Μ Ν Η Μ Η Π Ο Ι Η
Τ Η Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Υ Σ Ε Φ Ε
Ρ Η
(Σμύρνη 13/10/1900- Αθήνα 20/9/1971)
«Το
θέμα είναι τ ώ ρ α τί λές
Μανόλης Αναγνωστάκης
Δύο αθησαύριστα αφηγήματα του
ΜΑΝΩΛΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
στο
περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Α Π Ο Χ Ρ Ω Σ Ε Ι Σ
Συνάντηση
κάτω από τη νύχτα, σ’ ένα μέρος παληό απροσδόκητα, ύστερα από χρόνια μιά άγονη
επιστροφή. Μπορεί να περπατήσαμε κάποτε μαζί σε δρόμους που γιαλίζανε θαμπά από
το πρόσφατο ψιχάλισμα ή κάποιο καλοκαίρι σε στιγμές που η παρουσία του διπλανού
φτερώνει κάθε σου σκέψη. Θα κουβεντιάσαμε κάποτε σαν όλους τους κοινούς κι’
ανώνυμους ανθρώπους την καθημερινότητα και τ’ όνειρο τη φυγή και τη θλίψη, θα
περάσαμε τις περισσότερες ώρες βουβοί ή έστω πιασμένοι απ’ το χέρι πιστεύοντας
πάντα πώς «η σιωπή λέει πολλές φορές πιό πολλά πράματα»- ίσως με μια απελπισμένη
προσπάθεια να σκιάσουμε μιάν αναπότρεπτη ανία. Μπορεί μιά νύχτα να φιληθήκαμε
βίαια και ορμητικά σ’ ένα παγκάκι του δημόσιου πάρκου κάποιο φθινόπωρο- φιλί,
το τέρμα ή η αρχή της αγάπης- βίαια και ορμητικά χωρίς ποτέ να μιλήση κανείς
μας γι’ αυτό που ένας άλλος τα λέει αγάπη χωρίς ν’ αλλάξει πιά τίποτα μέσα μας,
τί περιμένεις ν’ αλλάξει!
Συνάντηση, δυό σκιές χωρίς κανένα
σκοπό ύστερα από χρόνια μιάν άγονη επιστροφή στο ίδιο παγκάκι του πάρκου δυό
πρόσωπα νυχτερινά απροσδιόριστα άγνωστα στη μορφή, την ομιλία, στην πορεία, στο
στοχασμό.
Απαντήσαμε τη μοναξιά μέσα σε μια
παρένθεση. Φύγανε όλοι, φίλοι αδελφοί, ευαισθησίες, αισθήματα. Σκάλισες
συρτάρια παληά, ξαναδιάβασες γράμματα, εφημερίδες σημειωματάρια, βιβλία
ταξειδιών καταλόγους εκδόσεων. Αποθηκεύσαμε, όνειρα, διηγήματα, οργιώδεις
περιπέτειες. Γεμίσαμε το στήθος μας αναμονή. Ανοίξαμε το φεγγίτη το βράδυ σ’
ένα αγέρα μεθυσμένο. Πίστεψες-τέλος- ειλικρινά σε μιάν αδιάκοπη εναλλαγή.
Πέθανε χτές το βράδυ, σε μιάν οικτρή
παραμόρφωση σκέψεων, μορφής, διαθέσεων. Το δωμάτιο σήμερα ασπρίζεται,
αναπλάσσεται, δημιουργήται. – (Θυμήθηκα, άθελα, τις νέες κοπέλες που πεθαίνουν
σε κρεβάτια παρθενικά εκλιπαρώντας μιάν ασήμαντη ανάμνηση). –Από το παράθυρο
πεταχτήκανε κάδρα, φωτογραφίες, περιττά αντικείμενα. Μετρήσαμε τη θέση του
κομού και της βιβλιοθήκης 1.30 Χ 2. Σε λίγες μέρες, έτοιμοι, θα δεχτούμε φίλους
προσκεκλημένους, με καινούργιες κορνίζες, γραμμόφωνα και άφθονα παχιά χαλιά
πάνω σε αμετάβλητα αποτυπώματα λησμονημένων αιμάτων.
Τεύχος 37/
1-1-1946, σ.28
--
Α Π Ο Χ Ρ Ω Σ Ε Ι Σ
Εγκατάλειψη μέσα στο απαγορευμένο
χωρίς ενδοιασμούς. Εγκατάλειψη με τη συναίσθηση της κατάπτωσης ως το πιό
τελευταίο σκαλοπάτι του ξεπεσμού. Εγκατάλειψη για την υποθετική χαρά μιάς
καινούργιας μεταμέλειας, για μιά καινούργια και πιό καλύτερη αρχή.
Δρόμοι στις μεγάλες πολιτείες. Πλήθος
που σέρνεται άσκοπα προφασιζόμενο κάποιο μεγάλο σκοπό. Όμως σε κάθε διαμέρισμα
κάθε οικοδομής, πάντοτε κάποια ιστορία-κοινή τις περισσότερες φορές, τί σημασία
έχει; Άγνωστη σ’ όλους, συνετά φυλαγμένη πίσω από μιάν ακαθόριστη μάσκα.
Συνθηκολόγηση με τον εαυτό μας’
ικανοποίηση. Προσωρινή εγκατάλειψη, παρενθέσεις λιγόχρονες, κάποτε μόνο γιά
λίγες στιγμές.
Επιβολή της σκέψης πάνω στο
συναίσθημα. Προσπάθεια για σταθεροποίηση. Το συναίσθημα είναι πιό έντονο μα πάντοτε
πρόσκαιρο. Η σκέψη όχι, πολλές φορές.
Επικίνδυνες αποφάσεις. Επικίνδυνο για
το επικίνδυνο, να ποιός θάναι ο σκοπός. Πρόκληση στην κάθε περίσταση χωρίς το
φόβο της ήττας που επί τέλους τι σημασία μπορεί νάχει. (Έτσι θαυμάσια
σκεπασμένη με τ’ ωραιότερο ένδυμα, μιά οδυνηρή μας αδυναμία).
Αυτοί οι άνθρωποι ερωτεύονται παράξενα
πολύ. Ανιχνεύουνε τη συμφορά μέσα στην πιό ευτυχισμένη τους ένταση. Πουλούνε
την ηδονή τους για τις ασήμαντες διανοητικές τους αναμνήσεις. Αποσυνθέτουν την
παρουσία τους σε πολλαπλές αποχρώσεις. Περάσανε, ξένοι από δίπλα μας, φίλοι, τα
πάντα μπερδεύτηκαν τόσο.
Σε μιά δεδομένη στιγμή απωλέσαμε κάθε
ύποπτη φαντασίωση, κάθε φωτογραφία ειρωνική. Γίναμε αγνότατοι, πάναγνοι,
πρωτόγονα βρέφη σ’ απομακρυσμένες περιοχές. Το φέρσιμό μας έμοιαζε ακατανόητο.
Οι κινήσεις μας έμφαση απρονοησία. Ονειρευτήκαμε με πάλλευκα διαγράμματα μιά
παρένθεση διαφυγής, έξω από κάθε όργιο σκέψεων ή διαθέσεων αντικρουομένων.
Τεύχος 44/
Χριστούγεννα 1946, σ.324.
Συμπληρώνονται Σήμερα 20 Σεπτεμβρίου 2024, 53
χρόνια από την απώλεια του πρώτου έλληνα νομπελίστα μας ποιητή Μικρασιάτη ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ, 20/9/1971 στην Μνήμη
του θέλησα να μεταφέρω στα Λογοτεχνικά Πάρεργα δύο αθησαύριστα κείμενα- αφηγήματα
του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη από το περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά». Τα δύο αυτά
δημοσιεύματα στο περιοδικό όπως και το διήγημά του δημοσιευμένο στο περιοδικό «Ελεύθερα
Γράμματα» καθώς και ελάχιστα ποιήματά του στο περιοδικό «Φοιτητής» όλα την διετία
1945-1946, σύμφωνα με τους μελετητές της ποίησης του, πχ. Αλέξανδρος Αργυρίου,
θεωρούνται «σιωπηρά αποκηρυγμένα;», σίγουρα πάντως είναι αθησαύριστα. Η ποιητική
παρουσία του Μανόλη Αναγνωστάκη αρχινά από το πειραιώτικο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα»
το 1942 στο τεύχος 3 του Σεπτεμβρίου, σ. 148. Ο πρώτος και ακροτελεύτιος στίχος
του Αναγνωστάκη τον οποίο χρησιμοποιώ ως μότο πρίν τις δύο «ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ» του, είναι
από το ποίημά του
Ο ΣΤΟΧΟΣ:
Το θέμα είναι τ ώ ρ α τ ί λ ε ς
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Το θέμα είναι τ ώ ρ α
τί λες.
Μανόλης Αναγνωστάκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971, εκδόσεις
Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 137.
Η επισήμανση
του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικού κυρού Αλέξανδρου Αργυρίου
περί «σιωπηρώς αποκηρυγμένα;» προέρχεται από το βιβλίο του «ΜΑΝΟΛΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. ΝΟΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΥΠΟΝΟΟΥΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα
2004. Αφιερωμένο στον γιό του ποιητή «Στον Ανέστη για πολλά».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 20 Σεπτεμβρίου
2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου