Ερωτικά φλασάκια από
την ελληνική λογοτεχνία. Νούμερο 2
«Ρόδο, Μύκονος και Τζιά….» ακούγεται να τραγουδά η φωνή του Θέμη. Αν και, οι καρμπόν απαντήσεις στον κύριο Γιώργο Τσελίκα στον ΣκάΪ, «Πού πηγαίνετε για διακοπές;» είναι όλες ΠΑΡΟ άντε και καμμιά Αντίπαρο. Τσαντίστηκε ο δημοσιογράφος και δεν ξαναρωτάει. Καλέ, οι εκδρομείς πάνε να νηστέψουν για τον Δεκαπενταύγουστο! Τι δεν καταλαβαίνετε; Η Τζίλντα, (σύμφωνα με την συνέντευξη του ίδιου του αγαπητού συνθέτη Σταμάτη Σπανουδάκη. Έτσι τον αποκαλεί η γυναίκα του) ετοιμάζεται για φθινοπωρινή συναυλία. Η επιτυχία είναι δεδομένη. «Μια αγάπη για το Καλοκαίρι θα ‘μαι και γω…» μας υπενθυμίζει ο διαχρονικός στίχος του Γιώργου Παπαστεφάνου. Ζάπινγκ. Οι βάσεις ανακοινώθηκαν νωρίτερα φέτος από κάθε άλλη χρονιά. Η ελληνική μαθητιώσα νεολαία με τα μπαγκάζια της φεύγει για τις Αυγουστιάτικες διακοπές μετά το πέρας των πανελλαδικών εξετάσεων. Ευτυχές το γεγονός ότι δεν καταστρέφουν τα σχολικά βιβλία μετά το τέλος των εξετάσεων οι κουρασμένοι ελληνόπαιδες. Τι ελληνική πολιτιστική! συνήθεια και αυτή, την θυμάστε; Άλλοι καιροί παλαιά ήθη. Τώρα και τα μαθήματα θα είναι σε Γκοβ. Wallet, σε χαρτονομίσματα για τους «σπασίκλες» σε κέρματα για τους «κουμπούρες». Η πρώτη των πρώτων μαθήτρια από την Νάξο, γενέτειρα της ποιήτριας Διαλεχτής Ζευγώλης- Γλέζου. Ενώ η σύγχρονη Ελίνα από την Θεσσαλονίκη, συνεχίζει το δρόμο της μαθηματικού Υπατίας. Κάτω από άλλες κοινωνικές και πολιτικές, ιστορικές συνθήκες ασφαλώς. «Καλοκαιράκι βραδινό μπανάκι..» ακούγεται από τις συχνότητες του ραδιοφώνου να άδει ο Χαριτοδιπλωμένος. Δίχως μαγιό. Σούπερ παραντάις το καταντήσαμε το κάμπινγκ. Ξινή η πορτοκαλαδίτσα για τους εναπομείναντες στο κλεινόν άστυ. Αυτές οι έγχρωμες πλέον επαναλήψεις των Καναλιών με τον θρυλικό Ζήκο, κοντεύουν να ξεπεράσουν και τα χρόνια που ο μαθητής του δημοτικού Ζήκος πέρασε τις τάξεις. «Μάθε παιδί μου γράμματα…». Σαρδέλες από τον κόλπο της Καλλονής για να πέσει και η χοληστερίνη συνέλληνες και πάρα πολλά υγρά. Και του πουλιού το γάλα που λέει και ο Βασιλόπουλος. Ο Αλμπέρτο του Velvet, έχασε την παρθένα ηθική του, δεν άντεξε την απόρριψη της Άννας και έβαλε το κέρατο στην σύζυγό του Κριστίνα. Την παντρεύτηκε από συμφέρον για να σωθεί η πατρική επιχείρηση. Όχι σαν τον δικό μας τον πολιτικό-ονόματα να μην λέμε-που έμεινε με μία, την περιστέρα που μας έλεγε και ο αξέχαστος Τζιμάκος. Τραγουδίστρια Σακίρα και φορολογία δεν πάνε μαζί ή όχι; Περί αυτού θα αποφανθεί η ισπανική δικαιοσύνη. Ο Ρολάντο αναζητεί ποδοσφαιρική πολυεκατομμυριούχου στέγη να κάνει μασάζ στα πόδια του. Η αλησμόνητη Μπουμπού των Δύο Ξένων στο μεγάλο κανάλι εξακολουθεί να μας δροσίζει με τις παροιμιώδεις ατάκες της και τα νευρασθενικά ξεσπάσματά της. Το ίδιο και η Φλωράνς από την Πάρο. «Μπανάκι μανάκι…» τραγουδά ο Σάκης Μπουλάς καθώς το φάσμα του πληθωρισμού εξανεμίζει το ισχνό βαλάντιο του νέο- έλληνα. Οι ειδικοί περί της τηλεφωνίας μας προπαγανδίζουν διαρκώς ότι πρέπει κάθε δύο χρόνια να αλλάζουμε την συσκευή του κινητού μας. Κανείς όμως δεν μας εξηγεί ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο και αν μας είναι χρήσιμη μια τέτοια επαναλαμβανόμενη αγορά. Οι πολυεθνικές της οικονομίας αρχίζουν να δημιουργούν καταναλωτικές ανάγκες ακόμα και για τις γαλοπούλες και τους κορμοράνους. Μην ξεχνάτε τα κουβαδάκια με νερό για τα αδέσποτα. «Θάλασσα πλατιά σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις….» τραγουδά η πριγκιπέσσα Αλίκη. Χρυσό μετάλλιο για τις δύο ελληνίδες πρωταθλήτριες του Κόσμου. Ανάσα χαράς. Και δίχως παρατράγουδα. Μαθητούδια από το Κιλκίς χαμογελάνε για τις διακρίσεις και τις βραβεύσεις τους. Οι τηλεοπτικοί δέκτες επιτέλους γέμισαν νεανικά δροσερά χαμόγελα. Εφηβικά βραβεία και διακρίσεις μιάς μελλοντικής γενιάς της Ελλάδας που θα πάρει τα ηνία της μεταπολίτευσης. Όταν αποφασίσουν να συνταξιοδοτηθούν τα επαγγελματικά καλόπαιδα της πολιτικής και της δικηγορίας. Επιτέλους, ελληνικές προκρίσεις και ανάρτηση ελληνικών σημαιών στους στίβους της επιστήμης και του αθλητισμού, να γλυτώσουμε για λίγο και από «μπαμπούλες» ιατροδικαστές, παιδοψυχολόγους, ψυχιάτρους, ποινικολόγους, συνηγόρους υπεράσπισης, επιδημιολόγους, ειδικούς της μετεωρολογίας και άλλα συναφή επαγγέλματα που μας φτιάχνουν την καιρική μας διάθεση. Πολλά ιατρικά λάθη κυρία Παγώνη μας, που κοστίζουν ζωές ελλήνων και ελληνίδων κάθε ηλικίας. Λέγεται, ότι μετά την εισαγωγή σου σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, (και πριν σε εξετάσουν ή σε εγχειρήσουν) θα σε βάλουν να τραγουδάς το Bye, bye Life, bye bye happiness από το « ALL THAT JAZZ”. Έτσι για περαιτέρω εκσυγχρονισμού του εθνικού συστήματος υγείας. Γεμίσαν τα τηλεπαράθυρα οικογενειακούς συμβούλους επικοινωνίας, για τον γάμο μας, για την ανατροφή των παιδιών μας, συμβούλους πώς θα διαχειριστούμε τον χωρισμό, συμβούλους πώς μετά το διαζύγιο δεν θα αγχωνόμαστε, πριν και μετά την επανασύνδεση, στο ενδιάμεσο διάστημα. Οικογενειακά μελτέμια της ψυχολογίας καύσωνες. Μας άφησε χρόνους και ο πατριάρχης Ματθαίος. Έμειναν οι συνεντεύξεις του με την κυρία γλωσσομαθέστατη Βίκυ, η οποία, πριν προλάβεις να εκφράσεις το συντακτικό ή ορθογραφικό λάθος σε έχει βάλει στην γλωσσική τάξη. Βάλτε μέχρι πέντε αστεράκια σας παρακαλώ, που λέει και η διαφήμιση. Στο τέλος θα θέσουν τις ζωές μας σε ένα ηλεκτρονικό λυχνάρι που θα περιέχει όλες τις παρελθούσες και τις μέλλουσες εμπειρίες της ζωής μας και αναμνήσεις. Θα χρειαζόμαστε έναν προσωπικό ο καθένας μας σύμβουλο Αλαντίν να το τρίψει το ηλεκτρονικό πορτοφολάκι μας, να βγούμε στην επιφάνεια να πάρουμε ανάσα ζωής. Το τζίνι της οικονομίας της εκσυγχρονισμένης ζωής μας. «Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα» λέει ο γερόλυκος Παπακωνσταντίνου, σύζυγος της πάρα πολύ καλής ηθοποιού Ελένης Ράντου. Συγγραφείς δημοσιογράφοι με τηλεοπτική σεμνότητα παρουσιάζουν τα βιβλία τους περί της διεθνούς διπλωματίας και της γείτονος στάση αναθεωρητισμού. Τρέμε διπλωματικό κατεστημένο του υπουργείου εξωτερικών. «Καλοκαίρι» τραγουδά ο Διονύσης Σαββόπουλος, αειθαλής σαν την μαμά ελλάδα, που κάποτε έλαμψε και τώρα στέκεται στον ήλιο των νέων καιρών δίχως αντηλιακό. Η γερμανίδα υπουργός εξωτερικών μίλησε για τα δίκαια της Ελλάδας. Άραγε, ετοιμαζόμαστε να προμηθευτούμε νέα πολεμικά αμυντικά όπλα από την ευρωπαϊκή σύμμαχο χώρα, που δεν αναγνωρίζει τις πολεμικές της κατοχής αποζημιώσεις; Την ίδια διπλωματική γλώσσα θα χρησιμοποιήσει και κατά την επίσκεψή της στην γείτονα; Ή την πρόφτασε ο νταβάριτς (της αγίας και ομοουσίου τριάδος της τρίτης ρώμης) που εισέβαλε στην ουκρανία, και θα συνεργαστεί με την σύμμαχό μας στο Νάτο στην οικοδόμηση πυρηνικού εργοστασίου στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου; Τι θα έλεγαν οι Ίωνες Φιλόσοφοι άραγε; Οι μικρασιάτες έλληνες για την σημερινή πολιτική και διπλωματική κατάσταση της σύγχρονης ιστορίας; Τι απάντηση θα έδιναν ή τι λύσεις; Το Αιγαίο δεν ανήκει μόνο στα ψάρια του ή όχι; Διαμαρτύρονται οι τσούχτρες που εισέβαλαν στα ζεστά νερά του. Θα δικαιωθεί το Μικρασιατικό Ελληνικό χυμένο αίμα, ή θα το σκεπάσει η μυρωδιά του πετρελαίου των αγορών; Η ψυχική μας υγεία σε κρίση με ανοιχτές τις οθόνες της τηλεόρασης. Έρχονται οι νέες ηλεκτρονικές εφαρμογές και μειώνεται ο χρόνος εξοικείωσης μαζί τους. Εύστοχες οι θέσεις του κυρίου Μουρατίδη για την ελληνική τηλεόραση σε συνέντευξή του. Ότι η τηλεόραση μιλά μόνο για τον εαυτό της. Ανακύκλωση εκπομπών και παρουσιαστών. Τα συντρίμμια του Κινέζικου πυραύλου μπορεί να πέσουν και στην ελληνική επικράτεια. Όσοι τα προηγούμενα χρόνια διάβαζαν το «κόκκινο βιβλιαράκι» του μεγάλου τιμονιέρη δεν φοβούνται. Οι άλλοι, του Τσα Γκάι Τσεκ της Φορμόζας, ας προσέχουν.
Μαζί με ένα βιβλίο στο χέρι και αυτό το Καλοκαίρι.
Το δεύτερο ερωτικό φλασάκι προέρχεται από το βιβλίο του έλληνα συγγραφέα Ντάνη Φώτου, «Έρως σωμάτων», εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, Απρίλιος 1985, σελίδες 157. Είναι μικρά καλογραμμένα διηγήματα που μιλούν για τον έρωτα, την μοναξιά, τον θάνατο, τις σχέσεις των ανθρώπων, την διάλυση του κοινωνικού ιστού, επαφής, από την αλλαγή των οικονομικών αναγκών και κοινωνικών προτεραιοτήτων των ανθρώπων. Μικροί εσωτερικοί ερωτικοί ή μη μονόλογοι, εξομολογήσεις ψυχής γραμμένοι με ευαισθησία, ειλικρίνεια, τόλμη, θάρρος και αγάπη για τις αξίες του ανθρώπου που χάνονται. Για τα όνειρα του συγγραφέα που δεν υλοποιήθηκαν. Συναισθήματα και πάθη ατόμων, κρυφοί ανεκδήλωτοι έρωτες, αλαζονικές συμπεριφορές, νεανικές πόζες, ναζιάρικοι πόθοι σωμάτων και εκμαυλισμοί χαρακτήρων. Πρόσωπα με επώνυμο ή ανώνυμα, άντρες και γυναίκες. Εκδηλώσεις τρόπων ζωής νεανικών όμορφων προσώπων και κορμιών μπρος στον ερωτικό καθρέπτη των σχέσεων που προβάλουν μπροστά μας σε μικρές σεκάνς. Στάσεις και επιλογές βίου που παρασέρνουν στο διάβα τους σώματα, έρωτες, όνειρα, οράματα, κρυφά πάθη, φιλίες, γυναίκες λαϊκές που στοιχειώνουν την φαντασία του συγγραφέα. Λείψανα αισθημάτων, κρυφές επιθυμίες, ανεκδήλωτες αγάπες. Δειλά πλησιάσματα. Λυγμοί. Σχέσεις φιλικές, ετεροφυλόφιλες, ομοφυλόφιλες, αντρικές και γυναικείες φιγούρες που άρχισαν να ξεθυμαίνουν στον χρόνο. Εσωτερικές εξομολογήσεις και αναμνήσεις. Αλύτρωτες στιγμές χαράς. Χάδια της ψυχής και του σώματος. Αισθήσεις του έρωτα, στιγμές συμφέροντος και ιδιοτέλειας, βάσανα δίχως τελειωμό. Απορρίψεις και αρνήσεις. Πόρτες που κλείνουν με το πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας ίχνη γυμνοσάλιαγκα. Φωνές και ουρλιαχτά, σιωπές και ψιθυρισμοί, χειρονομίες βίου με προβλέψιμες ή απρόβλεπτες εναλλαγές. Το βάρος του χρόνου σημαδεύει τους ήρωες, τα σώματά τους, τις μνήμες και όλα αλλάζουν καταλυτικά και αξέχαστα. Οι αφηγήσεις του πεζογράφου Ντάνη Φώτου, εντάσσονται στην «αστική λογοτεχνία». Τα πάντα συνέβησαν ή συμβαίνουν μέσα στα όρια της πόλης, της πρωτεύουσας. Περιοχές της Αθήνας και συνοικίες της, περνούν μπροστά στα μάτια μας με μεγάλη άνεση και ταχύτητα. Οι πολυκατοικίες, τα διάφορα μπαρ και οι καφετέριες, η αγορά της και άλλες μικρές κρυψώνες του κέντρου της αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται το εξομολογητικό υφαντό του συγγραφέα. Αφηγήσεις σε μία γλώσσα μεικτή. Ξένες λέξεις (αγγλικές) συνεχίζουν το νόημα των ελληνικών προτάσεων, ακόμα και στίχοι ρόκ τραγουδιών. Σκόρπια ονόματα ποιητών και συγγραφέων διανθίζουν τον αφηγηματικό λόγο. Μικρά σχετικά κείμενα τα οποία στηρίζονται ή βασίζονται σε παραλλαγές άλλων σημαντικών στιγμών της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σε δάνειους πυρήνες της ευρωπαϊκής μυθοπλασίας. Διακειμενικές συζητήσεις μπολιάζουν τον εξομολογητικό λόγο, μετατρέπονται σε παρωδία, στο νέο συγγραφικό σκηνικό του έλληνα πεζογράφου. Σε πρόσωπα-σύμβολα της λογοτεχνίας που σημάδεψαν τον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Όπως η περίπτωση της κλασικής νουβέλας του Τόμας Μάν, «Θάνατος στη Βενετία» όπου η αποσύνθεση και η παρακμή της αστικής τάξης και των κοινωνικών συμβάσεών της απεικονίζεται εύστοχα και πεντακάθαρα από τον μεγαλοαστό γερμανό νομπελίστα συγγραφέα. Τον πλέον καλοντυμένο συγγραφέα όπως μας λέει ο Ν. Φ. «Θάνατος στη Βενετία» ένα λογοτέχνημα το οποίο έγινε ευρέως γνωστό στο μεγάλο κοινό μετά την μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη από τον ιταλό σκηνοθέτη κόκκινο κόμη Λουκίνο Βισκόντι και τις εξαίρετες ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Στην δική του εκδοχή για τον «Τάτζιο», ο έλληνας συγγραφέας μας δίνει μία άλλη διάσταση του όμορφου νεαρού ήρωα. Της στενής φιλικής επαφής των δύο προσώπων που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν, μετά την γνωριμία τους στον θερινό κινηματογράφο που παρακολουθούσαν την ταινία. Δύο χρόνια σχέσης. Ο Ντάνης Φώτος μας δίνει τον κυνισμό και τον συμφεροντολογησμό των άκομψων πρακτικών του όμορφου νέου στην διάρκεια της αλλοίωσης των σωματικών του χαρακτηριστικών από τον χρόνο και την ερωτική κραιπάλη, που επιφέρει και την φθορά του εσωτερικού του χαρακτήρα, στην ελληνική εκδοχή του συμβόλου-ήρωα της πεζογραφίας. Εδώ θυμίζει τον ιρλανδό Όσκαρ Ουάιλντ και τον ήρωά του Ντόριαν Γκρέυ. Η ομορφιά δίχως ωριμότητα και σοφία καταντά βάσανο και απειλή για τον ίδιο τον ευειδή ερωτύλο νεαρό. Ομορφιά δίχως της ψυχής την καλοσχηματισμένη φόδρα που θα την στερεώσει από τα μέσα, φέρνει συνήθως καταστροφικά αποτελέσματα σε αυτόν που την διαθέτει και για όσο διάστημα την απολαμβάνει. Μετατρέπει τον Τάτζιο σε Τατζού. Η Ομορφιά, όπως την διδαχθήκαμε από τα Πλατωνικά κείμενα, είναι μία παγίδα για τις αισθήσεις. Η ελευθέρωση από την μαγγανεία της επέρχεται μέσω της συνειδητοποίησης της προσκαιρότητάς της. Ο έρως είναι παιδαγωγός γιατί στηρίζεται στη γνώση και όχι την αφορμή του, την Ομορφιά. Η ομορφιά είναι πολυπλόκαμη μέσα στην εξελικτική φθορά της γιαυτό και σχετική. Η ομορφιά δεν έσωσε ποτέ τον κόσμο όπως είπε ο μεγάλος αμαρτωλός, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Αυτή είναι άποψη των απανταχού διανοουμένων. Η βία και το εμπορικό συμφέρον, η ισχύς και η οικονομία, οι μεγάλες κληρονομικές οικογένειες, οι πολιτικοί επαναστάτες και δικτάτορες της εξουσίας, σχηματίζουν το πλαίσιο και τα όρια της οικοδόμησης και διατήρησης κανόνων των ανθρώπινων Κοινωνιών. Η φαντασία των συγγραφέων χτίζει αστερόκοσμους ισότητας και ομορφιάς, δικαιοσύνης και εξάλειψη των ανισοτήτων. Αιωνιότητες ερωτικής ευωχίας. Η πραγματικότητα της ζωής δείχνει συμβιβασμούς, υποχωρήσεις, φτώχεια, φθορά, ασχήμια, πτώσεις αξιών και παρεκτροπές δικαίου. Τα νιάτα, δεν είναι απαραίτητα όμορφα, οι πρεσβύτερες ηλικίες προβάλλουν πάνω τους τις δικές τους επιθυμίες, παλαιές βουλήσεις ζωής, όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, φιλοδοξίες, βλέποντας την δική τους ζωή να αργοσβήνει. Τα νιάτα είναι άσοφα όχι γιατί είναι άσχημα αλλά γιατί δεν συνειδητοποιούν το τέλος του παιχνιδιού της ομορφιάς, της ζωής που τους αναμένει. Κοκορεύονται μπροστά στον καθρέπτη του χρόνου αγνοώντας ή παραβλέποντας τι τα περιμένει. Δεν έχουν συναίσθηση τι σημαίνει πείρα χρόνου όχι διατήρηση της εικόνας της ομορφιάς. Ο Πλάτωνας έλυσε το ζήτημα της αποδοχής της νεανικής ομορφιάς μέσω της παιδαγωγίας. Στην εποχή του που οι συνθήκες ήσαν άλλες. Ούτε όμως ο Έρως Καλού κατόρθωσε να αποτρέψει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο ιστορικός τον εξήγησε και τον δικαιολόγησε όχι ο φιλόσοφος. Ο έρωτας του βλέμματος προκαλεί τον πόνο της επιθυμίας, της απόκτησης, της κατάκτησης. Παιδαγωγία μέσω του Οράν, δηλαδή των αισθήσεων ή μυητική διδασκαλία μέσω της γνώσης. Η Ομορφιά είναι Ουράνια, δηλαδή άπιαστη. Μια χίμαιρα του νου που αποτυπώνεται στην συνείδηση ως Καλό. Μόνο η τέχνη της γλυπτικής κατόρθωσε να την αποτυπώσει στον Χρόνο, και κατόπιν η ζωγραφική. Το Σώμα, της Ζωής, δεν είναι Όμορφο, είναι μία απάτη που την καλύπτει η φωτεινότητα της πλαστικής τέχνης. Ο Καλλιτέχνης καθιστά την απάτη αληθινή, αντίθετα ο φιλόσοφος στηρίζεται στην ηθική. Τα πολιτικά συστήματα και τα αντίστοιχα θρησκευτικά, η οργάνωση της απόδοσης της δικαιοσύνης στηρίζουν τις Κοινωνίες, τα Κοινωνικά Συστήματα όχι η Αισθητική. Η Αισθητική και τα ερωτικά της επιτεύγματα είναι για τους Μαικήνες.
Τα μικρά κείμενα του έλληνα συγγραφέα περιστρέφονται γύρω από κείμενα-διαβάσματά του που γονιμοποίησαν την δική του γραφή. Ακόμα και ο τίτλος του παρόντος κείμενου, «Ένας αστός σε λανθασμένο δρόμο» δηλώνει την δική του εκδοχή και ερμηνεία της γερμανικής νουβέλας του Τόμας Μάν. Το σύμβολο του νεαρού όμορφου Τάτζιο (αυτού του κάπως δίφυλου εφήβου, να μην σημειώσουμε άφυλου) έχει υμνηθεί από τον ξένο και ελληνικό ποιητικό λόγο. Όπως και ο αρχαίος Αντίνοος. Στον χώρο της πεζογραφίας τουλάχιστον ο γράφων, γνωρίζει μόνο αυτήν την παραλλαγμένη σύγχρονη εκδοχή του. Την ειρωνεία του έλληνα Τάτζιο να γίνει Τατζού. Εδώ δεν πρυτανεύει ο αρχικός μύθος αλλά το εξωτερικό περίβλημά του στην σταδιακή φθορά του. Η ερωτική και κοινωνική παρωδία του. Η ίδια η ζωή ορίζει το τι είναι όμορφο και τι όχι, και η κατάχρησή της, φέρνει τα ανάλογα αποτελέσματα. Ο Τάτζιο δεν είναι παρά η απεικόνιση του τι δεν μπορούμε να είμαστε ερωτικά, παρά τις καλές προθέσεις των ποιητών, να πετύχουμε, να διατηρήσουμε, να ονειρευτούμε, να έχουμε. Το θείο και ιδανικό της Ομορφιάς μόνο στις παραστάσεις της Πομπηίας σκέψης των ρομαντικών ποιητών υφίστανται ή στους κυνικούς και μοντέρνους καιρούς μας, στα χέρια ενός άξιου πλαστικού χειρουργού και αισθητικού. Οι δεκαοχτώ αφηγήσεις- εξομολογήσεις άλλες έχουν ελληνικό τίτλο άλλες ξένο άλλες μεικτό. Ορισμένα κινούνται σε μία πολιτική ατμόσφαιρα. Σε άλλων το σκηνικό, εξελίσσεται στην επαρχία. Το «Δυο ονόματα και μια μικρή φράση» Δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 16ης Δεκεμβρίου 1978, διαβάζουμε στην σελίδα 83 μετά τον τίτλο. Το «Μι γιώτα κάπα άλφα» είναι αφιερωμένο «Στην Έμμε που μετάνιωσε». Το «Η εξομολογήτρα του Αιγαίου» είναι αφιερωμένο «Στον Λεωνίδα Πουλικάκο». Να εξάρουμε την πλούσια και πολυσύνθετη, με λυρισμού πάθους γλώσσα του Ντάνη Φώτου. Μια γλώσσα που καθρεφτίζει τις δεκαετίες του 1980 στην χώρα μας. Γλώσσα στοχαστική με νοηματικά βάθη, αλλά και παιχνίδια ήχων λέξεων, και πολλά πάρα πολλά επίθετα. Πχ. «σ’ ένα έμπεδο έμπλεο εμπαιζόμενων μπινέδων…». Προτάσεις μακροσκελείς χωρίς πολλά σημεία στίξεως. Τα ονόματα του Τσίρκα, του Καββαδία, του Μισίμα του Ραντιγκέ, του Πετρόπουλου, του Αλμπέρ Καμύ, του μουσικού Ροντ Στιούαρτ, δένουν με δρόμους των Αθηνών, το ξενοδοχείο Ομόνοια και άλλα στέκια του κέντρου της Αθήνας.
Από τον ίδιο παλαιό εκδοτικό οίκο, «Οδυσσέας» τον Νοέμβριο του 1989, κυκλοφόρησε και το δεύτερο σπονδυλωτό βιβλίο του συγγραφέα Ντάνη Φώτου, «Εγκόλπιο πάθους», σελίδες 214. Τα μικρά αυτά βιβλία λογοτεχνίας τσέπης, εντάσσονται στην επιθυμία ανάδειξης σύγχρονων ελληνικών συγγραφικών φωνών από τον εκδοτικό οίκο παράλληλα με αυτές των ξένων ομοτέχνων τους. Οι μακέτες των εξωφύλλων ανήκουν στον Γιάννη Ρούσση ενώ οι φωτογραφίες των εξωφύλλων στον Κωστή Κορωναίο. Διαβάζουμε σχετικά για τον συγγραφέα:
Ο Ντάνης Φώτος γεννήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1955 στην Αθήνα και παραμένει από τότε πιστός στην Κυψέλη. Πέρασε από την Πάντειο, τη Νομική Αθηνών και τέλειωσε πολιτικές επιστήμες στην Αμερική. Ασχολείται με το γράψιμο, τον αθλητισμό, το ζεν, το day- dreaming και τη μάταιη αγάπη μιάς γυναίκας. Ο Έρως σωμάτων είναι το πρώτο του βιβλίο και ταυτόχρονα η εκπλήρωση μιας παλαιάς υπόσχεσης στον εαυτό του ακριβά πληρωμένης.
Φλασάκι Νούμερο 2
«Ένας αστός σε λανθασμένο δρόμο» σ. 43-51
Ο όμορφος Τατζού, το όνομα με τις χιλιάδες εκπλήξεις, και σκιές, όνομα μοιρασμένο ανάμεσα στη Βία Αππία και στο Παγκράτι. Ένας άντρας κλασικών διαστάσεων και καθαρών γραμμών, τίμια πράγματα, ένας φίλος μου που με τέτοιο όνομα κιόλας άγγιζε τα όρια του μύθου. Η μαλακιά του σάρκα, οι μακρόλεπτοι μηροί του, «καλός». Το χαμόγελό του και οι πρωινές κυριακάτικες εγέρσεις μας αναμνήσεις κάποιου ποιητή, «όπου και να κοιμηθώ ο Τάτζιο με ξημερώνει» μ’ εκείνη την κυματιστή προφορά του,, σαν να κρύβουν οι ίδιες οι λέξεις μια δικιά τους ανασφάλεια. Ξαπλωμένος ράθυμα αλλάζει σταθμούς στο ραδιόφωνο, είναι αργά κάποια ώρα το πρωί, δέκα ή έντεκα, φουλ εργάσιμες ώρες κατ’ άλλους. Πολλές φορές καθόμαστε έτσι τις αργίες, εγώ ήδη στο τραπέζι μου κι αυτός μόλις ξυπνάει, ανάμεσα από εφημερίδες, μπουκάλια, τη Μάνια ή και τη Nys ακόμα, φαντάσου. Εγώ από το άλλο δωμάτιο τον κοντράρω σε ακαταστασία μα είναι αδύνατον να τον νικήσω στη απαρίθμηση ερωμένων προσώπων. Εκεί είπαμε, αυτός είναι ο Τάτζιο -μόνο για μένα Τατζού-με τα χειλικόληκτα προσόντα κι εγώ είμαι ένας φίλος του, εκείνος ο εύσωμος και κάπως ατσούμπαλα ντυμένος. Κουβεντιάζουμε από διαφορετικούς χώρους μέσω διαδρόμου, περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο, κάτι μου έδωσε την ευκαιρία να του πω: you ‘ve got a butterfly mind. Μπά, ώστε I ‘ve got two flies απαντάει γελώντας. Πρέπει να του το ανταποδώσω το λεκτικό παιχνίδι του, με προκαλεί, οπότε πάνω στην ώρα προλαβαίνω, one ‘s enough αγόρι μου. Και τότε εκείνος να στέκεται στην πόρτα μου γυμνός και ξυπνημένος να μου δείχνει τα φρεσκοακονισμένα Κωνσταντίνου Πέτρου Φωτιάδη λευκά δόντια του απειλητικά κι εκδικητικά, τόσο κακός αυτός.
Θυμάμαι πώς γνωριστήκαμε σε μια παρέα βλέποντας όλοι μαζί το «Θάνατος στη Βενετία» απ’ τον Βισκόντι. Δεν είχαμε συστηθεί καλά καλά, περιττό είναι μερικές φορές αφού συμφωνήσαμε πως ο Τόμας Μάνν ήταν ο πιο καλοντυμένος συγγραφέας των δύο τελευταίων αιώνων-άντε, μαζί με τον Όσκαρ Ουάιλντ- ντύσιμο τραπεζίτη τουλάχιστον ήταν η επιτυχημένη απόφασή μας. Το όνομα το πήρε μόνος του, βαφτίστηκε από τον μικρό ξανθό ερωδιό του φιλμ κι ας ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος. Από κείνη την αποφράδα μέρα δεν απαντούσε σε κανένα άλλο όνομα, είχε πάει και στο Πρωτοδικείο ν’ αλλάξει το άλλο, η γραμματέας εκεί του το ‘κοψε, άκου εκεί Τάτζιο Πολυζωγόπουλος, αν είναι δυνατόν. Έτσι λοιπόν περιορίστηκε στον προφορικό λόγο, όποιος το ξεχνούσε τον διόρθωνε επιτακτικά.
Μείναμε καιρό μαζί, εκείνος τριτοετής στη Σχολή Καλών Τεχνών, εγώ Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, υποκατάστημα Αμπελοκήπων του αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα. Χωρίσαμε το διαμέρισμα στα δύο εκτός κουζίνας και μπάνιου και ζούσαμε εντελώς πετυχημένα, χωρίς παρεμβολές και αγριότητες, σεμνά πράγματα δηλαδή, τα «χρυσά παιδιά της πολυκατοικίας» κούνια που τους κούναγε. Κι ας τραγουδάει ολόκληρος Τάτζιο αυτός τα ρεμπέτικά του στο μπάνιο κι ας ρυθμίζω εγώ το μηχανάκι μου στην είσοδο, αυτό το ισοβίως σχεδόν χαλασμένο δίτροχο που ποτέ δε μας εξυπηρέτησε. Τελεία και παύλα, ήμασταν τα χρυσά παιδιά. Αρκούσε ένα χαμόγελο του Τάτζιο στο διαχειριστή, από εκείνα τα σπέσιαλ τα δικά του για να δεχτεί αυτός να περιμένει καμιά βδομάδα την εξόφληση, η δε κυρία Νίτσα μας έφερνε πιπεριές τηγανιτές ή κανένα ραβανί, έτσι εργένικα που ζούσαμε εμείς να μη σκελετωθούμε. Κι ας ήταν το ψυγείο τίγκα στο ζαμπόν και στο καμεμπέρ (είχε και τις αδυναμίες του ο κύριος) το ραβανί της κυρίας Νίτσας όμως γινόταν ανάρπαστο από εμάς τους τυχάρπαστους. Ας είναι.
Φωτογράφιζα μια μέρα τεστάροντας την Nikon ενός φίλου όταν μου πέταξε στο μπαλκόνι πώς μυρίζω σταθερότητα. Τι; Να, δηλαδή έχω την τάση λέει να παγώνω και να παγιώνω καταστάσεις, είμαι κομμάτι καταπιεστικός, δεν τον αφήνω λέει ελεύθερο ν’ αναπτύξει την προσωπικότητά του, να βρει αυτό που του ταιριάζει. Εγώ; Ναι, λέει, εγώ κρεμιέμαι συνέχεια πάνω στις ίδιες αντιλήψεις, ο φόβος μου μη λείψει το αποκούμπι και μείνω μόνος, τον διέκοψα. Βρε συ τι λες, παραμιλάς; Σε χτύπησε ο ήλιος ή το ούζο πρωινιάτικα; Τι μου τραγουδάς τόση ώρα για καταπίεση, συντήρηση και συναφείς μαλακίες; Εσύ δε μου κόλλησες, μου ρίχτηκες κοινώς, και τι ωραίο σπίτι που έχεις και τι ωραίους δίσκους βάζεις κι εσύ το άστεγο τ’ ορφανό και το κατατρεγμένο να γυρνάς από δω κι από εκεί, μου το ‘φερες πλαγίως (παλιά μου τέχνη κόσκινο) να μείνουμε μαζί, όλα στη μέση τα έξοδα, να δοκιμάσουμε τουλάχιστον, βοήθησέ με καλέ κύριε να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου μου φάνηκε να ψέλλιζες σαν γυφτάκι.
Ας όψεται εκείνος ο Βισκόντι ο καταραμένος που το ‘πα το ναι και το σκυλομετάνιωσα. Μπήκες, σιγουρεύτηκες στρογγυλοκάθισες, μου κουβαλούσες μετά τις δώδεκα το βράδυ και καθημερινές όλη τη σκυλοπαρέα και γαυγίζατε και καπνίζατε τα πάντα και πηδιόσαστε κι εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθεί γιατί αύριο το χρεωστικό υπόλοιπο θέλει κεφάλι καθαρό και όχι φουρτουνιασμένο από τα άνομα και τα έκνομα τα χθεσινοβραδινά. Δε λέω, εντάξει μια στις τόσες, αλλά σχεδόν κάθε βράδυ τα ίδια η βαλίτσα πήγαινε μακριά, σχεδόν κόντευε να μη φτάσει. Και ύστερα μου ζητάς και τα ρέστα από πάνω, με κατσαδιάζεις που θέλω καμιά φορά την ησυχία μου, στο σπίτι μου, στο σπίτι όπου είσαι απλώς φιλοξενούμενος και πληρώνεις μόνο τα μισά κοινόχρηστα κι αυτά όποτε θυμηθείς.
Μήπως ξέχασες ποιος απαιτούσε Μύκονο Αύγουστο μήνα Θεέ και Κύριε; Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου πάμε κάπου αλλού με λιγότερο κόσμο, όχι εσύ, εκεί στο πείσμα σου να θες μάλλον να βρεθείς ανάμεσα στις θεότρελες να «διασκεδάσεις» όπως έλεγες, να ψυχαγωγηθείς για να σε μαζεύω εγώ μετά σαν καλός και φιλότιμος συγκάτοικος μεθυσμένο από τις μπερδεμένες αγκαλιές σου. Και θες να το παίξεις και λίγο pusher και δώστου το κρυφτό με τη Δίωξη κρατώντας δυο τσιγαριλίκια σφιχτά στα χεράκια σου να τρέχεις στις παραλίες, εσύ ο έμπορας ο τρομερός για δύο χιλιάρικα, όταν τη βραδιά ξόδευες τουλάχιστον δέκα. Άς μην ήμουν συμφοιτητής στην Πάντειο με τον τοπικό κύριο Υπομοίραρχο που έκανε τα στραβά μάτια για χάρη μου και σου ‘λεγα εγώ τα εμπόριά σου και τα κέρδη σου καημένε μου. Θα σ’ αλυσοδένανε και θα ‘βγαινες έξι τον αριθμό χρονάκια ύστερα λιωμένος, αρνάκι άσπρο και παχύ και ηλίθιο. Τα ξεχνάς όλα αυτά, ή μάλλον δε σε συμφέρει να τα σκέφτεσαι, γι’ αυτό βγάλε το σκασμό και φέρε μου το φωτόμετρο από μέσα, φρύαξες και βρόντηξες την πόρτα φεύγοντας.
Ας βάλουμε λοιπόν τώρα που λείπεις όλα τα χαρτιά κάτω. Ο Τάτζιο ήταν καλό παιδί και όμορφος και ζωγράφος καταπληκτικός, μα κι απ’ αυτούς που οι εφημερίδες και τα λαϊκά περιοδικά τους ονομάζουν «αδελφές» τα κουλτούρ-ρολλά τους λένε «γκαίυ», άλλοι τους μπερδεύουν με τους τραβεστί και μόνο το δίδυμο Μπέττυ- Πετρόπουλος μπορεί κάπως να βάλει τάξη σ’ αυτό το εσκεμμένα σκοτεινότατο χάος. Πού και πού μου ξεπόρτιζε ντυμένος γυναίκα και ροβολούσε κατά Σύνταγμα να δοκιμάσει εκεί πρώτα τα φτερά του, ύστερα Κολωνάκι, Ομόνοια καμιά φορά, σπανιότερα Δέλτα. Και όταν λέμε Δέλτα εννοούμε ακριβώς Δέλτα, στο παλιό τουριστικό, όχι Συγγρού κι επιμιξίες ανεπίτρεπτες με την αντιπνευματική πλέμπα μου ούρλιαζε κάποιο πρωί χαράματα στις τρεις να πάω να τον πάρω με τ’ αυτοκίνητο γιατί τέλος πάντων.
Άλλοι μου λέγαν τι θες και τον θρέφεις και δεν το διώχνεις το αχάριστο το αγλαρότεκνο, άλλοι με γράφανε συνδρομητή στο «λάμδα» για πλάκα κι άλλοι απλώς ζηλεύανε την τύχη μου τέτοιο παιδί να το συγκατοικώ και να το… χαίρομαι. Άλλοι, οι πιο γάτοι τούτοι εδώ, περίμεναν στη σειρά και βάζαν λόγια του μικρού απεργαζόμενοι συκοφαντίες κι εξοστρακισμούς να τον πάρουνε με τα νερά τους να μ’ εκδικηθούν, σκασίλα μου. Ούτε μου μ’ ένοιαζε να πω την αλήθεια πια. Στην αρχή, πριν ενάμιση χρόνο οι συζητήσεις μας για τον Μαξ Ερνστ ήταν αποκαλυπτικές, παίζαμε μουσική εγώ κιθάρα αυτός φλάουτο με τις ώρες, το γλεντάγαμε όλο και περισσότερο. Όταν όμως ο Αντώνης έγινε Τάτζιο, αισθάνθηκε Τάτζιο, τότε πάνε και οι συζητήσεις πάνε και οι μουσικές, άρχισε να ψάχνεται και να στρώνει τη ζωή του διαφορετικά από μένα τον «ενταγμένο», το σκλάβο το μισθωτό. Δεν του είπα τίποτα, το σημείωσα και πήγα πάρα κάτω. Στα μάτια μου είχα ακόμα αυτό τον θαυμάσιο φίλο που ζούσαμε μαζί, λάθος μου βέβαια που δεν έβλεπα τον Αντώνη να μεταμορφώνεται σ’ ένα νέο ζώο, έναν ερωδιό όλο φτερά και μολύβια για τα μάτια, ο Τάτζιο πια ψάχνοντας σήμερα για καλτσόν σκούρο στο νούμερό του. It’s okey with me του είπα με τα φρέσκα Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης αγγλικά μου, αν θες να ζεις όπως πιστεύεις δικαίωμά σου, του το ‘βαλα κατ’ αρχήν συνταγματικά, σεβάσου τη δική μου ζωή την κούρασή μου, το υποχρεωτικό μου ωράριο. Εκείνος είχε παρατήσει τη Σχολή, δεν πατούσε σε εργαστήρια, ζωγράφιζε αραιά και πού, ήταν απορροφημένος από τα άλλα τα φωταγωγημένα.
Ώσπου κάποια μέρα διαπίστωσα πως μάλλον ξόδευε περισσότερα απ’ όσα του στέλναν οι δικοί του από τη Θεσσαλονίκη. Αυτό φάνηκε ξαφνικά όταν έκανε την εμφάνισή του το στέρεο, ένα συγκρότημα αρκετών βατ και σεβαστής αξίας , η ευμάρεια και η πορνεία του είπα πάνε αγκαλιά και δεν κρύβονται. Και τι με νοιάζει εμένα; Εμένα δε με νοιάζει καθόλου, μα μπορώ να στο πω, έτσι θέλω να στο πω για να το ακούσεις και μια φορά, να το ξέρεις πως υπάρχει και αυτή η οπτική. Μου τα ψάλανε τα κάλαντα οι φίλοι, ο Τατζού σου μου λένε, αυτός ο μικρός, ο κενός, ο όμορφος, ο ψυχρός και έτσι, είναι ακριβός κι από πάνω, πάει για το βραβείο από μόνος του. Μα τι λέτε βρε παιδιά εγώ, ναι εκείνοι να επιμένουν ώσπου μου σκάσανε και την τιμή, δέκα χιλιάρικα και επί συνεντεύξει, γι’ αυτό και έπαιρνε το τηλέφωνο στο δωμάτιό του για δυο μόνο λεπτά, το πολύ τρία μιλώντας μ’ αυτές τις φωνές τις παχύσαρκες από την άλλη άκρη. Εντάξει, δικαίωμά σου κι ομορφιά σου. Αν νομίζεις πάντως πως θα κρατηθείς αιώνια, μια ζωή ολόκληρη στον Όλυμπο, εκεί ανάμεσα στους θεούς, τις μαινάδες και τα γανυμηδάκια τότε ετοιμάσου για απογοητεύσεις χύμα κι εποποιίες διαψεύσεων. Μάτια μου το δέκα γίνεται πέντε, δύο, τσάμπα πολύ γρήγορα και θα σου στοιχίσει αφάνταστα αυτή η μείωση και θα λες κι ευχαριστώ πριν ακόμα μάθεις κατά που πέφτει το Λιτόχωρο, πόσο μάλλον ο Όλυμπος, ο θρόνος του Διός. Γαμώ τη πορνεία μου φώναξες εκτός εαυτού κι άρχισες να μαζεύεις, θα φύγω και να τυλίγεις κουβέρτες, είσαι ένας αισχρός αστός η πρόχειρη και ξεκάρφωτη ετικετολογία σου πάλι, θα ζήσω ελεύθερο πουλί έλεγες κι οραματιζόσουν τα δικά σου τ’ απελευθερωμένα μεσάνυχτα ανάμεσα στην Πιερρό, την Τζίλντα και τις άλλες μοναξιασμένες πνοές μέσα στο λαμέ αγοραίο χάραμα των σεξουαλικών λεωφόρων.
Και όμως με βρήκες. ‘Ηρθες και με βρήκες, κατάφερες και μ’ ανακάλυψες και ήρθες χτες στο σπίτι μου, σ’ αυτό το καινούργιο όχι το παλιό κι αμαρτωλό ύστερα από πέντε άγνωστα χρόνια. Στέκοντας στην πόρτα δε συστήθηκες όταν σου άνοιξα, νόμισες πως δε θα χρειαζότανε να συστηθείς όπως εκείνη την πρώτη φορά στο σινεμά, έτσι ακόμα νόμιζες, τόσα τα λάθη σου και οι μαγνητικές σου πορείες τόσο διαφορετικές από τις πραγματικές. Περίμενες πως θα σ’ αναγνώριζα αμέσως με την πρώτη ματιά, περίμενες πως θα ‘πεφτα στην αγκαλιά σου, θα σε φιλούσα μ’ εκείνο το πάλαι ποτέ πάθος, εκείνη την αφιέρωση. Τίποτε απ’ όλα αυτά, διαψεύστηκες και δέχτηκες την αλήθεια του «τι θέλετε κύριε» κατάμουτρα, άθελά μου, τόσο αγνώριστος ήσουν, είχες αλλάξει. Το λερωμένο σου παλτό πολυφορεμένο, η προϊούσα φαλάκρα σου, το διπλοσάγονο και η βέρα σου που πάσχιζες να κρύψεις (λες και υπήρχε λόγος να ντρέπεσαι γι’ αυτήν) όλες οι υπονοούμενες κινήσεις σου, μπαίνοντας να αισθάνεσαι υποχρεωμένος να γλιστρήσεις στις ίδιες μανιέρες, όλα αυτά ήταν απλώς αποσκευές λησμονημένες. Ούτε κάθισες καν, αρνήθηκες, οποιοδήποτε ποτό, έτσι βιαστικά στα όρθια μου έριξες την απαίτησή σου, αυτή κυρίως μ’ έκανε να σε σβήσω από τη μνήμη μου για πάντα. Εσύ ο Αντώνης, έστω ο Τάτζιο, εσύ, αν έχω πενήντα χιλιάδες να σου δώσω μέχρι αύριο το πρωί στις δέκα, στην ανάγκη ξέρεις να τα πάρω απ’ το ταμείο της Τράπεζας θα μου τα επέστρεφες σε δυο μέρες ακριβώς. Αν ήθελα ήξερα να τον τρόπο να δικαιολογήσω, να καλύψω το έλλειμμα, να το κάνω γι’ αυτόν, είναι ανάγκη, στην παλιά μας φιλία. Και ξαφνικά η μεταστροφή στο κρίσιμο σημείο, το σημείο κάμψης εκεί όπου δοκιμάζεται η αντοχή των υλικών, η πρότασή του με τα υπονοούμενα παιδιά της πώς αυτός εδώ ήταν, ό,τι ήθελα απ’ αυτόν, να κάνει κι εκείνη την ανήκουστη κίνηση του ξεκουμπώματος, να έτσι λίγο μια ιδέα αποκάλυψης του υποσχετικού που θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Φαντάσου, έτσι ξαφνικά, δεν είναι δυνατόν ψιθύρισα πισωπατώντας.
Τον πέταξα έξω παρ’ όλη την ταραχή μου και την αγάπη μου που έσκουζε. Το σοκ δεν ήταν μικρό, ήρθαν κι όλα μαζεμένα, ο Τάτζιο, ο Τατζού που στόλιζε το σπίτι εκείνο, το άλλο χρυσό παιδί, ο ζωγράφος ο τόσα υποσχόμενος, έτσι σήμερα, παχύς λιγδερός άσχημος εντελώς μια πόρνη, προκειμένου.
Γι’ αυτό τον θυμήθηκα κι έγραψα τούτη την ιστορία του. Όταν συνήλθα κάπως από τον χορό των αναστατωμένων εντυπώσεων έψαξα στο ντουλάπι κι έβγαλα απ’ το τελευταίο συρτάρι τις φωτογραφίες χύμα. Κάπου χωμένες κι αταχτοποίητες όλες οι άγνωστες τώρα και παλιές φωτογραφίες, αυτές οι δεκαπέντε είκοσι για τα δυο σχεδόν χρόνια που περάσαμε ναζί. Τις κοίταζα αργά, τις χάιδευα με τα μάτια μην μπορώντας να πιστέψω αυτό που είχα αντικρίσει πριν από λίγο.
Ήταν όμορφος αναντίρρητα. Ίσως όμως να ήταν και το χρώμα της Βενετίας που δεν εννοεί μερικές φορές να ξεκολλήσει απ’ το chiaroscuro. Τέτοιες αναμνήσεις που μαυρίζουν και ξεφτίζουν έτσι απότομα, άθελά μου επαναλαμβάνω, δεν τις χρειάζομαι. Έσκισα τις φωτογραφίες αποφασιστικά και γύρισα στο σαλόνι ν’ αδειάσω το αποτσίγαρο. Ένα φίλτρο φτηνό στραβοσβησμένο από χέρι που έτρεμε, δυο ίχνη από χείλια με ρουζ ξεθωριασμένο που ήρθαν έτσι χωρίς αιδημοσύνη ένα βράδυ βιαστικά στο σπίτι μου, ούτε θυμάμαι πότε. Μόνο ένα όνομα Τατζού, από το Τάτζιο, ένας δικός μου φίλος κάποτε. Σελίδες 43-51.
Το βιβλίο περιέχει εν συνόλω 18 αφηγήσεις
1., Fusillado de amor 2., Αθήνα, η πόλη των εχθρών 3., Έρη. 4., «Ένας αστός σε λανθασμένο δρόμο». 5., Το ανιμαλίτο του Χαλαντριού. 6., Μάγκυ Κλέμενς. 7., Au Skipper’s Bar. 8., Ένα πρωί γίνεται λέξεις. 9., Δύο ονόματα και μια μικρή φράση. 10., Ένας Ορφέας εν μέσω των Θρακών. 11., Ερωτευμένη μ’ ένα όνειρο των 10 mgr. 12., Τα της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλων. 13., Η σκόνη του Newport Road. 14., Μι γιώτα κάπα άλφα. 15., Che ricordi, fabbro mio. 16., Τη δίψα της ψυχής το ανάγνωσμα (για τα λεφτά σου και μόνο). 17., Αμύντα και Ζαλεύκου, 1983. 18. Η εξομολογήτρα του Αιγαίου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Κυριακή 31 Ιουλίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου