Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για την ποίηση της Μαρίας Κούρση


Ανθολόγιο κριτικών κειμένων για την ποίηση της Μαρίας Κούρση
 (Αθήνα 14/11/1958-)
Ποιητικές συλλογές
-ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Πορεία, Αθήνα, Δεκέμβριος 1981, σ. 80, δραχμές 2017. Εξώφυλλο: Κώστας Παπαπαναγιώτου, Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου.
(Το βιβλίο δεν έχει σελίδα Περιεχομένων)
Περιέχει τους εξής τίτλους ποιημάτων:
ΜΙΚΡΟΜΕΓΑΛΟ/ ΑΝΕΝΤΙΜΑ/ ΣΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ/ ΕΠΙΛΟΓΗ/ ΑΠΟΨΗ/ ΔΙΧΩΣ ΑΙΤΙΑ/ ΑΡΑΙΩΣΗ/  ΣΤΙΓΜΟΥΛΑ/ ΔΙΑΣΠΑΡΤΑ/ Ο ΜΗΔΕΝ/ ΣΕ ΛΑΧΤΑΡΗΣΑ/ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ/ ΡΕΩ/ ΑΠΟ ΣΤΕΝΟ ΟΠΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ/ ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ/ ΠΥΡΕΤΙΚΑ/ ΤΑ ΛΑΘΗ ΜΑΣ/ ΒΡΟΧΙΝΑ/ ΣΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ ΤΖΑΜΙ/ ΝΙΑΤΑ/ ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ/ ΚΙΝΗΤΙΚΑ/ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ/ ΣΑΝ ΤΗ ΡΟΥΤΙΝΑ ΜΟΥ/ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ/ ΣΟΥ ΜΙΛΩ/ ΕΙΝΑΙ ΔΙΧΩΣ ΕΡΕΘΙΣΜΟΥΣ/ Η ΝΕΑ ΤΑΜΠΕΛΑ/ ΜΟΝΑΞΙΑ/ ΤΕΛΜΑ/ Η ΚΡΙΣΗ/ ΣΤΟΝ ΤΑΚΗ ΣΕΜΕΡΤΖΟΓΛΟΥ/ ΦΙΛΙΚΑ/ ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΕΠΟΧΕΣ/ ΑΝΩΦΕΛΑ/ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ/ Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΠΡΑΣΙΝΟ ΧΡΩΜΑ/ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ/ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ/ ΦΟΒΟΣ/ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ/ ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ/ ΟΙ ΦΙΛΟΙ/ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ/ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΑ/ ΘΕΜΑ ΖΩΗΣ/ ΑΝΑΚΑΤΗ ΕΠΟΧΗ/ ΤΟΥ ΛΑΚΗ/ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 1974-1981/ ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΖΩΗ/ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΟΥ/ ΣΥΜΜΑΧΙΑ/ Η ΡΟΥΤΙΝΑ/ ΠΟΙΗΣΗ/ ΕΠΙΤΟΜΗ/ ΓΛΩΣΣΙΚΑ/ ΥΠΕΡΒΟΛΗ/ Μ’ ΑΡΕΣΕΙ.
-ΚΟΥΚΚΙΔΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ, Πορεία-Αθήνα, Γενάρης 1983, σ. 48, δραχμές 1050. Εικόνα εξωφύλλου: Λούτσιο Φοντάνα, Έννοια Χώρου, 1960. Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Στη μνήμη του Julio Coursi.
(Το βιβλίο δεν έχει σελίδα Περιεχομένων)
Περιέχει τους εξής τίτλους ποιημάτων:
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ/ΓΕΝΝΑ/ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ/ΟΜΟΦΘΟΓΓΑ/ ΕΡΩΤΙΚΟ/ΜΕ ΒΡΟΧΗ/ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ/ΚΟΙΝΑ- ΟΤΑΤΑ/ ΟΛΟΤΗΤΑ/ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ/ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ/ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ/ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΟ/ΣΜΙΞΙΜΟ/ ΣΤΟΝ ΑΛ ΝΙΜΡΙ ΜΑΚΡΑΜ/ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ/ ΝΑ ΕΙΣΑΙ/ ΑΦΑΙΜΑΞΗ/ ΚΟΥΚΚΙΔΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ/ ΣΕ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΡΥΘΜΟ/ ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ/ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΦΩΣΤΙΕΡΗ/ Ο ΛΕΚΕΣ/ ΑΦΩΝΙΑ/ ΤΟ ΔΕΡΜΑ/ ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ/ ΜΑΚΡΙΝΟ/ ΑΔΕΙΑΝΑ/ ΠΡΟΚΛΗΣΗ/ΧΑΡΙΣΜΕΝΟ/ ΑΗΧΟ/ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ/ ΑΛΦΑ/ ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΑ/ Ο,ΤΙ/ ΑΦΥΔΑΤΩΣΗ/ ΥΠΟΒΟΣΚΕΙΣ/ ΕΓΩ, Η ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ/ ΣΚΙΤΣΟ.
-Πιστό αντίγραφο με μαλλιά, Νέα Σύνορα 1987
-ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ, Ποιήματα, Τα Τραμάκια-Θεσσαλονίκη 1993. Σύμβουλος έκδοσης Αντώνης Κάλφας, σ. 48, δραχμές 520
Η λιλιπούτεια αυτή ποιητική συλλογή των εκδόσεων τα τραμάκια που διεύθυνε ο Γιώργος Κάτος, περιλαμβάνει 3 ενότητες ποιημάτων: Α. Χειροκρότημα δυνατό σα χαστούκι. Β. Παίζουν με αλφαβητική σειρά. Γ. Τη Δευτέρα το θέατρο αργεί. Και η θεατρόμορφη αυτή ποιητική σύνθεση κλείνει με το ποίημα «Η κουίντα»
-ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΛΕΙΠΩ, σχέδια: Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου, Καστανιώτη, Αθήνα Μάρτιος 2001, σ. 64.
Η συλλογή είναι αφιερωμένη «ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΣΤΟ ΠΟΥ». και το δεύτερο μέρος με τίτλο «ΕΝΑΣ ΑΘΩΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ»
-ΈΜΕΙΝΑ ΜΕΣΑ, Καστανιώτη-Αθήνα, Οκτώβριος 2002, σ. 38. Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Τριαντάφυλλου Τριανταφύλλου.
Η συλλογή είναι αφιερωμένη «Στον Λάκη» «Στον Χρήστο»
Τα ποιήματα της συλλογής αυτής αντί για τίτλο αρχινάν με μια ερωτηματική πρόταση. Δηλαδή, Γίνεται ένας τέλειος κύκλος ;.
-ΤΑ ΨΗΛΑ ΔΕΝΤΡΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ, Γαβριηλίδης-Αθήνα, Φεβρουάριος 2009, σελ. 46. Στο εξώφυλλο προσωπογραφία της ποιήτριας που φιλοτέχνησε η Mashi Changizi.
Ο τόμος περιλαμβάνει: Ιστορία ΙΙ Ήταν ένα ποίημα. Και Ιστορία ΙΙ Ήταν μια φωτογραφία.
-ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΗΠΟΣ, Γαβριηλίδης-Αθήνα, Οκτώβριος 2012, σ. 72, τιμή 7,42 ευρώ. Πίνακας εξωφύλλου Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου.
Ο τόμος περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: «Οι καλοί τρόποι», « «Ελένη» ονομάζεται», «Λέει ότι είναι κήπος», «Των άλλων», «Της ίδιας».
-ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ, Γαβριηλίδης-Αθήνα, Φεβρουάριος 2013, σελ. 54, τιμή 7,42 ευρώ. Την έκδοση επιμελήθηκε η ποιήτρια. Πίνακας εξωφύλλου: Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου.
Περιέχει τις σειρές ποιημάτων: «Η φωτογένεια», «Η φωταψία», «Η φωτοβολίδα»
-ΜΙΑ ΜΕΡΑ Ένα ποίημα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, Νοέμβριος 2014, σ. 46. Εξώφυλλο και Οπισθόφυλλο καρέ από την ταινία του Τζίγκα Βέρτοφ «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ» 1929. Επιμέλεια: Ξ. Βούλγαρης, τιμή 8 ευρώ.
Περιεχόμενα του ποιήματος
Όπου και να καθίσω
έρχονται στην αγκαλιά μου
οι  Ώρες
Και η τελευταία μου
μικροκαμωμένη απώλεια
--
Ο άνθρωπος που έβλεπε ανθρώπους
να περνούν
Μέσα από τον Χρόνο και τη Λέξη
Πρόλαβε Προσαρμόστηκε Παραιτήθηκε
Ευκαιρίες δίνονταν χάνονταν περίμεναν
(Το κύμα έσκαγε έβρεχε τα πόδια του
Τα γυμνά του μάτια)
Κατά καιρούς αγάπησε τον Χρόνο και τη Λέξη
Λυπόταν που έφευγε που γύριζε
που έφευγε
Λυπόταν που κοίταζε μόνο κοίταζε και κοίταζε  
Πρωί /Ένα δέντρο μου υποσχέθηκε
Επίλογος
Μεσημέρι/ Με ραίνει με φύλλα
Διάλογος
Σούρουπο/ Με σκεπάζουν τα φύλλα
Μονόλογος
Νύχτα / Θα με πάρει από εδώ
Πρόλογος
Επίμετρο/ Με τον τρόπο του Τζίγκα Βέρτοφ.
-Το κρυφό πρόβατο,-The hidden sheep, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, Ιούνιος 2015, σελίδες 24. Δίγλωσση έκδοση.  Τη μετάφραση από τα ελληνικά στα αγγλικά έκανε ο Χρήστος Τριανταφύλλου τα σχέδια ο Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου. 300 αντίτυπα εκτός εμπορίου.
-Το λουλούδι που ήθελε να πετάξει, Εικονογράφηση: Μάρια Μπαχά, Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Κουκουδάκης, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, Νοέμβριος 2017, σ.24, τιμή 8,5 ευρώ (παιδικό)
Στη γη κάποτε φύτρωσε
μικρή τριανταφυλλιά
Στα φύλλα της ανάμεσα
ανέτειλε λουλούδι
ένα και μόνο ήτανε
ολόλευκο σαν χιόνι
μια κάτασπρη ομορφιά. 
-Στο μπλε. Η σαρδέλα. Το χταπόδι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2017, Εικονογράφηση: Απόστολος Χαντζαράς, Κείμενα Μαρία Κούρση, Μετάφραση: Μπέτυ Λαμπράκη, δίγλωσση έκδοση, τιμή 8 ευρώ (παιδικό). In the deep blue. The Sardine. The Octopus.
(Είμαι οκτάπους ο κοινός/ βεντουζάτος και  τρανός,/ έχω στόμα ραμφωτό/ και κορμί κοκκινωπό.) (Octopus vulgaris is our name/ with our suckers we get fame./ Our mouths are like a beak/ our colour as a rosy cheek.)
(Είναι μέσα Απριλίου/ ίσως και αρχές Μαϊου,/ ένα ήπιο κυματάκι/ σκάει πάνω στο βραχάκι) (As April is thining/ and May beginnings/ soft, gentle waves/ Splash onto sea caves.)
-Τρείς κλωστές, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, Νοέμβριος 2019, σ. 32. Πίνακας εξωφύλλου: Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου, επιμέλεια: Κώστας Βούλγαρης, Τιμή 8 ευρώ.
Περιεχόμενα
Η αντιπαροχή
                    Στη Λουκία
Κάτω από τα καθαρά
παπούτσια μου κάθε πρωί
κάτι σκοτώνω

Χρησμός είναι τα μάτια της
κι ανατροπή τα λόγια
παγίδα είναι τα μαλλιά
κι υπεκφυγή τα χέρια
Το κρυφό πρόβατο
                    Στην Άνη
Η Τρίτη κλωστή
                    Στη Μιράντα
Συμμετοχές της σε:
-Μαρία Πολυδούρη. Μια παρουσίαση από τη Μαρία Κούρση (Ανθολογία), Γαβριηλίδης-Αθήνα, Ιούνιος 2001. Την έκδοση επιμελήθηκε η Βάσω Κυριαζάκου., σελ. 84, τιμή 6,87 ευρώ / 2340 δραχμές
(Θα μπορούσε να είναι Εισαγωγή)
-ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΛΑΓΙΟ, εκδ. Η ΑΥΓΗ-ΕΡΑΤΩ, Αθήνα, Δεκέμβριος 2005, σ.160, τιμή 12,50 ευρώ.
(Το ποίημα «Το πέρασμα» σελ. 133)
-Τα Ποιήματα του 2012. Κοινωνία των Δεκάτων 2013
-Κ. Π. Καβάφης, Κλασικός και μοντέρνος. Ελληνικός και παγκόσμιος. Επιμέλεια: Κώστας Βούλγαρης, εκδ. (.poema..) εκδόσεις-φιλολογικά Αθήνα, Ιούνιος 2013, σελ.110, τιμή 10,60 ευρώ.
(Το ποίημα «Κατρακύλησα», σελ.51)
-Ημερολόγιο 2020. 1821. Λογοτεχνία και Επανάσταση. Πατάκη 2019.
-Αφιέρωμα: Η ποιητική Γενιά του ’70. Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος 91ο, τόμος 181ος, τεύχος 1875, Δεκέμβριος 2017. Σελ. 885
(Το ποίημα με τίτλο «Άτιτλο»)
--
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Κ.(ώστας) Γ.(ουλιάμος),
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» αριθμός φύλλου 3, Μάρτιος 1982, σελ. 25
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ: «Ποιήματα»- Αθήνα 1981
     Πέρα από την κρυπτικότητα και το αμβλυμμένο συναίσθημα, η θεματική της Μ. Κ. μεταγγίζει τη συνειδησιακή ροή των προσώπων σε σημεία και χώρους με διαφοροποιήσεις και μεταπτώσεις. Έτσι, για παράδειγμα, ο τοίχος γίνεται σάρκα, φράγμα, ταβάνι κλπ.
     Παράλληλα ο μύθος δεν έχει τα γνωρίσματα ενός βιώματος τυχαίων γεγονότων αλλά μιάς χρονολογικής εξέλιξης, στην οποία προβάλλονται ιεραρχικά-θα ‘λεγα-τα στοιχεία της μνήμης του παρόντος χρόνου και του ψυχισμού πού, φορές μάλιστα, υπερτονιζόμενος, χάνει κάθε συσχετισμό τόσο με την αφηγηματική συνέχεια όσο και με στοιχεία εμπράγματα. Βέβαια αυτή η ιδιοτροπία της σύνθεσης αποδιαρθρώνει την έκφραση πού, αν στο μεταξύ προστεθεί μια εμφανής τάση ωραιολογίας κι επεξήγησης, την οδηγεί σε λεμφατισμό. Οπωσδήποτε όμως αυτή η άποψη δεν παραποιεί τη, γενικώς, θετική εικόνα της συλλογής, καθώς μάλιστα οι στίχοι με την εξομολογητική αμεσότητα, το ρυθμό και τη διεισδυτικότητα που τους διακρίνει, αποκαλύπτουν τις προοπτικές καθημερινών εικόνων κι αισθήσεων. 
Δημήτρης Σταμέλλος,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Ελευθεροτυπία» ;
ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΡΣΗ «ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
     Την ατμόσφαιρα της εποχής μας, έτσι καθώς βιώνεται μέσα της, παρουσιάζει στην ποίησή της η Μ. Κούρση, μ’ ένα λόγο εξομολογητικό, γεμάτο ειλικρίνεια, αλλά και μιά βαθύτατη ενδοσκόπηση της ανθρώπινης μοναξιάς, των κομματιασμένων ονείρων, πού γίνονται κραυγαλέο, πού παγιδεύουν τους στόχους μας και ρίχνουν μια βαριά σκιά οδύνης. Ο εξομολογητικός της λόγος, με τις εντυπωσιακές εικόνες και τις βαθύτερες συμβολικές προεκτάσεις, γίνεται στέρεος στίχος, όπου μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα, τις τραγικές διαπιστώσεις, τα αδιέξοδα, αναβλύζει ωστόσο-στοιχείο κι αυτό ποιητικής ειλικρίνειας-η αποζήτηση της πίστης στον άνθρωπο και της ζωή, που κορυφώνονται μέσα στην ουσιαστική επικοινωνία με τον συνάνθρωπο και τη λύτρωση πού έρχεται μέσα από τη δροσιά της ευαισθησίας. Αυτή η ευαισθησία αντιπροσωπεύεται διεξοδικά στον ποιητικό της λόγο που είναι γερά δομημένος και μας υποχρεώνει, πέρα από την συγκίνηση πού νοιώθουμε, να κοιτάξουμε βαθύτερα και μέσα μας και γύρω μας. Κι αυτό είναι μιά σίγουρη κατάκτηση. Σελ. 60.
Ηλίας Κεφάλας,
Πρώτη δημοσίευση περιοδικό «ΤΟΜΕΣ» δεύτερη περίοδο, σελίδα 181. τχ. ;
Πιστό αντίγραφο με μαλλιά, εκδ. Νέα Σύνορα 1987.
     Η Μαρία Κούρση μεταφέρει στην ποίηση την αυθεντική αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, του καταπιεσμένου από το άγχος της βαριάς καθημερινότητας. Ζει τον πυρετό της μεγαλούπολης, τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης μέσα στο υδροκέφαλο αστικό κέντρο. Η ποίησή της αντικατοπτρίζει τον ακαριαίο χρόνο, την αιφνίδια μέγγενη του δευτερόλεπτου, που ως τρωκτικό μέσα από τη χοάνη του χρόνου καταδυναστεύει τον άνθρωπο στην έξοδό του από το σπίτι, στις λαβυρινθώδεις του μεταβάσεις, στη δυσοίωνή του επιστροφή, στις ατελέσφορες γενικά προσπάθειές του να ενσωματωθεί ακέραιος στο αδηφάγο περιβάλλον.
       Σκαρφάλωσα στο τραγούδι σου
       Τραυματισμένη βροχή αγριεύει τα μαλλιά
       Τα μαλλιά μου μόνα, μαζί σου
       Άστεγη
       Άυπνη
       Στη βάρδια του μείον
     Τα ποιήματά της είναι σύντομοι αφορισμοί, σαν πικρές ανάσες που διευκολύνουν τον άνθρωπο να πάει ένα βήμα πιο μπροστά. Γνωρίζει καλά από τι πάσχει, τι της λείπει και τι της επιβάλλεται. Η συντομία του ποιήματος δεν είναι αποτέλεσμα επισταμένης λιτότητας. Είναι η εκ των πραγμάτων ανάγκη για να αντεπεξέλθει στην πίεση του χρόνου και στο υπαρξιακό βάρος.
       Τούτα τα μικρόσωμα κομμάτια
       με τον ηρωισμό της στιγμής
       είναι αποκόμματα του αθάνατου
       Το μολύβι μου έχει μαύρη μνήμη
     Η Μαρία Κούρση ανιχνεύει με τα μικρά, σαν ψηλαφητά τυφλού, ποιήματά της την εκφρασμένη οδύνη του ανθρώπου για την οριστική απώλεια της ειρηνικής και ήσυχης φυσικής ζωής. Η οδύνη αυτή τόσο εύγλωττα τυπωμένη στα υλικά και πνευματικά επιτεύγματα του αιώνα μας, προσφέρεται σαν απλό κωδικό ιχνογράφημα στην ευσυνείδητη επιθυμία μας για ανίχνευση οικείων κακών.
       Η ζωή πέφτει κέρματα
       από σπασμένο τηλέφωνο
       Τα χρόνια σκουπίζονται πάνω μου
       και φεύγουν
     Μια ποίηση που γλιστράει κι αυτή με τη σειρά της και φεύγει σαν καθαρό κρυστάλλινο νερό μες στις κρυφές κυψέλες του μυαλού μας.
Ανθούλα Δανιήλ,
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «γράμματα και τέχνες» Β΄ περίοδος, τεύχος 52/9,10,1987, σ. 44
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Πιστό Αντίγραφο, Με Μαλλιά, εκδ. «Νέα Σύνορα», Αθήνα 1987
     Μια ποιητική συλλογή με πολλές μικρές συνθέσεις που κολυμπάνε στα χρώματα και στους ήχους, που πήραν με την σειρά τους σάρκα και οστά και έγιναν λέξεις και οι λέξεις πρόσωπα, φιλάρεσκες κυρίες και τέλος ποίημα. «Διαγώνια στο χρόνο», «Απόδραση στο δέρμα σου», «Σκεπτόμενη κατάφαση», είναι οι τρείς ενότητες της συλλογής που οφείλουν τη γέννησή τους στον ηρωισμό της στιγμής και είναι αποκόμματα του αθάνατου.
     Ο χρόνος που περνάει έχει αφήσει πίσω του το όμορφο καλοκαίρι και έχει παραχωρήσει τη θέση του στο Φθινόπωρο’ εποχή ιδιαίτερα ανησυχητική για την ποιήτρια:
Σηκώνοντας ασυλλόγιστα το βάρος του
Φθινοπώρου
απέβαλα
το καλοκαίρι.
Μπροστά στη νέα κατάσταση το μολύβι με τη μαύρη μνήμη καταγράφει ενώ το ποίημα γίνεται το ναυαγοσωστικό για την κακοκαιρία του χειμώνα:
βούτηξα με το κεφάλι στη ζωή σου
ένα ποίημα ναυαγοσωστικό
με περιμάζεψε.
Το καλοκαίρι ο ήλιος στο κέντρο
του ποιήματος.
προεκτείνομαι σε μουσική
οι εποχές αλλάζουν στη φρουτιέρα…
είναι μερικοί στίχοι του Πιστού Αντίγραφου Με Μαλλιά όπου η Μαρία Κούρση βυθίζεται και αναδύεται μεταμορφωμένη μέσα από τις λέξεις της και έτσι διαφεύγει τον κίνδυνο.   
Φώντας Κονδύλης
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Πρώτη» 25 Μαϊου 1987
Μετά-ποιητικά τοπία 2.
«Μαρία Κούρση, Πιστό αντίγραφο με μαλλιά», εκδ. «Νέα Σύνορα» 1987
«Χρήστος Τουμανίδης, Η ώρα του λιμανιού»
     Μέσα στο πλήθος των ποιητικών συλλογών που κατακλύζουν την πρόσφατη παραγωγή, δυο βιβλία μας σταματούν με την προσωπική τους ματιά στα πράγματα και με τη νεοφανή τεχνοτροπία τους.
     Θα μπορούσαν κι αυτά να τοποθετηθούν σε μια παραπλήσια προς του Ακρατινού περιοχή αν δεν τη διεύρυναν ακόμα περισσότερο προσδίδοντάς της και μια διάσταση βάθους.
     Η Μαρία Κούρση είναι μια νέα σχετικώς ποιήτρια με δυο ακόμα ποιητικά βιβλία στο ενεργητικό της. Τα Πιστό αντίγραφο με μαλλιά είναι το τρίτο της που προεικονίζει μια σίγουρη εξέλιξη. Στο βιβλίο αυτό, το ερωτικό πάθος-κοινός τόπος πια κάθε ποιητικού ξεφανερώματος-διαθλάται σε μύριους ιριδισμούς για ν’ αποφύγει την έκθεση στο φως (γεύση σου με διαμελίζει/ και με πετάει στην αφή σου), τεμαχίζεται και παγώνει σε στάσεις αγάλματος η παράστασης αγγείου (Το γυμνό κορμάκι σου ακουμπά στη διχρωμία). Το ποίημα, εδώ, σαν αντίστροφη λειτουργία προς το χρόνο, ξόρκι μαζί και επίκληση, κατάθεση και μαζί ανάληψη, δεν διαχέεται σε ασάφειες περιττής αφαίρεσης ούτε και χάνεται σε δαιδάλους αυτοκαθαρμού (ένα ποίημα ναυαγοσωστικό/ με περιμάζεψε).
Η λέξη, ως σήμανση, αποσυνδέεται από την τρέχουσα έννοιά της (η σιωπή σου παράσιτα) και, σε σύμπλευση με τις υπόλοιπες που συγκροτούν το στίχο (έχω πολλά χαρτιά για σφάξιμο) γίνεται η ίδια πιστό αντίγραφο της παλιάς σε καινούργιο συμφραζόμενο (αν δεν υπήρχαν ρήματα παθητικά/ πώς θα φωτογραφιζόμουν;).
     Είναι σάμπως να μη γνωρίζονται οι λέξεις μεταξύ τους, σαν πολλοί άγνωστοι μαζί που θέλουν να δώσουν γνωριμία (Σ’ άφησα έξω απ’ το ποίημα/ και θα κρυώσεις). Είναι σάμπως κι η γνωριμία με τα πράγματα να συντελείται μεσ’ από άξαφνα αγγίγματα σε αντικείμενα γνωστά κι όμως πρωτόγνωρα. Χωρίς μνήμη η ποιήτρια, μαζί της και μια νέα αστάθμητη γενιά, περιδιαβάζει το χώρο με την περιέργεια μικρού κοριτσιού που θαρρεί κούκλα το νιογέννητο αδελφάκι της και βάζει το δάχτυλό της στο μάτι του, το πιέζει για να διαπιστώσει αν είναι αληθινό με κίνδυνο να του το βγάλει. Δεν υπάρχουν ήλιοι, ούτε τύποι ήλων για να τροφοδοτήσουν κάποια μυθολογία, έστω και εκ των υστέρων. Έτσι, μπορεί με άνεση να βάφει μαύρη τη μουσική, να φτιάχνει τη λύπη από μετάξι και να πλαγιάζει με άγνωστους στίχους. Πρωτότυπο ως σύλληψη το ποίημα. Περιεχόμενα, που εμπεριέχει τους τίτλους (αλλά κυρίως την αίσθηση) όλων των υπόλοιπων ποιημάτων που ακολουθούν και κλείνουν το βιβλίο,…
Γιάννης Κουβαράς,
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Ομπρέλα, διπλό τεύχος 32-33/11, 1987, σ. 50
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ «ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΜΕ ΜΑΛΛΙΑ» (Νέα Σύνορα 1987)
         «Η μουσική έμοιαζε μ’ ανοιχτό τριαντάφυλλο πάνω στην τεράστια χιονισμένη πεδιάδα της σιωπής»
                                                     Μίλαν Κούντερα
     Δεν μπορείς να μιλήσεις για την ποίηση της Μ. Κ. χωρίς ν’ αναφερθείς πρώτα απ’ όλα στο υπόγειο μουσικό ρεύμα που διαχέεται μέχρι την τελευταία κλείδωση του ποιητικού της σώματος και που μετουσιώνει ολόκληρο το κείμενο σε μουσική παρτιτούρα. Διαβάζοντας νιώθεις να λικνίζεσαι στο ρυθμό της, καθώς περιδιαβαίνεις κυματοβατώντας ανάμεσα από τα κανάλια των στίχων της. Ακριβώς αυτός ο εσωτερικός ρυθμικός κραδασμός, κάτι σαν γρήγορος χτύπος ερωτευμένης καρδιάς, συνιστά ιδιαίτερο στίγμα του βιβλίου και την τέλεια αρετή του. Ρυθμός που σ’ εμποδίζει να διακόψεις την ανάγνωση πριν απ’ το τέλος και που η φευγαλέα του μουσικότητα σε συντροφεύει και μετά την ανάγνωση.
      Διαβάζοντας την ποίηση της Μ. Κ. ή καλύτερα ακούγοντάς την, έχεις την (ψευδ) αίσθηση ότι σου γίνεται ερωτική εξομολόγηση, τρυφερή και ασθματική, σε αυγουστιάτικο βράδυ’ σε κάνει γρήγορα «αλκοολικό του ονείρου». Η φωνή της «κρατητήριο φωνών», με συμπυκνωμένο το παράπονο όλων των γυναικών που δεν αγαπήθηκαν παράφορα. Ποίηση που δεν χρειάζεται τη χειραγώγηση της ανάλυσης, σου προσφέρεται αυθόρμητα:
       Σε γνώρισα πίσω από ένα παραβάν
        που γδυνόταν η Άνοιξη
Ανεπαίσθητα παραδίδεσαι στον εναγκαλισμό αυτής της ποίησης που είναι μ’ έναν τελείως δικό της τρόπο ερωτική. Η ποιήτρια υφαίνει τη δική της μυθολογία, η λέξη μαλλιά είναι φετίχ-κλειδί της:
Τα μαλλιά να πέφτουν
Ανέμελα να πέφτουν
Τα μαλλιά
Και να τσακίζονται
στους γκρεμούς της πλάτης
     Εφαρμόζει αυτό που ήθελε ο Νίτσε: να γράψεις με το αίμα σου. Η ποίησή της είναι μια ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία:
Έχω πολλά χαρτιά για σφάξιμο
Να κοκκινίσει ο τόπος
Να νομίζεις ότι είμαι χαρούμενη
     Η Μαρία σαν άλλη Μοίρα νυχτοκλώθει το νήμα των στίχων της να ενώσει τον κόσμο, διαλέγεται με το εκμαγείο του απόντος Άλλου, βρεφουργεί στη νύχτα τα ποιήματα-αποκτήματά της. Οι αδύναμες στιγμές της (σ. 12, 15, 29), επισκιάζονται από τις καλές της που τις αναδεικνύουν περισσότερο. Αξιοσημείωτη η πρωτοτυπία στη σ. 35, καθώς ο και ο επιγραμματικός τόνος ολόκληρου του βιβλίου. Η ποίηση της Μ. Κ., είναι μια «απόλαυση γραφής».  
Δημοσθένης Κούρτοβικ,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» ;
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΜΕ ΜΑΛΛΙΑ, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1987
     Τη Μαρία την Κούρση την είχαμε γνωρίσει από την προηγούμενη ποιητική της συλλογή που κυκλοφόρησε το 1983 με τον τίτλο «Κουκκίδα διαστάσεων», και είχαμε εντυπωσιασθεί: σύντομα, επιγραμματικά ποιήματα, μεστά σε πρωτότυπες εικόνες, με μια πλούσια, συχνά τολμηρή, αλλά ποτέ εξεζητημένη γλώσσα, που υπηρετεί μια αισθαντικότητα αξιοζήλευτα ισορροπημένη ανάμεσα στον ερμητισμό του εσωτερικού κόσμου και τον αισθησιασμό της επικοινωνίας με τα έξω.
     Όλα αυτά τα προτερήματα υπάρχουν και στην καινούργια δουλειά της Μαρίας Κούρση. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Κούρση είναι αξιόλογη ποιήτρια, με γνήσια ποιητική αίσθηση. Το ζήτημα είναι αν αυτή η τελευταία συλλογή της προχωρεί πιο πέρα από την προηγούμενη, αν φανερώνει και αξιοποιεί καινούργιες πτυχές του ταλέντου και της ποιητικής προσωπικότητάς της. Ίσως είναι κάπως άδικο να θέτουμε αυτό το ερώτημα, αφού ένα έργο που καταφέρνει έτσι κι αλλιώς να φτάσει σ’ ένα σημαντικό βαθμό καλλιτεχνικής αρτίωσης (και αυτό ισχύει οπωσδήποτε για το «Πιστό αντίγραφο…») έχει δικαίωμα να αναγνωρισθεί ως επιτυχία του δημιουργού του και όχι να εγκλωβισθεί σε «μίζερες» σχετικοποιήσεις. Αλλά παίρνουμε ως δεδομένο ότι η Μαρία Κούρση είναι νέα ποιήτρια και πιστεύουμε (ίσως κάπως δογματικά) ότι ένας νέος δημιουργός, ακόμα και όταν ξεκινάει με σπουδαίες επιτυχίες, πρέπει να έχει περιθώρια παραπέρα ανάπτυξης.
     Χωρίς να θέλουμε ή να μπορούμε να δώσουμε μια απλή μονοσήμαντη απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε, θα παρατηρήσουμε ότι σ’ αυτή την καινούργια συλλογή της Μαρίας Κούρση ο ερμητισμός αρχίζει να έχει το πάνω χέρι  σε βάρος του πηγαίου αισθησιασμού, η γλώσσα πάει να γίνει κάπως τεχνητή, η εικόνα χάνει κάτι τι  από τη στιλπνότητά της. Φράσεις όπως «άστεγη άυπνη στη βάρδια του μείον», «Αιμορραγώ σε στάση πάθους», ή «Μια κατάφαση σκεπτόμενη γυναίκα» κρύβουν, νομίζουμε, μια επικίνδυνη διάσταση ανάμεσα στο ποιητικό σκίρτημα και τη γλωσσική μετουσίωσή του, για να μην πούμε ότι υποτάσσουν το πάθος σε μια άσκοπη δαιδαλώδη και αφηρημένη έκφραση. Όχι πως αυτό είναι μόνιμο στοιχείο στο «Πιστό αντίγραφο…» Απεναντίας, σε πολλά από τα ποιήματά της συλλογής υπάρχει ολόκληρη η φρεσκάδα και η πλούσια εικονοπλασία της προηγούμενης δουλειάς. Αν σταθήκαμε στις παραπάνω τάσεις, το κάναμε επειδή θεωρούμε πολύ σημαντική την παρουσία της Μαρίας Κούρση στον χώρο της νεότερης ποίησής μας και θα ήταν πραγματικά κρίμα αν παρασυρόταν από έναν εγκεφαλικό ερμητισμό που αποτελεί πολύ κακό αντίδοτο στη λαϊκίστικη χυδαιότητα και την εκφραστική ευτέλεια.
     Αλλά θα το ξαναπούμε ξέχωρα απ’ όλες αυτές τις επιφυλάξεις, η καινούργια συλλογή της Κούρση είναι και αυτή αξιόλογη και περιέχει αρκετά κομμάτια που άφοβα μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε ποιητικά μαλάματα.
Χ.(ρήστος) Π.(απαγεωργίου), ;;;;
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Διαβάζω» τχ. ;;; σ. 75
ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΡΣΗ: Πιστό αντίγραφο με μαλλιά. Αθήνα, εκδόσεις «Νέα Σύνορα», 1987. Σελ. 54.
     Τα ολιγόστιχα ποιήματα της Μ.Κ. περιέχουν μια δυναμική όμοια με κείνη της πλήρους ενσωμάτωσης με ζωτικά ενδιαφέροντα και ασκήσεις ύφους. Είναι εμπλουτισμένα με μια μοναδική ικανότητα αυτοματοποίησης διαρκών συνειρμών, μέχρι του σημείου να διακρίνει κανείς συχνά την αμεσότητα στις παραλλαγές τους ή την αντικειμενικότητα στις προθέσεις τους. Γενικά πρόκειται για μια ποιητική συλλογή απ’ την οποία ακόμη κι αν λείπουν οι βαρύγδουπες εκφράσεις και τα εκκωφαντικά μηνύματα-στοιχεία δηλαδή μάλλον μεμπτά για σύγχρονη δημιουργία-τυγχάνει εντούτοις μιας δύστροπης χαλιναγώγησης από μεριάς της ποιήτριας, που επιθυμεί το ερέθισμά της να γίνει κοινωνικό παρά να παραμείνει αισίως ατομικό. Εκείνο όμως που πραγματικά «επαναστατεί» τον αναγνώστη είναι το μορφικό μέρος, που θαρρείς αποκομμένο από πολυλογία και εντυπωσιασμό κινείται αθόρυβα και πιστά σε τεμαχισμένα από ψυχισμό ποιήματα.
Ηλίας Λάγιος,
Πρώτη δημοσίευση, περ. «Νέα Εστία» έτος 76ος, τόμος 151ος, τεύχος 1744/4, 2002, σ. 773-775
Μαρία Κούρση, Νομίζουν ότι λείπω, Καστανιώτης, Αθήνα, 2001
     Αλλαγή τοπίου, κλίματος, ύφους. Πρωτίστως, διαβάζοντας τα ποιήματα της Μαρίας Κούρση, αλλαγή τέχνης. Έχουμε αφήσει πιά τη μουσική και περάσαμε στη μεριά των εικαστικών. Και η εκδήλωση εκείνη της «ζωγραφιάς» πού μου έρχεται στο μυαλό καθώς ξεφυλλίζω το Νομίζουν ότι λείπω είναι το μαστόρεμα των ψηφιδωτών. Όχι, δεν αναφέρομαι στη βυζαντινή σκηνή, αλλά στο ρωμαϊκό τρόπο, όταν το σύμβολο δεν ήταν πρόσωπο (και τούμπαλιν) αλλά το πρόσωπο ήταν άνθρωπος.
Θα κάνω μιά μεγάλη γιορτή, σκέφτομαι
Να έρθουν όλοι
Να είναι εκεί κι ο πατέρας μου
Όμορφος και αμίλητος
Να χορεύει
        («Αγνοεί»)
Τα πιάνω από την αρχή. Το βιβλίο της Κούρση χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο «Για τον Χρήστο πού» και το δεύτερο «Ένας αθώος άνθρωπος πού». Τα επιμέρους ποιήματα τιτλοφορούνται με ένα απλό, φαινομενικά αθώο (σαν τον άνθρωπο της Κούρσης) ρήμα, η ενέργεια του οποίου πυροδοτεί ό,τι θα μπορούσε να αποκληθεί υπόθεση.
Θέλω να πεθάνω ένα απόγευμα
του Μαϊου
πρίν βραδιάσει
πού είναι σαν να φυσάει, Ιωάννα,
πού είναι σαν να με νοιάζονται
            («Χαϊδεύεται στον αέρα»)
Θα έλεγε κανείς, εκ πρώτης όψεως, ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μιά, μικροαστικής χαράς και λύπης, ήσυχη διαδοχή ποιημάτων τα οποία ενθυλακώνονται στον κορμό μιάς «μεγάλης αφήγησης», η οποία εξυπακούεται στο βάθος αυτών πού, ως θραύσματα, μας προσφέρονται. Θα έλεγε κανείς ότι μιά μελαγχολική, κομμάτι απελπισμένη, μαθημένη να αποδέχεται γυναικεία φωνή, ταιριάζει με υπομονή τις λέξεις καθώς η κεντήστρα του ήλιου και με του λύχνου το φως, φτιάχνοντας το εργόχειρό της, σιωπηλό τον εαυτό της ερμηνεύει.
Το ύφασμα τελειώνει
Είχε λάθος μέτρα και κακό σχεδιασμό
Πάντα με τύλιγε λειψά
Γι’ αυτό όλα μου τα χρόνια
Κρυώνω
            («Μεγαλώνει»)
Και τα ρωμαϊκά ψηφιδωτά; Μήπως ό,τι στην αρχή έγραψα παρέπεμπε στο ευκολονόητο, δηλαδή σε μιά ποιήτρια πού, με τις ψηφίδες των λέξεων σχηματίζει τις φράσεις, με τις ψηφίδες των φράσεων τα ποιήματα, με τις ψηφίδες των ποιημάτων τον υπόρρητο μύθο; Και αυτό σωστό είναι, όπως και όσα προηγουμένως, μετά «Θα έλεγε κανείς…» έγραψα.
Οι λέξεις πιά δεν έχουν
υγρασία
Στεγνώνουν
Τις πατούν. Γίνονται
χώμα ένα
με το χώμα. Μυρίζουν
 Άρωμα σαλεμένο
φωνήεντα και σύμφωνα
πού δεν σημαίνουν. Χαλάνε
                  («Ζηλεύει»)
Διότι το σωστό δεν είναι πάντα και το αληθές. Διότι η ποίηση της Κούρση μπορεί να διαβαστεί (και συνιστώ έτσι να διαβαστεί) και ακριβώς αντίστροφα. Όχι ως άθροισμα αλλά ως σταδιακός κατακερματισμός, έτσι που ο μύθος να συντριβεί, να γυρίσει πίσω, στις πρώτες ψηφίδες-στην πρωταρχική ρίζα, στην κραυγή που είναι η λέξη.
    Και, ξαφνικά, η ήπια γυναικεία φύση αποκαλύπτεται (γενναιόδωρα στην ποίηση της Κούρση) με τη μανία του θηλυκού στοιχείου, η καρτερική υφάντρα φανερώνει το αιματωμένο στόμα της μαινάδας.
Δεν έχει ησυχία τούτο το κελί
Σκόνη πηγαινοέρχεται, ένας αέρας
Παλιές φωνές γδαρσίματα κακοβαμμένα
Μάτια κατεβασμένα κρέμονται όνειρα
Συνωστισμός ομιλιών πού φύγανε
Νομίζουν ότι λείπω.
                     («Διαπιστώνει ευτυχώς»)
Να πώς αγάπησα τα ποιήματα της Κούρση.
Βασίλης Καλαμαράς,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» 22/6/2001
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, «Νομίζουν ότι λείπω», Καστανιώτης, σελ. 63, δρχ. 2281
     Πέμπτη ποιητική συλλογή, πιστή στην τακτική της ποιήτριας το ολιγόστιχο του κόσμου πλησίασμα. Η εξομολόγηση κραταιώνει το διάβημά της, καθώς η ειλικρίνεια της αυτοβιογραφίας, δημιουργεί ρωγμές στην κρυπτική του στίχου της πολιτική. Τα αντικείμενα της καθημερινότητας δεν είναι μέσα λειτουργικά, αλλά ζωντανά, αναπνέοντα όντα, που εγείρονται εν μέσω της ημέρας ή της νυκτός, συνομιλώντας με ένα πρόσωπο αγωνιών και καθώς αγωνιά, αγωνίζεται να διώξει μακριά σκιές υψούμενες του φόβου. Κάποιος κλαυθμός ακούγεται υπόκωφος η βωβός, γυναίκας μόνης εν μέσω δωματίου, που όμως τη γέφυρά της συνομιλίας χτίζει χωρίς ν’ ακούγεται θόρυβος σφυριού ή μηχανήματος. Η γυναικεία ευαισθησία που σε πολλά της Σελήνης μοιάζει, διεκδικεί το δικαίωμά της σ’ έναν κόσμο εχθρικό, επιθετικό, του ηλίου φωτεινότερο.
Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης», Πέμπτη 20/12/2001, σ. 30
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ «Νομίζουν ότι λείπω»
      Στη συλλογή της Μ. Κ. ο αναγνώστης διαπιστώνει το φιλτράρισμα των συναισθημάτων της που ξεπηδάνε μέσα από τους στίχους της. Τρυφερή, κάποτε λυρική, η φωνή της χαράζει τη διαδρομή της μέσα στον ποιητικό χώρο.
«Κι ύστερα νυχτώνει σχεδόν κανονικά
και νομίζω πως είσαι μόνο
ένα ποίημα».
    Με γραφή στρωτή, αφαιρετική, εναρμονισμένη με τις λέξεις θα χτίσει μια ποίηση αληθινή κι αυτό είναι σημαντικό στην τέχνη.
«Δεν είχα και πολλές ευκαιρίες
για να ζήσω
έπρεπε να μεγαλώνω τις λέξεις
να τις φροντίζω να μην κακοπέσουν
και ο χρόνος έφυγε».
     Σε μια ευαίσθητη κατάθεση ψυχής η ποιήτρια αναλύει και αναλύεται χωρίς να χάνει τη ρότα της καρδιάς (Εκδόσεις «Καστανιώτης»).
Γιώργος Ματζουράνης,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Αυγή» 2/8/2001
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ «Νομίζουν ότι λείπω», εκδ. Καστανιώτη 2000
Βιβλία με ποίηση
   Η Μαρία Κούρση ανήκει στη νεότατη ποιητική γενιά’ παρουσίασε το πρώτο της βιβλίο «Ποιήματα» το 1981 και έκτοτε έχει δώσει ακόμα τέσσερεις ποιητικές συλλογές. Πέντε, λοιπόν, ποιητικές συλλογές σε μια εικοσαετία δεν είναι μικρό κατόρθωμα. Αν κάποιος μπορεί να ανατρέξει σ’ αυτά τα πέντε βιβλία να δει τους δρόμους που ακολουθεί η ποιήτρια, τις τεχνικές που προτείνει κάθε φορά, τις δοκιμές και τις κατακτήσεις της, θα καταλάβει την επιγραμματικότητα της τελευταίας συλλογής, τις συμπυκνωμένες έννοιες, τις δυνατότητες και τις προκλήσεις που προσφέρει στον αναγνώστη για τη δική του συμμετοχή. Αυτός ο οργανωμένος ποιητικός λόγος, η αφαιρετικότητα που κάποιες στιγμές φτάνει στο έσχατο όριο, ο συνθηματικός τρόπος που παρατηρεί την καθημερινότητα καθιστούν το βιβλίο της απολαυστικό για τον αναγνώστη. Καταφέρνει να κάνει τα θέματά της οικεία, σχεδόν να αναφωνεί ο αναγνώστης της, να αυτό ήθελα να πω κι εγώ. Τίτλος της συλλογής: «Νομίζουν ότι λείπω». Κανένας πια δεν νομίζει ότι λείπεις, Μαρία
Κώστας Βούλγαρης,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Κυριακάτικη Αυγή» 27/10/2002, σ. 1-2
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Έμεινα μέσα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002, σ. 38
Μια ποιήτρια του καιρού μας
      Ποιο είναι το ποιητικό αίτημα του καιρού μας; Εύκολα να συμφωνήσουμε πως το ζητούμενο είναι η διασφάλιση της συνέχειας του ποιητικού λόγου, μέσα σε συνθήκες πλήρους κοινωνικής απαξιωσής του, αλλά επί του πρακτέου υπάρχουν διαφορετικές και αντιτιθέμενες στάσεις. Η πλέον διαδεδομένη, καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών προηγούμενων δεκαετιών, είναι η ποίηση ποιητικής, δηλαδή η εντός της ποίησης συζήτηση για τις προϋποθέσεις της, με σχεδόν αποκλειστική στόχευση, μέσω της θεματικής ή και της φόρμας, την ανάδειξη των διλημμάτων του ποιητή μπροστά στο ποίημα. Και αυτό συνέβη γιατί ο ποιητικός λόγος, μετά την κορύφωση της γενιάς του ’30, ακολούθησε μια πορεία αυτοπεριορισμού, που εξελίχθηκε σε απίσχναση και κατέληξε σε δραματική συρρίκνωση του ορίζοντα προσδοκιών του ποιητή σε σχέση με την ίδια την ποίηση. Είναι αρκετά τα ποιητικά βιβλία που προγραμματικά δεν απευθύνονται παρά στους ομοτέχνους, που δεν προϋποθέτουν και δεν επιζητούν να δημιουργήσουν έστω μια στοιχειώδη αναγνωστική σχέση, που δεν διαλέγονται με τη γλώσσα και τους ρυθμούς της ζωής, που φιλολογίζουν εκ του ασφαλούς.
     Στον αντίποδα, τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει σημαντικές απόπειρες, που αναζητούν νέες αφετηρίες, τείνουν σε μια διαφορετική φορά και εστιάζονται σε δύο κρίσιμα σημεία. Το πρώτο είναι η απεμπλοκή από τον παραδεδομένο κανόνα του ελεύθερου στίχου και της ρυθμικής αγωγής που εμπέδωσε η κυριαρχία του σεφερικού, κατά κύριο λόγο, προτύπου. Στις πιο προωθημένες περιπτώσεις, έχουμε έναν πρωτοφανή προσωδιακό πλούτο, που προκύπτει είτα από το διάλογο με ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής του ποιητικού λόγου, δημιουργώντας μια αύρα μουσικότητας, χωρίς όμως να μιμείται τους παλαιότερους ρυθμούς και μάλιστα τους προνεωτερικούς, είτε αντλεί από την αστείρευτη δεξαμενή της προσωδίας της καθημερινής ομιλίας, προσδίδοντας στο λόγο στερεότητα και ζωτικές συνάφειες Εν συνόλω, αυτές οι προσπάθειες αποτυπώνουν πολυφωνικά την οριακότητα της στιγμής, μέσα από τη συμπαρουσία και τη δραστικότητα ετερογενών πυρήνων. Το δεύτερο σημείο όπου συναντώνται, όλο και πιο συχνά, οι απόπειρες ανανέωσης του ποιητικού παραδείγματος είναι η στροφή προς αφηγηματικές φόρμες. Κάτω από το αφόρητο βάρος της συζήτησης για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, επιζητούν επίμονα τη δημιουργία μιας συνθήκης εξιστόρησης, ως προϋπόθεση για να βλαστήσει εκ νέου η ποίηση, μέσα από καινούργιες σχέσεις οργανικότητας.
     Η Μαρία Κούρση (γεν. 1958) είναι μια τυπική περίπτωση λυρικής ποιήτριας. Ο λόγος της χαμηλόφωνος και προσωπικός, ελάσσων κατά τη θεματική και το ύφος του, πολιορκεί όμως το μείζον ζητούμενο των καιρών μέσα από την σύνθεση θραυσμάτων. Πρόκειται για θραύσματα ήχων, εικόνων, στιγμών, ευαισθησιών, ακόμα και ιδεών, που ενέχουν θέση σωματοποιημένων τεκμηρίων της εποχής της, δηλαδή των ελπίδων και της φθοράς της Μεταπολίτευσης, αποτελούν μια συλλογή με αντίδοτο στην πικρή γεύση που άφησε η ιστορική καμπή του ’89, η συνακόλουθη έκπτωση της ιστορικά βιωμένης εμπειρίας.
Με τα πέντε προηγούμενα βιβλία της, Ποιήματα (1981), Κουκκίδα διαστάσεων (1983), Πιστό αντίγραφο με μαλλιά (1987, δύο εκδόσεις), Το δωμάτιο των ξένων (1993), Νομίζουν ότι λείπω (2001), καθώς και το τομίδιο Μαρία Πολυδούρη. Μια παρουσίαση (2001), η Κούρση στάθηκε ανάμεσα στις κυρίαρχες τάσεις της εποχής, τον κοινωνιολογισμό και τον αισθητισμό, απέφυγε τα πρόχειρα υποκατάστατά τους, κάνοντας ποίηση με ελάχιστα, γιατί τώρα, που όλα επιτρέπονται, η προίκα του ποιητή, τα υπάρχοντά του, περιορίζονται σε όσα μπορεί να φέρει το σαρκίο του:
     Ο λόγος της σταθερά αφαιρετικός, τονίζει το περίγραμμα του προσώπου και φωτίζει τα χαρακτηριστικά του, το πρόσωπο είναι γυναικείο, μιλά για το ίδιο και τον όλον σώμα του. Το βλέμμα δεν πάει αυθόρμητα προς τα πάνω, δεν ερευνά πανικόβλητο από κάτω δεν δραπετεύει κατευθυνόμενο προς τα μέσα, αλλά σταθερά περιδιαβαίνει το γύρω του, ταυτίζεται με τα όριά του. Τοπίο όχι διάλυσης ή διάχυσης αλλά κατακερματισμού, τα σύννεφα δεν βαραίνουν την ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει ατμόσφαιρα αλλά ένας τόπος με διάσπαρτα μέλη και κομμάτια, κομμάτια μικρόσωμα και σωματικά.
     Ο στίχος της εξαιρετικά σύντομος, κάποτε και μονολεκτικός, το ποίημα ολιγόστιχο, χωρίς όμως να περιλαμβάνει μόνο μία ποιητική φράση ή εικόνα, αφού ακόμα και ο τίτλος αξιοποιείται για να εκφραστεί η αντίστιξη ή η αντιφατικότητα, η συμπληρωματικότητα ή η πολλαπλότητα.
     Τα περισσότερα βιβλία της δεν περιέχουν ξεχωριστά ποιήματα αλλά ένα και μοναδικό σε πολλά μέρη, ενώ οι τίτλοι ποιημάτων της κάθε συλλογής συνθέτουν ένα ακόμα ποίημα ή μια κυλιόμενη φράση. Έτσι, από τα ίδια υλικά που φτιάχνονται τα ποιήματα είναι και ο καμβάς που πάνω του συγκρατούνται, η ποίησή της δημιουργεί μια δικιά της αναφορικότητα, έναν δικό της ουρανό, κάποτε γίνεται ομιλούν στοιχείο της εποχής, η ποιήτρια φθάνει στο σημείο να μιλά και να μας περιέχει.
    Αυτή την ακραία τεχνική λύση δίνει η Κούρση στο πρόβλημα της ένταξης, της αναγωγής, εν τέλει της εγγραφής της ποιητικής της σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
     Στο καινούργιο της βιβλίο, ακόμα και ο τίτλος του, Έμεινα μέσα, διαλέγεται με τη φράση «Γίνεται ένας τέλειος κύκλος;», φράση που την κατακερματίζει σε όσα γράμματα την αποτελούν, μαζί και το καταληκτήριο ερωτηματικό, και από κάτω τοποθετεί το κάθε ποίημα, το κάθε θραύσμα, όλο το μέχρι τώρα έργο της.
Α
Γιατί τα χρώματα που μύριζα
Δεν ήταν ποτέ καθαρά
Όλα είχαν αποχρώσεις και προσμίξεις
Άβουλα χρώματα που δεν αποφάσιζαν
Να είναι κόκκινα κίτρινα μπλε
Χρώματα που είχαν ξεπέσει
Ή είχαν ξεφύγει
Από την καθαρότητα της Άνοιξης
Ή την ορθότητα ενός αλάνθαστου Λεξικού.
     Η συλλογή συνοψίζει και επιλογίζει ολόκληρη τη διαδρομή της ποιήτριας και μας προδιαθέτει για το άνοιγμα ενός επόμενου κύκλου. Εν αναμονή λοιπόν.  
Γιώργος  Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση,  εφημερίδα «Η Κυριακάτικη Αυγή», 26 Ιουλίου 2009, σελίδα 24.
 Μια σύγχρονη γυναικεία φωνή
Τα ψηλά δέντρα της Γαλλικής επαρχίας, εκδ. Γαβριηλίδης 2009
         Η Ελληνική ποίηση, έχει ευτυχήσει στους άφιλους και άνυνδρους καιρούς που διανύουμε να παρουσιάσει μια πλειάδα σύγχρονων γυναικείων φωνών, οι οποίες συνεχίζουν επάξια την προσωδιακή ή μοντέρνα ποιητική παράδοση της θηλυκής γραφής στον τόπο μας. Μοντέρνες παρουσίες όπως αυτές: τη; Τζένης Μαστοράκη, της Μαρίας Κυρτζάκη, της Χαράς Χρηστάρα, της Μαρίας Λαϊνά, της Παυλίνας Παμπούδη, και άλλων σημαντικών δημιουργών-για να αναφέρω ενδεικτικά μόνο μερικά ονόματα-έρχονται να συνεχίσουν η κάθε μία ξεχωριστά με την ατομική της ταυτότητα, το δικό της ύφος, την ιδιαιτερότητα της ιδιοπροσωπεία τους, την ετερότητα της φωνής τους αυτό που ονομάζουμε γυναικεία ποιητική τέχνη του γράφειν. Και η οποία έχει βαθιές ρίζες στον Ελληνικό χώρο. Φωνές και ήχοι, ρυθμοί και γλωσσικοί κώδικες, που προάγουν τον Ελληνικό λόγο επί τα βελτίω και καλλιεργούν τους διαχρονικούς διακειμενικούς προβληματισμούς του ποιητικού σώματος. Ένας ποιητικός λόγος όπου το θηλυκό πρόσωπο ή προσωπείο, με ότι αυτό συνεπάγεται, πρυτανεύει μέσα στο έργο της κάθε δημιουργού. Απενοχοποιημένο από τα ασφυκτικά δεσμά των κοινωνικών προκαταλήψεων. Απεξαρτημένο από το καθοδηγητικό βλέμμα της αντρικής παρουσίας. Συνειδησιακά απαλλαγμένο από τις κατακλύζουσες επιταγές του πολιτισμικού περίγυρου.
Η γυναικεία παρουσία τόσο μέσα στο κοινωνικό σώμα όσο και στον ευρύτερο χώρο της τέχνης, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει συνειδητά-όχι χωρίς κόπο και πισωγυρίσματα-να διαμορφώνει το δικό της ιστορικό πεπρωμένο. Την αυτοδιάθεση του σώματος της και την αυτοδιαχείριση του βίου της. Και αυτό το νέο ήθος της ζωής αλλά και της γραφής, διακονεί συστηματικά και αθόρυβα, υπομονετικά και νηφάλια η ποιήτρια Μαρία Κούρση.
Η Μαρία Κούρση θεωρείται και δικαίως μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της γενιάς της. Της γενιάς του ιδιωτικού οράματος σύμφωνα με τον Ηλία Κεφαλά, ή της ομάδας του 1980 κατά τον Αλέξη Ζήρα. Για να χρησιμοποιήσω δύο γνωστούς κοινούς τεχνικά όρους. Με έξι συλλογές στο ενεργητικό της-πρωτοπαρουσιάστηκε το 1981-αργά και με σιγουριά μας προτείνει μια ποίηση η οποία δομείται με εναπομείναντα παρεμβαλλόμενα υλικά των αθέατων παραμέτρων της μοίρας. Έναν απολήψιμο ποιητικό λόγο που τροφοδοτείται από τα θραύσματά του. Μια ποίηση που ψηλαφεί τον σταθερό πυρήνα της άδολης μορφής των ανθρώπινων αισθημάτων και ταυτόχρονα παράγει την καθαρότητα του χώρου μέσα στον οποίο η ίδια κινείται και λειτουργικά δρα το ποιητικό υποκείμενο. Η Κούρση αρχιτεκτονεί μια ποίηση από τα κενά που η ίδια επιτρέπει στον εαυτό της. Τα κενά του ποιητικού σώματος καθώς κρατά όσο είναι δυνατόν μια αλλοτριωτική αποστασιοποιητική στάση από τα βιωμένα συμβάντα. Μέσα στον βασανιστικό μονισμό της και τη νηφάλια λογικότητα των νοηματικών της προθέσεων, η θεραπευτική της ποιητικής αγωγής προέρχεται από την επίγνωση των αδιεξόδων της. Μια ποίηση που εκβάλει μόνιμα από την διαλυμένη εικόνα των σχέσεων του ποιητικού υποκειμένου, παύει να είναι περιπτωσιολογική και ιδιαίτερη, αφού εκφράζει απευθυντικά  τα συλλογικά υπολείμματα της ανθρώπινης φύσης.
Ασφαλώς η ποίησή της τείνει προς τον ερμητισμό, περικλείεται μέσα στη δύναμη των επιθυμιών της, είναι ολιγόστιχη στη φόρμα της, ορισμένες φορές γίνεται ελλειπτική μέχρι σημείου απώθησης. Όμως ποτέ δεν χάνει την επιτρεπτή ανοικτότητά της. Ποτέ δεν χάνει την ευδιάθετη στοχοθεσία της. Δεν αυτοπεριορίζεται μέσα στην οργανωτική της αυτονομία. Δεν γίνεται απροσδόκητη, υπέρλογη, δεν εξακτινώνει τον βιταλισμό της σε μυστικιστικά μονοπάτια. Δεν καταδέχεται αναυθεντικά μεταφυσικά βιώματα. Αποφεύγει τον ενοχικό διδακτισμό και το συναισθηματικό κήρυγμα. Η Κούρση μεταχειρίζεται τον ποιητικό λόγο, με τέτοιον τρόπο, που να σημαίνει μόνο ότι η ίδια και μόνο επιθυμεί να σημαίνει. Ο λόγος της φοβερά επιγραμματικός σε σημείο που ορισμένες φορές γίνεται «στενόκαρδος» Δεν καταφεύγει στην αισθηματολογία γυναικείας υφής. Δεν κάνει κατάχρηση της ποιητικής του συγκίνησης που αφήνει στη σίγουρη και ακαριαία διαδρομή του. Δεν περιγράφει λεπτομερειακά τον σκηνικό διάκοσμο, του χώρου όπου ξεδιπλώνει την ιχνογραφική του δεινότητα. Δεν μας παρουσιάζει φυσικά σκηνικά τοπία αναπόδεικτων προθέσεων. Ενσωματώνει στο πέρασμά του, ότι πιο καίριο και τραγικό και νοηματικά δραστικό έχει να μας παρουσιάσει η ίδια η ζωή στις διάφορες φάσεις της σύγχρονης κατακερματισμένης της έκφρασης. Τα τραυματικά έλκη της μνήμης αναφέρονται όσο πιο διακριτικά γίνεται. Η αποτελεσματικότητα του ποιητικού λόγου της Κούρσης αναβλύζει από την ήρεμη επιθυμία του να αποτυπώσει όσο γίνεται λακωνικότερα την αυτονομία του από το ποιητικό υποκείμενο και τα αναμφισβήτητα μελανώματα του βίου του και να μας κάνει σαφή την σαφήνεια των δικών του ορίων. Ισορροπημένοι πίδακες λυρισμού πηγάζουν από τις κοφτές της φράσεις και μια απαλή μουσικότητα διαπνέει το θρυμματισμένο συναισθηματικό τοπίο που οι μικρές και υγρές της λέξεις φωτογραφίζουν. Το ύφος της πάντα νηφάλιο, ήρεμα παρακλητικό σε ορισμένες συλλογές της γίνεται περιγραφικά θυσιαστικό. Οι λέξεις της κρατώντας μια αριστοκρατική αρχοντιά, επιτρέπουν να αναπνέουν αυτά που περιβάλλουν με το περίγραμμά τους. Τους προσφέρουν άλλες στιγμές σανίδα σωτηρίας. Παλεύουν να μετουσιώσουν το κενό στην προοπτική μιας συλλογικής πανανθρωπολογικής συνιστώσας. Επιδιώκουν να κρατήσουν την νηνεμία τους μέσα στην ατμόσφαιρα εσωστρέφειας που αποπνέει το ποιητικό τοπίο. Να αγγίξουν την φυσική συνθετότητα του ανθρώπινου όντος και των πολυποίκιλων συναισθημάτων του. Καθώς και εμείς μαζί με το ποιητικό υποκείμενο διαισθανόμαστε ότι ο σημερινός σύγχρονος άνθρωπος πλέει μέσα στην κοινωνική διάλυση και τα ιδιαίτερά του αδιέξοδα. Οι εικόνες της συνήθως αναφέρονται στον αστικό χώρο. Έχουν έντονα τα στοιχεία του θεατρικού χώρου του παραλόγου. Παράγουν μια ατμόσφαιρα ενίοτε κλειστοφοβική. Συγκροτούν μια ισχνή ιεραρχία εξαρτημένων από την ατμόσφαιρα συναισθημάτων καθώς διαγράφονται οι διαψεύσημες ελπίδες. Άλλοτε στέκουν αυτόνομες και ανατροφοδοτούμενες από το ίδιο το ποιητικό πεδίο που απεικονίζουν. Μέσα στο οποίο άλλοτε βρίσκονται σε κίνηση και άλλοτε στιγμιοτυπικά φωτίζονται τα καθημερινά συμβάντα. Οι εικόνες όπως και οι λέξεις, σηκώνουν και αυτές το βάρος της κεντρικής αναφορικής εμπειρίας γύρω από την οποία οικοδομείται και οργανώνεται η ποιητική αίσθηση.
Η οργανωμένη φαντασία που αιμάσσει. Η γαλήνια απόγνωση που αρνείται να υποταχθεί στην πλήρη εκμηδένιση. Η σιωπή που κρύβεται πίσω από κάθε λέξη, η μοναξιά που καραδοκεί, ο λυρικός λυγμός που αρνείται να αφεθεί, η απελπισία που ελέγχει τα όριά της, οι διαφυγές προσδοκίας, και άλλα συναισθήματα σωματοποιούνται αρμονικά στην ποίηση της Κούρση, λίγο πριν κυλίσουν στο συντελειακό τίποτα. Στη μαρτυρική πορεία προς το μηδέν, την αιώνια α-λογία.
Την διασωστική υπέρβαση του μνημονικού συμβάντος μέσα στις σημασιολογικές αποχρώσεις του.
Τα γενικά αυτά ερμηνευτικά χαρακτηριστικά μπορεί να διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε αναγνώστης  και στην νέα ποιητική πρόταση της ποιήτριας, με τον ζωπυρωτικό τίτλο «Τα ψηλά δέντρα της Γαλλικής επαρχίας». Ένας τίτλος που αποτελεί από μόνος του μια αυτοτελής και ολοκληρωμένη ποιητική εικόνα, όπως είναι και άλλοι τίτλοι της ποιήτριας. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο αλληλοσυμπληρωμένα μέρη. Μπορεί να πει κανείς επίσης, ότι είναι μια ενότητα σε δύο μέρη, σε μια ενδοκειμενική μεταξύ τους συνομιλία. Από την μια η ποιητική λέξη-φωνή και από την άλλη η εικόνα-αίσθηση. «Ιστορία Ι. Ήταν ένα ποίημα-Ιστορία ΙΙ. Ήταν μια φωτογραφία» Στην συλλογή αυτή τα πράγματα συνέβησαν ακαριαία, μόλις που πρόλαβε το μάτι να τα αναγνωρίσει. Ο χρόνος στέκει μετέωρος καθώς στην στιγμή της φωτογράφησης. Τα ποιήματα μοιάζουν με κάδρα φωτογραφίας που ιστορούν στιγμιότυπα προσωπικών αδιεξόδων. Ποιήματα μιας ανάσας, μιας στενάχωρης πνοής. Σαν αυτό το αχ, που βγαίνει αβίαστα από τα πονεμένα χείλη του ανθρώπου που η μοίρα του τα έφερε αλλιώς. Βλέπουμε στίχους που μεταστοιχειώνουν σε ποιητική αίσθηση τα
κενά μεταξύ των λέξεων, ακόμα και τα ελάχιστα σημεία στίξεως που υπάρχουν μέσα στο ποιητικό σώμα. Στίχοι που αρνούνται να αξιοποιήσουν ακόμα και την χαϊδευτική ηχητικότητα των φωνηέντων μέσα στην μικρή πρόταση. Και σχηματίζουν εικόνες με τους βαριούς ήχους των συμφώνων. Οι φράσεις είναι κοφτές και δηλώνουν μια αποστασιοποιημένη γυναικεία αισθαντικότητα. Ένα ελεγχόμενο φάσμα διακριτικών στιγμιότυπων. Στίχοι που ομνύουν στην ατμοσφαιρική «φόρμα» του Χάι Κου. Μια εικονοποιία με έντονη την ώσμωση των δραματικών συσσωρεύσεων. Μια εξομολογητική διάθεση αρχιτεκτονημένη πάνω στο στίγμα της στιγμής. Σαν την φευγαλέα, τραγική παρουσία που αφήνει στο πέταγμά της μια πεταλούδα, καθώς κινείται γύρω από τη λάμπα μέσα στο σκοτεινό και άδειο δωμάτιο.
Η ποίηση της Μαρίας Κούρση ανακαλεί στο νου μου, αυτό το «σωματοποιημένο τραύμα» που εκφράζει ένας άλλος καλλιτέχνης ο Γιόζεφ Μπόϊς.
Η Μαρία Κούρση, «στάθηκε ανάμεσα στις κυρίαρχες τάσεις της εποχής, τον κοινωνιολογισμό και τον αισθητισμό, απέφευγε τα πρόχειρα υποκατάστατά τους, κάνοντας ποίηση με ελάχιστα.» σημειώνει ο Κώστας Βούλγαρης σε κείμενό του για την ποιήτρια. Και αυτό το ποιητικά θαυμαστό ελάχιστο του λόγου της Μαρίας Κούρση είναι που μαγεύει και θέλγει τους αναγνώστες της ποίησής της.
-Θανάσης Νάκας: Εισήγηση: ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΙΔΙΟΠΡΟΣΩΠΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΡΣΗ
     Αγαπητές φίλες και φίλοι, με γεμίζει χαρά και ικανοποίηση το ότι έλαχε στη Μαρία και σε μένα, εγκαινιάζοντας τη σειρά αυτή των παρουσιάσεων νέων ποιητών ν’ «ανάψουμε» εδώ απόψε τα «φώτα της ποίησης» στο πείσμα, θα έλεγε κανείς, των καιρών και της περιρρέουσας νοοτροπίας και «κουλτούρας».
      Δεν είναι βέβαια, η στιγμή των γενικών αποτιμήσεων και των συνολικών θεωρήσεων. Πάντως, όπως και στην περίπτωση άλλων ποιητών αυτής της νεότατης γενιάς, η ποίηση της Μαρίας είναι ποίηση ενός εσωτερικού χώρου, ενός εσωτερικού τοπίου, όπου ο οπτικός ορίζοντας στενεύει κάποτε πάρα πολύ, αφού δεν ξεπερνά τα όρια ενός δωματίου ή ενός τραπεζιού-γραφείου.
     Έχετε σκεφτεί ποτέ πώς μπορεί να «συζεί» κανείς με ένα τραπέζι; Για συνδέστε το με μιά υπαλληλική ζωή ρουτίνας: σπίτι- γραφείο-τραπέζι, και θα καταλάβετε το στίχο της Μαρίας «τα πόδια του τραπεζιού που συζώ/ είναι τέσσερις θάνατοι ενωτικοί στη στασιμότητα». Καρυωτακικό συναίσθημα, μαζί με υπαρξιακή αγωνία και μοναξιά, τη βαθύτερη μοναξιά της ύπαρξης.
     Φυσικά υπάρχουν και παράθυρα προς τον έξω κόσμο, ενώ το πέρασμα του χρόνου μέσα στο εσωτερικό αυτό τοπίο το συνειδητοποιεί κανείς μόνον έμμεσα, μετρώντας αποτσίγαρα ή παρατηρώντας τα φρούτα εποχής. Τη Μαρία την απασχολεί περισσότερο η εναλλαγή καλοκαιριού-φθινοπώρου, συχνή καιρική κατάσταση η βροχή.
     Ένα κοινό ειδοποιημένο και ευαισθητοποιημένο, όπως το σημερινό, μπορεί, βέβαια, να καταλάβει τι θα πεί να κάνεις την ποίηση στάση ζωής. Αναγκαστικά, άλλωστε, όταν το πάθος αυτό της έκφρασης με τον στίχο το κουβαλάς μέσα σου σαν τη γενετήσια πληγή σου. Πράγματι, όποιο και να είναι, φαινομενικά, το θέμα της, το κεντρικό σημείο αναφοράς της Μαρίας είναι η λέξη και το ποίημα, όχι σπάνια το «κουπί» της ή το «ναυαγοσωστικό» της, σε στιγμές «έλλειψης» ή ματαίωσης των ελπίδων, καθώς και σε στιγμές μοναξιάς κι εγκατάλειψης.
     Όμως, η λέξη και το ποίημα στη σύλληψη της Μαρίας δεν περιορίζονται εγωιστικά στο να της καλύπτουν τα κενά, στο να της προσφέρουν το συνηθισμένο παυσίλυπο, την πρόχειρη σανίδα. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: μέσο (φανταστείτε το στίχο σαν ηχητικό-υλικό μέσο με το οποίο προσπαθείς να κάνεις τον άλλο να σε προσέξει και να σε νιώσει). Μέσο επαφής, λοιπόν, και επικοινωνίας μ’ έναν άλλον άνθρωπο, είτε φίλο είτε ερωτικό σύντροφο. Κι όταν, κάποτε, σ’ αυτό το παιχνίδι, την τελική παρτίδα φαίνεται να την κερδίζει –απ’ τη φιλία, τον έρωτα, το πάθος-πάλι η ποίηση, μένει η πικρή γεύση μιάς ακριβά πληρωμένης, μιάς πανάκριβης εξαγοράς.
     Αγαπητές φίλες και φίλοι, δεν έκανα τίποτε άλλο από το να σας δώσω, για την ποίηση της Μαρίας, εκείνη την εικόνα που εγώ θέλησα ή που εγώ μπόρεσα να σχηματίσω. Φυσικά, μπορεί να δει κανείς πολλές άλλες. Στα ολιγόστιχα ποιήματα της Μαρίας, με μιά πυκνότητα γραφής και μια ευρηματικότητα στην έκφραση, αναγνώρισα εδώ και καιρό μιά ξέχωρη φωνή, μιά ποιητική ιδιοπροσωπεία που κέρδισε αμέσως τη συμπάθειά μου. Και φαίνεται ότι δεν είμαι ο μόνος, αν κρίνω από το γεγονός ότι το τελευταίο της βιβλίο, το Πιστό αντίγραφο με μαλλιά, γνώρισε ήδη δύο εκδόσεις. Μαρία, σ’ ευχαριστώ, κι εσάς, αγαπητοί φίλοι και φίλες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
     Προσπαθώντας να συντάξω ένα υποφερτό και όσο γίνεται αντιπροσωπευτικό ανθολόγιο κριτικών κειμένων και ένα ανθολόγιο ποιημάτων για την ποιήτρια Μαρία Κούρση, αντιμετώπισα τις εξής δυσκολίες.
-Παρά του ότι είχα εντοπίσει ορισμένες βιβλιοκριτικές για την ποιητική της συλλογή «Πιστό αντίγραφο με μαλλιά» εκδόσεις Νέα Σύνορα 1987, δεν κατόρθωσα να συναντήσω στο εμπόριο την συλλογή. Κάτι που με δυσκολεύει να αντιγράψω ποιήματά της από την οσάνω συλλογή. 
-Τις υπόλοιπες ποιητικές της συλλογές-είτε σε αυτόνομες κυκλοφορίες είτε σε φωτοτυπίες-που τυγχάνει να έχω υπόψη μου και έχω διαβάσει, τις παραθέτω κατά χρονολογική σειρά έκδοσης. Ώστε ο όποιος ενδιαφερόμενος αναγνώστης να έχει το μέχρι σήμερα ποιητικό της corpus συγκεντρωμένο.
-Συμπληρωματικά αναφέρω και τις συμμετοχές της-που γνωρίζω-σε αυτόνομες εκδόσεις-και με τι συμμετέχει. Συνήθως η ποιήτρια, σαν «εισαγωγή» ή «μελέτημα» δημοσιεύει ποίημά της. Τα αντιγράφω στις Σημειώσεις.
-Δεν θέλησα να ασχοληθώ με τις άλλες της εργασίες,-και να τις καταγράψω- εννοώ τις επιμέλειες μυθιστορημάτων και εκδόσεων που η Μαρία Κούρση για «βιοποριστικούς λόγους» μας έχει δώσει και αναφέρονται στην «μερίδα» της ποιήτριας στο ΕΚΕΒΙ ή σε άλλες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, γιατί, δεν είχα στην διάθεσή μου συμπληρωματικά βιβλιογραφικά στοιχεία για τις εργασίες αυτές.
-Καταγράφω στην γενική κριτικογραφία τα δημοσιεύματα που κατόρθωσα να συγκεντρώσω και να αποδελτιώσω για τις συλλογές της. Γνωρίζω ότι δεν είναι ολοκληρωμένος ο ενδεικτικός αυτός κατάλογος βιβλιοκριτικών για το έργο της. Σίγουρα θα έχουν δημοσιευτεί και άλλες πληροφορίες. Προτίμησα να αντιγράψω τα υπάρχοντα στοιχεία που διαθέτω για αρτιότερο πλησίασμα της ποίησής της.
-Όπως θα αναγνωρίσει ο αναγνώστης του ενδεικτικού σημειώματος για την Μαρία Κούρση, Ανθολόγιο κριτικών κειμένων, υπάρχουν κενά στον αριθμό τεύχους και στις χρονολογίες των δημοσιευμένων άρθρων. Δηλαδή, στο αρχείο που είχα φυλάξει, δεν είχαν σημειωθεί ο αριθμός τεύχους παραδείγματος χάριν του περιοδικού «Τομές», στην νέα της περίοδο, ούτε η ακριβής χρονιά της δημοσίευσης της κριτικής. Τις ίδιες ελλείψεις θα αναγνωρίσει και σε χρονολογίες δημοσιευμάτων των εφημερίδων, πχ. της παλαιάς πολιτικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» και του περιοδικού της «Βιβλιοθήκη». Διευκρινίζω ότι υπάρχουν χρονολογικές ελλείψεις, αν μείνουμε σε αυστηρά φιλολογικά κριτήρια έρευνας και καταγραφής. Είναι αυτονόητο, ότι αν αποφάσιζα να δημοσιεύσω μια ολοκληρωμένη- επεξεργασμένη- εργασία για την ποίησή της, όφειλα να ανατρέξω σε αρχεία και βιβλιοθήκες και να συμπληρώσω τα κενά. Αυτό όμως ήταν και είναι δύσκολο, δεδομένων υγειονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Πολλές Βιβλιοθήκες και Αρχεία δεν λειτουργούν.  Έχοντας όμως στη διάθεσή μου το μικρό αρχείο πληροφοριών για την ποιήτρια Μαρία Κούρση, προτίμησα να το δημοσιεύσω αντιγράφοντάς το. Οι πληρέστερα ενημερωμένοι- ειδικοί και μη-της Ποίησης έστω και έτσι έχουν μια μικρή μαγιά δεδομένων. Από την χρονιά που εκδόθηκε κάθε ποιητική της συλλογή μπορούμε να συνάγουμε και την χρονιά και ακριβή ημερομηνία των δημοσιευμάτων. Δεν μετέφερα επίσης ορισμένες σύγχρονες συνεντεύξεις της ποιήτριας που διάβασα στο διαδίκτυο, θεωρώντας αυτονόητες τις δημόσιες αυτές καταθέσεις της.
Ας δώσουμε μερικές διευκρινιστικές ακόμα πληροφορίες.
-Ο τόμος «ποιητές της νεότερης γενιάς» έκδοση Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου 1992, περιλαμβάνει μικρό σημείωμα του Νίκου Πρασσά. Την εμπεριστατωμένη εισαγωγή «ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΥΧΕΤΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ 1980-1990»  σελίδες 9-20 του κριτικού Αλέξη Ζήρα, και τις παρουσιάσεις των εξής ακόμα ποιητών από τους: ΧΑΡΗ ΒΛΑΒΙΑΝΟ από ΣΠΥΡΟ ΤΣΑΚΝΙΑ. ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ από ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟ. ΝΙΚΟ  Γ. ΔΑΒΒΕΤΑ από ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ από ΓΙΩΡΓΟ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ από ΗΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑ. ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ από ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ από ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, και ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ από ΘΑΝΑΣΗ ΝΑΚΑ. Μετά τις εισαγωγικές παρουσιάσεις των ποιητών δημοσιεύεται ποιητικό τους ανθολόγιο. Στις τελευταίες σελίδες φωτογραφία του ποιητή/ιας και μικρό βιογραφικό.
Στην περίπτωση της Μαρίας Κούρσης, έχουμε την παρουσίαση από τον Θ.Ν., σελ. 121-122 και τα εξής ποιήματα από συλλογές της: «Τ’ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΑ» σ.123, «ΔΙΑΔΟΧΗ», σ. 124, «…ΣΕ ΠΟΙΗΤΗ» σ. 125, «…ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΥΣ», σ. 126, «…ΑΠΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ», σ. 127, «ΣΤΗ ΒΑΡΔΙΑ» ,σ. 128, «ΧΡΩΜΑ», σ, 129. Και δύο ανέκδοτα ποιήματά της:
Ο ΘΕΑΤΗΣ
                Στον γιό μου
Ένα στίχο-δόλωμα
έχω στο κεφάλι μου.

Περνάει η  ποίηση
τον ερωτεύεται

κι εγώ κοιτάζω. σ. 130
--
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ
Η λύπη μου μοιάζει
με τα κόκκινα καθίσματα
του άδειου θεάτρου

Είναι όμοια
Είναι άπνοα

Αν κάτι ξεχαστεί επάνω τους
τρομάζουν σ. 131
-Η κριτική του κυρού ποιητή Ηλία Λάγιου, δημοσιεύτηκε στο παραδοσιακό περιοδικό «Νέα Εστία» στις σελίδες της «Μηνολόγιο» Απριλίου, μαζί με δύο άλλες, κάτω από τον γενικό τίτλο: «Φωνές από πολλούς καιρούς». Γιώργος Γ. Καραβασίλης, Το μάτι του τοπίου, Γαβριηλίδης-Αθήνα 2001, σ. 69. Μαρία Κούρση, Νομίζουν ότι λείπω, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ. 62, Δημήτρης Ελευθεράκης, Το καθαυτό χειρόγραφο, Γαβριηλίδης 2001, σ. 29. Σελίδες 771-776.
-Στον Αφιερωματικό τόμο στον ποιητή «ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΛΑΓΙΟ» εκδ. «Η Αυγή» κα οι εκδόσεις «ΕΡΑΤΩ» Αθήνα 2005, η Μαρία Κούρση συμμετέχει με το ποίημα
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
       (Ένας αθώος άνθρωπος να συμφωνεί
        Του κάνω νεύματα απεγνωσμένα
        Όπως πάντα έφτασα αργά)
Το πέρασμα στον θάνατο
Είναι μια κόκκινη στρογγυλή γουλιά

Τη σκουπίζεις στα χείλια
στο πάτωμα ή στο μαξιλάρι

Τα ίχνη φεύγουν λίγο αργότερα., σ. 133.
-Στην σειρά «εκ νέου» και την παρουσίαση από την Μαρία Κούρση της Καλαματιανής ποιήτριας του μεσοπολέμου Μαρίας Πολυδούρη στο «Θα μπορούσε να είναι Εισαγωγή» δημοσιεύονται τα εξής:
ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ
                              Για τη Μαρία Πολυδούρη
Α
Σηκωθείτε, παρακαλώ.
Μόλις μπήκε γηραιά η Άνοιξη.
--
Σαν την Αλίκη του παραμυθιού
Ή δεν χωράω ή περισσεύω
--
Κι όταν κάθομαι κι όταν σηκώνομαι
Η θέση μου πάντα κενή είναι
--
Κάθισε λοιπόν για λίγο
στην άδεια θέση μου
--
Θα μ’ έχεις αγκαλιά και
δεν θα το ξέρεις.
Β
Σε κοιτάζω
Λες και γράφω το πρώτο μου ποίημα
--
Περνούν οι λέξεις σκιές
πάνω απ’ τον ήλιο
του προσώπου σου
--
Κρύβομαι Κουλουριάζομαι
Μωρό
Μ’ εφευρίσκεις απ’ τα μαλλιά
--
Η ωραιότητα παίρνει ξανά
την πρώτη θέση
--
Η ωραιότητα πού
Χάνεται
Πού είναι ζεστή σαν γεύση
--
Γ
Όταν ο χρόνος πληρώσει
Και πληρωθεί
Σχεδόν για όσα ζήτησε
--
Πάλι χρεωμένη θέλω
Να είμαι
--
Γιατί φέτος η Άνοιξη
Έτσι όπως την κρατάς
Πονάει
--
Είμαι γι’ αυτό τυχερή
--
Γιατί η Άνοιξη τυλίχτηκε
γύρω από την καρδιά σου
--
Κι είμαι ζεστή και μαλακή
Και όμορφη Και νέα
--
Κι όλη αυτή η απαλοσύνη
Αρκεί να σε βλέπω
--
Να στρογγυλεύουν τα ωμέγα
των θερμών ρημάτων
Να στρογγυλεύουν για να σε κλείσουν
--
Κι εσύ να φεύγεις
--
Για να μη σωθείς από το ποίημα
--
Για να τελειώσει επιτέλους
Αυτή η σκηνή αγάπης
Σωστά. Και με την ευπρέπεια
πού δεν της αξίζει.
      Μαρία Κούρση Άνοιξη 2001., σελ. 9-14.
-Στον τόμο Κ. Π. Καβάφης, η Μαρία Κούρση συμμετέχει με το ποίημα:
Κατρακύλησα
        Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη
Σεν βρίσκω από πού ν’ αρχίσω
Ξέχασα/ ξεχνάω λοιπόν
Βγήκα χωρίς κλειδιά
Χωρίς σπίτι
Όλοι φαίνεται να ξέρουν
(κι ας μη μιλάω με αγνώστους)

Εσύ βάδιζες χαμένος
Κουράστηκες στην κόψη του παραμυθιού
Είχε νερό ακόμα
από την παλιά καθαρή βροχή
(Έκλεισα τα μάτια)
Στο γλυκανάλατο λασπωμένο πρωινό
(Κρύφτηκα μετά)
Για να γυαλίσει στο νερό τα σύνεργά του
Ο άσχημος ξένος
(Και κατρακύλησα)
Χωρίς εμφανείς τραυματισμούς
Στου νερού τα μαλακά εντόσθια
Κοιμισμένη στο φιλί του βατράχου
Στου πρίγκιπα την έκπληξη
(Θα αργήσω να λιώσω)
Σου φύλαξα ζεστό φαϊ
--
-Στην ποιητική συλλογή «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Πορεία 1981, η Κούρση εκτός από τις ποιητικές της μονάδες που είναι αφιερωμένες σε ποιητές ή γνωστά της πρόσωπα, το δισέλιδο ποίημα «ΘΕΜΑ ΖΩΗΣ», των σελίδων 65-66, είναι βασισμένο πάνω στην γνωστή σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος». Οι συγγένειες των εικόνων του ποιητικού ύφους, της ποιητικής ατμοσφαιρικής διάθεσης, προσομοιάζουν με την σύνθεση του ποιητή της Ρωμιοσύνης. Επίσης, δηλωτικό της εκλεκτικής ποιητικής συγγένειας είναι και η αφιέρωση του ποιήματος, «Στη Σονάτα του Γ. Ρίτσου».
-Στο Αφιέρωμα: Η ποιητική Γενιά του ’70, του λογοτεχνικού περιοδικού «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» έτος 91ο, τόμος 181ος, τεύχος 1875/ Δεκέμβριος 2017, η Μαρία Κούρση συμμετέχει με το ποίημα ΆΤΙΤΛΟ, σελ. 885.
Ο Γιώργος ο Γιάννης ο Δημήτρης
ο Αντώνης η Μαρία η Αγγελική
η Παυλίνα ο Ηλίας η Αθηνά
ο Κώστας ο Θανάσης η Βερονίκη
η Δήμητρα ο Μανόλης ο Λευτέρης
ο Ανδρέας η Τζένη η Άντεια
η Νατάσα ο Μιχάλης ο Αλέξης
ο Χριστόφορος η Έλενα ο Ντίνος
η Αλεξάνδρα ο Πρόδρομος ο Ευγένιος
ο Νάσος η Ρέα ο Ιωσήφ η Ζέφη
η Λίλυ ο Πάνος ο Αλέξης η Τασούλα
η Θεώνη η Χλόη ο Μάρκος η Λιάνα
ο Σωτήρης ο Στρατής
        Απόγευμα ακριβό
        Φθινόπωρο νεανικό
        Αέρας
        Σκηνή συμπαγής
        η  λέξη
        το 1989
Όπως εύκολα αναγνωρίζουμε, η ποιήτρια της Γενιάς του Ιδιωτικού Οράματος, (εφόσον αποδεχθούμε τα χρονολογικά όρια που δέχονται οι γραμματολόγοι για να ορίσουν τις λογοτεχνικές γενιές ), η Μαρία Κούρση, στο ποίημα που συνέθεσε τα ονόματα που αναφέρει, είναι τα μικρά ονόματα των ποιητών και των ποιητριών της Γενιάς του 1970. Ο δε καταληκτικός αριθμός είναι η χρονιά 1989,  χρονιά που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, που αποτελεί την καταληκτήριος χρονιά και η καινούργια αρχή για τα ποιητικά πράγματα διεθνώς.
-Η κριτική του Κώστα Γουλιάμου, στο λογοτεχνικό περιοδικό «γράμματα και τέχνες» μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, κριτικής και κοινωνικού προβληματισμού αρ. φύλλου 3/ Μάρτιος 1982, σ. 25, που εξέδιδε ο κριτικός και πεζογράφος Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, δημοσιεύεται με τα αρχικά του, στην σελίδα «Βιβλιοταχυδρομείο». Ο Κώστας Γουλιάμος υπήρξε σταθερός συνεργάτης του περιοδικού και μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Σε προηγούμενες σελίδες του τεύχους δημοσιεύει με το ονοματεπώνυμό του βιβλιοκριτικές για αρκετά βιβλία που κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο.
-Η κριτική της φιλολόγου και κριτικού Ανθούλας Δανιήλ, που δημοσιεύεται στο λογοτεχνικό περιοδικό «γράμματα και τέχνες» Δίμηνη έκδοση τέχνης κριτικής και κοινωνικού προβληματισμού Β΄ περίοδος, Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 1987, αριθμός τεύχους 52, σελίδα 44, για την ποίηση της Μαρίας Κούρση «Πιστό Αντίγραφο, Με Μαλλιά», από όσο κατόρθωσα να διαπιστώσω, είναι η δεύτερη κριτική για ποιητική συλλογή της Μ. Κ., που δημοσιεύεται στο περιοδικό. Συνολικά η Ανθούλα Δανιήλ στις σελίδες «Βιβλιοπαρουσίαση» σχολιάζει και παρουσιάζει 10 ακόμα τίτλους βιβλίων. Από αυτές αναγνωρίζουμε δύο γυναικείες φωνές. Καλλιόπη Οικονόμου, «Αναφλέξεις» Ηριδανός 1986, και Κατίνα Γιαννάκη-Παπαστυλιανού, «Γνώση Σιωπής», Λευκωσία-Κύπρος 1987.
-Κάτω από τον γενικό τίτλο «Βιβλία με ποίηση» ο Γιώργος Ματζουράνης, συστεγάζει τρείς ποιητικές συλλογές. Του Σπύρου Κατσίμη, «Η παλαιά διαδρομή» 2001, της Δήμητρας Παυλάκου, «Επίδομα ερημίας», Αρμός 2000 και της Μ. Κούρση.
-Η κριτική παρουσίαση του φιλόλογου και κριτικού Γιάννη Κουβαρά για την συλλογή «Πιστό αντίγραφο με μαλλιά» δημοσιεύτηκε πρώτα στο λογοτεχνικό περιοδικό του ποιητή Μάκη Αποστολάτου, «ΟΜΠΡΕΛΑ», γράμματα τέχνες πολιτισμός. 6 χρόνια Αφιέρωμα στο 28ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, διπλό τεύχος 32-33/ Νοέμβριος 1987, σ. 50. Ο Κουβαράς κρίνει μαζί και την ποιητική συλλογή της Ελένης Δημητριάδου-Ευφραιμίδου, «ΕΓΕΝΕΤΟ» Ξάνθη 1987. Ενώ στην μεταφορά της κριτικής στον συγκεντρωτικό τόμο «ΕΠΙ ΠΤΕΡΥΓΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ», σελ. 230-231, μεταφέρεται στο 4ο κεφάλαιο «ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ».
-Στο γνωστό μελέτημα του Καρδιτσιώτη ποιητή και κριτικού Βαγγέλη Κάσσου, «ΑΣΦΥΞΙΑ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ» ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, εκδ. Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη-Αθήνα 1989, στο κεφάλαιο «Ιδιωτικό όραμα και ποιητική ασυμφωνία στη γενιά του 1980» σελίδα 80 μιλώντας για «Το δίσεκτο έτος «1984» σημειώνει: «Το γεγονός ότι ο Όργουελ διάλεξε τη δεκαετία του 1980, για να χαράξει το περίγραμμα της εφιαλτικής πολιτείας του «1984» δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο. Αν η προφητεία του για τον κόσμο του Μεγάλου Αδελφού πάσχει στις λεπτομέρειες, η γεύση που αφήνει το βιβλίο του δεν είναι πολύ διαφορετική από τη γεύση, από την αίσθηση του παγιδευμένου που έχει ο πολίτης σήμερα. «Έγκλειστη θορυβώ στο σώμα μου», θα γράψει μια ποιήτρια της γενιάς μας, η Μαρία Κούρση, προσδιορίζοντας τη μοναδική κίνηση που μπορεί να γίνει μέσα στη γενική αίσθηση ασφυξίας.»
-Μνεία της ποιήτριας Μαρίας Κούρση έχουμε από τον κριτικό και μεταφραστή Δημοσθένη Κούρτοβικ στον τόμο «Ημεδαπή εξορία» Κείμενα για την ελληνική λογοτεχνία 1986-1991, εκδ. Opera1991, γράφοντας «Για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση», στην σελίδα 304, αναφερόμενος στα στοιχεία που διακρίνει τους νέους ποιητές και το έργο τους, σημειώνει: «Ποιητές όπως ο Χάρης Βλαβιανός, η Τασούλα Καραγεωργίου, ο Βαγγέλης Κάσσος, ο Ηλίας Κεφάλας, η Μαρία Κούρση, ο Θανάσης Χατζόπουλος, (για να αναφέρω εντελώς ενδεικτικά μερικά ονόματα) δείχνουν να προσανατολίζονται σταθερά προς αυτή την κατεύθυνση.». Το κείμενο είχε δημοσιευτεί πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία 26/4/1989» που ο κριτικός ήταν συνεργάτης.
-Τέλος να σημειώσουμε, ότι ο φιλόλογος και κριτικός Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, στον έργο του «ΜΟΝΑΧΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ» Το ιδιωτικό όραμα και η ποίηση. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, εκδ. ΒΙΒΛΙΟΓΟΝΙΑ-Αθήνα 1993, ότι στο πρώτο μέρος της εργασίας του «Μοναχικές Αναγνώσεις» μας δίνει μια εκτεταμένη ανάλυση της συλλογής «Πιστό Αντίγραφο με μαλλιά» σελ. 92-103, ενώ στο δεύτερο μέρος «Ανθολόγιο της Γενιάς του ιδιωτικού οράματος, σελίδες 153-156, μας δίνει και του εξής τίτλους ποιημάτων της ποιήτριας: «Η ΛΕΞΗ «ΜΩΡΟ ΜΟΥ» ΕΙΝΑΙ ΝΤΥΜΕΝΗ ΣΤΑ ΟΛΟΣΓΟΥΡΑ», «ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΥΦΑΣΜΑ» «ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ», «ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ», «ΕΡΩΤΙΚΟ» «…ΚΑΝΟΥΝ ΑΨΙΔΕΣ», «ΔΙΑΔΟΧΗ», «ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ» , «ΣΤΟ ΠΡΟΓΕΥΜΑ», «ΝΑ ΦΥΓΕΙ»..
     Περατώνοντας το Α΄ μέρος του σημειώματος πάνω στην ποίηση της ποιήτριας Μαρίας Κούρση, να επαναλάβω για άλλη μια φορά, ότι λόγω του πολυσέλιδου του Κριτικού αυτού Ανθολογίου, δεν ήταν δυνατόν να αντιγράψω και ορισμένα άλλα κείμενα που έχουν γραφτεί για την Μαρία Κούρση, ούτε να προβώ σε ένα μικρό ανθολόγιο των ποιημάτων της σαν υποστηρικτική αναφορά στις δημοσιευμένες κριτικές. Ο όγκος είναι μεγάλος και κατανοώ και κουραστικός, μια και δεν έχω την δυνατότητα τεχνικών υποστηρικτικών μέσων του ηλεκτρονικού υπολογιστή, δηλαδή, φωτογραφίες εξωφύλλων, ποιημάτων, ή άλλων φωτογραφιών ώστε να κάνουν πιο εύπεπτη την μακροσκελή αυτή αποδελτιωτική εργασία. Στο δεύτερο σημείωμα που θα ακολουθήσει, θα συμπληρώσω τα κενά που γνωρίζω και θα ανθολογήσω ποιήματά της που με συγκίνησαν και μου άρεσαν.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020.
Μνήμη Αγίας Μαρίνας.
Αν ενδιαφερόντουσαν οι πολιτικοί και οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των θρησκειών ουσιαστικά, ειλικρινά και πραγματικά για τον Άνθρωπο, θα ζητούσαν να γίνει Εκκλησία και Τζαμί ομού ο Ναός της Αγίας Σοφίας. Από κοινού ή εκ περιτροπής να λατρεύουν οι πιστοί της κάθε θρησκείας τον Θεό τους και με τον τρόπο αυτόν να έρχονται ειρηνικά κοντύτερα οι Λαοί. Το Μουσείο, είναι η πρόσκαιρη εικόνα της Βυζαντινής Τέχνης και Μεγαλουργίας των Ψηφιδωτών. Ο Χριστιανικός Ορθόδοξος Βυζαντινός Ναός όμως και η μετατροπή του σε Τζαμί μετά την Άλωση, δηλώνει την πίστη και την μνήμη των Ανθρώπων. Έμπρακτα μέσα στην Ιστορία. Που αληθεύουν στις ζωές εκατομμυρίων ψυχών και συνειδήσεων περισσότερο από τα πολιτικά και ιερατικά τερτίπια πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών. Ή κάνω λάθος;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου