Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΤΑΚΤΑ

 

Π ο ι η τ ι κ ά   Ά τ α κ τ α

 

ΕΛΕΓΕΙΑ  ΤΟΥ  ΧΑΜΕΝΟΥ  ΣΦΡΙΓΟΥΣ

Εξαίσιες νύχτες… Άς έρθουν και πάλι,

να ζήσω τη μέθη ξανά των χυμών,

σα λίβας να μπω στην καρδιά των δρυμών,

να τρέξω καθώς το νερό στο κανάλι.

 

Ή πάλι ένα σπάνιο να γίνω ανθογυάλι,

τα μύρα να δέχομαι των λυτρωμών,

μακριά από σινιάλα λυγμών κι’ οδυρμών,

να βρίσκω χαρά και στην πιό σκληρή πάλη.

 

Ώ! νάχα φτερά στην κορφή για να φτάσω,

τρεχάτος ν’ ανέβω στο μαύρο βουνό,

κι’ άς ήταν μην πάψω ποτέ να θρηνώ,

κι’ άς είναι γραφτό μου να μην ξαποστάσω.

 

Ζωή μου! Στεφάνι από ρόδα κι’ αγκάθια,

το πόσο, να πω, τρυφερά σ’ αγαπώ

δεν ξέρω, μα κι’ ούτε να βρω το σκοπό

για τις ομορφιές σου, τα πάθη, τα λάθια.

 

Μικρός δεν υπήρξα, δεν είμουν μεγάλος,

μα πάντα κρατούσα τα μάτια στηλά

ψηλά προς τ’ αστέρια, στη γη χαμηλά

και πάντα μαζί μου δειπνούσε ένας άλλος.

 

Αηδόνι; -δεν είμαι. Κ’ η Μέδουσα Μούσα,

πικρή ξεγελάστρα σε νύχτες κρυφές,

ποτές, μα ποτές δε μου χάρισε αυτές

τις έξοχες ρίμες που τόσο ποθούσα.

 

Κι’ ο πόνος, ο πόνος, ο αβάσταχτος πόνος,

που κόβει- μαχαίρι- την ανασαιμιά

και δίχως του μέρα δεν έζησα μιά,

πού κάνει την κάθε στιγμή νάναι χρόνος.

 

Πού δεν απαντέχεται σαν είσαι μόνος

και μπρός του η ανθρώπινη σβήνει λαλιά,

πού κόβει-βραχνάς! Το λαιμό, σα θηλιά,

ο πόνος, ο πόνος, ο αβάσταχτος πόνος…

 

Εξαίσιες νύχτες…. Άς έρθουν και πάλι,

κι’ άς έχουν τον όλεθρο για συντροφιά,

αρκεί να μου φέρουν και πάλι τη ζάλη,

πού μούδινε νιάτα, κι’ ορμή, κ’ ομορφιά!

          Γ.  ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗΣ

Τεύχος 28-29/1-15/6/1945, σ.230-231      

ANDRE SPIRE

          Μ Ο Ν Ο Σ

Είναι πολλοί που με λυπούνται;

«Νάτος –λένε-που παίρνει το μπαστούνι του

και βγαίνει μόνος.

Μας αποφεύγει. Δείτε τι παράξενα είν’ τα μάτια του,

Δεν έχει μήτε ένα βιβλίο μαζί. Τάχα τί κάνει;

Είναι κακός; Επαναστάτης; Μην είν’ άρρωστος;»

 

Μόνος, όμορφε δρόμε κάτασπρε,

μεσ’ στις πλαγιές σου που είναι όλο χορτάρια και λουλούδια,

πάνω στις πέτρες σου πού τόσα ξαίρουν και διηγούνται.

 

Μόνος, δάσος πυκνό με τις γαλάζιες ελατόφλουδες,

με τον αγέρα σου που ξαίρει και μιλάει σ’ όλα τα δέντρα

και τα μερμήγκια σου πού αργά, σε πένθιμη πομπή,

σέρνουν τα μικρά σώματα των σκαραβαίων.

 

Μόνος, με σας λιβάδια ποτισμένα από ήλιο,

γεμάτα θόρυβο, φωνές κι’ όρθια κεφάλια,

Μόνος, μαζί σας, έντομα, γεράκια, πεταλούδες,

βράχια, πηγές, χαράδρες, βάτα, σύγνεφα

κορφές, ομίχλες, κάμποι, μυρωδιές,

ζέστη και χάος και τάξη κι’ αταξία,

μόνος, μεσ’ στους διαλόγους που τ’ αντίπαλά σας στόματα

δεν παύουν να μιλάνε.

 

Μόνος, με το μπαστούνι μου και με την κούρασή μου,

μόνος, με τη σιωπή μου, τους κροτάφους που χτυπάνε, με τη ζάλη μου

 

και τον περήφανο ίδρωτα που πάνω μου κολλάει.

Απόδοση: ΜΕΜΟΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τεύχος 28-29/1-15/6/1945, σ.215

          ΠΡΟΤΙΜΩ ΤΗΝ ΑΡΩΣΤΕΙΑ ΜΟΥ

Η ευγενικιά καταιγίδα μ’ επισκεύτηκε

σ’ ώρα κατάλληλη ένας με τον ένα,

σε πληθών στρατόπεδα.

Την κουβέντ’ απαρνήθηκα

για να μιλήσω.

 

Τοπία των θάμνων, τέτοια παράσταση

η κεντρική και γλαφυρή τοποθεσία.

 

Κι’ εγώ, που κατάντησα καλός, επιτηρώ

την απ’ ευθείας επαφή και τη συνέχεια

αδερφωμένος με τη σκέψη αλλονών

από διαφόρων οδών κι’ εποχών παραστάσεις.

 

Συνορεύει ο ωκεανός με την ακτή

συνορεύει η χαρά μου με σένανε

Θάνατε,

η ζωηρή μας κούραση λικνίζεται σαν ύπνος.

          ΖΗΣΗΣ  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Τεύχος 30-31/ 1-15/7/1945, σ. 292  

          Π Ι Κ Ρ Η   Α Π Ο Υ Σ Ι Α

Κατέβαινε φλεγόμενη βάτος

ο άνθρωπος απ’ τον ουρανό

μια αίθρια πρωϊα του Σεπτεμβρίου.

 

Οι άλλοι ακολουθούσαν τον σχηματισμό τους

αδιάφοροι, ψυχροί στο εκρηκτικό περιβάλλον

στο θάνατο που εκμηδένιζε

τις πιθανότητες της επιστροφής.

 

Ήταν εκείνος,

μπορούσε νάηταν αυτός ή ο άλλος

που αποσπάσθηκε ξαφνικά

απ’ τη χαρά της Ζωής,

όταν έμπηγε την αισιοδοξία του κατάσαρκα στον ήλιο

κι ήταν ως ν’ ανέβαινε τη σκάλα της αιωνιότητας

στα νέφη, που κουρέλιαζε με την ταχύτητά του

‘γγίζοντας το μέτωπό του στο φωτεινό στρέωμα

έξω απ’ την υποψία της γης.

 

Το σπάνιο απέλειπεν όραμα

μεσ’ το χρυσό χαμόγελο της μέρας

και μόνο η πικρή απουσία εκείνου

αιωρείται πένθιμη

στα βλέφαρα των επιζησάντων.

          Γ. Ξ.  ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

Τεύχος 33/15-9-1945, σ.396

      Τ Ι   Ω Ρ Α  Ν Α Ν Α Ι;

Οι δυό ευκάλυπτοι μέσα στον ουρανό, η άκρη μιάς στέγης, κόκκινα τα κεραμίδια,

μιά ξύλινη σκάλα και τα ρούχα τ’ απλωμένα. Ο ουρανός πολύ γαλάζιος

κ’ η γριά σιωπή με το σακούλι της- χιλιάδες αποτσίγαρα στη μνήμη,

γεύση πικρή. Δεν έχεις όρεξη. Προσμένεις το φεγγάρι

ήσυχα μαλακά σαν το περπάτημα της γάτας στο πεζούλι του απογέματος.

Κουρτίνα τραβηγμένη στον ορίζοντα καπνισμένη απ’ την κούραση της μέρας

όχι μακριά απ’ το χάνι με τα τέσσερα άλογα-σβύνει το δείλι στα καπούλια τους,

όχι μακριά απ’ το τελευταίο καλύβι στα προάστια του Φθινόπωρου

σβύνουν φωνές παιδιών στις μάντρες

και το ραβδί του χρόνου γκάπα γκούπου

πιό κάτου στην ακρογιαλιά.

 

Ένα σταματημένο φορτηγό αυτοκίνητο άναψε το φώς

ύστερα ένα παράθυρο

ύστερα κι άλλο.

Κοιτούν οι αγγέλοι τη βραδιά με τα δυό χέρια τους κάτου από το σαγόνι.

           ΙΙ

Άχ έτσι μακρινά πού αδειάζουνε τα βλέμματα απ’ το μόχτο της ελπίδας

εκείνες οι ελαιογραφίες στα βραδιασμένα σύγνεφα με τον πλάγιο φωτισμό

καθόλου σχήματα σχεδόν, μόνο ένα πούπουλο που πέφτει απ’ τ’ όνειρο

ένα τραπέζι μόνο με τα δυό ποτήρια στο παραθαλάσσιο κέντρο

μια καρέκλα με τον ίσκιο της

ο ίσκιος σου μ’ ένα τίποτα στη μουσκεμένην αμμουδιά

και το σκυλί του καραβιού μέσα στ’ αστέρια.

 

Απλά, βαθειά η καρδιά σου- δε θυμάται,

βήματα σιγανά στο δρόμο, το ανοιχτό παράθυρο

-δεν έφυγε λοιπόν, δεν έφυγε,

ρυθμός γαλήνιος χτυποκάρδι ενός πουλιού,

κοιμήσου, η ανάσα της θαλασσινής ψυχής, κοιμήσου.

Ήσυχα ήσυχα ο ρυθμός που σέρνει την καρδιά σου

όπως το σκαμπανέβασμα της αραγμένης βάρκας που μόλις τη σκουντάει με τα δυό του δάχτυλα

ένα νερένιο αθόρυβο φεγγάρι –καληνύχτα.

             ΙΙΙ

Όταν οι σκιές των σύγνεφων θα δρασκελάνε με πλατειά βήματα την πολιτεία

όταν θάρθει πίσω το μεγάλο κήρυγμα των ανέμων

όταν τα δέντρα θα κυνηγάν τον ίσκιο τους στον ουρανό

μοιράζοντας με τα σύγνεφα τα κουρέλια μιάς βιαστικής θύελλας

όταν τα φορέματα των γυναικών θα κολλάνε στα σκέλια τους

και πίσω τους θα συνεχίζεται ο άνεμος με τα σκισμένα τοπία

 

τότες θα ξετρυπώσουν τα κυκλάμινα στις σκισμάδες των βράχων

και το στόμα της βραδιάς θάναι μπουκωμένο με το αμίλητο νερό

και το μπαλωμένο παλτό του Φθινοπώρου θάχει τα τετράγωνα

της θλίψης στους αγκώνες και στα πέτα-

ά τότες πόσα αμάξια θα κυλήσουνε στο νοτισμένο δρόμο φορτωμένα με καλάθια και σανό

ίσια από πέρα απ’ τα χωριά της άνοιξης ίσια απ’ της ξεγνοιασιάς τους κάμπους

κ’ οι λάμπες του πετρελαίου πού θ’ ανοίξουν όλη τους τη μνήμη

πάνου από τ’ ανοιχτά βιβλία και τα κλεισμένα χέρια.

                IV

 Εσύ θάχεις τότες τη λαλιά φυλαγμένη στις στέπες του παντελονιού

όπως έχουν τα μερμήγκια τα ψίχουλα του παλιού ψωμιού μας

φυλαγμένο στο χωματένιο σπίτι τους

ά θάχεις πάλι κάτι να ταϊσεις το κίτρινο στόμα του βρεγμένου αποσπερίτη.

 

Εσύ φίλε μου ξαναγυρίζεις πίσω κάθε φορά που ερημώνεται η εξοχή

κάθε φορά που οι παραθεριστές περιμένουνε με τις βαλίτσες τους στην αποβάθρα

κ’ είναι τα βράδια καθισμένα ολομόναχα στην πλατεία του νησιού

μια σειρά ολόκληρη αναποδογυρισμένες καρέκλες

τα στρογγυλά τραπεζάκια όπου δειπνάει η μοναξιά ανασηκώνοντας για λίγο το βέλο της

κ’ οι πάγκοι των κήπων στη βροχή- Καλέ μου φίλε αγαπημένε μου

το σιωπηλό σου πρόσωπο το αξύριστο, το χέρι σου της πίστης,

-τι ζέστα στην παλάμη σου. Είσαι δω κοντά μου. Καλησπέρα.

Κοίταξε το φεγγάρι, ναι. Έχω ένα γράμμα φυλαγμένο στην καρδιά μου.

 

Σβύσαν τα γράμματα. Τί λέω εδώ; Τα φύλλα, η αγάπη.

Έρημο το φεγγάρι να σαν ένα πιάτο τσίγκινο

σαν ένα πιάτο με αποφάγια στο μικρό εστιατόριο της λύπης

όταν οι ταξιδιώτες έχουν φύγει κι ακούγεται από πέρα τόσο μακρινό

το σφύριγμα του βαποριού κάτου απ’ της νύχτας τις καμάρες.      

 

               V   

Μας δένει αυτό το βράδι μες στη φούχτα της σιωπής

ο ουρανός ανεβάζει ψηλά τα χτεσινά μας βήματα

ο ουρανός μας ξέρει από τότες πρίν χωρίσουμε

από τότες πρίν πούμε αντίο στη θάλασσα

πρίν γνέψει ένα μαντήλι στο κατάστρωμα.

 

Είδες; Ξαστέρωσε ο καιρός. Ένα μικρούλι σύγνεφα σκοντάφτει στο φεγγάρι.

Ο ξενοδόχος γδύνεται μπρός στο παράθυρο. Τί ώρα νάναι;

Κι απάνου στην εξέδρα του παλιού καλοκαιριού δίπλα στη θάλασσα

καλέ μου εσύ που ανάβεις πάνου απ’ το χαμόγελό σου τα τσιγάρα των αγγέλων

            VI

Εσύ ποτέ δε λείπεις. Δε θα λείψεις. Η παλάμη σου της πίστης

το χέρι σου που ανεβάζει τους ίσκιους πάνου απ’ τα μάτια μας

να δούμε την αυγή και πάλι ανάμεσα από δυό σβηστές λαμπάδες. Καλημέρα.

Ήρθαν οι παραθεριστές. Τ’ άσπρο καράβι. Ο ουρανός.

Θάχουμε σύντομα λιακάδες, παπαρούνες κόκκινες, όνειρα ασβεστωμένα

και μιά σημαία στο ψηλό κατάρτι του μεσημεριού

να πλαταγίζει στους θαλασσινούς ανέμους. Καλημέρα.

Σεπτέμβρης 1942  ΓΙΑΝΝΗΣ  ΡΙΤΣΟΣ

Τεύχος 27/15-5-1945, σ.137-139

ΑΛΕΞΗ  ΜΠΛΟΚ

          Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ο    Π Α Ι Χ Ν Ι Δ Ι

Δεν πλήττω πιά!

Το παιχνίδι με το θάνατο είναι διασκεδαστικό

κι’ η μίζα μου πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ μεγάλη…

Δεν μου περισσεύει στιγμή κι’ ο εγκέφαλός μου

στή βεντάγια των χαρτιών του κρέμεται

και περιμένει μιά του μπλόφα…

 

Ώ! Άς ήτανε κάποια κυρία πανέμορφη,

που με κρυφούς δεσμούς κάθε της μυστικό

θάχα αποχτήσει,

να σταθεί από τους ώμους του πίσω

και με συμφωνημένο σύνθημα

να μου προδώσει τα χαρτιά του!

Να μη χάσω!....

 

Μά η κυρία λείπει,

-Δε θέλει ν’ απατήσει τον άντρα της-

Κι ο θάνατος είν’ ένας χαρτοπαίχτης

από τους πιό δεινούς, τους πιό μελετημένους.

Κι’ αλλοίμονό μου! Αν με κερδίσει

δε θα μπορώ να πλήξω πιά!...

απόδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ  ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

τεύχος 28-29/ 1-15/6/1945, σ. 216

          Λ Ι Μ Α Ν Ι   Α Χ Ν Ο…

Λιμάνι αχνό, σαν τ’ όνειρο

-με τα κατάρτια σου καπνό,

γραμμένα απάνω στο νερό,

γραμμένα απάνω στον αχνό,

 

στην άρμη σου αφού μέθησες,

κοιμάσαι απάνω στο νερό,

θαμπό, αξεδιάλυτο όνειρο

από κατάρτια κι’ άλυσσες….

 

Στα νερά σου τρεμάμενες

μόλις κ’ εσβήσανε φωτιές

-και βγάνουν τις ψιλές καπνιές,

σάμπως ψιλές σφυριγματικές,

 

και βγάνουν σάμπως εκατό

φωνές- μέσα στ’ απατηλό,

φωνές μες στο μισόφαντο

το παραμύθι των γιαλιών…

 

Και πιά, δεν είσαι τίποτα

παρά μιάν άχνη από νερό,

γραμμένη απάνω στο νοτιά,

γραμμένη απάνω στ’ όνειρο,

 

και πιά του ανθρώπου ο στοχασμός

μέσα σου λιώνει με τις σκιές,

σάμπως ένας πολύκοσμος

δρόμος-πού φεύγουν μουσικές.

 

Μόνο στον αέρα το θαμπό

που άνοιξη πήζει ολόγυρα,

μες στο αρμυρό το σύθαμπο

που αγάπες βγάνουν τα νερά,

 

μες στο άφαντο το σούρουπο,

νιώθω, στην όψη μου σιμά,

σάμπως γυναίκειο πρόσωπο

να σουρώνει-για φίλημα…..

          ΤΕΛΛΟΣ  ΆΓΡΑΣ

Τεύχος 5/ 1 Μαϊου 1944, σ. 284-286

RAINER MARIA RILKE

          1.,  Ε Ν Α Σ   Π Υ Ρ Γ Ο Σ

Είναι ένας πύργος κάπου.

Στην πόρτα του δεσπόζει το ένδοξο οικόσημό του,

τα κυπαρίσσια από πάνω του σαλεύουνε

σα χέρια παρακλητικά.

 

Στο γκρεμισμένο παράθυρο κοντά

ένα φωτεινό γαλάζιο λουλούδι

άνθισε το μεγαλείο του σαν τραγούδι

 

Κάποια περίλυπη κυρία και δακρυσμένη

ο τελευταίος απόγονος θάναι

του κατεστραμμένου τούτου οίκου…..

      ελεύθερη απόδοση ΝΙΚΟΣ Δ. ΠΑΠΠΑΣ

τεύχος 6-7/ 1 Ιουνίου 1944, σ.345

RAFAEL  ALBERTI

          ΤΡΕΙΣ  ΜΝΗΜΕΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

                             Αφιέρωμα στον Becquer

          Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Ούτε το ρόδο ούτε ο αρχάγγελος είχαν ακόμη μπει στον κύκλο των ενιαυτών.

Είταν ο πρίν το βέλασμα και τα δάκρυα κόσμος.

Το φώς δεν ήξερε ακόμη

άν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.

Ο άνεμος ονειρευόταν να χτενίσει χαίτες

κ’ η φωτιά να καταφάγει γαρούφαλα και μάγουλα,

το νερό, αναποφάσιστα χείλη όπου να πιε.

Είταν ο πρίν απ’ το κορμί, το όνομα και το χρόνο κόσμος.

Λοιπόν, θυμούμαι που μιά φορά, στον ουρανό…..

          Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η   Α Ν Α Μ Ν Η Σ Η

             «Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα…..»

                                         G. A. BECQUER

Προτού,

πολύ προτού η επανάσταση των ίσκιων

κάνει να πέσουν πάνω στον κόσμο τα καταφαγωμένα φτερά της,

κ’ ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει από μια στεφάνη κρίνου’

Προτού να μου ζητήσεις

τον αριθμό και τον τόπο του κορμιού μου.

Πολύ πρίν από το σώμα,

στην εποχή της ψυχής,

άνοιξες πάνω στο δίχως στέμμα μέτωπο τουρανού

την πρώτη δυναστεία του ονείρου.

Και κοιτώντας με μες στο τίποτε,

επινόησες την πρώτη λέξη.

Αυτό στάθηκε η συνάντησή μας.

     Απόδοση  ΑΝΔΡΕΑΣ  ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ

Τεύχος 6-7/ 1 Ιουνίου 1944, σ.354

          C A P T A I N   F W R Y

Ήταν το τελευταίο τριαντάφυλλο

πού κόψαμε μαζί κείνη την άνοιξη.

Μαδήσαμε τα πέταλά του ένα-ένα

και τα ρίξαμε στο χώμα.

 

Ύστερα

ενώσαμε τα ιδρωμένα χέρια μας

και φύγαμε.

Νάταν η πίκρα του τριαντάφυλλου

πού μας χώρισε;

μήπως σε νάρκωσε η μυρουδιά του;

 

Όχι

Ήταν για να μένει πάντα

φόντο μέσα στα μάτια μου

μιά απέραντη έκταση στρωμένη

από πέταλα ροζ.

 

Μουντά πέταλα.

          ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Τεύχος 6-7/ 1 Ιουνίου 1944, σ.356

          Π Α Ρ Α Λ Λ Α Γ Ε Σ

                 της Μαρίας Πολίτη

          7

Πόσον καιρό είχε αυτή η καρδιά ανέμελη λίγο να χαρεί

-μελισσολόϊ η αγάπη σου που ήρθε στο γέρικο κλαρί

να ξαποστάσει μιά στιγμή κι’ ύστερα να πετάξει

σε νέα λουλούδια με χυμούς και φύλλα σα μετάξι…

          12

Ξόδεψα ολόκληρη ζωή για λίγες αναμνήσεις

-Αλήθεια εγώ τί σου έδωσα και τί μου δίνεις πίσω;

μου φτάνει όμως που ευτύχησα πολύ να σ’ αγαπήσω

και να σε λησμονήσω εγώ προτού με λησμονήσεις…

          15

Μ’ αντίλαλο όμοιο είναι η φωνή σου από τα περασμένα

κι’ η αγάπη σου φθινόπωρο που πάει προς το χειμώνα

-Μοιάζουν πουλιά που μείνανε σε ξένο τόπο μόνα

τα νιάτα σου που σκόρπισες, καρδιά, στα περασμένα……

          ΣΤΑΜΑΤΗΣ  ΜΑΡΑΝΤΟΣ

Τεύχος 8-12/ 30 Ιουνίου 1944, σ.431             

 

              Γ Ε Ρ Α Τ Ε Ι Α

Άγιος βυζαντινός, ωραίος,

ήμερη βιβλική μορφή

που στο σκαμνί των γηρατειών του

έχει απ’ το χρόνο καρφωθή.

Μ’ ήρεμον ατενίζει βλέμμα

της πρόσκαιρης ζωής το ψέμα.

 

Ένας απλός, γαλήνιος γέρος,

μιάν ήρεμη κι’ αγνή καρδιά,

ψυχή σ’ απάνεμο λιμάνι

στα βλογημένα γερατειά.

Μορφή αγιασμένη δίχως λύπη

που φωτοστέφανο της λείπει.

 

Κάτι απ’ την πράα του αγιοσύνη

έχει το σπίτι ξεχυθή,

λες κι’ η μακάρια του γαλήνη

έχει τριγύρω του απλωθή.

Και σ’ όλα απλώνεται η γαλήνη

καθώς το βράδι απαλοσβύνει.

 

Μ’ αν τούχη η βίωση χαρίσει

Βαθειές ρυτίδες, η ψυχή

έχει δικό της κλίμα κάνει

την ήρεμην απαντοχή.

Μόνο τα πάλευκά του γένεια.

έχει γι’ αχνάρια η κάθε του έννοια.

 

Μπρός στην καθάρια τη ματιά του

γυμνή από κάθε κραδασμό

σκύβω όπως πρέπει, να φιλήσω

το χέρι του με σεβασμό.

Το τίμιο ροζιασμένο χέρι

που μόνο να βλογάη ξέρει.

      ΓΙΑΝΝΗΣ  ΦΛΙΑΣΙΟΣ

Τεύχος 17-19/ 15 Οκτωβρίου 1944, σ.226         

Όλα τα ποιήματα και οι μεταφράσεις είναι δημοσιευμένα στο περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.

Επιλογή- αντιγραφή

γ.χ. μπαλούρδος

πειραιάς

5/9/2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου