ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ του περιοδικού «η νέα
ποίηση»
Θέλοντας να κλείσω τα κενά των βιβλιοκριτικών καταγραφών στο παλαιό
λογοτεχνικό περιοδικό «η νέα ποίηση», που εξέδιδε ο ποιητής,
μεταφραστής και εκδότης Αντώνης Φωστιέρης, τεύχη 1-10, Νοέμβριος 1974-Οκτώβριος, Δεκέμβριος 1976, σε προηγούμενο
σημείωμα έχω αποδελτιώσει την θεματική του ύλη, και σε άλλο σημείωσα αντέγραψα
ορισμένες βιβλιοπαρουσιάσεις του. Αντιγράφω σε αυτό τις υπόλοιπες
βιβλιοκριτικές από τους συνεργάτες του περιοδικού, δίνοντας βάρος στις
βιβλιοκριτικές του Κ. ΜΙΧΑΗΛ, βλέπε και σημείωμα της 20/6/2020, ώστε να έχουμε
μια συνολική εικόνα των 10 τευχών του. Βλέπουμε ότι εκτός από τον κύριο
συνεργάτη του περιοδικού, τον ιστορικό της λογοτεχνίας καθηγητή Πανεπιστημίου
Μιχάλη Μερακλή που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κ. ΜΙΧΑΗΛ, που δημοσιεύει και τις
περισσότερες κριτικές των δέκα τευχών, διαβάζουμε κριτικές του ποιητή και
εκδότη του περιοδικού «Τομές» Δημήτρη Δούκαρη, του ποιητή και μεταφραστή Θανάση
Θ. Νιάρχου, ο οποίος συνεργάστηκε μαζί με τον Α. Φ. στην έκδοση μετέπειτα του
περιοδικού «Η Λέξη», και του μακροβιότερου (ας μου επιτραπεί η λέξη) κριτικού
της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας στην πατρίδα μας μετά τα χρόνια της
μεταπολίτευσης, ποιητή, μεταφραστή και δοκιμιογράφου Αλέξη Ζήρα. Νομίζω ότι οι
εν συνόλω βιβλιοκριτικές και παρουσιάσεις του κυρίου Αλέξη Ζήρα (από την
περίοδο που υπήρξε αν δεν κάνω λάθος επιμελητής εκδόσεων νέων ποιητικών βιβλίων
των παλαιών εκδόσεων «Πλέθρον», σε περιοδικά, εφημερίδες, και σε συλλογικές
συμμετοχές, είναι πληθυσμιακά υπέρτερες
του συγγραφέα και μεταφραστή κυρίου Δημοσθένη Κούρτοβικ, σε διάφορα περιοδικά
και συστηματικότερα στην εφημερίδα «Τα Νέα» και ίσως να συναγωνίζεται σε αριθμό
τον κυρό Κώστα Σταματίου ο οποίος διατηρούσε τις σελίδες κριτικής βιβλίων και
παρουσιάσεων στην ημερήσια απογευματινή εφημερίδα «Τα Νέα» κάθε Σάββατο,
επιλογές των κριτικών αυτών έχουν εκδοθεί στο δίτομο έργο του. Ακόμα μπορεί να
πλησιάζουν τις κριτικές του Κώστα Τσαούση στην εφημερίδα το «Έθνος» και
«Ελευθεροτυπία». Αλλά αυτή η προσωπική μου αίσθηση, χρειάζεται έρευνα, σωστή
αποδελτίωση, και μια βάση δεδομένων βιβλιοκριτικών παραγωγών που εργάστηκαν
παράλληλα (επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά) με τους έλληνες συγγραφείς στην άνθηση
των ελληνικών γραμμάτων στην χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, και βοήθησαν,
όχι μόνο το αναγνωστικό κοινό των εντύπων που δημοσίευαν τις κριτικές τους
αλλά, και στην οργάνωση χρονολογικά ή θεματικά, ειδολογικά μιας τεράστιας
εκδοτικής πολύστικτης και πλούσιας παραγωγής που αναπτύχθηκε μετά το 1974 στην
Ελλάδα. Έτσι ώστε, οι κατοπινοί, διάφοροι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας, οι
πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι ερευνητές, να μπορέσουν να συντάξουν τις δικές
τους σύγχρονες και όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένες βιβλιογραφικά Ιστορίες της
Ελληνικής Γραμματείας και τα Λεξικά Λογοτεχνίας. Το πολύτομο εγχείρημα της
Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας από τον κυρό Αλέξανδρο Αργυρίου, μας λέει
πολλά, μας φωτίζει ακόμα περισσότερα παρά ίσως από τις ενδεχόμενες ελλείψεις
του έργου. Πέρα από τις εξειδικευμένες περιπτώσεις των ονομάτων αυτών της
κριτικής τέχνης, εννοώ των βιβλιοκριτικών, πέρα από τις σχετικές και ίσως
αναμενόμενες απορρίψεις ή αποδοχές συγγραφέων, ποιητών, δοκιμιογράφων, έργων
και κυκλοφορίες νέων βιβλίων, πέρα ίσως και από τις «μεροληπτικές» αποσιωπήσεις
νέων εκδόσεων και κυκλοφοριών, αλλά και το φόρτο εργασίας τους, οι Έλληνες
Κριτικοί μας εν συνόλω, έγραψαν την δική τους σημαντική ιστορία και συμβολή,
στην καταγραφή και επαρκή βάση δεδομένων το δεύτερο μισό του αιώνα στην Ελλάδα.
Να μνημονεύσουμε και την μεγάλη προσφορά του Βουκελάτου του περιοδικού
«Ιχνευτής» και άλλων.
Χρειάζεται να υπάρξει μια τράπεζα πληροφοριών
εμπεριστατωμένη και χρηστική από αρμόδιους φορείς, καταγραφής ονομαστικών
καταλόγων των ατόμων αυτών, των κειμένων τους, που εργάστηκαν «πάνω στον ξένο
μόχθο» όπως έγραφε ένας παλαιός συγγραφέας και βιβλιοκριτικός, ο Δημοσθένης
Ζαδές, γενικός τίτλος σειράς των βιβλίων του, που κυκλοφόρησε τα δικά του
δημοσιεύματα. Να υπενθυμίσουμε επίσης, τις τελευταίες σελίδες του περιοδικού
«Νέα Εστία» που δημοσίευε από παράδοση τίτλους νέων εκδόσεων, καθώς και τα
μικρά ένθετα «Δελτία» του περιοδικού «Διαβάζω». Από τις παλαιότερες γενιές των
Κριτικών, νομίζω ο Άλκης Θρύλος, (Η Ελένη Ουράνη), ο Βάσος Βαρίκας, ο Τέλλος
Άγρας και ορισμένοι άλλοι είναι μάλλον οι πολυγραφότεροι βιβλιοκριτικοί της
εποχής τους. Των δύο τελευταίων έχουν κυκλοφορήσει σχετικοί ενδεικτικοί
χρονολογικών περιόδων τόμοι που συμπεριλαμβάνουν κριτικές τους εργασίες.
Ορισμένα περιοδικά εφάρμοσαν και τα μικρά κείμενα, αυτόν τον Μήνα ο τάδε ξαναδιάβασε,
όπως ήταν το περιοδικό «Ευθύνη». Στα τελευταία χρόνια, το κομματικό έντυπο της
ανανεωτικής αριστεράς η εφημερίδα «Η Αυγή» με την υιοθέτηση των σελίδων των
«Αναγνώσεων» μας πρόσφεραν μια πιο επιπέδου ή αν θέλετε «κουλτουριάρικη» ματιά
πάνω στις νέες εκδόσεις. Σε σχέση δηλαδή με τις παρουσιάσεις που δημοσιεύονταν
στον ιστορικό «Ριζοσπάστη». Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και η σημαντική
συνεισφορά των εφημερίδων «Η Καθημερινή» κάθε Τρίτη, στην Κυριακάτικη έκδοσή
της, με τις εξαιρετικές κριτικές του Σπύρου Τσακνιά, του Αλέξανδρου Κοτζιά, του
Παντελή Μπουκάλα και άλλων. Και φυσικά οι λογοτεχνικές σελίδες του πολιτικού
περιοδικού «Αντί», του «Πολίτη» και άλλων αμιγώς λογοτεχνικών περιοδικών. Όπως
και της χαμένης πρόωρα Μάρης Θεοδοσοπούλου στην εφημερίδα «Η Εποχή» κυρίως στον
τομέα της πεζογραφία. Αυτά όλα όμως είναι ένα άλλο κεφάλαιο προς έρευνα, όπως
και η συμβολή της γυναικείας γραφίδας στην ανάπτυξη της βιβλιοκριτικής
παρουσίασης στον τόπο μας. Συγγενικός αλλά ξεχωριστός τομέας αποτελεί η
αντίστοιχη παρουσία στον χώρο της Ελληνικής και Ξένης Παιδικής Λογοτεχνίας. Οι
κριτικές παρουσιάσεις της Ελένης Σαραντίτη και άλλων στην απογευματινή πολιτική
εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» μας παράσχει άπειρες πληροφορίες στο πεδίο αυτό.
Στήλες ή σελίδες κριτικής βιβλίων διατηρούσαν και άλλες εφημερίδες όπως ο
«Ελεύθερος Τύπος» που δημοσίευαν ο Νίκος Γ. Δαββέτας, ο Μισέλ Φαίς, αν δεν κάνω
λάθος και ο Σαράντος Καργάκος, η εφημερίδα «Εξόρμηση» που την ευθύνη είχε ο
παλαίμαχος δημοσιογράφος Νίκος Λαγκαδινός, το «Έθνος» με την Ελένη Γκίκα και
άλλους, η «Μεσημβινή», ο «Ανεξάρτητος Τύπος», η «Εβδόμη», ασφαλώς το
κυριακάτικο «Βήμα» και φυσικά, το μεγάλο επιτελείο του περιοδικού «Διαβάζω», η
«οδός πανός», ο «Ιστός», οι «δυτικές ινδίες», το «νέο επίπεδο», η «νέα σκέψη»,
τα περιοδικά από τα Επτάνησα, «περίπλους», «πόρφυρας», το γνωστό μας
«εντευκτήριο», «ο παρατηρητής» και μια σειρά άλλων λογοτεχνικών εντύπων για να
μείνω σε ενδεικτικούς τίτλους και ονόματα της δικής μου γενιάς.
Να
σημειώσουμε ότι το πεδίο των βιβλιοκριτικών του Μιχάλη Γ. Μερακλή είναι ευρύ
και περιλαμβάνει πολλούς τίτλους
λογοτεχνικών περιοδικών. Βλέπε λόγου χάρη το περιοδικό «Νέα Πορεία» που
εκδίδονταν στην Θεσσαλονίκη από τον πεζογράφο Τηλέμαχο Αλαβέρα μα και, αρκετούς
τίτλους εφημερίδων. Ένας ακόμα αχαρτογράφητος τομέας.
Τεύχος
1/11, 1974,
Δημήτρης Δούκαρης για Στέφανος Ροζάνης: “FIOCO LUME” σ. 22
Τεύχος
3/1,1975,
Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής) για Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρούκ, «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό» Ερμής, Αθήνα 1974, σ. 61-62 και
για Ολυμπία Καράγιωργα, «Το μεγάλο κύμα», Αθήνα 1974, σ. 62.
Τεύχος
4/2,3, 1975,
Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής) για Νανά Ησαϊα: «Ένα
βλέμμα», Ερμείας-Αθήνα 1974, σ. 85-86
Τεύχος
5/4,5, 1975,
Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής) για Σπύρου
Κυριαζόπουλου: «Η πολιορκία», Ιωάννινα 1975, σ. 108-109 και για Σωκράτης Λ.
Σκαρτσής: «Τραγουδίσματα», Πάτρα 1974, σ. 109-110
Τεύχος
6/Καλοκαίρι-Σεπτέμβρης 1975,
Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής) για Δημήτρη Ποταμίτη:
«Ένα δέντρο που νομίζει πώς είναι πουλί». Ποίημα, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα
1974, σ. 132.
Τεύχος
7/ Οχτώβρης 1975-Γενάρης 1976,
Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής) για Βίλης Ευστρατιάδης:
«Τώρα που ο νεκρός ζει». Ποίημα. Αθήνα 1974, σ. 155-156.
Δημήτρης Δούκαρης, για Μελισσάνθη: «Τα Ποιήματα»,
Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα 1975, σ. 156
Θανάσης Θ. Νιάρχος, για Τάκης Σινόπουλος: «Το
Χρονικό», Κέδρος- Αθήνα 1975, σ. 157
Τεύχος
10/10, 12, 1976,
Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής) κάτω από τον γενικό
τίτλο «ΔΥΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΑΣ» γράφει για Δημήτρη
Τσαλουμά: «Παρατηρήσεις υποχονδριακού» και «Το σπίτι με τους ευκάλυπτους»
(1975) σ. 238-239 και για Σπύρου Τσακνιά: «Εν Αυλίδι» και «Ιστορίες για το
Σέργιο» (1976), σ. 239-240.
Θανάσης Θ. Νιάρχος, για Οδυσσέα Ελύτη: «Δεύτερη
Γραφή», Ίκαρος 1976 σ. 240-241.
Αλέξης Ζήρας, για Δημήτρη Δούκαρη: «Το άλλο άγαλμα»
Αθήνα 1976, σ. 241-242.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΡΟΖΑΝΗΣ: “FIOCO
LUME”
Κάποιος, επιτέλους, πρέπει να μιλήσει για τον ποιητή
Στέφανο Ροζάνη. Χρονιά κυκλοφορεί ανάμεσά μας προσφέροντας πολύτιμες
καταθέσεις, τεκμήριο αδιάσειστα της πολύπλευρης ευαισθησίας του και του
σύνθετου ποιητικού του οραματισμού.
Εγώ τον
ονομάζω βιβλικό ποιητή. Όχι, βέβαια, γιατί μεταφέρει τη μυθική αίγλη της
προϊστορικής οροθεσίας, αλλά γιατί μέσα από τη σύγχρονη αντιφατικότητα
κατορθώνει να υπερφαλαγγίζει το μερικό με μιά θεώρηση υπερβατικής
καθολικότητας. Η ποίησή του έχει κάτι από το βιβλικό βάδισμα ενός εγκόσμιου
θαύματος.
Ας τον
αφήσουμε να μας μιλήσει μόνος του «Στα περίχωρα του Άρνου ΙΙΙ».
Βράδι
καθώς εκείνα πού σιγοτρέμουν στο νερό
Αργό
κυμάτισμα φτερό καθώς χτυπάει στα ρηχά
Κι
ανοίγει ένα κάστρο
Βράδι
καθώς εκείνα που λοξεύουν με τ’ ανοιγμένα μάτια μου
Και
κατεβαίνει ο ουρανό, οργιές πιό κάτω
Κι
απλώνει μέσα του φεγγάρι το ποτάμι
Και
οι γαλάζιες σπίθες που τρεμοσβήνουν τον αγέρα
Έρχεται
τότε από την άκρη του γκρεμού
Έρχεται
τότε και περπατά στα χέρια μου
Θάλασσα
πλαγιασμένη μές στην καταχνιά
Ανταύγεια
τότε από την άκρη του γκρεμού
Και
κυματίζει
Πνοή
πού στάλαξε στα χείλη μου δυό κόμπους
Αίμα
που χώρεσε σταλαγματιές και τώρα με λυπάται
Και
είναι ο μήνας του Θεού αβάσταχτος
Μιά
λησμονιά στο ανοιγμένο κάστρο
Σκιά
πού παίζανε μαζί της μιά φωνή τα δάχτυλα στο σώμα
Φώς
απ’ το φώς όπου κυλούσε τα νερά
Και
είναι ο μήνας του Θεού στο χώμα
Το
χώμα άγονο κι αστραφτερό
Αγέρας
άξεστος να μου αρπάζει τη μιλιά
Βράδι
καθώς εκείνα που σιγοτρέμουν στο νερό
Αργό
κυμάτισμα φτερό καθώς χτυπάει στα ρηχά
Κι
ανοίγει ένα κάστρο
--
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ: «Μαγδαληνή, το μεγάλο πλαστικό». Ερμής, Αθήνα 1974
Ένα μότο
από το Σεφέρη μας ειδοποιεί ότι το πρόβλημα του βιβλίου είναι το «ζωντανό
σώμα», το «χρονοφαγωμένο» ωστόσο- τούτο σαν ένα προληπτικό κατηγορούμενο»’ δεν
είναι, αλλά θα γίνει. Περνώντας από το παρόν στο μέλλον, από τον πόνο στην
ελπίδα, από τον ερωτικό οίστρο στον καιρό της βιολογικής κάμψης, η κ. Α. μας
δίνει στίχους, όπου είναι, πιά, έκδηλη η ωρισμένη ποιητική-δίπλα στην πάντα
υπαρκτή γυναικεία της-ευαισθησία:
Πάντα
κάτι παλιό είναι γύρω
για
να μοιάζεις βγαλμένος
απ’
τα χαλάσματα
πάντα
κάτι μαλακές λουρίδες
έχει
το χώμα
για
μας τους άστεγους
της
τελευταίας ώρας.
Καμιά
ανάσταση δεν κάναμε
καμιά
αντίσταση
καμιά
πράξη
μόνο
κουρνιάσαμε
απελπισμένοι
από τα ρούχα μας
που
μας στένευαν στον έρωτα
σιγομουγκρίζαμε
με μύτες υγρές
πού
πάγωναν στην ψύχρα.
Η
ποιήτρια βλέπει το σώμα, όπως είναι φυσικό, «διαλεκτικά», σα μια «θέση» έτοιμη
να ζευγαρώσει με την αντίθεσή της, για να προχωρήσει στην ολοκλήρωσή της.
Οπωσδήποτε η Μαγδαληνή δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό το είδος της ανοιχτής,
θηλαστικής γυναίκας’ είναι και μιά βιβλική μορφή, η γνωστή μορφή του πάθους του
έρωτα και της αγιοσύνης (το έργο του Ροντέν, πού υπάρχει στο εξώφυλλο, είναι
πολύ εύγλωττο). Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα σύμβολο οποιοδήποτε. Μέσα στην
ελεγεία του σώματος, που πάει να βουλιάξει, μέσα στο φως που θα γίνει σκοτάδι,
διακρίνουμε και κάτι άλλο, αντίρροπο: τούτο το σκοτάδι θα λευκάζει κάπως με τη
νέα και δροσερή δύναμη της πίστης. Τον απόηχο μιάς τέτοιας διάθεσης, μετά από
τον καημό, νομίζω πως αναγνωρίζω σε διάφορους στίχους:
Δεν
θέλω τίποτα πιά.
Είμαι
το ψάρι
που
μαγικά έγινε
και
μαγικά κολυμπάει,
η
πόλη από εδώ δεν έχει
απειλή:
θα
ξανακερδηθεί.
Οπωσδήποτε εύκολα εννοείται, ότι η ενδεχόμενη τούτη πίστη δεν έχει
απολύτως τίποτα συγγενικό με τη σεμνότυφη καταπίεση του σώματος, που η ποιήτρια
το αφήνει ελεύθερο. Να καταφάγει ό,τι της προσφέρει το περιβόλι του βίου’ τους
γλυκούς και τους πικρούς μαζί καρπούς. Η πίστη της είναι πιο πολύ για το βράδυ,
σαν το γλυκό φως του λυχναριού, θρεμμένο από τη συνείδηση πώς ό,τι έγινε, έγινε
σωστά: ο έρωτας ήταν μια εντολή του Θεού.
Με το
βιβλίο της αυτό η κ. Α. φτάνει στο ψηλότερο σημείο της ως τώρα δουλειάς της και
δίνει ένα έργο από τα πιο καλά της χρονιάς. Ίσως σε αυτό συνετέλεσε και το
γεγονός ότι άφησε περισσότερες διεξόδους στο εσώτερο πάθος της’ δεν το πνίγει
τώρα, όπως άλλοτε, ένας ιδιαίτερα πυκνός υπαινιγμός, που κινδύνευε να πάρει τη
θέση αυτοσκοπού:
«Μέρες
περίεργες δω κάτω»,
είπε
η ξένη,
όσο
και να πονάς χαίρεσαι
μ’
αυτά που βλέπεις.
Τα
ζώα βγαίνουν απ’ το χώμα
κανένα
χέρι δεν τα οδηγεί
ρεμπελεύουν
βόσκουν
χρώματα
κι
εκεί που στέκουν σκεφτικά
τα
καταπίνει ευγενικά
η
νύχτα.».
--
ΟΛΥΜΠΙΑ
ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ, «Το μεγάλο κύμα». Αθήνα 1974
Στη νέα
συλλογή της (Τρίτη κατά σειρά) η ποιήτρια Ο. Κ. δοκιμάζει ένα άλλο «είδος»
εκφράσεως, που θα το ονόμαζα «διηγηματικό ποίημα». Αφήνοντας τα μικρά,
ευαίσθητα δουλεμένα ποιήματα, σαν τρυφερά-παρ’ όλη την ενδιάθετη οδύνη-
τραγούδια της, με την ομολογημένη τους επιτυχία, θέλει να γίνει εδώ
«επικότερη», να παραστήσει τις διαθέσεις της αναλυτικότερα, περιγραφικότερα,
μέσα και από «εισερχόμενα» θέματα, θέματα δηλαδή που τα περισυνέλεξε από το
περιβάλλον της, έξω από τον εαυτό της, αλλά τα εισδέχθηκε γιατί βρήκε σ’ αυτά
πολλές ομοιότητες με ότι απασχολεί, μέσα της, την ίδια.
Αυτό το
άπλωμα προϋποθέτει μεγαλύτερη πνευματική ένταση, για να καλυφθούν τα κενά που
είναι εύκολο να δημιουργούνται. Η κάλυψη αυτή άλλοτε γίνεται, άλλοτε δεν
γίνεται. Δείγμα σωστής ποιητικής πύκνωσης αποτελεί το μικρό απόσπασμα πού
παραθέτω:
«Κλείστε
τις πόρτες, τα παράθυρα, βάλτε μαύρα χαρτιά στα τζάμια,
κάψτε
τα ηλιοτρόπια, πνίξετε τα ξανθιά παιδιά, σχίστε όλα τα λευκά
σεντόνια,
πετάξτε στους φούρνους τις ηλίθιες νταντέλες, τα προικιά.
Γιατί
ο γάμος δε θα γίνει. Γιατί το άσπρο φόρεμα της νύφης θα καεί
στο
μαύρο καρναβάλι κι η νύφη θα κρεμαστεί απόψε στην πλατεία….»
Για ένα
δεύτερο θάνατο-μιάς συμβολικής, ξύλινης νεράϊδας μιλάει σε ένα άλλο της
κομμάτι: «Γι’ αυτό θα πεθάνει. Το
χειρότερο θάνατο που μπορεί να πεθάνει γυναίκα: το θάνατο από μοναξιά». (Εν
τούτοις τη βεβαιώνω, ένας άντρας, πως η μοναξιά είναι καθολικό πρόβλημα που
αφορά τον καθένα μας). Αν υπάρχει μια σχετική παρηγοριά, είναι αυτό που η ίδια λέει, στο ίδιο κείμενο, πιο κάτω: «Η τρομερή παρουσία του ανθρώπου». Ο
διχασμός αυτός, που ολοφάνερα ζει η ποιήτρια, ανάμεσα στη μοναξιά και στην
τρομερή συμπαράσταση του ανθρώπου, δίνει στο έργο της ένα αληθινό βάθος.
Πίσω από
τις γραμμές της συλλογής αναγνώρισα, αχνά, κάποιες φωνές του Σεφέρη του μεγάλου
Σεφέρη, με την ισχυρή πίεση που ασκεί σε όλους μας, ποιητές και όχι. Αλλά στην
περίπτωσή της δεν το βρίσκω απαραίτητο’ δεν είναι ο ποιητής της. Πιο πολύ της
ταιριάζει η γυναικεία λεπτότητα Σαραντάρη, που τόσο, άλλωστε, τον αγάπησε.
--
ΝΑΝΑ
ΗΣΑΪΑ «Ένα βλέμμα». Ερμείας. Αθήνα 1974
Η νέα
συλλογή της Ν. Η. περιλαμβάνει, σε 64 σελίδες, 8 ποιήματα πρόκειται άρα για
ποιήματα εκτενή.
Από την
πρώτη εμφάνιση (1969) έδειχνε την κλίση
της προς το μακρό ποίημα, το «κυκλικό». Εν τούτοις η ποίησή της
παρουσιάζει, ανεξάρτητα από την όλη σημασία της εισφοράς της (πού έσπευσα από
τους πρώτους, αν δεν κάνω λάθος, να εκτιμήσω πολύ ψηλά), παρουσίαζε, λέω, στο
ειδικό τούτο θέμα της «ροής» του υλικού, ένα είδος δυσκολίας. Τώρα έχω την
αίσθηση ότι συντελέστηκε στο εσωτερικό της ποιήτριας κάποια «λύσις», κάποια
«τήξις», που γέννησε ένα πλήθος κρουνών ποίησης: το ποίημα, όπως λέμε, ρέει. Τι
μπορεί να μεσολάβησε; Οπωσδήποτε η αναρρίπιση μιας βαθύτερης ερωτικής σχέσης (ή
οδύνης), όπως το νοιώθει παντού ο αναγνώστης και όπως, εντελώς ιδιαίτερα, το
βλέπει στο συγκλονιστικό ποίημα- αν και όλα είναι συγκλονιστικά-
«Τηλεφωνήματα». Έτσι ο λόγος της αποχτά τώρα ένα άλλο γνώρισμα, που θα το έλεγα
ρητορικό, με όλη τη σημασία και τη σπουδαιότητα που αποδίδω στη λέξη, κάθε φορά
που πρόκειται για σοβαρές περιπτώσεις. Και θα ήθελα, σχετικά, να κάμω την
ακόλουθη παρατήρηση: ενώ η Η. διώχνει την ελληνικότητα από την ποίησή της-με το
να αρνιέται, έστω και σιωπηρά, οποιαδήποτε σχέση με την παράδοση-, αυτή
βρίσκεται θρονιασμένη τώρα εδώ, μέσο της ρητορικότητας, που είναι γνώρισμα
τυπικά ελληνικό-και των καλών και των κακών ποιητών, επιδεκτικό ανάλογων
επεξεργασιών.
Η φωνή
του έρωτα ακούγεται στο «Ένα βλέμμα». Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι, άλλαξε ριζικά
η σχέση της ποιήτριας με τη ζωή’ άλλωστε πρόκειται και για έναν έρωτα ήδη
πληγωμένο, που έρχεται, άρα σε μιά επανακατάφαση του λάθους της ζωής, του κενού
της ζωής, που γίνεται έτσι πιό μεγάλο, δυσκολεύοντας ανάλογα την προσπάθεια για
ζωή.
Η
προσπάθεια που καταβάλει η Η., έγκειται σε μια σειρά μεταμορφώσεις, μέσα στις
οποίες πνίγει τα προηγούμενα πρόσωπά της, αναζητώντας ένα καινούργιο πρόσωπο,
χωρίς το βάρος της ανάμνησης, απαθές. Μιά σειρά από μεταπτώσεις, που θα την
σώσουν από την πτώση, με την εκμηδένιση
κάθε αποκτημένης πείρας, που κινδυνεύει να μεταβληθεί σε συναισθηματικό φορτίο
δυσβάσταχτο.
Μάταια
όμως περιμένω για μιά εκμηδένιση.
Κι
ενώ υπάρχω σε μιάν ατέλειωτη εναλλαγή από αφή
και
σύννεφα
θύμηση
ήλιο
και
δύση.
Υπάρχω
σε μιά ποίηση με την παραμικρή κίνηση μέσα στο σώμα.
Θα
έπρεπε να μου φτάνει αυτό.
Και
πρέπει.
Αποφλοιώνοντας τον εαυτό της από το περικάλυμμα της ανάμνησης, για να το
πετάξει μακρυά, ζητώντας, εναγώνια να ξεβάψει και το παρόν ακόμα από τη
θορυβώδη φαντασμαγορία των αισθημάτων, θέλει να είναι η ποιήτρια του «απόντος
πάθους». Κοιτάξτε πως επανέρχεται στη ζωή, ύστερα από μιά προσέγγιση του
θανάτου (αφού βρέθηκε πολύ κοντά στο ενδεχόμενο μιάς ανίατης αρρώστιας):
Καμιά
δικαιολογία για την αναμονή μου στο τίποτα.
Το
τραγικό δεν συμβαίνει άλλο.
Τα
πράγματα είναι όπως φαίνονται.
Σε
χρησιμότητα.
Αυτή
η βούρτσα είναι για να πλένει τα δόντια του κανείς το πρωί.
Και
αυτή εδώ είναι μία ηλεκτρική σκούπα.
Το
παράθυρο είναι για να χρησιμοποιείται από το φως.
Και
ο ουρανός από τα εκάστοτε άστρα.
Ω,
είμαι κουρασμένη από την τόση απλότητα της ζωής.
Ο
τελευταίος στίχος μου θυμίζει, ωστόσο, ότι δεν είμαστε, οι άνθρωποι, αυτό που
θέλουμε, αλλά αυτό που αποφάσισε η μοίρα Η ποιήτρια θέλει την απλότητα, την
απάθεια. Επιδιώκει να μπει, και να προσαρμοστεί, στο κλίμα της απουσίας, σα σ’
έναν αποστειρωτικό κλίβανο.
Κοιτάξτε
το χαρτί.
Θα
γραφτεί είπα.
Το
ποίημα που σχεδιάζω θα είναι
η
ζωή. όταν αδειάζει από τη ζωή.
--
Είμαι
στο αληθινό κλίμα μου.
Εδώ
όπου δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε κόσμος.
Ανεπαίσθητα
δεν πηγαίνω πουθενά.
Στην
τόση λευκότητα δεν έχω ούτε αίμα.
Τελικά όμως είναι:
«κουρασμένη από την τόση απλότητα της ζωής». Και κείνο που μένει σαν η πιο
έντονη γεύση από την ποίησή της, πέρα από τις αποτοξινωτικές προσπάθειες,, δεν
είναι το «απόν πάθος», αλλά θα έλεγα, το
λάθος της απουσίας, αλλιώς ο πόνος του άδειου. Ένας Έλληνας δεν φτάνει
ποτέ στη νιρβάνα. Η ποιήτρια, στην άκρη του τελευταίου ποιήματός της, αφήνει
μιά κραυγή.
Τι
ωφελεί η ανατολή του ήλιου;
Κάτι
νομίζω ότι
παρατάθηκε
πέρα από το κανονικό.
Και
αυτό είναι ασφαλώς η ζωή μου.
Όμως μαζί
με τη ζωή της παρατείνεται και η ποίηση, η δική της ποίηση, που την αγκαλιάζει
όλο και πιό σφιχτά. Έχει λοιπόν η ζωή της, ανεξάρτητα από κάθε τι άλλο, και μιά
δικαίωση πρώτης τάξεως, δεν παρατείνεται ανώφελα, ούτε για κείνη, ούτε για μας,
το έργο της είναι από τις σημαντικότερες περιπτώσεις της σύγχρονής μας ποίησης.
--
ΣΠΥΡΟΥ
ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΥ: «Η πολιορκία», Ιωάννινα 1975
Με το
πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο ο κ. Κ. μας δίνει ένα ακόμα, το τρίτο, δείγμα του
νέου είδους ποίησης που καλλιεργεί, σε μας εδώ, ο ίδιος. Είναι, γενικά, ένα
είδος μύθου, αλλά ριζικά εκσυγχρονισμένου και προσαρμοσμένου στις δικές μας
συνθήκες, έτσι που η σκέψη μας να μην
πηγαίνει πχ. στον Βηλαρά, αλλά στις μπρεχτικές ιστορίες του κυρίου Κόυνερ, ή
και στον Καβάφη, ορισμένα από τα ποιήματα του οποίου είναι, στην ουσία τους,
επίσης σύγχρονοι μύθοι.
Όπως
βλέπω στο τέλος της «Πολιορκίας», και ο
κ. Κ. ονομάζει τα ποιήματά του «μυθογραφήματα»- πάντως όχι μύθους’ ίσως για να
υποδηλώσει τον περιορισμό της έκτασης και της λειτουργικής σημασίας του μύθου
καθεαυτόν,- που πάντα ωστόσο υπάρχει-, τον περιορισμό της πλαστικής και
λεπτομερειακής αναπαράστασης μιάς ιστορίας, και την αντίστοιχη έξαρση της
σημασίας του νοήματος, του «επιμυθίου» ας πούμε, πού, απλωμένο,
σαν ένας διακριτικός και μόλις αισθητός σχολιασμός, περιβάλλει ολόκληρη
την ιστορία, Π.χ. στο εξάστιχο ποίημα Repetitio, όπου υπάρχουν ενέργειες, παρόλη την
ανωνυμία και την αοριστία τους, δύο μορφές, το επιμύθιο αχνίζει, κατά κάποιον
τρόπο, από όλους τους στίχους:
Προσπαθούσε
να
κάνει τον ξένο
να
καταλάβει
λέγοντάς
του
το
ίδιο πράγμα
πολλές
φορές.
Αλλά
υπάρχει και ένας άλλος τύπος, όπου το ποίημα αποτελείται από δύο, αρκετά
ευδιάκριτα μέρη: το δεύτερο συμπληρώνει το πρώτο, βοηθάει το όλο ποίημα να μας
δώσει το νόημά του, το «επιμύθιό» του. Θα έλεγε κανείς, ότι στις περιπτώσεις
αυτές η παράδοση του είδους έχει, ως ένα σημείο, διαφυλαχτεί. Έτσι πχ. στο «Εδώ
Πολυτεχνείο»:
Ήταν
άνω κάτω
Κάπνιζε
κι έβριζε.
Είχε
δυό βδομάδες
Να
βρει ποδόσφαιρο.
Η ποίηση
αυτή έχει μιά έντονη κοινωνικότητα: αφού όλα τα μέρη της ομάδας, είναι ποίηση
για όλους τους πολίτες- είναι ποίηση πολιτική. Ήδη το πρώτο της συλλογής («Ο
ασφαλιστής») παριστάνει τον αυτόκλητο ευεργέτη-τον καμουφλαρισμένο τύραννο και
εκμεταλλευτή- πού εισβάλλει στο σπίτι μας και επιβάλλει, με το «περίστροφο» στο
χέρι, την «προστασία» του, αυτή που και η νεώτερη Ελλάδα πολύ καλά γνωρίσει,
από την εποχή του Ανδρέα Κάλβου ως τις
μέρες μας. Το τρίτο ποίημα («Περαστικές ανησυχίες») να γέννησαν, είναι φανερό,
οι εμπειρίες όλων μας στα ζοφερά χρόνια, πού μόλις πρίν από λίγον καιρό αφήσαμε
πίσω μας, σε συνδυασμό, αλίμονο, -ο κ. Κ. είναι στο βάθος απαισιόδοξος-, με τον
μικρονοικοκυρίστικο εφησυχασμό μας (που είναι, βέβαια, αυτός που μας παραδίνει,
τελικά, αλυσοδεμένους στις βουλές των ανθρωποβόρων προστατών μας):
Σήμερα
το πρωί
πρίν
φέξει
μας
ξύπνησαν χτυπήματα
στη
διπλανή μας πόρτα.
Τελικά
την έσπασαν-
ίσως
έπιασαν το γείτονα.
Ευτυχώς
μας ξαναπήρε
ο
ύπνος.
Αλλά δεν
πρόκειται για μερικά ποιήματα, όλα εκφράζουν στιγμές της σύγχρονης ιστορίας
μας, όπως είναι το απάνθρωπο μεγαλείο της τεχνολογίας που δεν προγραμματίζεται
σωστά («Όλα εντάξει»), ο χαφιεδισμός («Ανθρωπισμός»), η αδρανοποίηση του πολίτη
στην κοινωνία της αφθονίας («Για φέτος». «Εδώ Πολυτεχνείο», «Τι του λείπει»)
κλπ.
Πρόκειται, λοιπόν, πραγματικά, για κοινωνική ποίηση. Αυτό υποστηρίζει,
δίκαια, και ο ίδιος ο κ. Κ. , σε ένα μελέτημά του σχετικά με το παρόν και το
μέλλον της ποιήσεώς μας (βλ. «Δωδώνη»: Επ. Επετ. Φιλοσοφικής Σχολής
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 1973), όπου
τονίζει την ανάγκη, που υπάρχει, να βγει ο σημερινός ποιητής από τον εαυτό του,
για να γνωρίσει και να «διαλευκάνει» την ύπαρξη του άλλου ανθρώπου» (την
υπογράμμιση κάνει ο κ. Κ). Και δεν μπορώ να μην αναφέρω μιάν αληθινήν ανακάλυψη
του κ. Κ., που την αξιοποιεί στο μελέτημά του, ένα έξοχο απόσπασμα του
Μενάνδρου, που είναι μιά πρώιμη απαίτηση «κοινωνικοποίησης» της ζωής μας, τόσο
περισσότερο, μάλιστα, σπουδαία, όσο προέρχεται από μιάν εποχή, και από έναν
πολιτισμό, που καλλιεργούσαν τη λατρεία του εγώ: «κατά πόλλ’ αρ’ εστίν ο καλώς
ειρημένον το γνώθι σαυτόν’ χρησιμώτερον γαρ ήν το γνώθι τους άλλους». Και η
ποίηση, που θα απευθύνεται στους άλλους, γράφει ο κ. Κ. πρέπει να είναι
«παραβολική», να μιλάει με παραβολές, με μύθους, πλασμένους από το υλικό της
σύγχρονης πραγματικότητας, της σύγχρονης κοινωνικής ζωής.
Ήδη σ’
αυτή την κοινωνική-ιστορική λειτουργία των «μυθογραφημάτων» του κ. Κ. υπάρχει η
σίγουρη βάση και η προϋπόθεση μιας γενικότερης αποδοχής, της αποδοχής τους από
ένα πλατύτερο κοινό. Τα «τεχνικά» στοιχεία, που την εμπεδώνουν, και που
αποτελούν τα συστηματικά λογαριασμένα θεμέλια της καθαρά αισθητικής θεωρίας
του, είναι η προσπάθεια να «φορμαριστεί», θα έλεγα, μυθικά, γραμματικά και
εξαιρετικά το θέμα, με την επικουρία της επιγραμματικής έκφρασης (για να
λειτουργήσει η Τρίτη από τις βασικές αυτές ιδιότητες των ποιημάτων). Η
επιγραμματική έκφραση αποτελεί σχεδόν αμείλικτο, πρακτικό αίτημα της εποχής
μας, εποχής του απελπιστικά βιαστικού αναγνώστη, και του minimal poem (για
το τελευταίο βλ. στην ελληνική βιβλιογραφία, μια σύντομη αλλά κατατοπιστική
θεώρησή του από τον Π. Α. Σινόπουλο, Προθεωρία για την σύγχρονη ποίηση. Αθήνα
1973). Στο σημείο αυτό κατανοούμε την άφοβη χρήση από τον κ. Κ. επιγραμματικών
χωρίων της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (κάτι που είχε ήδη νομιμοποιήσει ο
Καβάφης, με διάφορους τρόπους, κινημένος ασφαλώς από ανάλογες αισθητικές
σκέψεις):
Αν
ήξερε βέβαια
πως
θα βάζαμε
μιά
για πάντα
τάξη
και ασφάλεια,
δε
θα’ λεγε ο Αριστοτέλης
«τα
πολιτικά μένοντα
αποθνήσκει».
(«Μιά για πάντα»).
Η
παραβολική-μυθογραφική ποίηση του κ. Κ. έχει ανακτήσει και ένα πλεονέκτημα, που
διέθετε η παλιότερη ποίηση και το έχασε η νεώτερη, μπορεί εύκολα να
απομνημονεύεται. Τα ποιήματα του Σολωμού-ή και του Δροσίνη-, καθώς κυλούσαν
πάνω στους εύδρομους τροχούς του μέτρου και της ρίμας, εύρισκαν εύκολα την
είσοδο και στην περιοχή της μνήμης. Ήρθε μετά η κατάργηση των τεχνικών αυτών
μέσων, μαζί με την στενή υποκειμενικότητα και υπαινικτικότητα της έκφρασης, που
έκαναν την απομνημόνευση των ποιημάτων μιά σχεδόν ανέφικτη υπόθεση. Τα
«μυθογραφήματα» του κ. Κ. μπορούμε και με μιάν ανάγνωση, να τα θυμόμαστε,
συγκρατώντας, έστω, μόνο τον υποκείμενο μύθο τους, και αναπλάθοντας τον κάπως
ελεύθερα. Αυτό το τελευταίο σκέπτομαι ότι ευνοεί μιά περίεργη διαδικασία, που συγγενεύει με την
διαδικασία της δημιουργίας και μετάδοσης της λαϊκής ποίησης (παραλλαγές πάνω
στον ίδιο πυρήνα) είναι αυτό, επίσης, μια δήλωση της «απλότητας» και της
ευρύτερης κοινωνικότητας των «μυθογραφημάτων», που μπορούν να μεταβάλλονται σε
καθημερινές ιστορίες: να ξαναγυρίζουν στην εποχή τους.
--
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Λ. ΣΚΑΡΤΣΗΣ «Τραγουδίσματα». Πάτρα 1974.
Ένας
ένθερμος φιλόλογος, που βγάζει, ηρωικά, δικό του περιοδικό στην Πάτρα (την
«Υδρία»), ένας ποιητής που λατρεύει το δημοτικό τραγούδι και το Σολωμό με έναν
ελεύθερο τρόπο, που δε θυμίζει σχεδόν τίποτα από τον Αποστολάκη και το Φώτο
Πολίτη, που είχε τραβήξει κοντά του, με το μεράκι του και τη λαχτάρα του, μιάν
ομάδα ανθρώπους και συνεργάτες του και υπηρετούν την ιερή-για όλους
αυτούς-υπόθεση της ποίησης, είναι ο κ. Σκαρτσής.
Έχει
τυπώσει αρκετά βιβλία ποιητικά, από το 1958. Για τα «Τραγουδίσματα» λέει ο
ίδιος: «….. γράφτηκαν πέντε έξη πρωινά του Σεπτεμβρίου 1972 μέσα στον
πραγματικό χώρο της ζωής τους σαν άσκηση σε μιά μορφή του δημοτικού
τραγουδιού….». Είναι, λοιπόν, μια
ευκαιρία να δούμε τον ποιητή πάνω στον έρωτά του με το δημοτικό
τραγούδι, να λογαριάσουμε το ποσοστό της εξάρτησής του ή της ανεξαρτησίας του,
την δυνατότητά του να παράγει από μιάν ακριβή-αλλά ξένη-πρώτη ύλη, έργο δικό
του.
Το λέω
αμέσως: ο ποιητής είναι από κείνους που αξίζει να υπηρετούν την παράδοση, γιατί
ξέρουν και την αναβιώνουν. Από το δημοτικό τραγούδι δεν παίρνει στίχους ή, πιο
καλά, δεν παίρνει τη εξωτερική λαμποκοπή των λέξεων και των στίχων, όπως οι
νεόπλουτοι, να πούμε, που φορτώνονται με πολύτιμα, ακριβά αγορασμένα κοσμήματα,
τονίζοντας τη δική τους φτώχεια, που παραμένει ίδια. Ο κ. Σκ., παίρνει το από
μέσα του δημοτικού τραγουδιού, τα στοιχεία που
το διαμόρφωσαν, όχι τις μορφές τις ίδιες. Ας πούμε: το γεγονός μιας
ζωντανής, αεικίνητης γλώσσας, σαν το αντικαθρέφτισμα της αεικίνητης ζωής, της
ίδιας:
Τα πράσινα του σούρουπου
με γέμισαν καινούργιες λέξεις,
πότε θα μάθω τη γλώσσα σου;
Παίρνει, ακόμα, το ανείπωτο εκείνο «μπλέξιμο» πραγματικού και
φανταστικού, αισθησιακού και αισθητικού, εκείνο το μετεώρισμα των ίδιων των
σωμάτων, ατόφιων, το σήκωμά τους «λίγο ψηλότερα» από το χώμα, λίγο πιο κοντά
στον ήλιο και τον «κόσμο»:
Ο
κάμπος ο κόσμος
η
γυναίκα το φόρεμα,
πώς
ταίριαξαν και μπλεχτήκαμε;
Ήλιος
χόρτα ζώο
χέρια
χρώματα υφάδι,
ο
κόσμος και η κατατομή μου,
έπρεπε
να σταματήσει κάπου
το
φόρεμα.
Και
παίρνει εκείνο το πρωτογενές, το πρωτοείδωτο, το πρίν από τη γλώσσα που έγινε
γραμματική και κανόνες, το πριν από το λόγο που έγινε η συμβατική ένωση των
ανθρώπων, το μυθικά μοναχικό και το μοναδικό, και δροσερό, σαν την κραυγή των
πρωτόπλαστων:
Κορίτσι
και παίρνει φέρνει
απ’
τον αέρα μαλλιά
σε
δροσερά λαμπερά στήθη
γελούμενα
στην
άπλα στην ανάσα στη γλύκα
τ’
ουρανού του χεριού,
στήθη
απ’ τα μαλλιά
στήθη
νάτα περιμένουν
φωνή.
Με την
«επιλογή» που έκαμε, έδειξε κιόλας ο ποιητής ποιος είναι. Αλλά, βέβαια, δε
μένει μόνο σ’ αυτό, βάζει μέσα σε όλα τούτα και το πρόσωπό του. Π. χ. εκείνο το
μετεώρισμα το πηγαίνει πιο «ψηλά», ίσαμε εκεί όπου ο λαϊκός τραγουδιστής δε θα μπορούσε-δε θα
‘θελε-να ακολουθήσει στον ουρανό:
Γυμνό
στο βράχο κορίτσι,
σκληρός
σκληρός κόσμος
πλατύς
ουρανός ουρανός
πού
γδύθηκες;
Οπωσδήποτε το δημοτικό τραγούδι, το γήινο, τον κράζει κοντά του, κι
αυτός υποταχτικά επιστρέφει:
Μέρα
ανοίγει μέρα κλείνει
εσύ
καρπός
στο
φως στο σκοτάδι
γεμίζεις
χυμούς την ώρα
σπόρους
τις στιγμές,
δεν
πρέπει να τραφώ;
Το
δημοτικό τραγούδι είναι, βασικά και κύρια, συναισθηματικό. Συναισθηματικός
είναι και ο κ. Σ. που τον έφερε κοντά
στην ποίηση του λαού, εκτός από αυτό και από άλλα (μερικά πιο πάνω σημείωσα),
κι ένα αδιάκοπος παιδεμός της γλώσσας, ο οποίος, προκειμένου για το λαό, έχει
έναν επιβλητικό, βραδύ ρυθμό μέσα στους αιώνες-σα μιά κοσμολογική διεργασία-ενώ
στην περίπτωση του ποιητή μας, του ατόμου που αύριο δεν θα είναι εδώ, παίρνει
την έκφραση ενός εκρηκτικού πάθους, βιασμού,-θα το ‘λεγα σχεδόν πειναλέο. Αυτό
το ακόρεστο γλωσσικό πάθος (συγκλονιστικό καθεαυτό) οδηγεί και σε κάποιες
υπερβολές, πέρα από το ότι προβάλλει τη γλώσσα σαν ένα αυτοσκοπό, ξεκομμένον,
όσο δεν είναι, από την ίδια την ζωή. Από αυτό τον κίνδυνο πρέπει πάντα να
φυλάγεται ο κ. Σ. που είναι, πάντως, μια από τις σημαντικότερες πνευματικές και
ποιητικές προσωπικότητες της ελληνικής επαρχίας. Το ότι το κέντρο τον αγνοεί,
αυτό είναι κακό, (όπως είπα και για τον ποιητή κ. Χριστοδούλου, από το Βόλο,
στο πρώτο τεύχος της «Νέας Ποίησης»), για το κέντρο το ίδιο. Στίχοι, όπως οι
σημειωμένοι εδώ, δεν γράφονται πολύ συχνά στην «πρωτεύουσα» αυτό κάθε αληθινά
ευαίσθητος ποιητικός αναγνώστης μπορεί εύκολα να το αισθανθεί.
--
ΔΗΜΗΤΡΗ
ΠΟΤΑΜΙΤΗ «Ένα δέντρο που νομίζει πώς
είναι πουλί» Ποίημα. Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα 1974.
Προβλήματα
της ύπαρξης, η θέση του μέσα στον κόσμο, όπως τον ορίζουν και «τα κόλπα του
αιώνα» μας, απασχολούν τον κ. Π. Η τοποθέτησή του απέναντι στη ζωή φαίνεται και
από το μόνιμο μυκτηρισμό του για τους μακάριους που «ζουν σα να ήταν για τ’
ατέλειωτο όνειρο», και προβάλλουν την «αποκατάσταση» τους ως πνευματικό
αγώνισμα. Η εσωτερική ανησυχία του είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει, φαίνεται,
τίποτα από τα πράγματα εκείνα, μερικά από τα οποία και θεμιτά είναι και υψηλά.
Μόνο πού-εδώ συμφωνώ μαζί του- περικλείουν πάντα την παγίδα της νοικοκυροσύνης.
Ένας άλλος αγώνας, λοιπόν, αρχίζει-πρέπει να αρχίζη-μετά το «δικό μας σπίτι»,
και είναι ο πιο δύσκολος: ο αγώνας να γίνη το ριζωμένο δέντρο-ας πούμε, ο
αστός, που πάει να βολευτή ή έχει βολευτή-, λεύτερο για τα ψηλά πουλί:
Πώς
να μείνω άνθρωπος κι όχι άνθρωπος
βολεύοντας
μαζί σπίτια και θαύματα.
Ομολογώ
πως το πρόβλημα τούτο είναι από τα σοβαρά, θα έλεγα, και από τα πιό ιερά’ γι’
αυτό πολύ σωστά το θέτει στην ποίησή του. Ο άνθρωπος πρέπει να έχη ένα σπίτι,
που να γίνη στέγη για τα όνειρά του-όχι ο τάφος τους. Έχουμε εδώ δύο ανάγκες,
πού συχνά αλληλοαναιρούνται.
Αν όλοι
οι ποιητές έχουν και κάποιο πρόβλημα, ας το πούμε τεχνικό, της δουλειάς τους,
τότε το σχετικό πρόβλημα του κ. Π.
καθορίζεται από τον αγωνιώδη, για τον αναγνώστη-αλλά, πιστεύω, και για τον
ίδιο- μετεωρισμό του ανάμεσα σε δύο κρίσιμα σημεία, που είναι αντίθετα, ενώ
ξεκινούν από το ίδιο κέντρο: εννοώ το μετεωρισμό του, την ταλάντευσή του
ανάμεσα στην ωραιολογία (που είναι ελάττωμα) και στον ωραίο λόγο (που είναι
αρετή). Όντας προικισμένος με μια λυρική ευφράδεια, τη μεταβάλλει σε ποιητική
δύναμη, όταν έγκαιρα καταλαβαίνη τους κινδύνους, που εγκυμονεί η ευκολία της:
Κι
όμως ζουν σα να ήταν για τ’ ατέλειωτο όνειρο
Κάτι
τους κρατάει βαθιά και τους ριζώνει στα ποτάμια
Αρωματίζουν
τα μάγουλα φτιασιδώνουν τα μάτια.
Βαραίνουν
πιό πολύ τα βλέφαρα
Πού
ήταν για να κοιτούν στο σκότος
Έχει
ο καθένας από ένα δικό του σπίτι
Και
πολύ λίγη αμφιβολία
Ο
πιό τέλειος τρόπος για να μην πεθάνουν
Η
μήτρα κι η φυγή απ’ τη μήτρα
Ένας
μεγάλος αποχωρισμός απ’ την πατρίδα
Τόσο
κοντά στην πατρίδα.
Όπως
ωραίος ο λόγος είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, κι εκεί όπου ο ποιητής καλεί το «μεγάλο
Σουρεαλιστή» για να πλάση, για την πατρίδα του, μιά νέα ποίηση, που θα είναι
και ένας νέος τρόπος ζωής:
Έλα
λοιπόν μεγάλε Σουρεαλιστή
Μεγάλε
πλάστη μιας ιστορικής στιγμής χαμένης
Μη
με ρωτάς γιατί ανθίζει τσουκνίδα ο ποταμός
Και
το γιοφύρι πεθαμένους
Εσύ
η θεία αβεβαιότητα αυτού που πρέπει ν’ αγαπήσω
Ως
το ανύπαρκτο παράθυρο
Βάλε
φωτιά αναμμένη απ’ αγάπη
Σημάδεψε
τον τόπο που θα κατοικήσουμε
Για
πάντα ως να ήταν τ’ όνειρο και μέσα μας.
Ζητάει
η πατρίδα μου τη χαμένη φλέβα της
Και
τ’ άλλα δεν υπάρχουν.
--
ΒΙΛΗΣ
ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ «Τώρα πού ο νεκρός ζεί» Ποίημα. Αθήνα 1974
Το
πρόβλημα του λυρισμού, λίγο πολύ υπαρκτό σε όλους τους σύγχρονους ποιητές, ο κ.
Ευ. το έλυσε με ένα οραματικό τρόπο, θέλοντας
Ελάχιστα:
Διατήρησα την ορθογραφία της εποχής που
δημοσιεύτηκαν οι κριτικές και την ορθογραφική και συντακτική τυπολογία της
γλώσσας που χρησιμοποιούσαμε οι Έλληνες και οι Ελληνίδες τα χρόνια αμέσως μετά
την επτάχρονη δικτατορία, πριν την γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της
κυβέρνησης του Γεωργίου Ράλλη, την εισαγωγή δηλαδή της δημοτικής γλώσσας στο
δημόσιο. Την δημοτική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Τα διάφορα τελικά (η) των
πτώσεων είναι η παλαιά υποτακτική. Πχ. καταλαβαίνη. Διατήρησα τα τελικά (ν) που
υιοθετώ και εγώ και μου αρέσει ο ήχος του στο τέλος της κατάληξης. Είναι σαν μικρός ήχος καμπάνας. Υπάρχουν
επίσης ορισμένες λέξεις που γράφονταν με ωμέγα (ω) πριν καθιερωθεί η γενική
ορθογραφική τυπολογία του ομικρον (ο). Διόρθωσα ελάχιστες λεξούλες που ήταν φως
φανάρι ότι ήταν από το τυπογραφείο η μη σωστή απόδοσή τους. Εκείνο που δεν είχα
την εκτυπωτική δυνατότητα να κάνω είναι η πολυτονική αποτύπωση των λέξεων. Αλλά
αυτά ας τα αφήσουμε για τις άλλες ορθογραφικές δυνάμεις. Σε ορισμένα κείμενα,
φαίνεται λόγο τυπογραφείου ή μελανιού, ελάχιστες λεξούλες (ιδιαίτερα που δεν
προέρχονται από το ελληνικό αλφάβητο) γράφτηκαν με το χέρι. Επίσης, έχουμε περιπτώσεις
βιβλιοκριτικών όπως αυτή για τον Κυριαζόπουλο, που όπως γράφει και ο
βιβλιοκριτικός, από κάτω από συγκεκριμένες λέξεις υπάρχει μια ευθεία μαύρη
γραμμούλα για να τονιστεί η σημασία της. Αυτό για μένα ήταν αδύνατο τεχνικά ή
δεν γνωρίζω πως επιτυγχάνεται και έτσι απλά τις αντέγραψα. Ένα άλλο θεματάκι
που είχα, ήταν η παράθεση των αποσπασμάτων των ποιημάτων σε διαφορετική
διάταξη. Στο περιοδικό είχες μια σαφή οπτική εικόνα, στην ιστοσελίδα όταν το
δοκίμασα, ήταν άστα να πάνε. Και έτσι υιοθέτησα το περιθώριο του κεντρικού
κειμένου αλλάζοντας μόνο την γραμματοσειρά και τα «πλάγιασα» τα ποιήματα. Τα
αναφέρω αυτά και για να μην θεωρήσει κανένας ότι άλλαξα την δομή των κειμένων
αλλά και για να μην πει ότι παρενέβη.
Διαβάζοντας πρώτα και αντιγράφοντας έπειτα τις βιβλιοκριτικές των
συμμετεχόντων, στα σημειώματα αποδελτίωσης του μεταδικτατορικού λογοτεχνικού
περιοδικού «Η Νέα Ποίηση», ας μου επιτραπεί να καταθέσω το εξής: Είναι αν δεν
κάνω χρονικό ατόπημα, το πρώτο μάλλον λογοτεχνικό περιοδικό που γνωρίζω, έστω
και σε αυτήν την εκδοτικά «πρωτόλεια» εκδοτική μορφή, μετά την αρχή της
μεταπολιτευτικής περιόδου, που η θεματολογία, οι μεταφράσεις ξένων ποιημάτων,
και οι βιβλιοκριτικές του παρουσιάσεις, κινούνται σε ένα κλίμα και μια
ατμόσφαιρα μάλλον διαφορετική από τις προηγούμενες βιβλιοκρισίες της προ
δικτατορικής περιόδου και των κριτικών εκφραστών της. Τουλάχιστον όπως το
αντιλαμβάνομαι αναγνωστικά, από τότε που άρχισα να αγοράζω και να ενδιαφέρομαι
για τα λογοτεχνικά έντυπα και την λογοτεχνία. Η ενδιάμεση γέφυρα πληροφοριών
και κριτικών καταθέσεων, είναι μάλλον το ετήσιο «Χρονικό» της γκαλερί «ΩΡΑ» από
το 1970 και μετέπειτα. Δεν έχω υπόψη μου όλο το θεματικό εύρος των λογοτεχνικών
περιοδικών που εκδόθηκαν, των τίτλων που κυκλοφόρησαν την δικτατορική περίοδο 1967-1974,
οι γνώσεις μου στηρίζονται σε
ερευνητικές εργασίες άλλων. Σίγουρα ένας από τους ερευνητές του ζητήματος
αυτού, είναι ο ερευνητής και συλλέκτης κύριος Γιώργος Ζεβελάκης, μα και το
παλαιό επιτελείο του ΕΛΙΑ. Λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα, τα οποία εξέφραζαν
τις αμφισβητήσεις, τις αντιστασιακές πνευματικές δράσεις, τις καλλιτεχνικές
ανησυχίες, τους νέους ορίζοντες οραματισμών των νέων ελλήνων δημιουργών, αντρών
και γυναικών της περιλάλητης Γενιάς του 1970. Τον φρέσκο αέρα και τις νεανικές
φιλοδοξίες, τους στόχους των καινούργιων πολιτικών και ιστορικών συνθηκών, που
με ποικίλους τρόπους και κοινωνικές αντιδράσεις, πανηγυρικά ή με αιφνίδια
επαναστατικά ξεσπάσματα, φανερώθηκαν εκείνα τα χρόνια. Χρόνια και πολιτικές
συνθήκες, συγγραφείς και περιοδικά, διαβάσματα και ακούσματα, παλλαϊκές
συμμετοχές και απόπειρες συγγραφικής εμφάνισης, που, επηρέασαν και μπορεί και
να διαμόρφωσαν παράλληλα την δική μας γενιά, την γενιά του 1980. Σίγουρα πάντως
και οφείλουμε να το ομολογήσουμε πέρα από τις όποιες εκ των υστέρων ενστάσεις
και γκρίνιες, ότι η γενιά του 1970 με την συγγραφική της παρουσία, τις
μεταφράσεις της, τις εκδόσεις και κυκλοφορίες της σχηματοποίησαν την εικόνα
μας, εμάς των νεώτερων, σε ποιο βαθμό και σε τι διάρκεια, αυτό είναι ένα άλλο
ζητούμενο. Οι ανησυχίες και οι βλέψεις της συγγραφικής γενιάς του 1970,
διοχετεύτηκε μέσα στις σελίδες των λογοτεχνικών αυτών περιοδικών, πολλών από
αυτά ολιγόζωων, άλλων λαθρόβιων. Τα έντυπα και τα περιοδικά αυτά που εκδόθηκαν
και κυκλοφόρησαν την εφταετία 1967-1974, και που έλληνες ερευνητές και
ιστορικοί, γραμματολόγοι, έχουν καταγράψει και αποδελτιώσει, είναι η μοντέρνα
εικόνα του ασχημάτιστου ακόμα προσώπου της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και
πεζογραφίας και των άλλων ρευμάτων της τέχνης, που φανερώθηκαν εκείνα τα χρόνια
στην χώρα μας. Ποίηση και Επανάσταση, ακριβέστερα, πολιτική και κοινωνική
Αντίσταση μέσω του ποιητικού λόγου, πήγαιναν μαζί εκείνη την περίοδο και
έμειναν αδελφωμένες για σχεδόν δυό δεκαετίες.(δεν αναφέρομαι στις προηγούμενες
γενιές της κατοχής, του εμφύλιου και της αντίστασης). Τα προβλήματα αυτά και
άλλα, έχουν εξετασθεί και ερευνηθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες και εξακολουθούν
να συμπληρώνονται τα πληροφοριακά στοιχεία, σε ατομικό πλέον επίπεδο, κάθε
δημιουργού της Γενιάς της Αμφισβήτησης, όπως την προσδιόρισε και ονομάτισε
πρώτος ο κριτικός Βάσος Βαρίκας στις γνωστές δύο επιφυλλίδες του, στις
εφημερίδες του τότε εκδοτικού συγκροτήματος, τώρα-η μία από αυτές-στον τόμο με
τις επιλογές των βιβλιοκριτικών του. δες «Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ»-Συλλογές
στίχων. Βάσος Βαρίκας Συγγραφείς και κείμενα τόμος Γ΄, 1969-1971, εκδόσεις
Ερμής 1987, σελ. 182-187. Θεωρώ όμως, ότι, το ετήσιο «ΧΡΟΝΙΚΟ» συγκεφαλαιώνει
τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μονάδες και δυνάμεις της τέχνης και των
ρευμάτων της γενιάς αυτής. Τουλάχιστον σύμφωνα με τις δικές μου πηγές που
κατόρθωσα να βρω στο εμπόριο και να προμηθευτώ.
Μετά την έκδοση των 10 αυτών ολιγοσέλιδων τευχών της
«Νέας Ποίησης», του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη, θα ακολουθήσει η έκδοση και η
κυκλοφορία νέων τίτλων λογοτεχνικών περιοδικών, εξελιγμένων όσον αφορά την
τυπογραφική τους εμφάνιση, επίτομων νέων ανθολογιών, (ας θυμηθούμε τις
ποιητικές ανθολογίες των εκδόσεων «Άγκυρα», «Βίπερ», πριν τους ετήσιους τόμους
«Ποίηση 1975» που συνεκδότης τους υπήρξε
ο Α. Φ. Κυκλοφορίες εντύπων του κέντρου και της περιφέρειας, (που πωλούνταν
αφειδώς στα περίπτερα) τα οποία θα αναδείξουν τις νέες ηλικιακά προτεραιότητες
και εκδοτικές προθέσεις, διαβάσματα και μεταφραστικές επιλογές, των νεότερων δημιουργών.
Η ομαδικότητα υποχωρεί και αναδεικνύεται η ετερότητα κάθε πνευματικής
περίπτωσης και καλλιτεχνικής μονάδας με τις ανάλογες εσωτερικές και εξωτερικές
επιρροές της κάθε μίας. (αυτό το διαπιστώνουμε και από τις συνεντεύξεις και τα
γραφόμενα των ίδιων των μελών της ομάδας του 1970). Το ίδιο συμβαίνει και στα
θέματα της ποιητικής έκφρασης, της ποιητικής ρυθμολογίας, το σπάσιμο της ρίμας
του εμπλουτισμού της ή τον πειραματισμών των νέων ποιητικών δυνάμεων ή
«προσκόλλησης» σε ξένα ρεύματα πρωτοποριακά της ποίησης και της λογοτεχνίας. Και
φυσικά, είναι αυτονόητο, ότι οι πειραματισμοί και οι «ανασκαφές» συμπεριέλαβαν
και τα ζητήματα της ελληνικής γλώσσας και της παράδοσής της. Άλλαξε ο τρόπος διαχείρισης,
μπορεί και ανάγνωσης των προηγούμενων δεκαετιών της ελληνικής λογοτεχνία και
ποίησης, και υιοθετήθηκαν νέοι τρόποι ερμηνείας της. Πρωτόγνωρες-για το ευρύ
κοινό-τεχνογνωσίες και πειραματισμοί εμπλούτισαν τις φωνές αυτές και τα
πολύμορφα έργα τους. Το πρόσωπο της ελληνικής ποίησης αλλάζει, και τα
ενδιαφέροντά της ακολουθούν την ατομική περιπέτεια και προσωπική επιλογή και
αυτόνομη πορεία των καινούργιων ελλήνων δημιουργών.
Το βαρύ
πυροβολικό θα λέγαμε, των βιβλιοκρισιών του περιοδικού «Η Νέα Ποίηση», είναι ο
καθηγητής τότε της λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων Μιχάλης Γ.
Μερακλής που υπογράφει τις κριτικές του με το ψευδώνυμο Κ. ΜΙΧΑΗΛ. Η
βιβλιοκριτική εμπειρία και πείρα του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή προέρχεται, από
την συμμετοχή του στα πριν της δικτατορίας χρόνια, σε περιοδικά όπως είναι τα
τελευταία τεύχη του περιοδικού «Εποχές», η μακροβιότερη «Νέα Πορεία» από την
Θεσσαλονίκη και άλλα έντυπα. Ο καθηγητής
Μερακλής, δεν κρίνει απλώς τα βιβλία, δεν μας τα παρουσιάζει μέσα σε ένα πνεύμα
θα γράφαμε «ακαδημαϊκής» ή και γιατί όχι «εστέτ» κριτικής, αλλά τα εντάσσει σε
ένα ποιητικό πλαίσιο είτε αυτό προέρχεται από την παλαιά παράδοση της ποίησης,
του δημοτικού τραγουδιού πχ. διαβλέπει σε νέες ποιητικές φωνές τα νέα μονοπάτια
που εισρέει η δημοτική παράδοση αβίαστα και ομαλά, είτε ανοίγουν στον χώρο της
ποίησης σύγχρονους διαύλους επικοινωνίας. Σε άλλες του κριτικές πάλι,
επισημαίνει την μοντέρνα διαχείριση και χρησιμοποίηση της ελληνικής γλώσσας.
Ακόμα, μας μιλά για το μεταβατικό στάδιο μεταξύ του παλαιότερου λυρισμού και
της μοντέρνας σύγχρονης άρρυθμης ποιητικής έκφρασης. Την κυοφορία μιας
μοντέρνας ποιητικής φόρμας. Ο μοντέρνος ποιητικός λόγος έχει εισβάλει για τα
καλά στις ζωές και τις ποιητικές συνειδήσεις των νέων ποιητών και ποιητριών των
μεταπολιτευτικών χρόνων. Αλλάζει ο τρόπος της έκφρασής τους, η υφολογική τους
χαρακτηρολογία, το γλωσσικό τους αποτύπωμα. Η θεματολογία τους διευρύνεται και
αν δεν λαθεύω, ακόμα και η εκδοτική τους κυκλοφορία έστω και για ελάχιστους
δημιουργούς, φέρει μια άλλη εκδοτική ταυτότητα. Βλέπε τις εκδόσεις «Κούρος». Η διαρραγή
τους από τις προηγούμενες ελληνικές ποιητικές φόρμες είναι συνειδητή. Αναζητώντας
το δικό τους καθαρά πρόσωπο οι νέοι δημιουργοί, σχηματίζουν, διαμορφώνουν και
το νέο πρόσωπο του ελληνικού ποιητικού λόγου όχι χωρίς δυσκολίες και
σκαμπανεβάσματα. Πισωγυρίσματα και ποιητικές «μεταπτώσεις». Ο κύριος Μερακλής,
βλέπουμε ότι εξετάζει με δικαιοσύνη τόσο τους δημιουργούς της πρωτεύουσας όσο
και εκείνους που προέρχονται από την επαρχία. Μάλιστα, όταν ερευνά τις δύο
περιπτώσεις βιβλίων από την ελληνική επαρχία, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα
προβλήματα αποδοχής που αντιμετωπίζουν οι νέοι ποιητές από τους ομότεχνούς τους
Αθηναίους, ή εγκατεστημένους στο κλεινόν άστυ. Ορισμένες κριτικές του, όπως
παραδείγματος χάριν για την ποίηση του πρόωρα χαμένου πειραιώτη καθηγητή
πανεπιστημίου Σπύρου Κυριαζόπουλου, του
δίνουν την αφορμή να μας εκθέσει καθαρά θεωρητικά προβλήματα και τεχνικά
μοντέλα που αφορούν τον ποιητικό λόγο. Εσωτερικά θέματα δηλαδή της ποίησης.
Όπως στην περίπτωση του Σωκράτη Σκαρτσή μας μιλά για την δημοτική ποίηση και
παράδοση. Για ορισμένους έχει ξαναγράψει, όπως στην περίπτωση της ποιήτριας
Νανάς Ησαϊας μα και άλλων. Γνωρίζει δηλαδή την ποιητική τους διαδρομή. Εκείνο
που εμένα με κέντρισε στις κριτικές αυτές, εν συνόλω, του καθηγητή Μιχάλη Γ.
Μερακλή, είναι όχι μόνο η σοβαρότητα των επιχειρημάτων του, αλλά και η εμφανής
του πρόθεση να ανοίξει ένα νέο ρεύμα στα ποιητικά πράγματα της εποχής, που
εκδίδονται τα βιβλία και δημοσιεύονται οι κριτικές. Κρίσεις που σιγά-σιγά με
τις μετέπειτα εργασίες του, σχηματίζουν μια ιστορική διαδρομή της σύγχρονης ελληνικής
ποίησης και λογοτεχνίας. Οι παλαιότερες αυτές κριτικές του που γνωρίζω και έχω
διαβάσει, μας δείχνουν μια πορεία συγγραφής μιας καθόλου ελληνικής
γραμματολογικής πρότασης και εκδοχής. Το πρόβλημα που αναφύεται από τις
διάσπαρτες αυτές κριτικές εργασίες του καθηγητή Μερακλή, είναι ότι, ίσως να μην
ενδιαφέρθηκε ο ίδιος όσο θα έπρεπε μάλλον, να σχηματοποιήσει όλο αυτό το
κριτικό διάσπαρτο υλικό και να του δώσει μια τελική εικόνα συγκεφαλαιώνοντας
τις θέσεις και τις κρίσεις του, δοσμένες συνολικά σε μια Ιστορία της Ελληνικής
Λογοτεχνίας όπως έπραξε πχ. ο κυρός Λίνος Πολίτης, ο Νίκος Παππάς και άλλοι
ιστορικοί της ελληνικής γραμματείας. Οι περιπτώσεις του παλαιού καθηγητή
Γιώργου Σαββίδη, ίσως να μην βοηθούσαν τα ελάχιστα κριτικά του σημειώματα-σε
σχέση με τις επιμέλειες και αναστυλώσεις παλαιότερων ελλήνων ποιητών, βλέπε Κ.
Καβάφη, Κ. Καρυωτάκη κλπ.) ή πάλι του φιλόλογου και ιστορικού Σαράντου
Καργάκου, που τα τελευταία χρόνια δημοσίευε βιβλιοκριτικές του σε ημερήσια
εφημερίδα. Οι περιπτώσεις του Δημοσθένη Κούρτοβικ ή της Μάρη Θεοδοσοπούλου
είναι ακόμα ανοιχτές. Του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, του Παντελή Μπουκάλα, του
Σπύρου Τσακνιά, έχουν κλείσει τον κύκλο τους μια και έχουν συμπεριληφθεί σε
αυτόνομες εκδόσεις βιβλίων. Το υλικό αυτό του Μιχάλη Μερακλή έμεινε αταξινόμητο
και σκόρπιο ακόμα και σήμερα και ίσως δύσκολα προσβάσημο σε ερευνητές και
λογοτέχνες. Αν συγκεντρώνονταν θα δινόταν μια συνολική εικόνα ανάγνωσης των
πολύ ενδιαφέροντων απόψεων και κρίσεων που έχει κατά καιρούς εκφράσει ο
ιστορικός αυτός της ελληνικής λογοτεχνίας. Το στηρίζω αυτό στο γεγονός ότι αν
συγκεντρωνόντουσαν τα σκόρπια κριτικά κομμάτια της συγγραφικής παραγωγής του
καθηγητή Μιχάλη Μερακλή θα είχαμε μια σημαντική κατάθεση όχι περιπτωσιολογικού
υλικού, αλλά, μιας ολοκληρωμένης και συγκροτημένης κατάθεσης μιας ιστορίας της
ελληνικής λογοτεχνίας μέσα από όρους κοινωνιολογικούς. Μιας διερεύνησης της
κοινωνικής οπτικής της σύγχρονης ποιητικής και πεζογραφικής παρουσίας τις
τελευταίες δεκαετίες που η πορεία της ελληνικής γραμματείας άλλαξε, εμπλουτίστηκε,
ξανά διαμορφώθηκε από τις νέες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες και κοινωνικά
δεδομένα. Όταν το συλλογικό ψηφιδωτό του ποιητικού μας λόγου δίνει την θέση του
στο ατομικό πορτραίτο και περίπτωση. Κάτι που δεν μας το δίνουν στην ποιότητα
και στην έκταση, την ουσία τους οι Ιστορίες Λογοτεχνίας του Γιάννη Κορδάτου,
του Νίκου Παππά και άλλων. Η περίπτωση του Μ. Μ. Παπαϊωάννου αποτελεί μία μη
ολοκληρωμένη πρόταση ιστορίας της ελληνικής γραμματείας. Από διαφορετική
ιδεολογική σκοπιά ερμηνευμένη σημαντική και ολοκληρωμένη είναι η πρόταση του
Δημήτρη Τσάκωνα. Και ας μην κακοχαρακτηριστώ από τους επαναστάτες «στα
λογοτεχνικά χαρτιά δημοκράτες» οι λογοτεχνικές καταθέσεις του χουντικού, να το
επαναλάβω, χουντικού Φαίδων Μπουμπουλίδη μας δίνουν ένα εξαιρετικό πανόραμα της
ελληνική ιστορίας και της πορείας της, τουλάχιστον με τα δεδομένα των στοιχείων
που συγκέντρωσε ο τότε χουντικός καθηγητής. (αυτό που μου αρέσει στις εργασίες
του ζεύγους αυτών των καθηγητών είναι ότι όχι μόνο αναφέρουν τις πηγές τους αλλά,
δεν τις οικειοποιούνται όπως πράττουν άλλοι κατ΄επάνάληψη). Με τις σκόρπιες
αυτές βιβλιοκριτικές εργασίες του Μερακλή, χαράχτηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις
αλλά δεν υπήρξε μάλλον η διάθεση ολοκλήρωσης του κύκλου τους ίσως εξαιτίας ανειλημμένων
επαγγελματικών και άλλων υποχρεώσεων. Ποτέ δεν είναι αργά για ένα τέτοιο
πλούσιο και ενδιαφέρον συγγραφικό υλικό. Αλλά αυτό, είναι ένα άλλο κεφάλαιο.
Δυστυχώς
και πάλι εξαιτίας μεγάλης έκτασης των αναδημοσιεύσεων και του εισαγωγικού
σημειώματος και των σημειώσεων, αφήνω έξω από την αντιγραφή την ύλη δύο ακόμα
τευχών, που περιέχει και τις κριτικές του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, του ποιητή,
επιμελητή, μεταφραστή Θανάση Θ. Νιάρχου
(2 περιπτώσεις) και του άλλου ακόμα εν ενεργεία βαρύ πυροβολικού της
βιβλιοκριτικής των τελευταίων δεκαετιών στην χώρα μας, του κυρίου Αλέξη Ζήρα.
Που ευελπιστώ κάποιος εκδοτικός οίκος να ενδιαφερθεί και να εκδόσει το τεράστιο
δοκιμιακό του υλικό, τον κριτικό του μόχθο, που θα μας πρόσφερε μια συνολική
εικόνα των θέσεων του για το πώς προσέλαβε ο κριτικός αυτός την εκδοτική και
συγγραφική διαδρομή των τελευταίων δεκαετιών στην χώρα μας. Μια ακόμα Ιστορία
της Ελληνικής Λογοτεχνίας, δεν θα ήταν περιττή.
Προσοχή μόνο, να μην έχει αυτήν την δύσχρηστη
εκδοτική παρουσία των εκδόσεων Πατάκη, που θα μπορούσε να δοθεί σε μορφή
κασετίνας ή περιορισμένων τόμων. Ο όγκος του βιβλίου αυτού μάλλον κουράζει, όχι
το περιεχόμενο. Σαν δεν κάνω λάθος.
Σαν προχειρολόγος της λογοτεχνίας που
συγκαταλέγομαι.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Τρίτη, 28 Ιουλίου 2020
Καλές διακοπές σε όσους φύγανε. Για τους υπόλοιπους καλά
Ιουλιανά μελτεμάκια.
Α! και όσοι και όσες βρείτε τον δρόμο της επιστροφής
μην λησμονήσετε να ενημερώσετε τον δημοσιογράφο και τον λοιμωξιολόγο της γειτονιάς
σας. Σας περιμένουν με αρκετή, μα πάρα πολύ μεγάλη αγωνία. Από την μπουκαπόρτα του
πλοίου να εξέλθετε. Δεν θα φαίνονται τα πένθιμα κυπαρίσσια της μασκοφορεμένης καλοκαιρινής
ζωής μας.
ΥΓ. Το σημείωμα αυτό το σταμάτησα στις 29 σελίδες, όπως
ο ακατανόμαστος έφυγε στα 99 του.