Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΙΚΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ


ΒΑΣΙΛΗ  ΠΛΑΤΑΝΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
(πρώτη σειρά)
Ξυλογραφίες και χαραχτικά  Ράλλη Κοψίδη
Προλόγισμα: ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ
Αθήνα 1963, σελ. 128, δραχμές 100
     Το βιβλίο αυτό οφείλει στον Ακαδημαϊκό Στράτη Μυριβήλη τα «Δυό λόγια», και στην καλλιτέχνη Ράλλη Κοψίδη τη σύνθεση του εξώφυλλου και των εικόνων του κειμένου του.
     Τα «Ελληνικά Λαϊκά Πανηγύρια» (πρώτη σειρά) του Βασίλη Πλάτανου, στοιχειοθετήθηκαν από τον Γιώργο Αργυρόπουλο και τυπώθηκαν στο τυπογραφείο «Κοντού» (Σωκράτους 39-Αθήνα).
     Το βιβλίο ο συγγραφέας το αφιερώνει «στους γονείς μου»
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Δυό λόγια (Στράτη Μυριβήλη)
Μάηδες
Ταύρος κι’ αλόγατα
Άη Γιώργης ο Ραχωβίτης
Παναγιά η Πετρανή
Τσομπάνικα Χριστούγεννα
Στ’ αμπέλια και στα πατητήρια
Αναστενάρηδες
Αστράτ’ γους
Ο χορός της Τράτας
Τσομπάνικες εκλογές
Γλωσσάρι
     Διαβάζω χρόνια και θαυμάζω το άρθρα, τα λαογραφικά κείμενα, τα γραφτά του κυρίου Βασίλη Πλάτανου, που αρκετές δεκαετίες τώρα, δημοσιεύει με μεράκι, αγάπη, φροντίδα, σεβασμό σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά, τα οποία έχουν να κάνουν με την Ελληνική Λαογραφία, την ιστορία και την εξέλιξή της. Ο κύριος Βασίλης Πλάτανος όπως και άλλοι λαογράφοι του καιρού μας, ή σωστότερα παθιασμένοι δάσκαλοι του ελληνικού λαογραφικού λόγου και της ελληνικής παράδοσης, μας δίδαξε κυριολεκτικά όλα αυτά τα χρόνια, τι σημαίνει Ελληνική Λαογραφία στο ευρύτερο «σεντούκι» των αναφορών της (Δημοτικά Τραγούδια, Παραδόσεις, Θρύλοι και Έθιμα, Θρησκευτικές Εορτές και Εκκλησιαστικά λαϊκά Δρώμενα, Τελετουργίες, Δημοτική Μουσική, Χορός, Πανηγύρια κλπ). Τα δημοσιεύματά του έφεραν στην αναγνωστική και ερευνητική μας επιφάνεια το πνεύμα και τα λαϊκό στοιχείο της ύπαρξης της φυλής μας, Της ελληνικής ζωής και του πολιτισμού της διαχρονικά. Τις ρίζες και το αρχέγονο λαογραφικό υλικό με το οποίο είναι ζυμωμένη η καθεαυτό ζωή, οι μεταφυσικές δοξασίες των ελλήνων. Τα λαϊκά στοιχεία και οι αξίες με τα οποία οικοδόμησε τον καθημερινό του βίο, δημιούργησε οικογένεια, εργάστηκε και πρόκοψε ο λαϊκός άνθρωπος. Αρχιτεκτόνησε το εξωτερικό του περιβάλλον, του έδωσε το ανθρώπινο μέτρο του και πρόσωπό του. Κυκλωτικά οργάνωσε τις προτεραιότητες της ψυχαγωγίας του, και ενοριακά τις θρησκευτικές του ανάγκες. Κοινοτικές ανάγκες που αλήθευαν τις δραστηριότητες του βίου του. Έμαθε να λειτουργεί τις καθημερινές του δραστηριότητες, να ισορροπεί σταδιακά με τις αντίξοες δυνάμεις της φύσης, να τις δαμάζει χωρίς να εξαντλεί τις ζωογόνες ενέργειές της. Εικόνες και βιώματα ζωής τουλάχιστον, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες στην πατρίδα μας, πριν την μεγάλη αστυφιλία και την αναγκαστική ξενητεία. Ο έλληνας άνθρωπος της υπαίθρου, της επαρχίας κράτησε ζωντανή την ελληνική γλώσσα και τα μυστικά της. Τις ροές της αρχαίας της ιστορίας. Την φθογγική της μουσικότητα και την λειτουργική δυναμική της προφορικής της αποτύπωσης. Της ελληνικής λαλιάς. Διατήρησε σχεδόν ακέραιο την ατμόσφαιρα του ηπειρωτικού τοπίου, το κλίμα του νησιώτικου περιβάλλοντος.
Παλαιοί δάσκαλοι μυσταγωγοί, Έλληνες όπως ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης που άνοιξε πρώτος τον δρόμο, ο Κώστας Ρωμαίος που χάραξε ίχνη, Αλίκη Κυριακίδου-Νέστορος και Μιχάλης Γ. Μερακλής που συστηματοποίησαν και οργάνωσαν επιστημονικά το λαογραφικό πεδίο ερευνών, προσδίδοντάς του κοινωνιολογικές και εθνολογικές προεκτάσεις. Ο Κώστας Λουκάτος που κατέγραψε τον κύκλο των εποχών και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μέσα σε αυτόν. Η Αγγελική Χατζημιχάλη και το Μουσείο με τα θαυμάσια εκθέματά του. Ο νεότερος Δημήτρης Σταμέλος με τις εξαίρετες εργασίες του. Η ποιήτρια Αθηνά Ταρσούλη που μας κληροδότησε λαογραφικά διαμαντάκια, ο Αλέκο Φλωράκης και οι εργασίες του πάνω στον Τηνιακό πολιτισμό. Ο Βασίλης Πλάτανος που μας μετέφερε ατόφιο το πνεύμα και την ουσία, τα κληροδοτήματα του λαϊκού μας πολιτισμού, όχι μόνο της γενέθλιας νήσου του. Οι Έλληνες και Ελληνίδες αθόρυβοι δάσκαλοι μας δίδαξαν ότι κοινή η αισθητική της λαογραφικής συνείδησης των Ελλήνων. Κοινή η «αισθητική της Ρωμιοσύνης» όπως μας μίλησε ο Γιώργος Διζικιρίκης. Άοκνοι φάροι πολιτισμού των ελλήνων, ερευνητές που δικαιωματικά φέρουν τον τίτλο του έλληνα Λαογράφου. Σιμά στις πρώτες αυτές πυξίδες αναφοράς στους λαβυρίνθους της λαογραφικής επιστήμης και ορισμένοι άλλοι, πρόσωπα που κράτησαν ζωντανή και εναργή την λαϊκή μνήμη, αισθητική και ατμόσφαιρα, ήχους και οσμές, χρωματισμούς και ακούσματα, της εθνικής μας παράδοσης, των Ελλήνων και, μεταλαμπάδευσαν τα νάματα και τις διαχρονικές αξίες του λαϊκού μας πολιτισμού στις νεότερες γενιές των Ελλήνων. Τα βιβλία και οι μελέτες τους, τα άρθρα και οι ερευνητικές τους εργασίες, οι παρεμβάσεις και οι ομιλίες τους, βοήθησαν τις νεότερες γενιές των ελλήνων να μην λησμονήσουν την ιστορία τους, την παράδοσή τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα παραμύθια και τα τραγούδια του γενέθλιου τόπου τους, τις θρησκευτικές τους τελετές και τα λαϊκά εορταστικά τους πανηγύρια, τους κυκλωτικούς χορούς τους, την ψυχαγωγία του λαϊκού θεάτρου σκιών. Ερευνητές και ανιχνευτές, λάτρεις και σπουδαστές ταυτόχρονα, συμμάζεψαν και οργάνωσαν, διατήρησαν και έφεραν στην επιφάνεια, σχολίασαν και επεξεργάστηκαν το κατά τόπους και γεωγραφική περιφέρεια σκόρπιο λαογραφικό υλικό, το φιλοτέχνησαν με επιμέλεια και μεράκι, αγάπης οίστρο και μας το παρουσίασαν σαν αναπόσπαστο κομμάτι, σημαντικό κομμάτι της ιστορίας και της παράδοσης της φυλής μας. Στάθηκαν ακούραστοι χορηγοί του λαϊκού μας πολιτισμού στις νεότερες γενιές. Όταν η Δόμνα Σαμίου γύριζε με το μικρό μαγνητοφωνάκι της στην ελληνική επαρχία και κατέγραφε φωνές γιαγιάδων, μουσικές και μνήμες απλών γερόντων, δεν φαντάζονταν ίσως τι μας διέσωζε. Όταν ο Ματθαίος Μουντές μας μιλούσε για τα Αιγαίο ρίζα και παράδοση, μας ταξίδευε σε πρωτόγνωρα της παράδοσης λιμάνια. Οταν η Δώρα Στράτου έφτιαχνε την δική της ομάδα για να διδάξει τους παραδοσιακούς λαϊκούς ελληνικούς χορούς στο θέατρό της δεν υποψιάζονταν το εύρος της πολιτιστικής της παρακαταθήκης Όταν οι έλληνες ανώνυμοι ψαλτάδες στέκονταν όρθιοι μπροστά στο αναλόγιό τους συνέχιζαν τις βυζαντινές μουσικές μνήμες ψαλτικής, τα μέλη και τους ήχους των βυζαντινών προγόνων τους. Όταν οι ανώνυμες μανάδες και γιαγιάδες οι ελληνίδες υφάντρες κεντούσαν τα προικιά για τις κόρες τους, ή ύφαιναν στον αργαλειό τις κουβέρτες και τα χράμια, τις πάντες και τα χαλιά των οικογενειών τους, ίσως και να μην κατανοούσαν άμεσα τον πολύτιμο πολιτιστικό θησαυρό που κληρονομούσαν στους μεταγενέστερους. Σίγουρα όμως ένιωθαν ότι άφηναν πίσω ένα κομμάτι της αλήθειας της δικής τους ζωής, των εμπειριών τους, των χαρών και ευτυχισμένων στιγμών τους.  Διαισθάνονταν οι λαϊκοί μαραγκομάστορες ότι το ξυλόγλυπτο τέμπλο που με ευλάβεια σκάλιζαν οι ξυλογλύπτες τεχνίτες στα ξωκλήσια, το κοπίδι που κρατούσαν με προσοχή και με το οποίο πελεκούσαν το μάρμαρο οι λαϊκοί μαρμαράδες, οι πέτρες που επέλεγαν για να χτίσουν το σπίτι και τα αρχοντικά του χωριού τους οι ανώνυμοι χτίστες, ήσαν η πολιτιστική δική τους προσφορά σιρμαγιάς στον χρόνο. Στην αιωνιότητα του ελληνικού χρόνου που την διάρκειά της την αγιογραφούσαν μέσα στο δικό τους κουκούλι πίστης και παράδοσης οι ανώνυμοι κυρίως αγιογράφοι, στους τρούλους των ναών και τους τοίχους των μοναχικών λευκοντυμένων εκκλησιών στο άγνωστο του θαλασσινού πελάγους.. Μαϊστορες της πέτρας κα του μαρμάρου που ξόρκιζαν τη σκοτεινιά του θανάτου με τα μικρά ηρώα και αγάλματα, μαρμάρινα κενοτάφια των ελληνικών νεκροταφείων. Εκεί που η μνήμη συναντά την ζωή και η χαρά τον πόνο. Ενώ το μικρό καντήλι φωτίζει αχνά τις σκιές που δε λεν να ξεχάσουν.
Αν τα κοιμητήρια είναι ο τελευταίος χορός των ζωντανών, τα πανηγύρια είναι το ανάχωμά τους. Ο κυκλωτικός χορός και οι ήχοι μουσικής που διώχνουν μακριά τον θάνατο. Τον κρατούν σε αναστολή επίσκεψης. Του αφαιρούν την εξουσία της παρουσίας μέσα στις ζωές των ανθρώπων. Τα πανηγύρια, είναι τα τραταμέντα της χαράς και του κεφιού. Τα κουρνέλια της ξενοιασιάς και του γλεντιού. Το ξεπαράβγαλμα του χάρου. Στα πανηγύρια, σε αυτές της κοινότητας και όχι μόνο λαϊκές συναθροίσεις χωριανών, φίλων και γνωστών, μελών της οικογένειας και κοντοχωριανών, ξενομεριτών και οργανοπαικτών είναι οι πανάρχαιες εορταστικές θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις των Ελλήνων. Είναι η συνάθροιση επι τω αυτώ σε ένα σκοπό. Στην χαρά και το κέφι, το τραγούδι και τον χορό, την γνωριμία και το πιοτό, το φαγητό και την αλληλογνωριμία των Ελλήνων. Εχθροί και φίλοι, ξένοι και γνωστοί, μικροί και μεγάλοι, επισκέπτες και χωριανοί όλοι γίνονται ένα. Ισότιμα, ελεύθερα, χαροποιά, ευλαβικά, πολιτισμένα. Φοράνε τα καλά τους, ανταλλάσσουν δώρα, γίνονται γνωριμίες, ακούγονται υποσχέσεις, κλείνονται συμφωνίες, προαναγγέλλονται αρραβώνες ή γαμήλιες τελετές. Εμποροπανήγυρη ανθρώπινων γνωριμιών και σύναψη μελλοντικών σχέσεων. Το κρασί ρέει, τα κεφάλια ζαλίζονται, ο χορός πρήζει τα πόδια, τα βλέμματα κουράζονται να κοιτούν, τα χέρια αγγίζουν διακριτικά, τα μαντήλια κρατούν την συνέχεια των χορευτικών στροφών. Η μουσική ξεσηκώνει και προκαλεί ρίγη συγκίνησης και ευεξίας. Χαρά και γλέντι, κέφι και δάκρυα ευτυχίας ανθρώπων ενωμένων χωρίς ταμπού, λησμονώντας τις καθημερινές τους διαφορές, επιδεικνύοντας τις φορεσιές τους, τις χορευτικές τους ικανότητες, τις μουσικές τους επιδεξιότητες. Τα κορμιά λυγίζουν από κρυφή ηδονή, τα σώματα βαραίνουν από την γλυκειά κόπωση, τα γόνατα αντέχουν το βάρος της χαράς και της σπινθηροβόλας διάθεσης. Κανείς δεν νιώθει ξένος σε ένα πανηγύρι, κανείς δεν είναι ξένος σε αυτήν την πανηγυριώτικη ομήγυρη. Λαϊκά ξεφαντώματα ελλήνων, εικόνες ζωής και χαράς που μας εικονογραφεί με τόση μαεστρία εδώ και αιώνες ο παππούς μας Αριστοφάνης, ο δάσκαλος του νεότερου θεάτρου Κάρολος Κουν. Αχαρνής, Ειρήνη, Όρνιθες, όλες οι Αριστοφανικές Κωμωδίες μας δίνουν το έναυσμα για το ποιο είναι το ήθος και η αλήθεια του βίου μας, των παραδόσεών μας, των λατρευτικών μας δοξασιών, των χορευτικών μας μνημών, των μουσικών ήχων της ελληνικής φυλής, των γεύσεων των εδεσμάτων και της κρεατοκρεπάλης, του κεφιού που δίνει ο θεός Διόνυσος. Όποιος ή όποια έλληνας ή ελληνίδα έχει παρευρεθεί σε λαϊκό πανηγύρι σε εκκλησιαστικό αυλόγυρο, δεν θα ξεχάσει όχι μόνο τις παρουσίες και τα χαρούμενα και χαμογελαστά πρόσωπα των ανθρώπων που παρευρίσκονται αλλά, και τα κεφάτα και χαμογελαστά πρόσωπα των αγίων, που, ζηλεύοντας τις μοναδικές στιγμές των ανθρώπων κατεβαίνουν από το τέμπλο, βγαίνουν από τα εικονίσματα, και έρχονται σιμά σου, χορεύουν μαζί σου, γίνονται οι κορυφαίοι των ελληνικών χορών, πρώτοι αυτοί στα τσακίσματα και στις στροφές ισότιμα με τους απλούς θνητούς και θνητές. Κατά την διάρκεια του πανηγυριού στην μνήμη, την εορταστική μνήμη ενός αγίου, οι άγιοι δεν είναι σκυθρωποί, μελαγχολικοί, αυστηροί. Το σώμα τους συγκλονίζεται από συγκίνηση όπως και των πιστών. Χαμογελούν δυνατά όπως οι πιστοί στο προαύλιο ψέλνουν τα τροπάρια στην μνήμη τους. Ένα ζωντανοί έλληνες και κεκοιμημένοι. Ένα ο θάνατος και η ζωή. Μία η αίσθηση της ιερής συγκίνησης, του ρίγους της χαρμολυπικής διάθεσης. Οι άγιοι των εικόνων κρατούν το χέρι του ανθρώπου που γεύεται τον οίνο και μαζί ρίχνουν την σπονδή στο χώμα τραγουδώντας «αίμα να μας γίνει». Ο οίνος γίνεται αίμα  και ζωντανεύει ξανά τις βασανισμένες και θυσιασμένες ζωές των μαρτύρων της πίστης. Η παλαιά φλόγα της πίστης μετατρέπεται έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, σε φλόγα ζωής και ξενοιασιάς. Το χώμα που χορεύει πάνω του ο έλληνας άνθρωπος στα πανηγύρια είναι η παλαίστρα του Διγενή. Το καμίνι της ανάτασης της λύτρωσης. Η Ανάσταση μέσα στον σύντομο κύκλο της ζωής και του θανάτου. Τα κορμιά είναι καμαρωτά, καταστολισμένα, καλοχτενισμένα, ροδαλίζουν από το κρασί και την χαρά. Τραγουδούν λεβέντικους της παράδοσης σκοπούς, κλαρίνα και ζουρνάδες, πίπιζες και τύμπανα, οργανάκια και νταούλια, λατέρνες και ακορντεόν, μπουζουκάκια και μπαγλαμαδάκια, δίνουν τον ρυθμό και τον τόνο. Οι άγιοι χορεύουν με τους ανθρώπους κατά ζυγιές, οι νέοι και οι κοπελιές στροβιλίζονται αντάμα, και οι γεροντότεροι κρατούν το τέμπο με τα πόδια και τις παλάμες τους. τεντωμένες καρδιές, τεντωμένα σώματα φλέβες ζωής και χαράς των ανθρώπων, που χτυπούν χωρίς σταματημό. Τρανές εμπειρίες, κλεφτά φιλιά, σιγαλά χάδια, τρυφερότητα στο βλέμμα και ερωτάδας τσαχπινιά, ζωής αληθινής ανόθευτης, αυθεντικής, πηγαίας, επαφές σωμάτων και ψυχών στους χτύπους των ρυθμών της καρδιάς και του κεφιού. Οι άγιοι σηκώνουν στους ώμους τους την «απιστία» των ανθρώπων και οι άνθρωποι μεταφέρουν στις ζωές τους την «πίστη» των αγίων. Πλουμίσματα του χρόνου της ζωής των ελλήνων, ανοιξιάτικες ευχές που σκορπίζουν τις μυρωδιές τους σε πλατείες και προαύλια εκκλησιών. Σε βουνοκορφές και πλαγιές που συντροφεύουν γιορταστικά τους κύκλους της φύσης και των εποχών. Έρωτες που γεννιούνται στο χρώμα της παπαρούνας. Φιλίες που ανθίζουν στην μυρουδιά του γιασεμιού. Πάθη που κρεμνιούνται τσαμπιά σταφύλια πριν τον τρύγο. Προστάτες άγιοι που προσεύχονται κρατώντας το χέρι των χαροκαμένων μανάδων των ναυτικών. Γλεντοκόπια που δεν τελειώνουν με το γύρισμα της σούβλας. Σφυρίγματα προσκαλέσματα χαράς από άγνωστο προς άγνωστο. Νύχτες που γίνονται μέρα και μέρα που δεν λέει να σκοτεινιάσει. Ποιος κακομούτσουνος μπορεί να απαγορεύσει αυτούς τους λαϊκούς ελληνικούς ομαδικούς πίδακες χαράς και κεφιού των ελλήνων; Που σταματάει το κυμάτισμα ζωής των ανθρώπων και που αρχινά η σκοτεινή γραμμή του θανάτου τους; Ελληνικές πατροπαράδοτες εκδηλώσεις μέσα στο κληρονομικό ντι εν έι του πολιτισμού του Έλληνα, της πίστης του, για ζωή, συνεύρεση, συνύπαρξη, αιωνιότητα. Η χαρά μοιράζεται, προσφέρεται, η λύπη, η αρρώστια, ο θάνατος όχι.
Αν απαγορεύσουν αυτές τις φανερές ιεροτελεστίες ζωής και χαράς, είναι σαν να σβήνουν ένα μέρος της ταυτότητας του έθνους μας. Λατρείες και κοινωνικές εκδηλώσεις αιώνων δεν απαγορεύονται από τηλεοράσεις. Και μάλιστα από καθέδρας και έχοντας εξασφαλισμένο τον δικό τους του δημοσίου μισθό. Γιατί τότε, δεν θα γνωρίζουμε ποιοι είναι οι αυθεντικοί αναστενάρηδες του ελληνικού πολιτισμού και της ζωής και ποιοι οι νεκροθάφτες του εξευρωπαϊσμένου ανιαρού και αδιάφορου καταναλωτισμού μας. θα είμαστε όλοι παιδιά των Mall και των Τηλεμάρκετινγκ. Αν αυτό θέλουμε, σαν λαός, τότε ας μην χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για την αγία σοφία.
     Ερεθίσματα χαράς, σκοπούς μεθυστικούς, μυρωδιές της φύσης, χρώματα του ουρανού και ξαφνικά φτερουγίσματα αγίων από ξωκλήσια, μοσκοβολιές λουλουδιών, αγκαλιάσματα ζεστασιάς, καλοκαιρινά μεθύσια, βλαστάρια ευλογίας πανηγυριώτικης ατμόσφαιρας, ψυχές ζωντανών υπάρξεων σκοπούς και ήχοι που θεριεύουν σε κάθε νότα, σε κάθε ακομπανιάρισμα, σε κάθε παλμό χορδής και μουσικής αναπνοής. Βουίσματα χαράς ανθρώπων στην κοινή θεία κοινωνία της χαράς της ζωής και της πίστης. Χρυσαφένια φεγγαροβλέμματα ανθρώπων που ξενυχτούν μέχρι να χαράξει η αυγή. Ποια πολιτική αταξία και ιατρική «ευταξία» μπορεί να απαγορεύσει τις πολλαπλές συνάξεις της εορτής του Πάσχα του Καλοκαιριού. Μα ο φόβος έχει νικηθεί έχει καταργηθεί από την στιγμή που συμμετέχεις στα καλοκαιρινά αυτά της ζωής και της παράδοσης πανηγύρια. Πύρρειος νίκη της ιατρικής ή αμείλιχτο ποδοβολητό θανάτου έξω από τις εκατοντάδες άδειες κλίνες που διατηρούνται με τα χρήματα των φορολογουμένων ελλήνων.
Αν αυτή η χώρα που λέγεται Ελλάδα, πεθαίνει ή πέθανε με τον πολιτισμό της και την ιστορία της, την παράδοσή της, αυτό συμβαίνει γιατί από μέσα είναι τα βέλη που εκτοξεύονται. Και όλοι μας συμβάλλουμε σε αυτό εδώ και πολλές δεκαετίες, ο καθένας και η κάθε μία με τον τρόπο του/της, και την αντοχή και την δύναμη που εκτοξεύει τα βέλη του. Εκτός αν άλλαξε η ταυτότητά μας και δεν μας ενημέρωσαν.
        Το βιβλίο αυτό για τα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ» του Λέσβιου λογοτέχνη Βασίλη Πλάτανου, αυτού του έλληνα «ταμένου» στην λαϊκή μας παράδοση, είναι πραγματικά ένας θησαυρός της ελληνικής όχι μόνο λαογραφίας αλλά και γραμματείας. Είθε να ενδιαφερθεί εκδοτικός οίκος και να ξανά τυπωθεί, να επανεκδοθεί με την ίδια καλλιτεχνική επιμέλεια και φροντίδα. Είναι ένα βιβλίο που όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο μικρασιάτης πεζογράφος Στράτης Μυριβήλης:
« Ο νέος Λέσβιος λογοτέχνης Βασίλης Πλάτανος είναι ένας «ταμένος» στην παράδοσή μας. Η συστηματική και λεπτομερής περιγραφή των Ελληνικών Λαϊκών Πανηγυριών, έγινε για τον Β. Πλάτανο έργο ζωής. Έτσι βγήκε και τούτο το βιβλίο που είναι γραμμένο από έναν μερακλή. Ο έρωτας και η ευσυνειδησία έσπρωξαν τον νέο λογοτέχνη Βασίλη Πλάτανο να ζήσει αυτά τα πανηγύρια και να μας τα δώσει όπως μας τα έδωσε. Αυτό το στοιχείο της γνησιότητας είναι που θέλω να εξάρω στο βιβλίο του Βασίλη, γιατί λείπει πάρα πολύ αυτά τα μεταπολεμικά χρόνια από την πνευματική ζωή του τόπου. Πολύ κατακάθι ζωής ανακατεύτηκε από τον κοινωνικό σάλο και από τον σεισμικό δονισμό των συνειδήσεων και των αξιών. Και η τρικυμία των θολωμένων νερών έδωσε την ευκαιρία σε πολλά στοιχεία δημοσκοπικά, θορυβομανή και αρριβιστικά, να ανεβούν στην επιφάνεια και να πλέουν στο γιαλό μαζί με τα μήλα της γνωστής λαϊκής παροιμίας. Γέμισαν τ’ αυτιά μας από τον χυδαίο πάταγο των αδειανών τενεκέδων πού μας ξεκουφαίνουν με τη φασαρία τους. Γι’ αυτό μιά σεμνή εργασία γνήσια καλλιτεχνική, σαν τούτη εδώ που εκτελείται μέσα στην ιερότητα της μοναξιάς και με ήρεμη αξιοπρέπεια, μας συγκινεί περισσότερο σήμερα, όπου παρά πολλή «τζάζ» ακούγεται στο τέμενος της Τέχνης». Σελ. 13-14.
Πριν τα «δυό λόγια» του Στράτη Μυριβήλη διαβάζουμε:
«Ας τραγουδήσου τσ’ ας χαρώ,
του χρόνου ποιος του ξέρει,
για θ’ απουθάνω, για θα ζώ,
για θάμι σ’ άλλα μέρη.
                          (Τσάκισμα)
Τούτ’ η γη μί τα χουρτάρια,
τρώγει νιές τσί παλληκάρια.».
                              (Λεσβιακό)
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Σάββατο 11 Ιουλίου 2020.                               


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου