Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Βασίλειος Λαούρδας Το Μάθημα της Μικρασιατικής Καταστροφής

 

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

     ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ  ΛΑΟΥΡΔΑΣ

 

      Τις ημέρες αυτές έκλεισε ακόμη ένας χρόνος από τότε που ο Μικρασιατικός Ελληνισμός ξεριζώθηκε από χώματά του και ήρθε να εγκατασταθεί στους κόλπους της μητέρας Ελλάδας. Αν το έθνος είχε συνείδηση της μοίρας του, οι μέρες τούτες θα μας είχαν φέρει σε βαριά συλλογή, θα μας κάναν να αναμετρήσουμε τη συμφορά εκείνη και, παίρνοντας από τον λόγο της τα αναγκαία διδάγματα, να οργανώσουμε σε θεμέλια στέρεα την καινούργια ζωή μας. Μέσα όμως στην οχλοβοή των συνθημάτων και στην διασπορά των ψυχών ο λόγος της Μικρασιατικής Συμφοράς κινδυνεύει να ηχήσει αναπάντητος. Οι περιουσίες που χάθηκαν, οι ζωές που θυσιάστηκαν, τα ιστορικά αποθέματα που μείνανε άστεγα, άρχισαν να γίνονται «παλιά ιστορία», γιατί οι Έλληνες «αεί παίδες» χτίζουν κάθε φορά τη ζωή τους από την αρχή, αδιαφορώντας για τα λιθάρια που θα μπορούσαν να προσποριστούν από τη συνειδητοποίηση της ιστορικής τους πορείας. Μέσα στην πορεία τούτη υπάρχουν κοιτάσματα μέγιστης δύναμης και αξίας. Ένα ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η Μικρασιατική συμφορά. Το μήνυμά της απλό και καθαρό πρέπει να το έχουμε αδιάκοπα στον νου μας, αν είναι να κρατήσουμε την Εθνική μας υπόσταση.

     Τα αίτια της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι σύνθεση από πολλά και φαινομενικά αντιμαχόμενα στοιχεία. Το μεγαλύτερο και πιό πολύτιμο ανάμεσά τους στάθηκε η Μεγάλη Ιδέα, το αίτημα του Νεοελληνισμού να κλείσει μέσα στην καινούργια κρατική μορφή του όλους τους υποδουλωμένους στον Τούρκο αδελφούς, επανιδρύοντας πάνω στα θεμέλια της κλασσικής Ελλάδας την αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Το αίτημα τούτο που η γενεά του «μεσοπολέμου» το παρέδωσε στους νεώτερούς της σαν μιά κούφια έκφραση, έδεσε τον Ελληνισμό εκατονταετίες ολόκληρες και δημιούργησε άντρες που δεν είναι να παρομοιαστούν σε τίποτα με τους σημερινούς πολιτικούς και λογοτεχνικούς τζιτζιφιόγκους, τα διαλυμένα τούτα ατομίδια που χάνονται μέσα σε σοσιαλιστικές ανεμοφιλολογίες ή σε συρρεαλισμούς και υποκειμενισμούς. Τούτη η «τυχοδιωχτική», όπως την ονομάζουν οι μισθοφόροι ή οι αποσυντεθειμένοι. Μεγάλη Ιδέα ήταν που ξεσήκωσε τον Ελληνισμό από τη Μελούνα και τον έφερε ως την καρδιά της Τουρκίας και τα πρόθυρα της «Βασιλίδας των πόλεων» και τούτη ήταν που καιγότανε μέσα στις φλόγες που ζώσανε τη Σμύρνη. Μαζί της ήτανε συναρτημένοι και πολλοί άλλοι σκοποί, όπως η λύση του από τότε μόνιμου προβλήματος των βράχων μας, του δημογραφικού, όπως και της στρατιωτικής ασφάλειας της χώρας που δεν ήταν ούτε και θα γίνει ποτέ νοητή χωρίς τη κατοχή όλων των νησιών της Ανατολικής Μεσογείου μαζί με τα παράλια της Ασίας του Αιγαίου.

      Από τη δεοντολογία όμως ως την πραγματοποίηση υπάρχει κάποτε χάσμα. Και το χάσμα τούτο ανοίγει αγεφύρωτο, όταν ανάμεσα στα αιτήματα ενός λαού και στην πραγμάτωσή τους παρεμβάλλονται όχι μονάχα οι αδυναμίες του ίδιου του λαού, αλλά και οι δυνάμεις των φίλων του. Στην υπέρτατη τούτη ώρα, όταν ο Ελληνικός στρατός έφτανε έξω από την Άγκυρα αφού είχε χαιρετήσει την Ελληνική Σημαία στην Κωνσταντινούπολη, η πολιτική ζωή της χώρας βρέθηκε δίβουλη και διχασμένη, κατά την παλαιά και μόνιμα διαλυτική αναξιότητα των «ηγετών» της Ελλάδας μπροστά στο λαό τους. Ο διχασμός τούτος μ’ όλο που δεν είχε την αθλιότητα του σημερινού και συνεπώς δεν είχε χωρίσει τον λαό πάνω σε προγράμματα οικονομίας αλλά θεμελιώθηκε σε δυό μεγάλες προσωπικότητες, στάθηκε μοιραίος για τον τόπο. Ακόμη όμως πιό μοιραία στάθηκε η «πολιτική» των ανδρών που πολεμήσανε με τον Ελληνικό στρατό στις πεδιάδες και στα βουνά της Μακεδονίας. Ο Ελληνισμός δεν ξέχασε και δεν πρέπει να ξεχάσει ποτέ πώς, την ώρα που έχυνε το αίμα του για την ιερώτερη από τις φυλετικές του επιδιώξεις, ένας από τους χτεσινούς συμμάχους του με την πρόφαση των «ιδεολογικών» διαφορών έστελνε τα πολεμικά του περισσεύματα στον Τουρκικό στρατό, εγύμναζε τους Τούρκους στρατιώτες, καθοδηγούσε το Τουρκικό στρατιωτικό επιτελείο, πληροφορούσε έμμεσα την Τουρκική πολιτική. Αν είναι αλήθεια πως η πολιτική ηγεσία δεν πρέπει να έχει μνήμη συναισθηματική, άλλο τόσο είναι αλήθεια πώς οι λαοί δεν λησμονούνε. Και ασφαλώς θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες για να ξεχάσει ο Νεοελληνισμός την Γαλλική πολιτική του 1922 που παρείδε πώς οι Έλληνες ήταν σύμμαχοι και οι Τούρκοι εχθροί τέσσερα  χρόνια προηγουμένως.

          Όπως και νάναι ο Ελληνισμός έχασε τις εστίες πού κρατούσε αναμμένες τρείς χιλιάδες χρόνια στα Μικρασιατικά παράλια και μαζί τους έχασε τον μόνο άξιο προσανατολισμό της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής του. Από τότε και πέρα άρχισαν να ξεφυτρώνουν λογής-λογής πολιτικάντηδες, ο καθένας με την «ιδεολογία» του και όλοι μαζί με μόνο σχέδιο ανασύνταξης του Νεοελληνισμού διάφορα θρυμματίδια από τα οικονομικά- σοσιαλιστικά και μεγαλοαστικά- ευδαιμονιστικά προγράμματα των μαζικών καθεστώτων της Ηπειρωτικής Ευρώπης ή της Ασίας. Τούτη η αλλαγή ενός ιδανικού με το κάλπικο νόμισμα της καπιταλιστικής ή της σοσιαλιστικής πολιτικής στάθηκε το πρώτο από τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Συμφοράς. Αν σήμερα καθόμαστε και παίρνουμε στα σοβαρά τους κατεργάρηδες της ρακοσυλλεκτικής πολιτικής με τα λογής-λογής προγράμματα της οικονομικής τους πολιτικής είναι γιατί έλειψε από ανάμεσά μας η Ιδέα εκείνη που δεν είχε μόνο τη δύναμη να ενώσει όλο τον λαό, αλλά μπορούσε ταυτόχρονα να λύσει τις, μπροστά στη Μεγάλη Ιδέα, ειδικότερες επιδιώξεις μας, όπως τη διοχέτευση του δημογραφικού περισσεύματος ή τον προσπορισμό πρώτων υλών. Η Μεγάλη Ιδέα έπλασε απολύτως φυσικά και άνετα από την γη του λαού τον Βενιζέλο. Η εσωτερική πολιτική, ύστερα από το 1922, έπλασε απολύτως φυσικά κι αυτή και άνετα τους πολιτικούς- οικονομολόγους.

     Βασική στάθηκε η μεταλλαγή και στην εσωτερική διάρθρωση της κοινωνίας. Οι Μικρασιάτες αδελφοί μας που πλημμύρισαν, μετά την καταστροφή, τους βράχους της Μητέρας Ελλάδας, και με τον όγκο τους και με την ψυχοσύνθεσή τους και με τις ειδικές συνθήκες που τους έφεραν εδώ έδωσαν στην Ελληνική κοινωνική ζωή τόνους εντελώς ανάκουστους ως τότε. Ήλθαν πρώτα- πρώτα οι θαυμάσιοι εκείνοι Έλληνες έμποροι, βιοτέχνες και βιομήχανοι της Ανατολής και σε λίγα χρόνια μέσα με την πείρα τους, τη δραστηριότητά τους και την Ιωνική τους δεξιότητα αλλάξανε συθέμελα την οικονομική όψη της Ελλάδας. Οι στατιστικές από το 1922 και πέρα παρουσιάζουν μίαν εξαιρετική ένταση βιομηχανικής παραγωγής με κύριους και ουσιαστικούς δημιουργούς τους Μικρασιάτες. Ο σχηματισμός «κεφαλαίου» είναι αποτέλεσμα αποκλειστικό της μικρασιατικής πρωτοβουλίας, γιατί ο Έλληνας εδώ ποτέ δεν είχε βάλει μπροστά του τέτοιους σκοπούς, όντας περισσότερο άνθρωπος και λιγώτερο επιχειρηματίας. Τούτο έχει βέβαια τα καλά του γιατί η χώρα ανυψώθηκε αμέσως σε βιομηχανική παραγωγή και έτσι ξεπέρασε και σε τούτον ακόμη τον τομέα τους χοιροβοσκούς Βαλκανικούς μας γείτονες. Έχει όμως και μειονεκτήματα-αλλά η ανάπτυξή τους θα φάνταζε σήμερα φιλολογία ανάμεσα στην οχλοβοή εκείνων που δεν λένε μόνο πώς είμαστε αλλά και πώς πρέπει να είμαστε «Ευρώπη». Η μεταλλαγή πάντως αυτή στάθηκε το πρώτο και το μοναδικό ως τώρα από μιάν άποψη καλό αποτέλεσμα του ερχομού των Μικρασιατών αδελφών μας στην Ελλάδα. Μαζί του ήρθαν άφθονα άλλα, πολύμορφα και βαρυσήμαντα που είναι δύσκολο να ειπωθούν, απ’ όποιαν άποψη και αν εξεταστούνε, καλά. Ο όγκος πρώτα-πρώτα των προσφύγων στάθηκε ανήμπορο να απορροφηθεί σε εργασίες ή σε γαιοκτησίες και έτσι το μόνιμο δημογραφικό πρόβλημα του βράχου μας έγινε τώρα οξύτατο. Ο πληθυσμός της Ελλάδας δίχως εγγειοβελτιωτικά έργα και παράλληλη αύξηση της βιομηχανικής ζωής, που προϋποθέτουν όμως τεράστια κεφάλαια, δεν χωράει πιά στα όριά του τα σημερινά.

          Μεγάλο μέρος των προσφύγων έγιναν μεταπράτες ή ακόμη χειρότερο, άνεργο προλεταριάτο με διαλυτική δύναμη που δεν είχε γνωρίσει ποτέ ως τα τώρα η Ελλάδα. Αρίζωτοι καθώς ήταν και έμειναν άρχισαν να πέφτουν διαδοχικά στα χέρια κάθε ολκής και φτιασιάς πολιτικάντηδων και προσφυγοπετέρων για να κατασταλάξουν σήμερα, μοιραία και ασυναίσθητα, κατά το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος τους, «αριστεροί», περιμένοντας, όπως μάταια περίμεναν και άλλοτε, να αποκατασταθούν τώρα από τους «σοσιαλιστές». Η δυνατότητα μιάς μεγαλύτερης Ελλάδας θα έσωζε τους ίδιους πρώτα-πρώτα γιατί θα έφευγαν από τους συνοικισμούς τους για να εγκατασταθούν σε δικά τους εδάφη, όπου η διέξοδος της πρωτοβουλίας τους θα ήταν πολύ περισσότερο εύκολη από ότι μέσα ή γύρω στην υδροκέφαλη πρωτεύουσα. Την σκέψη όμως τούτη, που είναι φυσιολογική αναπνοή από παλαιότερα χρόνια στον Έλληνα εδώ, δεν μπόρεσαν να την καταχτήσουν οι πρόσφυγες, φερμένοι από πλούσια χώματα με δυναμικότητες να θρέφουν και τετραπλάσιο από ότι θρέφαν πληθυσμό. Έτσι σήμερα ακούμε να αρνούνται λύσεις προβλημάτων πού δεν το δημιούργησαν απλώς οι ίδιοι με τον ερχομό τους αλλά και που αυτούς τους ίδιους θα τους έσωζαν από την απαθλιωτική ζωή του μικροπωλητή ή του άνεργου προλετάριου. Δεν είναι βέβαια από τη φύση τους κακοί και διεφθαρμένοι οι πρόσφυγες. Η ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού τρείς χιλιάδες χρόνια ως τα τώρα έχει να παρουσιάσει θαυμάσιες σελίδες πνευματικής και υλικής δημιουργίας ανάμεσα σε συνθήκες ζωής πού  φτάναν να συντρίψουν οποιονδήποτε άλλον λαό. Οι κρυπτοχριστιανοί, η Ευαγγελική σχολή, οι κοτραμπατζήδες (όσο κι αν τούτος τους βαρεθήκαμε από τη φλυαρία των επιγόνων τους) και πολλές άλλες εκδηλώσεις των τελευταίων έστω δεκαετιών μιλάνε για υπέροχες ελληνικές ψυχές που κράτησαν τον ανθρωπισμό τους παλεύοντας αδιάκοπα με τους όγκους της Ανατολής. Και απλό μόνο φυλλομέτρημα της «Εκκλησίας Τραπεζούντος» του Χρυσάνθου αποκαλύπτει μορφές που μπορούν να συγκριθούν με οποιεσδήποτε άλλες της Μεσαιωνικής ή Νεώτερης δικής μας εδώ ιστορίας. Η σκέψη λοιπόν πώς οι πρόσφυγες ήταν από τη φύση τους να γίνουν ό,τι γίναν είναι βέβηλη’ οι πρόσφυγες απαθλιώθηκαν, όσοι απαθλιώθηκαν, γιατί δεν βρήκαν εργασίες, γιατί δεν μπόρεσαν και δεν μπορούν να ζήσουν. Για τούτο όμως δεν φταίει ούτε το κράτος, ούτε οι αστοί, ούτε οι πρόσφυγες, ούτε οι προσφυγοπατέρες. Φταίνε τα ίδια τα πράγματα. Αν βέβαια δούλευε πιό συστηματικά η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων και αν οι προσφυγοπατέρες υπολόγιζαν όχι τόσο τις εκλογές όσο τους εκλέκτορες, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά- η διαφορά όμως και έτσι δεν θα είχε σήμερα και μεγάλη σημασία γιατί με τους πόρους που έχουμε, με την εδαφική έκταση και με τον βαθμό απόδοσης των επιχειρήσεών μας ή των έργων γεωργικής παραγωγής πάντως θα μέναν μεγάλα περισσεύματα ανθρώπων. Αν φταίνε σε κάτι οι πρόσφυγες είναι πώς έπρεπε να καταλάβουν ότι η γη της Ελλάδας δεν είναι η γη της Ανατολής’ για να ζήσουν οι Έλληνες εδώ γίνονται από παλαιότατα χρόνια ακροβάτες, αλλάζοντας συχνά επαγγέλματα, κάνοντας μαζί τρείς και τέσσερεις δουλειές, δουλεύοντας σκληρά και ζώντας λιτότατα. Αυτό έπρεπε να το καταλάβουν, ώστε να μην βασιστούν στην πολιτική που τους προβάλλουν οι μισθοφόροι, οι σοφιστεμένοι, οι δημοκόποι και οι οποιαδήποτε άλλης παραλλαγής σημερινοί πολιτικοί μικροαπατεώνες. Η ιδιομορφία των περιστατικών που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει τις ρίζες της μέσα σε τούτη την ψυχική και πνευματική απαθλίωση που θα μπορούσε ίσως να μετριαζότανε αν η πολιτική ηγεσία ήταν πιό θετική και πιό σοβαρή, αλλά πού δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί μιά και στο τέλος φτάσαμε να διεκδικούνε πλήθος άνθρωποι μιά και μόνη θέση.

          Οι διαπιστώσεις τούτες βαρύνουν κατά το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος τους γηγενείς και τις αντικειμενικές συνθήκες, Τους πρόσφυγες όμως και ειδικώτερα τους μορφωμένους ανάμεσά τους βαρύνει εξ ολοκλήρου η αδυναμία να συγκρατήσουν τη μνήμη τους. 23 χρόνια ως τα σήμερα δεν βρέθηκε σχεδόν κανείς ανάμεσά τους που να μπόρεσε να ειπεί έστω και μία φράση αντάξια στο πνεύμα και στο ήθος και στη γη της Ελληνικής Μικράς Ασίας. Η φωτεινή εργασία του σεβάσμιου γέροντος Χρυσάνθου, οι προσπάθειες του Αργυρόπουλου και ο Φώτης Κόντογλου είναι οι μόνες ως τα τώρα εκδηλώσεις ενός λαού που αν είχε τη δύναμη να ιδεί και να μιλήσει θα είχε να μας αποκαλύψει πολυτίμητες και άγιες αλήθειες. Οι Μικρασιάτες διανοούμενοι θεωρήσαν πώς δεν ταίριαζε στο μεγαλείο τους να μιλήσουν για τη γη τους και αλλάζοντας τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής φλυάρησαν και φλυαρούν για τη «μοντέρνα ψυχή», για τις «υποκειμενικές ανησυχίες» τους, για την «μεταπολεμική αγωνία» και για παρόμοιες άλλες σαπουνόφουσκες με τρόπο που γίνεται ολοένα και πιό απαράδεχτος. Ήταν λοιπόν τόσος ο πόθος τους να μιλήσουν για πράγματα που τα γνωρίσανε από τη Γαλλική βιβλιογραφία, ώστε να λησμονήσουν πώς δεν έχουν κάν το δικαίωμα να αγνοήσουν τη γη τους; Ήταν άραγε τόσο πολύ ζυμωμένα τα χτεσινά προσφυγόπουλα με τις ανησυχίες της «ευρωπαϊκής ψυχής»,  ώστε να μην καταδεχτούν να μιλήσουν για τις αντρίκιες ψυχές της πατρίδας τους, για το υπέροχο πνεύμα της και για το θρεμμένο από τη σάρκα εκατομμυρίων Ελλήνων χώμα της;  Έτσι φαίνεται πώς θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε και αν δεν υπήρχαν τρείς-τέσσερεις ανάμεσά τους σοβαροί όπως ο Φώτης Κόντογλου που είναι μόνος τους ακέρια η Ελληνική Ανατολή από τον Θαλή ως τον τελευταίο αγιογράφο, θα κινδυνεύαμε να τους πιστέψουμε στ’ αλήθεια. Αντί να αποσυντεθούν με ψυχολογισμούς, με λογοτεχνίες του ονείρου, με φραγκολεβαντίνικα μυθιστορήματα τύπου “Eroica” και κωμικά δοκίμια τύπου «Αποστασία», οι Μικρασιάτες Έλληνες είχαν υποχρέωση, αν είχαν βέβαια μυαλό και μνήμη, να σκύψουν στις ρίζες τους και να μας μιλήσουν για τη γή τους. Τούτο δεν έγινε. Και έτσι ενώ το Έθνος έχασε κοιτίδες Ελληνικού πολιτισμού τριών χιλιάδων ετών, ενώ οι ντόπιοι Έλληνες σηκώνανε το βάρος άλλων δύο εκατομμυρίων κατοίκων πάνω στα φτενά και άγονα βράχια τους ,τους Μικρασιάτες διανοούμενοι προσθέσανε το βάρος του φραγκολεβαντινισμού τους και αυξήσανε τη σύγχυση.

          Είναι δύσκολο να αποφλοιωθούνε από τώρα τα γεγονότα του 1922 για να γίνει ο καρπός τους ζωής μας. Εκείνο που στέκει πρωταρχικά είναι να μην το λησμονούμε, γιατί μόνο με τη συνείδηση της ιστορίας του μπορεί να πορεύεται στέρεα ένας λαός στο δρόμο της ζωής του. Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός ήτανε κι’ αυτός ένα κομμάτι Ελλάδας. Τρείς χιλιάδες χρόνια έχτιζε ναούς και εκκλησίες, έγραφε έπη και τροπάρια, φορούσε τον χιτώνα και τις βράκες, έβγαλε φιλοσόφους και δεσποτάδες, και πάλευε αδιάκοπα με τους Ακρίτες και με λογής-λογής βαρβάρους. Οι προμαχώνες του κρατήσαν για αιώνες μακριά από τα εδάφη της Ευρώπης τους Ασιάτες επιδρομείς και οι πολιτείες τους φιλοξενούσαν αδιάκοπα τους φυγάδες της Μητέρας Ελλάδας. Η μοίρα του τον έχει ανασπάσει σήμερα από τα χώματά του, είναι όμως στο χέρι του να γίνει τώρα πνεύμα και με τούτη τη καινούργια του μορφή να αποδώσει τα σημερινά τροφεία του στη μικρή κόγχη της Ελλάδας.

          Έτσι πρέπει να ιδούν το χρέος τους και τη ζωή τους οι Μικρασιάτες νέοι. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε και παραέχουμε σοφιστεμένους. Τίποτε παραπάνω δεν είναι να προστεθεί με μερικά ακόμη προγράμματα σοσιαλιστικής καφενολογίας ή με λογοτεχνήματα σε ύφος Γάλλου του 20ου αιώνα. Το χρέος του Μικρασιάτη είναι η συνείδηση της γης του. Και όταν η συνείδηση τούτη, ακολουθώντας τα μονοπάτια που κράτησαν οι λίγοι διαλεχτοί, όπως ανάμεσά τους ο Φώτης Κόντογλου, αφίσει τις κακοτοπιές των λυρικών αναγνωσμάτων για κοσμικές δεσποινίδες ή των μελετημάτων της αρχοντοχωριάτικης αφέλειας, και μοχθήσει να γίνει πνεύμα, τότε και ο Μικρασιατικός Ελληνισμός θα σωθεί και οι Μικρασιάτες θα σωθούνε. Έτσι άλλωστε θα μένει ανοιχτός ο δρόμος για τα μελλούμενα πεπρωμένα του Έθνους πάνω και πάλι στα εδάφη της Μικράς Ασίας. Αν τα πεπρωμένα τούτα θα πραγματοποιηθούνε με το αίμα ή με τη φιλία μονάχα, αυτό είναι νωρίς να διαπιστωθεί από τώρα. Νωρίς όμως δεν είναι να ειπωθεί πώς θα πραγματοποιηθούνε. Και για την πραγματοποίησή τους η μόνη προϋπόθεση είναι να μείνουν οι Μικρασιάτες- Μικρασιάτες.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ  ΛΑΟΥΡΔΑΣ.  Περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τεύχος 34/15-10-1945, σ. 417-423, χρόνος Β΄, τόμος Γ΄.

Συμπληρωματικά:

      Η παρουσία του πειραιώτη φιλόλογου συγγραφέα Βασίλειου Λαούρδα (Πειραιάς 21/3/1912- 19/3/1971) στα περιοδικά και τα έντυπα της εποχής, είναι αρκετά συχνή όπως μας δείχνουν οι σχετικές πληροφορίες για το έργο του. Το όνομά του και τα κείμενά του είχαν αρχίσει να ακούγονται και να προσέχονται και πέρα των πειραϊκών πνευματικών ορίων της γενέθλιας πόλης του, μια και οι επαγγελματικές και άλλες του ερευνητικές συγγραφικές δραστηριότητες είχαν επεκταθεί και στην περιοχή της συμπρωτεύουσας και αλλού- στο εξωτερικό- σχετικά νωρίς, από την πνευματική, επιστημονική- ιστορική κοινότητα, και των αναγνωστών των διαφόρων περιοδικών που σπούδαζαν παρόμοια θέματα και δημοσίευε τα κείμενά του ο Λαούρδας. Είχε προσεχθεί επίσης θετικά και η διδασκαλική και εκπαιδευτική του εικόνα, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν ή εξέφραζαν τις σχετικές ενστάσεις τους οι μορφωμένοι αναγνώστες, και φυσικά οι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι μελετητές και ερευνητές της εποχής του. Δεν ομογνωμούσαν όλοι οι αναγνώστες των κειμένων και άρθρων του με την διαπραγμάτευση των θεμάτων με τα οποία ο Βασίλειος Λαούρδας καταπιάνονταν. Δεν συμφωνούσαν όλοι με τα εξαγόμενα συμπεράσματά του, τις ιδεολογικές του προσεγγίσεις,  ποιες εθνικές προεκτάσεις έδινε στις ερμηνείες του, από πιά οπτική εξέταζε τα ζητήματα και τι ήθελε εποικοδομητικά να δηλώσει στην διαχρονική διαδρομή του Ελληνισμού. Φυσικά, στις αρνητικές θέσεις των λογίων και των διανοούμενων των καιρών εκείνων, συνέβαλαν και ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι αφορούσαν και προέρχονταν αποκλειστικά από τον ίδιο τον συγγραφέα και τα δημοσιεύματά του. Θέλω να πω, πρώτον, ότι το ύφος του ήταν οξύ και εριστικό, προκαλούσε (;) ο λόγος του αντιδράσεις ή αν θέλετε κέντριζε πέρα των ανεκτών ορίων τις «κοιμώμενες» συνειδήσεις των Ελλήνων. Ήταν ένα συγγραφικό ύφος ευγενές μεν, αλλά εκδηλωμένο κάπως «καβγατζίδικα», παρεκβατικά κρυσταλλωμένο σε μία διαφορετική λογική. Πρέσβευε άλλου είδους συγκαταθέσεις. Δεύτερον, ο Βασίλειος Λαούρδας δεν καταπιάνονταν τυχαία με λογοτεχνικά και ιστορικά θέματα, φιλολογικές προσωπικότητες και βιβλία που κυκλοφόρησαν και προκάλεσαν το ενδιαφέρον της κοινής και κριτικής γνώμης. Τρίτον, υποστήριζε τις κριτικές θέσεις του θα γράφαμε μέχρι εσχάτων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις αντιδράσεις που θα προκαλούσαν, χωρίς να εξετάζει τάσεις και ρεύματα της ελληνικής πραγματικότητας, δίχως αυτό να σημαίνει ότι απομακρύνθηκε ποτέ του από την επιστημονική εγκυρότητα και ιστορική τεκμηρίωση. Εξέφραζε η γραφή του την αγωνία του πανάρχαιου και πατροπαράδοτου Ελληνισμού που διαισθάνονταν ότι σιγά-σιγά είχε αρχίσει να αλλοιώνονται τα ουσιώδη και ανθηρά στοιχεία του, τα πνευματικά και ηθικά του στηρίγματα προερχόμενα από τις πηγές των αρχαιότερων ελληνικών εθνικών μας και της φυλής μας κληροδοτημάτων. Η σκέψη του αν την διερευνήσουμε στην καθολική της δημόσια διάσταση, συγγραφική σχεδιαστική της αποτύπωση, έχει αρκετά συγκλίνοντα σημεία με εκείνη του αγιογράφου και πεζογράφου Μικρασιάτη κυρ Φώτη Κόντογλου τον οποίο μνημονεύει συχνά στα δημοσιεύματά του και υπήρξε θαυμαστής του. Ασφαλώς με τις σχετικές της ζωής και των βιωμάτων τους διαφοροποιήσεις. Την «φανατική» προσκόλληση του κυρ Φώτη Κόντογλου στα δόγματα και τις αρχές της Ορθοδοξίας, τις αξίες του εκκλησιαστικού ορθόδοξου φρονήματος όπως την βίωσε ο Μικρασιάτης πεζογράφος, δεν την συναντάμε στα κείμενα του Λαούρδα αν και αποδέχονταν τις Ορθόδοξες αξίες ζωής. Η απάντηση που δίνει ξεκάθαρα στον αρνητικό σχολιασμό του πρώτου Έλληνα Εθνογράφου Θιακιού Παναγή Λεκατσά, ο οποίος εκφράζει τις αντιρρήσεις του σχετικά με την κυκλοφορία βιβλίου του Λαούρδα «Ο Ισοκράτης και η εποχή του» δηλώνουν τις απόψεις (του Λαούρδα) για το τι πίστευε για την ιδεολογία της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, της Αθηναϊκής πόλης-κράτος και τους θεσμούς της, του Δικαίου και της πολιτικής και κοινωνικής Ελευθερίας του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου των Εθνικών Ελληνικών και φυλών. Βλέπε την απάντηση- κείμενο, «Ο Ιστορικός Υλισμός και η Ελληνική Ιστορία» στα Φιλολογικά Χρονικά τεύχος 30-31/ 1-7-1945, σ. 249- 264. Ας μην μας διαφεύγουν και οι ιδέες του Ίωνα Δραγούμη, του άτυχου και παρεξηγημένου Ιωάννη Συκουτρή, του Περικλή Γιαννόπουλου, του Δανιηλίδη και ορισμένων άλλων ελλήνων στοχαστών των οποίων τα δημοσιεύματά τους και τα βιβλία τους είχαν επηρεάσει τον πνευματικό κόσμο των καιρών του. Το «Ελεύθερο Πνεύμα» είχε θέσει τα θεμέλια μιάς άλλης προβληματικής και εξέτασης του Νέου Ελληνισμού.

Σίγουρα ο Λαούρδας δεν υπήρξε κομμουνιστής, ούτε φιλικά προσκείμενος στην επαναστατική αυτή διεθνιστική ιδεολογία και θεωρία, ερμηνεία των ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών συμβάντων του σύγχρονου κόσμου αλλά και του αρχαίου τον προηγούμενο αιώνα. Στηριζόμενη σε μία μονοδιάστατη αντίληψη της «πάλης των τάξεων» παραβλέποντας όπως αποδείχτηκε μέσα στην εξελικτική πορεία της Ιστορίας εκ των υστέρων, στις άλλες συνθήκες και καταστάσεις που είχαν διαμορφωθεί και επικρατούσαν, ακόμα ενδέχεται και τον ίδιο τον παράγοντα άνθρωπο μέσα στον χώρο και τον χρόνο.  Αγνοώντας (;) την φυσική παρουσία της ανθρώπινης μονάδας στο όνομα των μεγάλων συνόλων της ανθρωπότητας. Μία οικονομικών καθαρά προδιαγραφών θεωρία και ιδεολογία «τυφλής» εφαρμογής των αρχών της και της κυβερνητικής της εφαρμογής και διαχείρισης στην φιλοδοξία της να αλλάξει τον Κόσμο, να ξαναγράψει την Ιστορία του εξαρχής. Μια θεωρία αρκετά δημοφιλής στις καρδιές και τις συνειδήσεις μεγάλης μερίδας της ανθρωπότητας τον εικοστό αιώνα. Ο Βασίλειος Λαούρδας εξετάζει το φαινόμενο του Μαρξισμού όχι με σκοπό να τον καταρρίψει-πράγμα αδύνατο τα χρόνια εκείνα του επαναστατικού πολιτικού οργασμού του- αλλά μάλλον να επισημάνει τα κομβικά σημεία της λανθασμένης των ερμηνειών του θεωρίας. Ή τουλάχιστον, να μας δείξει την μη πρακτική εφαρμογή της στην πράξη, στην υλοποίησή της μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι σε συνθήκες και καταστάσεις που διαμορφώνονται όχι από θεωρητικά δόγματα και διαγράμματα, μανιφέστα ιδεών γραμμένα μέσα σε κλειστές αίθουσες γραφείων αλλά, από τους ίδιους τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, τα πραγματικά τους προβλήματα και αδιέξοδα μέσα στις κυλιόμενες πέτρες της Ιστορίας και όχι τους φραγμούς και περιορισμούς της οικονομικής θεωρίας που βλέπει το ανθρώπινο υποκείμενο ως οικονομική και μόνο μονάδα και αριθμό. Γνωρίζοντας ο πειραιώτης Βασίλειος Λαούρδας τις γενικές αρχές της μαρξιστικής θεωρίας δεν ενθουσιάζεται από τις επαναστατικές της ιαχές, τις ενθουσιαστικές θυσιαστικές δράσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο των υποστηρικτών της, από την πολιτική γοητεία της που εκπέμπει οικουμενικά στα μάτια του Ελληνικού Λαού, την παγκόσμια εικόνα που προβάλλει, ως αντιστάθμισμα στις υπάρχουσες καπιταλιστικές συνθήκες, κυριαρχίας της ελεύθερης οικονομίας, του κέρδους των ανοιχτών κοινωνιών. Ο Λαούρδας αντλεί τα επιχειρήματά του από τις φιλελεύθερες φιλοσοφικές θεωρίες της εποχής του, από την φιλοσοφία των ερμηνειών της Ιστορίας όπως την ερμήνευαν και την αντιμετώπιζαν στα συγγράμματά τους μορφές παγκόσμιας αναγνώρισης και επιρροής όπως ο Όσβαλντ Σπένγκλερ, ο Νικολάϊ Μπερντιάγεφ, ο φημισμένος παιδαγωγός και αρχαιολάτρης κλασικός φιλόλογος Βέρνερ Γιέγκερ, φωνές οι οποίες εξέφραζαν τις καινούργιες ερμηνευτικές αρχές των αρχών του 20ου αιώνα. Ας μην μας διαφεύγει ότι ο Λαούρδας ήταν μαθητής του πολιτικού και πρώτου κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κανελλόπουλου, είχε επιδράσεις από τον οραματικό μεγαλοϊδεατισμό της μεγάλης Ελλάδας του Ελευθερίου Βενιζέλου, και όπως γνωρίζουμε οι Βενιζελικοί Μικρασιάτες δεν ήσαν στο σύνολό τους κομμουνιστές, ήσαν κεντρώοι δημοκράτες, φιλελεύθεροι και αντιβασιλικοί. Ο ξεριζωμένος ελληνικός προσφυγόκοσμος δεν ξεχνούσε ούτε τις Σταλινικές εκδιώξεις των Ελλήνων από τα πανάρχαια μέσα στην Ιστορία εδάφη τους ούτε την υποστήριξη των μπολσεβίκων στις δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ. Φυσικά, ούτε αγνοούσαν και την εγκατάλειψη των ξεριζωμένων και διωγμένων Ελλήνων από τις δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής και εθνικής τραγωδίας των Ελλήνων και της συρρίκνωσης του πανάρχαιου Ελληνισμού της Ιωνίας.  Όπως δηλαδή και ο Νίκος Καζαντζάκης βάδιζε πάνω σε συγκεκριμένες ερμηνευτικής επιρροής ράγες. Έτσι εκφράζοντας ανοιχτά και  ευθαρσώς την επιχειρηματολογία του, διατύπωνε παράλληλα και τις απόψεις των ευρωπαίων διανοητών οι οποίες ήσαν γνωστές στο ελληνικό κοινό μέσω των διαφόρων κατά καιρούς μεταφράσεων.

     Ο Βασίλειος Λαούρδας ήθελε να ανυψώσει εκ νέου τον σύγχρονο Ελληνισμό της εποχής του που τον έβλεπε να έχει χάσει τα αξιολογικά του κριτήρια και αρχές, να αφομοιώνεται από τα καινούργια ευρωπαϊκά ρεύματα και σύγχρονων αντιλήψεων ζωής αναθεωρητικές συνήθειες, και ο ελληνικός λαός να ακολουθεί άλλους δρόμους λαοπλάνων ηγετών, δεν προσάρμοζε τις θέσεις του ανάλογα με το τι ζητούσαν οι καιροί και οι επιμελητές και εκδότες των περιοδικών. Ακόμα και τα καθαρά Φιλολογικά του μελετήματα και δοκίμια, να μελετήσουμε στον τόμο που εξέδωσε ο ποιητής και εκδότης Ντίνος Χριστιανόπουλος, Βασίλειος Λαούρδας «Φιλολογικά Δοκίμια», εισαγωγή και επιμέλεια του Θεσσαλονικού ποιητή, εκδόσεις Διαγωνίου 1977, αλλά και τα άλλα του που δεν περιλαμβάνονται στον τόμο αλλά έχουν καταγραφεί στη «Βιβλιογραφία Βασίλειου Λαούρδα» που συνέταξε ο Ι. Α. Παπίγκης, και άλλοι. Κειμενογραφία και Αρθρογραφία την οποία δημοσίευσε είτε με το όνομά του είτε με το ψευδώνυμο Β. Δερκέτης, ή τις υπόλοιπες οκτώ παρουσιάσεις του και απαντήσεις στο περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά θα αντιληφθούμε την ειλικρίνεια των προθέσεών του, την ευθυκρισία του και την αγωνία του στο που βαδίζει ο Ελληνισμός και ποια είναι τα υγειά και όχι αποστεωμένα στοιχεία της ελληνικής μας παράδοσης. Κάτω από αυτό το πρίσμα οφείλουμε να διαβάσουμε και να δούμε το έργο του Βασίλειου Λαούρδα και όχι να τον εντάξουμε με ευκολία στις ακραίες πολιτικά συντηρητικές φωνές της πατρίδας μας. Λες και όσοι έχουν διαβάσει την εξαιρετική εισαγωγή του Κλεάνθη Γρίβα στην έκδοση του «Ο Αγών» μου του γερμανού δικτάτορα από τις εκδόσεις Κάκτος, καθιστά αυτόματα τον προοδευτικό αντιψυχίατρο και ανοιχτών οριζόντων μυαλό του Κλεάνθη Γρίβα ακροδεξιό. Αυτά τα κομματικά και δημοσιογραφικά, ιδεολογικά κλισέ μας εμποδίζουν να διαβάζουμε καθαρά τα Κείμενα της παράδοσής μας, να ακούσουμε φωνές σαν του Βασίλειου Λαούρδα, να χαρούμε και προβληματιστούμε με τα λεγόμενα ενός Ίωνα Δραγούμη, ενός Καζαντζάκη, ενός Ζήσιμου Λορεντζάτου και άλλων στοχαστών και λογίων της ελληνικής μας παράδοσης και πολιτισμού.

Να γιατί στάθηκα στο νέο αυτό σημείωμα στην γραφή του Βασίλειου Λαούρδα, μπορεί να μην συμφωνώ με τις αρνητικές του κάθετες απόψεις ενάντια στην «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη, αλλά να τις αποδέχομαι και να τις έχω αναρτήσει στο μπλοκ σε παλαιότερο σημείωμά μου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα του αναγνωρίσουμε τις πάμπολλες επαγγελματικές και συγγραφικές και επιστημονικές του αρετές, μιας γνωστής παρουσίας (σε μία μερίδα του πειραϊκού φιλαναγνωστικού κοινού) η οποία κοσμεί την Πειραϊκή Πινακοθήκη των Γραμμάτων και των Τεχνών διαχρονικά.

      Ας κλείσουμε αυτό το σημείωμα με τα λόγια του καθηγητού πολιτιστικής ιστορίας στο Πάντειο, Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτη, στο μικρό φυλλάδιο που εξέδωσε το 1972 (είναι η Ομιλία του στην Αίθουσα του Πειραϊκού Συνδέσμου) «Βασίλειος Σ. Λαούρδας 1912-1971, ΜΝΗΜΗ. Και ας σταθούμε λίγο περισσότερο αναγνωστικά στο τι μας λέει για τα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής και τι τροπή πήραν τα πράγματα των Μικρασιατών Προσφύγων μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Το φυλλάδιο του πειραιώτη Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτη, τυπώθηκε στο τυπογραφείο ενός εκ των αδερφών του Β. Λαούρδα, του Ελευθέριου Σ. Λαούρδα το οποίο βρίσκονταν στην οδό Νοταρά 57 στον Πειραιά. Το 20 σελίδων φυλλάδιο το είχα αγοράσει εδώ και χρόνια 2 ευρώ από το παλαιοπωλείο του συγχωρεμένου εκδότη και βιβλιοπώλη Γιώργου Σωτηρόπουλου στην οδό Κολοκοτρώνη.

       Περατώνει λοιπόν την ομιλία του 27/3/1972 στην αίθουσα Βαρώνου Κίμωνος Ράλλη για το πολυμερές και πολύπλευρο έργο του διακεκριμένου επιστήμονα και στοχαστή Β. Λαούρδα ο Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης:

          «Ο θάνατός του, τόσον πρόωρος εζημίωσε την Ελληνικήν Επιστήμην, διότι διέκοψε το έργον ενός τόσον φιλομαθούς, εργατικού, δραστηρίου, ευφυούς ανθρώπου. Αλλά το έργον το οποίον επρόφθασε να επιτελέση, υπάρχει σημαντικόν και πολύτιμον και αι ιδέαι τας οποίας υπηρέτησε, και ως χαλκέντερος σκαπανεύς εκαλλιέργησεν, ακτινοβολούν πάντοτε ακατάλυτοι.

          Αμφότερα, και το έργον του και αι ιδέαι του, αποτελούν ήδη αναπόσπαστον κεφάλαιον της νεοελληνικής γραμματείας, το οποίον θα μελετάται και θα μνημονεύεται μαζί με το τίμιον όνομά του αιωνίως.».

      Ας μας επιτραπεί να συμπληρώσουμε και το όνομα του πρόωρα επίσης χαμένου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα μαζί με την σύζυγό του, πειραιώτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων Σπύρου Κυριαζόπουλου. Μία ακόμα παρουσία που τιμά τα Πειραϊκά Γράμματα, ανήκει σε αυτό που ονομάζω και ισχυρίζομαι Πειραϊκή Σχολή και παράδοση.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Τετάρτη, 18 Σεπτεμβρίου 2024              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου