Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
(Άμφισσα 1925-Αθήνα 26/4/1913)
ΤΟ ΑΝΘΟΣ
Το
αγαπημένο μου άνθος
είναι
τ’ αμάραντα.
Τ’
αγαπημένο μου όνομα
ο
Γεώργιος.
Κάθε
που τα φιλώ
ανθίζω.
•Αλέξης Ζήρας,
στο ΛΕΞΙΚΟ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ- ΕΡΓΑ- ΡΕΥΜΑΤΑ-ΟΡΟΙ, εκδ. Πατάκη 2007, σελίδα
845.
Θεοδωρακόπουλος Λουκάς (Άμφισσα 1925):
Ποιητής, πεζογράφος μεταφραστής. Σε νεαρή ηλικία
(1944) υπήρξε μέλος της ΕΠΟΝ, με αντιστασιακή δράση. Μεταπολεμικά εγκαταστάθηκε
στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος και μεταφραστής αγγλικής και
γαλλικής λογοτεχνίας. Συνιδρυτής και επιμελητής των κειμένων του εκδοτικού
οίκου Πολύχρωμος Πλανήτης. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με τη συλλογή ποιημάτων
Σχήμα κραυγής. Δημοσίευσε στα περιοδικά Διαγώνιος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εννέα
Οδοί Καβάλας κ.ά
Άλλα έργα:
Ποιήματα 1954-1956(1957), Η γύμνια του Νώε(1958), Πηγάδια και πηγές (1960),
Ορφέας, σημείο μηδέν(1965), Μυθολογία της Ξάνθης(1967), Αναδρομή(1978),
Τέσσερεις ποιητικές συλλογές 1960-1978(1966)[πμ]. Ραντεβού με τον πύργο του
Άιφελ(1971), Ο Καιάδας Χρονικό μιας πολιορκίας(1976), [πζ], «Αμφί » και
απελευθέρωση (2005) [μελ] κ.ά. Μετέφρασε έργα των: Br. Bontempelli, Charles Bukowski, Carlos Castaneda, J.
Cleland, D. Fernandez, Rene Girard, Henry James, R. Kipling, Y. Mishima, Jean
P. Sartre, Mark Twain, Oscar Wilde κ. ά.
Γραφή
αντιπροσωπευτική του έντονου συναισθήματος ενοχής και του υπαρξιακού αδιεξόδου
που χαρακτήρισε κατά την μετεμφυλιακή περίοδο μεγάλο μέρος της ελληνικής
ποίησης. Στην αρχή προβάλλεται με συμβολικά διάμεσα η δραματική αίσθηση του
περιβάλλοντος, η στατικότητα και το άγχος για την ανεύρεση κοινής γλώσσας.
Βαθμιαία, ο αποκλίνων ερωτισμός του Θ. δηλώνεται όλο και πιο ρητά, ενώ συνάμα
παραμένει αμείωτη η κριτική, ειρωνική στάση του απέναντι στο αξιακό σύστημα.
Οξύς τόνος αλλά και στοχαστικό βάθος που φανερώνει συναισθηματική θερμότητα.
Στα πεζά του Θ. έκανε ευρεία χρήση της νεωτερικής αφηγηματικής τεχνικής του
εσωτερικού μονολόγου, εστιάζοντας στα ρευστά ψυχολογικά αίτια της συμπεριφοράς
των προσώπων του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυτοαναφορική
νουβέλα-χρονικό Ο Καιάδας, όπου, ξεκινώντας από την ηθική σύγκρουση με τον νόμο
και την εξουσία, ο συγγραφέας επιχειρεί, με αφηγηματικά μέσα, τη διερεύνηση των
ηθών, των ιδεολογικών προκαταλήψεων και της μισαλλοδοξίας του κοινωνικού
συστήματος, απέναντι σε ό,τι-όπως η ομοφυλοφιλία-ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.
Βιβλιογραφία: Αλεξ. Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής
λογοτεχνίας, τόμ 5, σελ. 246-247. Β. Βαρίκας, Συγγραφείς και κείμενα, τομ. 5,
σελ. 414. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σελ. 60-65. Μ. Γ. Μερακλής, ΣΕΛΙ, σελ.
215. Μαν. Αναγνωστάκης, περ. Κριτική, τχ. 11/12 (1960), σελ. 238 (β.β. Πηγάδια
και πηγές). Ντ. Χριστιανόπουλος, «Η ποίηση του Λουκά Θεοδωρακόπουλου», περ.
Δγωνς, τόμ. 1, τχ. 2 (1972), σελ. 136-142. Αλέξ. Ζήρας, περ. Τομές, τχ. 9
(1977), σελ. 58-59 (ββ. Ο Καιάδας). Τ. Λειβαδίτης, Έλληνες ποιητές, πρόλ. Τ.
Πατρίκιος, επιλ. Θ. Νιάρχος, Καστανιώτης, 2005, σελ. 118-120.
Σάρκα
Σάρκα
γυμνή, φωτιά της μόνωσής μου
ώ
σάρκα,
λουλούδι
ενός κρυστάλλινου χειμώνα,
η
ζεστασιά σου με παγώνει.
• Μανόλης
Αναγνωστάκης,
περιοδικό ΚΡΙΤΙΚΗ-Δίμηνη Έκδοση Μελέτης και
Κριτικής. Θεσσαλονίκη τχ. 11-12/ 9,12, 1960, σ. 238. Στις σελίδες: «Ποιητικά
βιβλία και ποιητές» «Πηγάδια και Πηγές»
Ο κ.
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος έχει ήδη πίσω του μια μικρή ποιητική προϊστορία και η
εντύπωσή μου ήταν πώς δεν ξεχώριζε αισθητά από ένα μέσο κλίμα πού εντός του
κινούνται πολλοί νέοι ποιητές μας με καλλιέργεια, με ευαισθησία, με γνώση, αλλά
χωρίς ενδείξεις ιδιαίτερης ιδιοφυΐας. Περίπτωση πού θα μας απασχολούσε ίσως κατά
κάποιο τρόπο μια και, πέρα από τις λιγοστές πάντα προσωπικές φωνές, χρέος μας
είναι να επισημαίνουμε και τις εν πορεία και ανολοκλήρωτες ακόμα ποιητικές
προθέσεις. Σήμερα, μετά την πρόσφατη ποιητική συλλογή του «Πηγάδια και Πηγές» (1960), μια τέτοια συγκαταβατική και επιεικής
αντιμετώπιση της δουλειάς του, δεν είναι πιά ούτε νόμιμη ούτε παραδεκτή. Είναι
φανερό πώς δε βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση αιφνιδιαστικού και
απρόσμενου άλματος, αλλά σε μια ευτυχή απόληξη-καλύτερα: πρώτο σημαντικό
σταθμό-, εκεί που οδηγεί η αυτοπειθαρχία, η σοβαρότητα, η εσωτερική ωρίμανση,
το τολμηρό ξεκαθάρισμα των στίχων, όταν φυσικά ενυπάρχει το απαραίτητο
υπόστρωμα του ταλέντου. Αφού πλανήθηκε σε πολλούς γνώριμους και προσιτούς
δρόμους και δοκιμάστηκε η ποιητική του διάθεση, ο κ. Λ. Θεοδωρακόπουλος, γράφει
τούτο το βασικό στίχο: «Έτσι κι’ αλλιώς
τα πράγματα με τον καιρό θα λιγοστεύουν». Λιγοστεύουν θα πή: βαθαίνουν, θα
πή: τα γνωρίζουμε καλύτερα, θα πή: βρίσκουμε επί τέλους αυτά τα λίγα οριστικά
πράγματα που είναι το υλικό της ζωής μας και της τέχνης μας. Στα «Πηγάδια και Πηγές» υπάρχει ένας ενιαίος
τόνος, υπάρχει μιά ατομική στάση, υπάρχει ποίηση αλλά προπάντων υπάρχουν
ποιήματα. Ο κ. Λ. Θεοδωρακόπουλος-πολύ νέος ακόμα-βάζει τα πρώτα στέρεα θεμέλια
ενός προσωπικού κόσμου που πρέπει να τον παρακολουθήσουμε με προσοχή και αγάπη.
κάθε
πρωί…
Κάθε
πρωί,
ξαναθυμάμαι
τη ζωή μου’
ξαναγυρίζω
στις γωνιές που άφησα
το
παιδικό μου πρόσωπο,
στα
ίχνη των βημάτων μου
που
έσβυσαν’
κάθε
πρωί,
νιώθω
τον εαυτό μου ξένο
και
την ενότητα
χαμένη
της
μοίρας μου.
• Βάσος
Βαρίκας,
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ 1945-1956, 1960.
Εισαγωγή-Επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, «Η
κριτική, ως θέση του μέλλοντος και άρνηση του παρόντος», εκδ. Ερμής 2004,
τόμος 5ος, σ. 414.
Η διπλή κριτική δημοσιεύτηκε 24/7/1960, και κρίνονται
δύο ποιητικές συλλογές. Του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, «Η μεγάλη νύχτα και το
παράθυρο» και Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, «Πηγάδια
και πηγές».
Έναν κανόνα
ζωής, κάτι σαν υποτυπώδη βιοθεωρία, συναντάμε στα ποιήματα του Λουκά
Θεοδωρακόπουλου Πηγάδια και πηγές. Κατά το πρότυπο του Καβάφη, τον οποίο
άλλωστε σου θυμίζει συχνά, με τη διάρθρωση των ποιημάτων του, τους φραστικούς
του τρόπους και την αποφθεγματικότητα που επιδιώκει να δώσει στους στίχους του
ο νέος αυτός ποιητής. Περιορισμένη η ψυχική του εμπειρία, κάνει το ποίημα από
αποκαλυπτικό να μεταβάλλεται συχνά σε κοινότοπο. Όπου όμως εμπνέεται από
καταστάσεις άμεσα προσωπικές, η πικρία για το ανέφικτο και το μοιραίο, και η
προσπάθεια να αντιδράσει με την ήρεμη αξιοπρέπεια του ανθρώπου που «έχει
γνωρίσει», χαρίζει έναν τόνο γνησιότητας στην ποίησή του. Κάτι το δραματικό
υποβόσκει στους στίχους του Θεοδωρακόπουλου, που κι όταν εκφράζεται λειψά,
αδέξια ή χωρίς πρωτοτυπία, δεν αφήνει απαθή τον αναγνώστη του. Ιδού ένα δείγμα
γραφής του ποιητή:
«Μου φίλαγε τα χέρια σαν ηθοποιός
μα με μια τρυφερότητα
τέτοια εγκατάλειψη κι απαντοχή
που ένοιωθα να πνίγουμαι
από ευχαρίστηση και τρόμο.
Μ’ αυτή την ίδια τρυφερότητα
με εγκρέμισε από γέφυρα στον ποταμό
την άλλη νύχτα».
• Αλέξης Ζήρας,
περ. ΤΟΜΕΣ
στη σκέψη στα γράμματα στις τέχνες. Περίοδος Β΄ τχ. 9/2, 1977, σ.58-59.
Βιβλιοκριτική, για το πεζό του «Ο
Καιάδας».
Η κριτική
του Αλέξη Ζήρα, δημοσιεύεται στις σελίδες «ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ» με τον γενικό τίτλο «Η κριτική για το έργο των ποιητών μας».
Δημοσιεύονται οι εξής κριτικές για τα βιβλία:
Νικηφόρος
Βρεττάκος, Μελέτες για το έργο του, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, Αθήνα 1976 του εκδότη
του περιοδικού Δημήτρη Δούκαρη.
Γιώργου
Κουμάντου, «Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου» του Θ. Δ. Φραγκόπουλου.
Μάρω Δούκα,
«Καρρέ Φιξ» του Αλέξη Ζήρα.
Ιουλία
Ιατρίδη, «Πυρίγονος» του Φώντας Κονδύλης.
Στο ίδιο
τεύχος ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος στις σελίδες 50-51 δημοσιεύει τα μικρά λυρικά
κείμενα: «ΑΠΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΑΤΑ», «ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ ΕΝ ΟΝΕΙΡΩ», και «ΠΟΔΟΒΟΛΗΤΑ ΕΝ
ΕΣΠΕΡΑ». Ενώ στις σελίδες 60-61, ο Θεοδωρακόπουλος γράφει για το βιβλίο της
ποιήτριας Βερονίκης Δαλακούρα, «Η
ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ»:
Χρόνια πρίν, σε μια ηλικία που δεν
ήταν
παιδική αλλ’ ούτε κι ώριμη, βρήκα τη
ρω-
μαντική μουσική να σφάζη τα δέντρα.
Έ-
πιασα τότε τον έρωτα στα δάκτυλά μου
και
τον συνέτριψα. Μετά προσπάθησα να
εξα-
φανίσω όλων των ειδών τις
ευαισθησίες.
Δεν βρήκα καμμιά αγάπη- ευτυχώς…
Οι στίχοι αυτοί, με την ρεμπωτική έμπνευση
και τόλμη, φαίνεται ν’ αποτελούν την απαρχή ενός απολογισμού στο τέλος μιάς
ερωτικής και ποιητικής εφηβείας. Και πραγματικά, με το βιβλίο της αυτό, η
Βερονίκη Δαλακούρα εγκαταλείπει οριστικά το προποιητικό νεφέλωμα- δηλωτικό
ωστόσο του άξιου ταλέντου της-της «Ποίησης ’62-72» και εισέρχεται, αρκετά
εξοπλισμένη ήδη, στον καθαυτό ποιητικό χώρο. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη
είναι και το γεγονός ότι στη θέση των άτιτλων ποιητικών αποσπασμάτων του πρώτου
της βιβλίου, έχουμε τώρα ποιήματα με τίτλους και με μια σχετική θεματική
συνάφεια, πράγμα που σημαίνει ότι στο μεταξύ ωρίμασαν οι προϋποθέσεις (έλεγχος
της έμπνευσης, συγκερασμός αλόγου με το έλλογο, κλπ-με δυό λόγια αυτό που
ονομάζουμε «καταχτητή των εκφραστικών μέσων») για τη «μετάβαση» στην μόνη μορφή
πού διαφυλάσσει, συντηρεί και εδραιώνει την ποίηση: στο ποίημα. Περισσότερο
φυσικά από τον τίτλο πού μπορεί (όπως συμβαίνει συχνά) να είναι άσχετος με το
ποίημα-διακοσμητικός, εμβόλιμος, αποτέλεσμα αμηχανίας μετά την καταγραφή μιας
ποιητικής διάθεσης-εκείνο που διαφυλάσσει την ποίηση του ποιήματος είναι η
θεματική συνάφεια που ανέφερα, δηλαδή το σύνολο των επιλεγομένων και
πειθαρχούμενων μέσων με τα οποία ο ποιητής σκοπεύει την άρτια μορφή, αυτό που ο
Σικελιανός ονόμαζε «κατορθωμένο σώμα».
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν απαραίτητα πώς
πρέπει κανείς να γράφει ποιήματα όπως ο Σικελιανός ή ακόμα-δάσκαλος του
είδους-όπως ο Καβάφης. Αν η μεταπολεμική γενιά των ποιητών μας είναι σαφώς
καβαφική, αυτό οφείλεται, κατά ένα μέρος, και στο γεγονός ότι εκείνος που
κατάφερε περισσότερο να διασωθεί μέσα από τη λαίλαπα του δεύτερου παγκόσμιου
πολέμου, των ανακατατάξεων πού συντελέστηκαν στο μεταξύ, και της επώδυνης
εμπειρίας μας των τελευταίων σαράντα χρόνων, είναι ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Το
φαινόμενο είναι πολυσήμαντο και παραπέμπει-κοντά σε άλλα-στη δραματική υφή της
καβαφικής ποίησης και στην εντέλεια της μορφής της. Η γενιά της Βερονίκης
Δαλακούρα, στάθηκε τυχερή απ’ αυτή την άποψη. Απαλλαγμένη από το συναισθηματικό
φορτίο και το άγχος της «χαμένης γενιάς», περισσότερο συνεπώς νηφάλια, είναι
και περισσότερο σε θέση ν’ αποφύγει τους σκοπέλους της προηγούμενης, να είναι
προσεχτική, απαιτητική και δύσπιστη, να μην ενδίδει στην συναισθηματική
ευκολία. Παράλληλα, έχει την άνεση αλλά και τη γνώση (η γενιά αυτή έχει, εξ
αντικειμένου, περισσότερες δυνατότητες να είναι πιο μορφωμένη και ώριμη
αισθητικά από την προηγούμενη), ν’ αφομοιώσει τις καταθέσεις της νέας γραφής
που μπήκε με κάποια καθυστέρηση στον τόπο μας. Από την άποψη αυτή, η «αναβίωση»
του Εμπειρίκου, που τώρα ουσιαστικά ανακαλύπτεται, δεν είναι καθόλου τυχαία.
Παρά την αλλαγή των συνθηκών ωστόσο, το
άγχος παραμένει. Η τέχνη, σαν «άρνηση της άρνησης», αντλεί τη δύναμή της από
τις υποκειμενικές και αντικειμενικές αντιφάσεις που την συντηρούν, προβάλλοντας
πάντα και οδεύοντας προς ένα «δέον». Άλλωστε, δεν είναι τόσο οι συνθήκες που
έχουν αλλάξει, όσο η θέση του ποιητικού υποκειμένου μέσα στον κόσμο. Ο ποιητής
μέσα στον κόσμο της Άρνησης είναι πάντα μόνος, και περισσότερο όταν δεν έχει
την δυνατότητα καταφυγής στο «εμείς», όταν το «εμείς» (δηλαδή οι άλλοι) δεν
έχουν την ικανότητα να τοποθετηθούν σωστά μέσα στον κόσμο ή να επικοινωνήσουν
με τη φωνή του ποιητή:
Είπα Ηλί Ηλί λαμά
σαβαχθανί
και εκείνοι νόμιζαν πώς
φώναζα τον Ηλία…
Είπα στην αρχή ότι, μαζί με
την ποιητική, η Δαλακούρα εγκαταλείπει και την ερωτική της εφηβεία. Κι ερωτική
εφηβεία στην περίπτωση αυτή είναι η ρωμαντική αντίληψη των διαπροσωπικών
σχέσεων γενικά και των σχέσεων των δύο φύλων ειδικότερα. Μέσα στον κόσμο της
Άρνησης και της Αλλοτρίωσης, η υπέρβαση των φύλων στο ηθικό επίπεδο, που θα
εξασφάλιζε την αρμονία των ερωτικών σχέσεων, είναι ανέφικτη. Ο πατριαρχικός
χαρακτήρας αυτού του πολιτισμού και το οικονομικό υπόβαθρο και καθορίζει τις
ανθρώπινες σχέσεις, αντικειμενοποιούν αναπόφευκτα το ερωτικό υποκείμενο και
διαστρέφουν τον ποιητικό χαρακτήρα της ερωτικής πράξης, Μάταια η ποιήτρια
αγωνίζεται να ξεπεράσει το φύλο της στον ποιητικό χώρο υιοθετώντας αντωνυμίες
αρσενικού γένους. Ξέρει πώς είναι ανέκκλητα «γυναίκα» (θηλυκό δηλαδή), όπως
ανέκκλητοι «άντρες» (δηλαδή αρσενικοί), είναι και όλοι εκείνοι οι άτυχοι, στην μέχρι
τώρα ζωή μου, οι εραστές-νεκροί (που ξέρουν) πόσο αδίκησαν το παιδί που του
άρεσε να παρασύρεται από την συναισθηματική γλύτσα του κρεβατιού…
Συναισθηματική γλύτσα του κρεββατιού!....
με θαυμαστικό στο κείμενο. Εδώ υποτίθεται πώς μιλάει μια λυτρωμένη και
χειραφετημένη από μικροαστικές προκαταλήψεις γυναίκα που μπορεί να διαθέσει το
σώμα της, χωρίς συναισθηματικά άλλοθι. Μόνο πού γελιέται-και το ξέρει. Πίσω απ’
αυτά τα ποιήματα, ακόμα κι από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, μαντεύεται «το
τσαλαπατημένο» όνειρο ενός παιδιού πού στην αρχή «απορεί» που όλοι θέλουν να
παίζουν με το μικρό του στήθος, πού διαπιστώνει αργότερα ότι «όλοι» είναι «μια
αστεία φρίκη», και που τελικά αναρωτιέται:
Και γιατί όλα αυτά;
Προς τι εγώ να πονώ;
και
μερικές φορές να καυλώνω; Η οποία
μουσική
θα πρόσφερε υψηλότερη και δεν α-
ποκλείεται
καλυτέρας ποιότητας ηδονή.
Ακόμα και ο αγαπημένος, αυτός που παραμένει
σαν «η πιο ενεργής φαντασία», θέλει να εξασκήσει το πατριαρχικό του δικαίωμα να
καταπιέζει:
ξαπλωμένος ανάσκελα επιθυμούσε
να
μου πονέσει το στήθος. Αρνήθη’
κα
και κείνος ακινητοποιώντας τους
καρπούς
έβαλε ολόκληρο τον αριστε-
ρο
μαστό στο στόμα του…
Ύστερα απόλα αυτά, ανακαλύπτει με
ανακούφιση ότι η πιο ευκταία και ανώδυνη λύση είναι ο αυνανισμός:
… στο σοβαρό μου
δωμάτιο αυτή
η
αμαρτία είναι η μοναδική γλύ-
κα
πού ανακαλύπτω χωρίς τη βοή-
θεια
κανενός επιτέλους…
Η εκφραστική τολμηρότητα της Δαλακούρα κι
ένα είδος κυνικής «πόζας» (όχι εντελώς απαλλαγμένης από κάποιον
εξιμπισιονισμό),έχουν την ίδια αφετηρία στην ποίησή της: την διάψευση ενός
καθόλου ρωμαντικού αιτήματος για καθαρότητα που η εκπλήρωσή του θα δικαίωνε την
ιστορική και φυσική της υπόσταση. Κι ακόμα: η τολμηρότητα αυτή αποτελεί ένα
εύσημο εντιμότητας καθόλου συνηθισμένο, αν σκεφτεί κανείς τους κινδύνους στους
οποίους εκτίθεται μια κοπέλα που εκφράζεται έτσι:
Με την τακτική μου
ζακέτα και τά
Ισπανικά
μου αυτιά απαυτώνομαι
πρόθυμα
και λέω κι ευχαριστώ. Γυ-
ναίκες
που διαλαλείτε το εμπόρευ-
μα
σας άχ πόσο είναι τα τρυ-
φερά
μουνιά μας-για να γαμηθώ δίς
στα
παλιά μου παπούτσια όλη η μέλ-
λουσα
κακομοίρα ποιητική μου.
Οι παραπάνω στίχοι που θάκαναν τους «τα
φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» να σκίσουν τα ιμάτιά τους από υποκριτική
αγανάκτηση, έχουν ένα ζενεδικό ήθος που αντί να σοκάρει, προκαλεί τον σεβασμό
και ταυτόχρονα πείθει για την σοβαρότητα και την ευθύνη της ποιήτριας. Η
ποιητικής της δεν κινδυνεύει και τα επιτεύγματά της είναι ήδη σημαντικά.
Η Βερονίκη
είναι
ένα μικρό συνεσταλμένο κορίτσι
κρατεί
την κεφαλή του Ιωάννη επί πίνακι
και
χορεύει εκτοξεύοντας ανήμπορες λέξεις.
• Τάσος Λειβαδίτης,
«Έλληνες
Ποιητές», πρόλογος Τίτος Πατρίκιος, επίλογος Θ. Νιάρχος, εκδ. Καστανιώτη 2005,
σ. 118-120
«Αναδρομή»
«Ποιητικό βιβλίο ο Λουκάς
Θεοδωρακόπουλος είχε αρκετά χρόνια να κυκλοφορήσει απ’ το 1967. Η θητεία του
άρχισε με το Σχήμα Κραυγής(1954) κι
ακολούθησαν τα Ποιήματα (1957) Η γύμνια του Νώε(1958), Πηγάδια και Πηγές (1960) και Μυθολογία της Ξάνθης (1967). Παρεμβλήθηκαν δύο πεζογραφήματα, το Ραντεβού με τον Πύργο του Άιφελ
(μυθιστόρημα)το 1971 και Ο Καιάδας-Χρονικό μιας πολιορκίας το 1976
Σαν ποιητής
ο Θεοδωρακόπουλος υπήρξε ένας απ’ τους πιο σαφείς και πυκνούς, όχι μόνο της
γενιάς του, αλλά και γενικότερα. Η έντονα ακανόνιστη ευαισθησία του, κι η
αυτεποπτεία του, γνωρίζει σε βάθος αυτό που διαδραματίζεται μέσα του, γι’ αυτό
δε χάνεται ποτέ σε παρεκκλίσεις και παρεμβατισμούς. Τα ποιήματά του έχουν μια
υποδειγματική καθαρότητα και αναφέρονται πάντα σε εντελώς προσωπικά βιώματα.
Ξεκινάει πάντα από ένα στέρεο ποιητικό δεδομένο όπου η πραγματικότητα
ενσωματώνεται άνετα μέσα του. Όσο για τα επίπεδα πάνω στα οποία κινείται, είναι
ποικίλα και αρχίζουν από πολύ βαθιά, από τα έγκατα της ύπαρξής του. Αλλά το
ιδιαίτερο γνώρισμά του είναι η ακρίβεια του περιγράμματος-που μέσα του
τοποθετεί τη λάμψη της εσωτερικής ζωής:
Κάτι μηχανεύεται πάλι
το πηγάδι στον κήπο μου…
Τόσες πέτρες κουβάλησα
τόσα χρώματα.
Έγραψα τόσους στίχους
για να το καλύψω.
Τι θέλει πάλι; Τι ζητά;
Γιατί δε μ’ αφήνει;
Το σώμα σου
γεμάτο παράθυρα
κι εγώ μέσα του εγκάθειρκτος
μονάχα ό,τι μου δείχνει
βλέπω.
Αν χρησιμοποιούσαμε την παλιά ορολογία, θα
λέγαμε ότι ο Θεοδωρακόπουλος είναι περισσότερος πλαστικός παρά μουσικός. Γιατί
ακόμα και μέσα στη μέθη του (όπως στο ποίημα για τη Σύλβια Πλαθ) κρατάει πάντα
μια εκπληκτική ισορροπία. Γι’ αυτό κιόλας στα γραπτά του δεν έχουμε να κάνουμε
με αποσπασματικούς στίχους, αλλά με ολόκληρα ποιήματα. Κάτι που δεν συναντιέται
εύκολα στις μέρες μας. Τα ποιήματά του είναι αρθρωμένα, αρραγή, ολοκληρωμένα κι
όχι απλώς «συμπληρωμένα» με στίχους. Ακόμα κι εκεί όπου το ακαθόριστο παίρνει
ορισμένες διστάσεις, πάλι η σαφήνεια είναι ο υπέρτατος οδηγός του:
….Αναρωτιέμαι τι προσπαθώ να κρύψω
πίσω απ’ αυτές τις πόρτες, με τα επάλληλα στρώματα των γεγονότων. Αν τις ανοίξω
με δύναμη, ξαφνιάζω τα σμήνη των πουλιών που ραμφίζουν τα μάτια των φίλων μου,
βλέπω τη μάνα μου να σιδερώνει το νυφικό της φόρεμα, την αδερφή μου να χτίζει
ένα σπίτι με χάρτινους κύβους, και πάλι εσύ με ψηλές μαύρες μπότες σαν τον
πατέρα μου, να στέκεις ανάμεσα στα πουλιά και να πασχίζεις να προστατέψεις τα
μάτια σου…
Ο Θεοδωρακόπουλος δε θέλει να «πείσει»
κανέναν γι αυτά που συμβαίνουν, απλώς τα εκφράζει. Κι ακόμα και μέσα στις
παράφορες ή οδυνηρές καταστάσεις του έχει μια αδρότητα και μια ηρεμία-την
ηρεμία της ματαιότητας, θα ‘λεγα. Ο ποιητής της Αναδρομής είναι από κείνους που στα κείμενά τους διακρίνεις την
τρομερή αναγκαιότητα να βγάλει στο φως εκείνα που αν δεν τα πει, παύει να έχει
αξία κι η ίδια η ζωή του. Μια από τις πιο αμιγές περιπτώσεις λύτρωσης. Όπως λέει
και στο θαυμάσιο στίχο του:
Οι
μόνοι που απόμειναν ν’ απολογούνται είναι οι ποιητές….
• Μιχάλης Γ. Μερακλής,
Σύγχρονη
Ελληνική Λογοτεχνία, 1945-1980. Μέρος Πρώτο: Ποίηση, εκδ. Πατάκη 1987, σ.215.
(το βιβλίο
είναι αφιερωμένο στη «μνήμη Πηνελόπης Μερακλή, Ξανθούλας Ψαρρά»).
Στο
κεφάλαιο: Πρώτη Περίοδο: Κοινωνική
Ποίηση
Το ιστορικό κλίμα διαμόρφωνε και το
ποιητικό. Με τη γλώσσα αυτή του Αναγνωστάκη μίλησαν κι άλλοι, γιατί ήταν η
γλώσσα ενός μέρους της πραγματικότητας. Ο Θανάσης Φωτιάδης συμπονάει το
«στρατιώτη δίχως λάβαρο» («Πανοπλίες», 1945), ένα κλίμα του Κλείτου Κύρου
(«Αναζήτηση», 1949), από τη συλλογή του «Κραυγές της νύχτας» (1960), είναι μια
φυσική ηχώ της απογοήτευσης του Αναγνωστάκη:
……………………………
Αντίλαλος της ίδιας φωνής είναι και οι
στίχοι του Λουκά Θεοδωρακόπουλου («Σχήμα κραυγής», 1954):
Κατάμονος, τριγυρισμένος απ’ την
παλίρροια των νεκρών μας
απ’ τις φωνές των μανάδων μας
που χύνονται-φλόγες-τη νύχτα
ακούγοντας
το χτύπο του στρατιωτικού κοντακιού
φωνάζοντας το δίκιο μας με λυμένα
μαλλιά,
χτυπώντας τα χέρια μ’ απελπισία
(«Ποιήματα, 1954-1956», 1957)
• Αλέξανδρος Αργυρίου,
Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της
στα χρόνια της επισφαλούς δημοκρατίας (1950-1956), τόμος Ε΄, εκδ. Καστανιώτη
2005, σ. 111, 150, 152, 247-248
Ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, που μετείχε στην κατοχική
Αντίσταση, στα ποιήματα της συλλογής Σχήματα κραυγής (1954) αποδίδει
καταστάσεις που εγγράφονται στο φιλελεύθερο φρόνημα. Κάτοχος ενός αξιώματος
ελεύθερου στίχου, που επιβεβαιώνουν οι οργανικές τομές του, αποδίδει με οικεία
μέσα έναν ‘κόσμο’ προσωπικό. Το μεταφραστικό του έργο υποδεικνύει τις
διαστάσεις της λογοτεχνικής του παιδείας.
Γράφει ο Καραντώνης:
Το Σχήμα κραυγής του Λουκά Θεοδωρακόπουλου, μας
ξαναφέρνει στα γνώριμα πια μέρη της μοντέρνας ποίησης. Κινείται κι αυτός μέσα
στην ομιχλώδη χώρα της αγωνίας και της αοριστίας που τόσοι και τόσοι άλλοι μας
περιέγραψαν με την πρόθεση να μας δώσουν την αυθεντική εικόνα της σύγχρονης,
της μεταπολεμικής ζωής. Σε όσα ξέρουμε από τους προηγούμενους, δεν προσθέτει
τίποτε το ξεχωριστό, τίποτε το ιδιαίτερο ο κ. Θεοδωρακόπουλος. Μας λέει κι
αυτός, όπως τόσοι άλλοι: πέτρες, χαλίκια,
πέταλα αλόγων και δάχτυλα ζωγραφισμένα στην παχιά σκόνη. Στο βάθος καμένα
δέντρα, μη ρωτάς για το πλοίο μη ρωτάς για το τιμόνι και τις άγκυρες. Μ’
αυτό τον τρόπο της διαλυτικής εικονογραφίας της ζωής, μας παρουσιάζεται η ζωή
σαν ένα τεράστιο παλαιοπωλείο, όπου μέσα στους σκοτεινούς κι αραχνιασμένους
χώρους του εκτίθενται φύρδην μίγδην, όλα τα προϊόντα της διαλύσεως του βίου.
Αλλά αυτό, δεν είναι μια ποίηση, δεν είναι τέχνη, είναι εφιάλτης, όταν δεν
είναι πληκτική φιλολογία. Ο κ. Θεοδωρακόπουλος είναι πολύ νέος κι αργά ή
γρήγορα θα προχωρήσει προς άλλες περιοχές. Άλλωστε, στην ίδια συλλογή του, μας
δίνει τέτοια δείγματα λύτρωσης. Τα προτιμούμε κατά πολύ, μολονότι κι αυτά μας
θυμίζουν τον κάπως εύκολο λυρισμό της μοντέρνας ποίησης. Αλλά πίσω απ’ αυτήν
την ευκολία, αισθανόμαστε μια νεανική ψυχή να πάλλει, μια αίσθηση όλη δροσιά,
μια φωνή που μας δίνει ελπίδες.
• Αλέξανδρος
Αργυρίου,
Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της
στα χρόνια της αυτοσχέδιας ανάπτυξης (1957-1963) τόμος Στ΄, εκδ. Καστανιώτη
2005, σ. 135-136, 185, 248-251.
Ο Λουκάς
Θεοδωρακόπουλος, που είχε εκδώσει την ποιητική συλλογή Σχήμα κραυγής (1954),
κυκλοφορεί τώρα τα βιβλία: Ποιήματα (1954-1956) (1957), Η γύμνια του Νώε (1958)
και Πηγάδια και πηγές (1960), ποιητική ύλη που επιτρέπει να θεωρήσουμε, ως
προσωπική κατάθεση, καλά υφασμένη. Αντιγράφω τρία ποιήματα. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΤΟ
ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ Η ΠΑΓΩΝΙΑ, Ο ΓΥΜΝΟΣΑΛΙΑΓΚΑΣ.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Τώρα μπορεί να με κοιτάξεις.
Δες
με καλά για να τυπώσεις
τη
μορφή μου σταθερά.
Δεν
έχω τίποτε να κρύψω, δε φοβάμαι
να
προβάλω στο φως.
Ό,τι
βλέπεις στα μάτια μου
μπορείς
να το διαβάσεις
και
να ‘σαι σίγουρος’
ό,τι
διακρίνεις στα χείλη μου
μπορείς
να το μαντέψεις’
κι
ό,τι έχω στην καρδιά μου,
να
το!
Ζωγράφισέ
με αυθεντικά
με
την αλάνθαστή σου Μέθοδο
του
Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού.
Κι
αν τύχει αύριο να σε ρωτήσει κάποιος,
μη
διστάσεις: ήταν κι αυτός
ένας
αδύνατος άνθρωπος, πες του,
σαν
τους άλλους.
ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ Η ΠΑΓΩΝΙΑ
Άφησα
το παράθυρο ανοιχτό
κι
όλη τη νύχτα πάγωσα.
Δε
φαίνονταν πως θα κατέβει παγωνιά.
Η
μέρα ήτανε τόσο ζεστή
που
νόμιζες ότι ξανάρθε καλοκαίρι…
Τώρα
κοιτάζω την καταστροφή:
Μου
‘σπασε τον καθρέφτη μου,
το
πιο ακριβό μου βάζο,
το
κάδρο με το ανοιξιάτικο τοπίο.
Ό,τ’
είχα πιο πολύτιμο…
Ίσως
καλύτερα. Μπορεί κανείς να ζήσει
και
χωρίς αυτά. Τουλάχιστο
πρέπει
να μάθει. Έτσι κι αλλιώς
τα
πράγματα, με τον καιρό, θα λιγοστεύουν.
Ο ΓΥΜΝΟΣΑΛΙΑΓΚΑΣ
Ο γυμνοσάλιαγκας, μόλις βραδιάσει,
από
τη σκοτεινιά του πηγαδιού,
στη
σκοτεινιά της νύχτας βγαίνει,
με
οδηγό το αλάθητο ένστικτό του,
και
σέρνεται αργά, τυφλά κατά τον κήπο.
Το
φως της μέρας τον τρομάζει. Φοβάται
να
δειχθεί γυμνός. Τρέμει το αλάτι.
Γι’
αυτό μόλις ακούσει ανθρώπου βήμα,
τις
φωτεινές κεραίες του μαζεύει,
ζαρώνει
το τεφρό του δέρμα
κι
όλος μια τύψη εμπιστεύεται στο χώμα.
Πλάσμα
γυμνό κι ανυπεράσπιστο,
όπλο
δεν έχει άλλο απ’ το ρίγος του κορμιού του.
•Εμμ.
Βασιλάκης,
Περ. ΔΙΑΒΑΖΩ
τχ.3-4/5,10, 1976, σ. 99-100
Ο Λουκάς
Θεοδωρακόπουλος στις λιγοστές σελίδες του βιβλίου του αφηγείται με κάθε
λεπτομέρεια και-από όσο μπορώ να κρίνω-με απόλυτη ειλικρίνεια, την δοκιμασία
που πέρασε σαν βρέθηκε αντιμέτωπος (κι αυτός, όπως τόσοι και τόσοι) με τη
βαναυσότητα χουντικών οργάνων. Το πιο τραγικό είναι μάλιστα ότι βρέθηκε σ’ αυτή
τη θέση χωρίς ο ίδιος να έχει προβεί σε κανενός είδους «πρόκληση» ενάντια στο
χουντικό κατεστημένο………..
ΣΤΟ
ΓΡΑΝΑΖΙ
Πιάστηκες
στο γρανάζι της Ομόνοιας
και
τώρα όπου σε πάει πηγαίνεις.
Μάταια
φώναξα. Μάταια χτυπήθηκα.
Κανένας
Παντοκράτορας δε σε σώζει.
Κανένας
Αυγερινός.
• Ντίνος Χριστιανόπουλος,
περ.
ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ τετράμηνο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό. Θεσσαλονίκη τχ. 2/
5,8,1972, σ.136-142
Η ποίηση του Λουκά Θεοδωρακόπουλου
Ο Λουκάς του Θεοδωρακόπουλου γεννήθηκε
στην Άμφισσα το 1928. Ζεί στην Αθήνα. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954.
Εξέδωκε έξι ποιητικές συλλογές: «Σχήμα
κραυγής» (1954), «Ποιήματα 1954-1956» (1957), «Η γύμνια του Νώε» (1958),
«Πηγάδια και πηγές» (1960), «Ορφέας, σημείο μηδέν» (1965) και «Η μυθολογία της
Ξάνθης» (1967). Από αυτές θα μπορούσαμε να παραμερίσουμε τις τρείς πρώτες και
την πέμπτη, γιατί περιέχουν τόσο πολλές ξένες φωνές-Δούκαρη, Σινόπουλο, Ρίλκε,
Θέμελη, Καρέλλη, Ελύτη κ. ά.-πού τελικά δέν προσφέρουν τίποτε το ιδιαίτερο.
Μονάχα τα «Πηγάδια και πηγές» και η «Μυθολογία της Ξάνθης» αξίζουν.
Τα «Πηγάδια και πηγές», πού είναι
επηρεασμένα από τους ποιητές της «Διαγωνίου», αποτελούν την πρώτη σοβαρή
προσπάθεια του Θεοδωρακόπουλου να ξεφύγει από ποικίλες άγουρες ρεαλιστικές ή
μυθολογικές αναζητήσεις και να στραφεί σ’ ένα διαφανή συμβολισμό,
εγκαταλείποντας ταυτόχρονα τον πολύ ελεύθερο στίχο και καταλήγοντας σε σπασμένα
ιαμβικά ενδεκασύλλαβα και δεκατρισύλλαβα. Στα ποιήματα αυτά βλέπουμε μια αγάπη
για τα πράγματα που ζούμε καθημερινά: το σπίτι, το δέντρο, το σπιτόφιδο, τον
γυμνοσάλιαγκα, προπαντός το βαθύ και σκοτεινό πηγάδι. Όλα αυτά αποτελούν
μελαγχολικά προσωπεία, πού ως ένα σημείο συμβολίζουν τον ίδιο τον ποιητή. Ποιό
γνήσιος, εντούτοις, φαίνεται ο Θεοδωρακόπουλος, όταν τα περιγράφει επίμονα και
αναλυτικά, όταν εισδύει μέσα τους και ψάχνει να βρει κοινά στοιχεία ανάμεσα στα
πράγματα και σε μας. Τότε τα πράγματα, φορτωμένα τις ιδιότητές μας, και με
ορισμένες συμβολικές διαστάσεις, αποχτούν μια καινούργια προέκταση. Έτσι, παρά
την κάποια απήχηση από Καβάφη και Ρίλκε, τα ποιήματα αυτά μας κερδίζουν με την
ομοιογένειά τους, μ’ αυτό το καλοχτενισμένο και ανθρώπινο που έχουν, με την
ταπεινή μελαγχολική τους διάθεση πού δε ζητάει μεγάλα πετάγματα.
Καλύτερη, σε ποιότητα και ενότητα, είναι η
«Μυθολογία της Ξάνθης», αν κι εδώ είναι η φανερή η επίδραση του Ιωάννου και του
Χριστιανόπουλου. Η συλλογή αυτή, αφιερωμένη σ’ ένα ανορθόδοξο αίσθημα,
χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο μας μιλάει για το μπλέξιμο στο γρανάζι μιάς
ερωτικής φιλίας, το δεύτερο για την αγωνία της απόστασης και το τρίτο για ένα
ερωτικό ταξίδι στην Ξάνθη και τη συνάντηση με τον στρατευμένο φίλο. Παρόλο που
ο τίτλος «Μυθολογία» είναι αταίριαχτος, τα ποιήματα της συλλογής αυτής με την
ένταση του ερωτικού αισθήματος που εκφράζουν και με τη χαμηλόφωνη τέχνη τους
προσφέρουν αληθινή ερωτική ποίηση. Η Ξάνθη με τους μιναρέδες της, το τούρκικο
κουρείο της, το ξενοδοχείο «Παρθενών», ο στρατευμένος φίλος με την ανοιχτόκαρδη
αλλά τραχιά και επιφυλακτική στάση και ο ποιητής με την εξουθενωμένη συγκίνηση
της διήμερης αναστάτωσης αποτελούν το τρίπτυχο ενός ερωτικού σπαραγμού, που
πέρα από την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης, αποχτάει κάτι κοινό και
συγκλονιστικό. Ακόμη και η τόλμη της εξομολόγησης έχει μια σεμνότητα που
κερδίζει.
Οι δύο αυτές συλλογές περιέχουν τα
καλύτερα ποιήματα του Θεοδωρακόπουλου και δίνουν μέτρο των ικανοτήτων του. Εάν
ο ποιητής μπορέσει «να επιστρέψει κάθε δάνειο» και «να κρατήσει καλά την
ανάμνηση των πληγών του» θα έχει πολύ καλή εξέλιξη.
Δημοσιεύονται
τα εξής ποιήματα: «Ο κήπος», «Ο γυμνοσάλιαγκας», «Το σπίτι Β΄», «Το παράθυρο κι
η παγωνιά», «Το βλέμμα», «Σ’ ένα γέρικο πουλί», «Υπεραστικό», «Η επίσκεψη», «Η
μεταμόρφωση».
ΑΝΤΕΧΕΙ
Κάθε σου πράξη και μιά έκπτωση.
Κάθε μου βήμα και μιά πτώση.
Κουρελιασμένο λάβαρο
Κατάντησε ο έρωτας μου.
Κι όμως αντέχει.
Σημειώσεις:
Γράφοντας για το βιβλίο του ποιητή και μεταφραστή
Λουκά Θεοδωρακόπουλου «Ο Καιάδας» χρονικό μιας πολιορκίας, Α΄ έκδοση Εξάντας
1976 (με έναν τρόπο περιπαιχτικό έπειτα από τόσα χρόνια, γιατί μάλλον έτσι
οφείλει να αντιμετωπίζει κανείς τα ευτράπελα και «κουφά» της χουντικής περιόδου
μετά από τόσα χρόνια) και διαβάζοντας τα ποιήματά του, (όσα βρήκα σε
παλαιοπωλεία) αναζήτησα σε παλαιότερα λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία κριτικές
για το έργο του. Ήθελα να ξεχωρίσω τον ποιητή και πεζογράφο Λουκά
Θεοδωρακόπουλο από τον ακτιβιστή ομοφυλόφιλο αγωνιστή που κάποτε γνώρισα και
«συμπορεύτηκα» μαζί του. Ήθελα να διαπιστώσω αν η ποιητική του παρουσία
προσέχθηκε από άλλους ομοτέχνους του της εποχής του και πως αντιμετώπισαν τις
συγγραφικές του καταθέσεις μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των ποιητών της δικής του
γενιάς. Ενός αριστερού ποιητή, που δεν θα μπορούσαμε να τον εντάξουμε,
σχηματικά πάντα μιλώντας, ούτε στον Καβαφικό κύκλο, ούτε στην αυλή του
Λαπαθιώτη που ανήκαν ο ποιητής και κριτικός Μήτσος Παπανικολάου και «εν μέρει»
ο πειραιώτης ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας. Αν και όπως ο ίδιος μα λέει,
το ποίημά του «ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΕΥΜΕΝΕΙΑ» είναι (Καβαφικό). Ούτε και στον περίγυρο
του Θεσσαλονικιού ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μπορούμε ακόμα να
υποστηρίξουμε με σχετική ασφάλεια, ότι μπορεί ο ακτιβιστή Θεοδωρακόπουλος να
διατηρούσε φιλικές και αγωνιστικές σχέσεις με τον πειραιώτη ποιητή και
μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη, αλλά μάλλον από την πρώτη ποιητική περίοδο του
Ανδρέα Αγγελάκη που υπάρχει μια ατμόσφαιρα θρησκευτικού μαρτυρίου, «ταύτισης»
ερωτικών με θρησκευτικά σύμβολα, ή διάχυσης της ερωτικής απογοήτευσης μέσα σε
θρησκευτικό κλίμα, ικετήριων επικλήσεων προς παρηγορητική διάθεση εκ μέρους του
ανωτάτου Όντος, μπορούμε να γράψουμε ότι συμβαίνει το ίδιο και στον Λουκά
Θεοδωρακόπουλο. Οι πρώτες του ποιητικές φανερώσεις, στα πρώτα του ποιητικά
σκιρτήματα, αναγνωρίζουμε ένα θρησκευτικής ατμόσφαιρας κλίμα σε πολλές του
ποιητικές μονάδες. Η Γύμνια του Νώε, προαναγγέλλεται με στίχους από Κεφάλαιο της
Γέννεσις. Μια παρακλητική υγρασία κατανόησης των ερωτικών αδιεξόδων, μια
αναζήτηση παρηγοριάς και λύτρωσης που να προέρχεται από κάτι ανώτερο από την
ανθρώπινη σκληρή ερωτική πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ποιητικός
λόγος του Θεοδωρακόπουλου κινείται πάνω σε ράγες θρησκευτικές ή μεταφυσικής
αγωνίας, κάθε άλλο. Η αίσθηση που δίνει ο λόγος του, είναι αυτή που
αποκομίζουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι μετά από μιά ερωτική απογοήτευση, ή μια
σχέση που οδηγείται σε αδιέξοδο μόνο από την μία πλευρά, που μας κάνει να αναζητήσουμε
στηρίγματα σε θρησκευτικούς συμβολισμούς της ελληνικής παράδοσης. Σε μνήμες και
ανακαλέσεις των παιδικών μας χρόνων. Όταν ακόμα, το όνειρο και η φαντασία των
προσωπικών μας σχέσεων βασίζονταν μόνο σε ότι βρίσκονταν μέσα στο μυαλουδάκι
μας. Στον Θεοδωρακόπουλο, ακόμα και στις τελευταίες του συλλογές, τις δεκαετίες
μετά την ίδρυση του ΑΚΟΕ και του περιοδικού Αμφί, που η ακτιβιστική του
ομοφυλόφιλη δραστηριότητα και παρουσία υπήρξε πολύ έντονη και αποτελεσματική
κοινωνικά, δεν υπάρχει αυτή η σκληρή, η παγερή και αμερικάνικου τρόπου ζωής και
αντιμετώπισης του έρωτα, αυτή η απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα τρυφερότητας
και ευαισθησίας κυνική ερωτική ματιά της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, που βλέπουμε
στα ποιήματα του Ανδρέα Αγγελάκη. Που η
πρόσκληση προς το σώμα του άλλου, εργαλειοποιείται από την ίδια την κοινωνία
και τα φαλλοκρατικά της στερεότυπα και ρόλους αξιών. Περισσότερο, όπως εύστοχα
διαπιστώνει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, συγγενεύει με το αίσθημα ερωτικής ενοχής
που έχουμε στα γραπτά του Γιώργου Ιωάννου. Μόνο που στον Ιωάννου, υπάρχει ένα
υπόστρωμα τραγικότητας που προέρχεται από μια συνειδητοποίηση του αδιεξόδου που
μάλλον «ανάγεται» σε μια θρησκευτικότητα που μέσα της καταφεύγει ο
Θεσσαλονικιός ποιητής και πεζογράφος. Μια αίσθησης μοναξιάς και «απόρριψης» που
περιβάλλεται από έναν θρησκευτικό μανδύα που καλύπτει και ταυτόχρονα εξιλεώνει
τις όποιες ερωτικές ενοχές. Ενώ στον Θεοδωρακόπουλο, η συνειδητοποίηση του
πρόωρου τέλους της σχέσης, μάλλον κλωθογυρίζει
γύρω από μια συνεχή αυτοαναφορική επιβεβαίωση ότι τίποτε δεν έχει ακόμα τελειώσει, δεν έχουν
χαθεί από το ερωτικό προσκήνιο της ερωτικής σχέσης και φιλικής επαφής. Ότι όλα
μπορεί να ξανά αρχίσουν από την αρχή. Ότι η ερωτική ομοφυλόφιλη σχέση πήρε
αναστολή χρόνου. Συνήθως το αντρικό πρόσωπο που συναναστρέφεται ερωτικά ο
Θεοδωρακόπουλος δεν γνωρίζει είτε τα συναισθήματά του προς εκείνον είτε δεν
έχει συνειδητοποιήσει όσο χρειάζεται την ερωτική του ταυτότητα, πράγμα που
μεταφέρεται στην σχέση προκαλώντας δυσλειτουργία στην επαφή. Υπάρχει ένα είδος ήξεις
αφίξεις, συναισθηματικών βεβαιοτήτων και αβεβαιοτήτων. Ένα συναισθηματικό
παλαντζάρισμα από την πλευρά του συντρόφου, που δημιουργία ανασφάλεια και
μπέρδεμα κινήσεων από το άλλο μέλος. Ενώ στα ερωτικά αντρικά πρόσωπα του Καβάφη
ή του Ιωάννου οι ρόλοι είναι περισσότερο ξεκάθαροι, έχουν να κάνουν ότι κινούνται μέσα σε σκιερές
ατμόσφαιρες, τα σώματα λειτουργούν με βασικές ερωτικές προθέσεις και διακριτούς
ρόλους ιεραρχίας. Τα ερωτικά πρότυπα των Καβαφικών ερώτων δεν βασανίζονται από
ενοχές γιατί ζούνε σε μια αρχαία ανατολίτικη παράδοση πλησιάσματος και των
αντρικών ερωτικά σωμάτων, τα Καβαφικά είδωλα που επανέρχονται όταν το Σώμα
θυμάται, έμαθαν να κινούνται μέσα στις σκιές και τα υγρά δωμάτια που
εκπληρώνεται η ηδονή που χαράσσει την μνήμη. Το συμβάν έχει γίνει και δεν
υπάρχει πλέον περίπτωση να προκύψει κάτι που θα διαταράξει την σχέση της
επαφής. Η ομοφυλόφιλη σχέση στιγμιαία ή όχι είναι πλέον γενομένη και ανάλογα με
την παλαιά εντύπωση της ή συναισθηματική της ένταση διοχετεύεται στα κανάλια
της κατοπινής μνήμης και επανέρχεται στην επιφάνεια σαν αίσθηση και σαν
νοσταλγία. Γιαυτό και οι όποιες «πληγές» μπορούν να συμβολοποιηθούν μέσα στα
λιβάδια της τέχνης και όχι της μνήμης. Γλιστρούν από το κάδρο της μνήμης και
βρίσκουν τις αρμονικές τους ισορροπίες μέσα στο ποιητικό σώμα. Στον Αλεξανδρινό
οι ερωτικές εμπειρίες που ανακαλεί η μνήμη του Σώματος, δεν σκοτεινιάζονται από
μεταγενέστερες σαρακοστιανές μεταμέλειας όπως στον Γιώργο Ιωάννου. Η
ελληνιστική ιστορική περίοδος του αρχαίου κόσμου, δεν έχει ακόμα μπολιαστεί από
τις χριστιανικές απαγορεύσεις και ηθικούς κανόνες. Η παλαιότερη ερωτική
θρησκευτική παράδοση και μνήμη των ανθρώπων είναι εναργή στην νέα αγορά της
ζωής και των ποικίλων ερωτικών φανερωμάτων της και εκδηλώσεών της. Ξεκάθαρα είναι τα πράγματα στον Ανδρέα
Αγγελάκη αντίθετα, μια και αρκετά νεότερος ηλικιακά. Οι νέες σύγχρονες
κοινωνίες, οι κοινωνίες των απρόσωπων μεγαλουπόλεων έχουν ενσωματώσει μέσα στην
δομή τους την βία, τον κίνδυνο, το ρίσκο, την δολοφονική μάσκα της αναζητούσας
ηδονής. Τα άτομα είναι πλέον εν δυνάμει υποψήφιοι δολοφόνοι, όχι ψυχών αλλά
σωμάτων. Και αυτό είναι το τραγικότερο στις μοντέρνες και μεταμοντέρνες
πολυπολιτισμικές χαώδεις κοινωνίες. Στις σύγχρονες μορφές αφιλίας και
αποξένωσης. Ερημίας και σωματικής μόνωσης πρωτίστως και παράλληλα και
συναισθηματικής, ψυχικής. Καθείς γνωρίζει ή παίζει τον ρόλο του, κρατά την θέση
του, προσδιορίζει τα όρια της σχέσης του και της επαφής του, και τι ζητά από
αυτή. Το αποτέλεσμα, δεν θα δικαιωθεί μέσα στο χρόνο ούτε και μέσα στην
ποιητική τέχνη. Θα παραμείνει με το σκοτεινό του στίγμα ως εμπειρία τραυματική.
Το ανεκπλήρωτο που συνεχίζεται να αναζητείται μέσα σε σκοτεινούς διαδρόμους
στιγμιαίας επαφής. Το σώμα βιώνει τον πόνο και την απώλεια πρώτα και μετά η
ψυχή. Δεν στέκομαι σε παραδείγματα του πεζού λόγου, πχ. στον πεζογράφο Γιάννη
Παλαμιώτη ή τον Βαγγέλη Κολωνά, και ορισμένων άλλων σύγχρονων πεζογραφικών
ελληνικών φωνών, μένω στον χώρο μόνο της ποίησης όπου ανήκει δικαιωματικά και ο
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, που είναι προσδιορίσημος και εμφανής ο ποιητικός του
λόγος. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η
ερωτική φωνή του ποιητή και εκδότη Γιώργου Χρονά, που αντανακλάται πάνω σε
σύγχρονους των καιρών μας καθρέφτες, της εξεικόνισής μιας ποιητικής
αναπαράστασης που προέρχεται από την αμερικάνικη γενιά των ομοφυλόφιλων ποιητών
των Μπήτ. Όπου σύμβολα από τον χώρο της έβδομης τέχνης, του θεάτρου ή του
τραγουδιού πέρα των χώρων της ποίησης, υιοθετούνται και χρησιμοποιούνται για να
εκφράσουν και να μας αφηγηθούν το ομοφυλόφιλο ερωτικό αίσθημα. Την αίσθηση της
αντρικής νεανικής ρώμης που το βλέμμα θαυμάζει ή ποθεί. Των αχαρτογράφητων και
ανώνυμων παιδιών της πιάτσας. Και με τον
όρο αυτόν, εννοώ το Παζολινικό σκηνικό του έρωτα έτσι όπως το συναντάμε στις
ταινίες και τα πεζά του ιταλού σκηνοθέτη, ποιητή και πεζογράφου Πιέρ Πάολο
Παζολίνι. Παρόλα αυτά, ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος γράφει ποίημα In memoriam «ΣΥΛΒΙΑ
ΠΛΑΘ» τελειώνοντας το ποίημα:
Τώρα
θ’ ανέβει στα μαύρα κυπαρίσσια των ουρανοξυστών
ξεσχίζοντας
το νυφικό φόρεμα.
Θα
σιάξει τα μαλλιά της
θα
στρώσει τις πιέτες της
και
θα πηδήσει
πάνω
στο λαμπερό Manhattan.
Η ποίηση
του Λουκά Θεοδωρακόπουλου, ενώ έχει όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία για να
εκφράσει την ερωτική της «τραγικότητα», μάλλον, «σουρώνεται», μέσα σε μια
ελεγχόμενη και συγκρατημένη «διανοητική» αντιμετώπιση των καταστάσεων που μας
αφηγείται. Είναι σφιχτός ο εναγκαλισμός της από την ακτιβιστική μεν συμπεριφορά
και δημόσια αγωνιστική εικόνα του ποιητή, αλλά δεσμευμένη, συγκρατημένη
«διανοητικά» από προηγούμενες εμβαπτίσεις του ποιητικού υποκειμένου σε
ιδεολογικούς χώρους. Κλειστούς και απαγορευτικούς σε παρόμοια αντρικά ερωτικά
ανοίγματα και προθέσεις. Ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, αφηγείται μεν με ειλικρίνεια
τις ερωτικές του προθέσεις μέσα από συγκεκριμένα πρόσωπα με τα οποία σύναψε
σχέσεις κοινωνίας, αλλά όχι για να δηλώσει την ευχαρίστησή τους αλλά την
διστακτικότητα και επαμφοτερίζουσα στάση του άλλου προσώπου. Θυμάμαι σε
συναντήσεις μας, την προσωπική του στάση και αντιμετώπιση σε έναν
πρόσφατο-τότε-χωρισμό του-την αγάπη του που έκαιγε ακόμα, και στο πως
αντιμετώπιζε τον ιδιαίτερο αυτόν της ζωής του χωρισμό, και το πρόσωπο που ήταν
μαζί για διάστημα. Μια αίσθηση βαθιού πόνου και μια εγγενή του χαρακτήρα του
«δειλία», που προέρχονταν από προηγούμενα οικογενειακά του βιώματα, (όχι
αναγκαστικά ερωτικά ή προσανατολισμού) τον εμπόδιζαν ή τον απέτρεπαν από το να
μετουσιώσει το ερωτευμένο πρόσωπο σε σύμβολο της ποίησής του. Σε μνημονική
περιπλάνηση στο ξέφωτο της λύτρωσης αλλά και στο κοίταγμα της εμπειρίας στις
σωστές της διαστάσεις. Αμυδρά, έρχεται στη σκέψη μου η ερωτική φωνή του
φιλόλογου και ποιητή Σταύρου Βαβούρη και στο πως με μαεστρία διαθλώνται μέσα σε
αρχαιόθεμα σύμβολα και πρόσωπα της ιστορίας τα ερωτικά πρόσωπα που πόθησε. Πως
το ερωτικό όμορο αίσθημα κοιτάτε μέσα από τις περσίδες της νόησης και της
καλλιέπειας της ποιητικής γλώσσας, της φοβερά επιμελημένης επεξεργασίας της,
ώστε να μην αφήνει χαραμάδες απώλειας κατανόησης. Και ενώ κατανοείς τι κρύβεται
πίσω από τις μάσκες του, δεν σε αφήνει ο ίδιος να τις ξεσκεπάσεις. Σου δηλώνουν
την παρουσία τους, τα πρόσωπα του έρωτα, δίχως να σκιάζουν ή σκεπάζουν την
ποιητική αίσθηση, για να κυριαρχήσει το υποκειμενικό ιδιαίτερο αίσθημα του
ποιητή, οι όποιες ιδιαίτερες επιλογές του. Και φυσικά δεν αγγελοποιούνται όπως
γίνονται τα ερωτικά πρόσωπα στο έργο ενός άλλου καλού ποιητή και εκδότη. Με την
βαθειά του ευγένεια, αγωγή, υπευθυνότητα απέναντι στην τέχνη, καλλιέργεια και
πολιτισμό, και Ευθύνη.
Στο διάβα
του λογοτεχνικού χρόνου από τότε που παρουσιάστηκε στα γράμματα ο Λουκάς
Θεοδωρακόπουλος, αυτός ο στιλιζαρισμένος συνειδητός πάντα πολίτης, και μπροστάρης
στις αγωνιστικές επάλξεις, σημαντικοί λογοτέχνες, ποιητές και κριτικοί της
εποχής του-μας, διάβασαν και ενδιαφέρθηκαν για την ποιητική του παρουσία από
την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα το 1954, με την ποιητική
του συλλογή «Σχήμα κραυγής». Για το έργο του έγραψαν ο κριτικός και
δοκιμιογράφος της γενιάς του 1930 Ανδρέας Καραντώνης στο περιοδικό «Νέα Εστία»,
ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης στο περιοδικό που εξέδιδε «Κριτική», ο ποιητής
Νικηφόρος Βρεττάκος στην «Επιθεώρηση Τέχνης», ο ποιητής και δοκιμιογράφος
Γιάννης Δάλλας, ο ποιητής και εκδότης Ντίνος Χριστιανόπουλος στο περιοδικό που
ίδρυσε «Διαγώνιος, -που ο Θεοδωρακόπουλος δημοσίευσε από τα πρώτα του τεύχη
ποιήματά του. Ο βιβλιοκριτικός και δοκιμιογράφος Βάσος Βαρίκας στις εφημερίδες
του συγκροτήματος Λαμπράκη που συνεργαζόταν, ο κριτικός Αλέξης Ζήρας στο
περιοδικό «Τομές» και αλλού. ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης στην εφημερίδα «Η Αυγή»
που δημοσίευε προδικτατορικά και μετά την μεταπολίτευση κριτικά του σημειώματα.
Ο ποιητής Κρίτων Αθανασούλης στην «Εφημερίδα των Ποιητών» και αρκετοί άλλοι.
Μίλησαν για τις ποιητικές του συλλογές θετικά ή με επιφύλαξη. Αλλά δεν αδιαφόρησαν.
Ιστορικοί επίσης της Ελληνικής Λογοτεχνίας στάθηκαν στην ποιητική του παρουσία,
όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου και ο Μιχάλης Γ. Μερακλής. Ποιήματα, κριτικές, μικρά
του κείμενα, δημόσιες κοινωνικές παρεμβάσεις του, άρθρα του, έχουν δημοσιευτεί
σε πολλά περιοδικά της εποχής του πρίν και μετά την επτάχρονη δικτατορία. Καθώς
και στο περιοδικό «Αμφί» που είχε την γενική εποπτεία και επιμέλεια. Ένας τομέας
των γραμμάτων στον οποίον διέπρεψε εργασιακά ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος ήταν και
ο μεταφραστικός. Έχει μεταφράσει με επιτυχία δεκάδες τίτλους ξένων
μυθιστορημάτων και μελετών. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, επισημαίνει την
επίδραση της ποίησης του Θεοδωρακόπουλου από την δική του ποιητική φωνή και του
Γιώργου Ιωάννου, να προσθέσουμε ακόμα, ότι διακρίνουμε και μια Θεμελική
ατμόσφαιρα, δηλαδή μια αχλύ αίσθηση που προέρχεται από τον ποιητή Γιώργο
Θέμελη. Του οποίου στίχο συμπεριλαμβάνει σε ποιητική του συλλογή. Όπως και
νάχει οι μικρές ποιητικές του συνθέσεις, έχουν την δική τους φωνή, κρατούν το
δικό τους ύψος σε όλη τους την διαδρομή και ακολουθούν μάλλον μια ευθύγραμμη
αισθητική πορεία και χαμηλόφωνη εξιστόρηση.
Στο
περιοδικό που ίδρυσε και εξέδιδε ο ποιητής Δημήτρης Δούκαρης, «Τομές» συναντάμε
το όνομά του στα 70 περίπου ονόματα των, ο ««Κύκλος των Φίλων» και συνεργατών
του περιοδικού μας». Στο τεύχος του περιοδικού «ΤΟΜΕΣ» της δεύτερης περιόδου
τεύχος 9/2, 1977, στις σελίδες 53-61 «ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ», κάτω από τον γενικό τίτλο «Η κριτική για το έργο των ποιητών μας» γνωστοί
συγγραφείς κρίνουν τις νέες εκδόσεις των βιβλίων. Ο ποιητής και εκδότης
Δημήτρης Δούκαρης γράφει για το βιβλίο «Νικηφόρος Βρεττάκος» Μελέτες για το
έργο του, εκδόσεις Διογένης Αθήνα 1976, σ. 53-54. Ο ποιητής και κριτικός Θ. Δ,
Φραγκόπουλος γράφει για την επιστημονική μελέτη του Γιώργου Κουμάντου,
«Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου», σ. 55-56. Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας υπογράφει
την κριτική για το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, «Καρρέ Φιξ», σ. 56-57. Ο ίδιος
κριτικός στις επόμενες σελίδες 58-59, υπογράφει και την κριτική για τον
«Καιάδα» του Λουκά Θεοδωρακόπουλου. Ενώ ο πεζογράφος Φώντας Κονδύλης, γράφει
για το μυθιστόρημα της Ιουλίας Ιατρίδη «Πυρίγονος». Οι σελίδες των κριτικών και
της παρουσίασης των βιβλίων κλείνουν με την βιβλιοκριτική του Λουκά
Θεοδωρακόπουλου για την συλλογή της ποιήτριας και πεζογράφου Βερονίκης
Δαλακούρα, «Η Παρακμή του Έρωτα», σ.60-61 που αναδημοσιεύω παραπάνω. Ενώ στο
ίδιο τεύχος του περιοδικού «ΤΟΜΕΣ» που είναι αφιερωμένο στον ποιητή Νικηφόρο
Βρεττάκο, στις σελίδες 50-51 «ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ», ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
δημοσιεύει τρία μικρά λυρικά κείμενα: «ΑΠΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΑΤΑ», «ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ ΕΝ
ΟΝΕΙΡΩ» και «ΠΟΔΟΒΟΛΗΤΑ ΕΝ ΕΣΠΕΡΙΑ».
Η ποιήτρια και νομικός Βερονίκη Δαλακούρα, (Αθήνα 3/3/1952-, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά
στα ελληνικά γράμματα, με την ποιητική της συλλογή «Ποίηση ’67-72» Αθήνα 1972. «Η παρακμή του έρωτα» είναι η δεύτερη
ποιητικής της κατάθεση και εκδόθηκε το 1976 από τις εκδόσεις «Διογένης» του
Κώστα Κουλουφάκου. Σελίδες 46, με δύο σχέδια του Μιχάλη Γεωργά. Το έργο
επανακυκλοφόρησε μερικά χρόνια αργότερα, το 2000 για δεύτερη φορά. Άλλοι τίτλοι
της συγγραφέως είναι: «Ο ύπνος» Νεφέλη 1982/1995, «Το παιχνίδι του τέλους»
Κείμενα 1988, «Μέρες Ηδονής» Φόρμα 1990, «Άγρια Αγγελική φωτιά» Άγρα 1997, «Ο
πίνακας του χούτλερ» Άγρα 2001, «26 ποιήματα» Άγρα 2004, κ. ά.
Στο γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό που εκδόθηκε στα
μέσα της δεκαετίας του 1970, (από μια φιλική κουλτουριάρικη παρέα πειραιωτών)
το «ΔΙΑΒΑΖΩ»-Επιθεώρηση
του Βιβλίου τεύχος 5-6, Δεκέμβριος 1976 Φεβρουάριος 1977, στις σελίδες 14-16
«διάλογοι» δημοσιεύεται Επιστολή του Λουκά Θεοδωρακόπουλου για την κριτική που
δημοσίευσε ο δοκιμιογράφος, κριτικός και ποιητής Κώστας Γ. Παπαγεωργίου για την
συλλογή της ποιήτριας, για την οποία είχε γράψει στις «Τομές». Ο
Θεοδωρακόπουλος υποστηρίζει τον ποιητικό λόγο της ποιήτριας, κάνοντας μάλιστα
λόγω και σε ζητήματα πέραν του ποιητικού λόγου. Προβλήματα κοινωνικά που
άπτονται του ρόλου και της θέσης της γυναίκας μέσα στην Κοινωνία. Μετά την
επιστολή του Θεοδωρακόπουλου, δημοσιεύεται η απάντηση του κριτικού Κ. Γ.
Παπαγεωργίου. Δεν την μεταφέρω( αυτό θα το πράξω σε ξεχωριστή αναφορά στην
ποιήτρια Βερονίκη Δαλακούρα) για να μην εστιαστεί η ματιά μας από την ποιητική
παρουσία του Θεοδωρακόπουλου στην κριτική «αντιπαράθεση» μεταξύ δύο κριτικών
απόψεων. Που δεν είναι αυτός ο στόχος του παρόντος σημειώματος. Ο
Θεοδωρακόπουλος αναφέρεται στην κριτική του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Διαβάζω τχ.
3-4/5,10, 1976, σ.117- 118. «Με το βιβλίο αυτό της Βερονίκης Δαλακούρα, όπως
και με το προηγούμενό της, - Ποίηση 68-72»- αναλογίζεται κανείς όσα είπε ο
Έλιοτ για κείνον που θα ήθελε να είναι ο ποιητής μετά τα 25 του χρόνια πόσα και
ποια στάδια είναι ανάγκη να διατρέξει και να βιώσει….». Ενώ στην σελίδα 99-100
στην «Πεζογραφία» ο Εμμ. Βασιλάκης, γράφει για το βιβλίο «Ο ΚΑΙΑΔΑΣ».
Η
επιστολή του Λουκά Θεοδωρακόπουλου έχει ως εξής:
Αγαπητοί φίλοι, Στο τεύχος του περιοδικού
σας 3-4 και συγκεκριμένα στην «αντί-επιλογή (σ. 117-118), δημοσιεύεται κριτική
του κ. Κώστα Γ. Παπαγεωργίου για την ποιητική συλλογή της Βερονίκης Δαλακούρα
«Η Παρακμή του Έρωτα». Έχοντας πρόσφατα ασχοληθεί με την συλλογή αυτή,
αισθάνομαι την ανάγκη να διαμαρτυρηθώ για το είδος της «κριτικής» του κ. Π. που
ενώ ξεκινάει από καθαρά «ιδεολογικά» δεδομένα, προσπαθεί να επικαλυφθεί με την
αισθητική δεοντολογία-τη μόνη που χωράει στην περιοχή της τέχνης και την οποία
ο κριτικός δείχνει ν’ αναγνωρίζει, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει και να την
εφαρμόσει, εμποδιζόμενος σαφέστατα (και παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του) από
αυτό που ο ίδιος ονομάζει «αστική αξιοπρέπεια». (Πρέπει να ομολογήσει κανείς
ότι η απαλλαγή από μια παρόμοια «αξιοπρέπεια» δεν είναι εύκολο πράγμα και
συναρτάται συνήθως με μια «μετάθεση» σ’ έναν άλλο ιδεολογικό χώρο, με μια άλλη
οπτική του κόσμου. Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει είναι προτιμότερο να μη μιλάει
κανείς «για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου»)
Βασικό επιχείρημα της επίθεσης του κ. Π.
εναντίον της Δαλακούρας αποτελεί ο ισχυρισμός ότι τα ποιήματά της δεν
δικαιώνονται αισθητικά, ότι «το περιστατικό που απετέλεσε την αφετηρία της
ανάγκης για έκφραση» δεν αντιδιαστέλλεται «από την ποιητική έκφραση του
περιστατικού». Πράγμα που σημαίνει δηλαδή ότι η ποιήτρια μας σερβίρει αμάσητες
κι αχώνευτες εμπειρίες της χωρίς καμιά ποιητική αξία. Το δυστύχημα για τον κ.
Π. είναι ότι το επιχείρημα αυτό το αναιρεί ο ίδιος «λόγω και πράξει»: 1) Με το
γεγονός ότι από το πλήθος των ποιητικών συλλογών που κυκλοφόρησαν μέσα στο 1976
ο ίδιος διάλεξε τη συλλογή της Δαλακούρα για ν’ ασχοληθεί, και 2) με την
ομολογία ότι η συλλογή έτυχε «ομόφωνης, σχεδόν, αποδοχής». Γιατί, αν δεν
απατώμαι, οι πράγματι χωρίς ποιητική αξία συλλογές-και ξέρουμε πόσες είναι
αυτές κάθε χρόνο-περνούν απαρατήρητες και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να
αποτελέσουν «κίνδυνο» (!) για την ελληνική γυναικεία ποίηση όπως «φοβάται» ο Κ.
Π. Στο σημείο αυτό ο κριτικός είναι αληθινά απολαυστικός. Αφού χρήσει τον εαυτό
του σε Μόνο-Άξιό-του –Ονόματος-Κριτικό (μετά την ομολογία του για «ομόφωνη αποδοχή»),
παίρνει στους ώμους του τον «χώρο της ποίησης» και προσπαθεί να διαφυλάξει από
ένα πολύ κακό πράγμα: τη «γυναίκα πορνογραφία»! Για να μην υπάρξει μάλιστα
κάποια αμφιβολία ότι η γυναικεία πορνογραφία (υπογραμμίζω τη λέξη γιατί κάτω
απ’ την πέννα του κ. Π. γίνεται ύποπτη) δεν επιδέχεται καμιά ποιοτική διάκριση
και είναι εξ ορισμού ανεπίτρεπτη, σπεύδει ανενδοίαστα και μ’ ελαφριά καρδιά να
εξομοιώσει τη γραφή της Δαλακούρα με τ’ αλλοτριωμένα κινηματογραφικά προϊόντα
της καπιταλιστικής αγοράς τύπου Linda
Lovelace! (Άς μου επιτρέψει ο κ. Π. να πιστεύω ότι
ακόμα και τα προϊόντα αυτά συντελούν με τον τρόπο τους, και ανεξάρτητα από τη
βασική τους επιδίωξη, στην απομυθοποίηση εκείνου που τόσο φαίνεται να τον
ενοχλεί: του Σέξ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Πέρα
λοιπόν από τις βαρύγδουπες αναφορές του κ. Π. και την περισπούδαστη
«διαλεκτική» του, είναι φανερό ότι εκείνο που τον αναστάτωσε στα ποιήματα της
Δαλακούρα είναι το περιεχόμενό τους και κυρίως η εκφραστική τους τολμηρότητα. Αν μπορούσε να
απαλλαγεί από τον «καθωσπρεπισμό» του, θα διαπίστωνε ότι το περιεχόμενο αυτό
αποτελεί την πιο έντονη, για τον ελληνικό χώρο καταγγελία αυτού που ονομάζουμε
«ανδροκρατική ή αναπαραγωγική ηθική»-μια ηθική που κάνει «σκεύος ηδονής» τη
γυναίκα και που στην ακραία της εκδοχή της απαγορεύει ακόμα και τη συμμετοχή
στη χαρά της ερωτικής πράξης. (Ως γνωστόν οι ιδιαίτερα θερμές γυναίκες αποκαλούνται,
με κάποια απέχθεια, «μητρομανείς»). Ό,τι τον σοκάρει στους στίχους:
Τώρα
απαιτώ τους σαδιστικώτερους έρωτες/ τα πιο φοβερά μαστίγια…
δεν
είναι οι λέξεις ή το νόημα των λέξεων ή ο στίχος (που δεν ξέρω γιατί δεν είναι
ωραίος, όχι βέβαια με την έννοια που ο κ. Π. αντιλαμβάνεται το «ωραίος», αλλά με
την έννοια του «ουσιαστικός», ή αν ο κ. Π. δεν θα τον εύρισκε ωραίο αν τον είχε γράψει ένας άντρας), αλλά
το γεγονός ότι τον στίχο αυτόν τον γράφει μια κοπέλα πού πρέπει νάναι «σεμνή»,
«συμμαζεμένη», ή τουλάχιστον «ευπρεπής» . Λίγο τον ενδιαφέρει από ποιο βάθος
απελπισίας και «διάψευσης» ενός αιτήματος για ολοκλήρωση και καθαρότητα,
προέρχονται οι στίχοι αυτοί ή άλλοι «τολμηρότεροι» του βιβλίου. Όταν παραθέτει
το θαυμάσιο απόσπασμα:
Με
την τακτική μου ζακέτα και τα
Ισπανικά
μου αυτιά απαυτώνομαι πρόθυμα
και
λέω κι ευχαριστώ (1) Γυναίκες πού
διαλαλείτε
το εμπόρευμά σας
άχ
πόσο γλυκά είναι τα τρυφερά
μουνιά
μας… κλπ.
του
διαφεύγει το ουσιαστικό γεγονός ότι η Δαλακούρα, απευθυνόμενη στις γυναίκες
«που διαλαλούν το εμπόρευμά τους» και βάζοντας μέσα ΚΑΙ τον εαυτό της,
συνοψίζει μια ιδεολογία που αποτελεί μοίρα για το «αδύνατο φύλο» εδώ και
πολλούς αιώνες. Από ένστικτο μάλιστα η ποιήτρια (γιατί η συστολή, η κοριτσίστικη
ευαισθησία και η «ρομαντική» της έφεση είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο),
καταλαβαίνει ότι για νάναι αποφασιστική η καταγγελία της, πρέπει να πάρει τα
όπλα της από το ίδιο το οπλοστάσιο της «ιδεολογίας», πρέπει να χρησιμοποιήσει
τις λέξεις-φετίχ, τις λέξεις-ταμπού, τις λέξεις που αλλοτριώνουν και
«βρωμίζουν» αυτό που θάταν ποίηση κι ευλογία αν υπήρχαν αληθινές και αμοιβαίες
ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό τη βοηθάει να σπάσει το φράγμα του καθωσπρεπισμού της
και τα «καθιερωμένα πλαίσια» και να μας τα πετάξει καταπρόσωπο. Έτσι, η χρήση
των «κακών» λέξεων δεν εξασφαλίζει μονάχα την «λειτουργικότητα» των ποιημάτων,
αλλά εδραιώνει και την γνησιότητα του βιώματος που ο κ. Π. δεν καταφέρνει ν’
ανακαλύψει. Ύστερα απ’ αυτό, είναι νομίζω αστείο να στεκόμαστε στην επιφάνεια
και να ξυνίζουμε τη μύτη μας σαν μικροαστές
(ή και λαϊκές) κυρίες που ακούν μια κοπέλα να λέει «αισχρά λόγια». Και
πιο ανεπίτρεπτο: να παίρνουμε το μαστίγιο
για να βάλουμε στη θέση της μια κοπέλα που «ατάκτησε», στο όνομα δήθεν
της αισθητικής δεοντολογίας.
Με
φιλικούς χαιρετισμούς
Λουκάς
Θεοδωρακόπουλος
(1)
Μέσα σ’ αυτό το «και λέω κι ευχαριστώ»,
εγώ που δεν καταλαβαίνω από «αισθητική δεοντολογία», βρίσκω την έκφραση της πιο
θλιβερής επίγνωσης για το ρόλο της γυναίκας-αντικείμενο ή της χεγγελιανής σχέσης «δούλου-αφέντη». Αλλά, όπως είπε ο Σολωμός
στον Μόντη, πρέπει «Πρώτα να συλλάβει ο νους κι ύστερα να αιστανθεί η καρδιά
αυτό που ο νούς συνέλαβε»….
Αντίγραφο του γράμματος του κ.
Θεοδωρακόπουλου δώσαμε στον συνεργάτη μας κ. Κ. Παπαγεωργίου, ο οποίος μας
έστειλε την παρακάτω απάντηση:
Αγαπητή
σύνταξη,
Ειλικρινά λυπάμαι που είμαι υποχρεωμένος
να επανέλθω σε ένα θέμα που θεωρούσα τελειωμένο΄ μετά από την επιστολή του κ.
Λ. Θεοδωρακόπουλου, που είχες την καλωσύνη να μου θέσεις υπ’ όψη, αισθάνομαι
την άχαρη ανάγκη να επανέλθω, θέλοντας να διευκρινίσω ορισμένα σημεία:
1)Ότι
η γνώμη ενός ανθρώπου-και στην προκειμένη περίπτωση η δική μου-δεν είναι
δεσμευτική για κανένα, όπως άλλωστε δεν υπήρξαν καθόλου δεσμευτικές για μένα οι
μέχρι τώρα κολακευτικές απόψεις που εκφράστηκαν από άλλους για το ίδιο βιβλίο.
2)Ότι
μου φάνηκε τουλάχιστον ύποπτο το πάθος ή το μένος του επιστολογράφου σου, στην
πρόθεσή του να προασπίσει όχι τόσο το κρινόμενο βιβλίο όσο το πρόσωπο της
ποιήτριας, ενώ το επίδικο κριτικό μου σημείωμα αναφερόταν, αποκλειστικά και
μόνο, στο βιβλίο, όπως ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει. Και πραγματικά θα
πρέπει στο μέλλον να είναι πιο εγκρατής, ώστε να μην παρέχει τόσο εύκολα στον
καθένα την ευχέρεια να διαπιστώνει για τίνος τη σεξουαλική ελευθερία κόπτεται:
της ποιήτριας πού βάλθηκε να υπερασπίσει ή τη δική του. Γιατί ειλικρινά μου
φαίνεται ότι διόλου δεν κατάλαβε πως εκείνο που προσπάθησα να κάνω ήταν να
αντιδιαστείλω το αφετηριακό γεγονός-εμπειρία από την ποιητική του έκφραση,
αντιδιαστολή που παρέκαμψε απερίσκεπτα για να υπεισέλθει σε οικειότερους γι’
αυτόν χώρους, όπως αυτός του σεξ, κι επιδεικνύοντας τις αναμφισβήτητες γύρω απ’
αυτό γνώσεις του, χωρίς όμως να με πείσει ότι τον έχει απασχολήσει το ίδιο
έντονα και βαθιά και το εκφραστικό πρόβλημα.
3)Ό,τι,
ο επιστολογράφος σου αγνοεί σε επικίνδυνο βαθμό το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η
αλήθεια ενός οιουδήποτε αιτήματος, όσο βαθιά κι αν είναι, δεν συνεπάγεται και
την ποιοτική του εκδοχή στη συγκεκριμένη του έκφραση. Η αποδοχή μιάς τέτοιας
άποψης, πολύ φοβούμαι πως θα μας οδηγούσε σε τραγελαφικά αποτελέσματα΄ κι αυτό
θα έπρεπε να το γνωρίζει ο επιστολογράφος σου πολύ περισσότερο από πολλούς
άλλους.
4)Ό,τι,
απ’ όσο δείχνει ο επιστολογράφος σου, έχει μπερδέψει για τα καλά το ουσιαστικό
νόημα του φεμινιστικού κινήματος, στα πλαίσια του οποίου τολμά και εντάσσει το
συγκεκριμένο βιβλίο, αγνοώντας ή θέλοντας ν’ αγνοήσει, με το πρόσχημα ενός
αφελούς προοδευτισμού της ταβέρνας ή του καφενείου, ότι η σεξουαλική
απελευθέρωση της γυναίκας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά απόρροια πολλών άλλων
κοινωνικοπολιτικών, οικονομικών κλπ. καταστάσεων, στενά συναρτημένων μεταξύ
τους. Και
5)Ότι
προτού επισημαίνει το γεγονός της επιλογής, από μέρους μου, του βιβλίου της Β.
Δαλακούρα, καλά θα έκανε να μάθει τον τρόπο με τον οποίο αναλαμβάνει ένας
συνεργάτης του περιοδικού σου την κριτική ενός βιβλίου. Όσο για τα περί
«ομόφωνης αποδοχής», πιστεύω ότι μόνο ένας αφελής θα μπορούσε ν’ αγνοεί τις
συνθήκες και τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα εκάστοτε κριτήρια προώθησης ή
θαψίματος ενός βιβλίου.
Αυτά, με την υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να
επανέλθω σ’ αυτό το θέμα, και γιατί δεν αξίζει τον κόπο και γιατί δεν το
συνηθίζω.
Φιλικά
Κώστας
Γ. Παπαγεωργίου
ΞΑΝΟΙΓΕΙΣ
ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Ξανοίγεις
μέσα μου μανιάτικα τοπεία
μου
δείχνεις τη γύμνια μου,
Νιώθω
σαν πύργος εγκαταλειμμένος
με
τις φωνές των νιούτσικων φευγάτες.
Από
το καραούλι μου αγναντεύω τη θάλασσα:
γριά
μανιάτισσα που πέτρωσε θρηνολογώντας.
Η
ΧΟΑΝΗ
Η
μαύρη χοάνη της νύχτας
καταπίνει
παιδιά
πουλιά
και
ποιήματα
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 21 Φεβρουαρίου 2020
ΥΓ. Προσοχή, η προς τον ουράνιο θόλο
του κρέατος τσίκνα, της Τσικνοπέμπτης, δεν προέρχεται ούτε από τον κύριο
Τσακαλώτο ούτε από τον κύριο Πέτσα. Που μετέχουν σε εκπομπές καθαρής μαγειρικής
άνευ διδασκάλου-και όχι σύνθετης καμένης οικονομίας διδαχθείσας υπό των
μνημονιακών πατρόνων-μαγείρων. Είναι οσμές από το γιαουρτοσκόρδιο που τρώνε τα
τιμημένα γηρατειά-οι υψηλόμισθοι συνταξιούχοι και οι αμειβόμενοι πλουσιοπάροχα
εργαζόμενοι. Τα ρετιρέ, που έλεγε κάποιος παλαιότερος πρωθυπουργός. Γκουρμέ
πολιτική κυβέρνηση με προσκεκλημένη σε γεύμα την τσικνισμένη μπασκλασαρίας
αντιπολίτευση. Γιαβάς Γιαβάς, ανεβαίνει η πολιτική μας χοληστερίνη και της
αντιπολίτευσης τα τρυγλυκερίδια. Σουζάτοι έλληνες και ελληνίδες πολιτικοί, και
ψεύδεστε και τρώτε. Ενώ ο λαουτζίκος, ταχίνι με σοκολάτα για θερμίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου