Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Η ποιήτρια Μαρία Κούρση


          Η ποιήτρια Μαρία Κούρση

       Το σημείωμα αυτό, είναι το δεύτερο που καταθέτω στην μικρή αυτή ιστοσελίδα για την ποιήτρια Μαρία Κούρση. Προτίμησα να πράξω αντίστροφα αυτήν την φορά (πειραματίστηκα) δηλαδή, αντί να δημοσιεύσω πρώτα ένα ανθολόγιο ποιημάτων της, εργογραφία της και ενδεικτική βιβλιογραφία που είχα κατορθώσει να συγκεντρώσω, δημοσίευσα πρώτα τα κείμενα των βιβλιοκριτικών και βιβλιοπαρουσιάσεων για τις συλλογές από την αρχή της εμφάνισής της και μετέπειτα. Ο αναγνώστης με την αντιστροφή αυτή των πληροφοριακών δεδομένων, έχει μια σχετικά επαρκή εικόνα για την ποιητική της διαδρομή τις τελευταίες δεκαετίες. Ορισμένες από τις πρώτες- κυρίως- συλλογές της («Ποιήματα» 1981) έχουν εξαντληθεί εδώ και χρόνια και δεν υπάρχουν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Άλλες-για την ακρίβεια, η δίγλωσση («Το κρυφό πρόβατο» 2015)-κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου. Τα τελευταία χρόνια της ποιητικής της παραγωγής βλέπουμε την ποιήτρια να συμπληρώνει το κεντρικό ποιητικό της corpus με την συγγραφή μικρών, τρυφερών και παιχνιδιάρικων, σκαμπρόζικων παιδικών ποιημάτων για πολύ μικρές ηλικίες παιδιών. («Το λουλούδι που ήθελε να πετάξει». «Στο μπλε» 2017). Μικρές ποιητικές θαλασσινές εικόνες και σκετσάκια με πλασματάκια του βυθού της θάλασσας την Καλοκαιρινή περίοδο, που με τα ανάλογα πολύχρωμα σχέδια, έχουμε μια ποίηση για μικρούς μπόμπιρες. Την δημιουργία ενός φαντασμαγορικού περιβάλλοντος για τις παιδικές ψυχούλες που η εικόνα εντυπώνεται εντονότερα συνοδευόμενη από στιχάκια. Είναι ποιητικά παιχνιδίσματα τα οποία και με την ανάλογη εκδοτική τυπογραφική πρόταση συντροφεύουν τα μωρά στις παραλίες με τα κουβαδάκια τους.
      Τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, η παιδική ποίηση έχει αλλάξει και σαν φόρμα και σαν τυπογραφική-εκδοτική πρόταση.Η παλιά φρουρά των σημαντικών ποιητών που έγραφαν ποίηση για παιδιά-ιδιαίτερα για τα Αναγνωστικά των Σχολείων-,έχει παρέλθει. Αναφέρομαι στον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον Ιωάννη Πολέμη κ. ά. Οι νέες ποιητικές φωνές για παιδιά (βλέπε την περίπτωση της ποιήτριας Θέτις Χορτιάτη) ακολουθούν διαφορετικές οδούς και τεχνοτροπίες, προσαρμοσμένες στις νέες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, ιδιαίτερα σε αυτές που επικρατούν μετά την εισβολή της εικόνας των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αλλά και στον χώρο της ποίησης για τις μεγαλύτερες ηλικίες, συναντάμε από εκδοτικής απόψεως προτάσεις εξαιρετικές και καλλιτεχνικά πανέμορφες. Όπως είναι παραδείγματος χάριν ορισμένες συλλογές της ποιήτριας και ανθολόγου Ζωής Σαβίνα. Αυτά τα πανέμορφα ποιητικά κουφετάκια της, που είναι τόσο πρωτότυπα, όσο και το ποιητικό περιεχόμενό τους. 
     Πέρα από την κύρια εκδοτική ποιητική της παραγωγή, η Κούρση μέχρι σήμερα έχει 12 ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό της, έχει συμμετάσχει με ποιητικές της μονάδες και σε συλλογικά έργα (όχι κατ’ ανάγκη ποιητικής θεματικής). Πάγια συγγραφική τακτική της στις συμμετοχές αυτές είναι η συγγραφή ενός ποιήματος ή μιας μικρής ποιητικής σύνθεσης εν ήδη προλόγου ή εισαγωγής στον αντίστοιχο συμμετοχής τόμο.
     Στην δεύτερη αποδελτίωση και κατάθεση στοιχείων για το έργο της, συμπληρώνω τα βιβλιογραφικά κενά του πρώτου σημειώματος θεωρώντας πλεονασμό να μεταφέρω ξανά τα ίδια γνωστά στοιχεία που παράθεσα στο προηγούμενο. Όπου δεν κατόρθωσα να καλύψω τα κενά σε χρονολογίες, αριθμούς τευχών, σελίδων, τα αντέγραψα ως έχουν.Το ενδεικτικό μικρό ανθολόγιο ποιημάτων της που αντιγράφω, σίγουρα δεν είναι αντιπροσωπευτικό της ποιητικής της διαδρομής, σαράντα χρόνια ποιητικής διακριτικής παρουσίας. Ορισμένοι από τους τίτλους των συλλογών της έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους όχι μόνο στην εξέλιξη της περιπέτειας της ποιητικής της αλλά, και στην δημόσια στάση της σαν ποιήτρια. Βλέπε,(«Έμεινα μέσα» 2002, «Νομίζουν ότι λείπω» 2001, κλπ.). Μια ποιητική περιπέτεια και μια συνομιλία τόσο με την ίδια την ποίηση, τις χαρές και τις χάρες της, δες «Κουκκίδα Διαστάσεων» 1983, όσο και με έναν ποιητικό ιστό από άλλες συγγενικές της φωνές. Μια αθόρυβη και σταθερή παρουσία στην σύγχρονη ελληνική ποιητική γραμματεία, ποιητικών εμφανίσεων νεότερων ποιητριών μετά την εμβληματική κυριαρχία της Γενιάς του 1970. Η Μαρία Κούρση, είναι κατά πάσα πιθανότητα το ποιητικό μεταίχμιο της μεταβατικής αυτής ποιητικής περιόδου. Των ποιητικών νεότερων γενεών των δεκαετιών του 1980, 1990… που ολοκληρώνει και κλείνει τον κύκλο της η τρίτη μεταπολεμική γενιά ποιητών και ποιητριών. Ποιητικές φωνές που προέρχονται από τα μετά της κατοχής σχεδόν χρόνια, (εννοούμαι την ημερομηνία γέννησής τους) και που η ζωή και το έργο τους, η ποίηση της γενιάς του 1970, ζυμώθηκε μέσα στους δημοκρατικούς αγώνες των δεκαετιών 1960, 1970, και κυρίως, την αντιδικτατορική πάλη κατά την επτάχρονη χούντα (1967-1974) στην χώρα μας, (που πέφτοντας μας άφησε το ανοιχτό τραύμα της Κύπρου). Ποιητές και ποιήτριες που ο ποιητικός τους λόγος μπολιάστηκε συστηματικά από την Σεφερική παρουσία, ποιητική και δοκιμιακή παραγωγή. 
Η Γενιά του 1970, πληθυσμιακά τουλάχιστον, είναι η πολυπληθέστερη ομάδα ποιητών που διατήρησε στενές σχέσεις με τις προηγούμενες γενιές των ελλήνων ποιητών. Αργά και σταθερά, σιγαλά ή απότομα, οι αρμοί συγγενείας κόπηκαν από τις ελληνικές ποιητικές γενιές του προηγούμενου και προ-προηγούμενου αιώνα. Αιώνες πολεμοχαρείς και ρομαντικών πνευματικών διαθέσεων. Οι νεαρότεροι και νεαρότερες σε ηλικία ποιητές και ποιήτριες, ακολούθησαν διαφορετικούς ποιητικούς βηματισμούς, τεχνικές εξερεύνησης, χρήση λεξιλογίου, ύφους, τεχνοτροπίας, ασπάσθηκαν μια διαφορετική ποιητική τεχνολογία και πειραματίστηκαν σε πρωτόγνωρα πεδία αναφορών, συγγραφικών καταθέσεων και σύγχρονών τους διαβασμάτων, με συμπληρωματικούς οδηγούς σε ποιητές και ποιητικά ρεύματα και πέρα των ελληνικών πνευματικών συνόρων. Δες τις ποιητικές περιπτώσεις της Νανάς Ησαία, της Τζένης Μαστοράκη, της Μαρίας Κυρτζάκη, της Μαρίας Λαϊνά, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρούκ και άλλων ελληνίδων φωνών. Η φωνή της Μαρίας Κούρση φαίνεται ότι είναι από τις πρώτες, στην αρχή αυτής της αλλαγής. Στην αρχή της καινούργιας γέφυρας που στήνεται μεταξύ του παλαιού πολιτικού και της ιστορίας κόσμου και στην χαραυγή του αιώνα της πολυπολιτισμικότητας, των ανοιχτών συνόρων, των πάσης φύσεως και αιτίας δικαιωματιστών, της κυριαρχίας της οικονομίας έναντι της ιστορίας. Το άτομο και όποια ταυτότητα αυτό επιλέγει να φέρει πάνω του πρυτανεύει του γενικού συνόλου των πληθυσμών. Η κυρίαρχη εαυτότητα του ατόμου έναντι της συλλογικότητας του γενικού πληθυσμού. Οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις του μοντέρνου κόσμου μας που κυβερνούν στην εποχή μας, προσπαθούν να επουλώσουν τα τραύματα της ιστορίας και των ιδεολογιών του 20ου αιώνα και των απόνερων των πολεμικών τους επιχειρήσεων, ανοίγοντας, δυστυχώς, μια νέα οικονομική αμάχη με το γενικό σύνολο της κοινωνίας. Μια νέα τάφρο αντίξοων και επικίνδυνων για την ύπαρξη του ανθρώπου γεγονότων και καταστάσεων. Η αιωνιότητα έχει αντικατασταθεί από την στιγμιότητα-τωρινότητα της ύπαρξης.
     Αντέγραψα ορισμένα ποιήματα που με συγκίνησαν περισσότερο από το σύνολο των συλλογών της, χωρίς να αποκλείω άλλες της ποιητικές μονάδες που ολοκληρώνουν τον κύκλο των ποιητικών της ενδιαφερόντων και οι οποίες θα στήριζαν ανετότερα τις απόψεις και τις θέσεις μου στην προλογική αναφορά μου. Ποιήματα που διευρύνουν την γνωριμία με την παρουσία της και μας φανερώνουν την βεντάλια των θεματικών επιλογών της. Προτίμησα επίσης μα αντιγράψω ορισμένα ποιήματα που δηλώνουν τις εκλεκτικές της συγγένειες και εσωτερικές συνομιλίες της με ποιητές ή ποιητικές συνθέσεις ποιητών που είναι αφιερωμένα τα δικά της ποιήματα. Βλέπε πχ. Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Ρίτσος κ. ά. Οι αφιερώσεις σε ομοτέχνους της είναι αρκετές μέσα στο ποιητικό της σώμα. Βλέπε το ποίημα για τον Αντώνη Φωστιέρη, για τον Γ. Ξ. Στογιαννίδη που εισάγει πριν την ποιητική της κατάθεση στίχους του ποιητή κλπ. Ο περιορισμένος και πάλι χώρος στην ιστοσελίδα που όφειλα να λάβω υπόψη μου, καθοδήγησε τις επιλογές μου.
     Ξαναδιαβάζοντας συνολικά πλέον την ποίηση της Μαρίας Κούρση, διαπιστώνω και πάλι κάτι που είχα αναγνωρίσει και την πρώτη φορά που ασχολήθηκα με συλλογή της.Τα ποιήματά της διαθέτουν μια έντονη θεατρικότητα, είναι εμφανώς σκηνοθετημένα από πολλές πλευρές. Η θεατρική ατμόσφαιρα και εσωτερική τεχνική των ποιητικών της συνθέσεων είναι ευδιάκριτη και στηρίζεται σε υποστυλώματα από τον χώρο της θεατρικής τέχνης. Κυριότερο παράδειγμα είναι η ποιητική της σύνθεση «Το Δωμάτιο των Ξένων» 1993. Αν στην συλλογή της «Κουκκίδα Διαστάσεων» αναγνωρίζουμε την αρμονική σύμπλευση των απόψεών της για το τι είναι ποίηση και πως λειτουργεί ο ποιητικός λόγος με την παράλληλη ανάδειξη των εσωτερικών ερωτικών της αισθημάτων, στο «Δωμάτιο των Ξένων» έχουμε μια καθαρά θεατρόμορφη ή μάλλον θεατρική σύνθεση με ποιητικό τρόπο. Κάτι που σου δίνει την δυνατότητα να υποστηρίξεις πως μιας τέτοιας υφής και κλίματος ποίηση, θεατρικά δομημένη, μπορεί να παρασταθεί σκηνικά στο σανίδι, σαν μικρά ποιητικά σκετσάκια. Ποιητικά στιγμιότυπα που δεν μειώνεται ούτε η ποιητική τους υφή, ούτε η ποιητική τους λειτουργικότητα, ούτε λανθάνει (θολώνει) η ποιητική σύλληψη από τον θεατρικό σκηνικό λόγο που έχει η γραφή της. Τα ποιήματα στηρίζονται σε εσωτερικούς της δομής τους μηχανισμούς και της φόρμας που χρησιμοποιεί η ποιήτρια σε μια επανερχόμενη κατά τακτά διαστήματα στο έργο της δομή και ατμόσφαιρα σκηνικής παρουσίασης που αναδεικνύεται η θεατρικότητα των ποιητικών πυρήνων του ποιητικού λόγου που δεν μένει περιχαρακωμένος στην ποιητική του εαυτότητα αλλά αναζητεί να απλωθεί και σε άλλες όμορες τέχνες. Η χρονική εξέλιξη του ποιήματος όπως την διαχειρίζεται η Κούρση, ενέχει μέσα της κανόνες του θεατρικού χρόνου, αν δεν κάνω λάθος, και μάλιστα του χρόνου των θεατρικών μονόπρακτων. Με τα «θεατρικά κλειδιά» της ποίησής της (χωρίς κατ’ ανάγκη να υιοθετεί ένα θεατρικό λεξιλόγιο, ή θεατρικά μοτίβα) επιδιώκει να μας γνωστοποιήσει το ανάλογο θεατρικό ή θεατρόμορφο ποιητικό της πρόσωπο, να μας μιλήσει για προσωπικές της περιπέτειες, οικογενειακές καταστάσεις, τις περίπλοκες σχέσεις ερωτικής εξουσίας ή συναισθηματικής επιβολής μεταξύ των δύο φύλων, με μικρά ποιητικά σκετς.  Μικρά στιγμιότυπα τα οποία δηλώνονται και από τους κεντρικούς τίτλους των ποιημάτων της. Είναι σαν να έχουμε μπροστά μας μια θεατρική σκηνή που πάνω της διαδραματίστηκαν ή διαδραματίζονται μέσω της ανάκλησής τους από την μνήμη λιλιπούτειοι θεατρικοί εσωτερικοί μονόλογοι της ζωής της. Σπαραγματικές, ολοκληρωμένες ή αποσπασματικές εικόνες βίου και ονείρων, βιωμάτων και στοχασμών, σκέψεων και ψευδαισθήσεων, ορισμένες φορές και ιδεών της, που έχουν συντελεστεί όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν της ερωτικής ζωής της ποιήτριας πάνω σε μια θεατρική σκηνή. Ή τον σχολιασμούς τους από τις κουίντες. Ας φέρουμε στον νου μας, αν ευσταθούν οι κρίσεις αυτές, το μονόπρακτο «Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτώ. Μπορεί να ερμηνεύω λάθος ίσως όμως και όχι. Αυτή η θεατρική τεχνογνωσία που μπολιάζει τον ποιητικό σύγχρονο ελληνικό λόγο δεν είναι κάτι καινούργιο στην μοντέρνα ποίηση. Και άλλες ελληνίδες ποιήτριες έχουν πειραματισθεί ή ακολουθήσει στην διαδρομή τους παρόμοιες φόρμες έκφρασης. Από μνήμης μου έρχεται η φωνή της Ματίνας Μόσχοβης γνωστής ποιήτριας από τον πειραιά. Οι ποιητικές καταθέσεις της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά και ορισμένων άλλων. Που αν τις δούμε στο σύνολο των χρονικών τους εμφανίσεων διαφέρουν από τις παλαιότερες ελληνίδες ποιήτριες που ξεχώριζαν τους δύο αυτούς τομείς. Βλέπε ενδεικτικά την θεσσαλονικιά ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, την Γαλάτεια Καζαντζάκη, την Δώρα Μοάτσου Βάρναλη, την Γεωργία Δεληγιάννη Αναστασιάδη και πολλών άλλων γυναικείων φωνών του περασμένου αιώνα που πάτησαν τόσο στην βάρκα της ποίησης όσο και του θεάτρου ξεχωριστά. Αυτή η σκηνοθετικών προδιαγραφών ποιητικότητα της Κούρση είναι που μου άρεσε εξαρχής στο έργο της ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος του που εμφανής.  Ένας μοντέρνος ποιητικός θεατρόμορφος στην έκφρασή του λόγος που δεν προέρχεται από την βρυσομάνα αρχαία τραγωδία και παράδοση, δεν είναι σύγχρονές αρχαιόθεμες αναπαραστάσεις και εικόνες, ισχυρά μέσα στον χρόνο θεατρικά σύμβολα και μεγέθη θεατρικά, που εκπέμπουν ακόμα αιώνια μηνύματα υπαρξιακών αγωνιών και ερωτημάτων, καταγράφουν κοινωνικά συμβάντα και αντιλήψεις ζωής μέσω της ποίησης που συνέβησαν στην βασιλική οικογένεια των Ατρειδών παραδείγματος χάριν, αλλά είναι εικόνες, στιγμιότυπα, στιγμές, εσωτερικές καταστάσεις, αμαυρωμένα συναισθήματα, αισθήσεις μέσα σε ομίχλες νοσταλγίας, μυρωδιές σωμάτων, ηδονικές αναμνήσεις και μνήμες προδοσίας, θλίψεων καταστάσεις, ερωτικής ευωχίας και σωμάτων πληγές, σωματικά μέλη, αναπολήσεις ιδιαίτερων στιγμών της ποιήτριας, στοχασμοί και εκ των υστέρων ενδοσκοπήσεις από ζεύγη σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα. Αντρών και γυναικών που ήρθαν σε κοινωνία έρωτος, προσώπων της εποχής μας. Μιας καθημερινότητας πεζής και χλιαρών αισθήσεων μέσα στο πλέγμα των ηδονικών συνευρέσεων.  Προσεγγίσεις σωμάτων που οδηγούνται σε αισθήσεις χλωμές, επαφές των δύο φύλων που συναντάμε συχνότερα πλέον δίπλα μας, στην γειτονιά μας, στον οίκο μας. Εμπειρίες παρελθόντων αισθήσεων που διοχετεύονται με γαλήνιο ύφος και γλωσσική ηρεμία μέσα σε στίχους μικρούς, σχεδόν αποφθεγματικούς, ελλειπτικούς, στίχοι που οδηγούνται στην αφαίρεση περισσότερο παρά στην στιχουργική πλήρωση ή ολοκλήρωση. Θραύσματα ζωής και έρωτος θραύσματα στίχων και ποιημάτων. Σύγχρονα αδιέξοδα σχέσεων που μάλλον οι στίχοι των ελληνικών τραγουδιών εκφράζουν εντονότερα και ισχυρότερα από τους στίχους των ποιητών, όπως δηλώνουν οι σημερινές επιλογές των ελλήνων και ελληνίδων.
      Το βλέμμα της ατόφιο, γυναικείο, εστιάζει το ενδιαφέρον της στην τραγωδία του έρωτα, τα δραματικά του επακόλουθα, στην έλλειψη κατανόησης του Άλλου, των χασμάτων της συντροφικότητας μεταξύ του ζευγαριού, στην τυφλή ή οικειοθελή παραίτηση στα αντρικά θέλω του Άλλου, στις διαψευσμένες μέσα στον χρόνο της σχέσης τους προσδοκίες και ελπίδες. Ο άλλος, το αντρικό ερωτικό είδωλο είναι διαρκώς παρών μέσα από την νοσταλγική ματιά της, ακόμα και στις αρνητικές αναφορές της, μπορεί και κυρίως από αυτές. Οι καταστάσεις αυτές ή η ατμόσφαιρά τους, μας δίνονται όχι κάτω από το πρίσμα και τις εκδοχές που μας έχουν παραδοθεί στο διάβα του χρόνου από τον αρχαίο τραγικό ποιητικό λόγο, τα θηλυκά ή αντρικά του πανανθρώπινα αρχαία σύμβολα, τα ερωτικά πάθη και μίση, φιλοδοξίες κοινότυπες, εκδοχές ερωτικών σχέσεων Θεών και Ανθρώπων μιας άλλης εποχής και κοινωνίας μέσα στο ρου της ιστορίας, αλλά, μέσα από τον φακό της εποχής των χρόνων ζωής της ποιήτριας-γυναίκας. Όπου η σημαίνουσα παρουσία της συναντά την σημαίνουσα απουσία του άντρα συντρόφου-εραστή, πάνω στο επαναλαμβανόμενο ποιητικό καμβά που στήνεται στο θεατρικό σανίδι των σχέσεων και της ζωής. Και αυτή κατά την μικρή μου κρίση είναι η ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα της ποιητικής γραφής της Μαρίας Κούρση. Δεν έχουμε μια γυναικεία ψυχογραφία γενικόλογη, σπαραγματικών εξομολογήσεων μέσω της ποίησης, παλαιών ερωτικών ερειπίων και άδοξων προσδοκιών αγάπης, σχέσεις που απέτυχαν-τόσο κοινές και επαναλαμβανόμενες στον ανθρώπινο χρόνο- σε ένα σύγχρονο πεδίο ανταγωνισμών, κατεστραμμένων των ζευγαριών ονείρων, γυναικείων οραμάτων της πιστότητας και ειλικρίνειας των ερωτικών στιγμών, που η Μαρία Κούρση με την ποιητική της ιδιότητα περπατά ανάμεσά τους, μεταφέροντας τις αποκλειστικά ατομικές και βιωματικές της εμπειρίες, ενώ παράλληλα τις επαληθεύει ποιητικά. Ο λόγος της φαίνεται περισσότερο να δηλώνει την εκ των υστέρων περιδιάβαση στα ερείπια αυτά παρά να αποκρύπτει στην εξομολογητική του πρόθεση την αλήθεια της. Μόνο που η ποιήτρια Μαρία Κούρση δεν εικονογραφεί έναν οικογενειακό αρχοντικό οίκο μέσα στην ποίησή της και τα διάσπαρτα σημαίνοντα μέλη του, αλλά μια κατακερματισμένη ερημοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων της εποχής μας. Των ανολοκλήρωτων πόθων και ερωτικών αποτυχιών στην διάρκειά τους. Των χασμάτων προσέγγισης των ζευγαριών των σύγχρονων κοινωνιών και επαφών που δεν βασίζονται στην αμοιβαιότητα και εμπιστοσύνη, στην αλληλοκατανόηση και ειλικρίνεια. Αλλά περισσότερο μάλλον σε ένα εσκεμμένο κρυφό παιχνίδι αλληλοαπορρίψεων, ή αμοιβαίων αρνήσεων εγωτικών προθέσεων. Του άντρα και της γυναίκας σαν υποκείμενα διαλυμένων προθεσιακών τους επιλογών, άδηλων και φανερών στοιχείων διάλυσης της εμπιστοσύνης, σχέσεων όχι κατ’ ανάγκη επιφανειακών, που οδηγούν το όλο εγχείρημα της κοινωνικής προσέγγισης του ζευγαριού σε αποτυχία. Χωρίς να  παραβλέπουμε το θερμό ηδονικό αποτέλεσμα της διαψευσμένης αυτής σχέσης, που είναι ο καρπός της κοιλίας, σαν συνέχεια του εσωτερικού γυναικείου σπαραγμού. Ο αναγνώστης αυτής της σύγχρονης γυναικείας ελληνικής ποίησης, παρατηρεί εκ του μακρόθεν και μετά την παρέλευση αρκετών δεκαετιών, τις περιγραφόμενες καταστάσεις, κατανοεί ότι σίγουρα δεν μπορεί να εμπλακεί συμπληρωματικά στην θεατρική αυτή ποιητική περιπέτεια, μιας θηλυκής φωνής που αναμένει την δικαίωσή της μέσω της ποιητικής γραφής. Μέσα από ένα βαθύ υπόστρωμα ευαισθησίας και λυρισμού που απλώνεται στα ποιήματά της. Οι ποιητικές εκ των υστέρων καταθέσεις του ποιητικού κόσμου παραγωγής της Μαρίας Κούρση, μπορεί να επικροτηθούν ή να αμφισβητηθούν, δεν μπορούν όμως να αγνοηθούν. Κανείς πέρα από το ίδιο το ζευγάρι δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα την διαμόρφωση των ποιητικών-θεατρικών «σεναρίων» της συγγραφικής της αλήθειας, στον μετέπειτα χρόνο. Την ανάγνωση του ορίζοντα επαλήθευσης ή διάψευσης των σχέσεων έτσι όπως μας την εξιστορεί η γυναικεία της γραφίδα. Η πτώση ή η ανάδειξη αυστηρά προσωπικών γεγονότων και ιδιαίτερα αυτά που έχουν να κάνουν με τα σημάδια του έρωτα ή τα μελανώματα της αγάπης μεταξύ δύο υπάρξεων, στην δεδομένη περίπτωση ενός άντρα και μιας γυναίκας, ενέχει ένα ριψοκίνδυνο πλησίασμα, μάλλον μη ελεγχόμενης ισορροπίας αφήγησης. Θέλω να πω ότι η αντρική παρουσία μέσα στα ποιήματα της Κούρση μας δίνεται μόνο από την δική της ματιά. Το δικό της ποιητικό βλέμμα πλησιάσματος. Την θρυμματισμένη θηλυκή συνείδηση, την πληγωμένη γυναικεία υπερηφάνεια, τον αυτοελεγχόμενο «εγωισμό» της σαν ασπίδα άμυνας, την νοσταλγική της περιπλάνηση, την στοχαστικότητα πάνω σε μέλη αισθήσεων, συγκινήσεων και σωματικών στιγμών και εικόνων. Ο Άλλος, ο έτερος παλαιός σύντροφος, υπάρχει στον βαθμό της αλήθειας της δικής της σκιαγράφησης. Το πρόσωπό του και οι χαρακτηριστικές στιγμές του μας δίνονται κάτω από το συννεφιασμένο πρίσμα της δικής της ματιάς, που είναι σχεδόν πάντα υγρή. Οι κατακόμβες των συναισθημάτων μέσα στις οποίες μας προτείνει η ποιήτρια να περιπλανηθούμε, φωτίζονται αποκλειστικά και μόνο από γυναικείους προβολείς που μας ορίζουν και τις ανάλογες σκιές αποδοχής πάνω στους τοίχους. Από την θηλυκή «παγίδα» δικαίωσης του ύστερου ποιητικού χρόνου, μπορεί και του βίου της. Αυτό όμως όταν συμβαίνει, μάλλον μονότροπα, είναι συνήθως αν δεν λαθεύω κομμάτι παρακινδυνευμένο, ή ενδέχεται να οδηγήσει σε αναμενόμενες παρερμηνείες αποδοχής μια και την ιστορία την γράφουν στην πλειονότητά τους οι νικητές, οι κερδισμένοι, είτε σε συλλογικό είτε σε ατομικό επίπεδο. Θέλω να πω με αυτά, ότι όταν μια γυναίκα συγγραφέας ή ένας άντρας αντίστοιχα, μας εξιστορεί την οπτική κάτω από την οποία μας εικονογραφεί εκ των υστέρων το «αντικείμενο του διακαούς πόθου του» ενέχει τον εξής κίνδυνο. Συνηθέστερα από κοινωνική παράδοση ή από φόβου μεταφερόμενη εμπειρία, οι άντρες και οι γυναίκες που υπήρξαν σφόδρα ερωτευμένοι, υφαίνουν έναν ιστό προστασίας των δικών τους συναισθημάτων και προθέσεων, μόνο που ορισμένες φορές ο ιστός αυτός μετατρέπεται σε σχοινί και σφίγγει περισσότερο από όσο πρέπει την εκ των υστέρων αποτίμηση της παλαιάς σχέσης. Μπορεί να λαθεύω στις εκτιμήσεις μου, σίγουρα πάντως η ατομική του έρωτος περιπέτεια του καθενός μας και της κάθε μίας, μας δηλώνει φανερά και έμπρακτα ότι οι σχέσεις χάνονται, διαλύονται από τις καλές προθέσεις αμφοτέρων των μερών. Χωρίς να προβώ σε περαιτέρω σχολιασμό.
    Η ερωτική πλήρωση ή η αντίστοιχη πτώση-αποτυχία αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του ποιητικού της έργου, δίχως φυσικά να απουσιάζουν και άλλες θεματικές εικόνες της παράπλευρης της πυρηνικής ερωτικής απώλειας καθημερινότητάς, των οικείων της προσώπων, του γιού της, μελών της οικογενειακής της εστίας. Φετίχ αν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε της ποίησης της είναι τα μαλλιά. Τα μαλλιά και ως σύμβολο (μια διαρκής ρέουσα κατάσταση φουρτουνιασμένη ή γαλήνια) της ατομικής της περιπέτειας και ορισμένες φορές ως κεντρική εικόνα για να εκτεθεί η χτενισμένη άποψή της, για το τι σημαίνει για την ίδια Ποίηση και ποιος ο ρόλος της. Να μας δώσει την θέση της σαν δημιουργός στο πως βλέπει και αντιμετωπίζει τον ποιητικό λόγο παρά του ότι η ίδια περπατά πάνω συνήθως στα ερείπιά του. Και ανακαλύπτοντας λεκτικές της ποίησης ρωγμές φανερώνει και εκείνες της ψυχής της.
      Διαβάζοντας συνολικά το ποιητικό της έργο, αισθάνεσαι ότι έχεις να κάνεις με μια γυναικεία ποιητική φωνή των ημερών μας που εκθέτει με σιγουριά την δική της γυναικεία ταυτότητα. Η ποιητική της είναι θηλυκή, το κλίμα της επίσης. Ενδεικτικό στο έργο της είναι οι επαναλαμβανόμενες αφιερώσεις βιβλίων της ή ποιημάτων της σε στενά συγγενικά της άτομα. Οι πολλαπλές αφιερώσεις ποιητικών μονάδων ή βιβλίων σε συγγενικά πρόσωπα, σαν ένδειξη αγάπης και τρυφερότητας μπορεί μάλλον και να αποπροσανατολίζουν το εύρος των περιπτωσιολογικών της καταθέσεων. Γνωρίζουμε ότι μέσα στην ελληνική αλλά και την παγκόσμια γραμματεία αποτελεί φιλολογική παράδοση η αφιέρωση σε ένα συγγενικό μας πρόσωπο, ενός ποιήματος, ενός διηγήματος, μιας νουβέλας, ενός μυθιστορήματος ή βιβλίου, η υπερβολική όμως έκθεση στο ίδιο πρόσωπο πολλαπλών αφιερώσεων εγκυμονεί κινδύνους κωδικοποίησης μιας συνομιλίας-επικοινωνίας μαζί του, που δεν κατορθώθηκε να επιτευχθεί. Μια επιθυμία εξιλέωσης στο άτομό του μέσω της όχι και τόσο αθώας «πανουργίας» της ποιητικής γραφής, που ικανοποιεί όλους μας συνήθως.
     Αβίαστα θα  αναγνωρίζαμε ότι την ποίησή της διακρίνει μια μεθυστική γοητεία, νιώθουμε την γυναικεία ευαισθησία της να απλώνεται μέσα στον ποιητικό λόγο και να τον πλημμυρίζει. Μια τρυφερότητα που ίσως και να υπερβαίνει τον ποιητικό χρόνο. Παράλληλα μια υγρασία θλίψης, βουβού πόνου πινελιές που αρνούνται ευτυχώς, να μετατραπούν σε μια θηλυκή αλγολαγνεία, κάτι συνηθισμένο στην γυναικεία γραφή του προηγούμενου αιώνα. Σε μια ελαφρών «ηθών» ασθηματοτογραφία, που βρίθει ο γυναικείος ελληνικός λόγος των προηγούμενων αιώνων. Τα στιχάκια των μικρών ημερολογίων στον τοίχο. Ο βασανισμός της διάθεσή της πάνω στην λευκή σελίδα δεν σκοτεινιάζει την ποιητική της επιλεγμένη πρόθεση, αντίθετα ενσωματώνει ομαλά μέσα της μεγάλο φορτίο των αδιεξόδων του ποιητικού υποκειμένου. Η αλλοτρίωση της σχέσης ή ελάχιστες φορές ο «εκφυλισμός της» περιορίζεται στην εξομολογητική νοσταλγική αποτύπωση και μας μεταφέρεται σε δόσεις στο ποιητικό σκηνικό, έτσι ο λόγος της δεν γονατίζει, δεν χάνει το ειδικό βάρος της γοητείας του. Ευτυχώς η Μαρία Κούρση στην ποιητική της διαδρομή δεν υποκύπτει στον πειρασμό της μεγάλης πνοής ποιημάτων, υιοθετεί την μικρή φόρμα, την ελεγχόμενη αποσπασματικότητα, ακόμα και στην εκφραστική της τυπολογία. Τρέφεται από τα φρέσκα ακόμα «ψίχουλα» των λέξεων, ή ίσως και να προέρχεται από αυτά. Αγναντεύει έστω και μέσα από λανθάνουσες ατομικές της προθέσεις το μέλλον με αισιοδοξία χωρίς ανεμοστρόβιλους αποκλεισμού από νέες της ζωής εμπειρίες.
Χειραφετημένη και συνεσταλμένη η γραφή της είναι από τις αντιπροσωπευτικότερες της γενιάς της. Εκπέμπει έναν μαγνητισμό που θέλω να πιστεύω, ότι ξεφεύγει από τα στενά όρια ενός υγρού των γυναικείων συναισθημάτων και ευαισθησίας δωματίου.     
 Να προσθέσουμε ακόμα ότι συμμετείχε στους εξής τόμους:
-Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 2012. Επιμέλεια: Κώστας Καναβούρης, Γιώργος Μπλάνας, Υπεύθυνος σειράς Ντίνος Σιώτης, Κοινωνία των (δε)κάτων- Αθήνα 2013, σ.80, τιμή 9 ευρώ. (Δεκέμβριος 2012).
(Αναγνωρίζουμε την ποιητή φωνή 62 σύγχρονων ποιητών και ποιητριών. Η Μ. Κούρση συμμετέχει με το άτιτλο ποίημά συλλογής της, σελ. 41
Είναι η Ελένη και ο ταξιδευτής
Κανείς δεν λέει ό,τι θέλει.
Ούτε η ποίηση, Γι’ αυτό.
Μιλάει πολύ αυτός που απολογείται

Στην πρώτη σκηνή ανεβαίνει
Ζητιάνα παραμυθιών
Ζωγραφίζει αργά
Ζωγραφίζει τη λέξη ζωγραφίζω
Με φόντο τα όμικρον του χρόνου
Πού δεν μεταφράζονται
Λέει ότι είναι κήπος, Γαβριηλίδης
-Ημερολόγιο 2020. 1821. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. ΜΕ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ, Εταιρεία Συγγραφέων- Πατάκη 2019. Το Ημερολόγιο 2020 της Εταιρείας Συγγραφέων δημιουργήθηκε με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο της ευρύτερης υποστήριξής του προς την Εταιρεία. Τιμή 12.90 ευρώ.
Δημοσιεύονται ποιήματα και κείμενα που αναφέρονται στον Αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας του 1821. Κατά αλφαβητική σειρά των Μελών της Ε. Σ. Η Μαρία Κούρση συμμετέχει με το ποίημα:
Στου χρόνου τα χρώματα
Στα χρώματα
Με το κεφάλι κάτω
κεφάλι γωνία
έλεγε ο γιατρός είναι
πάθηση
σε μια κίνηση το κεφάλι ψηλά
στον ουρανό θα σπάσει

Κάτω πιο κάτω λοιπόν
στον δρόμο
σκληρής ηλικίας
μυτερά χαλίκια ξεγελούσαν
σεμνά ανόητα παπούτσια

Με το κεφάλι κάτω
εκεί που καταλήγει η βροχή
χαμηλωμένο στον δρόμο
κάτω από τον δρόμο
στη μέση του δρόμου
              το κεφάλι
μην κοιτάς πίσω σου
αδιάφορα βάδιζε
έρχεται ο δρόμος σε αγγίζει
σε παίρνει σε πάει

Με το κεφάλι κάτω
απλωμένα κόπρανα
διπλωμένα λουλούδια
πληρωμένα
φτυαρίζονται μαζί σου

Ψάξε  ψάξε
δεν θα βρεις το δαχτυλίδι
Πάτησα
Λείπει το δάχτυλο

Με το κεφάλι κάτω
ήξερα ότι είσαι εκεί
όμως πια δεν σε έβλεπα
ήταν πάνω μου βαρύς ο δρόμος
εκτός σχεδίου διαφυγής

Νοσταλγώ το τραγούδι του μπλε
του άσπρου του κόκκινου
στου ποταμού την άκρη

Χαμηλοβλεπούσα χαμηλοθωρούσα
και άλλα ωραία άσχετα

Στον χρόνο

Στων παπουτσιών τις μύτες
τον μακρινό ορίζοντα
σιγά σιγά κοιτάζω

Η ηλικία σου δεν είναι ιάσιμη
λέει ο γιατρός με εξετάσεις
              αναξιόπιστες
και πληρωμή ακριβή

Κι εγώ που νόμιζα   Να μη νομίζεις
Ντύσου    Δεν ντύνομαι
Να προσέχεις    Δεν προσέχω
Περαστικά     Δεν είναι

Με το κεφάλι ψηλά
με παίρνει το ποτάμι
μπαίνω στον ποταμό         
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
-Θανάσης Νάκας, εισήγηση: «Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΙΔΙΟΠΡΟΣΩΠΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΡΣΗ», σ. 121-131. Στον τόμο Ποιητές της νεότερης γενιάς,  εκδ. Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου.-Αθήνα 1992., σελίδες 178.
-Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, Μοναχικές Αναγνώσεις, εκδ. Βιβλιογονία-Αθήνα 1993, σ. 92-103. «Το ιδιωτικό όραμα στην ποίηση» (5. Πιστό Αντίγραφο με μαλλιά).
-Δημήτρης Βαρδουλάκης, εφ. Εξόρμηση, Κυριακή 1/5/1994, σ. 32. Στη χώρα των ποιητών. ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ: Το ζήτημα είναι να γράφεις καλά.
-Κώστας Βούλγαρης, περ. Ο Πολίτης τχ. 97/2, 2002, σ.44-46. Για την ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ
-Κώστας Βούλγαρης, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 27/10/2002, σ. 1-2. Μια ποιήτρια του καιρού μας. βιβ/κη «Έμεινα μέσα», εκδ. Καστανιώτη 2002.
-Κώστας Γ. (ουλιάμος), περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 3/3, 1982, σ. 25 βιβλ/κη «Ποιήματα 1981»
-Ανθούλα Δανιήλ, περ. Γράμματα και Τέχνες τχ. 52/9,10,1987, σ. 44, βιβλ/κη (Πιστό αντίγραφο…)
-Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη- Αθήνα 2007, σ. 1151 λήμμα.
-Γιώργος Χ. Θεοχάρης, ΞΕΝΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ ΤΡΥΓΟΣ. Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων, εκδ. Γαβριηλίδης- Αθήνα 2014, σ. 165. Το ποίημα «[ΑΤΙΤΛΟ]»
-Βασίλης Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη 22/6/2001, «Νομίζουν ότι λείπω»
-Βαγγέλης Κάσσος, ΑΣΦΥΞΙΑ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ,  εκδ. Νέα Σύνορα- Α. Α. Λιβάνη-Αθήνα 1989, σ. 80.
-Ηλίας Κεφαλάς, περ. Τομές τχ.;;; βιβ/κη, σ. 181, «Πιστό αντίγραφο με μαλλιά», εκδ. Νέα Σύνορα
-Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης (1708-1989), εκδ. Εστία-Αθήνα 1995. Τα ποιήματα: «Γέννα» (324). «Άηχο» (324). «Ερωτικό» (324). «Σκίτσο» (325).
-Φώντας Κονδύλης, εφ. Η Πρώτη 25/5/1987. Μετά ποιητικά τοπία 2.
-Γιάννης Κουβαράς, περ. Ομπρέλα, γράμματα τέχνες και πολιτισμός./ 6 χρόνια διπλό τεύχος 32-33/11, 1987, σ. 50. Το ίδιο και στον τόμο Επί πτερύγων βιβλίων, Κριτικά σχεδιάσματα 1987-1994 τόμος Α΄, εκδ. Σοκόλη- Αθήνα 1995, σ. 230-231. Βιβλ/κη  (Πιστό αντίγραφο με μαλλιά)
-Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Ελευθεροτυπία ;;; βιβ/κη «Πιστό αντίγραφο με μαλλιά»
-Ηλίας Λάγιος, περ. Νέα Εστία, έτος 76, τόμος 151, τχ. 1744/4, 2002, σ. 773-774, «Φωνές από πολλούς καιρούς». βιβ/κη («Νομίζουν ότι λείπω»)
-Γιώργος Ματζουράνης, εφ. Η Αυγή 2/8/2001, Βιβλία με ποίηση. (σχολιάζονται οι εξής ποιητικές συλλογές: Σπύρος Κατσίμης, «Η παλαιά διαδρομή», εκδ. Γαβριηλίδης 2001. Μαρία Κούρση, «Νομίζουν ότι λείπω», εκδ. Καστανιώτη 2000. Δήμητρα Παυλάκου, «Επίδομα ερημίας», εκδ. Αρμός 2000).
-Γιώργος Μπαλούρδος, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 26/7/2009, σ. 24. Μαρία Κούρση: μια ποιήτρια της εποχής μας. Μια σύγχρονη γυναικεία γραφή. Βιβ/κη «Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας», εκδ. Γαβριηλίδης.
-Φαίδρα Ζαμπαθά- Παγουλάτου, εφ. Ο Ριζοσπάστης, Πέμπτη 20/12/2001, σ. 30. Βιβ/κη «Νομίζουν ότι λείπω»
-Χ. Π., περ. Διαβάζω τχ. ;;; βιβ/κη σ. 75, «Πιστό αντίγραφο με μαλλιά»
-Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία ;;; βιβ/κη «Ποιήματα»
- εφ. Έθνος ;;; Μαρία Κούρση: «Δηλώνω έκτακτη ανάγκη», «Κουκίδα διαστάσεων» ποιήματα της Μαρίας Κούρση, εκδ. Πορεία.
-ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ. Ποιητικά τετράδια φθινοπώρου, εκδόσεις Μανδραγόρας- Αθήνα 2000, σ. 107-109.
 (Η Κούρση συμμετέχει με τους εξής τίτλους ποιημάτων: «ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ», «ΤΟ ΚΑΜΑΡΙΝΙ», «ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ», «Ο ΘΕΑΤΗΣ», «ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ», «Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ», «ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ», «ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ».).
-περιοδικό Η Λέξη, στις σελίδες «Εξ όνυχος»
Α) τχ. 66/7,8,1987, σ. 654. Το ποίημα «ΣΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ» από «Πιστό αντίγραφο με μαλλιά» Νέα Σύνορα 1987
Β) τχ. 116/7,8, 1993, σ.511. Το ποίημα «Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ» από «Το δωμάτιο των ξένων» Τα Τραμάκια 1993
Γ) τχ. 164-165/8,10,2001, σ. 599 Το ποίημα «ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΤΗ ΖΩΗ» από «Νομίζουν ότι λείπω» Καστανιώτη 2001.
Δ) τχ. 172/11,12, 2002, σ. 1047 Το ποίημα «ε» («Σ’ έχω γνωρίσει ξανά και ξανά….») από «Έμεινα μέσα», Καστανιώτη 2002
--
ΣΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Χρειάζομαι αποκόμματα μύθων
χρώματος βυσσινί,
γιατί η τρέλλα μου διατηρεί ανέπαφα
      όλα της τα κουμπιά
γιατί στις άκρες των χαρτιών μου
είναι μουτζούρες και λουλούδια καταστρόγγυλα
      σαν τη μεγάλη ηλιθιότητα.
Χρειάζομαι κομματιαστά γυαλιά
      για κάθε μου μάτινο μερίδιο,
γιατί για πουθενά δεν φαίνομαι
ή κάποιο ξύλινο νερό για την κακή μου
      ισορροπία,
μια βέργα δυσπιστίας
     για να πατάω ελαφριά
     να μην αφιερώνω.
Για να μπορείτε να μ’ επισκέφτεστε
     στο χνωτισμένο μου όριο
ενώ εγώ θα παραμιλώ
       στους τρομαγμένους
        αιώνες μου.
ΘΕΜΑ ΖΩΗΣ
              Στη Σονάτα του Γ. Ρίτσου
Άφησέ με να νοιώσω πώς σου μιλώ.
Έχει ένα φεγγάρι χαλασμένο απόψε,
είναι οι ώρες κίτρινες πάνω στην ανείπωτη σκόνη
τούτου του έρημου σπιτιού
       μια απραξία αποκοιμιέται πάνω στα ρούχα ασιδέρωτα,
την τσάκιση πού δεν έκαμα στο παντελόνι
το λεπτό μπλουζί- τάνοιωθα μέσα μου τα χέρια σου’
με το μόνιμο φλυτζάνι καφέ πού μπλέκεσαι
και πίνεις τον παληό
τον κρύο της άλλης εποχής.
Άσε με απόψε να σου μιλώ
για όλα μου τα βαριεμένα τίποτα
τα αφημένα σε κάθε μόριο των χώρων
       και των βημάτων.
Το πάτωμα, ξέρεις,
σάν αγγίξεις το γυμνό πόδι βήχει και το σκοτωμένο έντομο
πίσω στην κάτασπρη καρέκλα,
κουράστηκα σήμερα
σέρνοντας τα μάτια μου κι όλες τις
αποχρώσεις και την ψυχή της θάλασσας.
Άδειασα το ντουλάπι το πρωί, ξέρεις
και ξέχασα, μιά όμορφη μιλιά στο ράδιο
θα σ’ άρεσε, σε σκέφτηκα αγκαλιά
       με τους ήχους σου,
βρήκα ρούχα σκούρα
και τις ετικέτες από το τετράδιο Λατινικών
μ’ ένα ραβασάκι χωρισμού.
Πρέπει να σου μιλώ απόψε,
κανείς δεν με λυπάται πιά,
με μισούν και μ’ αγαπούν συνάμα
πόσο τον φοβάμαι τον κόσμο
κι ας λες εσύ κι ας με σπρώχνεις
-για πού άλλωστε-
φτάνει να σου μιλώ,
φτάνει όχι να ονειρεύομαι
φοβάμαι τα όνειρα πιό πολύ κι απ’ τη ζωή,
να σε θυμάμαι
αύριο μπορεί να μη βγεί φως
δεν πιστεύω και τίποτα πιά ξέρεις,
φτάνει έλεγα, να σου μιλώ.
Άφησέ με να σου μιλώ απόψε
ο ίσκιος μάκρυνε απ’ το λευκό τραπέζι
αργά και μεθοδικά το σπίτι γεμίζει μ’ ίσκιους
τα πράματα δεν ωφελούν
όλοι το κατάλαβαν πιά
κι εγώ πρώτα κι ας είμαι η νέα.
Είναι κι η μοναξιά του καλλιτέχνη,
πώς να πείς
κι η ώθηση από τα έξω,
τη φοβάμαι τη φθορά και την τρέλλα.
Φεύγεις και τόξερα κι όλα τα μάντευα
κι ότι δεν μ’ άκουσες.
Ξανά μάκρυνε ο ίσκιος και σκέπασε την ακρίδα
και σκέπασε τη νύχτα
και κάλυψε τους ζωντανούς.
Πρέπει να συνεχίσω να σου μιλώ απόψε.
Οι τοίχοι στενεύουν κι οι ίσκιοι μποδίζουν την ανάσα.
Άφησέ με να σου μιλώ απόψε
δίχως να σε βλέπω κατάματα.
Είναι ο καλύτερος τρόπος.
(Από «Ποιήματα» 1981)
 ΕΣΩΤΕΡΟ ΤΟΠΙΟ
Τα βράδια που σβήνουμε τα φώτα
αφήνω αναμμένη την ποίηση.
ΕΡΩΤΙΚΟ
Τα μάτια σου
δυό κούπες μαύρος, ζεστός, ανατολίτικος καφές.
Στην άχνα τους
αλητεύουν τα χείλια μου.
ΟΛΟΤΗΤΑ
Ποίηση
τραγούδι εσωτερικής παγκοσμιότητας.
ΑΦΑΙΜΑΞΗ
Η παθιασμένη φύση των φωνηέντων
τινάζεται σε κομμάτια από σκούρα σύμφωνα.
Ξέρω τι λέω.
Σε πουλάω πανάκριβα στην ποίηση.
ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Τα ποιήματα είναι σκληρά στη γλώσσα μου.
Εκκρίνονται βουβά
μικρά αγρίμια στα φαναράκια των δοντιών
Έλα να δοκιμάσεις.
ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ
Όταν γράφω για σένα
την ποίηση νανουρίζω.
Για να ξεχειλώνω την ανυπαρξία σου.
ΑΦΥΔΑΤΩΣΗ
Η ζωή μου αφυδατωμένη ρομαντική
με τη σιωπή σου τις νύχτες
να βάφει τα νύχια σ’ ένα ομοφυλόφιλο φεγγάρι.
ΣΚΙΤΣΟ
Ένας στίχος για το χατήρι σου.
Η ποίηση νοσηλεύεται στ’ αλφάβητο.
(Από «ΚΟΥΚΚΙΔΑ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ» 1983)
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Μερικές λέξεις είναι σαν τα πεζούλια.
Κάθεσαι για λίγο μακαρίως
και φεύγεις.
Πώς λέμε –ζώ;
     (Από «Το Δωμάτιο των Ξένων» 1993)
--
«Χρησμός είναι τα μάτια της
κι ανατροπή τα λόγια
παγίδα είναι τα μαλλιά
κι υπεκφυγή τα χέρια»
      (Από «Τρεις κλωστές» 2019)
 --
«Σ’ αυτή τη σφαγή
με φιμωμένα τα χείλη
Συμφώνησα»
     (Από «Το κρυφό πρόβατο» 2015)
ΞΞ: 00
Άνοιξε την πόρτα με βαριά καρδιά
κι ελαφριά βαλίτσα
Το έξω δεν συνορεύει με τίποτα
Πέρασε απέναντι
αργά φανερά
     (Από «Μια μέρα» 2014)
--
«Σφίξε κι άλλο το βραχιόλι
στον λαιμό μου.
Ίσως πνιγείς από την προσπάθεια
να με πνίξεις.
Εσύ διαλέγεις.»
     (Από «Το βραχιόλι στον λαιμό» 2013)
--
«(Άραγε η περιγραφή
Του μέλλοντος
Ήταν η σωστή;)»
      (Από «Λέει ότι είναι κήπος» 2012)
--
«[Δεν έχει ο χρόνος καιρό
Για να μελαγχολήσει

Περνάει από τη ζωή στο θάνατο
Χωρίς γήρας]»
     (Από «Τα ψηλά δέντρα της Γαλλικής επαρχίας» 2009)
Στ
Κι ήρθε το καλοκαίρι
Και κάθισε μαλακά στο παράθυρο.

Στο δωμάτιο άλλος καιρός.

Φυσάει η Άνοιξη
Πού φεύγει

Αφήνει το γοβάκι της

Δεν υπάρχει ψυχή
Να το προβάρει
     («Από «Έμεινα μέσα» 2002)
ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ
Παρακούω εντολές
Ακούω πολύ. Τίποτα δεν ακούω

Όμως κάνω για σας τα πρέποντα
Θ’ ανακηρυχθώ
Θ’ αποκηρυχθώ
    (Από «Νομίζουν ότι λείπω» 2001)
   
                     
Λίγα ακόμα.
ΑΛΕΞΗΣ  ΖΗΡΑΣ
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη-Αθήνα 2007, σ. 1151.
     Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται ως επιμελήτρια και συντάκτρια στην Εκδοτική Αθηνών. Επιμελήτρια εκδόσεων στον οίκο Λιβάνη
Έργα: Ποιήματα (1981). Κουκκίδα διαστάσεων (1983). Πιστό Αντίγραφο με Μαλλιά (1987). Το δωμάτιο των ξένων (1993). Νομίζουν ότι λείπω (2001). Έμεινα μέσα (2002). Μαρία Πολυδούρη. Μια παρουσίαση (2001) (ανθολ). Συμμετείχε επίσης σε συλλογικές εκδόσεις. Μετέφρασε Jorge Amado.
     Χαμηλόφωνος, εσωτερικευμένος λόγος, που όμως δεν παύει να αρδεύει τις δραματικές και χιουμοριστικές εκβολές του. Ερωτικό πάθος, συχνά υπονομευμένο από την αποστασιοποιημένη ματιά της ποιήτριας. Ποιητική αρχιτεκτονική που αναδεικνύει το επιμέρους, τη λεπτομέρεια. Ως διάθεση πάντως, που αναδύεται από το έργο της Κ., θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη βαθιά εξοικείωση του με τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων.
Βιβλιογραφία
Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Ε. Ν. Φ. σελ. 220
Βαγγέλης Κάσσος, Ασφυξία του βλέμματος. Σύγχρονη ελληνική ποίηση και ιδεολογία. Ν. Σύνορα 1989, σ. 80
Κώστας Βούλγαρης, εφ. Αυγή 27/10/2002 (β.β.: Έμεινα μέσα)
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
Ορισμοί και Συσχετίσεις στη Νεότερη Ποίηση 1980-1990. Σελ. 17-18, στον τόμο «Ποιητές της νεότερης γενιάς». Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Χαλανδρίου 1992.
«… Είναι ενδιαφέρον πάντως το να σημειώσουμε ότι και σ’ αυτή την ομάδα των ποιητών, η αποκρυστάλλωση ενός ελάχιστου των αισθημάτων, που εντούτοις στο βάθος είναι ιδιαίτερα εξημμένα, αναλογεί στο μεγαλύτερο μέρος στον γυναικείο λόγο. Στη Μαρία Κούρση (γεν. 1958), όπως παλαιότερα στη Μαρία Λαϊνά, υπάρχει μια ενσυνείδητη προσπάθεια να αποδοθεί το δραματικό συναίσθημα της ερωτικής απώλειας ή της ερωτικής προσδοκίας με έναν ήπιο λόγο που περισσότερο γέρνει προς το στοχασμό παρά προς τη συγκίνηση. «Τα ποιήματα είναι σκληρά στη γλώσσα μου», διαπιστώνει η Μ. Κούρση στη συλλογή της Κουκκίδα Διαστάσεων (1983), «Εκκρίνονται βουβά/ μικρά αγρίμια στα φαναράκια των δοντιών/ Έλα να δοκιμάσεις»….».
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Ο Πολίτης τχ. 97/2,2002, σ. 44-47
Για την ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ
        Από πού μας ήρθε, πώς μας προέκυψε αυτή η παράταιρη φωνή, που επιπλέον είναι τόσο διακριτική, ώστε να αρνείται, σχεδόν πεισματικά, ακόμα και τα εθιμοτυπικά περάσματα από τα χρηματιστήρια των κοινωνικών αξιώσεων, με αποτέλεσμα σχεδόν να την αγνοούμε; Αισθάνεται τόσο σίγουρη για τον ήχο της, είναι απολύτως αυτάρκης ή απλώς αφελής, αφού δεν καλλιεργεί κανέναν διακειμενικό συσχετισμό, δεν αξιοποιεί τον αναμφισβήτητο πλούτο της οικουμένης για να αποκτήσει ένα κάποιο έρμα, ένα στίγμα υπεράνω πάσης αμφιβολίας, πράγμα που επιπλέον θα διευκόλυνε τη δουλειά κριτικών και γραμματολόγων; Αυτή η φωνή που, αν και για μια εικοσαετία ηρνείτο τις σεμνότυφα αυτοβεβαιωτικές και αυτόχρημα δραματικές νότες που με κάθε ευκαιρία προβάλλουν μέσα από τις επιμελημένες και καθόλου αθώες «ρωγμές» του λόγου και του προφίλ επικοινωνιακότερων ομοτέχνων της, τώρα η ίδια, στην πέμπτη εκδοτική χειρονομία, τολμά να στεγάσει κάτω από τον προκλητικό τίτλο Νομίζουν ότι λείπω (Καστανιώτης, 2001), δια του οποίου η ποιήτρια λαμβάνει θέση αναμέτρησης, προτάσσοντας την δηκτική ειρωνεία, για να υπερασπίσει την ύπαρξή της και εν ταυτώ να διαψεύσει τη βεβαιότητα πως η τέχνη την οποία θεραπεύει ευρίσκεται υπό καθεστώς εξαφάνισης, σε θέση μειονεκτική, πώς χρήζει συμπαθείας, στοργής και, ενδεχομένως, «προστασίας».
     Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα της καταγωγής έχει δοθεί ήδη από το 1981, με την πρώτη συλλογή της Μαρίας Κούρση που φέρει τον ουδέτερο τίτλο Ποιήματα. Όχι, δεν επρόκειτο για μια συντακτική πράξη που συνόψιζε τα δεδομένα και όριζε το πεδίο όπου στη συνέχεια η Κούρση θα αθλείτο στης ποιήσεως τις αγωνίες, ούτε και για μια τόσο αξιόλογη συλλογή, που είχε την δύναμη να επιβάλει την πρωτοεμφανιζόμενη, δημιουργώντας έναν δικό της κανόνα. Επρόκειτο όμως για τη διαδικασία εύρεσης του σημείου εκκίνησης, δηλαδή της γλώσσας της. Βεβαίως, τα περισσότερα από τα ποιήματα αυτής της συλλογής κολυμπάνε στα νερά της μεταπολεμικής ποίησης, διατρέχουν τους κοινούς τόπους της και εκεί η νεαρά ποιήτρια προσπαθεί να προσθέσει κάποιες ψηφίδες, να δώσει μια δικιά της απόχρωση, να δοκιμάσει την προέκταση.
Απόπειρες κάνω.
Να φοβάσαι όταν η καρδιά μου
χτυπάει κανονικά.
Ψευτοζώ.
    Πρόκειται για μια έντιμη στάση μαθητείας, την οποία ήδη είχαν υιοθετήσει αρκετοί ποιητές  της προηγηθείσης «ομάδας του ‘70», με τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση την Τζένη Μαστοράκη, η οποία μας έδωσε τέσσερις αξιόλογες ποιητικές συλλογές μέχρι να φθάσει σε αδιέξοδο. Κατά τη γνώμη μου το αδιέξοδο πηγάζει ακριβώς από την καθήλωση στη σχέση μαθητείας, από την οποία λίγοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν, αν και εδώ ξεπηδούν σκέψεις για την ίδια τη μεταπολεμική ποίηση, για το αν και που δημιούργησε γόνιμα εδάφη, ικανά να θρέψουν επιγόνους και συνεχιστές. Όμως η Κούρση φαίνεται πώς διαισθάνθηκε εγκαίρως το αδιέξοδο, τα όρια που είχε αυτός ο δρόμος, γι’ αυτό και, στην εναρκτήριο πράξη, εισήγαγε εμβόλιμα μερικά «δικά της» ποιήματα, που μας προετοιμάζουν για μια εξέλιξη διαφορετική. Έτσι, η Κούρση προκύπτει από την τριβή με την μεταπολεμική ποίηση και την υπέρβασή της, που μπορεί να θεωρηθεί και εν πλήρει συνειδήσει απόρριψη, ιδιαίτερα κάποιων εμφανών χαρακτηριστικών της.
Είχαν μπερδευτεί οι μαύρες εποχές
με τις ώρες που καταστάλαζαν μέσα
       στα μάτια μου
όταν όλα γύρω τ’ ανθισμένα λουλούδια
χτυπούσαν κάρτα στην Άνοιξη
και τα έντομα μπορούσαν να χοροπηδούν
και να κατουράνε πάνω στον ακίνητο μύθο
         των ανθέων.
     Διαδικασία που συνεχίζεται και στην επόμενη συλλογή, με το κέντρο βάρους να μετατοπίζεται στους λογαριασμούς με την ποίηση που γράφεται περί το ’70., εισάγοντας τώρα την κατάτμηση του συναισθήματος, την ανισομέρεια του λόγου, τη συνύπαρξη ετερογενών πυρήνων. Ήδη όμως από τον τίτλο διαπιστώνεται η απόφαση να προταχθεί η ιδιοτυπία της φωνής της, η προσπάθεια να υπερισχύσει η άρθρωση του δικού της λόγου. Κουκκίδα διαστάσεων λοιπόν (Πορεία, 1983), όπου κυριαρχούν τα ολιγόστιχα ποιήματα και δοκιμάζονται τόνοι επιγραμματικοί, η ελλειπτικότητα πολλές φορές εκβιάζεται αδέξια αλλά αρχίζει να διαμορφώνει ένα κάποιο ύφος, η αφηγηματική έδρα είναι πλέον ένα διαχεόμενο αλλά διακριτό πρόσωπο που συνομιλεί με άλλα ή με τον αναγνώστη, ένα πρόσωπο που αρχίζει να ψελλίζει για τον εαυτό του αφήνοντας κατά μέρος τα μάτια των άλλων.
Τρυπημένος έφηβος στίχος
από ένα φθινόπωρο μιάς χρήσεως
από τουμπανιασμένες λέξεις
ανάμεσα σε δύο τελείες.
Καταστροφικό πρόσωπο
χωμένο στο «ανήκω».
Τη φωνή μου δαγκώνω
για ν’ ακούγεσαι.
      Φθάνουμε έτσι στο Πιστό αντίγραφο με μαλλιά (Λιβάνης, 1987), μια συλλογή οριστική-για την ποιήτρια και για την «ομάδα της Μεταπολίτευσης» που κάνει τα πρώτα σταθερά της βήματα.
Το πάντοτε είναι σοφό και βουβό
εκ γενετής.
     Το ποιητικό πρόσωπο της Κούρση είναι πλέον σαφές. Ο στίχος της εξαιρετικά σύντομος, κάποτε και μονολεκτικός, το ποίημα ολιγόστιχο, χωρίς όμως να περιλαμβάνει μόνο μια ποιητική φράση ή εικόνα, αφού ακόμα και ο τίτλος αξιοποιείται για να εκφραστεί η αντίστιξη ή η αντιφατικότητα, η συμπληρωματικότητα ή η πολλαπλότητα. Ο λόγος της σταθερά αφαιρετικός και επιγραμματικός, τονίζει το περίγραμμα του προσώπου και φωτίζει τα χαρακτηριστικά του, το πρόσωπο είναι γυναικείο, μιλά για το ίδιο και το όλον σώμα του.
ΣΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Η βροχή ανοίγει στα δύο
Σαν κουρτίνα
Προεκτείνεται σε μουσική
Η σιωπή σου παράσιτα
Εξανεμίζομαι σε χρώμα
Αν δεν υπήρχαν ρήματα παθητικά
πώς θα φωτογραφιζόμουν;
     Το περιβάλλον είναι αστικό και καθημερινό, είναι η Αθήνα της εποχής, κέντρο  των γεγονότων πού συμβαίνουν και μας περιλαμβάνουν, που μας αλλάζουν δραματικά, αφήνοντας έντονα σημάδια πάνω μας, πάνω στο σώμα μας, πάνω στη φωνή μας. Οι στιγμιαίοι δισταγμοί, οι ασυνέχειες, τα κομπιάσματα, δεν αντιστοιχούν σε κανονικές ανάσες αλλά στον τεμαχισμό του χρόνου, σε συσσωματώσεις που δημιουργούν διακριτούς, επίμονους και δραστικούς πυρήνες. Τοπίο όχι διάλυσης ή διάχυσης αλλά κατακερματισμού, τα σύννεφα δεν βαραίνουν την ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει ατμόσφαιρα αλλά ένας τόπος με διάσπαρτα μέλη και κομμάτια, κομμάτια μικρόσωμα και σωματικά. Το βλέμμα δεν πάει αυθόρμητα προς τα πάνω, δεν ερευνά πανικόβλητο από κάτω, αλλά σταθερά περιδιαβαίνει το γύρω του, αναλώνεται μα και βελτιώνει την ευκρίνειά του, ταυτίζεται με τα όριά του.
ΑΝΟΙΓΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ
Οι πρόβες τελειώσαν
θ’ ανοίξει η αυλαία
εκτεθειμένη μ’ ό,τι δεν έχω
στο φως
Ο θεατής-ρίσκο
θ’ αποφασίσει.
 Το Πιστό αντίγραφο με μαλλιά περιέχει ενσωματωμένη και μια δεύτερη μικρότερη συλλογή που ονομάζεται «Σκεπτόμενη κατάφαση», της οποίας οι τίτλοι των ποιημάτων συνθέτουν ένα ακόμα ποίημα.
     Μέσα από τα μάτια σου, βγαίνουν… απαλές κυρίες… ή κυρίες λέξεις… ντυμένες απογευματινά… με κόκκινα… και θαλασσιά… κάνουν αψίδες… στρογγυλάδες… γοφούς… και κύκλους,,, στην ευθεία,,, της σκέψης μου… φυσούν πάνω μου τσιγάρα… μεταμφιέζομαι… σε ποιητή… και διαφεύγω… τον κίνδυνο.
     Οι τίτλοι περνούν πάνω από τα ποιήματα σαν τρέιλερ, δημιουργούν ένα υποκείμενο ποίημα που τρέχει παράλληλα, το οποίο καλύπτει και προστατεύει τα υπόλοιπα. Αυτή η ακραία τεχνική λύση που δίνει η ποιήτρια στο πρόβλημα της ένταξης, της αναγωγής, εν τέλει της εγγραφής της ποιητικής της στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, είναι που επικυρώνει τον οριστικό χαρακτήρα της, που την διαχωρίζει από οποιαδήποτε μορφή υπαγωγής στις ποιητικές και άλλες μορφοποιήσεις της εποχής.  Από τα ίδια υλικά που φτιάχνονται τα ποιήματα, συντίθεται και ο καμβάς που πάνω του συγκρατούνται, δημιουργώντας έτσι μια δική τους αναφορικότητα, ένα δικό τους ουρανό. Η ποίησή της γίνεται ομιλούν στοιχείο της εποχής.
ΣΕ ΠΟΙΗΤΗ
Η νύχτα γερνάει
σε σένα γυρνάει
Καθημερινή άσκηση στην έλλειψη
Καθημερινή έλλειψη ασκείται σε χαρτί.
     Αν με τα προηγούμενα ποιήματά της……. Σελίδες 44-45.
      Εδώ ολοκληρώνεται το δεύτερο σημείωμα στην ποιήτρια Μαρία Κούρση. Και πάλι όπως θα αναγνωρίσει ο αναγνώστης το σύνολο των σελίδων έφτασε τις 36 απαγορευτικό να προσθέσω νέες πληροφορίες ή να μεταφέρω ολόκληρο το κείμενο του κριτικού Κ. Β.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 19 Ιουλίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου