνικής παλιγγενεσίας και ποιητικές συλλογές. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή. Οι δεκάδες τίτλοι βιβλίων που φέρουν την υπογραφή του, είναι από χρόνια εξαντλημένοι και δυσεύρετοι. Ίδρυσε και έναν εκδοτικό οίκο με το όνομα «Περιπέτεια». Στην πολύχρονη και κοπιώδη συγγραφική και μεταφραστική του δουλειά, χρησιμοποίησε πολλά ψευδώνυμα, με αποτέλεσμα οι νεαροί έλληνες αναγνώστες που διάβαζαν τα έργα του, τις μεταφράσεις και τις διασκευές του, να μην γνωρίζουν ότι είναι δικά του. Μέχρι των ημερών μας έχουν δημοσιευτεί ελάχιστες μελέτες και εργασίες για τον συγγραφέα και την συγγραφική του πορεία.
Ο ποιητής Σαράντος Παυλέας, γεννήθηκε το 1917 στην Πλάτσα, ορεινή περιοχή της Μεσσηνιακής Μάνης (της Δυτικής Μάνης) και πέθανε στην Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 2005. Σπούδασε φιλολογία και σταδιοδρόμησε σαν καθηγητής στην Μέση Εκπαίδευση. Στον κόσμο της ελληνικής ποίησης παρουσιάστηκε με την ποιητική του συλλογή «Αποδημίες» το 1939. Είναι μάλλον, ο πλέον πολυγραφότατος ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πάρα πολλά περιοδικά της εποχής του. Δεκάδες είναι επίσης και οι έλληνες κριτικοί και δοκιμιογράφοι που σχολίασαν και κριτίκαραν τις ποιητικές του συλλογές. Από την Άλκη Θρύλο (Ελένη Ουράνη) έως τον Κώστα Στεργιόπουλο και από τον Αιμίλιο Χουρμούζιο έως τον Αντρέα Καραντώνη και τον Αλέξανδρο Αργυρίου, όσοι καταπιάστηκαν με τον ποιητικό του λόγο μίλησαν θετικά και επαινετικά για αυτόν. Μια ποίηση σύγχρονων προδιαγραφών με νεοτεριστικό στίχο και υπερρεαλιστικά ανοίγματα χωρίς να εγκλωβίζεται στους κανόνες και τις δεσμευτικές αρχές του σουρεαλισμού. Παρά του ότι η ποίηση του Σαράντου Παυλέα αποπνέει μεγάλα κύματα αισιοδοξίας και χαροποιούς διαθέσεως, μάλλον, λείπει από αυτήν, ή τουλάχιστον δεν είναι τόσο εμφανές, το στοιχείο του ονείρου, το ονειρικό κλίμα, κάτι τόσο σύνηθες στον ποιητικό και πεζογραφικό κόσμο του υπερρεαλιστικού κινήματος και των επιγόνων του, που άρδευσαν υπόγεια ή φανερά τον νεότερο σύγχρονο ποιητικό λόγο. Στις δεκάδες συλλογές του συναντάμε στρώματα επαναληπτικής ατμόσφαιρας. Ο Σαράντος Παυλέας, ασχολήθηκε και με τον δοκιμιακό λόγο. Σαν πνευματικός δημιουργός, παρά του ότι γεννήθηκε κάτω από το αυλάκι, ήταν μανιάτης, από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Θεσσαλονίκη. Η πολυετή του διαμονή στην συμπρωτεύουσα, τον έκανε να συγκαταλέγεται στην μεγάλη και ένδοξη Σχολή των δημιουργών της. Ήταν πατέρας της ποιήτριας Ρωξάνης Παυλέα που χάθηκε νέα. Η πειραιώτισσα διηγηματογράφος και θεατρική συγγραφέας Αριστέα Μπούτου, έχει συγγράψει μελέτη για την ποιήτρια αυτήν.
Μετέφερα και τα δύο ποιήματα μαζί, όχι γιατί βρίσκονται δημοσιευμένα στο ίδιο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Εστία», αφού ούτως ή άλλως, οι συγγραφείς τους, δεν έχουν καμμία συγγραφική ή άλλη συγγένεια, αλλά εξαιτίας του ότι και οι δύο ποιητικές συνθέσεις αναφέρονται σε ζώα, και μάλιστα σκυλάκια.
Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού, ξεχωρίζει ακόμα ένα ποίημα με τίτλο «Μαύρη γυναίκα» του Σενεγαλέζου ποιητή Leopold Sedar Senghor, σε μια ωραία μετάφραση του Δημήτρη Σταύρου. Αν δεν λαθεύω, ο Σενεγαλέζος ποιητής υπήρξε και πρόεδρος της δημοκρατίας της χώρας του, και παλαιότερα, επί ελληνικής προεδρίας του αείμνηστου Κωνσταντίνου Τσάτσου είχε επισκεφτεί την Ελλάδα. Πρέπει να έχουν δημοσιευτεί και ποιήματά του και σε άλλα περιοδικά εκτός της «Νέας Εστίας».
Ένα κείμενο που ξεχωρίζει, είναι και η τρισέλιδη βιβλιοκριτική του Θεόδωρου Ξύδη για την κυκλοφορία του δεύτερου τόμου της «Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (1453-1961) του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου, με τίτλο «Ένα ανάρμοστο βιβλίο». Η κριτική είναι αρκετά επικριτική:
«Επειδή είμαι βέβαιος ότι κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης των δύο αυτών τόμων θα αισθανθή αποτροπιασμό για την εμπάθεια και την κακότητα, με τις οποίες είναι γραμμένες πολλές σελίδες του βιβλίου αυτού, που αποτελούν διασυρμό προσώπων της Λογοτεχνίας μας, τα οποία έχει σεβασθή ο χρόνος, γι’ αυτό και μόνο θα μεταφέρω μερικά αποσπάσματα του βιβλίου στις στήλες της «Νέας Εστίας». Νομίζω ότι θα πεισθή και ο πιο επιεικής αναγνώστης, ότι πρόκειται για ένα βιβλίο δυσφημιστικό της Λογοτεχνίας μας, που ως μέθοδό του έχει τη χλεύη και τη λοιδορία….» βλέπε σελίδα 993 του περιοδικού στις σελίδες «Το δεκαπενθήμερο», Τα γεγονότα και τα ζητήματα.
«Επειδή είμαι βέβαιος ότι κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης των δύο αυτών τόμων θα αισθανθή αποτροπιασμό για την εμπάθεια και την κακότητα, με τις οποίες είναι γραμμένες πολλές σελίδες του βιβλίου αυτού, που αποτελούν διασυρμό προσώπων της Λογοτεχνίας μας, τα οποία έχει σεβασθή ο χρόνος, γι’ αυτό και μόνο θα μεταφέρω μερικά αποσπάσματα του βιβλίου στις στήλες της «Νέας Εστίας». Νομίζω ότι θα πεισθή και ο πιο επιεικής αναγνώστης, ότι πρόκειται για ένα βιβλίο δυσφημιστικό της Λογοτεχνίας μας, που ως μέθοδό του έχει τη χλεύη και τη λοιδορία….» βλέπε σελίδα 993 του περιοδικού στις σελίδες «Το δεκαπενθήμερο», Τα γεγονότα και τα ζητήματα.
Μετά την δημοσίευση της κριτικής του Θεόδωρου Ξύδη, δημοσιεύεται το κείμενο της πειραιώτισσας ποιήτριας Ισιδώρας Ρόζενταλ- Καμαρινέα, συνεκδότρια του πειραϊκού λογοτεχνικού περιοδικού «Πειραϊκά Γράμματα»-μαζί με τον Κλέαρχο Μιμίκο-, «Η «Ελληνική Εβδομάδα» του Λύνεν», σ. 996.
Ξεχωρίζει ακόμα το μελέτημα του Κώστα Στεργιόπουλου, «Η ποιητική πορεία του Γιώργου Θέμελη».
Ένα ταξιδιωτικό κείμενο που δημοσιεύεται και έχει άμεση σχέση με την πόλη του Πειραιά, είναι αυτό του συγγραφέα Πέτρου Γλέζου με τίτλο «ΓΑΛΑΞΕΙΔΙ»- (Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ), και αναφέρεται στις εκδρομές που διοργάνωνε Φυσιολατρικό Σωματείο της πόλης με την φροντίδα και επίβλεψη του παλαιού συγγραφέα και λόγιου Μανώλη Ρούνη. Την «Ιερουσαλήμ της ναυτοσύνης» δηλαδή το Γαλαξείδι όπως το απεκάλεσε επιγραμματικά παλαιότερα ο εκπρόσωπος των ελλήνων εφοπλιστών Ανδρέας Λαιμός σε εγκαίνια έκθεσης της Πινακοθήκης του. Να υπενθυμίσουμε και το γνωστό μυθιστόρημα της συγγραφέως Εύας Βλάμη συζύγου του εθνολόγου Παναγή Λεκατσά, η οποία γεννήθηκε στην πόλη του Πειραιά, με τον ομώνυμο τίτλο. Το μυθιστόρημα αυτό όπως και το άλλο της, ο «Σκελετόβραχος» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Εστία». Το Γαλαξείδι ήταν και η πατρίδα του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου.
Και όπως λέει ένα λαϊκό τετράστιχο:
Το Γαλαξείδι είναι μικρό,
μα έχει πολλά καράβια,
έχει κορίτσια ώμορφα
και ναύτες παλληκάρια.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 10/2/2020
ΥΓ. Μήπως πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το «κόκκινο βιβλιαράκι» του μεγάλου τιμονιέρη, μπας και δίνει λύση στο πρόβλημα της γρίπης και του κινέζικου ιού; Όχι τίποτε άλλο, μπορεί και να σωθεί ο μικρούλης φολιδωτός μυρμηγκοφάγος. Και διασωθεί στα κατοπινά χρόνια ως είδος. Αλλέως, τον έφαγε η κομμουνιστική μαρμάγκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου