Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Ποιήματα για τον ΟΡΦΕΑ


Ποιητική Καλοκαιρινή ανάπαυλα
Ανθολόγιο Ποιημάτων  
ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΟΡΦΕΑ
Αφιερώνεται στον ΠΕΤΡΟ ΧΑΡΗ για τα τριάντα λογοτεχνικά του χρόνια

Πουλιά σε προμηνύσαν και λουλούδια
μ’ όλα τα μύρα τους και τα τραγούδια.
Κι’ ήρθες, Ορφέα, ω Πεμπτουσία
όλων Εσύ… Κι εμπρός στη μελωδία
πού από τα χείλη σου κυματιστή εξεχύθη,
       η Φύση λύγισε, ενικήθη.
Σώπασαν τα πουλιά, τα δέντρα, οι θρόοι,
ώ Ημίθε πρόγονέ μου, ώ γόη!...
ψυχή της Γής της ίδιας κοσμοπλάστρας,
       σπίθα ριγμένη απ’ άστρα,
των Ρυθμών και των Ήχων Βασιλέα,
       Ορφέα, Ορφέα, Ορφέα!...

Όλα σ’ ακούν, σε προσκυνούν γονατισμένα,
       όλα προσεύχονται για Σένα’
Όλα η φωνή Σου τα γεμίζει τώρα
σάν άξαφνο νερό που στέλνει η μπόρα.
Ευωδιασμένος στρόβιλος, τα πάντα
τα ευωδιάζεις με δυόσμο και λεβάντα,
το νόημα στη Ζωή δίνοντας το άλλο,
το νόημα το πλατύ και το μεγάλο!
Ψυχή της Γής της ίδιας κοσμοπλάστρα,
       σπίθα ριγμένη απ’ άστρα,
των Ρυθμών και των Ήχων Βασιλέα,
       Ορφέα, Ορφέα, Ορφέα.

Κι ήπιες απ’ όλα τα κρασιά: Των πρώτων
       και των στερνών Ερώτων:
Της Γυναίκας, της Ποίησης, της Πατρίδας
Και το κρασί της μακρινής Κολχίδας.
Κι όταν σ’ εγύραν οι καημοί κι οι λύπες,
το μνήμα σου ανοιχτό, θωρώντας, είπες:
-Τί θ’ απομείνει απ’ όλ’  αυτά; -Κι η λήθη,
-από ποιά βύθη; -ξάφνου σου αποκρίθη:
-Μόλις τρίτη φορά φορά τ’ ορνίθι κράξει,
καπνός το καθετί: Έργο σου η πράξη!...
Πέτρα μές στο κενό το πέρασμά σου!...
Μ’ αθάνατο θα μείνει τ’ όνομά σου!..
--
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αφιερώνονται στο φίλο ΝΙΚΟ ΜΠΕΡΤΟ
POEME MYSTIQUE
Ώ πολυέλαιε μυστικέ, πολύφωτε,
ποιοί νάν’ αυτοί πού ακροπατώντας
γλιστρούν σα σκιές,-σκιές ανήσυχες,-
κι έρχονται να σε σβύσουν;

‘Όμως του κάκου προσπαθούν.
Τά φώτα σου τα λουλουδένια, τ’ άμετρα,
χωμένα μες στα κρύσταλλά σου
σαν αίμα αθώο στις φλέβες παιδιών,

Είν’ αναμμένα απ’ την αχτίδα την ανέσπερη
και φέγγουν και φωτίζουν
πρόσωπα Αγίων πονεμένων
πού απ’ τις γωνιές τους σιωπηλοί, γλυκόθωροι

Κοιτάζουνε, σα φύλακες που γρηγορούν,
την εκκλησιά που κρύβω στην ψυχή μου.
Την εκκλησιά πού τα διπλά θεμέλια της
είναι χτισμένα απάνω στο αίμα

Ελπίδων κι Επιθυμιών ολάκερης
μιάς ζήσης, που οι γυναίκες πανωραίες
πρωτομαστόρων κάποιων τραγουδιών
σφαγήκαν με χρυσό μαχαίρι.

Ώ πολυέλαιε μυστικέ, πολύφωτε,

Ποίηση μαγική, Ποίηση Αγία,
σκόρπα τριγύρα σου άφοβα παντού,
το διαμαντένιο φως σου

Για τους εκστατικούς, τους ταπεινούς
τους άδολους και τους εξαγνισμένους
πού έχουν τα βλέμματά τους προς τον Ουρανό
ανυψωμένα πάντοτε κι ακούν
τις μελωδίες των Αρχαγγέλων.
--
ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Σε περιμένω. Τί αν αργείς; Θα ρθείς και θάναι  βράδυ.
Την πόρτα του έρημου σπιτιού, πνιγμένου στο σκοτάδι
θενά χτυπήσεις. Σα σκιά θα μπείς. Στο εικονοστάσι
το λίγο φως του καντηλιού θενά σου ξεσκεπάσει

Την πονεμένη σου μορφή στα μάτια μου. –Θυμάσαι;-
θενά μου πείς. Και μέσα μου θα πώ:- Ποιά τάχα νάσαι;-
Μά όποια και νάσαι, θάσαι Εσύ!... Το ξέρω!... Σε προσμένω
τόσον καιρό!... Του καντηλιού για σένα έχω αναμμένο

Το λίγο φως!... Ξαπόστασε λιγάκι εδώ σιμά μου!...
Σού έχω για στρώμα σου έτοιμο την πένθιμη αγκαλιά μου
και το τραγούδι το βαθύ πού θα σε νανουρίσει
τον πόνο τον ακοίμητο γλυκά θα σου κοιμήσει.

Κι εσύ το χέρι μου βουβή μου παίρνεις… Τα σκαλιά
μαζί τα κατεβαίνουμε, μαζί τα δρασκελάμε!...
Κι αν τα σκαλιά είν’ αμέτρητα κι η σκοτεινιά βαριά,
στη Βουλιαγμένη Πολιτεία,- τί βιάζεσαι;- θα πάμε!...
--
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Σ’ ένα λιμάνι αλαργινό,
-νάναι βραχνάς; -του Ειρηνικού,
μ’ εσέ Μπρετόνε μου Κορμπιέρ
       κι εσέ δικέ μας Μαραμπού,

Με του άλλου πλοίου τα θρύψαλα,
       -Θιός σχωρέσ’ το! –σκαρώνουμε
τώρα το πλοίο του γυρισμού
       -νισάφι! –να γλυτώνουμε!...

Τί αξίζουν, το είδατε, η Φυγή,
       το Άγνωστο, η Απόδραση γι’ αλλού
κι εσύ, Μπρετόνε μου Κορμπιέρ
       κι εσύ φτωχέ μου Μαραμπού.

Και τώρα, μάϊννα τα πανιά!...
       -Μαίστρος, τραμουντάνα;-
Δρόμο!... Καλύτερα ο πνιμός
       παρά στη νεκρομάνα

Την ξένη γη τα κόλα μας!...
       Ιάσονα κι Οδυσσέα
να λείπει η δόξα σας κι εσάς
       Κολόμπε και Πυθέα!..

Άχ, πότε, πότε τον καπνό
       θα δούμε,-αν θα δούμε,-
του αγαπημένου μας τζακιού;
       Το Παρελθόν να βρούμε

Να μας προσμένει σαν παιδί
       στη μέση εκεί του κατωφλιού,
-τρελέ Μπρετόνε και Κορμπιέρ
       και πιό τρελέ μου Μαραμπού,-

Μ’ ένα κλαδί στο χέρι του
       χιλιανθισμένης πασκαλιάς!..
(Ν’ ανοίγεις τα ρουθούνια σου
       πατρίδας μύρο να ρουφάς!)..
Ρονιάκ. Οκτώβριος-Νοέμβριος 1948
                      ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ
--
ΟΡΦΙΚΟΣ
Ώρες τ’ Αυγούστου αποσπερνές’ πού με προφτάσαν ανθηρές,
-καθώς μιά πλάση βάρυπνη απ’ τον κάματο λυμένη
ζει κι’ ανασαίνει στ’ όνειρο-ποιά να δοξάσει απ’ τις αβρές
θύμησες των παληών καιρών η μνήμη μου η θλιμμένη…
       Του Ορφέα ψυχή, με κάλεσες τη θεία μολπή ν’ αφουγκραστώ
       γλυκόηχη, ως μεσούρανα το πάθος σου ανεβάζει,
       το μύχιο βόγγο ενός ρυθμού ν’ ακούσω, ν’ αποξεχαστώ,
       καθώς μιά αγάπη ανακαλεί, και λυγμικά στενάζει.
Και νάναι ολόγιομο ψηλά, σε μάνας μάτι πού αγρυπνά,
πάνου απ’ τα θεία τα μάρμαρα, μιά νύχτα όπως τα κλείνει,
τέτοιο φεγγάρι εξωτικό, κι’ από ‘ναν θάμνο ν’ αρχινά
το Ευλογητός και τ’ Ωσαννά μές σ’ άφραστη γαλήνη…
       Κι’ από θυμάρι ευωδερό πλάϊ σ’ ολογάργαρο νερό
       αρχαίας πηγής ξεπνέει θυμός στη ρίζα εκεί του βράχου,
       μιά δάφνη πέρα εστοίχιωσε πλέκοντας στέφανο χλωρό
       μ’ άλλα κλωνάρια αγκαλιαστή ενός βάτου απομονάχου.
Μά, ώ πόσο φλόγινη καρδιά, βαρυεστημένη απ’ τους πολλούς
των νικημένων τους δαρμούς και των φτωχών τους πόνους,
πλανιέσαι ακόμα στα βαθιά-μακριά σ’ ορίζοντες θολούς
κι’ όλο ανταριάζεσαι άγρυπνη σ’ απογνωσμένους τόνους.
       Κι’ ούτε σε δάκρυ αμαρτωλό, μήτε σ’ ακύμαντο γυαλό
       συνταραγμένε στοχασμέ, μπορείς να γαληνέψεις,
       αφού άλλο πάθος άναψε στα σπλάχνα σου άνομο-τρελλό,
       κι’ έχεις μιά τόλμη αδύναμη να μπόρειες να παλαίψεις.
Τί λέω; εντός μου ομόθρονη βλασταίνει ελπίδα καρπερή,
ίδιο να πλάσω από ζωή τ’ ανέφταστο όνειρό μου,
-μιάν Ευρυδίκη μπόρεσε στ’ αλήθεια η λύρα σου να βρή
καί μένα-ν-έγνοια απέθαντη στο να γέρνει πλευρό μου…
       Θαρρήσου. Αν στάθη να βρεθείς σε πέλαου πάντοτε θυμούς,
       λες και μιά ζήση ανάλωσες σ’ ατέρμονα χειμώνα,
       πάλι ερωτιάρα μιά Άνοιξη θα φτάσει με γαληνεμούς
       ν’ αράξεις στ’ Όνειρο, ώ καρδιά, βγαλμένη από κυκλώνα…
Του Ορφέα ψυχή, να κρατηθώ την τέτοια δώς ‘μου προσμονή,
κι’ άλλο σκοπό απ’ την έγνοια Της γλυκόηχο να γροικήσω’
νάναι από Μάη το κάλεσμα, σαν κι’ απ’ αγάπη μου στερνή,
κι’ άς ειν’ βραδυά αξημέρωτη, τα μάτια όπως θα κλείσω.
       -Και νάναι ολόγιομο ψηλά κι’ ουρανοδρόμο ως θα κινά
       πάνου απ’ ταρχαία τα μάρμαρα, μιά νύχτα όπως τα δίνει,
       τέτοιο φεγγάρι εξωτικό, κι’ ίδια από θάμνους ν’ αρχινά
       το Ευλογητός και τ’ Ωσαννά μες’ σ’ άφραστη γαλήνη….
                                     ΓΙΩΡΓΟΣ. ΚΟΛΛΙΑΣ
Σημειώση:
-Ύμνος στον Ορφέα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 7ος, /1950, σ.16.
-Τρία Ποιήματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 6ος, /1949, σ. 3-4
-Ορφικός, περιοδικό Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 6ος, /1949, σ. 239.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Πέμπτη 16/7/2020        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου