Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Ποιήματα αφιερωμένα στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Ποιήματα αφιερωμένα στον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
    «καλύτερα να πεθάνουμε στα πόδια μας, παρά να ζήσουμε στα γόνατά μας»
                   Dolores Ibarruci -Passionaria

    Συνεχίζοντας την παράθεση στοιχείων και πληροφοριών για τον Ισπανό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Federico Garcia Lorca, τον τόσο αγαπημένο στο ελληνικό αναγνωστικό ποιητικό και θεατρικό κοινό, μεταφέρω σε αυτό το σημείωμα το πέμπτο στη σειρά, ενδεικτικά ποιήματα ελλήνων κυρίως, αλλά και ξένων δημιουργών, που είναι αφιερωμένα στον ποιητή. Ο Ανδαλουσιανός ποιητής, είναι ο μόνος δημιουργός της χώρας του και της γενιάς του στα νεότερα χρόνια, που έγινε παγκοσμίως γνωστός και αγαπητός-και δικαίως-στην διάρκεια του χρόνου μετά την δολοφονία του. Το ποιητικό έργο του «αηδονιού της Ανδαλουσίας» μεταφράστηκε, διαβάστηκε και εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο και στην νέα χιλιετία, τα θεατρικά του έργα ανεβάστηκαν και εξακολουθούν να παρουσιάζονται στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, οι θεατρικές του ηρωίδες ερμηνεύτηκαν από τις σπουδαιότερες γυναίκες ηθοποιούς ανά την υφήλιο. Το όνομά του από πολύ νωρίς ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του και έγινε σύμβολο αντίστασης στον αγώνα των δημοκρατικών πολιτών ενάντια στον φασισμό και την πολιτική καταπίεση, η πολιτική του δολοφονία πάνω στον ανθό της νιότης του-μόλις 38 χρονών-που σήμανε και το τέλος της πνευματικής και συγγραφικής του δημιουργίας, στέρησε το παγκόσμιο πνευματικό στερέωμα από το έργο ενός σημαντικού δημιουργού που, εν ζωή ακόμα, είχε γίνει κέντρο αναφοράς  της «ισπανικότητας», αλλά οικοδόμησε κατά κάποιον τρόπο τον συγγραφικό και καλλιτεχνικό του μύθο. Με το ποιητικό και δραματικό του έργο, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, πέτυχε το σημείο  συνάντησης της μυστηριώδους πανθεϊστικής ισπανικής ψυχής με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής του. Συνένωσε τα βιωματικά και οικεία στοιχεία και σύμβολα της πανάρχαιας παράδοσης της χώρας του, με το τελευταίο καλλιτεχνικό κίνημα της εποχής του μεσοπολέμου, τον σουρεαλισμό, το ανατρεπτικό και απελευθερωτικό αυτό κίνημα που μαζί με τον σύντροφο των πρώτων του ερωτικών σκιρτημάτων τον Σαλβαντόρ Νταλί μπόλιασαν το έργο τους, ο ένας το ποιητικό του σύμπαν ο άλλος τον ζωγραφικό του κόσμο. Ο κόσμος του Λόρκα είναι πλήρης αλχημιστικών συμβόλων, ονόματα και χρώματα που ξεπερνούν τον στενό φολκλορισμό της χώρας του και ανάγονται σε αρχετυπικά σύμβολα μιας οικουμενικής αλλά τόσο καθημερινής μας επαφής με την αλήθεια των πραγμάτων που περιγράφει. Εκφράζει μια μυστηριώδη αλλά λαγαρή και λυρική αλήθεια, αυτή που έχει το λυκαυγές της γέννησης των πραγμάτων. Ο παράτολμος λόγος του φέρνει στο νου μας την αρχέγονη τραχιά δραματική πνοή των αρχαίων ελλήνων τραγικών ποιητών, θυμίζει τα αραβουργήματα με την παγκόσμια απήχησή τους και πέρα από την παράδοση που τα γέννησε. Έχει την αυθεντικότητα του Σαιξπηρικού θεατρικού μεγαλείου, όπου στα έργα του, η ανθρώπινη τραγωδία μετατρέπεται σε δράμα. Σε ένα ιερό μυστικό αλλά καθημερινό και τόσο οικείο σε μας δράμα, όπως είναι το ιερό μυστήριο της θείας λειτουργίας που τελείται καθημερινά και ανεπανάληπτα για πιστούς και απίστους, νεκρούς και ζωντανούς, νηστεύσαντες ερωτικά ή όχι, ομόδοξους ή ετερόδοξους.  Είναι αυτή η φλόγα ζωής που τρεμοσβήνει μες στις καρδιές των απλών ανθρώπων καθώς περιδιαβαίνουν μόνοι και έρμαιοι, σιωπηλοί και τρομαγμένοι, δυναστευόμενοι και τραυματισμένοι, από τα συνεχή κτυπήματα της Μοίρας. Όλοι εμείς, οι μη αμνηστευθέντες του Έρωτα-Θανάτου. Και αυτήν την ζωοποιό φλόγα κρατά άσβεστη στο χρόνο, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα με το έργο του, παρότι οι φαλαγγίτες συμπατριώτες του έσβησαν πολύ νωρίς την σπίθα της ατομικής του ζωής.          
    Ο ποιητής, δοκιμιογράφος, ανθολόγος και μεταφραστής Άρης Δικταίος, στον πρόλογο της μετάφρασης των «ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ» του Λόρκα από τα ισπανικά, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1980, μιλώντας για την σχέση του με το cante jondo, και τα Canciones…, συγκρίνει τον ανδαλουσιανό ποιητή με τον δικό μας Κώστα Κρυστάλλη, γράφει μεταξύ άλλων: «Από την άποψη αυτή, του λαϊκού(δημοτικού) τραγουδιού, ο Lorca συνιστά, ουσιαστικά, μια περίπτωση, ταυτόσημη μ’ εκείνη του Κώστα Κρυστάλλη, που γεννήθηκε, μαθήτεψε, έζησε και, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πέθανε μέσα στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Η διαφορά τους έγκειται στην εποχή που έζησαν και δημιούργησαν…. Κι ακόμη στην ουσιώδη διαφορά του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, όπου το επικό, ηρωικό στοιχείο πλεονάζει, πλησιάζοντας περισσότερο προς τη μεταγενέστερη, οπωσδήποτε, του λαϊκού ισπανικού τραγουδιού, romanza, και του ισπανικού λαϊκού τραγουδιού, που είναι αποκλειστικά, λυρικό….».    
     Ο ποιητής και μεταφραστής Γιάννης Σουλιώτης στο βιβλίο που εξέδωσε το 2012 από τις εκδόσεις Αρμός, « LORCA Ο Θάνατος του Πήγασου» γράφει για την εκτέλεση του ποιητή: «Τον Φεδερίκο Λόρκα σκότωσαν στον εμφύλιο οι συμπατριώτες του, το καλοκαίρι του 1936, σε κάποιο λόφο με ελιές, έξω από τη Γρανάδα, γιατί αρνήθηκε να αγνοήσει το «διαφορετικό». Το σώμα δε βρέθηκε ποτέ. Ο θάνατός του ήταν ένας θάνατος σύμφωνος με αυτό που λάτρεψε σε όλη του τη ζωή: το ντουέντε. Ο «έρωτας-θάνατος», όπως εκείνος τον είχε «προφητικά» προβλέψει.»
Κατάλαβα πώς με είχαν δολοφονήσει.
Έψαξαν τα καφενεία και τα κοιμητήρια
και τις εκκλησίες,
άνοιξαν τα βαρέλια και τα ντουλάπια,
ρήμαξαν τρεις σκελετούς
για να βγάλουν τα χρυσά τους δόντια.
Δε με βρήκαν.
Δε με βρήκαν;
Όχι, δε με βρήκαν.   
    Ο Ξενοφών Α. Κοκόλης δοκιμιογράφος και πανεπιστημιακός, στο γνωστό μελέτημά του «Τρεις μελέτες για μεταφράσεις»(Lorca, Apollinaire, Moreas) εκδόσεις Τράμ-Θεσσαλονίκη 1977, εργασία που είχε πρωτοδημοσιευτεί στο γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» του Θεσσαλονικιού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 της τρίτης περιόδου του περιοδικού, ερευνά τις μεταφραστικές εργασίες 7 ελλήνων δημιουργών μόνο για μία ποιητική σύνθεση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, το «Llanto por Ignacio Sanchez Mejias», στον Ελλαδικό χώρο. Ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Σπάνιας, στο γνωστό του βιβλίο «Ποιητική Ανθολογία από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο», εκδόσεις Τράμ-Θεσσαλονίκη 1980, στις παρουσιάσεις 18 γνωστών ευρωπαίων ποιητών που μεταφράζει και παρουσιάζει, τρείς από αυτούς, έχουν αφιερώσει ποιήματά τους στην μνήμη ή τον θάνατο του ποιητή. Η Virginia Lopez Recio, στην πρώτη ερευνητική και καταγραφική της εργασία για την πορεία του θεάτρου του στις ελληνικές σκηνές στην Ελλάδα “La Luna el Cuchillo las Aguas-Lorca en Grecia”, εκδόσεις Οι εκδόσεις των Φίλων 2006, στον Κατάλογο Θεατρικών Παραστάσεων που αρχινούν από την θρυλική παράσταση της 8ης Απριλίου 1948 από το Θέατρο Τέχνης του έργου «Ματωμένος γάμος» σε μετάφραση του ποιητή Νίκου Γκάτσου, σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, σκηνικά και κουστούμια του Γιάννη Τσαρούχη και μουσική του μελωδού των ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι, έως την τελευταία που καταγράφει, αυτή της «Υπόθεση Yerma» από το «Θέατρο Χυτήριο» σε μετάφραση Δήμητρα Πετροπούλου, δραματική επεξεργασία και σκηνοθεσία Σταύρος Σ. Τσακίρης, σκηνικά και κοστούμια Γιώργος Ασημακόπουλος και μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος της 25/12-13/3/2005, στα 57 αυτά θεατρικά χρόνια, το θέατρο του Λόρκα,(μαζί με τις επαναλήψεις του) ανέβηκε σε εθνικές, ιδιωτικές ή ερασιτεχνικές σκηνές πάνω από 150 φορές, χωρίς να προσμετρήσουμε τις διάφορες θεατρόμορφες εκδηλώσεις-παραστάσεις της ποίησής του, και τις παραστάσεις στα μετά το 2005 χρόνια.
ΤΕΤΑΡΤΗ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936
Μια Τετάρτη στις 5 το πρωί     
Το κρίμα γίνηκε στη Γρανάδα
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
Τον είδανε να περπατά(οι κάνες των όπλων τους άγγιζαν τα πλευρά του)
Να παίρνει το μεγάλο δρόμο
Και να σταματά στο κρύο χωράφι
Ακόμη σπαρμένο με τ’ άστρα της αυγής.
Σαν έφεξε
Σκοτώσανε το Federico.
Οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος
Δεν τόλμησαν να τον κοιτάξουν καταπρόσωπο.
Όλοι τους είχαν κλείσει τα μάτια και προσεύχονταν.
-Ούτε ο Θεός δε σας γλιτώνει τώρα.
Ο Federico έπεσε νεκρός.
-Αίμα στο μέτωπό του και μολύβι στα σπλάχνα του-
…Ακούτε; Το κρίμα γίνηκε στη Γρανάδα.
Μάθετέ το!-φτωχή Γρανάδα, ναι, στη Γρανάδα του…
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΙ Ο ΧΑΡΟΣ
Τον είδανε να περπατά στο πλάι του, μονάχος,
και δε φοβόταν το δρεπάνι του.
-Πύργο τον πύργο ο ήλιος σφυρί το σφυρί στ’ αμόνι,
Αμόνι τ’ αμόνι στα σιδεράδικα.
Ο Federico
Με τσαχπινιά μιλά του Χάρου και κείνος
Άκουγε:
Μια και στο στίχο μου βούιζε χτες
ο κρότος απ’ τα κατάξερα βάγια, σύντροφέ μου,
Κι άγγιξες με τον πάγο σου το ποίημά μου
Και με του δρεπανιού σου τ’ ασημένιο δόντι
Την τραγωδία μου
Θα σου τραγουδώ τη σάρκα που δεν έχεις
Τα μάτια που χάσκουν
Τα μαλλιά που σπαρταρούν στον άνεμο
Το κόκκινο στόμα που το σκεπάζουν με φιλιά
Σήμερα, σαν χτες, τσιγγάνε, θάνατέ μου
Τι καλά νιώθω ολομόναχος να βρίσκομαι μαζί σου
Με τους αέρηδες της Γρανάδας, της Γρανάδας μου.
Τον είδανε να περπατά…
Φίλοι μου,
Χτίστε μες στην Αλάμπρα
Με πέτρα κι όνειρο
Του ποιητή τον τάφο
Πάνω σε μια πηγή
Με το νερό να κλαίει
Να κλαίει, κλαίει
Και να λέει, παντοτινά-
Το κρίμα γίνηκε στη Γρανάδα, στη Γρανάδα του!
         Antonio Machado
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ FEDERICO GARCIA LORCA
Ο πουτανιάρης Γύφτος έφυγε
με μια νόστιμη κρεολή
και μια καλή κιθάρα,
γελαστός και περίεργος να μάθει
γιατί «η γυναίκα του Antonio
περπατάει έτσι…»
Γυναίκες στα μπαλκόνια
Τρίτωνες και νεράιδες
Τραγουδάνε τραγούδια συντεφένια
στον ποιητή της Γρανάδας:
«Από δω, Federico:
Κάνε να μυρίσουνε τα πορτοκάλια
Κι οι ανανάδες και τ’ αφρόμηλα»
Θα σ’ εκφράσω μ’ ένα απόσταγμα
Ανθισμένα δειλινά και τραγούδια
μουσική σείστρων και μ’ ένα
άσμα πιο βαθύ: το χρώμα.
Η κιθάρα γκαστρώθηκε, θαρρώ
(ποιος ξέρει; απ’ την αυγή, την κρεολή,
ή τον κορυδαλλό).
Και τραγουδεί σαν μια μικρή
με τορνευτούς γλουτούς
και με γλυκιά φωνή
να μεθούν οι μέλισσες!
Από δω Fderico
θα βάψουμε κατάμαυρα
τα πρόσωπά μας και τα σώματά μας,
θα κατσαρώσουμε τα μαλλιά μας.
Θα βάψουμε τον ύπνο μας.
Είναι κάτι τραγούδια νέγρικα
σαν υπερώριμα σταφύλια
είναι και κάτι αυγερινοί
γλυκύτεροι κι απ’ το σπυρί της ζάχαρης!
Ο πουτανιάρης Γύφτος έφυγε
με μια νόστιμη κρεολή
γελαστός και περίεργος να μάθει…
κι αγαπήθηκαν με πάθος στ’ ακρογιάλι
Και σαν ξυπνήσαν βρήκαν πάλι
Τον ήλιο στην κιθάρα τους.
         Luis Cardoza Y Aragon
ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΕΝΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ (F. G. L.)
Ξαναγύρισες κοντά μου πιο γερασμένος και μελαγχολικός
Στο νυσταγμένο φως ενός ονείρου του Μαρτίου, δίχως άγχη
Με κιμωλία στους κροτάφους με τη μαγική ελιά
Και το χαλκό της νιότης τώρα μια περγαμηνή που τρίζει στο χρόνο
Κάτασπρος, άσπρος σαν γύψος, σαν να γέρασες
Μεμιάς, μ’ ένα σου βήμα, απ’ τη ζωή στο θάνατο.
Δεν ξέρω τ’ ήθελες, γιατί ήρθες, τ’ είχες να μου πεις
Κείνη τη νύχτα στη λάμψη του ακριβού σου αλπακά,
Λάμποντας σαν να ΄χες βγει μόλις από μπαρμπέρη
Με την κίτρινη γραβάτα σου και τα μαλλιά σου να σπαρταράν στον
     άνεμο, διαβαίνοντας, σαν πάντα, κήπους
Με λεύκες φοιτητικές και ζεστές πικροδάφνες.
Τι σκεπτόσουν-εξήγησέ μου, πες μου τώρα, μεσ’ απ’
      αυτά τα φωτεινά
Διαλείμματα του ονείρου μου-τ’ ήθελες; Το δρόμο να μου δείξεις
Μεσ’ από καταχθόνιες ρίζες και κρουνούς κάτω απ’ τις ρίζες
Όπου τα κόκαλά σου ζούνε μουρμουρίζοντας πως
είσαι πρώτος στους νεκρούς;
     Μίλησε,
Εξήγησέ μου, μίλησε1
Βουβά μ’ αγκάλιασες
Έγνεψες τρυφερά σε μια καρέκλα να καθήσω
Και κάθησες πλάι μου και συ, χαμογελώντας σιωπηλά,
-χωρίς ούτε μια λέξη να μιλάς-
Μίλησε, ποιος ήταν ο σκοπός σου; Τάχα πως
      οι αγώνες μας είναι
Μηδαμινοί κι η αγωνία του παρελθόντος δε σημαίνει απολύτως
Τίποτα, και πως ο θάνατος!-Άχ, άχ-συγχώρα με,
Μας ενώνει πιο πολύ κι από την ίδια τη ζωή!...
Αν τ’ ονειρό μου μ’ εξαπάτησε, έλα πίσω πάλι, στη νύχτα του ονείρου,
Κι εξήγησε πιο καθαρά το νόημά σου.
         Rafael Alberti
    Αυτά είναι τα ποιήματα και οι δημιουργοί τους που έχει η «ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ» του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Σπάνια, η οποία περιλαμβάνει  και έναν κατατοπιστικό πρόλογο για την πολιτική κατάσταση της Ισπανίας την τραγική αυτή περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού της και τους πρωταγωνιστές της και από τις δύο πλευρές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ότι ο Νίκος Σπάνιας, στέκεται ιδιαίτερα στο έργο και μας δίνει πληροφορίες για έναν άλλο μικρότερο σε ηλικία του Λόρκα ποιητή, τον Miguel Hernandez, ο οποίος πέθανε στις φυλακές των φαλαγγιτών μετά από μεγάλες κακουχίες σε πολύ νεαρή ηλικία, και παραθέτει τέσσερα ποιήματά του, καθώς και ένα γράμμα του ίδιου του Λόρκα προς τον νεαρότερό του ποιητή για την πρώτη του ποιητική συλλογή.
Επειδή η ανθολογία θεωρώ ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους λάτρεις της ισπανικής και Λορκικής ποίησης, αλλά και του νεαρού ποιητή Miguel Hernandez, αναφέρω εδώ ένα μέρος από τα στοιχεία που μας δίνει ο Νίκος Σπάνιας, το γράμμα του Λόρκα και τα ποιήματα του ποιητή που χάθηκε και αυτός άδοξα στα κατοπινά χρόνια της φραγκικής δικτατορικής διακυβέρνησης. Συμπληρωματικά θα ήθελα να σημειώσω, ότι ανάμεσα στα άλλα ιστορικά βιβλία και μελέτες που κυκλοφορούν στα ελληνικά για την περίοδο εκείνη στην Ιβηρική χερσόνησο, χρήσιμη είναι και μια έκδοση της Αυτόνομης γυναικείας εκδοτικής ομάδας-Αθήνα 1988, που σε δική της μετάφραση κυκλοφόρησε το μικρό βιβλιαράκι Μ. Άκελσμπεργκ, Τ. Καπλάν, Λ. Ουίλλιζ, «ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ». Το βιβλίο μιλά για τις ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις στις τάξεις του δημοκρατικού ισπανικού στρατού και χώρου, και ιδιαίτερα, την διαφορετική πολιτική αντιμετώπιση της πολεμικής κατάστασης από τις ανοργάνωτες αναρχικές ομάδες σε σχέση με το επίσημο κομμουνιστικό κόμμα της ισπανίας και την πολιτική που πρέσβευε και επεδίωκε να εφαρμόσει τα κρίσιμα και δυστοτόκα εκείνα χρόνια για την ισπανία. Πολιτικό κείμενο που μας φανερώνει το πόσο-δυστυχώς πάντα-είναι διαιρεμένο μέσα στην ιστορία το αριστερό κίνημα παγκοσμίως και διαχρονικά.
Todo decae con frecuencia en Espana, menos la raza:
(Το παν φθείρεται στην Ισπανία, εκτός από την ράτσα)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ισπανία(κι η Ελλάδα μαζί) είναι η χώρα των ηχηρών pronunciamentos. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1814 ο ισπανός στρατηγός Martinez Campos έβγαλε ένα σύντομο λόγο στους στρατιώτες του κάτω από έναν ελαιώνα και ανακήρυξε τον Alfonso XII βασιλιά της Ισπανίας….
Η Πρώτη Δημοκρατία έπεσε δίχως να πέσει καμία σφαίρα για την υπεράσπισή της…
Τη 17η Ιουλίου, ημέρα Παρασκευή, του 1936 μια στρατιωτική χούντα μ’ επικεφαλής τους στρατηγούς Jose Sanjurjo, Emilio Mola, Francisco Llanto and Francisco Franco, μαζί με πολιτικούς της άκρας δεξιάς, στασίασαν και κινήθηκαν ν’ ανατρέψουν βίαια τη νόμιμη ισπανική κυβέρνηση….
Μετά δέκα εβδομάδες οι στασιαστές διόρισαν το Franco στρατιωτικό και πολιτικό αρχηγό τους. Η στάση, με τη μελλοντική επιτυχή της έκβαση, όπως είχαν από την αρχή πιστέψει οι πραξικοπηματίες κι ο περισσότερος κόσμος, ήδη είχε λάβει διαστάσεις αληθινού εμφύλιου πολέμου-του φρικτότερου και αιματοχαρέστερου στον αιώνα μας-και η Ισπανία κυριολεκτικά κουρελιάστηκε στα δύο χρόνια και στις διακόσιες πενήντα τέσσερις ημέρες της διάρκειάς του. Η στρατιωτική υπεροχή του Φράνκο ήταν τέτοια ώστε είναι θαύμα πως άντεξε τόσο πολύ, μάλιστα, η παραδαρμένη κι ανοργάνωτη ισπανική δημοκρατία και το θαύμα-αν εξηγούνται τα θαύματα-πρέπει ν’ αναζητηθεί στην αντοχή, στο υπέροχο θάρρος και στον ενθουσιασμό του ισπανικού λαού. Η κυβέρνηση, στις παραμονές του εμφύλιου πολέμου, ήταν ένα συνονθύλευμα πολιτικών κομμάτων που μάχονταν άγρια πολλές φορές μεταξύ τους, και δεν είχε για την υπεράσπισή της παρά μόνο μερικούς αγύμναστους στρατιώτες και μια μικρή και ανεπαρκή αεροπορία…
…Ισπανία, μια χώρα όπου ο πιο ατίθασος ιδεαλισμός και το ανεξάρτητο του ατομικού χαρακτήρα βάδιζαν από αιώνες, χέρι-χέρι…
    Ένα από τα πρώτα θύματα της προδοσίας αυτής κι αυτού του ξεπουλήματος ήταν κι ο Federico Garcia Lorca. Τον πήρανε για ένα paseo και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Έτσι, νομίζω, το συγκινητικό, λιτό ποίημα του Machado στη μνήμη του: El Crimen Gue en Granada ταιριάζει καλά για να μπει πρώτο στην ανθολογία αυτή. Μα, πολλά ποιήματα και μάλιστα από μεγάλους ποιητές έχουν γραφτεί για το Lorca και μολονότι αισθάνομαι ένα σταθερό και μεγάλο θαυμασμό για τον Ανδαλουσιανό ποιητή προτίμησα ν’ αφιερώσω το β’ της εισαγωγής αυτής στη μνήμη ενός άλλου, λιγότερο γνωστού αλλά με μεγάλο ταλέντο ποιητή και που η μοίρα του δεν υπήρξε λιγότερο τραγική από τη μοίρα του Lorca. Μιλώ για το Miguel Hernandez. Ήταν άλλο κι αυτό σημάδι της μοίρας το ένα θύμα (το μεγαλύτερο σε ηλικία ο Lorca) να βοηθήσει το άλλο (και μικρότερο: τον Hernandez) στα πρώτα ποιητικά βήματά του; Το παρακάτω γράμμα του Lorca στο Hernandez μιλά εύγλωττα για τη γενναιοδωρία ενός μεγάλου κι αναγνωρισμένου ποιητή απέναντι σ’ έναν πρωτόβγαλτο ποιητή:
 «Αγαπητέ μου ποιητή:
    Δε σε ξέχασα. Μα μ’ έχει αδράξει η ζωή κι η πένα όλο μου γλιστρά απ’ τα χέρια. Σε σκέφτομαι συχνά γιατί ξέρω ότι υποφέρεις σ’ αυτόν τον κύκλο των γουρουνιών της λογοτεχνίας και με πληγώνει να βλέπω την ενεργητικότητά σου, τόσο γεμάτη ηλιοφώς, να φυλακίζεται και να χτυπιέται στον τοίχο. Μα θα μάθεις έτσι. Θα μάθεις να κρατιέσαι απ’ τον εαυτό σου σ’ αυτή τη φλογερή άσκηση που σου επιβάλλει η ζωή. Το βιβλίο σου («Perito en Lunas»-Επικήδειος στα φεγγάρια- ήταν η πρώτη ποιητική συλλογή του Hernandez που τύπωσε σε ηλικία 22 χρόνων)στέκεται βαθύ μέσα στη σιωπή, σαν όλα τα πρώτα βιβλία, σαν το πρώτο μου που έκλεινε τόση δύναμη όση και οδύνη. Γράφε, διάβαζε, μελέτα. ΠΟΛΕΜΑ! Μην είσαι μάταιος γύρω από το έργο σου. Το βιβλίο σου είναι νευρώδες έχει ενδιαφέροντα πράγματα-πολλά- και για τα μάτια που μπορούν να δούνε κάνουνε φανερό το ανθρώπινο πάθος αν και καθώς λες, δεν έχει πιο πολλά cojones απ’ αυτά των περισσότερων καθιερωμένων ποιητών.
    Μην ανησυχείς. Η καλύτερη ποίηση της Ευρώπης γράφεται σήμερα στην Ισπανία. Μα, κι απ΄ την άλλη μεριά, δεν είν’ εντάξει ο κόσμος. Το Perito en Lunas δεν αξίζει αυτή την ανόητη σιωπή. Όχι. Αξίζει την προσοχή, την ενθάρρυνση και την αγάπη των καλών ανθρώπων… Έχεις το αίμα του ποιητή κι ακόμη όταν στο γράμμα σου, ξεσπά η διαμαρτυρία σου ανάμεσα σε πράγματα άγρια(που αγαπώ) δείχνεις την τρυφεράδα της καρδιάς σου……
    Γράψε μου. Θέλω να μιλήσω σε μερικούς φίλους μήπως ενδιαφερθούν για το Perito en Lunas. Ποιητικά βιβλία αγαπητέ μου Miguel αργούν τόσο πολύ να πιάσουν. Ξέρω καλά τι άνθρωπος είσαι και σου στέλνω τον εναγκαλισμό μου σαν αδερφός γεμάτος φιλία και στοργή.
(Γράψε μου)
-Federico
    O Miguel Hernandez γεννήθηκε το 1910. Πέθανε την άνοιξη του 1942 ύστερα από φυματίωση, αιμορραγίες, στερήσεις και ανήκουστες κακουχίες στις φυλακές του Franco. Δεν είχε καλά-καλά κλείσει τα τριάντα δύο του χρόνια…
     Ο Hernandez ήταν ένα αυτοδίδαχτο τσομπανόπουλο από την Orihuela, ένα χωριό της ανατολικής Ισπανίας. Το 1933 (οπότε και χρονολογείται το γράμμα του Lorca στο Hernandez) έβγαλε την πρώτη του ποιητική συλλογή με φανερή την επίδραση του Gongora….
ΠΑΜΦΩΤΟΣ ΠΡΟΧΩΡΩ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Πάμφωτος, προχωρώ στο σκοτάδι: υπάρχει μέρα;
Ο τάφος μου είν’ αυτός ή μήπως η μήτρα της μάνας μου;
Κάτι χτυπά πάνω στο δέρμα μου σαν μια κρύα
Πέτρα που γίνεται θερμή, κόκκινη, τρυφερή.
--
Ίσως ακόμη να μη γεννήθηκα.
΄Η πάλι να ‘χω για πάντα πεθάνει. Το σκοτάδι με κυβερνά.
Αν αυτή είναι ζωή, τ’ είναι τότε θάνατος.
΄Η ποιο το κέρδος μιας αιώνιας αγωνίας.
--
Φορώντας αλυσίδες για ρούχα, φαίνεται να θέλω
Να γυμνωθώ ν’ απελευθερωθώ απ’ την εαυτό μου
Ν’ αποφύγω το βλέμμα μου γεμάτο σύγχυση κι απόσταση
Μα το μαύρο ρούχο του πένθους, από μακριά, μ’ ακολουθεί
Σκιά ακολουθώντας μια σκιά στο σκοτάδι, φυτρώνοντας
Στη γυμνή ζωή σαν άνθος απ’ το τίποτα.
18 ΙΟΥΛΙΟΥ,1936-18 ΙΟΥΛΙΟΥ 1938
Δεν είναι χαλάζι, είν’ αίμα αυτό που δέρνει τους κροτάφους μου.
Είναι δυό χρόνια αίματος δυό κατακλυσμοί.
Αίμα με ηλιακή ενέργεια, έρχεσαι καταβροχθίζοντας.
Έρχεσαι αδειάζοντας και πνίγοντας τα μπαλκόνια.
Αίμα πολυτιμότερο απ’ όλα τ’ αγαθά.
Αίμα θησαυρίζοντας τα δώρα της αγάπης του.
Δες πως αναστατώνει τις θάλασσες, κάνε έφοδο στα τρένα
Τσακίζοντας τη βούληση των ταύρων κι εμψυχώνοντας λιοντάρια.
Ο χρόνος είναι αίμα. Ο χρόνος κυλά στις φλέβες μου.
Μωρός στο ρολόι και την αυγή είμαι κάτι πιο πολύ
Από πληγωμένος, ακούγοντας αίμα λογής να συγκρούεται.
Αίμα που μόλις ο θάνατος μπορεί να λουστεί:
Αναλαμπή αίματος αεικίνητου που δεν έχει χλωμιάσει
Γιατί το προστατεύουν τα χιλιόχρονα μάτια μου.
ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΩΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΩΝ
Σιωπή ναυαγισμένη στη σιωπή.
Στόματα βουλωμένα με νύχτα.
Ποτέ δε σταματάει η σιωπή.
Ακόμη κι η τομή της τομής είναι σιωπή.
Μιλάει την πνιγμένη γλώσσα των νεκρών.
--
Σιωπή.
Άνοιξε δρόμους από βαθύ βαμβάκι.
Στόμωσε τους τροχούς, τα ρολόγια.
Ανακάλεσε τη φωνή της θάλασσας, της περιστέρας.
Συντάραξε τη νύχτα των ονείρων.
--
Το τρένο τρέχει σε λουτρό αίματος
Το αχαμνό τρένο αυτών που αιμορραγούν έως θανάτου
Το σιωπηλό, οδυνηρό, πελιδνό τρένο
Λουφάζοντας σ’ ένα δίχτυ πόνου.
--
Σιωπή.
Τρένο της θανατερής χλωμάδας που ανεβαίνει
Η χλωμάδα βασιλεύει στα κεφάλια
στα «ωχ», στη φωνή, στην καρδιά, στο χώμα,
στην καρδιά των βαριά πληγωμένων.
--
Σιωπή,
Προχωρούν πετώντας πόδια, μπράτσα, μάτια
Πηγαίνουν ρίχνοντας τα μέλη τους έξω απ’ το τρένο.
Περνούν αφήνοντας ίχνη πικρά,
έναν καινούργιο Γαλαξία, με τα δικά μέλη γι’ άστρα
--
Σιωπή.
Βραχνό τρένο, βαριοκαρδισμένο, ματοβαμμένο:
Το κάρβουνο πνέει τα λοίσθια, ο καπνός ανασσαίνει βαριά
και, σαν μητέρα, αναστενάζει η μηχανή.
Προχωρεί σαν μακρόσερτη αποθάρρυνση.
--
Σιωπή.
Η μακρουλή μητέρα θέλει να σταματήσει
κάτω από ένα τούνελ και να κλάψει
Δεν υπάρχουν ενδιάμεσοι σταθμοί για μας
Εκτός από το νοσοκομείο ήτο στήθος.
--
Για να ζήσεις, φτάνει λίγο, μια σταλιά:
Σε μια γωνιά σάρκας μπορείς ν’ απαγγιάσεις έναν άντρα.
Ένα δάχτυλο μόνο, ένα κομμάτι φτερούγας
Μπορεί να σηκώσει το σώμα σε τέλεια πτήση.
--
Σιωπή.
που ποτέ δεν τελειώνει το ταξίδι του στη νύχτα.
Ακόμη και τ’ άλογο πεθαίνει χωρίς πέταλο,
κι οι οπλές κι η πνοή του θάφτηκαν στην άμμο. 
        
     Ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Σπάνιας, πολύ εύστοχα μεταφέρει στα ελληνικά στην μελέτη-ανθολογία, τέσσερα ποιήματα του Hernandez, από τα οποία μεταφέρω εδώ τα τρία, μεταφράζει το γράμμα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα για τον νεαρό ποιητή, μιλά για τις συγγένειές τους και, με σεβασμό και για τους δύο ποιητές μας κάνει λόγο για το ότι και οι δύο χάθηκαν σε μικρή ηλικία την περίοδο του εμφύλιου πολέμου στην Ισπανία, ή μεταγενέστερα στις φυλακές της δικτατορίας του Φράνκο.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, για τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, πασίγνωστα είναι τα άρθρα και το βιβλίο «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» του αμερικανού συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουαιη,(που μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη με μεγάλη επιτυχία, και βραβεύτηκε με Όσκαρ η δική μας τραγωδός Πειραιώτισσα Κατίνα Παξινού), το βιβλίο «Η Ελπίδα» του γάλλου υπουργού πολιτισμού στην κυβέρνηση του στρατηγού Σαρλ Ντε Γκώλ, συγγραφέα Αντρέ Μαλρώ που υπηρέτησε και ως αεροπόρος με την πλευρά των δημοκρατικών ισπανών, τον άγγλο συγγραφέα Τζωρτζ Όργουελ, που ανάμεσα στα άλλα του κείμενα, έχει γράψει και το «Φόρος Τιμής στην Καταλονία», τον επίσης άγγλο στοχαστή και συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ που πολέμησε μαζί με τους δημοκρατικούς και το έργο του «Διάλογος με τον θάνατο», και πολλοί άλλοι ευρωπαίοι και αμερικανοί συγγραφείς, διανοούμενοι και καλλιτέχνες της εποχής εκείνης, που συμμετείχαν ενεργά και με τη συγγραφική τους πέννα, στον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία των δημοκρατικών ισπανών αγωνιστών. Ας τονιστεί ότι, στον αντιφασιστικό αυτόν αγώνα, συμμετείχαν και έλληνες πατριώτες, έχει δημοσιευτεί εδώ και χρόνια σε ιστορικό περιοδικό η συμβολή και τα ονόματά τους.
Σημείωση: ο ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Γεωργούσης, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Αιολικά Γράμματα» τχ.196/7,8,2002, μεταφράζει τα ποιήματα του Αντόνιο Ματσάδο, τα αφιερωμένα στον Λόρκα με τον γενικό τίτλο: Το φονικό γίνηκε στη Γρανάδα. Ι. Το φονικό (Τον είδαν που περπάταγε μεσ’ από τα τουφέκια/στο δρόμο το φαρδύ/έξω στο κρύο κάμπο…) και ΙΙ. Ο ποιητής και ο θάνατος (Τον είδαν που περπάταγε μονάχος με τον χάρο/και χωρίς φόνο στο δρεπάνι του…)
Κριτική της ποιήσεως
Η φωτιά αφυπνίζει το δάσος,
Τους κορμούς, τις καρδιές, τα χέρια, τα φύλλα.
Η ευτυχία, σε μια μόνη ανθοδέσμη.
Συγκεχυμένη, αίθρια, μειλίχια, ζαχαρωμένη,
Είναι ολόκληρο δάσος φίλων
Που αθροίζεται στις πράσινες πηγές
Ήλιου λαμπρού του φλεγόμενου ξύλου.
Ο Γκαρθία Λόρκα οδηγήθηκε στο  θάνατο.
Σπίτι ενός μόνο λόγου
Και χειλιών ενωμένων για να ζήσουν,
Ένας μικρούλης δίχως δάκρυα
Στις κόρες των ματιών του, από νερό χαμένο,
Το φως του μέλλοντος,
Σταγόνα τη σταγόνα γεμίζει τον άνθρωπο
Ως τα διάφορα βλέφαρα.
Ο Σαιντ-Πωλ-Ρου εκτελέστηκε.
Η κόρη του βασανίστηκε.
Πολιτεία παγωμένη σ’ απαράλλαχτες γωνίες.
Όπου ονειρεύομαι ώριμα φρούτα
Της γης και τα’ ουρανού ολάκερου,
Σαν αποκαλυμμένες παρθένες
Σ’ ένα ατέλειωτο παιχνίδι,
Πέτρες ξερές, τοίχοι χωρίς ηχώ,
Σας ξεγλιστρώ μ’ ένα χαμόγελο.
Ο Ντεκούρ θανατώθηκε.
Πώλ Ελυάρ, «Ποιήματα», απόδοση Γιώργος Καραβασίλης, Εκάτη 1996
ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ
         -una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θορύβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πιά ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
-και πρό παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
Νίκος Εγγονόπουλος, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», τόμος Β΄, Ίκαρος 1977
Σημείωση: Ο ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος, εκτός από το  ποίημα που αφιερώνει στον ισπανό ποιητή, στο έργο του «ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ», Ίκαρος 1978, μεταφράζει και τα ποιήματα του Federico Garcia Lorca, η Άπιστη σύζυγος(Η Μοιχαλίς), και Νεκρικό τραγούδι για τον Ιγνάτιο Σάντσεθ Μεχίας (απόσπασμα).
FEDERICO GARCIA LORCA
                             Στο Θανάση Καραβία
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί στο μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
--
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’ αχαμνά του.
--
Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο-πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά-ξοπίσω εμείς-και μη σε μέλει.
--
Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι  αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
--
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ’ ίσα εν’ αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
--
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μεσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.
--
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν’ ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Νίκος Καββαδίας, «ΠΟΥΣΙ», Άγρα 1989
 • Θάνατος και δόξα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
    Με τον τρόπο του F. GL.
Μαύρη εσπέρα
στη Γρανάδα
μαύρος θάνατος
μπολιάζει τις φλέβες σου.
--
Μαύρα πουλιά πληγώνουν βαθιά
τις άσπρες γειτονιές
μαύρες θωριές σπιλώνουν το φως.
--
Ξεκίνησαν ξεκίνησαν
κι ο γδούπος των βημάτων τους
το κορμί σου αντραλίζει.
--
Χαμηλό  κρεβάτι
κόκκινο σεντόνι
τραγικός αγρός δροσερός
η κεφαλή σου
χαμένη στη μεσημεριανή αντηλιά.
--
Αφουγκράζεστε τα βήματα,
παιδιά της Ανδαλουσίας;
Στο μέτωπό σας
ιδρώνει ακουμπισμένο βαρύ
το δάχτυλο του θανάτου.
--
Χαμηλό κρεβάτι
κόκκινο σεντόνι
τσιγγάνικο κορμί γερτό δρεπάνι
σφάζει τη σιωπή στενάζοντας
και φεύγει το σκοτάδι του ύπνου.
--
Κόκκινο σεντόνι
κόκκινα χείλη μαγνήτης του τραγουδιού
κόκκινα σημάδια
στο γυμνό κορμί
κεντήματα ερωτευμένου θανάτου.
--
Που πας να κρυβείς
στις μαύρες γειτονιές
εσύ που στο νού σου
κελαηδεί τα’  αηδόνι τ’ απεγνωσμένο
του χάρου;
--
Τα βήματα, τα βήματα, τα βήματα
στις φλέβες σου αφηνιάζουν.
--
Θεόκλειστα παραθύρια
σωπασμένες πηγές
στο σταυροδρόμι ωροδείχτες
δυό μαύρες βεντάλιες.
--
Μαύρο βελούδινο πανταλόνι
γελέκι ανθισμένο γαρούφαλο
οι κόκκινες κάλτσες σου
γεμάτες γαλάζια ποτάμια.
Από κόκκινο σεντόνι σηκώθηκες
κατακόκκινη σφεντόνιζε στα στήθη σου
η ζωή.
--
Σιγή σιγή μολυβένια σχεδιάζει
πληγές φριχτές
στ’ άσπρο πουκάμισό σου.
--
Ακούτε τα βήματα
τα βήματα
τα βήματα
άχ! Κραυγή-σπαθί
που στριφογυρνά στην πληγή.
--
Τον πήραν τον πήραν τον πήραν
κρεβάτι λιγοθυμισμένη φωτιά
βήμα αβέβαιο στην καταχνιά
είμαστεένα όνειρο σκληρό
σα μαχαίρι.
--
Μοναξιά τραυματίζει
μ’ άγρια δαγκώματα
τη Γρανάδα.
--
Χόρτο πυρπολημένο
ήλιος σκληρός κρυσταλώδης
αίμα στον ουρανό αναβρύζει
κι ορμάει ο θάνατος στο θάνατο.
--
Χόρτο καμένο της σελήνης παστάδα
προσευχητάρι της νύχτας απόκρυφο
αλαφιάζουν πάνω σου τα πουλιά
κράζοντας τους μελαχροινούς να θρηνήσουν.
--
Αίμα θα κηλιδώσει το μαντήλι σου
φωτιά της σάρκας τρομαγμένη
μυστήριο που κραυγάζει στο σύνορο
κόκκινο μαντήλι αμόλυντο μάκτρο
μαύρα ανασαλεύουν τα μαλλιά
στο μέτωπο βλαστάρι αθανασίας.
--
Ξερή βροντή στην ερημιά
βαθειά μαχαιριά
πέτρα βουλιάζει στη σιωπή
το κορμί σου ανατριχιάζοντας
χίλια τρυγόνια ξεδιψούν
στις ανοιγμένες μασχάλες σου.
--
Μαύρος Ιούλης
των κυπαρισσιών ο μήνας ο σκοτεινός
παραστέκεται στα πένθιμα νερά
κι αστράφτει.
--
Πάλι πλαγιάζει το τσιγγάνικο σώμα σου
βασιλεμένος ήλιος
στο κοραλένιο χορτάρι.
--
Στα χαμηλωμένα σου βλέφαρα
η πλάση αποτραβιέται
τρομοκρατημένη.
--
(Όλη η χώρα πιά περπατεί
με το δικό σου βόλι στην καρδιά
στο αίμα της μπήκε μολύβι
και φωτιά φονική).
--
Πίσω απ’ τους πυκνούς σταυρούς
όαση σκοτεινή της Ανδαλουσίας
οι τσιγγάνοι σηκώνουν το δοξάρι
μαζεύουν όλα  τα πουλιά στα βιολιά τους
και τα δάκρυα κατηφορίζουν
να τους μουσκέψουν τ’ ακρόχειλο.
--
Αφήστε τα χώματα
να θρέψουν μ’ αίματα τους βλαστούς
ν’ ανθίσει σεντόνι θεσπέσιο
χλιδή του γερμένου κορμιού του.
--
Οι καμπάνες σημαίνουνε θάνατο
μέσα στη μαύρην εσπέρα
ανοίγουν λαγούμι βαθύ
στα  σπλάχνα της Ισπανίας
να ‘ρθει μια ώρα
που το χέρι σου χουφτιάζοντας
όλες τις αχτίνες του ήλιου
να σκίσει το μυστικό σάβανο
και να υψωθεί
φωτίζοντας την πλάση
μ’ ελευθερία.
Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, «Τελικά Κείμενα. Α΄ Τα Ποιητικά», Μέγας Αστρολάβος-Ευθύνη 1992                         

Στον Federico Garcia Lorca
Τα σπασμένα γυαλάκια στην άμμο
καθρεφτίζουν τα μυστικά της νιότης σου
τα όνειρά σου πελαγίζουν
ανάμεσα από τα φαράγγια της
αυτογνωσίας
και ο αντίλαλος σου γίνεται βουητό
και τσακίζεται πάνω στις οροσειρές
του Γκουαλντακιβίρ.
Μπόλιασες τον έρωτα με την ελπίδα
και πέταξες το σπέρμα σου
πέρα απ’ τα σύνορα των Άνδεων
κι απόμεινες βουβός και μόνος.
Διαμαρτύρεσαι
γιατί μόλυναν τις πηγές σου μ’ αίμα.
Διαμαρτύρεσαι
γιατί στόλισαν
την πόρτα σου με νεκρολούλουδα
και καταστρέψανε τις χελιδονοφωλιές σου.
Και  κλαις
μονάχος
περπατώντας δίπλα σε σκιές θανάτου
για τους χαμένους κόσμους της Ειρήνης.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, «…Ολίγη λιβάς…», Σελάνα-Πειραιάς 1998
Ωδή στο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Φύσα αγεράκι στις όχθες του Ντάρο
σαράντα κερασιές θα φυτέψω
στο δρόμο του Βιθνάρ
κεράσια θα κεράσω την ισπανική χωροφυλακή
τις μαύρες τους κάπες κόκκινες θα βάψω
Φύσα αγεράκι στις όχθες του Ντάρο
Εσύ στην Αρένα δεν έπεσες
στις πέντε το γιόμα,
σαν του Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας
τρυπημένος  από κέρατα ταύρου,
την αυγή θυσιάστηκες
Εσύ στην Αρένα δεν έπεσες.
Σε ουράνια Κάρμεν
πλέκεις τους στίχους σου
απ’ τους κήπους της Γρανάδας διωγμένος,
τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη, δροσοσταλιά,
τις λεύκες του Φουέντε Βακέρος
νοτίζει το αίμα σου.
Κόκκινο πανί η ποίησή σου
εσύ από ταύρο δε χτυπήθηκες
Δε φίλησες τις τσιγγάνες
του Σακρομόντε
εσύ τον ταύρο δεν σπάθισες
κόκκινο πανί η ποίησή σου.
Χύνω κρασί αμοντιγιάδο
σ’ ανήλιαγη κουέβα της Κόρδοβα
στο στέκι του Γκουθμάν
σπονδή στην πολύτιμη μορφή σου
χύνω κρασί αμοντιγιάδο
Δίκαιος ο θάνατός σου
έβλαψες πολύ την Ισπανία
με τους στίχους σου
Πιότερο απ’ όσο άλλοι με άρματα
έβλαψες την Ισπανία
με τους στίχους σου
Σκύλε Ανδαλουσιανέ
με τον Νταλί παίζατε τα’ ακέφαλα πτώματα
κεφάλια κομμένα, δίχως σώματα
Σκύλε Ανδαλουσιανέ
με τον Νταλί παίζατε τα’ ακέφαλα πτώματα.
Με ληστές δε σ’ αξίωσαν να σε σταυρώσουν
νεκροπαρέα σου, νεκροπομποί σου
δυο ταυρομάχοι
άθαφτο πετάξαν το κορμί σου
Με ληστές δεν σ’ αξίωσαν να σε σταυρώσουν
Εσύ που τις γυναίκες δεν αγάπησες
τις Σεβιλλιάνες μεθούσες
κι οι Μαλαγκένιες
κρύβαν τα τραγούδια σου
στο στήθος τους
εσύ που τις γυναίκες δεν αγάπησες.
Γενναίος ήσουν στην ποίηση
τι τόθελες το κόκκινο πανί
που ερέθισε του ταύρου του Βιθνάρ;
τον Χάρο του Αλφάκαρ;
τι τόθελες το κόκκινο πανί;
Αριάδνη δεν υπάρχει για σένα,
να σε βγάλει απ’ το Λαβύρινθο
Η Άλκηστη δεν θα  κατέβει στον Άδη
να σου ξαναδώσει ζωή
Αριάδνη δεν υπάρχει για σένα
Ο Απόλλωνας  Μόνο
Ο Φοίβος θα σε θυμηθεί
πάνω απ’ τον άγνωστο τάφο σου
γονατίζει, στο στόμα θα σου δώσει ένα φιλί,
Ο Απόλλωνας μόνο
Ο Φοίβος θα σε θυμηθεί
Κώστας Βαλέτας, περ. Αιολικά Γράμματα τχ. 196/7,8,2002
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Κόκκινο,
κόκκινο που κυλούσε το ποτάμι
μες στο φαράγγι του Βιθνάρ.
Κόκκινο,
Κόκκινο που κυλούσε και το αίμα
μες στην καρδιά της Ισπανίας
μέσα στους δρόμους του Σιάτλ
σαν μια καινούργια φάλαγγα
σαν μια καινούργια μπότα
κι όλο τραβούσανε την άμαξα
τ’ άλογα μαύρα σαν τον θάνατο.
Πόρτο Αλέγκρε, Πράγα, Βαρκελώνη
απόψε θα σας τραγουδήσω
ένα τραγούδι αλλιώτικο
για τα παιδιά της  Λίμας
για τα παιδιά που καίει  θάνατος.
Ο ουρανός δεν θάναι ξάστερος
κι ούτε ο αγέρας που τον γέννησε
τον Φεδερίκο Γκαρσία
γιατί θα κυνηγάει τα’ όνομα του Ιγνάθιο.
Ο ουρανός δε θάναι ξάστερος
Γιατί η ώρα θάναι πέντε
πέντε ακριβώς
Γι αυτό πια δεν θα τον γνωρίζει
Ο ταύρος κι η συκιά.
Λαχανιασμένα θάναι τα’ άλογα
που σταματάει ο θάνατος
λαχανιασμένα μες στη νύχτα
που σταματάει ο θάνατος και η φωτιά
Όμως εσύ πια δεν θ’ ακούς
και δεν θα βλέπεις
ούτε για τον τρόμο
μα ούτε και για  τους πολέμους
που σχεδιάζουνε
οι μαύροι άνθρωποι
γιατί η ώρα θάναι πέντε
πέντε ακριβώς.
Κόκκινο
κόκκινο το φεγγάρι κόκκινο
στους ίσκιους της Ανδαλουσίας.
Κόκινο
κόκκινο το φεγγάρι κόκκινο
στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ!
Κρυμμένη σερενάδα σαν το κλάμα
μες στην καρδιά του κόσμου,
κρυμμένη σερενάδα σαν το κλάμα
στην αγκαλιά της γης.
Και νάτο το τραγούδι του Αντόνιο
πνιγμένο στο τριαντάφυλλο
Και νάτο το τραγούδι του Αντόνιο
σ’ ανοιξιάτικη νύχτα
στους δρόμους της Γρανάδας.
Όμως εσύ πια τώρα δεν τα’ ακούς
και δεν τ’ αναγνωρίζει
ούτε ο ταύρος,
και ούτε τα μερμήγκια,
μα ούτε κι η συκιά.
Χριστόφορος Αγριτέλλης, περ. Αιολικά Γράμματα τχ. 196/7,8,2002                              
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή 10 Ιουλίου 2016
Πειραιάς 10 Ιουλίου 2016 
ΥΓ. [ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ]
Τι σημασία μπορεί να ΄χει η γνώμη ενός καλλιτέχνη στα χρόνια μας;
Αγαπώ με πάθος την ελευθερία, τη Δημοκρατία, την τάξη, τη νομιμότητα, το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης ζωής. Όλα τούτα έπαθαν μεγάλο στραπάτσο αυτές τις μέρες.
Τι σημασία μπορεί να ‘χει η γνώμη ενός καλλιτέχνη στον τόπο μας;
Νίκος Εγγονόπουλος, «Πεζά  Κείμενα», Ύψιλον 1987         
              


         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου