Ανθολόγιο ποιημάτων της ποιήτριας Καίτης Χιωτέλλη
ΚΥΠΡΟΣ
Κύπρος
λέω τ’ όνομά σου στον ορίζοντα τον αττικό
και μου αποκρίνονται οι ανατολές της Λευκωσίας
το ηλιόγερμα από το θρονί
της Παναγιάς του Κύκκου.
Σκαλίζω τ’ όνομά σου στη σιωπή
και στην πανάρχαια πέτρα
κι αντιβουίζουν οι κολόνες σμιλευτές
της Σαλαμίνας και του Υλάτη Απόλλωνα.
Η μνήμη σου λιβανωτό
σ’ εσπερινό βυζαντινό προσκύνημα
και ζωντανεύουν οι μεγαλομάτες Παναγιές
κι ο Παντοκράτορας τ’ άγιου-Νικόλαου της Στέγης.
Νείρεται η Παναγιά η Χρυσορωιάτισσα
στον ύπνο τον απομεσήμερο του κάμπου.
Ανήσυχος βιγλίζει ο γερο-Τρόοδος
του Πενταδάχτυλου τα κάστρα
τις γλυκοκυματούσες ακροθαλασσιές που γέννησαν
την ομορφιά στον κόσμο.
Γλυκός σου ο τόπος κι η ζωή
πικρότατός σου ο κλήρος
να το πατούν τυραννικά τ’ ωραίο σου πρόσωπο
ξένες φυλές, κυρίαρχες.
Κι εσύ ν’ αντέχεις.
Την πέτρα σου να δίνεις και το χώμα σου
να γράφουνε την Ιστορία τους.
Το αίμα των παιδιών σου και τη φλόγα τους
να γράφουνε την Ιστορία τη δική σου.
Κύπρος
το χώμα σου κρουστό κι όλο πληγές
αγίασμα απ’ των αγίων τα σκηνώματα.
Το σώμα σου ζεστό κι όλο πληγές
να ζωγραφίζουνε αιμάτινο το οικόσημο
της θείας καταγωγής σου.
Μάζεψες την ψυχή σου
όλη στις βορειοδυτικές σου ακτές.
Να λες: Ελλάδα
και ν’ αναρριγά το πέλαγος
να παίρνει και να κλώθει αψιές τις θύμησες
να τις πηγαίνει δάκρυα.
Και πίσω να γυρίζει όλο χαμόγελα
και προσδοκίας μηνύματα
κι ένα τραγούδι
τ’ όνομά σου:
Κύπρος. (σ. 62-63/2018)
ΜΥΣΤΡΑΣ
Ο γάμος ήταν έγκυρος;
Ο ίδιος τον ευλόγησε ο Παντοκράτορας
χιλιόχρονος ψηφιδωτός στον τρούλο.
Τα χελιδόνια ψάλαν την ακολουθία
μαυροντυμένοι φτερωτοί καλόγεροι.
Στέφανα γίναν του εναγκαλισμού οι βραχίονες
και δαχτυλίδια εκείνα που στα χείλη
ζωγράφισαν τη συγκατάθεση μ’ ένα φιλί.
Των αγριολούλουδων το νέκταρ ήταν το κρασί
και τα πλυμένα απ’ τη βροχή πετράδια τα κουφέτα.
Τί έλειψε; Οι μάρτυρες.
Ίσως γιατί οι άγιοι
είχαν στα εργαστήρια μεταφερθεί
ίσως γιατί κι ο φύλακας
είχε διακριτικά αποσυρθεί
κι έτσι κανείς δεν είναι για να μαρτυρήσει
γι’ αυτόν το γάμο τον αμφισβητούμενο
αν έγινε στ’ αλήθεια ή αν δεν έγινε
κι αν η ευλογία του Παντοκράτορα
ήταν αυθεντική. (σ.81/2018)
ΖΗΣΙΜΟΥ
ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ
Μνήμη
Κι οι γίγαντες ακόμα
πέφτουν
κι οι αστραφτεροί αστέρες στο στερέωμα
συντρίβονται σε μια στιγμή.
Χωρίς τελεία το μεγάλο ποίημα
τέλειωσε.
Άφησε το πλατύ ποτάμι
την κοίτη αδειανή.
Ποιός με τον ίδιο τρόπο θα κοιτάξει
ποιος με την ίδια κίνηση του νου
θα στοχαστεί
ποιος θα μετρήσει όπως εκείνος
ακριβώς
το βάρος κάθε λέξης
των ήχων το συνταίριασμα
να λάμψει
κι από τον ήλιο η φράση του
πιο λαμπερή…
Φωνές δε θα στραφούνε πίσω
γράμματα δε θα πάψουν
να κυλούνε
στο χαρτί
έστω για ενός λεπτού
συνειδητή σιγή
για μια συναίσθηση
αμυδρή
για ένα δάκρυ
για ένα Χαίρε
για όση σου άρμοζε
τιμή. (σ. 57/2018)
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΆ ΜΑΣ
Κάποιες φορές αφήνουμε τη σκιά μας
να τρέχει πίσω μας
κι άλλοτε την αφήνουμε να περιμένει
στην άκρη του δρόμου. (σ. 44/2018)
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ
Το βραδινό αεράκι μόλις φυσούσε
το κύμα την ακρογιαλιά γλυκοφιλούσε
και το φεγγάρι στο γιαλό μ’ ακολουθούσε
σαν φωτεινή μακρόσυρτη σκιά. (σ. 101/2018)
ΠΟΙΗΤΗΣ
Μνήμη δικαίου η μνήμη του ποιητή
πού βίωσε την ποίηση ως την παραφροσύνη
και δίχως φρόνηση-την κατά κόσμον-περιφρόνησε
τις ματαιότητες του κόσμου των φρονίμων.
(σ.103/2018)
ΑΝ
ΕΙΜΑΙ…
Αν είμαι ποιητής
δεν είμαι, φυσικά, γι’ αυτά που γράφω.
Τέτοια ο καθένας τώρα πιά
μπορεί να γράψη
σαν έχη λίγη υπομονή.
Αν είμαι ποιητής
είμαι για κείνα πού ποτές δεν έγραψα
για κείνα που ποτές ίσως δεν είπα
για κείνα πού αν τ’ άκουγες θα γέλαγες
κι αν τα ‘βλεπες θα μ’ έλεγες χαζό.
Για το μυρμήγκι, ας πούμε, πού δε σκότωσα
για το μικρό λουλούδι πού δεν έκοψα…
Για κάτι τέτοια τιποτένια ασήμαντα
είμαι-στ’ αλήθεια αν είμαι-ποιητής. (σ.
92/1961)
Η
ΣΚΕΨΗ ΣΟΥ
Τόσο πολύ η σκέψη σου
μου ‘γινε προσευχή
που οδηγήθηκα δι’ άλλης οδού
στο «αδιαλείπτως». (σ. 100/2018)
ΠΡΟΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ
Καταργείστε τις μεγάλες αίθουσες
τις απέραντες, παγωμένες αίθουσες
με τους ατέλειωτους υπεροπτικούς τοίχους.
Εκεί μέσα χανόμαστε
χάνει ο ένας τον άλλον
κι ο καθένας τον εαυτό του,
γινόμαστε τελίτσες, σημεία ασήμαντα
όπως μές στον ατέλειωτο
χάρτη του κόσμου.
Όμως μέσα στο σπίτι
θέλουμε ζεστασιά και θαλπωρή
θέλουμε μιά γωνίτσα στοργική
σα μητρική αγκαλιά.
Να μαζευτούμε
σά δαρμένα, κλαμένα παιδιά
να μερώσουμε.
Καταργείστε λοιπόν τις απέραντες
τίς παγωμένες αίθουσες.
Μικρά σπιτάκια
όσο μπορείτε πιό μικρά.
Όσο πού να χωράει
σα σε κλουβί να κελαηδή η καρδιά. (σ.25/1961)
ΤΟ
ΚΑΡΑΒΙ
Ένα θεόρατο καράβι
επήγαινε στεριά-στεριά.
Ήταν μεγάλο το καράβι
κι ήτανε τ’ άρμενα γερά,
σκαρί καλό, γεροδεμένο
κι εκείνο επήγαινε θλιμμένο
στεριά-στεριά…
Πέρα το κράζανε τα πλατιά
το γύρευαν οι ωκεανοί.
Της θάλασσας λευκόχαιτα άτια,
κυκλώνες, πάγοι μακρινοί,
το κράζαν να τους κατακτήση,
να τους οργώση, να νικήση,
να νοιώση πώς στ’ αλήθεια ζή!
Και το μεγάλο το καράβι
επήγαινε στεριά-στεριά…
Και το χαιρόντανε οι κάβοι,
αυτοί μονάχα, κι η αμμουδιά.
Κι αυτό θλιμμένο επροχωρούσε
κι έπνιγε εντός του, ως να μισούσε,
τον πόθο του για τα’ ανοιχτά.
Τά συμπονέσανε οι γλάροι
κι έδειχναν όλο στ’ ανοιχτά.
Και τα δελφίνια είπαν να πάρη
ρότα για υα βαθιά νερά.
Και κάναν δέηση ως κι οι κάβοι
για το μεγάλο το καράβι
που σπαταλιέται στα ρηχά… (σ. 54-55/1961)
ΤΡΙΛΟΓΙΑ
(β)
Κάποιες ώρες η ψυχή ξαστερώνει
κι ακούει από πέρα μηνύματα
των άστρων το κάλεσμα
των κυμάτων την άρμη
του φωτός τις παλίρροιες
των φτερών την ορμή.
Κάποιες ώρες
η ψυχή ξαστερώνει
κι η ψυχή λαχταρά
σαν πουλί. (σ. 32/1961)
Σημειώσεις
Το ποιητικό ανθολόγιο της ποιήτριας Καίτης Χιωτέλλη,
(5/10/1928-1/7/2020) που έφυγε από τον μάταιο και εχθρικό αυτόν κόσμο μας πριν
λίγες μέρες (Τετάρτη 1/7/2020) βλέπε σχετικό κείμενο στην ιστοσελίδα 5/7/2020, αντλείται
από τις δύο ποιητικές της συλλογές. Ποιήματά της, διάσπαρτα και κατά διαστήματα
συναντάμε σε διάφορα θρησκευτικά περιοδικά της εποχής της από τα μέσα του
προηγούμενου αιώνα, και σε ορισμένες ποιητικές σύγχρονες αμιγώς θρησκευτικές
ανθολογίες. Με το δεύτερο αυτό σημείωμα στην μνήμη της, δεν αποσκοπώ στο να
συγκρίνω την ποιητική της φωνή με αυτές γυναικών ή αντρών, θρησκευτικών ή
εκκλησιαστικών ποιητών, που το έργο τους βασίζεται κυρίως και πρωτίστως και
μοναδικά στην ορθόδοξη χριστιανική γραμματεία και παράδοση. (Ποιητικές μονάδες
που δηλώνουν την αμεσότητα της πίστης των ίδιων των ποιητών, το σύντομο ή το
διαρκές πέρασμά τους από τον ποιητικό χώρο της εκκλησιαστικής ποίησης. Ένα
διακριτικό ή φανερό φλερτ ελλήνων ποιητών και ποιητριών με τα πολιτιστικά
νάματα της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Πολιτιστικές και ιστορικές ροές
αναφοράς διάσπαρτες στο διάβα της ελληνικής διαδρομής του έθνους των ελλήνων
ανεξαρτήτως του βαθμών ή την αυθεντικότητα της υφής της πίστης των ίδιων των
ατόμων, δημιουργών, συγγραφέων, ποιητών. Ακόμα και μέσα στο πλούσιο και
ανθοφόρο πεδίο της Δημοτικής μας Ποίησης, ανώνυμης ποίησης, λαϊκής τροφοδότριας
του βίου και των εθίμων του λαού μας, παρά του ότι, η πλειονότητα των
Τραγουδιών αυτών, από τα Δημοτικά μας Τραγούδια, είναι μεταφυσικά και θρησκευτικά
και θεολογικά άστεγα, («Χορεύετε, χορεύετε τα νιάτα να χαρείτε…/ Τούτη γης που
την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε…») ένα άλλο εξίσου σημαντικό και μεγάλο
μέρος της Δημοτικής Ποίησης, υιοθετούν και χρησιμοποιούν θρησκευτικά μοτίβα και
εικόνες, σύμβολα και συμβολισμούς, μεταφορές θρησκευτικές και περιστατικά,
λέξεις και εκφράσεις που δηλώνουν την βαθειά πίστη των απλών ανθρώπων,
διαβάζουμε στίχους και τραγούδια πίστης και παρηγοριάς, πανηγυρικής διάθεσης ή
παραπόνων ζωής, ελπίδας και καταφυγής από το χριστιανικό ορθόδοξο σύμπαν της
μακραίωνης ελληνικής ιστορίας και παράδοσης. Τραγούδια που προέρχονται και
απεικονίζουν την χριστιανική δραματουργία και τα πρόσωπα του θείου δράματος. Φωτογραφίζουν
και μοιρολογούν σκηνές ιστορικές, θρησκευτικά επεισόδια, μυθικά στιγμιότυπα
ζυμωμένα μέσα στην αχλύ της θρησκευτικής δραματουργίας, θρύλων εξωπραγματικών
και γεγονότα ακατάληπτα στον κοινό καθημερινό νου, που προέρχονται και έχουν
σαν ιστορική βάση τους την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και τον κόσμο της σε
όλες τους τις υλικές και μεταφυσικές παραμέτρους και συνδηλώσεις έκφρασης βίου.
Τοιχογραφίες της Ποίησης και της Τέχνης που διατηρούν ζωντανό το φύραμα της
μνήμης ατομικής ή συλλογικής μέσα στο κοινωνικό σώμα. Ίσως γιατί δεν συμβαίνει
από μόνο του, στις παλαιές προ επιστημονικές αγροτικές κοινωνίες. Ο μαγευτικός
λειμώνας, ο κόσμος της λαϊκής παράδοσης, των θρησκευτικών τελετουργιών και
δρώμενων, αντικαθρέφτιζε τις μεταφυσικές, πνευματικές και της ζωής ανησυχίες
των ανθρώπων. Εκφράζει των εκείνων ζωές και ελπίδες. Όταν ακόμα οι άνθρωποι σαν
μονάδα και εν συνόλω, ακολουθούσαν τον της ζωής κύκλο της φύσης με ότι θετικό
και αρνητικό συνεπάγονταν αυτό. Ποιήματα και ποιητικές συνθέσεις, τραγούδια και
συλλογές, στίχοι και επιγραμματικές εκφράσεις, ελεγείες και τραγούδια της
τάβλας, θρήνοι και μοιρολόγια προερχόμενος όλος αυτός ο ανθοφόρος κόσμος της
ποίησης από τις πανάρχαιες ιστορικές πηγές αναφοράς της θρησκευτικής και
εκκλησιαστικής χριστιανικής δραματουργίας των βιωμάτων ζωής και παραμυθίας εκδηλώσεων
του ελληνικού λαού, σχεδόν, από πάντα. Και που κατά την αναγνωστική μου κρίση,
προέρχονται από μια θρησκευτική παράδοση που δεν είναι αμιγώς χριστιανική, της
δεύτερης φάσης της μεταφυσικής ιστορίας των Ελλήνων αλλά, εμπεριέχει και
συμπεριλαμβάνει και την πρώτη ιστορική της περίοδο που είναι η αρχαία
πολυθεϊστική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, τα μυστήριά της, τις τελετουργίες
της, τις εορταστικές τελετές της, τα ήθη και έθιμά της, τις απαγορεύσεις της
και την αδογμάτιστη ελπιδοφορία της. Έτσι όπως βιώνεται και ερμηνεύεται από την
πλειοψηφία των Ελλήνων. Το κοινωνικό σώμα αυτής της πατρίδας, το διαρκώς
εμπλουτιζόμενο πεδίο των μεταφυσικών αναγκών των ανθρώπων, της μορφοποίησης των
άρρητων αινιγματικών δυνάμεων, των οραματικών τους πιστεύω, των καταπραϋντικών
του βίου τους αναγκών. Ο των αρχαίων χρόνων θρησκευτικός πολυθεϊσμός των
αρχαίων ελλήνων διοχετεύτηκε μέσα στην ελληνική ιστορία άλλοτε με μικρότερους
και άλλοτε με σφοδρότερους αρνητικούς κραδασμούς, στο νέο βυζαντινό σύμπαν του
χριστιανικού μονοθεϊσμού και κοσμοείδωλό του που προέρχονταν από την προφητική
και μεταφυσική και των νόμων παράδοση του Ιουδαϊσμού, δημιουργώντας ένα πλέγμα
σχέσεων και συμβολισμών, ένα θρησκευτικό και εκκλησιαστικό κράμα, άλλοτε
γαλήνιο και άλλοτε φουρτουνιασμένο τροφοδοτώντας δημιουργικά και σχηματίζοντας
το πρόσωπο της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης. Να το επαναλάβουμε, Εικόνες
και Σύμβολα, συμβολισμοί και μυθικές απεικονίσεις, διδάγματα και παραδείγματα,
λογικές προσεγγίσεις και δεισιδαιμονικές ερμηνείες, προλήψεις και ιστορίες,
μιμήσεις και παραδείγματα πίστης και αγώνων, θυσιών, γραπτός και προφορικός ποιητικός
λόγος, θρησκευτικά δραματικά «σκετσάκια» παλαιές των ανθρώπων παραβολές και
συνθήκες, μαρτυρολόγια βίων αγίων και φρικτοί θάνατοι νεομαρτύρων, υπερήφανες
στάσεις προσωπικής θρησκευτικής αντίστασης απέναντι σε αλλόπιστους, όλα αυτά
και μύρια άλλα περνούν μέσα στον ποιητικό λόγο εμποτίζουν και πλουτίζουν τον
θρησκευτικό και εκκλησιαστικό λόγο και γραμματεία. Ποιήματα που εστιάζεται το
θεματικό τους ενδιαφέρον, η εικονοποιία τους στα κεντρικά, μα και περιφερειακά
πρόσωπα, γεγονότα και συμβάντα, τραγικές καταστάσεις της αγίας οικογένειας, σε
ατομικές επιλογές βίου και πίστης, μαρτυρίες. Ποιητικά μαρτυρολόγια
εμπιστοσύνης ζωής που δηλώνουν άμεσα ή έμμεσα, οικοδομούν και υποστυλώνουν την ορθόδοξη
χριστιανική παράδοση και τα εκκλησιαστικά γράμματα.Τα ιερά πρόσωπα της
ορθόδοξης χριστιανικής δραματουργίας γίνονται η πρώτη ύλη της Τέχνης, της
Ποίησης. Ο ποιητικός λόγος εκφράζει και
μορφοποιεί τις μεταφυσικές διδαχές και αγωνίες, τα οντολογικά ερωτήματα και
ανησυχίες, τους φόβους των ανθρώπων. Είναι η απτή οικεία πραγματικότητα ελπίδας
και εμπιστοσύνης των ανθρώπων σε ένα άγνωστο ακόμα για τους πολλούς, ακατανόητο,
αινιγματικό, αχαρτογράφητο στο σύνολό του σύμπαν. Τα βίαια ένστικτα του
ανθρώπινου ζώου, κάπως «μαλακώνουν», μέσα από τα ρουμάνια της Τέχνης και της
Παιδείας, του Θρησκευτικού φαινομένου. Όχι ότι εξαλείφονται εντελώς, όχι, κάπως
κοινωνικά χειραγωγούνται, ελέγχονται και ορισμένες φορές παράγουν μια
ειρηνοποιό κοινωνική ελπιδοφορία. Μια ανθρώπινη αλληλεγγύη, ένα κλίμα
συνύπαρξης μέσα στα σύνορα μιας κρατικής ή εθνικής οντότητας που κάτω από άλλες
ιστορικές παραμέτρους δυσκολεύονται να παράσχουν οι κατεστημένοι θεσμοί μιας
πολιτείας. Η Δικαιοσύνη, η Θρησκεία, η Εκκλησία, η Πολιτική, οι Ιδεολογίες, οι
Θεσμοί, διαμερισματοποιούν τις ανθρώπινες επιθυμίες και ανάγκες. Εμείς και οι
Άλλοι. Αντίθετα η Τέχνη και ίσως ιδιαίτερα ο Ποιητικός λόγος μάλλον κατορθώνει
μέσα από αργόσυρτους ρυθμούς να κατασιγάσει την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης
συνείδησης. Σίγουρα όχι πάντα και σε μεγάλο βαθμό, για τις μεγάλες μάζες,
πάντως παράσχει, μια υποφερτή προ των πυλών του θανάτου ηρεμία. («Ή η
ταπετσαρία θα φύγει από αυτό το δωμάτιο ή εγώ» έγραψε ένας μεγάλος ιρλανδός
εστέτ δημιουργός τον προηγούμενο αιώνα» Ο Όσκαρ Ουάιλντ).
Ακόμα και οι πλέον ακραιφνείς «άθεοι», οι δηλωμένοι
αγνωστικιστές ποιητές ή ποιήτριες, οικοδομούν με ποιητικό τρόπο ένα άλλο
θεολογικό σύστημα μέσα στο έργο τους. Ενώ ο Διονύσιος Σολωμός και ο Οδυσσέας
Ελύτης ψαλμωδούν την ορθόδοξη παράδοση μέσα από δρόμους μιας σύγχρονης
ποιητικής υμνογραφίας. Ο αλεξανδρινός ηδονιστής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης γράφει
ποιήματα αισθησιακής ομορφιάς για σχεδόν εφήβους χριστιανούς που πέθαναν νέοι.
Ο σκοτεινός και άθεος Νίκος Καρούζος, πλάθει ένα ποιητικό σύμπαν πλημμυρισμένο
από ιερό φως. Ο μελιστάλαχτος Ναπολέων Λαπαθιώτης, γράφει ποιητικές ικεσίες
στον Θεό ενώ ο υπαρξιακός λόγος της ποιήτριας Όλγας Βότσης πλημμυρίζει με
χαροποιό διάθεση το ποιητικό της σύμπαν. Από εδώ ο σπαρακτικός θρησκευτικός
λόγος του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη από εκεί οι θρησκευτικοί και «εκκλησιαστικοί»
αναβαθμοί της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Ο εξομολογητικός λόγος του ιερού
Αυγουστίνου έχει στραμμένο το βλέμμα του προς τους σπαρακτικούς τόνους και την
εκκλησιαστική χριστιανική δραματουργία του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ίσως
πλέον, στις ημέρες μας, να μην υπάρχει κόκκινη διαχωριστική γραμμή μεταξύ
χριστιανικού ποιητικού λόγου και της θύραθεν ποίησης. Ο Καζαντζακικός σπαραγμός
είναι κοινός στα χείλη των ανθρώπων, πέρα από δόγματα. Το ποιητικό υποκείμενο
είναι αυτό και μόνον αυτό που προσδιορίζει τουλάχιστον, την ποιητική συγγραφή,
και της συνείδησης και ψυχής του ίχνη. Οι ορθοτομούντες τον λόγο της ποιητικής αληθείας,-όπως
πιστεύουν και διαλαλούν- φοβάμαι ότι δεν γνωρίζουν ίσως ούτε τα της συνειδήσεώς
τους ψεύδη. Αυτά τα κατά συνθήκη ψεύδη όχι μόνο της κοινωνίας μα και της
θρησκείας, και μπορεί και της ίδιας της Ποίησης.
Τα
ποιήματα της Καίτης Χιωτέλλη προέρχονται από μια άλλη εποχή, μια άλλη
ατμόσφαιρα. Την ατμόσφαιρα της αθωότητας του μεσοπολέμου. Ένας ποιητικός λόγος
απλός παράλληλα και ουσιαστικός, εξομολογητικός αλλά όχι απορριπτικός,
νοσταλγικός μα και τρυφερός ταυτόχρονα. Ερωτηματικός στον πυρήνα του. Καθόλου
αποφατικός στην πίστη μάλλον διερευνητικός στην αποδοχή της. Παραδοσιακή φόρμα,
εσωτερική μουσικότητα, ομοιοκαταληξία αλλά και ψήγματα ελεύθερου στίχου, κάπως
χαλαρός στην δομή του. Ένας ποιητικός λόγος συναισθηματικός στα όριά του, που,
εκφράζει την δική της αλήθεια και εμπιστοσύνη στο χώρο της πίστης της. Στοχαστικός
κατά βάση, δεν χρειάζεται να καταφύγει σε επαναλήψεις αναφορών στα ιερά πρόσωπα
της ορθόδοξης πίστης της. Το σύνολο πλαίσιο και η ποιητική σκηνογραφία που μας
δίνει, αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την προσωπική της αλήθεια και την
ειλικρίνεια της ψυχής της.
Οι δύο
λοιπόν ποιητικές συλλογές της ποιήτριας Καίτης Χιωτέλλη είναι οι «ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ
ΔΡΟΜΟΙ» που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1961σε επιμέλεια των εκδόσεων «Δίφρος»
και η δεύτερη συλλογή της που κυκλοφόρησε 57 χρόνια αργότερα «ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ»
ποιήματα, από τις εκδόσεις «Εν Πλω, Ιούνιος 2018 σε επιμέλεια του Δημήτρη
Μαυρόπουλου. Στοιχειοθεσία και μορφοποίηση: Τυπογραφικό εργαστήρι «Δόμος».
Παραγωγή: Εκδόσεις «Εν Πλω», σελίδες 124, τιμή περίπου 10 ευρώ.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 10 Ιουλίου 2020
Με μια Ελλάδα βουτηγμένη μέσα στην απόγνωσή από τις εξακολουθητικές
δημόσιες κρατικές και δημοσιογραφικές απαγορεύσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου