Ε Κ Ε Ι Ν Ε Σ Τ Ι Σ
Μ Ε Ρ Ε Σ
Του Μανώλη
Αναγνωστάκη
Διήγημα
Περιοδικό ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
Περιοδικό
της Ζωντανής Σκέψης
Κυκλοφορεί
κάθε Παρασκευή, δραχμές 80
Γραφεία:
Βουκουρεστίου 6β, Βιβλιοπωλείο «ΑΕΤΟΣ». Τηλέφωνο 21-081
Διευθυντής:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Αριθμός 13/
3-8-1945, σ. 9,14.
Ε Κ Ε Ι Ν Ε
Σ Τ Ι Σ Μ Ε Ρ Ε Σ
… Κατά το
σούρπο, τίς πιό πολλές φορές, συναντιόμασταν σε μιά γωνιά του πάρκου. Ήτανε μιά
αποτραβηγμένη γωνιά στα πιό απόμερα δρομάκια, ανάμεσα σε δέντρα πυκνά, πλάϊ σ’
ένα περίπτερο ερειπωμένο. Δεν ξέρω τί μπορούσε να θυμίζει ένα ερειπωμένο
περίπτερο με τά γύρω πυκνά δέντρα, εμείς το λέγαμε «στους τροπικούς» και κεί
πηγαίναμε τα σούρπα και πλαγιάζαμε πάνω στο ζεστό χορτάρι.
Πλήθος πολύ τριγυρνούσε άσκοπα’ κείνες
τις ώρες, τα μικρά τρέχανε, παίζανε ή κλαίγανε γοερά χωρίς λόγο στη μέση του
δρόμου, οι μανάδες μασουλούσανε σπόρια και φλυαρούσανε για την ακρίβεια της
ζωής και για τα παιδιά τους πού μπερμπαντέψανε τώρα με τον πόλεμο, και
γυρνούσανε όλη μέρα στα σοκάκια. Τα κορίτσια σκύβανε και κόβανε τρυφερά τα
λουλούδια, τα μυρίζανε και τα καρφιτσώνανε στο στήθος τους, ύστερα τα
βαριούνταν και τα πετούσανε αδιάφορα, όπου τύχει, δίπλα σε παλιόχορτα και σε
σάπια αυγά. Αυστηρές πινακίδες, λείψανα μιάς παλιάς εποχής, αμύνονταν ακόμα
ψυχρές κ’ επιβλητικές: «Αγαπάτε τα άνθη και τα φυτά». «Μή βαδίζετε επί της
χλόης». «Απαγορεύεται το πτύειν»!
Το καλοκαίρι βάραινε εξαντλητικό, ένα
καλοκαίρι’ ταλαιπωρημένο κι’ ανήσυχο. Μοιάζουν αλήθεια όλα τά καλοκαίρια, μα
τούτο στο βάθος ήτανε τόσο διαφορετικό, ένα καλοκαίρι χωρίς αρχή και χωρίς
τέλος, γιομάτο κρυφές προσδοκίες και μέρες νεκρές.
Ξαπλώναμε στο πατημένο χορτάρι, ο
καθένας διηγότανε στους άλλους πώς πέρασε η μέρα, πού πήγε, τί είπε, τί άκουσε,
πώς τραβούσε η δουλειά. Άναβε πότε- πότε μιά μικρή συζήτηση μά ξεθύμαινε
γρήγορα, ένας κάπνιζε σιωπηλά κι’ άφηνε το μισό σε κάποιον άλλον. Τα τσιγάρα
είνε τόσο ακριβά…
…. Ο Σπύρος ήταν ευχαριστημένος’
κατάφερε να βρει δουλειά σ’ ένα μικρό φροντιστήριο πού άνοιξε τώρα κοντά.
Πέτυχε καλές γνωριμίες, του φέρνανε κάθε τόσο και καινούργιους μαθητές, έβρισκε
τον καιρό ανάμεσα σε δυό παραδόσεις να κουβεντιάζουνε και λίγο. Με μερικούς
ξανοίχτηκε αρκετά, τάπανε μιά χαρά, αύριο μπορούσε να μας τους έφερνε, ήτανε
όλοι τους καλά παιδιά. Ο Σπύρος κορόϊδευε την τέχνη, δεν μπορούσε να χωνέψει
πώς υπάρχουνε άνθρωποι που χάνουνε τον καιρό τους και διαβάζουνε λογοτεχνία,
αυτός είχε σπουδάσει Φυσική, αγαπούσε βαθιά την επιστήμη. Όμως αυτά ήταν όλα
λόγια γιατί ξέραμε πώς έγραφε κι’ ο ίδιος και μάλιστα, το χειρότερο, πώς έγραφε
και ποιήματα, μα έτσι ήτανε πάντα: βαρύς και λιγόλογος, ήθελε με μιά περίεργη
επιμονή να δείχνει ακόμα και στους φίλους του πώς είνε ολότελα διαφορετικός απ’
ότι τον φαντάζεται κανένας.
Κάποτε άρχισε νάρχεται μαζί μας κ’ η
Σοφία. Η Σοφία ήταν ένα παράξενο κορίτσι, από κείνα τα κορίτσια πού πρώτη φορά
συναντάς στη ζωή σου. Σε κύτταζε μ’ ένα αλλόκοτο βλέμμα, μιλούσε δυνατά για την
Επανάσταση, δέν ήξερε τί θα πει φόβος. Αυτή διάβαζε πολύ κι’ ακατάστατα με μιάν
αχόρταγη, στα χέρια της κράταγε πάντα δυό και τρία βιβλία.
Μας ξάφνιασε έτσι απότομα όπως ήρθε,
κανείς μας δεν ένιωσε ακόμα ένα κορίτσι δίπλα του πού να μή σου μιλά μόνο για
τον έρωτα, μά να ξεχειλίζει από πόθο ζωής να λαχταρά ν’ αγκαλιάσει το κάθετι
και να το γευτεί. Τώρα θυμούμαι πόσο ήτανε γεμάτη αντιφάσεις και ανικανοποίηση’
πολλές φορές μας κορόϊδευε, έλεγε πώς δεν πίστευε πιά σε τίποτα, δεν ήταν λόγος
αυτός να χάνουμε τα νιάτα μας, γι’ αυτές τις αοριστίες, τα χρόνια περνούσανε
και μείς θα τα κλαίγαμε μιά μέρα’ άλλοτε πάλι την έπιανε μιά ανεξήγητη θέρμη και
χανότανε ολάκαιρες μέρες κ’ ύστερα γύριζε σκονισμένη κι’ ατίθαση και μας έβριζε
τεμπέληδες κι’ αλήτες πού δε σηκωνόμασταν και μείς για το βουνό, μόνο ξαπλώναμε
στο χορτάρι στις απόμερες γωνιές του πάρκου και ξεγελιόμαστε πώς κάτι κάνουμε
και μείς.
Ήτανε φίλοι με τον Αργύρη χρόνια,
γνωρίζονταν από μικρά- μικρά παιδιά τότες πού παίζανε μαζί στο Διοικητήριο. Του
άρεζε να την άφηνε να μιλάει ώρα πολύ, αυτός που σπάνια μιλούσε και πάντα
μετρημένα και τελειωτικά. Είχε την ηλικία μας μά ήτανε τόσο σοβαρός κι’ απλός
πού τον ξεχώριζες αμέσως. Δίπλα του ένιωθες ένα περίεργο αίσθημα ασφάλειας, το
χέρι του δεν έτρεμε ποτέ, το μάτι του έπαιζε σίγουρο κι’ αποφασιστικό. Αυτός,
ναί, ήταν ένας πραγματικός επαναστάτης, είχε δίκιο η Σοφία πού μας έβριζε
αλήτες. Αυτός δεν ήξερε συμβιβασμούς και σούπα- μούπες, αναβολές και κούραση,
τραβούσε ολόϊσια στο σκοπό του ατρόμητος και λεβέντης και δε λογάριαζε τίποτα.
Συνηθίσαμε να λέμε: αυτό θα τόκανε ο Αργύρης, για κάτι πού στάθηκε δύσκολο να
το πετύχουμε μείς, κ’ έμεινε και το λέμε κι’ ακόμα.
Όμως ποιός ο λόγος να κάθομαι τώρα δά
και να διηγούμαι τούτες τις ιστορίες για τους φίλους: όλα αυτά, μπορεί να μην
ενδιαφέρουνε πιά κανέναν, είνε προσωπικές ιστορίες και στο κάτω-κάτω για τους
άλλους δε λένε τίποτα σπουδαίο. Μα να, τώρα πού πήρα τον κατήφορο, θα σταθώ μιά
στιγμή να δω και το «Γέρο» έτσι που έρχεται στενός και καμπούρης έτσι σα νάτανε
τότες. Ερχότανε σπάνια και μας έβλεπε, καμιά Κυριακή. Διακρίναμε από μακριά τη
σταχτιά του ρεπούμπλικα πού του παράχωνε τ’ αυτιά χειμώνα –καλοκαίρι, το
λυγισμένο του βάδισμα, και χαιρόμασταν πούταν αυτός κ’ ερχόταν να μας δει.
Δεν μπορούσε νάβρισκε καμμιάν
ευχαρίστηση στην παρέα μας, μας περνούσε είκοσι κ’ εικοσιπέντε χρόνια, ένας
άντρας βασανισμένος’ με γκρίζα μαλλιά. «Αν ήμουν παντρεμένος θάχα παιδιά τώρα
σαν και σάς», έλεγε και ξανάλεγε, έτσι στ’ αστεία και στα πεταχτά, μα ίσως στο
βάθος με κάποιο πόνο κρυφό.
Τις μέρες πού ρχότανε, δε μιλούσαμε
καθόλου. Κρεμόμασταν απ’ τα λόγια του και τον ακούγαμε ώρες πολλές. Αυτός δα
είχε χρόνια και χρόνια στο κίνημα. Ήξερε όλους τους παλιούς αγωνιστές,
μοιραστήκανε το ίδιο ξεροκόμματο χρόνια και χρόνια μέσα στα μπουντρούμια.
Μιλούσε με συγκίνηση για το 17, για το 22, το 33, το 36, δεν ξεχνιούνται αυτά
τα πράματα έτσι εύκολα. Γύρισε και τη Ρωσία κι’ όλη η νοσταλγία του ήταν γι’
αυτήνα.
Τί όμορφα πού έπεφτε το βράδι. Τα
ξεχνούσες όλα εκείνη τη στιγμή, ένα δροσερό αεράκι φυσούσε, γύρω πλανιότανε μιά
λεπτή μυρουδιά.
Ύστερα κάποιος κύτταζε νευρικά το
ρολόγι του και τιναζόταν όρθιος. Σε δέκα λεφτά έπρεπε όλοι να κλειστούμε στα
σπίτια μας. Άρχιζε μιά νύχτα σκοτεινή και πνιχτή, ένα ατέλειωτο προμήνυμα
θανάτου.
Ύστερα, θυμάσαι, το καλοκαίρι
μίκραινε, μίκραινε’ οι μέρες πνίγανε περισσότερο ένα σφιχτό δαχτυλίδι. Οι
βουεροί δρόμοι αρχίσανε να ερημώνονται νωρίς απ’ το σούρπο. Μείναμε λίγοι,
μαζευόμασταν σε μιάν απόμερη γωνιά του πάρκου και το χορτάρι ήταν υγρό. Τα
παιδάκια ερχότανε πάλι και παίζανε κι’ ο ήλιος τάβλεπε μιά στιγμή και γελούσε
κ’ ύστερα τον καταπίνανε τα σύννεφα και λησμονιούνταν μέρες ολάκερες. Τα
λουλούδια γέρνανε μαραμένα και περιμένανε μάταια ναρθούν τα κορίτσια τρυφερά να
τα καρφιτσώσουν στο στήθος τους για μιά στιγμή, κ’ ύστερα άς τα πετούσανε μ’
αδιαφορία όπου τύχει, δίπλα στα παλιόχαρτα και στα σάπια αυτά. («Απαγορεύετε το
πτύειν», «Αγαπάτε τα άνθη και τα φυτά»).
Ο Αργύρης είχε φύγει πάει πολύ καιρός, ο
Αργύρης σκοτώθηκε στις απάνω γειτονιές, όλοι το ξέραμε μα κανείς δε μιλούσε.
Λέγαμε τ’ όνομά του, τον θυμούμασταν, ψιθυρίζαμε πώς να, τώρα δα πήραμε
ειδήσεις του κ’ είνε καλά, κι’ όπου νάναι θα γυρίσει, κι’ όμως ο καθένας μας
τόξερε πώς ο Αργύρης δεν ήτανε πιά να γυρίσει, πώς ο Αργύρης σκοτώθηκε.
Έπειτα, ένα βράδι, ο Γιώργης μας
χαιρέτησε σιωπηλά, θάφευγε τα χαράματα για κεί που το καλοκαίρι δεν έπεφτε
πνιχτό κ’ εξαντλημένο, εκεί που τά τραγούδια δεν πεθαίνουνε στα χείλια. Τον
βλέπαμε πολύ λίγο τον τελευταίο καιρό, ήτανε πάντα αξούριστος κι΄ αδύνατος,
κοιμότανε εδώ και κει, πολλές φορές δεν είχε τίποτα να φάει, ένα αγρίμι
κυνηγημένο.
Κανείς μας δε μίλησε κείνο το βράδι,
καπνίσαμε τσιγάρα πολλά, κάτι μας πλάκωνε βαριά χωρίς έλεος, κάτι ψιθύριζε μέσα
μας χωρίς απάντηση κ’ ικανοποίηση.
Μάθαμε και για το «Γέρο» πώς τον
πιάσανε ένα πρωί από το σπίτι του. Αυτόν δά τον ξέρανε, και όποτε θέλανε τον
είχανε στο χέρι. Πέρασε κι’ απ’ το στρατόπεδο, ύστερα τον φορτώσανε στο τραίνο.
Αφήσανε την τελευταία μέρα τη Σοφία και πήγε και τον είδε από μακριά. Μας
έστειλε κ’ ένα σημείωμα: «Εγώ μια ράτσα γερή, μή φοβάστε’ είνε όλα αυτά
παιχνιδάκια καινούργια για μένα. Καλά πού δεν είμαι παντρεμένος και δεν έχω
παιδιά σαν και σας….» κι’ άλλα δυό- τρία λόγια έτσι σά στ’ αστεία και στα
πεταχτά.
….. Δε βαριέσαι. Μιάν ιστορία κι’ αυτή
σαν όλες τις άλλες. Μιά φούχτα σύντροφοι, πού σκορπιστήκανε μιά μέρα…. τί σε
νοιάζει. Η Επανάσταση προχωρούσε. Προχωρούσε κι’ άνοιγε το δρόμο ανάμεσα στα
στενά σοκάκια πού παραμόνευε ο θάνατος, στα απάτητα βουνά πού τραγουδούσαν τα
νιάτα, στα σκοτωμένα παληκάρια που λυώνανε στις χαράδρες, στους σκλάβους πού
σπάζανε τις πέτρες βουβοί και σκελετωμένοι. Αυτή πατούσε πάνω στο χωρισμό και
γεννούσε καινούργιους συντρόφους… αυτή δεν είχε τον καιρό να φιλήσει εκείνους
πού φεύγανε…. η Επανάσταση προχωρούσε, έ και σύ τί κάθεσαι και λές ιστορίες
παλιές χωρίς ενδιαφέρον, ιστορίες τόσο γελοία ασήμαντες, τόσο κοινές, δε
βαριέσαι!.......
ΜΑΝΟΛΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Ένας ποιητής αναρωτιέται- ένας
αναγνώστης καταθέτει
«Είχες χάσει
κάτι πολύ περισσότερο. Μιάν ατέ-
λειωτη νεότητα σε
κάθε γωνιά της ολόπικρης
νόησης».
Μανόλης Αναγνωστάκης,
Εποχές 2
Πάνε δεκαετίες τώρα, όταν ακόμα τα πόδια άντεχαν την
ορθοστασία μπροστά στα ράφια των δημόσιων βιβλιοθηκών, η μέση τα χιλιάδες
τρεχάματα και τα δάχτυλα που κρατούσαν τα στυλό και αντέγραφαν ή έβγαζαν
φωτοτυπίες δεν έτρεμαν, όταν έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου και
φυλλομέτρησα το περιοδικό «ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» του Δημήτρη Φωτιάδη. Τον Δημήτρη
Φωτιάδη η γενιά μου, μετά την μεταπολίτευση του 1974, τον γνώριζε από τα βιβλία
του για την Επανάσταση του 1821 και τις ιστορικές του μονογραφίες. Ήταν η
«άλλη» συγγραφική και ερμηνευτική πλευρά της πληροφόρησής μας για την
Επανάσταση του 1821 και των πολεμικών αγώνων της απελευθέρωσής μας από τον
Οθωμανικό Τούρκικο ζυγό και σκλαβιά. «Πρώτη» πηγή μας υπήρξε η Ιστορία της
Ελληνικής Επανάστασης του Διονυσίου Κόκκινου των εκδόσεων «Μέλισσα», παράλληλα,
τα τότε μηνιαία τεύχη που πωλούνταν στα περίπτερα της «Εικονογραφημένης
Ιστορίας» των εκδόσεων «Παπύρου», τροφοδοτούσαν μαζί με τις εκδόσεις του
εκδοτικού οίκου των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων την αναγνωστική μας περιέργεια
και απληστία για ιστορικές γνώσεις έστω και στα τυφλά, δηλαδή ακαθοδήγητα και
άτακτα. Στις κατοπινές περιόδους, όταν το «ανελέητο κύμα της νιότης μου» άρχισε
να υποχωρεί, και τα χρόνια της ζωής άρχισαν να πληθαίνουν ακολουθώντας με
ραγδαία ταχύτητα το παρόν μας, ήρθαμε σε επαφή με τις ιστορικές μελέτες και τα
βιβλία του Γιάννη Κορδάτου, του Νίκου Σβορώνου, του Τάσου Βουρνά, του Σπύρου Μαρκεζίνη,
του Γεωργίου Ρούσσου, του Απόστολου Βακαλόπουλου κλπ. Η Ιστορία-στις ευρύτερές
της διαστάσεις και παραμέτρους- πάντα μας έθελγε αντίστοιχα με την Ποίηση, την
Πεζογραφία, το Δοκίμιο την Φιλολογική έρευνα. Ήταν αλληλένδετα τα ενδιαφέροντα
των πεδίων μας φιλολογικά και ιστορικά, ή αν θέλετε, «μπερδεμένες» οι
ερευνητικές επιλογές και οι αναγνωστικοί προσανατολισμοί μας. Όταν για πρώτη
φορά έπιασα στα χέρια μου το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» των χρόνων του
Πολέμου της Γερμανικής Κατοχής, της Απελευθέρωσης και των πρώτων ετών του
Εμφύλιου σπαραγμού που ακολούθησε, αντιλήφθηκα ένα άλλο, άγνωστό μου «σύμπαν»
να αποκαλύπτεται μπροστά μου. Ιδιαίτερα ο υπότιτλός του: «περιοδικό της
ζωντανής σκέψης» είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου για το τί ακριβός σήμαινε, τί
ήθελε να πει η διεύθυνση του περιοδικού. Υπήρχε άραγε και μη ζωντανή σκέψη και
ποιά η διαφορά της από την άλλη; Πάντως, αν και άγευστος ακόμα στα των
ιστορικών και πολιτικών αγώνων, ιδεολογικών διενέξεων και θεωρητικών ζητημάτων,
καταλάβαινα ότι το περιοδικό εξέφραζε ιδέες κομμουνιστικές, αριστερές, τις
απόψεις και τους οραματισμούς της λεγομένης προοδευτικής παράταξης, πατριωτών
Ελλήνων που πίστευαν σ’ ένα μέλλον ειρηνικό για την πατρίδα τους και την ανθρωπότητα.
Αγωνίζονταν για κοινωνική δικαιοσύνη, λαϊκή ανεξαρτησία και κυριαρχία, ελευθερία,
ανθρωπιστικά ιδεώδη, βελτίωση των οικονομικών συνθηκών ζωής τους, σε ατομικό
και καθολικό επίπεδο στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Ένα άλλο ελπιδοφόρο μέλλον των
κοινωνιών και των λαών. Ιδέες και οράματα σε αντιδιαστολή με το στρατιωτικό
πνεύμα και την βίαιη πολεμική κυριαρχία των δυνάμεων του άξονα και των
υποστηρικτών τους. Ονόματα συγγραφέων άγνωστα φανερώνονταν μπροστά μου για
πρώτη φορά, μορφές του πνεύματος που δεν είχα ξανασυναντήσει, ούτε τα κείμενά τους
διαβάσει. Καλλιτεχνικές φιγούρες και τα έργα τους πρόβαλλαν μπροστά μου-μας ζητώντας
να τις γνωρίσω καλύτερα, να τις μελετήσω, διαμόρφωναν αργά και σταθερά τα
αισθητικά και λογοτεχνικά μου-μας κριτήρια και το βλέμμα. Έλληνες και Ξένοι
ποιητές και πεζογράφοι, διηγηματογράφοι, μεταφραστές, κριτικοί, εικαστικοί και
στοχαστές έρχονταν να προστεθούν στην πινακοθήκη των προσώπων της τέχνης και
του πολιτισμού που είχα αρχίσει να σκιτσάρω μέσα στα μικρά δωμάτια της σκέψη
μου. Πολιτική και κοινωνική αρθρογραφία, αντιπολεμικές αναλύσεις και αιτίες του
πολέμου, αντιστασιακές μπροσούρες, υπογραφές καλλιτεχνών υπέρ των αγωνιζομένων
Ελλήνων ήταν οι νέες αναγνωστικές μας προσκλήσεις και προκλήσεις, ενώ οι του
βίου μας εμπειρίες αυγάτιζαν χρωματίζοντας τα μελλοντικά χρόνια που κάλπαζαν
αδιάφορα πολλές φορές για τις πραγματικές και ουσιαστικές μας ανάγκες. Ερχόμουν
σε επαφή με Ποιήματα προγενέστερων γενεών, μιας άλλης πιο παραδοσιακής φόρμας
και γλώσσας, μετρικής, (τα οποία διαβάζαμε σποραδικά σε λαϊκά οικογενειακά
περιοδικά ποικίλης ύλης) αντιστασιακής και αντιπολεμικής θεματολογίας, άλλων
ιστορικών στοχεύσεων και οραματισμών.
Φωνές ελλήνων (και ξένων) δημιουργών και
πνευματικές προθέσεις, κείμενα έμμετρα και πεζά κινούμενα μέσα σε μία άλλη
ατμόσφαιρα, στο κλίμα του πολέμου, της ξένης κατοχής και εισβολής στην πατρίδα
μας, των διαφόρων μορφών αντίστασης των χρόνων εκείνων σύσσωμου του ελληνικού
λαού. Κείμενα και αρθρογραφία μιάς σχετικά κοντινής μας ιστορικής και πολιτικής
πραγματικότητας την οποία εμείς οι νεότερες γενιές δεν είχαμε ζήσει αλλά ήταν
διαρκώς μπροστά μας, δίπλα μας, μέσα στα σπίτια μας, μέσω των αφηγήσεων και των
προσωπικών εξομολογήσεων από τους μεγαλύτερούς μας, τους πατεράδες και τις
μανάδες μας, το φιλικό και συγγενικό μας περιβάλλον, τα εκατοντάδες
καλλιτεχνήματα και πνευματικές δημιουργίες που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες
από εμάς τραυματισμένες και σημαδεμένες από τις πολεμικές επιχειρήσεις
ελληνικές γενιές. Πολλοί από τους διπλανούς μας έλληνες- τους μεγαλύτερους
ηλικιακά της παρέας μας είχαν μετάσχει στις τάξεις του ΕΑΜ και είχαν να μας
αφηγηθούν πράγματα και θαύματα, στερήσεις και κακουχίες, ανδραγαθήματα και
κατορθώματα απίστευτου μεγαλείου. Συλλογικές παρακαταθήκες της μνήμης του
ελληνικού λαού οι οποίες διαισθανόμασταν ότι εξέφραζαν και αποτύπωναν ότι πιο
υγιές και αληθινό είχε προσφέρει αυτή η χώρα, η Ελλάδα στην Ανθρωπότητα μέσα
στην Ιστορία. Πάνδημος ο ξεσηκωμός του Ελληνικού Λαού, οι Αγώνες της φυλής μας
του Έθνους μας. Εδώ ας μας επιτραπεί μία μικρή προσωπική παρένθεση. Οι απόψεις
και τα λόγια των Ελλήνων για τον Ιταλικό στρατό ήσαν πιο επιεικείς, έτρεφαν
ακόμα συμπάθειες για πολλούς νεαρούς ιταλούς στρατιώτες μουσικομανείς και
ερωτύλους, τους κοκορόφτερους από την ενδυμασία της στολής τους όπως θυμάμαι να
τους αποκαλούσαν, αντίθετα με τους γερμανούς στρατιώτες τους οποίους και μετά
30 χρόνια από το τέλος του πολέμου, οι αναμνήσεις των ελλήνων ήσαν αρνητικές,
τους φοβόντουσαν και τους σιχτίριζαν, περιέγραφαν τους ίδιους και τις
στρατιωτικές τους συμπεριφορές με μελανά, σκούρα χρώματα. Και κάτι ακόμα
περισσότερο προσωπικό. Μέχρι το τέλος της ζωής της η Βάσω, η μητέρα μου, όταν
έβλεπε ελληνική ταινία με έλληνες ηθοποιούς ντυμένους την γερμανική στολή, να
υποδύονται γερμανούς στρατιώτες τρόμαζε, αναστατώνονταν, τις ξυπνούσαν παιδικές
μνήμες άγριες, βασανιστικές και άλλαζε κανάλι. Οι γενιές αυτές των Ελλήνων ίσως
και να «μην» ήθελαν να ξεχάσουν, να μην μπορούσαν να λησμονήσουν αυτά που
πέρασαν και βίωσαν στο πετσί τους εκείνα τα φριχτά και φοβερά χρόνια. Σε κάθε
επετειακό εορτασμό για την Ημέρα της Απελευθέρωσης της Ελλάδας, έβλεπες έναν
πανζουρλισμό να γίνεται στις πλατείες και τους δρόμους με τις δημόσιες
παρελάσεις και τους σημαιοστολισμούς, τα κοινά τραπεζώματα με τους συγγενείς
και τους φίλους και οι προσωπικές αναμνήσεις και αφηγήσεις, τα περιστατικά να
διαδέχονται το ένα το άλλο. Ήταν η άλλη διδαχή της ελληνικής ιστορίας για εμάς
τους νεότερους, που μεταξύ μας όταν κουβέντιαζαν τα φιλαράκια, υπερηφανευόμασταν
ότι είμασταν η πρώτη μεταπολιτευτική γενιά νέων που δεν έζησε πόλεμο, κατοχή,
αγωνιστικές και άλλες δοκιμασίες. Οι αναμνήσεις μας περιορίζονταν μέσα στα όρια
σχεδόν του καθεστώτος της επταετίας, της χούντας.
Τα δημοσιεύματα των λογοτεχνικών
περιοδικών και των άλλων λαϊκών φυλλαδίων και εντύπων της Εποχής του πολέμου
και της κατοχής, τα γραφθέντα και εξομολογηθέντα των Ελλήνων και Ελληνίδων
πεζογράφων και ποιητών, διηγηματογράφων, οι ξυλογραφίες και τα χαρακτικά, οι
πίνακες και τα ταμπλό των εικαστικών καλλιτεχνών, οι κυκλοφορίες περιοδικών, οι
εκδόσεις βιβλίων πρωτογενών και μεταφρασμένων, οι φωνές και ενέργειες των
διανοουμένων, τα κείμενα των στοχαστών και δοκιμιογράφων καθρέφτιζαν και
αντανακλούσαν το αγωνιστικό και θαρραλέο φρόνημα, τα πιστεύω και τους
οραματισμούς του ελληνικού λαού, σε ατομικό και συλλογικό-καθολικό επίπεδο κάθε
ιστορικής στιγμής, από αυτές τις δεξαμενές ενημέρωσης μαθαίναμε Ιστορία, και
όχι τόσο μέσα στις σχολικές μας αίθουσες, όταν μάλιστα τα πολιτικά πάθη ήταν πολύ
οξυμένα των χρόνων μετά την μεταπολίτευση του 1974 και οι ιδεολογικές
αντιθέσεις ήσαν κάθετες και χώριζαν παιδικές και νεανικές φιλίες και παρέες. Διαβάζαμε
στις σελίδες των παλαιών λογοτεχνικών περιοδικών, φυσικά στων τευχών των
«Ελεύθερων Γραμμάτων» τις ενθαρρυντικές θέσεις και υποστηρικτικές ελπιδοφόρας
απόψεις, αντιστασιακές και αντιπολεμικές συγγραφικές εμψυχωτικές φωνές
ευρωπαίων λογοτεχνών και ποιητών οι οποίοι στάθηκαν στο πλευρό των αγωνιζομένων
ελλήνων τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, προοδευτικών φωνών όπως ο ποιητής
Πωλ Ελυάρ, (ο οποίος επισκέφτηκε εκείνα τα δύσκολα χρόνια την χώρα μας), ενημερωνόμασταν για τις πνευματικές και
κοινωνικές φιλελληνικές ενέργειες του συγγραφέα και μεταφραστή Ροζέ Μιλλιέξ,-
του γάλλου συνεχιστή του έργου του φιλέλληνα Οκτάβιου Μερλιέ διευθυντή του
Γαλλικού Ινστιτούτου-, του ισπανού εικαστικού Πάμπλο Πικάσο, πολλών τότε σοβιετικών
δημιουργών. Ανταποκρίσεις ελλήνων συγγραφέων που είχαν καταφύγει στην Αγγλία
και συμμετείχαν στις ελληνικές ραδιοφωνικές εκπομπές του BBC σε όλον τον Κόσμο, όπως οι εκπομπές-
διακηρύξεις του Νίκου Καζαντζάκη, του κύπριου σκηνοθέτη και συγγραφέα Μιχάλη
Κακογιάννη και πολλών άλλων προοδευτικών ατόμων. Ενός πανευρωπαϊκού αντιπολεμικού
και αντιστασιακού, αντιφασιστικού πνευματικού κινήματος ενάντια στις δυνάμεις
του άξονα. Ενός γενικού ενθουσιασμού και στήριξης των αγωνιζομένων και
βασανισμένων Ελλήνων κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και του Πολέμου.
Περιδιαβαίνοντας με αναγνωστική βουλιμία τις σελίδες του παλαιού λογοτεχνικού
περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» τριάντα και χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ήταν
σαν να άνοιγε μπροστά μας η αυλαία του ιστορικού ελληνικού παρελθόντος και
ευρωπαϊκού σκηνικού της δύστοκης και αιματοβαμμένης εκείνης περιόδου. Της
«Ελληνικής Τραγωδίας» για να χρησιμοποιήσω έναν τίτλο βιβλίου του Κωνσταντίνου
Τσουκαλά. Μιάς ιστορικής ελληνικής τραγωδίας που χάραξε τα σημάδια της έντονα
και δραματικά στις καρδιές, τις ψυχές, τα σώματα και τις συνειδήσεις ολόκληρου
του Ελληνικού Λαού για πολλές δεκαετίες μεταγενέστερα μετά την απελευθέρωση και
την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων. Των χρόνων της ευρωπαϊκής ειρήνης και του
ψυχρού πολέμου μεταξύ δύσης και ανατολής. Το νεότερο αυτό ιστορικό ελληνικό
τραύμα, (μετά την Μικρασιατική Καταστροφή) δεν έκλεισε με τους αργόσυρτους
χρονικούς ιστορικούς ρυθμούς που ίσως οι δυνατοί της γης θα περίμεναν, δίχως
κοινωνικές και πολιτικές περιπέτειες εντός και του ίδιου του ελληνικού σώματος.
Έμεινε νωπό, φρέσκο για αρκετές μεταπολεμικές δεκαετίες, τροφοδοτώντας
συλλογικές μνήμες και ατομικές αναμνήσεις, καλλιεργώντας αποφάσεις ελλήνων και δημόσιες
συμπεριφορές τους, καθορίζοντας επιλογές πολιτικές, κοινωνικές τους αντιδράσεις,
διαμορφώνοντας καταστάσεις, προσανατολίζοντας μαρτυρίες και στάσεις ζωής, λόγια
και αφηγήσεις πνιγμένες στο δάκρυ, την πίκρα, τον στεναγμό, των όχι και τόσο
βουβών αναμνήσεων όλων αυτών των γενναίων και υπερήφανων ανθρώπων πού έζησαν, μεγάλωσαν και αντρώθηκαν, σημαδεύτηκαν
από τα πολεμικά αυτά χρόνια στην πατρίδα μας. Όπως τα προγενέστερα φρικτά
ιστορικά και κοινωνικά τραγικά αποτελέσματα της Μικρασιατικής Καταστροφής και
του Ελληνικού ξεριζωμού από τις πανάρχαιες κοιτίδες του της Μικράς Ασίας το
1922, της γης της πολύκλαυστης Ιωνίας δεν έφυγαν ποτέ από τις μνήμες των
Μικρασιατών Προσφύγων, δεν λησμονήθηκαν, το ίδιο και η κρίσιμη και αποφασιστική
για την ιστορική και διπλωματική, πολιτική εξέλιξη της Ελλάδος δεκαετία
1940-1950, περίοδος ελληνοιταλικού πολέμου, γερμανικής εισβολής και κατοχής,
χρόνων της πείνας και αγώνων απελευθέρωσης και θυσιών, και δυστυχώς του επακολουθήσαντος
εμφύλιου σπαραγμού και εσωτερικής διαμάχης, δεν ξεριζώθηκαν από τις ψυχές και
τις συνειδήσεις των πατεράδων και των μανάδων μας, αδερφάδων και συγγενών μας,
των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων των ελλήνων συμπατριωτών μας. Τα πολλαπλά
τραύματα και οι κάθε είδους αμυχές έμειναν ανεπούλωτες, οι εφιαλτικές στιγμές παρέμειναν
ζωντανές για πολλές δεκαετίες ακόμα, οι κάθε είδους και μορφής πληγές δεν
έλεγαν να επουλωθούν εύκολα, επανέρχονταν στην επιφάνεια της μνήμης με κάθε
ευκαιρία, σαν παλιρροιακά κύματα της ατομικής του καθενός και κάθε μίας μνήμης,
για την πλειονότητα, την μεγίστη μερίδα του ελληνικού λαού. Ήσαν οι μυριάδες συμπυκνωμένες μνήμες αυτής
της δεκαετίας του «σκληρού δίσκου» της κατοπινής ζωής των ελληνικών γενεών. Αναμνήσεις
φορτισμένες αίμα, θανάτους, πείνα, βασανισμούς, φυλακίσεις, φτώχεια, εξορίες,
απώλειες, αλλά και στιγμές και μέρες αντίστασης. Αναμνήσεις και μνήμες που
κουβαλήθηκαν μέχρι το κιβούρι των ελληνικών αυτών γενεών οι οποίες έζησαν και
βίωσαν τα τραγικά γεγονότα. Τα βάσανα και οι δυσκολίες, η πείνα και οι
κακουχίες, οι αγώνες και οι θυσίες, τα οράματα, τα όνειρα και οι ελπίδες, οι αγωνιώδεις
προσπάθειες για απελευθέρωση των ελλήνων και της πατρίδας μας, όλα αυτά με δύο
λόγια που τράβηξαν και βίωσαν στα χρόνια της δικής τους παιδικότητας και
εφηβείας, χαμένης νεανικότητας και αδικαίωτης γενιάς, ένα ελληνικό Έπος που
διασώθηκε από στόμα σε στόμα, από πνοή σε πνοή, από ανάσα σε ανάσα, καταγράφηκε
πάνω σε πακέτα τσιγάρων, μέσα στους τείχους των φυλακών, σε κρυμμένα χαρτιά
μέσα στις ραφές των ρούχων στους τόπους εξορίας, έγινε πρώτη ύλη για τις
ποιητικές συλλογές, κεντρικό θέμα για τις σελίδες των νέων μυθιστορημάτων,
αντιστασιακά διηγήματα, αφηγηματική ύλη για τις σελίδες των περιοδικών, στιγμιότυπα
στα ταμπλό των ζωγράφων, εμψύχωσε γλύπτες και χαράκτες, δεν χάθηκαν μέσα στην
επαναλαμβανόμενη ροή του Χρόνου. Τα χαμένα οράματα της νιότης τους και της
πατρίδας τους, οι ψυχές και τα σώματα τα τσακισμένα των πατριωτών ελλήνων που
έπεσαν ηρωικώς πολεμώντας τον ξένο κατακτητή. Θυσιάστηκαν οικειοθελώς,
αυτοβούλως, υπερηφάνως, διασκορπίστηκαν τα μέλη τους στα χιονισμένα βουνά της
Αλβανίας, περιφέρονταν οι ψυχές τους στις απάτητες χαράδρες και οροσειρές,
έγιναν λίπασμα σε πεδιάδες και κάμπους, σε φυλακές ερημονήσια, στους τόπους
εξορίας. Άρδευσαν τα αγωνιστικά τους κλέη την ελληνική ύπαιθρο, έγιναν ένα με
τα αστικά κέντρα, τις κωμοπόλεις και τα χωριά. Ο ελληνικός τόπος του
προηγούμενου αιώνα είναι διάσπαρτος από το αίμα και σωματικά μέλη αγωνισθέντων
και θυσιασθέντων πατριωτών ελλήνων. «Από τα κόκκαλα βγαλμένη των ελλήνων τα
ιερά» τραγουδά ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Κρυοπαγήματα δεν έπαθαν
μόνο τα γυμνά τους πόδια, αλλά και τα νεανικά τους όνειρα, τα οράματα, οι
ατομικές τους φιλοδοξίες, οι ζωές πριν ωριμάσουν. Οι Έλληνες και Ελληνίδες
κρατήθηκαν όρθιοι σε καιρούς χαλεπούς, αντιστάθηκαν, πολέμησαν, άντεξαν, έγιναν
ηρωικό παράδειγμα σε άλλους συμμαχικούς λαούς στα δικά τους μέλη των
οικογενειών. Μιλώ πάντα για την πλειονότητα του Ελληνικού Λαού που πολέμησε και
αντιστάθηκε σθεναρά στον κατακτητή, τον ξένο εισβολέα και όχι για την μερίδα
εκείνη των ελλήνων που συνεργάστηκε μαζί του. Τους δοσίλογους και τους
μαυραγορίτες όπως ακούγαμε στις προσφυγικές συνοικίες της Νίκαιας και της
Κοκκινιάς, του Πειραιά, του Περάματος, να θυμούνται και να αποκαλούν στα χρόνια
της ενηλικίωσής μας, οι γεροντότεροι και μεγαλύτεροι από εμάς, εκείνους τους
έλληνες που με την κουκούλα στο κεφάλι πρόδιδαν την πατρίδα τους, τους
αγωνιστές συμπατριώτες τους. Σύναπταν εμπορικές σχέσεις και πλούτιζαν όπως
γράφουν οι σύγχρονοι έλληνες ερευνητές της ελληνικής ιστορίας. Είναι το μαύρο
και σκοτεινό κεφάλαιο της φυλής των Ελλήνων. (Πρόσφατα στην εκπομπή για το
βιβλίο και τις νέες εκδόσεις στην τηλεόραση της Βουλής των Ελλήνων, ακούστηκαν
πράγματα φοβερά και τρομερά για την μερίδα εκείνη των ελλήνων που συνεργάστηκαν
με τον κατακτητή, άγνωστά σε εμάς τους πολλούς). Οι σκοτεινές αυτές μνήμες οι
τόσο εφιαλτικές, μεταφέρονταν ας το επαναλάβουμε κουραστικά από στόμα σε στόμα,
από μάνα σε κόρη καθώς ετοίμαζαν τα προικιά της, από πατέρα σε γιό καθώς τον
κατευόδωνε στην εργασιακή του σταδιοδρομία, από παππού σε εγγονό σαν παραμύθι,
με βουρκωμένα τα μάτια και ένα σφίξιμο στην καρδιά για το πώς άντεξαν, ένα
παράπονο στα χείλη για αυτά που υπέστησαν, ένα διαρκές ερωτηματικό προς την
κοινή των φτωχών ανθρώπων μοίρα. Αυτό το Γιατί προς και της Ιστορίας.
Επαναλαμβάνονταν οι αναμνήσεις στο απογευματινό κουσκούς των λαϊκών γειτονιών
των μεροκαματιάρηδων οικογενειών, αυτό το καθημερινό λακιρντί της αφήγησης των
απλών φτωχών αγράμματων βιοπαλαιστών που εξιστορούσαν από καρδιάς-όπως έλεγαν-
τα δράματά τους, ξεδίπλωναν τις αναμνήσεις τους όταν όλοι μαζί κοινωνούσαν των
βασάνων της Ιστορίας τους και των περιπετειών των Ζωών τους. «Ένας για όλους
και όλοι για έναν» των Ελλήνων οι κοινότητες καλλιεργούσαν τα δικά τους λιβάδια
της ζώσας μνήμης, πέρα από ιδεολογικές διαστρεβλώσεις και μυθοπλασίες
συγγραφέων. Ο καθένας και κάθε μία έλληνας και ελληνίδα κάτι πάντα πρόσθετε σε
ότι αρχινούσε ο διπλανός του, ο γείτονάς του, ανέσυρε από το σεντούκι της
μνήμης του στην κοινή τραγωδία της χώρας και του βίου τους. Η μακροιστορία των
μεγάλων ανθρωποσυνόλων συμπλέκονταν με την μικροιστορία της ανθρωπογεωγραφίας
των μεμονωμένων περιπτώσεων. Ποιος διαμόρφωνε το πρόσωπο της Ιστορίας και
γιατί, ποιος αλήθεια θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Και ίσως, όπως μας λέει
ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης να μην αφορούν κανέναν στη μελλοντική ροή του
χρόνου. Αυτό ήταν το λαϊκό υφαντό της εξιστόρησης της Τραγωδίας όχι επιφανών δυναστειών
και ηγετών, των αποκλεισμένων μέσα στα πετρόκτιστα παλάτια τους και τειχισμένα
αρχοντικά τους που ακούγαμε «σαν παραμύθι» από τους μεγαλύτερους, αλλά του
ανώνυμου Ελληνικού Λαού, του Χορού του σύγχρονου δράματος που μετείχε ενεργά,
άμεσα, αυτοθυσιαστικά και έγραφε τις καινούργιες λαμπρές σελίδες της ελληνικής
εποποιίας. Σαν τους αρχαίους αοιδούς της εποχής του Ομήρου που με μια λύρα στο
χέρι υμνολογούσαν παλαιότερες φημισμένες ιστορίες των προγόνων τους, πολεμικά κλέη
Ελλήνων. Όλοι αυτοί και αυτές οι ανώνυμοι σύγχρονοί μας μνημονάτορες που ακούγαμε,
βλέπαμε να κυκλοφορούν ανάμεσά μας αθόρυβα πολλές φορές, έγραφαν ξανά την
αληθινή, πραγματική ιστορία της Ελλάδας μπροστά στα μάτια μας, όχι όπως θα την
ήθελαν οι μεγάλοι και τρανοί, οι νικητές της Πολιτικής, οι βουτηχτάδες των
επίσημων Αρχείων, ή οι νικητές τιμητές των μεταπολεμικών χρόνων, αλλά των
πραγματικών πρωταγωνιστών όπως οι ίδιοι πραγματικά βίωσαν τα αληθινά γεγονότα
και τις δολοφονικές καταστάσεις, τις στιγμές προσωπικού άγχους του πολέμου της
κατοχής της εποχή τους. Μοίρα και Χρόνος, Αγώνες και Θυσίες Θάνατοι και
ξαφνικές απώλειες ένα.
Τρείς Εποχές
και η Συνέχειά τους, ο Στόχος, είναι ο δραματικός καμβάς της ποίησης, των πεζών η ροή, ο διαρκής διάλογος με τον Χρόνο μαζί μας. Ο έκδηλα δηλωτικός αλλά και ο
συνθηματικός κυρίως λόγος του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη του πρώτου μεταξύ ίσων
της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ανθρώπινα μετρήσιμες οι διαστάσεις και τα
όριά του, ποτέ δεν ξέφυγαν από τα ανθρώπινα οικεία μέτρα. «Παν μέτρο άνθρωπος»
μας λέει ο αρχαίος ποιητής Μένανδρος. Και ο Αναγνωστάκης, ο ψηλός της ποίησης
μας μιλά δίχως αυταπάτες, μέσα από αποσιωπήσεις και υπεκφυγές αποκάλυψης, όμως
καθαρός και προσδιορίσημος μιλά για όσα έζησε και απελπισμένα βίωσε εκείνα τα
εφηβικά, νεανικά του χρόνια, αυτός και οι φίλοι του, οι κοντινοί και κολλητοί
της παρέας του. Συγκεκριμένες οι πτυχές της γραφής του, κινούνται ανάμεσα στον
ελεγχόμενο συναισθηματισμό και την λογική αποτίμηση μαζί. Διερωτήσεις για την
αξία των καταγραφών αυτών, των τόσο προσωπικών μνημών και των θανάτων. Ο ομοτράπεζος
του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, του αυτοεξόριστου Άρη Αλεξάνδρου και άλλων ποιητών
και πεζογράφων και λογίων της γενιάς του με τις ελάχιστες πεζογραφικές και
κυρίως ποιητικές του αφηγήσεις, αγωνίζεται να μην καταφύγει σε περιγραφικές
αυταπάτες, σε μνημονικούς ελιγμούς σε μία ποιητική και της γραφής φλύαρη
παρελθοντολογία. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν προπαγανδίζει τον ιδεολογικό
χρωματισμό της ιστορίας των χρόνων του και των ατομικών του πιστεύω, δεν
βαπτίζει τον προσωπικό του Χρόνο στην κολυμπήθρα της εκ των υστέρων δικαίωσής
του. Για αυτό και η γραφή και τα λεγόμενά του δεν έχουν την στατικότητα και την
παγερότητα της μνημονικής αφήγησης άλλων ποιητών και πεζογράφων της γενιάς του,
οι οποίοι προσπαθώντας να μας εξιστορήσουν τα ιστορικά γεγονότα που έζησαν
γράφουν την ιδεολογική τους προέκταση και χρωματισμό και όχι την αλήθεια των
συμβάντων. Ο Αναγνωστάκης όπως γράφει κάπου είναι ένας «επισκευαστής
αναμνήσεων», ανασκευάζει το Καρτεσιανό «σκέφτομαι άρα υπάρχω» σε «Θυμούμαι άρα
υπάρχω». Χρόνος και Μνήμη μέσα σε αυτούς τους δύο επάλληλους κύκλους κινείται η
διαλεκτική της ποίησής του. Μια ποίηση όχι στεγνή, όχι παγωμένη αλλά με τον
δικό της αυτόφωτο λυρισμό, αυτοκινούμενη μέσα στα εξελικτικά στάδια του χρόνου.
Αυτό δεν μας δηλώνουν και οι τίτλοι των ελάχιστων συλλογών του; Μας μιλά για
όσα βίωσε και πρέπει να μας φανερώσει, τα υπόλοιπα, ίσως και τα σπουδαιότερα τα
περισσότερα τα κρατά βαθιά κρυμμένα στα βάθη της συνείδησής του, δεν επιτρέπει
στις λέξεις, τις εκφράσεις, τους στίχους και τις παραγράφους να τα φανερώσουν.
«Κρυπτομνήμων» από συνειδητή επιλογή ή από ανεπούλωτα τραύματα της παρελθούσας
νεότητάς του. Ας μην λησμονούμε ότι από την εφηβική του ηλικία ο Μανόλης
Αναγνωστάκης επέλεξε να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κόμμα αν και αυτό δεν
κράτησε πολύ. Η επίσημη ηγεσία του τότε ΚΚΕ τον διέγραψε και τον αποκήρυξε ως
αντιρρησία, αρνητή των δογματικών της επιλογών. Ο ποιητής αν και διαγραμμένος
από το κόμμα που ακολουθούσε δεν μίλησε, δεν φανέρωσε στους δικαστές του το
γεγονός αυτό, αφέθηκε να φυλακιστεί για ένα διάστημα και να καταδικαστεί σε
θάνατο, μέχρι να του δοθεί χάρη από την μετακατοχική κυβέρνηση του Νικόλαου
Πλαστήρα. Ο ποιητής μαζί με άλλους νεαρούς συντρόφους του συνολικά 68 μέλη της
ΕΠΟΝ όπως ο ίδιος γράφει, συνελήφθηκε τον Αύγουστο του 1948- ήταν μόλις 23 ετών
παλληκαράκι- και καταδικάστηκε δις εις θάνατον για συνωμοτική δράση. Έμεινε
έγκλειστος στις φυλακές του Γεντί Κουλέ για τρία χρόνια. Όπως βλέπουμε, τίποτα
δεν είναι τυχαίο στην ποίησή του, τίποτα περιττό στην γραφή του. Τα πάντα είναι
αδιάψευστες μαρτυρίες των μαρτυρικών παθών του ίδιου και της γενιάς του, της
πατρίδας του. Σαν άτομο και σαν ενεργός πάντα πολίτης, σαν πολιτικό συνειδητά
δρων υποκείμενο ακολούθησε μετά την διάσπαση του 1968, την ανανεωτική πτέρυγα
της μαρξιστικής αριστεράς, συντάχθηκε με το ρεύμα του ευρωκομουνισμού που
διέθετε περισσότερα εχέγγυα ανθρωπισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης, πολιτικής
ελευθερίας. Για αυτό και τα γραπτά του-φυσικά και οι εξιστορήσεις του- ο
δημόσιος λόγος και παρεμβάσεις του δεν είναι έγκλειστες στο μονοδιάστατο
ιδεολογικό κελί που υποστήριξε από τα νεανικά του χρόνια και εξακολούθησε να
υποστηρίζει. Η ποίησή του αν και στρατευμένη-αν δεν λαθεύω-δεν βρίσκεται κάτω
από το προπαγανδιστικό κόκκινο στέγαστρο όπως είναι ένα μεγάλο μέρος της
ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, είναι περίκλειστη στον Χρόνο και στις Εποχές του,
στο ατομικό εικονοστάσιο των μνημών του ίδιου και της γενιάς του αλλά ο Στόχος
της είναι η Συνέχεια του οράματος και του επαναστατικού αγώνα παρ’ όλες τις
διαψεύσεις του. Δεν οριζοντιώνεται ο λόγος του στο όνομα του όποιου κέρδους της
επανάστασης αλλά στο όνομα του ανθρωπισμού της και των χαρακτηριστικών της
ελευθερίας της. Ο Αναγνωστάκης φανερά ή κρυφά, δίνει τις προσωπικές του μάχες,
είτε ενστερνίζεται το πρόσωπο της θλίψης και της απογοήτευσης, είτε
καταβυθίζεται σε εικόνες απελπισίας και μελαγχολίας, είτε φορά το ποιητικό προσωπείο
της ειρωνείας και του αυτοσαρκασμού της ίδιας του της γραφής, αντιλαμβανόμαστε
αμέσως την συγγραφική του αυτομεμψία, την αυτόειρωνεία του (είναι οι απόηχοι
των Καβαφικών του διαβασμάτων), είτε διαβάζουμε με μεγάλη αμεσότητα την αγωνία του, οι ποιητικές και εξομολογητικές του προθέσεις είναι ειλικρινείς,
αυθεντικές, αληθινές, δεν ψεύδεται ούτε ιστορικά ούτε μνημονικά. Συντηρεί το
εικονοστάσιο της μνήμης μέσα στο χρόνο αυτούσιο και μεταφέρει ότι συγκράτησε η
δική του ματιά στην επαναλαμβανόμενη ροή του χρόνου, με έναν ποιητικό τρόπο
λιτής και δωρικής έκφρασης ώστε να την καταστήσει κοινωνό με την δική μας, την
ματιά των αναγνωστών, των διαφορετικών συνθηκών και ιστορικών καταστάσεων
γεννημένων και προερχομένων. Δεν εξωραΐζει ο Μανόλης Αναγνωστάκης τα γεγονότα,
τις βιωμένες καταστάσεις, δεν τις αγιοποιεί και διαφοροποιεί τα δικά του
αντιστασιακά ανδραγαθήματα από εκείνα των συντρόφων του, του υπόλοιπου
ελληνικού λαού, δεν ελιτίζει αγωνιστικά και αντιστασιακά, ιδεολογικά, δεν
γράφει πεζά και στίχους, ποιήματα και προσωπικές αφηγήσεις βλέπε «Αριστερόχειρ»
για να εμψυχώσει συνειδήσεις, να δικαιολογήσει κινήσεις λιποψυχίας ή να
αναδείξει κομματικά ήθη. Δεν επιβραβεύει, παραθέτει με λιτότητα τα καθέκαστα. Ο
Αναγνωστάκης είναι όπως μας φανερώνει η ανάγνωση του συνόλου της ποίησής του
αρκετά πραγματιστής, ρεαλιστής, αυτό μας δείχνουν τα γραφόμενά του: «Κανένας
στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες. Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει
καθεστώτα» μας λέει ότι είπε «κάποτε ο φίλος του ο Τίτος». Αν αυτοί οι στίχοι
δεν δηλώνουν επίγνωση του ρόλου της λειτουργίας της ποίησης μέσα στο κοινωνικό
σώμα τότε τι; Δεν έρχεται να κουμπώσει με το: «μετά το Άουσβιτς και το Νταχάου
δεν μπορεί κανείς να μιλά και να γράφει Ποίηση". Ο Αναγνωστάκης γνωρίζει από νωρίς, συνειδητοποιεί, ότι δεν είναι εκείνος ο έλληνας ποιητής ο οποίος
τάχθηκε να υποδυθεί τον ρόλο που έπαιξε ο ρώσος σοβιετικός ποιητής Βλαντίμιρ
Μαγιακόφσκι στην διάδοση και προπαγάνδα της Επανάστασης διεθνώς, αυτόν τον ρόλο
ίσως ανέλαβε να τον παίξει ο ποιητής Νίκος Παππάς, ο Γιάννης Ρίτσος και άλλοι
έλληνες «καθαρόαιμοι» κομμουνιστές ποιητές. Εκείνος, δεν είναι πλασμένος για
συγγραφικά κόκκινα «ρομάντζα», μεγάλες ποιητικές ευαισθησίες και λόγια που
ξεσηκώνουν τα πλήθη, συνεγείρουν τις μάζες, ξεσηκώνουν βουλήσεις και επιθυμίες
αδικημένων ανθρώπων. Γράφει και πάλι σε στίχο του: «Κι’ η ζωή θέλει
σκληρότητα-μένα μου λες- και «ρεαλισμό» κυρίως». Τί να προσθέσεις, και πάλι από
στίχο του: «Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πιά.», τα όσα συνέβησαν μετά
τους πρώτους χρόνους της επανάστασης, για τον επικίνδυνο και δικτατορικό
μηχανισμό της γραμμής του Ζντάνοφ που επεβλήθη, για τα κόκκινα στρατόπεδα
συγκέντρωσης ιδεολογικής εκπαίδευσης και φρονηματισμού των τότε ηγετικών ομάδων
της Μέκκας του σοσιαλισμού; Ή για τις όποιες αναθεωρητικές ζυμώσεις στην
καθημαγμένη χώρα μας την περίοδο την μεταπολεμική, μια πατρίδα και μια χώρα που
είχε καταντήσει ή την ήθελαν οι νικητήριες πολιτικές συντηρητικές δυνάμεις μία
ανοιχτή κοινωνική και πνευματική, πολιτική φυλακή. Ένας τόπος εξορίας των
ιδεολογικώς αντιφρονούντων και σκεπτόμενων διαφορετικά που συνεχίστηκε μέχρι το
τέλος της επτάχρονης χούντας. Φωνές σαν του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τάσου
Λειβαδίτη πώς να αντέξουν σε αυτόν τον διπλό της αποδοχής και της άρνησης της
Ιστορίας κουρνιαχτό. Στρατευμένη η ποιητική έμπνευση του Αναγνωστάκη,
στρατευμένος και πολιτικοποιημένος ο τόνος της φωνής του αλλά στον «καλόν και
τίμιο αγώνα». Η ωριμότητα της προσωπικής και ποιητικής του βούλησης φάνηκε από
πολύ νωρίς, από την νεαρή του ηλικία. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στην
Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου 1925 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005.
Εξάσκησε το επάγγελμα του ιατρού ακτινολόγου, το 1956 νυμφεύεται την σημαντική
κριτικό και μεταφράστρια Νόρα Αναγνωστάκη (1930- 31/12/2013) και αποκτούν έναν
γιο, τον Ανέστη. Αδερφή του ποιητή υπήρξε η γνωστή και αξιόλογη θεατρική
ελληνίδα συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη (Θεσσαλονίκη 13/12/1928- Αθήνα
8/10/2017). Η Λούλα Αναγνωστάκη από τον γάμο της με τον γιατρό και συγγραφέα,
μεταφραστή Γιώργο Χειμωνά απέκτησε έναν γιο τον συγγραφέα Θανάση Χειμωνά.
Όπως εύστοχα γράφει μία από της γυναίκες
μελετητές του Μανόλη Αναγνωστάκη, η Άννα Τζούμα, στο βιβλίο της «Ο ΧΡΟΝΟΣ- Ο
ΛΟΓΟΣ. Η ποιητική δοκιμασία του Μανόλη Αναγνωστάκη’ μια οπτική», εκδόσεις
Νεφέλη 1982, σ. 54-55: «Έζησε μιάν εποχή ανέκκλητου θανάτου σε ηλικία δεκτική
στις εντυπώσεις και αδιάλλακτη στις ηθικές εξαγορές. Στο έργο του την
αποτυπώνει διατηρώντας την ψυχολογία μιάς εφηβότητας, με όλη την άδολη ένσταση
που ο όρος κλείνει.
Τον είπανε μοραλιστή. Ο ξένος όρος,
που σε πιστή μετάφραση σημαίνει ηθικολόγος, ηχεί άτυχα στην προκειμένη
περίπτωση. Ο Αναγνωστάκης, όχι μόνο δεν πρόβαλε κηρύγματα, αλλά φυλάκισε
πολλούς στίχους στη σιωπή- κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το εξομολογητικό ύφος
της ποίησής του αντιστρατεύεται την αποφθεγματικότητα του κανόνα, ενώ οι
δισταγμοί και οι αναδιπλώσεις του στίχου, που μαρτυρούν μιάν αμφισβήτηση ακόμα
και στην ίδια την περιοχή του λόγου, αποκλείουν τις επιγραμματικές γενικεύσεις.».
Έτσι και για εμάς, τα γυμνασιόπαιδα της δικής
μας σύγχρονης μεταπολιτευτικής γενιάς που βγαίναμε από μία επτάχρονη δικτατορία,
όλοι οι επιζήσαντες των χρόνων του πολέμου και της κατοχής ήσαν οι κοντινοί μας
«δάσκαλοι», οι διπλανοί μας μάρτυρες του «δικαστηρίου της ιστορίας», οι
«ένορκοι» όχι οι απλοί ακροατές, αλλά οι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της. Οι
συμμετέχοντες άμεσα, δυναμικά, ενεργά, οι διαμορφωτές των γεγονότων που εμείς
δεν προλάβαμε. Οι θυσιασθέντες με τον επαναστατικό οίστρο στο μέρος της καρδιάς.
Οι Έλληνες που εξορμούσαν και τολμούσαν να αλλάξουν τις ιστορικές καταστάσεις
και εξελίξεις που βίωναν δίχως να γνωρίζουν την όποια έκβαση των αποτελεσμάτων
των δράσεών τους, που αψηφούσαν τους κινδύνους, ριψοκινδύνευαν κάθε στιγμή τις
ζωές τους και αυτές των γύρων τους, με μόνη τους πανοπλία το ηρωικό τους
φρόνημα την αγάπη τους για λευτεριά την πατρίδα. Οι θαρραλέες και
παρακινδυνευμένες αποφάσεις τους ανέτρεπαν επιτελικούς σχεδιασμούς του εχθρού,
τον οδηγούσαν να επαναπροσδιορίσει τις τακτικές του, να πάρει σκληρά μέτρα
εκδίκησης, τιμωρίας μετά τα πατριωτικά τους σαμποτάζ. Αυτοί όμως ηρωικά
επέμεναν, ενθυμούμενοι τους προγόνους τους ήρωες του 1821, πήγαιναν ακόμα πιο
πίσω τους δείκτες του ρολογιού της Ιστορίας μέχρι τους ήρωες έλληνες των
μηδικών πολέμων. Επέμεναν δίχως να έχουν πολλά εφόδια στην διάθεσή τους, γυμνοί
και μοναχικοί ή σε μικρές ομάδες, σκοτώνονταν σε ενέδρες από αδέσποτες σφαίρες
στον ανθό της ηλικίας τους, όπως ο ποιητής και κριτικός Τέλος Άγρας ή άφηναν τα
κόκαλά τους στα βουνά όπως ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης, ή πέθαιναν αβοήθητοι
στους δρόμους όπως ο ποιητής και κριτικός Μήτσος Παπανικολάου, ή αυτοκτονούσαν
όπως η πεζογράφος Πηνελόπη Δέλτα, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ανώνυμοι πατριώτες
έλληνες φυλακίζονταν βασανίζονταν πριν μπουμπουκιάσει η ήβη τους, πριν δώσουν
το πρώτο φιλί στην σύντροφό τους, την συναγωνίστριά τους στα χιονισμένα βουνά.
Πάλευαν με πενιχρά μέσα υπέρ βωμών και εστιών, αγωνίζονταν θαρραλέα, τίμια,
υπερήφανα, τιμημένα, δίχως να σκύβουν το κεφάλι στις απειλές και τις φοβέρες
του κατακτητή. «Μικρός λαός και πολεμά…» ψέλνει δοξαστικά ο ποιητής της
Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, και «ο πόλεμος δεν τέλειωσε, συνεχίζεται» μας λέει κάπου
ο πολιτικοποιημένος ποιητής και στρατευμένος στον καλόν αγώνα για ειρήνη και
ελευθερία, πανανθρώπινη δικαιοσύνη Μανόλης Αναγνωστάκης. Αυτός ο ψηλός
αντιστασιακός πατριώτης έλληνας νεανίας, ο νεαρός αντιφασίστας ποιητής μας
αφηγείται με τις ποιητικές του ιστορίες τα τραυματικά γεγονότα και περιπέτειες
της γενιάς του, της εφηβείας και νεαρής του ηλικίας όπως αυτός έζησε και βίωσε
μαζί με τους συντρόφους του, στο πρώτο και μοναδικό αυτό διήγημά του «ΕΚΕΙΝΕΣ
ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ». Μας μιλά για τους φίλους που έχασε, την κοπέλα που συναναστρέφονταν
και τους κορόιδευε, τους συντρόφους που έχασε από τα χέρια του εχθρού, τον
Σπύρο που σπούδασε Φυσική και δεν συμπαθούσε την λογοτεχνία, την επαναστάτρια και
χειραφετημένη Σοφία που την συναντούσαν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, τον
Γιώργη, τον Αργύρη που έφυγε νωρίς και δεν ήθελαν να το αποδεχτούν οι νεανικές
τους ψυχές. Τις πρώτες πυρετώδεις εφηβικές τους αγωνίες, τα πρώτα της νεότητάς
του ακόμα άγουρα αλλά ηρωικά χρόνια, τις συγκεντρώσεις τους στα πάρκα. Το
παράδειγμα ζωής που αντλούσαν από τον
κομμουνιστή ομοϊδεάτη μεγάλης ηλικίας δάσκαλο που στέκονταν δίπλα τους, τον
«Γέρο» που είχε ενταχθεί στο κίνημα και τον αγώνα του, αφιερώθηκε μέχρι εσχάτων σε αυτό μην κάνοντας οικογένεια, μέχρι την έσχατη προσφορά της ίδιας του της ζωής στον
αγώνα ενάντια στον κατακτητή.
Το σύνολο της ποίησης του Μανόλη
Αναγνωστάκη δεν είναι παρά μία πλέρια, ανοιχτή ειλικρινής διαρκής συνομιλία με
την Εποχή του, με τα διάφορα χρονικά στάδια των σκληρών και δύσκολων χρόνων του,
των θυσιών της γενιάς του των αμέτρητων θανάτων των συντρόφων του. Ορισμένα
κατοπινά ονόματα τα αναγνωρίζουμε μέσα στα ποιήματά του, άλλα όχι, αλλά τί σημασία έχει. Είναι μία
αδιάκοπη άλλοτε φανερή και άλλοτε κρυφή, μισοφανερή αφήγηση της ιστορίας των
δικών του νεκρών, μιά ποιητική λιτανεία για τους χαμένους φίλους και συναγωνιστές, συναθλητές της
εφηβείας του και των χρόνων της ωριμότητάς του. Σε μια γλώσσα καθαρή, μία
γραφή ρέουσα που ντρέπεται πολλές φορές να φανερώσει την πάσα αλήθεια της από
σεμνότητα από πολιτικό και ποιητικό ήθος. Σαν να διστάζει να μας αποκαλύψει την
ηρωική πλευρά του εαυτού του και των νέων της γενιάς του από διακριτικότητα,
ότι δεν έκαναν κάτι σπουδαίο, να επαναλάβουμε, από πολιτικό και κοινωνικό
ήθος εμφορούμενος. Οι Εποχές του Μανόλη Αναγνωστάκη αυτές που μας κληροδότησε
έφτιαξαν το σχεδιάγραμμα της ποίησής του, έγιναν το όχι και τόσο μεγάλο και
πλατύ υλικό της Ποιητικής του.
Το μοναδικό αυτό διασωθέν αθησαύριστο
διήγημα όπως και τα πρώτα πρωτόλεια ποιήματά του, είναι τα "σιωπηρώς
αποκηρυγμένα" όπως είδαμε να μας λέει ο ιστορικός και κριτικός Αλέξανδρος
Αργυρίου στο προηγούμενο σημείωμά μας για τον Θεσσαλονικιό ποιητή. Θέλησα να το
επαναφέρω στην επιφάνεια του αναγνωστικού χρόνου, να το γνωρίσω στους
σύγχρονους και νεότερους αναγνώστες. Το είχα πρωτοδιαβάσει εδώ και χρόνια, όταν
δημοσίευσα για πρώτη φορά μία μικρή μελέτη για το έργο του και μία εκτενή
κριτική για την ποιητική του συλλογή «Υ.Γ.». Πάντοτε είχα την απορία γιατί δεν
το είχαν δημοσιεύσει εκ νέου οι ασχολούμενοι μελετητές με την παρουσία του
Μανόλη Αναγνωστάκη. Μια και το γνώριζαν από τις αποδελτιώσεις των περιοδικών. Η
απορία μου ισχύει στο σημείο που δεν έχει επαναδημοσιευτεί παλαιότερα και δεν
το γνωρίζω.
Η δική μας γενιά, μετά το 1974 τέλος, ας
το επαναλάβουμε εις μνήμη τους, άκουσε και πίστεψε στα πικραμένα λόγια των
Ελλήνων και Ελληνίδων των μετακατοχικών χρόνων που συνέχιζαν με πείσμα την
αφήγηση και εξιστόρηση των γεγονότων και συμβάντων στα σκαλιά των σπιτιών τους,
στις ασβεστωμένες αυλές που συγκεντρώνονταν κάτω από τις πέργολες και την
μυρωδιά του βασιλικού πάνω στο τραπέζι τις στιγμές που χαλάρωναν από τον κάματο
της μέρας και έπιναν το καφεδάκι τους ή έτρωγαν το γλυκό του κουταλιού
νεραντζάκι τους. Συνάζονταν μέσα σε χαμόσπιτα σκεπασμένα με κεραμίδια, κομμάτια
βιδωμένα με ελενίτ ή πισσόχαρτο, με τις στέγες να στάζουν βρόχινο νερό και
αναμνήσεις, και η καρδερίνα να ακούει
και αυτή με προσοχή τα περασμένα και να απαντά με το κελάϊδισμα της. Στα
καφενεία που σύχναζαν οι άντρες τα απογεύματα μετά την δουλειά τους να παίξουν
τάβλι και πρέφα, και οι Πειραιώτες «Σταύρακες» μπαρμπούτι σε συνοικίες του
Πειραιά, στις ομαδικές τους αντρίκες συζητήσεις, δεν παρέλειπαν να εξιστορούν
και από μία ιστορία ο καθένας από την εποχή της αντίστασης, ένα σκοτεινό και
επικίνδυνο συμβάν από την περίοδο του πολέμου, ένα σαμποτάζ ενάντια του εχθρού
τα χρόνια της πείνας, των δύσκολων συνθηκών της κατοχής που ζούσαν από τα
καπόνια των συσσιτίων της Αρχιεπισκοπής και άλλων ευαγών φιλανθρωπικών
σωματίων, του Ερυθρού Σταυρού. Προσέχοντας πάντα καθώς μας τα αφηγούνταν να μην
τους ξεφύγει κάτι στον λόγο και φανερωθεί ο κρυφός λυγμός, επανέλθει ο φόβος
στην ματιά τους, η σπίθα του πολέμου που κρυφόκαιγε ακόμα μέσα στα νεανικά
σπλάχνα τους ανάψει. Το ιστορικό παρελθόν της πατρίδας υφαίνονταν με τα βάσανα
του βίου του παρόντος χρόνου, η ιστορία της δικής τους γενιάς συγχωνεύονταν με
εκείνη της χώρας τους, το ατομικό είχε γίνει ομαδικό και συνεχίζονταν ως
κληροδότημα στις επόμενες γενιές, τις δικές μας. Ήμασταν και εμείς ένας κρίκος
της συνέχειας της Ελληνικής Ιστορίας, μετείχαμε σε ότι δεν ζήσαμε και βιώναμε
ότι δεν πονέσαμε. Έτσι κυλούσε η ζωή και γράφονταν η Ιστορία στα νεότερα χρόνια.
Εξομολογήσεις και περιπέτειες στα Αλβανικά Βουνά τις διαβάζαμε στο «Άξιον Εστί»
του Οδυσσέα Ελύτη. Ακούγαμε για ιστορίες Νέων στις γειτονιές και τις συνοικίες
της Αθήνας και του Πειραιά, στο Κερατσίνι και στην Νίκαια, στην Παλαιά Κοκκινιά
που άγουρα παιδαρέλια τότε και κοριτσόπουλα σαν τα κρύα τα νερά οι πατεράδες
και οι μανάδες μας, έβγαιναν τα βράδια κρυφά και συνωμοτικά έξω στους δρόμους
και έγραφαν συνθήματα στους τοίχους ενάντια στον κατακτητή, τους αιμοβόρους
εχθρούς του έθνους και της πατρίδας τους που δολοφονούσε τα αδέρφια τους, τους
συγγενείς τους, τους φίλους τους είτε στην Μάντρα της Κοκκινιάς είτε στην
Καισαριανή, είτε συγκέντρωναν τον ανθό των αγωνιζομένων Ελλήνων και Ελληνίδων
σε βαγόνια των τραίνων και τους έστελναν στα στρατόπεδα του Άουσβιτς και του
Νταχάου μαζί με την Εβραϊκή φυλή. Ακούγαμε μαγεμένοι τα λόγια τους και
διαβάζαμε τα ποιήματα του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, τα μυθιστορήματα
και διηγήματα του Πέτρου Χάρη, του Άγγελου Τερζάκη ιστορικές εξιστορήσεις.
Διαβάζαμε την αντιστασιακή ποίηση του Νίκου και της Ρίτας Μπούμη- Παππά, τα
ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη, του Τάσου Λειβαδίτη, του Κώστα Βάρναλη.
Ανώνυμοι και Επώνυμοι Έλληνες γίνονταν ένα μέσα στην φαντασία μας. Ποιητές και
λιμενεργάτες, πεζογράφοι και εργάτες, λόγιοι και ροζιασμένα πρόσωπα παππούδων,
γραμματιζούμενοι και αγράμματοι, καλλιτέχνες και υπάλληλοι, επιστήμονες και
ξερακιανές από τα βάσανα ελληνίδες μανάδες και γιαγιάδες όλοι είχαν κάτι να μας
πουν, να μας διηγηθούν, να μας αφηγηθούν, να μας εξομολογηθούν από τα Μαύρα Εκείνα Χρόνια, κάτι σαν παραμύθι από τις Ημέρες της Σκλαβιάς και της
Αντίστασης. Σε όλους και όλες ο αντίχτυπος του Πολέμου και της Κατοχής ήταν
ακόμα νωπός, οι μνήμες και οι πληγές φώναζαν ακόμα τις νύχτες σαν εφιάλτης, η
μνήμη πάντα παρούσα στην διάρκεια της ημέρας. Η συντριβή, η πτώση και η
ανάσταση ενός ολόκληρου Λαού που δεν λύγισε, δεν υπέκυψε στις υπέρτερες
στρατιωτικές δυνάμεις του φασισμού, του άξονα. Έλπιζαν πως η αδικία που τους
γίνονταν κάποτε θα τέλειωνε, η οργή και η δύναμη του πληγωμένου Λαού θα νικούσε
τις σκοτεινές δυνάμεις. Τα ρίγη της μάσκας του θανάτου θα τέλειωναν. Αυτό ήταν
το Σχολείο της Ιστορίας της πατρίδας μας που διδασκόμασταν στην καθημερινή μας
πραγματικότητα. Να γιατί ανέφερα παραπάνω ότι η Λογοτεχνία και οι άμεσες
αφηγήσεις που ακούγαμε στα παιδικά μας χρόνια, των ανώνυμων ελλήνων και
ελληνίδων των φτωχογειτονιών του Πειραιά και του ευρύτερου Πειραϊκού χώρου,
στάθηκαν τα σήμαντρα της ιστορικής μας συνείδησης ημών των επιγόνων των εκείνων
ηρωικών πράξεων και ανδραγαθημάτων. Οι μεγαλύτεροι δεν μας συμβούλευαν
διδασκαλικά, υπερηφανευόμενοι για τα ηρωικά τους ανδραγαθήματα και βάσανα των
χρόνων του πολέμου της κατοχής που πέρασαν και της ηρωικής τους αντίστασης,
αλλά μας δημιουργούσαν τις ανάλογες προϋποθέσεις ώστε να μην λησμονηθεί η κοινή
μνήμη της Ιστορίας, να συνεχιστεί στις νέες και καινούργιες συνθήκες και
καταστάσεις ζωής τις γενιές που έρχονταν, ακολουθούσαν. Ακόμα και η ηττημένη
γενιά των ιδεολογικά και πολιτικά χαμένων, η λεγόμενη «χαμένη γενιά» στην οποία
ανήκει και ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, (αν και ο ποιητής δεν δέχονταν τον όρο) δεν είχε καταθέσει τα όποια «όπλα»
διέθετε. Είχε νικήσει με έναν άλλον τρόπο, δικαιωθεί περίτρανα αλλιώς,
διατηρώντας ζωντανή την μνήμη της και διοχετεύοντάς την ως τέχνη, ως λογοτεχνία
και ποίηση, ως συγγραφική παραγωγή και δημιουργία, ως εικαστική παράσταση, ως
αγαλματική και μνημειακή τέχνη, ως θέατρο και ως κινηματογράφο, ως μουσική στις επόμενες Εποχές αναβίωνε μέσα στα ρυάκια της μνήμης των επερχόμενων.
Οι ποιητικές και πεζές καταγραφές του
ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη δεν πήγαν χαμένες, αδικαίωτες, έγιναν λίπασμα για
όσους αντέχουν ακόμα, για αυτούς τους λίγους φιλότεχνους σημερινούς αναγνώστες
του ποιητικού λόγου.
Ας ξανά διαβάσουμε την Ποίηση του
Μανόλη Αναγνωστάκη, ας την ξανά πλησιάσουμε κάτι έχει να μας δώσει, στις
συγκινητικές λυρικές της στιγμές και στο αγωνιστικό της μνημονικό μεγαλείο.
Ας κλείσουμε
αυτό το σημείωμα με τρείς ποιητικές του μονάδες. Οι οποίες προέρχονται όπως και
οι εμβόλιμοι στίχοι μέσα στο κείμενο από τον τόμο: Μανόλης Αναγνωστάκης, ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000.
ΣΕ ΤΙ ΒΟΗΘΑ ΛΟΙΠΟΝ…
Σε τί βοηθά
λοιπόν η ποίηση
(Αυτή εδώ η
ποίηση, λέω)
Στα υψηλά
σου ιδανικά, στη συνείδηση του χρέους
Στο μεγάλο
πέρασμα από τον καταναγκασμό
Στις
συνθήκες της ελευθερίας;
Σε τί βοηθά
λοιπόν η ποίηση
-Αυτό, έστω,
που εγώ ποίηση ονομάζω-
(Άς ζήσουμε
λοιπόν και μ’ αυτά ή μόνο μ’ αυτά). Σ. 153
--
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Για τους ερωτευμένους
που παντρεύτηκαν
Για το σπίτι
που χτίστηκε
Για τα παιδάκια
που μεγάλωσαν
Για τα πλοία
που άραξαν
Για τη μάχη
που κερδήθηκε
Για τον άσωτο
που επέστρεψε
Για όλα όσα
τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πιά. Σ. 156
--
ΕΠΙΤΑΦΙΟΝ
Εδώ αναπαύεται
Η μόνη ανάπαυση
της ζωής ου
Η μόνη του
στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται
μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα
γη, στον ίδιο τόπο. Σ. 25
ΥΓ1. Στην
ποιητική ποικιλία των στίχων του Μανόλη Αναγνωστάκη πρέπει να επισημάνουμε και
τα πολλά ποιήματα που έχουν να κάνουν με την Θάλασσα και το Θαλάσσιο στοιχείο, τους
ναυτικούς. Συχνό μοτίβο της ποίησής του.
ΥΓ.2 Στην
αντιγραφή του αθησαύριστου διηγήματος διατήρησα την ορθογραφία του περιοδικού. Στην
αναγραφή του ονόματός του, το βαπτιστικό Μανόλης αναγράφεται με ω.
ΥΓ.3 Και κάτι
που μου προκάλεσε την προσοχή στην ανάγνωση του περιοδικού «ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ».
Στην σελίδα 15 «Η πνευματική ζωή», διαβάζουμε μεταξύ άλλων ειδήσεων. Α) «ΜΑΘΗΤΙΚΑ
ΝΙΑΤΑ» μαθητικό περιοδικό του Πειραιά. Το τελευταίο του τεύχος είναι αφιερωμένο
στη μνήμη των μαθητών του Πειραιά, που κρεμάστηκαν στις 21-7-44 στο Χαρβάτι. Εκτός
από τις αφιερωτικές σελίδες με τις φωτογραφίες και εξιστόρηση της ζωής και της ηρωικής
δράσης καθενός από τα 6 αυτά θύματα, που πρόσφερε ο μαθητικός κόσμος του Πειραιά
στον αιματοπότη φασισμό…….
Β). Ο κ. Γιάννης
Ρίτσος, εκτός απ’ τα χειρόγραφα 12 ανέκδοτων Βιβλίων του που καταστραφήκανε και
δεν πρόκειται πιά να ξαναγραφούν και να δούν το φώς, έχει έτοιμα τούτα τα έργα:
«Αντίσταση», ποίημα. «Το υστερόγραφο της δόξας», ποίημα χαρισμένο στον Άρη Βελουχιώτη.
«Οχτώβρης 1940» ποίημα για τον ελληνοιταλικό πόλεμο. «Μεγάλοι άνεμοι», σειρά
μεγάλων ποιημάτων απ’ τον καιρό της κατοχής. «Ασκήσεις ειλικρίνειας» πεζογράφημα.
«Η αποθέωση του δρόμου», δραματικός μονόλογος. «Το πανηγύρι του ήλιου», λυρική
τραγωδία, «Μια γυναίκα πλάϊ στη θάλασσα», μοντέρνα τραγωδία, μια σειρά λυρικών
τραγουδιών και κάτι άλλα μισοτελειωμένα σχέδια. Μέσα στα δώδεκα βιβλία που καταστραφήκανε
υπήρχαν δύο μεγάλα μυθιστορήματα, μια σειρά διηγημάτων, τρία αισθητικά δοκίμια,
μια περίεργη μισοτελειωμένη μελέτη για τον Καβάφη, στοχασμοί πάνω στο έργο του Παπαδιαμάντη
και ποιήματα απ’ το 1930-1941.
Ας αφήσουμε για το τέλος το του Διονυσίου
Σολωμού που ταιριάζει στις πολιτικές και κοινωνικές μας μέρες και ο νοών νοείτω:,
Δημοσιεύεται μέσα σε μαύρο πλαίσιο στην σελίδα 8:
«Τι να πω για το παρόν; Η διαφθορά είναι τόσο γενική, έχει τόσες βαθιές
ρίζες, ώστε προξενεί κατάπληξη. Μόνο όταν οι αίτιοι της διαφθοράς αυτής παταχθούν
ολότελα, είναι δυνατό νάχουμε μιά ηθική
αναγέννηση…» (1842) ΣΟΛΩΜΟΣ.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου
2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου