Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, Βλέπω και γράφω ποιητικά


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ

Εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή 15/10/2006, σ. 36
            Η μεγάλη αγρύπνια
ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Σεντόνια της αγρύπνιας
εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, σελ. 49
                    Μάτια άδεια από φώς νεκρά
     Μολύβι ματωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα
                         Ποιητή τι θα γράψεις τώρα;

     Από καταβολής στίχου, από εποχής πυρίφλογης Σαπφούς (δέδυκε μεν σελάνα…) η ποίηση είναι-ε-γκαταβιώνεται ως διαρκής παννυχίδα, ως αγρύπνια, για άγρα του ύπνου με τα χαρίεντα, ατίθασα κι ανεκπλήρωτα όνειρα της μέρας. Η Μαρία Κέντρου- Αγαθοπούλου συντηρεί και συνεχίζει αυτή την παννυχίδα και φρυκτωρία λέξεων, στη γραμμή της Ουσιαστικής υπαρξιακής παράδοσης της γενέθλιας και οικητήριας πόλης της, της Θεσσαλονίκης (1930), με τα «μελιχρά μεσημέρια και τα λιγωμένα απόβραδα», με καταβολές στα πλούσια αρτεσιανά της (Θέμελης, Βαφόπουλος, Καρέλλη, Πεντζίκης, κ. ά.) διασταυρωμένες με τις δικές της Μικρασιατικές ρίζες.
     Ύστερα από ένα ένδοξο άνοιγμα και διάλειμμα με κατάθεση δυο συλλογών διηγημάτων- ποιήματα που δεν χώρεσαν σε στιχαρίθμηση (Η Παραίτηση τιμήθηκε με Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών το 2003), επανέρχεται στο ποιητικό πεδίο που γεωργεί με συνέπεια επί 45 συναπτά έτη. Πρωτοεμφανίστηκε το 1961 με τον Βαλερικής απόχρωσης τίτλο Ψυχή και τέχνη. Αυτό άλλωστε κάνει έκτοτε καταθέτοντας την ψυχή της στην τέχνη της ποιήσεως σε μια διαρκή ικεσία και γονυκλισία.
     Πολύ σχηματικά θα μιλούσαμε για ποιητές ποίησης και ποιητές ποιημάτων. Η Μαρία μετεωρίζεται ανάμεσα στην πρώτη (κυρίως στην πρώτη περίοδο της δουλειάς της, με ροπή στο ρευστό, ρεμβώδες, αφηρημένο) και στην δεύτερη (στην ωριμότερη φάση της). Έγραψε λ.χ. ένα από τα ωραιότερα ποιήματα (όπως και ο Καρούζος) για τον Μοτοσικλετιστή (σεκλέτι θα πει μαράζι, ντέρτι και κάτι περισσότερο) που έχει συνεπάρει φουρνιές Λυκειοπαίδων. Μεταμορφώνοντάς τον σε πήγασο της ασφάλτου. Στην παρούσα συλλογή δίνει τη συνέχεια-ξυνωρίδα του Μοτοσικλετιστή με το «Πετάει πετάει ο ποδηλάτης». Όλα μπορούν να πετούν με το υδρογόνο της έμπνευσης.
     Στο εξώφυλλο-εξώθυρο της συλλογής φωτογραφία του πατρικού σπιτιού του συζύγου της πριν κατεδαφιστεί. Το σπίτι-σώμα, περίβλημα και έμβλημα, αρχετυπικό σύμβολο της υπαρξιακής ποίησης (εμπλουτισμένη με κοινωνική ματιά) που διακονεί πιστά η ποιήτρια με τον προσημαίνοντα αλλά και ελκυστικό τίτλο Σεντόνια της αγρύπνιας που επιτονίζεται με το μότο της αντίστιξης «Μαύρη θα είναι πάντα η νύχτα στα βουνά/ μα οι κάμποι θα ‘χουν πάντα χαμομήλια», από το ποίημα της συλλογής «Λύπη απαστράπτουσα» (να ένας ακόμα έμμεσος ορισμός της ποίησης). Ο ανθηρός 15σύλλαβος κελαρύζει μυστικιστικά στις καταβασίες των στίχων της, κάποτε με σολωμική καθαρότητα («Νερά φανταστικής βροχής τόξα ουράνιας μνήμης»). Ποίηση κατάφορτη από σύμβολα (νερό, ρολόι, καθρέφτης, φεγγάρι) με θέα στη «σιωπηλή χαράδρα του θανάτου, ή μπροστά στη θάλασσα να διαβάζεις Αλέξη Τραϊανό», λελυπημένη και ταυτόχρονα αυτοπαρηγορητική, συγχρονική και διαχρονική, που σημαίνει κι αποτυπώνει σε slow motion το χρονικό της φθοράς, αλλά και υπερασπίζεται την αγάπη, ενώ «από το βάθος αναθρώσκει η εξουσία η εξουσία του τίποτα».
Ποίηση έμφυλη, λιτός ύμνος στη μητρότητα, με πίδακες μελαγχολίας, με ευτυχείς συζεύξεις  («Μελαγχολία αναρριχώμενη» κ. ά.) και άλλα θαμπωτικά, μπακίρια και ασημικά.
     Χαίρε αγρυπνούσα Μαρία, χάριτες σου οφείλουμε για τα ρόδα και δώρα της καρποφόρου αγρύπνιας σου.
Ο Γιάννης Κουβαράς είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.
--
«Βλέπω και γράφω ποιητικά»

Η Μαρία Κέντρου- Αγαθοπούλου ταμιεύει ακριβά συναισθήματα μέσα στις λέξεις

Συνέντευξη στον ΣΤΕΛΙΟ ΛΟΥΚΑ
Εφημερίδα Αγγελιοφόρος της Κυριακής 8 Φεβρουαρίου 2004, σ. 4.
     Με τα νέα της διηγήματα στο βιβλίο «Η παραίτηση» (εκδόσεις Κέδρος), η ποιήτρια και πεζογράφος της Θεσσαλονίκης Μαρία Κέντρου- Αγαθοπούλου ταμιεύει ακριβά συναισθήματα, ενώ μέσα στις λέξεις και τα βαθιά νοήματα λάμπουν τα χιονισμένα χρόνια και ο άνθρωπος αναμετριέται με τον εαυτό του. Με όσα φωλιάζουν μέσα του και ζητούν επίμονα να βγούν στα ξέφωτα. Καημοί για τη γλυκιά ζωή, κρυφομιλήματα με το θάνατο, παραισθήσεις, ο αντίλαλος μιας ζωής με βαριά παθήματα, εικόνες της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Με υπέροχο αφηγηματικό λόγο, γλώσσα μουσική υπαινίσσεται όλα τα αθέατα της ψυχής απροσπέλαστα στον ατρικύμιστο άνθρωπο μας συμφιλιώνει με ό,τι δεν αποκαλύπτουν οι καθρέφτες.
Τα πρόσωπα σαρκάζουν, παιχνιδίζουν, εμβαθύνουν στο αναπότρεπτο, συλλέγουν ήλιο, φυτεύουν ομορφιά και μας αποκαλύπτουν, αποκαλυπτόμενα, την τραγικότητά μας.
-Τι σημαίνει για σας το βραβείο που λάβατε προσφάτως από την Ακαδημία Αθηνών;
-Το να λαβαίνει κανείς ένα βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας, είναι βέβαια μια μεγάλη τιμή, που δεν μπορεί παρά να χαροποιεί. Από την άλλη όμως μεριά, σκέφτομαι ότι ένα βραβείο είναι η χαρά του μικρού παιδιού μπροστά σ’ ένα πυροτέχνημα που σβήνει, κι εκείνο που μένει, υπερβαίνοντας κάθε βράβευση, είναι η ευθύνη του συγγραφέα στο ίδιο του το έργο κι απέναντι στον κόσμο, ως στάση, ως συμπεριφορά.
Μια αντιδιαστολή
-Ενώ είστε κατεξοχήν ποιήτρια, γράφετε και διηγήματα. Ποια ανάγκη καλύπτετε με τον πεζό σας λόγο, ανάγκη που ίσως δεν ικανοποιείται μόνο με τους στίχους;
-Ενώ η πεζογραφία αντιδιαστέλλεται από την ποίηση, εντούτοις (μιλώ για τους/ τις ποιητές/τριες που ασκούν και τα δύο είδη) υπάρχει μια μυστική επικοινωνία συναισθήματος και προβληματισμού, σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Τελικά, και οι δύο τρόποι είναι όψεις του ίδιου νομίσματος στην περίπτωσή μου, και μόνον ο τρόπος διαφέρει. Όσο γι’ αυτήν την «άλλη» γραφή μου, προέκυψε από μόνη της, πέρα από προθέσεις και συνειδητή απόφαση, απλώς ίσως σαν ανάγκη μιας πιο φανερής, πιο πεζογραφικής αφήγησης της καθημερινής τριβής μου με το χρόνο και την ανθρώπινη περιπέτεια.
-Στα διηγήματά σας με το γενικό τίτλο «Η παραίτηση» οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το χρόνο σαν εχθρό;
-Όχι. Το χρόνο δεν τον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σαν εχθρό, αντίθετα τον «υπερβαίνουν», πότε με αυτοσαρκασμό και πότε με χιουμοριστική διάθεση, καθιστώντας έτσι το διήγημα όχι σαν μια περίπτωση ζωής η οποία σε βαλαντώνει αλλά σαν να γίνεται μια στροφή της κεφαλής απ’ την «άλλη μεριά» προς ό,τι στηρίζει-εν μέρει έστω-τον άνθρωπο, για να αντέξει την οδύνη και το δράμα ως ύπαρξη. Αυτή η «αντοχή» δεν εκφράζεται, βέβαια, εδώ με μυθικές παραπλανήσεις αλλά μ’ ένα «στήριγμα» παραμυθητικό, έως τα όρια μιας «αυτογνωσίας», ώστε να μην υποκύψει κανείς στην «παραίτηση», η οποία υποβόσκει στις πράξεις και τις αποφάσεις του.
-Πάντοτε το πάλεμα με το χρόνο μας οδηγεί στη φθορά και την ανυπαρξία ή υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες νικητής είναι ο άνθρωπος;
-Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν νικητές στη ζωή, εφόσον ο θάνατος είναι μια πραγματικότητα, εκείθεν της ζωής. Ο θάνατος είναι πάντα εγγύς. Όσο για την ανθρώπινη φθορά… Έ, δεν την παλεύει κανείς, δεν μπορεί να την παλέψει, απλώς την αντιμετωπίζει, τη βλέπει να προχωρεί απάνω του και δεν μπορεί να την υπερβεί παρά με κάποια «κατάφαση», με κάποια «παραδοχή», όχι μοιρολατρικά, αλλά ως συνέπεια της πορείας του σώματος. Είναι ένας νόμος σκληρός αυτή η πραγματικότητα. Είναι το τίμημα της ζωής. Αρκεί να μη συνοδεύεται από την πνευματική φθορά, κι εννοώ την ηθική στάση μας απέναντι στη ζωή, απέναντι στους ανθρώπους. Αυτό ενδιαφέρει κυρίως. Όσο βέβαια για την ανυπαρξία, μόνο με τα «έργα» του μπορεί κανείς να την υπερβεί.
Αφετηρία η ποίηση
-Ακόμα και στο διήγημα, αφετηρία σας φαίνεται ότι είναι η ποίηση. Έτσι, ίσως, εξηγούνται οι αισθαντικές κι  άφθαρτης ομορφιάς εικόνες του αφηγηματικού σας λόγου;
-Έτσι συμβαίνει. Ο τρόπος που βλέπω και γράφω είναι ποιητικός. Η αισθαντικότητα, που είναι ίδιον της ποίησης, κυριαρχεί στα πεζά μου, καθώς και ο λυρισμός.
Άλλωστε, το διήγημα είναι πιο κοντά στην ποίηση. Διαθέτει κάτι από την πυκνότητά της. Είναι ολιγόλογο, μετρά περιορισμένες σελίδες και δεν αναφέρεται στο σύνολο της ζωής αλλά σε συγκεκριμένες καταστάσεις, ακόμη και σε στιγμές. Μιλάει συνήθως γι’ αυτό που συμβαίνει πίσω από το γεγονός, μην επιμένοντας στο ίδιο το γεγονός. Αυτό συμβαίνει- σ’ εμένα τουλάχιστον-είναι η αφετηρία για να ειπωθεί το «αισθάνεσθαι».
-Η αναμέτρηση με τον εαυτό μας είναι, λέτε, ο δυσκολότερος αγώνας στη ζωή του ανθρώπου;
-Το πιστεύω πολύ αυτό, επειδή η αναμέτρηση με τον εαυτό μας σημαίνει αυτογνωσία, προσπάθεια υπέρβασης των αδυναμιών μας και κατανόηση του άλλου-πράγματα πολύ δύσκολα όλα αυτά.
……………………………………………………………………………………………………………………………..
Ελάχιστα:
Είχα αποφασίσει να ολοκληρώσω το μικρό αυτό αφιέρωμα στην ποιήτρια από την Θεσσαλονίκη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, με την αντιγραφή βιβλιοκριτικών για τα πεζά της, και ιδιαίτερα, με τις καλογραμμένες κριτικές παρουσιάσεις μιας ποιήτριας, της Δήμητρας Παυλάκου και όχι μόνο, δυστυχώς δεν κατόρθωσα να βρω στο εμπόριο τα πεζά της Αγαθοπούλου που κυκλοφόρησαν από τους εκδοτικούς οίκους «Κέδρος», «Μεταίχμιο», «Γαβριηλίδης». Δηλαδή: «Συνοικισμός Σιδηροδρόμων», «Οι μικρές χαρές» και «Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι». Τα βιβλία έχουν εξαντληθεί. Φυσικά αυτό με ικανοποίησε από μια πλευρά, γιατί κατάλαβα, ότι η συγγραφική αξία και δημιουργική προσφορά της θεσσαλονικιάς ποιήτριας έχει αναγνωριστεί. Από την άλλη, με δυσκολεύει να παραθέσω-να αντιγράψω πληροφορίες για κάτι που δεν έχω διαβάσει. Γιαυτό αντιγράφω μια συνέντευξή της στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Αγγελιοφόρος» (μέρος της;) που μάλλον είναι δύσκολο να διαβαστεί από τους αθηναίους αναγνώστες του έργο της. Μια συνέντευξη που μας φωτίζει το ποιόν της ποιητικής της σκέψης. Και επικουρικά και υποστηρικτικά, για την καλύτερη κατανόηση του ποιητικού της έργου, αντιγράφω την κριτική που δημοσίευσε για την τελευταία της ποιητική συλλογή «Σεντόνια της αγρύπνιας» από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» Αθήνα 2004, ο φιλόλογος, ποιητής και κριτικός Γιάννης Κουβαράς. Μετά την ποιητική αυτή συλλογή η ποιήτρια, κυκλοφόρησε μόνο πεζά της. Κλείνοντας ίσως η ίδια την ποιητική της διαδρομή, ή ολοκληρώνοντάς την μετά τον συγκεντρωτικό της τόμο «ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΑ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1965-1995), τρία χρόνια νωρίτερα, το 2001. 
Στο πρώτο γενικό πλησίασμα στην ποιητική της παρουσία,-στην ιστοσελίδα μου-αναφέρω τις πληροφορίες εκείνες που συνάντησα, διάβασα και μας δείχνουν στο πως και ποιοι, και ποια περιοδικά και εφημερίδες δεξιώθηκαν την ποίησή της, τα πεζά της και τα δοκίμιά της για άλλους ομοτέχνους τους, στα τελευταία 50 χρόνια. Μετά το 1961 που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά βορειοελλαδίτικα γράμματα, χωρίς να εξαντλώ την έρευνα.Εξάλλου, σημασία έχει το να βοηθήσεις κάποιους ή κάποιες αναγνώστες/τριες ή άτομα που ασχολούνται με τον ποιητικό λόγο να ανατρέξουν, να αναζητήσουν, να αγοράσουν, και το κυριότερο, να διαβάσουν την ποίηση της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου. Η ανάγνωση του ποιητικού της έργου είτε στην πρώτη του περίοδο είτε στην δεύτερη, είναι όχι μόνο χρήσιμη αλλά και ωφέλιμη για αυτούς που παλεύουν με την ποίηση. Αυτό το άπιαστο και αιώνια αναζητούμενο μυστικό της όντως ύπαρξης του ανθρώπου. Γιατί ποιητής δεν είναι αυτός που έχει ένα ταλέντο το καλλιεργεί και γράφει ποιήματα μόνο, αλλά αυτός ή αυτή που αισθάνεται ποιητικά τα πράγματα γύρω του, κάτι που του προσφέρει μια μεγαλύτερη δυνατότητα να αποτυπώσει πάνω στην λευκή σελίδα αυτό που ένιωσε και αισθάνθηκε από την φρικτή και τρομερή Ομορφιά της φύσης και της ζωής. Δηλαδή την αμεσότητα της Ζωής και του Θανάτου.
     Για τον φιλόλογο και κριτικό Γιάννη Κουβαρά δεν χρειάζεται νομίζω συστάσεις. Πλεονάζουν. Η μέχρι τώρα συγγραφική, δοκιμιακή και κριτική του διαδρομή, επαληθεύουν την θετική γνώμη που έχουμε για το άτομο και το έργο του. Οι εύστοχες κριτικές του επισημάνσεις, οι αναλύσεις του, οι ιδιαίτερες προσεγγίσεις του πάνω σε έργα σημαντικών ελλήνων δημιουργών και όχι μόνο, η καλλιέπεια της γλώσσας του και η άνεσή του να περιδιαβαίνει όλο το φάσμα της ελληνικής γλωσσικής επικράτειας του παρέχουν όλα εκείνα τα απαραίτητα εχέγγυα ώστε να θεωρείται, και δικαίως, ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς της νεότερης γενιάς των κριτικών-μετά την μεταπολίτευση στην χώρα μας- και μάλιστα, όχι επαγγελματίας. Αν αναλογιστούμε ότι ο κριτικός αυτός είναι πολύτεκνος οικογενειάρχης και εργαζόμενος. 
Η κριτική αυτή όπως και άλλες του νεώτερες καταθέσεις, δεν συμπεριλαμβάνονται στους δύο συγκεντρωτικούς τόμους των βιβλίων του «ΕΠΙ ΠΤΕΡΥΓΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ» που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Σοκόλη» παλαιότερα, το 1995. Να συμπληρώσουμε ότι όπως ορθά επισημαίνει ο κριτικός, η πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου που κυκλοφόρησε το 1961 με τίτλο «Ψυχή και τέχνη» έχει «Βαλερικές αποχρώσεις». Χωρίς να ξεστρατίζουμε από τον κεντρικό πυρήνα της έρευνας που είναι ο ποιητικός λόγος της ποιήτριας Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου να υπενθυμίσουμε ότι η ποιήτρια Μελισσάνθη έχει μεταφράσει το έργο του Paul Valery «ΧΟΡΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ», πράγμα που σίγουρα γνώριζε και έχει διαβάσει η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις παλαιές προσεγμένες εκδόσεις «ΔΙΑΤΤΩΝ» το Σεπτέμβριο του 1988, σελίδες 84. «Η ψυχή μου δεν είναι πιά παρά ένα όνειρο πού κάνει η ύλη σε αγώνα με τον εαυτό της!....». Όσον αφορά το ποίημά της «Ο Μοτοσικλετιστής» και η σύνδεσή του με το συγκλονιστικό και πένθιμο ποίημα του Νίκου Καρούζου, ας το αντιγράψουμε για να αναγνωρίσουμε και εμείς οι αναγνώστες την συγγένεια της συνομιλίας των ποιητικών φωνών:
ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ
Μόλις που είχε μάθει τα χρώματα
Φτερούγιζα στην άσφαλτο τους πανικούς μου
μόλις που είχα μάθει τον ήλιο ξημερώματα
τη θάλασσα τον έρωτα και τους απελπισμένους
μόλις που μόνος άρχιζα τους καημούς μου
φτερουγίζοντας ωσάν χαρταετού
κορδέλες τα διάτορα μαλλιά μου
τη νύχτα μόλις που την είχα διδαχτεί
με βεγγαλικά και λαϊκούς αγώνες
δεκάξι χρόνων κόπηκα στις εξετάσεις
κόπηκα στο άπειρο.
Νίκος Καρούζος, Από τον «Ερυθρογράφο του 1988. Τώρα και στον τόμο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τόμος Β΄, (1979-1991), εκδόσεις Ίκαρος Μάϊος 1994, σελίδα. 512. Παρενθετικά να θυμίσουμε ότι ο Καρούζος, εκφράζει την αγάπη του ανθρώπου για την ταχύτητα και στο ποίημά του «Οι μεγάλες ταχύτητες» βλέπε σελίδα 146-, στον τόμο: «ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ». Φιλολογική επιμέλεια: Μαρία Αρμυρά, εκδόσεις «Ικαρος» Δεκέμβριος 2014.
Κλείνοντας την αναφορά στον ποιητή Νίκο Καρούζο ίσως δεν θα ήταν παράτολμο να σημειώσουμε ότι μία ακόμα ποιητική ρήση του Καρούζου μπορεί να μας φανεί χρήσιμη στην εξέταση της ποίησης της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου, «ένας θεός και ένας διάβολος/ αθροίζονται σε δύο/ σιωπητήρια ΄/ τρίτος όρος: η απομόναχη / ομορφιά τους» από το βιβλίο «ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ» με ζωγραφική του Απόστολου Γιαγιάννου, εκδ. Εξάντας 1980. Ν.39. 
Και αυτή την παράξενη ομορφιά της σύνδεσης του ενθάδε με το επέκεινα, του παρόντος χρόνου με τον παρελθόντα, της συνέχειας της ζωής των κεκοιμημένων με αυτήν των ζωντανών, των υλικών πραγμάτων με τα πνευματικά, της φαντασίας που συγχέεται με την ωμή πραγματικότητα, φανερώνει θα λέγαμε η «εικονολογική» ποίηση της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου. Ο πένθιμος τόνος της ποίησής της, ο νύχτιος λόγος της, η λελυπημένη φωνή της, το μουσικό της ύφος, η απαισιοδοξία της ματιάς της, που όμως είναι αναγωγικά παρηγορητική και αυτοπαρηγορητική στο σύνολό της, η χαμηλόφωνη πάντα ποιητική της διάθεση, στην ποίηση της Αγαθοπούλου δεν διακρίνουμε λυδικούς χρωματισμούς, οργανώνουν το ποιητικό μήνυμα της καθόλου ποιητικής της παρουσίας, μας καλούν σε μια μετοχή μας, σε μια συνομιλία με πρόσωπα και καταστάσεις που έζησε η ποιήτρια, σε μέρη που περπάτησε σε σπίτια οικογενειακά που έζησε, με ποιητές που διάβασε και μίλησαν στην ψυχή της. Τα ερείπια της ζωής των ανθρώπων και των καταστάσεων, των αισθημάτων και των σωμάτων γίνονται ποιητικό σώμα που μας κοινωνούν με το άρρητο μυστήριο της ομορφιάς του κόσμου και της τέχνης της ποιήσεως. Συνομιλεί με τον Αλεξανδρινό ή μεταφέρει ποιητικές αισθήσεις του στο ποίημά της «ΦΑΡΜΑΚΙ», «μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Διαβάζει ποιήματα του αυτόχειρα ποιητή Αλέξη Τραϊανού στο ποίημα «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ» καθισμένη στο καφενείο της παραλίας μπροστά στη θάλασσα. Παίζει με στίχο του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «και μέριασε πέτρα να διαβώ» στο ποίημά της, που είναι μια συνέχεια και εξέλιξη του «Μοτοσικλετιστή», «ΠΕΤΑΕΙ ΠΕΤΑΕΙ Ο ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ». Επεκτείνει ειρηνευτικά και ελπιδοφόρα το στρατιωτικό εμβατήριο γράφοντας: «Μαύρη θα είναι πάντα η νύχτα στα βουνά/ Μα οι κάμποι θα ‘χουν πάντα χαμομήλια». Συνομιλεί διαρκώς με το είδωλο της μητέρας της στο συγκλονιστικό ποίημά της «ΧΡΟΝΟΣ». Χαμογελά και αυτοσαρκάζεται στο ποίημα «ΔΕΝ ΤΡΩΜΕ ΠΙΑ ΜΑΖΙ» καθώς αναφέρεται σε επίσκεψή της στο μνήμα του πατέρα της: 
«Λιγωμένο απόβραδο της Σαλονίκης
Τι πήγες κι έκατσες στου πατέρα μου το μνήμα…»
Και παρακάτω: 
«Μια ζάλη είναι η μέρα μια γυναίκα ερωτιάρα 
Η νύχτα μια μελαγχολία μαυριδερή. 
Και τις δύο τις απαύτωσε με την ψυχή του»
Γράφει την ποιητική θρηνωδία «ΣΑΠΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ» για τον ερωτικό μανάβη, «Για τον γενναίο αυτόχειρα τούτος ο θρήνος», ζητώντας του «Κέρασέ μας λίγο θάνατο γλυκό». Συνομιλεί με την «Τυφλή ζωή που στα τυφλά βαδίζει κιόλα τα βλέπει» στο ποίημα «ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕΣΑ ΤΗΣ», ενώ η ίδια 
«Τη νύχτα μες στο κρεβάτι της ακίνητη χορεύει 
Μόνη της τρομαγμένο αερικό
Σώμα τυφλό που εντούτοις όλα τα βλέπει». 
Τα κουτσοπίνει με τον κυρ Εφιάλτη ζητά την βοήθεια του γείτονά της κυρ Σίσυφου, αγωνιά να κουβαλήσει «τη μάνα μου στον Άδη». Και μας περιπαίζει όλους εμάς καθώς τελειώνει το ποίημά της «ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ», 
«Τώρα που γίνηκα πασίγνωστος στην πιάτσα
Τώρα που η σαβούρα μιάς ζωής με περιμένει
Έχω να κάνω ακόμα πολλά μεροκάματα», 
γράφει καθώς με ένα σαρδόνιο χαμόγελο μας παρατηρεί. Μια «λύπη είχα λευκή απαστράπτουσα» μας λέει στο ποίημα «ΛΑΜΠΕΡΗ ΑΣΑΦΕΙΑ» ότι: 
«Από ώρα σε ώρα κι από φιλί σε φιλί 
Δεν ξέρεις τι φίδια θα φυτρώσουν στην αυλή σου».
Καθώς με γλυκιά πίκρα διαπιστώνει ότι «Η χαρά μια κόκκινη καραμέλα στο στόμα» στο ποίημα «ΔΩΡΑ». Με τέτοια απλά πράγματα που δεν γεμίζουν το μάτι σε εμάς τους αμύητους δίνει νόημα στην ζωή η Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου. Ακόμα και για τον ενδεχόμενο διαρρήκτη του σπιτιού της γράφει το ποίημα 
«ΓΡΑΠΤΗ ΔΗΛΩΣΗ Σ’ ΕΝΑ ΔΙΑΡΡΗΚΤΗ»
Δεν έχω κινητό
Δεν έχω εξοχικό
Δεν έχω γιωταχί
Δεν έχω διαδίκτυο

Έχω έναν ήχο εκκωφαντικό
Μές στο συρτάρι της υπομονής μου
Μια μελαγχολία αναρριχώμενη
Ως τον έβδομο όροφο χωρίς ουρανό
Έχω έναν μαύρο ίλιγγο
Πορφυρό πυρετό μέσα στο στόμα μου
Μια ουράνια κραυγή πάνω στα χείλη
Ένα βλέμμα από θάνατο καθημερινό

Τι θα βρείς λοιπόν να κλέψεις;
     Ενώ θεατρικοποιώντας την ζωή και την ποίηση στην ποιητική της Σκηνική τριλογία, παίζει αρμονικά και μουσικά με τις λέξεις: 
«Η σκηνή το σκοινί το σκαλί το σκαμνί 
Μάζα του δήμιου μίζα του δήμιου». 
Καθώς μαζί με τους «Ζητάδες αγγελόμορφους» καταλήγει να αναρωτιέται «Ποιητή τι θα γράψεις τώρα;» βλέπε το ποίημα «ΜΟΛΥΒΙ ΜΑΤΩΜΕΝΟ».
      Η ποιήτρια επιθυμώντας να μας κάνει κατανοητή την ωριμότητα της ζωής και ταυτόχρονα τη τραγικότητά της, μας δίνει μια ωραία και αυθεντική εικόνα μέσα από τον κόσμο της ζωοφιλικής της διάθεσης: 
«Και πού ωριμάζει ένα σκυλί παρά στο δρόμο 
Κι όχι στη θαλπωρή της ευσπλαχνίας 
Εκεί στο δρόμο πεθαίνει μέσα σ’ ένα ουράνιο βλέμμα
πού κανείς δεν προλαβαίνει ποτέ να δεί»
Βλέπε το ποίημα «ΔΡΟΜΟΣ».
ΧΡΟΝΟΣ
Κάθε άνθρωπος πρέπει να ‘χει στο σπίτι του
Μια γριά ζαρωμένη μητέρα
Στην αγκαλιά της γίνεται αιώνιος νοικοκύρης
Στα σβησμένα μάτια της λατρεύει το φως του
Από το μαρασμό της αναθρώσκει η αγία νεότης
Ο καρπός στα χέρια της λάμπει κοφτερά
Τα φυτά απ’ τα κρεμασμένα σάλια της φυτρώνουν
Και το ξεδοντιασμένο στόμα της ψάλλει το εν υψίστοις.
ΝΕΟΤΗΣ
Αιωνόβια γριά μαστουρωμένη από όνειρα
Σπασμένα σε χίλια κομμάτια
Δυό κομμάτια βυθισμένα στα βυζιά της
Κι αποκεί το κόκκινο γάλα που πίνει

Ακόμα φωνάζει μητέρα
Κι εκείνη αποκρίνεται φυλάξου
Από όνειρο κακό που πάντα βγαίνει.
    Η ποίηση της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου, η έμφυλη ποιητική της φωνή, ευτύχησε να ανδρωθεί σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα νομίζω ιστορικά ελληνική περίοδο. Την περίοδο της δεύτερης δεκαετίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την ελληνική κατοχή, τον εμφύλιο και τα ιστορικά και πολιτικά του παρεπόμενα. Οι δεκαετίες μετά την δεκαετία του 1960 βρίσκουν τον ελληνικό ποιητικό λόγο σε μια ατμόσφαιρα ενδιαφέροντων ιδεολογικών και αισθητικών προσανατολισμών. Είναι οι δεκαετίες των νεότερων ηλικιακά γενεών, που παρά τις τραυματικές εμπειρίες του πολέμου και της κατοχής, του εμφύλιου σπαραγμού, τόλμησαν και πειραματίστηκαν δημιουργικά μέσα στις συγγραφικές τους καταθέσεις. Ευχή και ταυτόχρονα κατάρα τους στάθηκαν οι δύο ενδιάμεσες προηγούμενες δεκαετίες 1940-1960. Η συμμετοχή τους σε αυτές άμεσα ή έμμεσα ανάλογα την ηλικία του καθενός ή κάθε μιας, δεν στάθηκε εμπόδιο ώστε να αλλάξουν τους οραματικούς τους προσανατολισμούς, να συνεχίσουν να ζούν, να κάνουν οικογένειες, να εργάζονται αλλά και να γράφουν, να διαβάζουν να μεταφράζουν στα ελληνικά κείμενα και ποιήματα που τους άγγιξαν και τους επηρέασαν οι έλληνες στγγραφείς. Να εμπλουτίζουν το σώμα της ποίησή τους με τα νέα ρεύματα εντός της ελλάδος και αυτών που αναδύθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο. Με δυό λόγια, οι νέες ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες διαμόρφωσαν το καινούργιο πρόσωπο της ελληνικής ποίησης, της έδωσαν τις τεχνοτροπίες με τις οποίες πειραματίστηκαν τόσο οι ποιητές του κέντρου όσο και της περιφέρειας, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Πόλη της Θεσσαλονίκης και η Σχολή της. Με τον έναν ή άλλον τρόπο, διέπλασαν την νέα ταυτότητά της και θεματολογία της, το κλίμα της. Ασφαλώς δέσποζε στα ποιητικά πράγματα ο κόσμος και η ποίηση της Εθνικής Αντίστασης, όμως η χειραφέτηση των ανθρώπων, γυναικών και αντρών, το δικαίωμα της ψήφου στις γυναίκες, η ερωτική αυτοδιάθεση αντρών και γυναικών με τις όποιες ερωτικές τους ιδιαιτερότητες, η εύρεση ή αναζήτηση της εαυτότητας των σύγχρονων μεταπολεμικών γενεών των ελλήνων, η ανεξαρτησία της γυναίκας από τα οικονομικά ή άλλα δεσμά του άντρα, η έξοδος των γυναικών από την οικογενειακή εστία και η εργασιακή τους ελευθερία, οι νέες αναζητήσεις στο χώρο της φιλοσοφίας και οντολογίας, των ερωτημάτων υπαρξιακής αγωνίας καθώς υποχωρούσε αργά και σταθερά η επιρροή της κεντρικής εθνικής θρησκευτικής συμβολιστικής της πατροπαράδοτης ελληνικής πίστης και εκκλησίας. Το ανατρεπτικό κίνημα του υπερρεαλισμού που αμφισβήτησε τα πάντα και τους πάντες, ό,τι μέχρι τότε ήταν καθιερωμένο. Οι νέες κοινωνικές συνθήκες και τεχνολογικές δυνατότητες που παρείχαν οι καινούργοι καιροί στους ανθρώπους, προσέφεραν στους ποιητές και λογοτέχνες αυτών των γενεών, την δυνατότητα μιας πρωτόγνωρης πολυφωνίας συμβολισμών, εικόνων, ύφους, τεχνοτροπιών και τάσεων, γλωσσικών μείξεων, μέσα στην καθόλου συγγραφική δημιουργία της χώρας. Η εξέλιξη αυτή, περιορίστηκε εν μέρει, από την έντονη εντοπιότητα που ένιωθαν οι δημιουργοί της επαρχίας και την υπερβολική αγάπη που εκδήλωναν για τον γενέθλιο τόπο τους. Επίσης, η επτάχρονη δικτατορία σταμάτησε με βίαιο και επικίνδυνο τρόπο κάθε μορφής και είδους εξέλιξη στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού. Η πρωτοπορία και η πολιτιστική αναγέννηση των προ δικτατορικών χρόνων αντικαταστάθηκε από μια πούρα πατριδολατρεία και σοβινιστική επαναανακάλυψη ή χρησιμοποίηση της ηθογραφίας και της γλωσσικής καθαρευουσιάνικης καθαρότητας που άρμοζε όχι στις νέες συνθήκες που μεγαλουργούσε η ίδια η τέχνη, αλλά, στα συνθήματα της κρατικής προπαγανδιστικής ισχύς των στρατιωτικών και της αντίληψής τους περί εθνικού μεγαλείου. Ευτυχώς την μεταπολιτευτική περίοδο, επήλθε η αναγκαία ισορροπία και ξεκαθαρίστηκαν τα πράγματα. Επεκράτησαν αναθεωρητικές τάσεις, απορρίψεις, ανακατατάξεις αξιών χωρίς να κοπούν τελείως οι φυλετικές ή άλλες αγκυλώσεις ακόμα και μέσα στον χώρο της ποίησης. Θέλω να πω ότι, οι λογοτεχνικές «τύψεις», περιορίστηκαν στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας, αντίθετα δεν άγγιξαν το αντρικό πρόσημο της ελληνικής ποίησης, με αποτέλεσμα η γυναικεία ποίηση, ο θηλυκός ποιητικός λόγος, να παραμείνει στην ένδοξη και επιβραβευμένη αντρική σκιά. Αγκυροβόλησε στο αντρικό ποιητικό καρνάγιο και συζητήθηκαν μόνο, οι συγκεκριμένες γυναικείες ποιητικές φωνές που «αναγκαστικά» ξεχώρισαν μένοντας όμως και πάλι στο περιθώριο του αντρικού κάδρου της γενικής αναγνώρισης και αποδοχής. Σε αυτό συνέβαλε και η ίδια η γυναικεία ποιητική παρουσία, που περισσότερο προσδέθηκε σε αντρικά ποιητικά άρματα παρά πρόσεξε τα αντίστοιχα γυναικεία όποτε εμφανίζονταν. 
Η ποιητική αντρική ασφάλεια δεν τρόμαζε, αντίθετα η γυναικεία δημιουργούσε φόβους και ενδοιασμούς. Γιαυτό ίσως συναντάμε πολλές φορές πάνω στο ποιητικό ελληνικό κατάστρωμα να μιλάνε οι ειδικοί πως μετά την Σαπφώ οφείλουμε να αναφέρουμε "μόνο" την σημαντική ποιήτρια Κική Δημουλά. Με ενδιάμεση στάση την Κασσιανή λόγω εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Όμως η Ελληνική Ποιητική Κιβωτός μεταφέρει πάνω της πολλά αντρικά και γυναικεία περιστέρια και χελιδόνια. Ποιητικά χελιδόνια που ανήκει δικαιωματικά και ο ποιητικός λόγος της Μαρίας Κέντρου Αγαθοπούλου. Από εμάς τους σύγχρονους αναγνώστες και διακόνους της καθόλου ελληνικής ποιητικής παρουσίας στην διαχρονική της πορεία, επιβάλετε να μην μαρμαρώσουμε τις θηλυκές φωνές αναδεικνύοντας τις αντρικές, αλλά, να κρατήσουμε ζωντανές όλες τις φωνές που ακούγονται από το βάθος του χρόνου και μελωδίζουν τις αισθήσεις μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 16/2/2020
ΥΓ. Εκ γυναικός ερρύη τα χείρω,
Στα Εργασιακά.
Να τονιστεί παρακαλώ.
Ή όπως έλεγε ο Ζήκος,
«αι γυναίκαι είναι άτιμαι», που ερμηνεύεται, πίσω από κάθε άντρα υπάρχει μια γυναίκα για να σου δείξει την πόρτα της εξόδου-της κολάσεως, να την ανοίξει, για να διαβεί, το δήθεν ισχυρό φύλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου