Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Η Νεώτερη ποιητική γενιά του 1970


Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΜΑ
Του Μιχάλη Γ. Μερακλή,
Περιοδικό Τέχνη και Πολιτισμός τεύχη 6-7/10,11, 1980
     Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον τρόπο που πρέπει να χαρακτηριστούν ή να ονομαστούν οι ποιητές (ανάλογα και οι πεζογράφοι), που εμφανίστηκαν γύρω στα 1970, έκαμε τελευταία ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, γράφοντας την εισαγωγή ενός τόμου ανθολογίας «Νεώτερης Ελληνικής Ποίησης 1965-1980» (Αθήνα, εκδόσεις «Γραφή», 1979). Παίρνοντας υπόψη του προτάσεις και άλλων (του Βαρίκα, του Στεριάδη, του Αλεξίου), πού τις συζητάει προσεχτικά, καταλήγει μάλλον προς τον χαρακτηρισμό «γενιά της αμφισβήτησης» και όχι προς τον περισσότερο συμβατικό, όπως πιστεύει, όρο «γενιά του ‘70». Εξάλλου στην ανθολόγησή του, υιοθετώντας ένα χρονολογικό-ταξινομικό κριτήριο που έθεσε ο Αργυρίου, περιλαμβάνει ποιητές που γεννήθηκαν μετά το 1940 (κατά βάση τους ποιητές που γεννήθηκαν στη δεκαετία 1940-1950). Αποκλείει έτσι τις ποιήτριες πχ. Αγγελάκη –Ρούκ (γενν.το 1939) και την Ησαϊα (1934), πού ωστόσο συμπεριέλαβε ο Γιώργος Παναγιώτου σε μιάν άλλη δική του δίτομη ανθολογία της «Γενιάς του ‘70» (Αθήνα, εκδόσεις «Σίσυφος», 1979 στο δεύτερο τόμο ανθολογεί τους πεζογράφους). Πιστεύω ότι ο λόγος που ώθησε τον Παναγιώτου να συμπεριλάβει και τους ποιητές αυτούς, είναι ότι η κύρια εκδοτική τους δραστηριότητα πέφτει στη δεκαετία του ’70 και ίσως αυτή η ελαστικότερη εκδοχή είναι και η σκοπιμότερη, γιατί δεν είναι δυνατό να βρει κανείς κάποιαν ουσιαστική «ληξιαρχική», ας πούμε, διαφορά, ανάμεσα στη Ρουκ, πού γεννήθηκε το 1939, και τον Αλέξανδρο Ίσαρη, πού γεννήθηκε το 1941 (και συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία του Ζήρα). Ας προσθέσω ακόμα, ότι ο όρος «γενιά της αμφισβήτησης» μπορεί εύκολα, κατά την γνώμη μου, να συμπεριλάβει και τους ποιητές της δεκαετίας του ’60. Ουσιαστικά το φαινόμενο της αμφισβήτησης, με τη σημασία που χρησιμοποιήθηκε στα λογοτεχνικά μας πράγματα, ξεκινάει μέσα από τη δεκαετία του ’60, τουλάχιστον από τη χρονιά της επιβολής της δικτατορίας στον τόπο μας (1967), όπως το δέχονται όλοι και όπως άλλωστε αποδείχνεται ιστορικά- γραμματολογικά, αφού είναι γνωστή η άμεση εξάρτηση του από το αμερικάνικο κίνημα των χιπις και της «αντικουλτούρας», που αποκορυφώθηκε στα ίδια περίπου εκείνα χρόνια, δηλαδή τα τελευταία της δεκαετίας του ’60.
Υπάρχουν δύο κείμενα του Βάσου Βαρίκα (δύο επιφυλλίδες στην αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα», 29.11.’70 και 16.5.’71), όπου ο μακαρίτης κριτικός μιλάει, πρώτος αυτός, με εύστοχος τρόπο για το φαινόμενο και το περιεχόμενο της ελληνικής ποιητικής αμφισβήτησης’ τα κείμενα αυτά τείνουν να γίνουν, κατά κάποιον τρόπο, κλασικά’ σ’ αυτά κατά κύριο λόγο παραπέμπουν όλοι, όσοι ασχολούνται με το θέμα αυτό. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ, αφού περιοριστώ να προσθέσω, από την πλευρά μου, ότι η αμφισβήτηση εκείνη δεν μπορούμε διόλου να πούμε ότι είχε ε π α ν α σ τα α τα ι κό χαρακτήρα, μάλλον η τάση της ήταν στο βάθος αριστοκρατική τάση φυγής, ιδεαλιστική (ως προς το δεύτερο μπορώ να επικαλεστώ ένα χτυπητό παράδειγμα, τη γνωστή στροφή του Μπόμπ Ντύλαν, του ινδάλματος των «επαναστατημένων» ποιητών και των νέων πιο γενικά εκείνα τα χρόνια, προς το θρησκευτικό μυστικισμό). Η αμφισβήτηση αυτή χαρακτηριζόταν κύρια από την αποφόρτιση του ατόμου από το βάρος οποιουδήποτε αισθήματος ευθύνης για μια χαμένη υπόθεση, όπως ήταν η καπιταλιστική κοινωνία, από την απελευθέρωση και απογύμνωση από κάθε υλική και κοινωνική μέριμνα’ υπάρχουν κάποιες καίριες κινήσεις και στάσεις, όπως το ότο- στόπ ή η χρήση του μπλού-τζίν, που συμβολοποιούν, θα έλεγε κανείς, αυτή την «ανευθυνότητα» και αντισυμβατικότητα των οπαδών του κινήματος. Όμως αυτά τα ίδια στοιχεία μπορούσαν εύκολα να το μετατρέψουν-όπως και έγινε- σε συναρπαστική μόδα για τους έτσι κι αλλιώς αντικομφορμιστές νέους (είναι το «χάσμα των γενεών»), κάτι πού οι ευφάνταστοι θιασώτες του κινήματος ήθελαν ωστόσο να το βλέπουν, στην περίπτωση αυτή, σαν ένα είδος ομόψυχης εξέγερσης της νεολαίας ενάντια στο κατεστημένο.
Όμως ο βαθμός της επαναστατικότητας κάθε κινήματος μετριέται κάθε φορά από την έκταση των αλλαγών που επιφέρει’ και κάθε τίμιος ή απλώς ψύχραιμος θεατής της ιστορίας οφείλει να διερωτηθεί, ποιες αλλαγές έγιναν στην αμερικάνικη κοινωνία, που κατά κύριο λόγο γέννησε και εξέθρεψε το χιπισμό. (Δεν υπάρχει ίσως πιό δραματικό ή, αν προτιμάτε, κωμικοτραγικό κεφάλαιο στην ιστορία του κοστουμιού, από αυτό που έγραψε το μπλού-τζίν: από σύμβολο του πιο ακραίου αντικομφορμισμού, που φιλοδόξησε να είναι, κατάντησε σύμβολο του πιο επίπεδου και ανούσιου κομφορμισμού, αιχμάλωτου στις κραταιές λαβίδες της μόδας. Μαθητής μου έχει αναλάβει να συγκεντρώσει το υλικό για τα είδη του μπλού-τζίν που κυκλοφόρησαν και το κυκλοφορούν, για τον τρόπο που διαφημίζονται και φοριούνται, από νέους και νέες,-από νέες προπάντων.) Θύματα αυτού του πρόωρου-και προκαθορισμένου- εκφυλισμού της αμφισβήτησης έπεσαν και οι ποιητές. Διασώθηκαν οι αξιόλογες περιπτώσεις (Λευτέρης Πούλιος, Γιώργος Βέης).
Όταν η αμφισβήτηση, με την καθορισμένη εκείνη έξαρσή της, πέρασε ως μόδα, η ίδια αυτή, στις περιπτώσεις όπου ήταν γνήσια, εξελίχθηκε σε κάτι άλλο, σ’ αυτό που υπάρχει και σήμερα: σε μιά σχεδόν μοιραία, σχεδόν παθητική αποδοχή μιάς κατάστασης ως διαβίωσης σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, όπου μπορεί κανείς να κινιέται ελεύθερα υπό την προυπόθεση-την οποία δε συνειδητοποιούν όλοι, κάθε άλλο μάλιστα-της ανελευθερίας του να κινηθεί αλλιώς. Και εδώ πάλι καιροφυλαχτεί η μόδα- είναι απίθανη η δύναμη του συστήματος να μετατρέπει και τα πιό συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα σε συρμό, που είναι βέβαια, στο βάθος, διασυρμός’ είναι ένας τρόπος, εκτός των άλλων, να εξουθενώνονται οι κίνδυνοι-, παρόλα αυτά οι σημαντικές περιπτώσεις πάλι ξεχωρίζουν αναφέρω τώρα τη Νανά Ησαϊα, τη Νατάσα Χατζηδάκη, κι ακόμα τη Τζένη Μαστοράκη.
     Από την άλλη μεριά θα έπρεπε να σημειωθεί, ότι ο όρος αμφισβήτηση, ως εδικός κατά κάποιον τρόπο όρος, δεν καλύπτει άνετα τις περιπτώσεις όλων των ποιητών της εξεταζόμενης εδώ περιόδου 1965-1980, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής
Μπορώ να αναφέρω πχ. μιάν επιβίωση της λεγόμενης υπαρξιακής (ή πνευματικής ή «ουσιαστικής») ποίησης, πού εκδηλώθηκε προπάντων στη δεκαετία 1950-1960, αμέσως μετά τον εμφύλιο, σαν μιά έκφραση του αδιεξόδου των χρόνων εκείνων. Τέτοια ενδοστροφικά ενδιαφέροντα, με μια τάση υπέρβασης του υπαρξιακού αδιεξόδου και με κάποιες μεταφυσικότερες αναγωγές χωρίς διάρκεια ωστόσο, απηχούνται στα ποιήματα του Αλέξη Τραϊανού, του Αναστάση Βιστωνίτη, του Αντώνη Φωστιέρη, του Κώστα Γουλιάμου. Εδώ κατά ένα μέρος ανήκουν και ο Χριστόφορος Λιοντάκης και η Νανά Ησαϊα, αν και ο Λιοντάκης εξελίσσεται ολοένα πιο πολύ σ’ εκπρόσωπο μιάς επώδυνης αμφισβήτησης.
     Ακόμα υπάρχει, πέρα από τη γενική, σε μεγαλύτερη η μικρότερη έκταση, αποδοχή του σουρεαλισμού, ως τρόπου ποιητικής έκφρασης και γλώσσας, μιά περισσότερο και βαθύτερα αφοσιωμένη ομάδα ποιητών που υιοθετούν, διαφορετικά ο καθένας, τον «παραληρηματικό» ή αλλιώς σκοτεινό τρόπο του σουρεαλισμού. Αναφέρω εδώ το Δημήτρη Καλοκύρη, τη Ρούλα Αλαβέρα, το Μάξιμο Οσύρο, τον Αλεξανδρο Ίσαρη, τον Ντίνο Σιώτη, ενώ ο Κώστας Μαυρουδή, παρά την έντονη συγκίνηση που του πρόσφερε προπάντων η παρουσία του Εμπειρίκου, έδωσε δείγματα της γοητείας της π ο ι η τα ι κ ή ς σ α φ ή ν ε ι α ς (μαγικός δάσκαλός της, πού μένει, παρά την φετιχοποίησή του, ανεκμετάλλευτο ακόμα το δίδαγμά του, είναι ο Καβάφης).
Δυσχερέστερο μοιάζει το πρόβλημα της επισήμανσης της ευρύτερα, κοινωνικά και ιδεολογικά στρατευμένης ποίησης: ακόμα και οι καθαρά εκδηλωμένοι ως προς τις πολιτικές πεποιθήσεις τους ποιητές δεν ακολουθούν τα παραδομένα, εκφραστικά σχήματα, αυτά πού, ως ένα βαθμό, επιβάλλονται και από τη φιλοσοφία της αριστερής ιδεολογίας, ώστε ο Ρίτσος να εξακολουθεί να παραμένει, ακόμα και τώρα, ο πιό ορθόδοξος εκφραστής της’ ο Αναγνωστάκης μοιάζει να ταιριάζει πιό πολύ στο πνεύμα της γενιάς αυτής, που τίποτα δεν είναι ακέραιο, άθραυστο μέσα τους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός, ότι η άνδρωσή τους συνέπεσε με μιά περίοδο, όπου το κίνημα έχασε την αρράγιστη κατοχική ενότητα εξαιτίας μιάς άλλης, ιδεολογικής αμφισβήτησης, μέσα σε χρόνια και καιρούς γενικότερα άπιστους και διαβρωνόμενους-ή διαβρωμένους-από το ολοένα πιό μαυλιστικά επιβαλλόμενο όραμα της υλικής ευμάρειας, της κ α λ ο π έ ρ α σ η ς. Είναι μιά καλοπέραση που τρώει από μέσα, στο ποσοστό που πραγματοποιείται (το ποσοστό εξάλλου καθώς και ο τρόπος και οι όροι της πραγματοποίησής της συντελούν στην εσωτερική διάβρωση). Πάντως ελάχιστοι είναι εκείνοι που αποφασίζουν να καταπιαστούν ευθέως με τα προβλήματα της εργατικής τάξης (Θωμάς Γκόρπας) και του κόμματος (Λευτέρης Κανέλλης, Γιάννης Καρατζόγλου) ή ακόμα και με τα προβλήματα της διάσπασης του κινήματος (Τόλης Νικηφόρου, Χρήστος Λεττονός) με θέματα συλλογικότερης κοινωνικής και εθνικής ευθύνης (Γιάννης Κοντός, Γιάννης Πατίλης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Βαρβέρης, Μιχάλης Γκανάς, Κώστας Παπαγεωργίου, Πάνος Καπώνης, Νίκος Λάζαρης).
     Υπάρχει τίποτα που να μπαίνει στο κέντρο της προβληματικής αυτής και να τους ενώνει επιτέλους; Θα έλεγα διαπράττοντας άλλη μία φορά, στο σύντομο αυτό άρθρο το αμάρτημα της σχηματοποίησης (δυστυχώς όμως δε γράφονται με διαφορετικό τρόπο γενικά άρθρα, που να μπορούν να προσφέρουν και μιάν ωφέλιμη συνοπτική εικόνα στον αναγνώστη), θα έλεγα, λοιπόν, το σώμα. Ας μου επιτραπεί να μεταφέρω μιά σχετικήν άποψη, που διατύπωσα κάπου αλλού, με την αφορμή όπου μιλούσα για την πεζογραφία της εξεταζόμενης εδώ λογοτεχνικής περιόδου: «Το δράμα του σημερινού δυτικού ανθρώπου είναι ότι, επειδή ανακάλυψε ότι ο προβαλλόμενος με τον τρόπο του ιδεαλισμού εσωτερικός κόσμος είναι απάτη, πίστεψε κιόλας ότι δεν υπάρχει διόλου. Και στράφηκε στο σώμα, φτάνοντας σ’ ένα αρρωστημένο, στείρο ιδεαλισμό του σώματος». Εδώ βρίσκεται, νομίζω, το αδιέξοδό του στην «ειδωλολατρεία του σώματος». Την ίδιαν «αφορμή» δίνουν και τα ποιήματα των νέων ποιητών, αν μάλιστα επιχειρήσει κανείς να τα δει όλα μαζί, από πιό μακριά. Μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να γίνεται αμέσως αισθητός ο σωματικός μονισμός, όπως στην απροκάλυπτα ωμή φρασεολογία της Βερονίκης Δαλακούρα ή στον ιδιότυπο λυρισμό του σώματος του Θανάση Νιάρχου και, από μιάν άλλη πλευρά, του Γιώργου Καραβασίλη ή του Μ. Πρατικάκη, αλλά, επαναλαμβάνω, η παρουσία του σώματος, που υπερακοντίζει τον έρωτα, επεκτεινόμενο στη σημασία ενός πρίσματος, μέσω του οποίου οράται η ζωή, είναι υπαρκτή σε όλους. Ενισχύω τον τελευταίον ισχυρισμό μου με την παρατήρηση, ότι στην ποίηση αυτή δεν είναι σπάνιος «τόπος» η συνύφανση, κατά κάποιον τρόπο, του σώματος του έρωτα με εκείνο της επανάστασης (Σπύρος Τσακνιάς, Νιάρχος).
     Η αξιοσημείωτη «πολυγλωσσία» και πολυσημία, που χαρακτηρίζει την ποίηση της περιόδου 1965-1970, εναρμονίζεται και συντονίζεται τελικά μέσα στο κλίμα μιάς αδιέξοδης αμφισβήτησης, που βρίσκει το έσχατο-αλλά και πάλι ανεπαρκές, όπως περίτρανα αποδείχνεται-, καταφύγιο της στη λατρεία του σώματος. Έτσι η ποίηση αυτή βρίσκεται πολύ κοντά στον πυρετό, θέλω να πω στην αρρώστια της εποχής μας, σαν ένας δραματικός μάρτυράς της.
ΥΓ. Λυπάμαι πού, τελειώνοντας το άρθρο μου, δεν τέλειωσα μαζί και την αναφορά όλων των αξιόλογων ποιητικών περιπτώσεων. Αυτό οφείλεται, κατά ένα σημαντικό μέρος, και στην έντονη ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει, όπως είπα, τις περιπτώσεις αυτές. Και το πιο πάνω άρθρο μου έχει, επαναλαμβάνω, το πλεονέκτημα της σχηματικότητας: δεν κατατάσσονται εύκολα σε «ομάδες» όλοι.
Μιχάλης Γ. Μερακλής.
Σημειώσεις:
     Συνεχίζω από προσωπικό και μόνο ενδιαφέρον την αναζήτηση άρθρων και κειμένων που έχουν γραφτεί για την Γενιά του 1970, μετά από το κακοτράχαλο και ας μου επιτραπεί η κειμενική φιλαυτία, beat γλωσσικό ύφος μου του προηγούμενου σημειώματος. Μια στάση σαρκαστική και αυτοσαρκασμού αμφισβήτησης της ίδιας της αλήθειας του ποιητικού γεγονότος, μια και αδυνατεί ή αδιαφορεί πολλές φορές να εκφράσει την αλήθεια της ίδιας της ζωής και περιορίζεται μόνο στην δική της αλήθεια. (Τουλάχιστον ο γράφων, δεν φορά καπέλο και βγάζει την γλώσσα κοροϊδευτικά στην οθόνη της τηλεόρασης, όπως ποιητής της γενιάς του ‘70. Που μάλλον τα είχε τσούξει και λιγάκι). Μεταφέρω το κείμενο του ομότιμου καθηγητή και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας κυρίου Μιχάλη Γ. Μερακλή που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού «Τέχνη και Πολιτισμός» -πριν σαράντα χρόνια-που την επιμέλεια του ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ είχε η ποιήτρια και δοκιμιογράφος κυρία Έλενα Χουζούρη. Το άρθρο του Μιχάλη Γ. Μερακλή είναι η εισαγωγή στο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν δέκα ποιητές από τον «πολυδιαδεδομένο» και κοινόχρηστο πλέον όρο «Γενιά του ‘70». Κάτω από τον μάλλον ουδέτερο τίτλο «ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΤΕΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ Σ’ ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ», οι ποιητές και οι ποιήτριες της γενιάς αυτής απαντούν στο «Βασικό και μοναδικό ερώτημα:»
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ‘70» ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΠΟΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΑΝ.
   Στην μοναδική αυτή ερώτηση απαντούν ο Γιαννιτσιώτης αρχιτέκτονας και ποιητής Πάνος Θεοδωρίδης (1948), φανερώθηκε στα γράμματα από το 1965. Ο οικονομολόγος και ποιητής από την Θεσσαλονίκη Γιάννης Καρατζόγλου (1949), εμφανίστηκε με την ποιητική του συλλογή «Ένα καλοκαίρι» το 1970. Ο εξ Αιγίου ποιητής και αρθρογράφος, σπούδασε οικονομικές επιστήμες Γιάννης Κοντός (1943), σταθερός συνεργάτης του εκδοτικού οίκου «Κέδρος» εξέδωσε το (1970) την συλλογή «Περιμετρική». Ο γεννημένος στην Κόνιτσα το 1945 μαθηματικός και αρχαιολόγος ποιητής Παναγιώτης Κυπαρίσσης, ο Κρητικός νομικός, ποιητής και μεταφραστής Χριστόφορος Λιοντάκης (1945), το 1973 κυκλοφόρησε την ποιητική του συλλογή «Το τέλος του Τοπίου». Ο Μεσσήνιος οικονομολόγος, ποιητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Μαρκόπουλος (1951), το 1968 εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Έβδομη Συμφωνία». Η Αθηναία ποιήτρια και μεταφράστρια (είναι εκπληκτικές όχι μόνο οι μεταφράσεις της αλλά και το εύρος της θεματολογίας τους που δεν άπτονται μόνο του χώρου της Ποίησης)  φιλόλογος Τζένη Μαστοράκη (1949), το 1972 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Διόδια». Η ταλαντούχα από την Αθήνα ποιήτρια και μεταφράστρια Παυλίνα Παμπούδη (1948), εμφανίστηκε με ποιητική της συλλογή το 1971, «Σχεδόν χωρίς Προοπτική Δυστυχήματος». Ο πρωτευουσιάνος ποιητής, ανθολόγος, κριτικός, νομικός και φιλόλογος Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (1945), εξέδωσε το 1966 την συλλογή με τον τίτλο «Ποιήματα», και τέλος, ο επίσης Κρητικός ιατρός και ποιητής Μανώλης Πρατικάκης (1943), που εμφανίστηκε το 1974 με την συλλογή του «Ποίηση 1971-74». Ο οποίος δίνει και την μακροσκελέστατη απάντηση στο ερώτημα του περιοδικού.
Ας ξεκινήσω με την διαπίστωση της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη στην δική της απάντηση. Γράφει η ποιήτρια:
«Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για «γενιά» και «ταυτότητα». Υπάρχουν κάμποσοι καλοί νέοι ποιητές, μα ο καθένας τραβάει πιά το δρόμο του».
     Η θέση αυτή, ενός επίλεκτου μέλους της γενιάς του 1970, έρχεται να κουμπώσει με τις απόψεις άλλων κριτικών και σχολιογράφων, για το πόσο ευσταθεί ο κατά ποιητική συνθήκη διαχωρισμός των ελλήνων ποιητών σε γενιές. Τι αποσκοπεί και τι εξυπηρετεί. Βλέπε πχ. για να δανειστώ ένα παράδειγμα από την επόμενη γενιά, το κείμενο του Βαγγέλη Κάσσου, «Ναρκισσισμός και μετακλασικισμός στην ποιητική γενιά του ‘80» περιοδικό «Η Αλώς» τεύχος 1/Άνοιξη 1994, σ. 107-116. Το άρθρο του Κώστα Σταματίου στην ημερήσια απογευματινή εφημερίδα «Τα Νέα» 22/3/1977. Το άρθρο και τον σχολιασμό ποιητικών συλλογών του Γιώργου Πετρόπουλου, «Κρίσεις τινες για κάποιους εκπροσώπους της γενιάς του ‘80» βλέπε περιοδικό «Νέο Επίπεδο» τχ. 26/Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997, σ. 28-30, και άλλα συναφή άρθρα που συνεχίζουν την ερώτηση από την Γενιά του 1970 (και ίσως και των προηγούμενων) και την μεταφέρουν στις επόμενες ποιητικές γενιές άλλοτε με προσθέσεις και άλλοτε με αφαιρέσεις ονομάτων και ενστάσεων. Πάντως στο ίδιο Αφιερωματικό περιοδικό, αναφέρομαι στο «νέο επίπεδο» στην αμέσως επόμενη Γενιά του 1980, του λεγόμενου και του «Ιδιωτικού Οράματος», ο Νίκος Ι. Χουρδάκης στο «Ονοματολόγιο ποιητών της Γενιάς του ‘80» σελίδα 7, δέχεται σαν «διαχωρισμό» το όριο ηλικίας γέννησης των ποιητών και των ποιητριών. Αντίθετα αρνητική στάση στο ερώτημα κρατά ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης, στο κείμενό του στην εφημερίδα «Η Κυριακάτικη Αυγή» 26/11/2000, σ. 24, «Η ανύπαρκτη γενιά του ‘80». Αυτά τα ελάχιστα περί λογοτεχνικών γενεών που μας δηλώνουν ότι, από την αρχή που τέθηκε το ζήτημα προκάλεσε αντιδράσεις ή αν θέλετε διχογνωμίες, πράγμα που άφησε ερωτηματικές χαραμάδες κωδικοποίησης μέχρι τις ημέρες μας αν δεν λαθεύω.
Έκανα αυτήν την καταγραφή των πληροφοριών της γενιάς του 1980, σαν γέφυρα, για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά το προηγούμενο σημείωμά μου για την ποιήτρια του 1980 Μ. Κούρση που διαπίστωσα με χαρά ότι η επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα οφείλονταν καθαρά και μόνο στην δική της ποιητική παρουσία, εννοώ στο τι είπα και έγραψα για την ποίησή της, και ο δεύτερος λόγος είναι, ότι πολλά λεχθέντα από τους ποιητές που μετέχουν στο αφιέρωμα του περιοδικού «Τέχνη και Πολιτισμός», βρίσκονται στην ίδια ατμόσφαιρα διαπιστώσεων για την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά της γενιάς του 1970 που εκθέτει ο καθηγητής Μιχάλης Γ. Μερακλής. Περιορίζομαι μόνο στο παρόν άρθρο γιατί όλοι μας γνωρίζουμε ότι παρόμοιες θέσεις γενικού και ειδικού ενδιαφέροντος για την γενιά αυτή, έχουν εκφράσει και άλλοι κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά και έντυπα.
Τα αναφέρω αυτά για να προλάβω, την ενδεχόμενη από καλοπροαίρετους αναγνώστες κρίση, γιατί επέλεξα το άρθρο αυτό του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας και λαογράφου. Το επέλεξα γιατί ασπάζομαι την γνώμη του, την βρίσκω λειτουργική στην έρευνα για το συγγραφικό Πρόσωπο αυτής της Γενιάς, και όχι για τον ιδεολογικό χρωματισμό που ενδεχομένως να έχουν τα κείμενα και τα άρθρα του καθηγητή. Ο σεβασμός προς το έργο του και το πρόσωπό του έχει να κάνει με άλλους κοινωνικούς όρους και πολιτικές παραμέτρους, μια και γνωρίζει, ότι, δεν θα μπορούσα να ζήσω κάτω από αυτά τα κλειστά και αυταρχικά καθεστώτα.
     Οι θέσεις του Μιχάλη Γ. Μερακλή αλλά και οι ερωτήσεις που θέτει και οι διαπιστώσεις του, νομίζω ότι επαληθεύονται όχι μόνο από των εκ των υστέρων αναφορών και άρθρων για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ανδρώθηκε αυτή η ποιητική γενιά αλλά, και από μια σειρά πρόσφατων ντοκιμαντέρ στην δημόσια τηλεόραση που εξετάζουν από πολλές πλευρές-της καλλιτεχνικής δημιουργίας, (λογοτεχνία, μουσική, κινηματογράφος, εικαστικά κλπ.) τις δεκαετίες 1950-1960, 1960-1970, 1970-1980 μέχρι την προεδρία του Μπάρακ Ομπάμα στην αμερικάνικη πολυπολιτισμική ήπειρο. Ιδιαίτερα στα διαδραματισθέντα και τα ανατρεπτικά γεγονότα που συνέβησαν στον χώρο της μουσικής και της μουσικής βιομηχανίας. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα, στο πόσο επέδρασαν μουσικοί, μπαλλαντοποιοί, όπως ο Μπομπ Ντύλαν και άλλοι, ροκάδες, ποπ, το αυθόρμητο φεστιβάλ της νέας γενιάς των αμερικανών στην πεδιάδα του Γούστοουνγκ, και το αντισυμβατικό κίνημα των χίπις. Κινήματα νεανικών φωνών, φιλειρηνικών προθέσεων και δράσεων, οικολογικών διαθέσεων, ανατροπής της κατεστημένης ακαδημαϊκής κουλτούρας, την προώθηση και υιοθέτηση της αντεργκράουντ τέχνης, ακόμα και μέσω του χώρου της μόδας. Της ένδυσης και κώμωσης των νέων ευρύτερα. Τα δυτικά νεανικά αυτά πολιτικά κυρίως κινήματα, λίγο ή πολύ και κατά περίπτωση ή κατά περίσταση, επηρέασαν και τις ελληνικές ποιητικές φωνές του 1970 και μπορεί και τους όποιους ποιητικούς επιγόνους τους. Ένα ζήτημα-αν υπάρχει-που δεν θίγει και το άρθρο του Μιχάλη Γ. Μερακλή είναι η άμεση ή έμμεση σχέση των ελλήνων ποιητών με διάφορες ουσίες που δοκίμαζαν και έκαναν οι Αμερικανοί ομότεχνοί τους, και οι ευρωπαίοι, οι οποίοι κατέφευγαν-ορισμένοι από αυτούς-σε ακραίες δημόσιες κοινωνικές ενέργειες. Καλλιτεχνών προερχόμενων από την γενιά των Μπητ. Όπως είναι ο Ουίλλιαμ Μπάρουζ, ο Τσαρλ Μπουκόφσκυ, και αρκετοί άλλοι. Οι οποίοι έφτασαν την φωνή και το σώμα τους, την δημόσια κοινωνική τους εικόνα, στα πλέον ακραία όρια της. Και στην εξίσου ακραία καπιταλιστική εμπορευματοποίηση της ποιητικής τους παρουσίας. Στην ελληνική επικράτεια δεν έχουν από όσο γνωρίζω, την χάραξη τόσο ακραίων κοινωνικών και καλλιτεχνικών επιλογών και καταστάσεων. Όλα αυτά μας φανερώνουν ότι δεν υπήρξε και δεν καλλιεργήθηκε μια ενιαία ποιητική φυσιογνωμία της ελληνικής ποιητικής γενιάς του 1970. Σίγουρα τους έδεσε η άνθησή τους και η ενηλικίωσή τους μέσα στην επτάχρονη δικτατορία, που όπως διαπιστώνουμε αρκετοί και αρκετές κυκλοφόρησαν τις ποιητικές τους συλλογές. Πράγμα που σημαίνει ότι η μορφή αντίστασης από τους νέους ηλικιακά έλληνες δημιουργούς έγινε με διαφορετικό τρόπο από τον καθένα και κάθε μία. Πάντως η καταγραφή των εκδόσεων από τον ετήσιο τόμο «ΧΡΟΝΙΚΟ» της γκαλερί «ΩΡΑ» δείχνει ότι η εκδοτική παραγωγή, ποίησης και πεζών, δεν ανακόπηκε τελείως την περίοδο 1967-1974. Δηλαδή της απριλιανής δικτατορίας. Με ότι αυτό σημαίνει στην εκ των υστέρων αποτίμησή της.
       Οι απόψεις του κριτικού για την χυδαιοποίηση και εμπορευματοποίηση του ανθρωπίνου σώματος και κατ' επέκταση της ερωτικής επιθυμίας και επιλογών από το καπιταλιστικό σύστημα, φέρνουν στην δική μου σκέψη απόψεις υπαρξιστών και ορθόδοξων προοδευτικών στοχαστών για την ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος και της ερωτικής προσέγγισης μεταξύ των δύο φύλων. Τα πλαίσια που ο καθηγητής θέτει ενέχουν και την οπτική κάτω από την οποία ερμηνεύει και προσδιορίζει τις φωνές αυτές. Τις διακρίνει, τις θεματοποιεί, κωδικοποιώντας εσωτερικές ποιητικές της καταστάσεις και αντοχές στην επιθυμία να παραμείνει ανοιχτός ο δίαυλος επικοινωνίας μαζί τους από τις επόμενες γενιές αλλά και το υπάρχον των ημερών της κριτικό και φιλολογικό κλίμα εξέτασης της πορείας και των ποιητικών της δεδομένων και αναφορών. Χωρίς να αγνοεί την κατά περίπτωση συμβολή των μελών ποιητών της, αν τον διαβάζω σωστά, αρνείται την συλλογική της εικόνα σαν συνεισφορά και σαν θεώρηση αντισυμβατικών κοινωνικά προθέσεων στα ποιητικά πράγματα. Είναι πολλές οι δυνάμεις που αυτονομήθηκαν από το γενικό πλέγμα αναφορών της, πολλές οι φωνές που διαφοροποιήθηκαν από το γενικό ηχείο της ποιητικής αυτής περιόδου. Ποιητικές φωνές της γενιάς του 1970 που μέσα από τους διάφορους κοινωνικούς και πολιτικούς κραδασμούς και αναταράξεις ενηλικιώθηκαν γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Ορισμένοι-ελάχιστοι-χάθηκαν νωρίς, οι περισσότεροι και οι περισσότερες δημιούργησαν το κατάλληλο πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον, απόχτησαν οικογενειακές υποχρεώσεις, έκλεισαν μάλλον νωρίς τις στρόφιγγες της επαναστατικής τους φωνής, και, εξακολουθούν, να δημιουργούν μέσα στις νέες κοινωνικές και ιστορικές και οικονομικές συνθήκες που όλοι μας βιώνουμε.
    Οι εποχές που η Ποίηση ή ο Ποιητής ήταν ένα «σημαίνον» πρόσωπο μέσα στην ελληνική κοινωνία έχει παρέλθει. Διακεκριμένος για τους νεοέλληνες σημαίνει βραβευμένος και δημοσιογραφικά διαφημισμένος.
Και επειδή το σημείωμα αυτό πάλι αφορά την ποίηση, σαν εσωτερικό υστερόγραφο μια παράκληση. Ας φανερωθεί επιτέλους, αυτή η νεαρή ελληνοπούλα της αντίστασης ενάντια στους γερμανούς κατακτητές που έσωσε από βέβαιο θάνατο τον αγαπητό μας ποιητή κύριο Τίτο Πατρίκιο, ώστε να πάψουν επιτέλους οι δημοσιογράφοι να του κάνουν την ίδια ερώτηση και να δίνει την ίδια απάντηση. Ας της προσφέρουν ένα ηλεκτρικό ποδήλατο των ημερών μας, να πει την άποψή της, ώστε να τον ρωτήσουν τον ποιητή μας και για άλλα της ποίησής του θέματα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Σάββατο 25 Ιουλίου 2020
Αν ήθελαν να τιμήσουν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αντί για εκδήλωση στο προεδρικό μέγαρο, ας κρατούσαν μια δημόσια σιωπή στην μνήμη των ελλήνων και αλλόφυλων ορθόδοξων πεσόντων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μιας αυτοκρατορίας που κράτησε πάνω από χίλια χρόνια. Που δυστυχώς, δεν δακρύζουν τα ψηφιδωτά αλλά όσοι αισθάνονται Έλληνες πέρα από βαθμούς χριστιανικής πίστης ή απιστίας. Πάντως η Εικόνα με τα ψηφιδωτά σκεπασμένα με λευκό σεντόνι δημιουργούσε αλγεινή εντύπωση. Τουλάχιστον το πολιτικό προσωπικό ας φροντίσει τους έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Όσοι έχουν απομείνει ακόμα από τις κατά καιρούς διώξεις τους.
Μας αρέσει δεν μας αρέσει, του πέρασε. Τα άλλα, είναι φληναφήματα για εσωτερική κατανάλωση, που θυμίζουν τα ανέξοδα λόγια και ψηφίσματα των ευρωπαϊκών οργανισμών για την ακόμα κατοχή της Κύπρου.          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου