Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Σύγχρονος Κινηματογράφος 1975

Περιοδικό «σύγχρονος κινηματογράφος ‘75»

Κινηματογράφος
ή
Cinema
ή
Movies
Τα μυστικά του σινεμά
Είναι σαν της ποιήσεως την μαγεία
Είναι σαν ποταμός που ρέει
Εικών εικών και άλλες εικόνες
Κ’ αίφνης-διακοπή
Cut!
Cut!
Coupez!
(Παρών και ο clackman κάθε τόσο)
Κ’ έπειτα πάλι ο ποταμός
Κ’ έπειτα πάλι εικόνες
Και ουδέποτε χάνεται ο ειρμός
Όχι στο νόημα μα στη μαγεία
Όσο και αν ρέουν τα καρρέ
Βωβού ή ομιλούντος
Σαν ποταμός που ρέει
Ή σαν κορδέλλα που εκτυλίσσεται
Φθάνει να ρέη η κάθε εικόνα
Με άκραν συνέπειαν στον εαυτόν της
Φθάνη να ζη πλήρη ζωή η κάθε μια
Τα μυστικά του σινεμά
Δεν είναι στο νόημα μα στην αλήθεια που έχουν
Τα ορατά οράματα κινούμενα μπροστά μας
Παράλογα ή λογικά
Τα  μυστικά του σινεμά
Είναι και αυτά  εικόνες.
Ανδρέας Εμπειρίκος,
«Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ», εκδόσεις Άγρα 1984
     Ένα περιοδικό για  την τέχνη του κινηματογράφου, την θεωρία του, την τεχνική του και τους συνεργάτες του ανά την υφήλιο, που ήταν γνωστό στη γενιά μου,-γενιά του 1980- ήταν και ο «σύγχρονος κινηματογράφος». Για τους φανατικούς κινηματογραφόφιλους-τους τότε δεκαοκτάρηδες-μετά την μεταπολίτευση του 1974, το περιοδικό αυτό, ήταν μάλλον η μόνη  σοβαρή εκδοτική περιοδική προσπάθεια για να γνωρίσει κανείς τα σύγχρονα ρεύματα της κινηματογραφικής τέχνης, τόσο στο εσωτερικό όσο κυρίως, στο εξωτερικό. Είχε εκδοθεί στην πατρίδα μας ένα περιοδικό για τον κινηματογράφο, σαν το αντίστοιχο γαλλικό “Cahiers du CINEMA”, που στην Ελλάδα το  προμηθεύονταν οι κινηματογραφόφιλοι στο βιβλιοπωλείο «ΣΤΡΟΦΗ» στο κέντρο της Αθήνας. Πλούσιο σε ύλη, θεματολογία, περιεχόμενο, φωτογραφίες, αφιερώματα, χρηστικές πληροφορίες και συνεργάτες.
    Η αργή και σταθερή στερέωση της πολιτικής δημοκρατίας στην χώρα μας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο και τις άλλες δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, το  άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας και οι ρηξικέλευθες αλλαγές σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης και κοινωνικής νοοτροπίας στα κατοπινά χρόνια της αλλαγής επί κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου, η μεγάλη συμβολή στο χώρο της κουλτούρας και του πολιτισμού και η γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με τα πιο σύγχρονα και μοντέρνα ρεύματα της τέχνης του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, από το τότε μικρό σε εκλογικά ποσοστά, αλλά δραστήριο πολιτικά και πολιτιστικά κόμμα, το ΚΚ Εσωτερικού και των εντύπων του,-εφημερίδες: «Η Αυγή», «Η Πρώτη», «Η Εποχή», «Ο Θούριος» και μια σειρά από εκδόσεις βιβλίων, μεταφρασμένων επιστημονικών μελετών, ιστοριών, πλούσιας κυκλοφορίας περιοδικών, καθώς και εκατοντάδων επαναστατικών και σύγχρονων άρθρων που δημοσιεύονταν στις τότε δημοκρατικές εφημερίδες,-όπως ήταν η απογευματινή «Ελευθεροτυπία»,-και ποικίλης ύλης περιοδικά, από σημαντικούς δημοσιογράφους, σαν την δημοσιογραφική πένα του Γιώργου Βότση, του Βασίλη Ραφαηλίδη, του Γιώργου Μασαβέτα, του Άγγελου Ελεφάντη, του Χρήστου Πασαλάρη, του Ηλία Κανέλλη, της Ελένης Βλάχου, και άλλων σπουδαίων και αρκετά κατηρτισμένων δημοσιογράφων της εποχής εκείνης, των παλαιότερων χρονογράφων Παύλου Παλαιολόγου και Δημήτρη Ψαθά, του εκλεκτού επιτελείου συνεργατών της απογευματινής εφημερίδας «Τα Νέα», της πρωινής «Το Βήμα», του περιοδικού «Ο Ταχυδρόμος», και «Οικονομικός Ταχυδρόμος»(με τις έγκυρες επιστημονικές οικονομικές αναλύσεις και άρθρα του Γιάννη Μαρίνου) εντύπων που ανήκαν στο παραδοσιακό δημοσιογραφικό και εκδοτικό Συγκρότημα Λαμπράκη, του εβδομαδιαίου περιοδικού «Επίκαιρα», των αμιγώς πολιτικών περιοδικών όπως ήταν «Ο Σχολιαστής», τα «Πολιτικά Θέματα», η «Εποπτεία», «Ο Πολίτης», το «Αντί» και άλλων εντύπων και εφημερίδες με σοβαρότητα και αναγνωρισμένο κύρος όπως το πρωινό φύλλο και το Κυριακάτικο της «Καθημερινής» της δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου, την δημοκρατική εφημερίδα το «Έθνος» στην μετά την μεταπολίτευση χρόνια, την ολιγόχρονη έκδοση της «Μεσημβρινής», η βραχύβια έκδοσης της «Εβδόμης», της «Αθηναϊκής», της «Πρωινής», της «Επικαιρότητας» και άλλων δημοσιογραφικών φύλλων,-ημερήσιων ή εβδομαδιαίων-είτε ανήκαν στην λεγομένη δημοκρατική παράταξη είτε υποστήριζαν την λεγομένη συντηρητική όπως «Η Απογευματινή» και «Ο Ελεύθερος Τύπος», συνέβαλαν με την δημοσίευση κριτικών και πολιτικών άρθρων, εμπεριστατωμένων ρεπορτάζ και έγκυρων δημοσιογραφικών πληροφοριών, στην άνοδο της ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου και της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ελληνικού λαού, που έβγαινε από ένα επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς και είχε χάσει έναν πόλεμο, και ένα μεγάλο μέρος του εδάφους της μαρτυρικής Κύπρου. Συμφωνούμε ή διαφωνούμε εκ των υστέρων, ένα  μεγάλο μέρος της πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας μας στα μετά την μεταπολίτευση χρόνια, οφείλεται στην ανοιχτή σκέψη των πεπαιδευμένων ανθρώπων της ελληνικής δημοσιογραφίας και την ευφυή, κριτική και σπινθηροβόλα γραφίδα τους. Ιδιαίτερα οι επιφυλλίδες, τα κύρια άρθρα και τα χρονογραφήματα των ως άνω εντύπων ήταν ένα μικρό σχολείο για τους τότε νέους και όχι μόνο. Η ελληνική τέχνη στο σύνολό της, βρήκε σύμμαχο και διαφημιστή, αρωγό και δημόσιο συμπαραστάτη τις σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών. Τα διάφορα πολιτιστικά «Ένθετα» σε θέματα και πρόσωπα του εγχώριου και διεθνούς πολιτιστικού και καλλιτεχνικού στερεώματος, βοήθησαν επίσης στην εξοικείωση και γνωριμία των απλών ανθρώπων, με τα σύγχρονα ρεύματα στον χώρο της τέχνης και την βεβαίωση πλέον, ότι η  χώρα μας,-μια πτωχή υπανάπτυκτη βαλκάνια πατρίδα-μπορεί να συμβάλει με τον πολιτιστικό πλούτο της  μακραίωνης ιστορικής παράδοσής της και το έμψυχο καλλιτεχνικό και πνευματικό δυναμικό της, στο διεθνές και παγκόσμιο πολιτισμικό στερέωμα, κατά κάποιον τρόπο ισότιμα. Τα δύο ποιητικά νόμπελ,(Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης) τα κινηματογραφικά(Κατίνα Παξινού) και μουσικά(Μάνος Χατζιδάκις) όσκαρ, στην μετά τον εμφύλιο χρόνια, συνεπικουρούν στην προσπάθεια αυτή. Υπενθυμίζοντας και την συνεισφορά του Δημήτρη Μητρόπουλου, της Μαρίας Κάλλας, του Δημήτρη Σγούρου,  της Τζίνας Μπαχάουερ, του Μίκη Θεοδωράκη, του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι, του Βαγγέλη Παπαθανασίου, της Νανάς Μούσχουρη, της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, του Βασίλη Βασιλικού, του Νίκου Καζαντζάκη, του Κίμωνα Φράιερ, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Παναγιώτη Κονδύλη, του Κώστα Αξελού, του  Κορνήλιου Καστοριάδη, του Κώστα Παπαϊωάννου, του Χρήστου Γιανναρά, του Γεώργιου Παπανικολάου, του Κωνσταντίνου  Καραθεοδωρή, του αρχιεπισκόπου αλβανίας Αναστάσιου Γιαννουλάτου,της Ειρήνης Παπάς, της Μελίνας Μερκούρη, του Καρόλου Κουν και του Θεάτρου Τέχνης, του Αλέξη Μινωτή και μια σειρά άλλων πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών και επιστημόνων, αλλά και παραγόντων της οικονομίας, σαν τον Αριστοτέλη Ωνάση, την οικογένεια Νιάρχου, την οικογένεια Πατέρα-Φαφαλιού και άλλων,  που δημιούργησαν και μεγαλούργησαν στον επαγγελματικό και επιχειρησιακό τους χώρο, και διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα της οικουμένης. Οι ελληνικές κοινότητες στην ευρώπη, την βόρεια και νότια αμερική, την ασία, την ωκεανία, την αφρική αποδεικνύουν επίσης του λόγου το αληθές. 
      Όλες σχεδόν οι εφημερίδες της εποχής εκείνης καθώς και τα περιοδικά, είχαν σελίδες αφιερωμένες στον κινηματογράφο, και μόνιμους κριτικούς συνεργάτες, που δημοσίευαν τις απόψεις και τις  κρίσεις τους για τις νέες κινηματογραφικές παραγωγές που παίζονταν στους ελληνικούς κινηματογράφους. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος που, μας ανέλυε τις ταινίες στην παλιά ΕΡΤ πριν την προβολή τους, ο Δημήτρης Δανίκας, η Ροζίτα Σώκου, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, ο Τόνης Τσιρμπίνος, ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Βακαλόπουλος, και φυσικά, το βαρύ πυροβολικό των χρόνων μας ο Βασίλης Ραφαηλίδης, αυτή η ανθρώπινη ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια της κινηματογραφικής τέχνης και όχι μόνο, και μια σειρά άλλων αξιοσημείωτων προσώπων, δημοσιογράφων και συγγραφέων, που παρουσίαζαν, έγραφαν και ανέλυαν τις νέες ξένες και ελληνικές ταινίες, μας μιλούσαν για τα μοντέρνα ρεύματα που δημιουργούνταν στην έβδομη τέχνη, τους πειραματισμούς των νέων σκηνοθετών, την σπουδή τους σε νέα κοινωνικά θέματα, τον πολιτικό προσανατολισμό πολλών σκηνοθετών, τις επιρροές του ελληνικού κινηματογράφου από τον ξένο και άλλα τεχνικά θέματα, που, απασχολούν τον κόσμο του θεάματος και την κινηματογραφική βιομηχανία. Ιδιαίτερα τα δημοσιογραφικά μακροσκελή κείμενα του κυρού Βασίλη Ραφαηλίδη, είτε στις εφημερίδες και τα περιοδικά, είτε στα προγράμματα των ταινιών, ήσαν λαϊκό ανοιχτό σχολείο κινηματογραφικής εκπαίδευσης και γενικής ιστορίας. Εκτός από το βιβλίο του «12 μαθήματα για τον κινηματογράφο» που εκδόθηκε από το καλλιτεχνικό πνευματικό κέντρο «ΩΡΑ» 1970, τον Α΄ τόμο  «Πέρα από τον κινηματογράφο» εκδόσεις του 21 αιώνα 1999, που περιέχει επιλογή από τις κινηματογραφικές κριτικές του, κυκλοφορεί επίσης, και το «Λεξικό Ταινιών» εκδόσεις Αιγόκερως 1982 με κριτικές του Βασίλη Ραφαηίδη. Αίθουσες κινηματογραφικές όπως: «Η Αλκυονίδα», το «Ίλιον», το «Στούντιο», το «Αττικόν», ο «Απόλλων», το «Βοξ», το «Εκράν», το «Λιλά» στην Αθήνα, το «Ετουάλ» και το «Τροπικάλ» στην Καλλιθέα, στον Πειραιά το «Σινεάκ», η «Καστέλλα», η «Άνεσις», το «Ζέα», το «Αττικόν» και μια σειρά άλλων κινηματογραφικών αιθουσών στους όμορους δήμους, μας προμήθευαν με ταινίες ποιότητας και τις δημιουργίες των νέων σκηνοθετών. Την ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο αναπτύχθηκε και ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος, με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Τεό, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον πιο αριστερό κουλτουριάρη και θεωρητικό του νέου σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, με τα μεγάλα μακρόσυρτα πλάνα, την καταπληκτική φωτογραφία, την σταθερή ματιά του σε θέματα της ελληνικής ιστορίας, τον κύριο και καταλυτικό ρόλο της ιστορίας και της ιδεολογίας μέσα στα έργα του, αλλά και το διαρκές κυνήγι του σκηνοθετικού παιχνιδιού του με τον χρόνο, κάτι που τραγικά του στοίχισε και την ζωή . Αλλά και τον Παύλο Τάσιο με την «Παραγγελιά» του, τον ακόμα ενεργό και ευτυχώς, Παντελή Βούλγαρη, τον Δημήτρη Αιβαλιώτη με τις αισθητικά όμορφες ταινίες του, τον Τάκη Σπετσιώτη με το «Μετέωρο και Σκιά» του, την Φρίντα Λιάππα με «Την Τιμή της Αγάπης» τη , τον Δήμο Θέο, τον Γιώργο Κατακουζηνό και τον «Άγγελό» του, τον Αλέξη Μπίστικα με την «Γραβάτα» του και τον Ανδρέα Βελισσαρόπουλο που χάθηκαν πρόωρα, τον συγγραφέα και, θεατρικό σκηνοθέτη Δημήτρη Κολλάτο, τον σκηνοθέτη του «Ζ» Κώστα Γαβρά, έναν καθαρά πολιτικό σκηνοθέτη που διαπρέπει στην Γαλλία, τον Νίκο Περράκη, την Λουκία Ρικάκη, τον Λάκη Παπαστάθη και τον «Θεόφιλό» του, τον Γιάννη Σμαραγδή και τον «Ελ Γκρέκο» του, τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη με τις κοινωνιολογικές του προσεγγίσεις σε θέματα μετανάστευσης, τον Τάσο Μπουλμέτη και την «Πολίτικη Κουζίνα» του, και μια σειρά νέων σε ηλικία σκηνοθετών, που  κόμιζαν το καινούργιο πρόσωπο και την νέα θεματολογία και προβληματική του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, και μας πρότειναν την δική τους μοντέρνα και πολύ σύγχρονη ματιά της κινηματογραφικής τέχνης, ερχόμενοι να «καλύψουν το κενό» που άφηναν πίσω τους, τα λαϊκά αριστουργηματικά κινηματογραφικά  έργα του Γιώργου Τζαβέλλα, του Ορέστη Λιάσκου, του Γιάννη Δαλιανίδη με τα εξαιρετικά ελληνικά πολύχρωμα μιούζικαλ του, του Ντίνου Δημόπουλου, του Νίκου Φώσκολου, του Ζιλ Ντασέν, των ταινιών της Φίνος Φίλμ, του Καραγιάννη-Καρατζόπουλου και άλλων σημαντικών σκηνοθετών και παραγωγών που σημάδεψαν την ζωή μας και μας πρόσφεραν αξέχαστες, αλησμόνητες και  μαγευτικές στιγμές χαράς, διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Ταινίες που εικονογραφούν την ελληνική κοινωνία τα ήθη και τα έθιμά της, την ανθρωπογεωγραφία των χαρακτήρων της και την τυπολογία των ανθρωπίνων προθέσεων των δεκαετιών μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, μέχρι το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας Δεν είναι τυχαίο που κινηματογραφικές ατάκες ηθοποιών έγιναν ψωμοτύρι στα χείλη των απλών ανθρώπων, και ότι, με την εμφάνιση στην οθόνη των κωμικών ηθοποιών ο  κόσμος έσκαγε στα γέλια. Η εισβολή της τηλεόρασης σε κάθε ελληνικό σπίτι, με δύο και τρείς τηλεοπτικές οθόνες στον ίδιο οικογενειακό χώρο, λειτούργησε δίσημα όσον αφορά την τέχνη του κινηματογράφου. Από την μία τον διέδωσε και γνώρισε τις παλαιές παραγωγές του στο μεγάλο κοινό, από την άλλη, χάθηκε η μαγεία του, καθώς έκλεισαν χειμερινές και καλοκαιρινές αίθουσες, και γεννήθηκε μια νέα γενιά τηλεσκηνοθετών. Στο αναπόφευκτο αυτό πρόβλημα, συνέβαλαν και τα διάφορα μαγαζιά που νοίκιαζαν ή πωλούσαν βιντεοταινίες. Ο κόσμος των κινηματογραφόφιλων άρχισε αργά και σταθερά να διοχετεύει τις δυνάμεις και τον χρόνο τους σε άλλους χώρους, που μπορούσε ανετότερα και με λιγότερα οικονομικά έξοδα να παρακολουθήσει τις ταινίες της αρεσκείας τους.
Ας μου επιτραπεί η μικρή προσωπική παρένθεση για να αναφέρω ότι, παρότι στο διάβα των χρόνων μου συνάντησα και συναναστράφηκα σημαντικούς καλλιτέχνες και ηθοποιούς, με τον βιολογικό θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκης χάθηκε και η παιδική μας ηλικία, καθώς και η μαγεία του παλαιού κινηματογραφικού κόσμου, αν και, οι ερμηνείες ενός Θανάση Βέγγου, μιας Γεωργίας Βασιλειάδου, ενός Βασίλη Αυλωνίτη, μιας Ελένης Ζαφειρίου, ενός Ορέστη Μακρή, μιας Έλλης Λαμπέτης, ενός  Δημήτρη Χορν, ενός Βασίλη Λογοθετίδη, μιας Τζένης Καρέσης, μιας Σαπφούς Νοταράς, ενός Αλέκου Αλεξανδράκη, μιας Ρένας Βλαχοπούλου, μιας Μάρως Κοντού, ενός Γιώργου Κωνσταντίνου, μιας Ζωής Λάσκαρης, μιας Μαίρης Χρονοπούλου, μιας Μάρθας Καραγιάννη, ενός Κώστα Βουτσά, ενός Χρήστου Χατζηχρήστου, ενός Λάμπρου Κωνσταντάρα, ενός Διονύση Παπαγιαννόπουλου, μιας Δέσποινας Στυλιανοπούλου, ενός Γιάννη Βογιατζή, ενός Νίκου Σταυρίδη, ενός Γιάννη Γκιωνάκη, ενός Μίμη Φωτόπουλου, μιας Μαρίκας Κρεβατά, μιας Μαρίκας Νέζερ, ενός Λαυρέντη Διανέλλου, μιας Μάρθας Βούρτσης, και μιας πλειάδας άλλων αγίων ηθοποιών-αντρών και γυναικών-του ελληνικού κινηματογραφικού σύμπαντος θα μας συντροφεύουν και θα μας υπενθυμίζουν ότι το πηγαίο και αυθεντικό λαϊκό ταλέντο τους και οι ερμηνείες τους, θα μείνουν κτήμα εσαεί στις ψυχές και τις καρδιές μας.          
      Μέσα σε αυτό το ανοιχτό σε κάθε αεράκι ελευθερίας περιβάλλον, κυκλοφόρησε και  το  αμιγώς κινηματογραφικό περιοδικό «σύγχρονος κινηματογράφος». Ένα περιοδικό 110 σελίδων, ασπρόμαυρο, που κόστιζε 50 δραχμές, με διαστάσεις 17Χ24 cm. Από τα μονά ή διπλά τεύχη που έχω διασώσει στην βιβλιοθήκη μου, μεταφέρω εδώ, το έκτο τεύχος με το  οποίο αρχίζει η δική μου γνωριμία με το περιοδικό, καθώς και το διμηνιαίο τεύχος 8, του Νοεμβρίου του 1975-Φεβρουαρίου 1976, που είναι αφιερωμένο στον ιταλό ποιητή, συγγραφέα, πολιτικό αρθρογράφο και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που δολοφονήθηκε φρικτά την χρονιά εκείνη, στις 2 Νοεμβρίου του 1975.                         
σύγχρονος κινηματογράφος ΄75
Διμηνιαία έκδοση της Εταιρείας Σύγχρονος Κινηματογράφος.
Αριθμός τεύχους 6/5-6, 1975.
Τιμή τεύχους δρχ. 50. Συνδρομή για έξη τεύχη εσωτερικού δραχμές 250, εξωτερικού δολάρια 12
Cinema Contemporain ’75. Editee par la Societe de Cinema Contemporain.
Περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος».  Εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, Υπατίας 5. Τ.Τ. 118 Αθήνα
Σύνταξη: Μ. Δημόπουλος, Π. Κοκκινόπουλος, Μπ. Κολώνιας, Τζ. Κονίδου, Μ. Κούκιος, Φώτης Λαμπρινός, Φρίντα Λιάππα, Ν. Λυγγούρης, Τ. Λυκουρέσης, Μ. Νικολακοπούλου, Τ. Παπαγιαννίδης. Σε αυτό το τεύχος συνεργάστηκαν ο Πιέρ Μπωντρύ και ο Άλκης Λελούδης. Βοήθησε η Βέρα Λυκουρέση. Υπεύθυνος τυπογραφείου: Α. Καρκαγιάννης. Σοιχειοθεσία: ΦΩΤΡΟΝ ΑΕ. Εκτύπωση: Δ. Τουμαζάτος.
Περιεχόμενα
-Στις σελίδες «ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ», δημοσιεύονται τα σχόλια με τίτλο «Το ιστορικό μιας περίπτωσης «έμμεσης» λογοκρισίας.
Τα σχόλια αναφέρονται  στην «στάση που κράτησε το κράτος απέναντι στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Ο Θίασος-με τη γνωστή άρνηση να δεχτεί να εκπροσωπήσει η ταινία αυτή επίσημα την Ελλάδα στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών-προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και έγινε αφορμή να ανακινηθούν πολλά προβλήματα που αφορούν γενικότερα τον ελληνικό κινηματογράφο και τις σχέσεις του με τους επίσημους κρατικούς φορείς….»
- Ακολουθούν οι σελίδες που αναφέρονται στον Στρατευμένο Κινηματογράφο.
«Συνεχίζοντας την προσπάθεια που είχαμε αρχίσει στο προηγούμενο τεύχος, για μια πρώτη γνωριμία με το στρατευμένο κινηματογράφο-περιθωρειακό κινηματογράφο, παραθέτουμε τώρα δύο συνεντεύξεις. Η μία είναι από τους Θέκλα Κίττου και Λάμπρο Παπαδημητράκη για την ταινία-ντοκιμαντέρ που γυρίζουν στη ΚΥΠΡΟ, και η άλλη από την «Ομάδα των Τεσσάρων», δηλ. το Σπύρο Ζάχο, Θανάση Σκρούμπελο, Κώστα Χρονόπουλο και Γιώργο Χρυσοβιτσιάνο σχετικά με την ταινία τους για τη Μακρόνησο. Οι δύο αυτές ταινίες αποτελούν, στον ελληνικό χώρο, δύο προσπάθειες προς την κατεύθυνση του στρατευμένου κινηματογράφου, όσον αφορά τη διαδικασία παραγωγής και διανομής των ταινιών αυτών, αλλά και όσον αφορά την προβληματική των δημιουργών τους πάνω στο είδος κινηματογράφου που επέλεξαν, δηλαδή το ντοκιμαντέρ».
-Σε μετάφραση- επιμέλεια-εισαγωγή-σημειώσεις του  Φώτη Λαμπρινού, δημοσιεύεται το κείμενο Ντζίγκα Βέρτωφ(Ντένις Αρκάντεβιτς Κάουφμαν, 1896-1954), «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή».
Μια σοβαρή επιθυμία του σκηνοθέτη-αρθρογράφου, να γνωρίσουμε ένα από τα μέλη του τότε σοβιετικού κινηματογράφου, που μαζί με τους Σεργκέι Αϊζενστάιν, Λέβ Κουλεσώφ, τον Πουντόβκιν, τον Κόζιντσεφ και άλλους σοβιετικούς σκηνοθέτες διαμόρφωσαν την τέχνη του κινηματογράφου στην πρώην ΕΣΣΔ. Στα ελληνικά, κυκλοφορούσε την δεκαετία του 1980, ένας ογκώδης τόμος για τους σοβιετικούς σκηνοθέτες, αλλά και βιβλία με τις απόψεις του Σεργκέι Αϊζενστάιν για την κινηματογραφική τέχνη και τεχνική.
Ακολουθεί το Σχέδιο σεναρίου(οπτική συμφωνία)
-Ο Πασκάλ Μπονιτσέρ, υπογράφει το κείμενο «Σύστημα Απεργίας» της πασίγνωστης ταινίας του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής:
«….Η Απεργία αποδεικνύεται ότι είναι ακριβώς το αντίθετο του Κινογκλάζ. Πρώτα απ’ όλα λέμε ότι η Απεργία δεν ισχυρίζεται πως βγαίνει έξω από την τέχνη, και εκεί βρίσκεται η δύναμή της»…. Αυτό που αρχικά χαρακτηρίζει την Απεργία είναι το πολύπλοκο και, θα λέγαμε μπαρόκ σενάριό της, ως ταινία προπαγάνδας απέχει πολύ από την αυστηρότητα και την αποτελεσματικότητα των ταινιών…. Η απεργία με την οποία έχουμε να κάνουμε εδώ, τοποθετείται έξω από κάθε ακριβή ιστορική αναφορά, είναι δηλαδή μια παραδειγματική συμπύκνωση των μεγάλων αγώνων του προλεταριάτου στην προεπαναστατική Ρωσία…»
Την ταινία αυτή καθώς και τις άλλες ταινίες του σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν, τις παρακολουθήσαμε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αλκυονίδας και του Ίλιον στην περιοχή της Κυψέλης στα μετά την δικτατορία χρόνια. Τα περισσότερα προγράμματα των ταινιών, είχαν τα κείμενα του Βασίλη Ραφαηλίδη, ο οποίος, ορισμένες Κυριακές, έδινε και διαλέξεις για τον σοβιετικό και παγκόσμιο κινηματογράφο. Ήταν μαγεία να ακούς αυτόν τον αναρχικό-άθεο μαρξιστή να αναλύει ταινίες. Η βαθειά του παιδεία πάνω στην έβδομη τέχνη, οι επίσης μεγάλες και ουσιαστικές γνώσεις του στον χώρο της ιστορίας, η διαρκώς ανανεωνόμενη πνευματική του καλλιέργειά, και το συγγραφικό του ταλέντο καθώς και η ατομική του ευφυΐα, αποτελούσαν φερέγγυο κριτήριο αναφοράς για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά και να τον ακούσουν να μιλάει για θέματα τέχνης. Το Γραφείο του, το οποίο είχα επισκεφτεί κατόπιν δικής του προτροπής, ήταν γεμάτο βιβλία, ράφια που έσφυζαν από τίτλους βιβλίων και περιοδικών. Ήταν ένα ανοιχτό πνεύμα, μποέμ, γυναικάς, και λάτρης του καλού φαγητού. Όσον αφορά τον σκηνοθέτη, η ταινία του, Ο Ιβάν ο Τρομερός α και β μέρος-με τον ηθοποιό Νικολάϊ  Τσερκάσωφ-νομίζω είναι οι καλύτερες σκηνοθετικές δημιουργίες του, αλλά και το Κε Βίβα Μέξικο, ιδιαίτερα οι σκηνές με τα ζαχαρωτά κρανία του θανάτου να τρώγονται, μετά το τέλος του καρναβαλιού. Αξίζει να διαβάσει κανείς και το βιβλίο του Παύλου Ζάννα για τον Αϊζενστάιν, καθώς και να αναζητήσει στο εμπόριο τα ερωτικά και ομοφυλόφιλα σχέδια του σκηνοθέτη που κυκλοφορούν στα ελληνικά, όπως και, τις απόψεις του για  την έβδομη τέχνη. Ένας σκηνοθέτης που σημάδεψε τους κινηματογραφόφιλους της γενιάς μου με την μαγεία του και την κριτική του στο τότε σοβιετικό σύστημα.
-Ο Νίκος Λυγγούρης, γράφει για την ταινία «Οι Καραμπινιέροι» του Γάλλου σκηνοθέτη Ζαν –Λυκ Γκοντάρ, μια ταινία του 1963.
«Από τη στιγμή που ο διαλεκτικός υλισμός γίνεται μέθοδος, λογική και τρόπος αισθητικής παραγωγής, ο κινηματογράφος παύει να υπάρχει…» «Ο υλιστικός κινηματογράφος του Ζ. Λ. Γκοντάρ και οι Καραμπινιέροι (μια από τις διαυγέστερες και ευφυέστατες ταινίες του) δεν είναι παρά ένα Παιχνίδι, με τη βαθύτερη έννοια του όρου…..» .
Τα παλαιότερα χρόνια ο Ζαν –Λυκ Γκοντάρ, ήταν πολύ αγαπητός στο ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό. Τελευταία φορά  που είδα Γκοντάρ ήταν η ταινία του «Χαίρε Μαρία». Μια σύγχρονη εκδοχή της γέννησης του Χριστού. Τον θεωρώ, πολύ εγκεφαλικό δημιουργό, και σε πολλά του σημεία, δυσνόητο.
 -Από την Γαλλική εφημερίδα της εποχής 12/6/1975 Le Monde, αναδημοσιεύεται ένα ενδιαφέρον κείμενο της Κατρίν Μπακές-Κλεμάν, μέλος της συντακτικής επιτροπής του μηνιαίου περιοδικού Nouvelle Critique. Το κείμενο αναφέρεται στην πασίγνωστη και με μεγάλη εμπορική επιτυχία «Εμμανουέλλα και η κοινωνική επιταγή».
Την ταινία  «Εμμανουέλλα» την είχα παρακολουθήσει την εποχή της προβολής της στον κινηματογράφο Ετουάλ στην Καλλιθέα. Θυμάμαι ότι περίμενα μία ώρα στην ουρά για να κόψω εισιτήριο. Ήταν η πρώτη, επίσημη ταινία κατά κάποιον τρόπο, δημόσια «τσόντα» που βλέπαμε εκείνη την εποχή. Εξωτικό περιβάλλον, τολμηρές ερωτικές σκηνές, γυναικεία ομοφυλοφιλία, πληρωμένη γυναικεία ερωτική συντροφιά(πορνεία), όμορφη φωτογραφία, καλή μουσική επένδυση, σενάριο σεξουαλικού περιεχομένου, συγκλονιστικά ερωτικά και εξωτικά πλάνα, κάτι σαν πολλά μικρά μοντάζ του πασίγνωστου περιοδικού Playboy. Ένα ταξίδι μεταξύ Παρισιού και Μπανγκόγκ που το ερωτικό ημίφως και η εξωτική ατμόσφαιρά της, σε μια παρθένα φύση και άγνωστη ακόμα στους πολλούς ταξιδιώτες, την έκαναν μία από τις εμπορικότερες ταινίες εκείνης της εποχής. Ίσως της ίδιας εμπορικής επιτυχίας Με το Τελευταίο Ταγκό, με τον θρυλικό Μάρλο Μπράντο.  Μια ταινία με την ηθοποιό Σύλβια Κρυστάλ, η οποία σημάδεψε την κινηματογραφική της πορεία, αλλά και του σκηνοθέτη της Αντρέ Μπαζέν. Η μετάφραση του κειμένου είναι της Τζίνα Κονίδου και της Κλαίρης Μιτσοτάκη.  Αν δεν κάνω λάθος, ιστορικά μυθιστορήματα της Γαλλίδας Κατερίν Κλεμάν,(αν είναι το ίδιο πρόσωπο), κυκλοφορούν στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Νεφέλη και τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Δύο υπέροχα ερωτικά και με ομοφυλόφιλα στοιχεία μυθιστορήματα.
-Σε μετάφραση Κώστα Σφήκα και Μπάμπη Κολώνια δημοσιεύεται μια συνέντευξη του σκηνοθέτη Τζίλο Ποντεκόρβο, για την ταινία του «Η Μάχη της Αλγερίας». Μια ρεπορταρίζικη αφήγηση των γεγονότων που σημάδεψαν την εξωτερική και στρατιωτική πολιτική της τότε Γαλλίας. Την ταινία την είχαμε παρακολουθήσει στην Κινηματογραφική Λέσχη αν θυμάμαι καλά.
-ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους Πιέρ Μπωντρύ, συνεργάτης του γαλλικού περιοδικού Cahiers du Cinema, υπογράφει το κείμενο «Τα παπούτσια του Σάλιβαν», σε μετάφραση Τζίνας Κονίδου.
Ένα πρωτότυπο και ενδιαφέρον κείμενο, που αναφέρεται στον ρόλο του κουστουμιού στην κινηματογραφική τέχνη, σημειώνονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «Η πρωτοτυπία του κειμένου του Πιέρ Μπωντρύ έγκειται στο ότι ανάγει το κοστούμι σε τάξη σημαίνοντος, το παρουσιάζει σαν ένα από τα βασικότερα στοιχεία μέσα στην προβληματική της αναπαράστασης και σκοπεύει να ερευνήσει τους νόμους λειτουργίας του… ο Πιέρ Μπωντρύ  επιχειρεί να απαντήσει στη ερώτηση με ποιο τρόπο οι άνθρωποι επιζητούν, ε τα ρούχα που φορούν, να εμφανίζονται διαφορετικοί από ό,τι είναι(κοινωνική λειτουργία) και πως τα κοστούμια επαναλαμβάνουν πάντα κάτι άλλο, και που αυτό το κάτι  άλλο είναι συνήθως της τάξης του είδους»
Οφείλουμε να θυμηθούμε τις απόψεις του ιταλού σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι για το θέμα αυτό και, την τεράστια προσοχή και επιμέλεια που έδινε στις ενδυματολογικές και σκηνογραφικές καταθέσεις των ταινιών του. Καθώς επίσης, και  τις απόψεις του Πειραιώτη δασκάλου Γιάννη Τσαρούχη όσον αφορά τα κοστούμια των ανεβασμάτων των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών, του Διονύση Φωτόπουλου, του Γιάννη Μετζικώφ και άλλων σημαντικών ελλήνων ενδυματολόγων.
-Ο Μπάμπης Κολώνιας, γράφει κριτική για την καναδέζικη ταινία της Ντενίς Αρκάν, «La maudite galette»-Καταραμένα χρήματα.
-Ο Άλκης Λελούδας, γράφει για την ταινία του ιταλού σκηνοθέτη, ποιητή και συγγραφέα Πιέρ Πάολο Παζολίνι, “Il fiore delli mille e una notti”-Χίλιες και μία Νύχτες. Σενάριο σκηνοθεσία Pier Paolo Passolini. Η ταινία αυτή αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας  του ιταλού σκηνοθέτη. Η ταινία αυτή του Πιέρ Πάολο Παζολίνι ανήκει σε αυτό που θα λέγαμε κινηματογραφική αφήγηση της περιπλάνησης, μιας περιπλάνησης των διαφορετικών πολιτιστικών στοιχείων που σπονδυλώνονται από χριστιανικά, αραβικά και ευρωπαϊκά στοιχεία. Μια περιπέτεια μύησης μέσα σε ένα μητριαρχικό καθαρά περιβάλλον, που η ιστορία είναι παρούσα και σηματοδοτεί κάθε στιγμή των διαφορετικών περιπλανήσεων της κινηματογραφικής αφήγησης. Μιας αφηγηματικής περιπλάνησης διαφορετικής από αυτής που μας δίνει στις ταινίες του ο Βίμ Βέντερς, με τις ατέρμονες περιπλανήσεις σε ξερά και άνυδρα τοπία. Ο φακός του Παζολίνι όπως πάντα προκλητικός, παρακολουθεί άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε κάνοντας κοιλιά, τα διάφορα στάδια μύησης των ηρώων του, σε κάθε επεισόδιο της ιστορίας. Σημαίνοντες πολιτιστικοί κώδικες διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων που αναδύουν τις ασύνειδες επιθυμίες ενός σεξουαλισμού που κυριαρχεί σε όλες τις ταινίες του ιταλού σκηνοθέτη και ποιητή. Ένας διονυσιασμός με κέντρο αναφοράς τον Φαλλό σαν σύμβολο κοινωνίας των ανθρώπινων σχέσεων και της μεταφυσικής των. Το γυμνό ανθρώπινο σώμα είναι πάντα παρόν στις ταινίες του Παζολίνι, προσδιορίζοντας κατά κάποιον τρόπο και την στοχοθεσία της σκηνοθετικής ανάγκης. Όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, απεικονίζει το γυμνό αντρικό κορμί προσδίδοντάς του ια ιερότητα, το ίδιο και ο Παζολίνι, το απελευθερώνει από τα δεσμά του χρόνου και της κοινωνικής ηθικής, παρέχοντάς του μια καλλιτεχνική ιεροπρέπεια, μια φυσική ιερή λαγνεία που προέρχεται από τα πιο απόκρυφα ιερά ερωτικά μυστήρια ων μυημένων σαμάνων. Πίσω από υπέροχα και πολύχρωμα εικονιστικά πλάνα, κυριαρχεί επίσης, μια αδιόρατη χριστιανική ηθική που συγκρούεται με τις παραδόσεις των άλλων πολιτισμών. Σώματα ηδονικά και ποθητά ενός ψηφιδωτού προσώπων και χαρακτήρων που αγωνίζονται να βρουν την ταυτότητά τους, δεμένα σε έναν μητριαρχικό ιστό που προσδιορίζει την σεξουαλική τους ταυτότητα. Ο πατέρας κυβερνήτης, αφένης και δημιουργός, προστάτης και καθοδηγητής, εξομολόγος και ερωτικός  συμπαραστάτης, είναι απών και σε αυτές τις σπονδυλωτές κινηματογραφικές αφηγηματικές περιπλανήσεις του κομμουνιστή επαναστάτη, ακτιβιστή ομοφυλόφιλου και ποιητή σκηνοθέτη. Ο Pier Paolo Passolini, με τον κινηματογραφικό του φακό, αναπλάθει-επαναδιαπραγματεύεται από την αρχή, μέσα στις ταινίες του τον χριστιανικό μύθο του σταυρωμένου Θεού, που ανασταίνεται μέσα στις προλεταριακές κοινότητες, τις εργατικές μάζες, τους απόκληρους, τους παρίες, τους κατατρεγμένους και σημαδεμένους αρνητικά από την κοινωνία και την πολιτική, της καθημερινής ζωής της εποχής του. Η Ιστορία είναι η μήτρα που γεννά αενάως την ανθρώπινη αναζήτηση της ερωτικής περιπέτειας και επανάστασης. Άξια λόγου είναι και τα κινηματογραφικά έργα του Παζολίνι που διαπραγματεύονται αρχαιοελληνικούς μύθους.
-0 Μπάμπης Κολώνιας, γράφει για την ταινία «Σάρκα(Flesh). Παραγωγή Άντυ Γουώρχολ. Σενάριο, σκηνοθεσία, φωτογραφία: Πωλ Μορισσέυ. Παίζουν: Τζο Νταλεσσάντρο, Τζέραλντιν Σμιθ, Τζων Κρίστιαν, Μωρίς Μπραντέλ, Τζέρι Μίλλερ, Κάντυ Ντάρλινγκ, Τζάκι Κέρτις, Λούις Γουώλντον, Πάττυ ντ’ Αρμπανβίλ.
Είναι μάλλον δύσκολο ο σημερινός κινηματογραφόφιλος θεατής, να κατανοήσει το τι εντύπωση έκαναν στους τότε φίλους του ποιοτικού κινηματογράφου, οι πρωτοποριακές αυτές ταινίες των Andy Warhol και Paul Morrissey, στο ελληνικό νεανικό κοινό. Ταινίες ποιότητας, αντεργκράουντ θεματολογίας, με ντοκιμαντερίστικα στοιχεία, είχαμε δει  στους ελληνικούς κινηματογράφους την ίδια πάνω κάτω περίοδο την κλασική ταινία «Ο Καουμπόι του Μεσονυχτίου», με τους Γιαν Βόιτ και τον Ντάστιν Χόφμαν, που ήταν μια διαφορετική αμερικάνικη ματιά στους μέχρι τότε κινηματογραφικούς προβληματισμούς, έτσι, η ταινία Flesh, του εικαστικού, γλύπτη, σχεδιαστή, διαφημιστή και κινηματογραφιστή ιδρυτή της Πόπ Άρτ, Άντυ Γουόρχωλ έκανε τρομερή αίσθηση. Η ταινία αυτή ήταν η πρώτη μιας τριλογίας που παρακολουθήσαμε αν θυμάμαι καλά στην κινηματογραφική αίθουσα του “Studio”, στην πλατεία αμερικής. Οι άλλες δύο ήσαν, η «ΚΑΨΑ»(HEAT), και τα «ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ» (TRASH). Ταινίες που δέσποζε ο εξαιρετικής αντρικής ομορφιάς ηθοποιός Τζο Νταλεσάντρο. Το στόρι της ταινίας και των τριών αυτών ταινιών, ήταν συγκεκριμένο, περιέγραφαν την προσπάθεια και τον αγώνα ενός αστού λαϊκού αμερικανού όμορφου νέου με καλλίγραμμο σώμα, ο οποίος πουλώντας το κορμί του ή προσφέροντας το σώμα του και την ερωτική του συντροφιά σε ώριμες πλούσιες γυναίκες, ξεπεσμένες σταρ, ή άντρες πλούσιους μεγαλοαστούς, ή άντρες καλλιτέχνες, ζητούσε τις ευκαιρίες για να αναδυθεί εργασιακά, καλλιτεχνικά, ή να βγάλει τα προς το ζην για να συντηρήσει την φίλη του, που συνήθως ήταν έγκυος ή αναζητούσε τους οικονομικούς πόρους για να κάνει έκτρωση. Ο ανοιχτός ή διαλυμένος ιστός της οικογένειας, η ερωτική αντρική πιάτσα είτε σε πλούσια διαμερίσματα ή σε ανοιχτούς χώρους, και, ένας ρουτινιάρικος  φαύλος κύκλος μιας αμερικάνικης καθημερινότητας, ήταν ο ιστός που ύφαινε την σκηνοθετική του ματιά ο σκηνοθέτης και συνηγορούσε ο ιδρυτής της Πόπ Άρτ Άντυ Γουόρχωλ σαν παραγωγός. Αργά πλάνα, φωτογραφικό στήσιμο, χώροι κλειστοί ενός σύγχρονου μεγαλοαστικού σπιτιού με τις ανέσεις και την πισίνα του, μεγάλοι άδειοι σπιτικοί χώροι, διάλογοι κοφτοί, κυνικοί, με κέντρο αναφοράς το χρήμα και το κέρδος, κύριος στόχος του κεντρικού ήρωα που γύρω του περιστρέφονταν παλαιές σταρ της τηλεόρασης, πρεζόνια, ξεφωνημένες αντρικές υπάρξεις, άντρες που ζητούσαν στιγμιαία ερωτική συντροφιά, πλήξη, βαριεστιμάρα,  χαλαρότητα, χαρακτήρες και πρόσωπα εντελώς διαφορετικά από ότι μας είχε συνηθίσει ό μέχρι τότε αμερικάνικος κινηματογράφος. Ο Τζο Νταλεσάντρο, αυτός ο ελληνικής αγαλματικής ομορφιάς νέος, αυτή η αρσενική συνειδητή πόρνη, δεν είχε να προσφέρει τίποτε άλλο στους θηλυκούς ή αντρικούς πελάτες του, πέρα από το κορμί του και την σεξουαλικότητά του. Απείχε παρασάγγας από τους αμερικανούς παλαιούς αντρικούς ήρωες-εραστές του θεατρικού αμερικανού συγγραφέα Τέννεση Ουίλιαμς, αυτά τα μάτσο λαϊκά τεκνά που έκαναν τον γυναικείο πληθυσμό να χάνει τον ύπνο του και τον αντρικό γκέι, να ονειρεύεται νύχτες μαγικές και ονειρεμένες, που τόσο χαρακτηριστικά ενσάρκωσε ο Μάρλο Μπράντο και άλλοι αμερικανοί σταρ, δεν διέθετε την αχαλίνωτη τάση για ελευθερία ενός Τζέημς Ντιν, ενός ομοφυλόφιλου αυθεντικού νεαρού ηθοποιού που δημιούργησε εν ζωή ακόμα, τον προσωπικό του μύθο. Δεν θα γίνει ποτέ το λαϊκό σεξουαλικό αντρικό κινηματογραφικό είδωλο, που γεννούσε κατά κόρον η βιομηχανία του Χόλλυγουντ, ακόμα και αν ο ωραίος ώριμος άντρας ήταν καραμπινάτος γκέι, όπως ο Ροκ Χάτσον. Δεν ανήκει στην κατηγορία των ξένοιαστων και ερωτικά πεινασμένων νεαρών με την χάρλευ των Ξένοιαστων Καβαλάρηδων της Ασφάλτου και των μεγάλων αμερικανικών λεωφόρων. Ο Τζο Νταλεσάντρο υπήρξε ένας αντιστάρ ηθοποιός που ερμήνευε κατά κύριο λόγο μόνο τον εαυτό του. Το καλλίγραμμο και αισθησιακό γυμνό κορμί του, ήταν η πρόκληση και η μόνη επιλογή των ευκαιριών του. Ο Νταλεσάντρο δεν ερμήνευε χαρακτήρες του αμερικάνικου ονείρου, αλλά ερμήνευε τον τρόπο που εκείνος βλέπει τους συγκεκριμένους χαρακτήρες που υποδύονταν. Ο πουριτανισμός  και η έλλειψη κατά κάποιον τρόπο ανθρώπινης επικοινωνίας βασίλευε στις ταινίες αυτές, με τα ελάχιστα ευαισθησίας πλάνα, και οικογενειακής θαλπωρής, τα οικογενειακά προβλήματα, τα  οικονομικά αδιέξοδα, την επιθυμία για ανέλιξη στο καλλιτεχνικό στερέωμα, τις ωμές σεξουαλικές περιπτύξεις αμφοτέρων των φύλων, τις αντρικές στιγμές ομοφυλόφιλης συνεύρεσης και τις γυναικείες λεσβιακές περιπτύξεις που παρακολουθούνταν από το αντρικό βλέμμα με μια σχετική αδιαφορία, τα βαμμένα έντονα γυναικεία πρόσωπα, όχι για να στηθούν μπροστά στην οθόνη, αλλά στον καθρέπτη της ιδιωτικής τους αυταρέσκειας, οι ενδυμασίες που ήσαν απλές, λιτές, καθημερινές, καθόλου εξεζητημένες, με αυτόν τον αέρα που έχουν οι αμερικανίδες στις ενδυματολογικές τους προθέσεις, τα πρόσωπα εξαρτημένα από το αλκοόλ, τα βαρβιτουρικά ή ρημαγμένα από την ψυχεδέλεια, άνευρα, άκεφα, εξουθενωμένα από την βαργεστημάρα, θα γράφαμε με «δανεικό μυαλό», με περιορισμένο πεδίο ενδιαφερόντων πέρα από την αναγνωρισιμότητα του σταρ, άνεργα, χωρίς δουλειά ή με ευκαιριακές επαγγελματικές δόσεις επιβίωσης, άτομα χωρίς πνευματικές αναζητήσεις, χωρίς σχεδόν καλλιέργεια, ζούσαν για την στιγμή, για την καύλα  θα γράφαμε της συγκεκριμένης στιγμής και της αναγνώρισης από τον διπλανό τους, και σίγουρα, το συμφέρον που θα αποκόμιζαν μετά το πέρας της σεξουαλικής συνεύρεσης,  τα διάφορα κονέ που θα δημιουργούσαν όπως αρέσκονται να λένε οι σύγχρονοι νεοέλληνες, θιασώτες. Γυναίκες τρελές, ανώριμες για να γίνουν μητέρες, κυκλοθυμικές, ανερμάτιστες, και τρομερά απελευθερωμένες σεξουαλικά, χρησιμοποιούσαν το αρσενικό της αρεσκείας τους για την ικανοποίηση των δικών τους ορέξεων. Γυναίκες σεξουαλικοί κυνηγοί, άντρες θηράματα μιας ευνουχισμένης αντρικής επιβεβαίωσής τους. Σταρ περασμένων κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών μεγαλείων που, αναζητούσαν να καλύψουν το ψυχικό τους κενό και τα πολλαπλά συζυγικά τους διαζύγια στο αρσενικό ή θηλυκό σώμα συντροφιάς της μιας νύχτας. Μητέρες που δεν γνώριζαν πώς να διαχειριστούν το απρόβλεπτο γεγονός της μητρότητας.
    Η ριζοσπαστική ματιά του σκηνοθέτη, αν ξεφύγουμε κατά  κάποιον τρόπο από το σεξουαλικό σωματικό άρωμα που απέπνεε και στις τρείς ταινίες ο παίδαρος Τζο Νταλεσάντρο,(λέτε από εκεί να εμπνεύστηκε ο στιχουργός Νίκος Καρβέλας τους στίχους του, «εγώ δεν πάω Μέγαρο θα μείνω με τον παίδαρο») βρίσκεται  στις οικονομικές συνιστώσες που προβάλλονται μέσα σε αυτά τα πρωτοποριακά παρακμιακής φύσεως και ύφους φιλμ των Γουόρχωλ-Μόρισσέυ, και καθόριζαν τις καθημερινές πρακτικές και επαγγελματικές ενέργειες των χαρακτήρων. Οι αμερικανοί αυτοί ανθρώπινοι χαρακτηριστικοί τύποι, ζουν μέσα σε ένα στυγνό και απάνθρωπο καπιταλιστικό περιβάλλον, τα πάντα στην ζωή έχουν να κάνουν με τα ντόλλαρς. Πως το έγραψε κάποτε η γαλλίδα συγγραφέας Φρανσουά Σαγκάν, «Καλύτερα να κλαίς μόνη μέσα σε μια μαύρη πολυτελή λιμουζίνα, παρά μέσα σε μια καλύβα». Μοναδική αξία της ζωής τους, είναι η τηλεοπτική αναγνώριση και η καλλιτεχνική αναγνωρισιμότητα που τους προσφέρει καλύτερες συνθήκες εργασίας, πλούσια και άνετη ζωή και κάθε είδους και μορφής διασκέδαση, συχνές εναλλαγές  ερωτικών συντρόφων αμφοτέρων των φύλων, πραγματοποίηση κάθε εξτρίμ και απίθανης επιθυμίας. Πως το λέμε στα καθ’ ημάς, «Ότι φάμε ότι πιούμε και ότι αρπάξει ο απαυτός μας». Από την σκοπιά της απεικόνισης και κριτικής της καπιταλιστικής και μεγαλοαστικής αμερικάνικης κοινωνίας και τρόπου ζωής, ο εικαστικός Άντυ Γουόρχωλ, που απεικόνιζε τα κουτάκια της Coca Cola, τις αφίσες με τα πρόσωπα της Μέρλιν Μονρόε και του Μάο Τσετούνγκ, υπήρξε προφητικός με τον ιδιαίτερο αμερικανικό τρόπο του. Είναι αυτό το προφητικό και καλλιτεχνικό ταλέντο  που διείδε ο δικός μας Αλέξανδρος Ιόλας, και τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα, με τις γνωριμίες του. Οι ταινίες αυτές είναι μια κριτική του αμερικάνικου συστήματος από τα μέσα θα σημειώναμε, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος των ταινιών, δίνει την ευκαιρία στους ηθοποιούς-αντιστάρ, να ερμηνεύσουν έναν ρόλο που μας δείχνει την δική τους ματιά για τις συμπεριφορές και τις ενέργειες των ηρώων. Τα κινηματογραφικά πρόσωπα απελευθερωμένα από την καθοδήγηση του σκηνοθέτη, αφήνουν να ξεδιπλωθεί η ατομική τους άποψη για τα συμβαίνοντα γύρω τους, και τους μοντέρνους ρυθμούς και ανάγκες της ζωής, από αυτήν την οπτική αν ερμηνευτούν οι ταινίες, είναι αντεργκράουντ φυσικά, αλλά αρκετά τολμηρές για την εποχή τους και πρωτοποριακές. Στην μεγάλη οθόνη, κινούνται και ενεργούν τα σώματα και οι σωματικές επιθυμίες των ηθοποιών και όχι οι ψυχές τους. Όασης του βίου τους δεν είναι οι όποιες πνευματικές τους αναζητήσεις, αλλά, οι ερωτικές τους επιθυμίες, οι σεξουαλικές τους ανάγκες και ορέξεις, οι επαγγελματική τους αποκατάσταση. Αυτή η «αποστασιοποίηση» των ηθοποιών από τον ρόλο που δέχτηκαν να ερμηνεύσουν και η κατάργησή του, ή καλύτερα, η συμπλήρωσή του από τις ίδιες τις απόψεις των ηθοποιών για τους ρόλους του, για τον τρόπο που αυτοί οι ίδιοι οι ηθοποιοί βλέπουν τους χαρακτήρες που του ζητούν να ερμηνεύσουν, είναι που κάνει ακόμα και σήμερα ενδιαφέρουσες τις κινηματογραφικές αυτές ταινίες. Γιατί, ανθρώπινοι χαρακτήρες με κουρελιασμένα  ένστικτα, δεν είναι μπορετό να  βιώσουν την αξία ενός έντονου σεξουαλικού πόθου, μιας οργιαστικής άνευ έρωτος σεξουαλικής  συνεύρεσης, έτσι όπως πολύ εύστοχα ανέλυσε στα βιβλία του ο Βίλχεμ Ράϊχ, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Κάτω από αυτό το αμερικανικό σύγχρονο πρίσμα προσέγγισης, μιας ελευθεριάζουσας κοινωνίας που κινείται μέσα στην χοάνη των διαφορετικών και πολυποίκιλων οικονομικών εκμεταλλεύσεων ενός υγιούς ή χυδαίου καπιταλιστικού συστήματος αναφοράς, οι ταινίες, οι ερωτικές αυτές ταινίες του Άντυ Γουόρχωλ και Πωλ Μόρισσέυ, με έναν καταπληκτικό ποθητό σεξουαλικό εραστή, τον Τζο Νταλεσάντρο, που δεν ερμηνεύει, αλλά ζει και απολαμβάνει την κάθε του ερωτική και σεξουαλική σκηνή και περιπέτεια επί σκηνής χωρίς αναστολές και ψεύτικα ηθικά διλήμματα, αποτελούν σταθμό στην εξέλιξη της ιστορίας της έβδομης τέχνης. Ταινίες πρωτοποριακές με στοιχεία ντοκιμαντερίστικου ύφους. Ας μην ξεχνάμε και το μουσικό και ερωτικό φεστιβάλ του Γούντστοκ τον Αύγουστο του 1969 στις ΗΠΑ και τις αλλαγές που έφερε στα σεξουαλικά ήθη των ανθρώπων, ή τα δικά μας Μάταλα.
    Στις μέρες μας, που οι άνθρωποι τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, έχουν απαλλαγεί από πολλές παραδοσιακές κοινωνικές και θρησκευτικές προλήψεις και απαγορεύσεις, στην ερωτική τους ζωή και στην εκπλήρωση των σεξουαλικών τους επιθυμιών, είναι λιγάκι δύσκολο να κατανοήσουν την σημασία τέτοιων ταινιών την εποχή εκείνη, την διαρκή παρουσία ενός γυμνού αντρικού σώματος στην οθόνη, την εκπλήρωση έστω και επί χρήμασι των ερωτικών και σεξουαλικών επιθυμιών, εξάλλου, όπως το ανέφερε και κάποιος παλιός μαρξιστής κοινωνιολόγος, όλοι σε κάθε στιγμή της ζωής μας είμαστε πόρνες. Στον εργασιακό μας χώρο, στον επαγγελματικό, τον φιλικό, το κοινωνικό μας περιβάλλον, τον θρησκευτικό, τον καλλιτεχνικό, όλα είναι ένα δούναι και λαβείν. Γιατί καπιταλιστικό σύστημα χωρίς ανεργία και οικονομική εξαθλίωση μάλλον αδύνατον να υπάρξει.
Εικόνα σου είμαι Κοινωνία και σου μοιάζω, έγραψε παλαιότερα σε ποίημά της η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Από την Αθηναίων Πολιτεία που περιγράφει ο Αριστοτέλης, μέχρι την άλωση της Βαστίλης και τις δυτικού τύπου ανοιχτές κοινωνίες των ημερών μας, το ανθρώπινο ζώο λειτουργεί ενστικτωδώς και  με γνώμονα τις προσωπικές του επιθυμίες και ανάγκες. Στον κανόνα αυτόν, είναι άκαιρη οποιαδήποτε ηθική απαγόρευση. Ούτως ή άλλως, ο καθένας σκοτώνει οτιδήποτε αγαπάει περισσότερο, όπως έγραψε ευφυώς ο Όσκαρ Ουάιλντ.
     Και αυτό το γνώριζε ο καλλιτέχνης Άντυ Γουόρχωλ, όταν χρησιμοποίησε τα σωματικά κάλλη και το αυθεντικό σεξουαλικό ένστικτο του Τζο Νταλεσάντρο επί σκηνής. Αφήνοντας πίσω του ένα αισθησιακό άρωμα σεξουαλικού χρόνου που παρήλθε. Θαυμάζοντας ένα αντρικό δέμας με την ματιά που ο αρχαίος Πλάτωνας θαύμαζε το νεανικό κορμί του Χαρμίδη. Η Τέχνη εντέλει, μόνη και ανυπεράσπιστη, διασώζει τους πόθους και τις επιθυμίες όλων μας, που ο Χρόνος σβήνει.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Σάββατο 16 Ιουλίου 2016
Πειραιάς 16/7/2016
Υ. Γ. Το τεύχος 8 του Νοεμβρίου 1975-Φεβρουάριου 1976, του περιοδικού «σύγχρονος κινηματογράφος», είναι αφιερωμένο στον ποιητή και σκηνοθέτη ιταλό Πιέρ Πάολο Παζολίνι που βρήκε φρικτό θάνατο εκείνη την χρονιά. Επίσης, το νούμερο 35 του περιοδικού κάνει ΕΙΔΙΚΌ ΑΦΙΕΡΩΜΑ στον Παζολίνι.
    Τέλος, το νούμερο έξι του «σύγχρονου κινηματογράφου» που εδώ καταγράφω, έχει ακόμα τις κινηματογραφικές κριτικές του Μπάμπη Κολώνια για τις ταινίες: «Ο Κολασμένος Κολόγερος» του δικού μας σκηνοθέτη Άδωνη Κύρου, «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» σε σκηνοθεσία Τζακ Κλέιτον», «Ο Προμηθέας» του Σίρλευ Κλάρκ, και τις θρυλικές «Τρωάδες» του Κύπριου σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη. Μια ταινία σταθμός στην κινηματογραφική απεικόνιση της αρχαίας τραγωδίας του Ευριπίδη, όπως η «Μήδεια» του Παζολίνι. Ταινία που δείχνει σε όλο του το μεγαλείο τη φρίκη και την καταστροφή που φέρνει ο πόλεμος, από τα πανάρχαια χρόνια ως την Κυπριακή τραγωδία και την τούρκικη εισβολή. Η Κάθριν Χέπμπορντ ως η αιώνια μάνα Εκάβη που τις έλαχε από την σκοτεινή μοίρα να θάψει τα παιδιά και τα εγγόνια της, καθώς και η δική μας Ειρήνη Παπά, στον ρόλο της Ωραίας Ελένης, αυτό το βλέμμα αμύγδαλο πίσω από τα καφασωτά καθώς πλενόταν, αυτή η θεϊκή κορμοστασιά μπροστά στο αχαλίνωτο και βάρβαρο μένος των ελλήνων στρατιωτών, αυτή η μαύρη χαίτη μαλλιών που θύμιζε μυστική νεράιδα των ελληνικών παραμυθιών, ήσαν το κάτι άλλο.  Ερμηνείες αλησμόνητες και αιώνιες. Μαγευτικά πλάνα συγκλονιστικές ερμηνείες, ωραίοι φυσικοί χώροι, εξωτερικά φανταστικά γυρίσματα, ιστορική αλήθεια, μηνύματα αιώνιας αγανάκτησης και αηδίας για τον πολεμικό σωβινισμό των ανθρώπων. Για την αμυαλοσύνη τους και την έλλειψη σεβασμού προς τον αντίπαλο. Μια από τις πιο αντιπολεμικές τραγωδίες του Ευριπίδη. Μια στηλίτευση της ελληνικής συμπεριφοράς, που κόπτονται ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος». Ένας εθνικός μας ήρωας, ο Οδυσσέας, λαοπλάνος, καιροσκόπος, εκδικητής, μοβόρος, χωρίς έλεος ακόμα και για ένα μικρό παιδί, όπως ήταν ο Αστυάναξ, ο μικρός Σκαμάνδριος ο γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που στου Οδυσσέα τις ενέργειες και πολεμόχαρη επιμονή οφείλεται ότι οι έλληνες τον γκρέμισαν από τα τείχη. Πόλεμος πατήρ πάντων έγραφε ο θείος Ηράκλειτος, κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι πρόγονοί μας, ανεξάρτητα αν δεν ήθελαν να το παραδεχθούν επίσημα, μην τυχόν και αμαυρώσουν την δημόσια ιστορική τους εικόνα. Συγκλονιστική ταινία-την έχω δει πάνω από δέκα φορές-και ακόμα, ξανά και ξανά οφείλουμε να διαβάζουμε τον λόγο του αρχαίου τραγικού, ίσως έτσι ανακαλύψουμε ποιοι πραγματικά είμαστε ως Έθνος και  ως φυλή. Μια ράτσα αλησμόνητου μεγαλείου και απύθμενης αυτοκαταστροφής. Θουκυδίδης και Ευριπίδης, ξεσκεπάζουν όλα τα κατά καιρούς πέπλα με τα οποία έχουν καλύψει οι εθνο-αμύντορες την φυλή μας.
 Ο Φώτης Λαμπρινός μιλά για τις ταινίες: «Το ημέρωμα της φωτιάς» του Ντάνιελ Χανπροβίτσκι, «Ο Λένιν το 1918»  του Μιχαήλ Ρομ, και «Ο αγκυλωτός σταυρός του Ναζισμού» του Λούτς Μπέκερ. Συνεχίζεται τέλος, το κείμενο «Η μη-αδιάφορη φύση» του Σεργκέι Μ. Αιζενστάιν σε μετάφραση του σκηνοθέτη Κώστα Σφήκα.             
                                                                  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου