Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Χρήστος Γιανναράς, Διαβάζουν κι αφομοιώνουν μόνον όσοι δεν έχουν φωνή

 

«Διαβάζουν κι αφομοιώνουν μόνον όσοι δεν έχουν φωνή…»

 

     Γιώργος Μπαλούρδος

Αγαπητέ Χρήστο Γιανναρά, δεν με ενδιαφέρει η επικαιρότητα του έργου σου, ούτε οι εφήμερες ρήσεις, τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές. Με ενδιαφέρει η τραγικότητα και διαχρονικότητα των όποιων μηνυμάτων του, η μυστική, κρυμμένη ή μη φωνή του, η αγωνία του, η δική του ταυτότητα. Τι κομίζει καινούργιο στον πολιτισμό, αν κομίζει. Τι κλειδιά χρησιμοποιεί για να κοινοποιηθεί, ποιον τρόπο;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Ας μη μιλάμε για συμβολή στον πολιτισμό, θα ήταν κωμικά υπερφίαλο. Με τη συγγραφική μου δουλειά προσπαθώ να κοινωνήσω τη ζωή, δηλαδή την εμπειρία μου και την προσωπική μου αναζήτηση. Είναι βαθιά ανάγκη αυτή η κοινωνία, είναι ο ορισμός της ζωής, η δίψα μας για πληρότητα ζωής. Και ο τρόπος της κοινωνίας-πέρα από τις δεδομένες σε όλους δυνατότητες προσωπικών σχέσεων-είναι η τέχνη που ο καθένας μας εξασκεί: άλλος φτιάχνει καρέκλες, άλλος κτίζει σπίτια, άλλος γράφει βιβλία. Οι στόχοι συχνά διαφοροποιούνται: Μπορεί να ασκείς μια τέχνη μόνο για βιοπορισμό, ή από ναρκισσική ανάγκη αυτοπροβολής. Όμως πίσω και από τέτοιους στόχους, λανθάνει νομίζω η ίδια η δίψα κοινωνίας της ζωής. Όσο γνησιότερη είναι η δίψα σου, τόσο εναργέστερη γίνεται η σφραγίδα της προσωπικής σου ετερότητας στις καρέκλες που φτιάχνεις, στα σπίτια που χτίζεις, στα βιβλία που γράφεις.

Αν η συγγραφική μου δουλειά κομίζει κάτι καινούργιο στην τέχνη μου, δηλαδή στην φιλοσοφία, αυτό θα το κρίνουν άλλοι πολύ αργότερα-αν κάτι επιβιώσει από τα γραπτά μου. Προς το παρόν ο μόχθος μου μοιάζει ανώφελος, ο κόπος μου χαμένος. Αυτά που θεωρώ σαν τα πιο ουσιαστικά από τα βιβλία μου τις «Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας», «Το πραγματικό και το φαντασιώδες στην Πολιτική Οικονομία», το «Ορθός λόγος και κοινωνική πρακτική», δεν προκάλεσαν την παραμικρή κριτική, κατάκριση, ψόγο, έπαινο, τίποτα. Η πρόταση που κομίζουν (ίσως ανόητη, ίσως λαθεμένη) μοιάζει να παραμένει τελείως ανεπίγνωστη και ακατανόητη. Ακόμη και οι «Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας», που επαγγέλλονται θρασύτατα με τον τίτλο τους την άρση του καντιανού αδιεξόδου (τι συνύπαρξη κριτικισμού και οντολογίας) είναι το βιβλίο που δεν αξιώθηκε ούτε μιας-κριτικής ή έστω και χλευασμού.

Γ. Μ.

Εσύ τι ερμηνεία δίνεις σε αυτή τη σιωπή. Γιατί τόσοι πολλοί απορρίπτουν το έργο σου, χωρίς να το μελετήσουν καν. Τι τους ενοχλεί, τι τους υπενθυμίζει, τι τους υποδεικνύει. Μήπως είναι λόγος άκαιρος, μιας άλλης εποχής; Μήπως δεν ταιριάζει στο σημερινό πνευματικό θησαυροφυλάκιο;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Δεν έχω απάντηση, ειλικρινά δεν έχω. Μόνο υποθέσεις κάνω. Ίσως οι άνθρωποι δεν διαβάζουν πια. Διαβάζουν και αφομοιώνουν μόνο όσοι δεν έχουν φωνή, όσοι δεν διαθέτουν δημόσιο λόγο. Οι ειδικοί της Φιλοσοφίας έχω την εντύπωση ότι διαβάζουν ο καθένας μόνο τα δικά του βιβλία, ή και την Ευρωπαϊκή βιβλιογραφία που τους επιτρέπει να εμφανίζονται επιστημονικά ενήμεροι.

Αν στην Ελλάδα κυκλοφορήσει-υποθετικά-ένα ριζοσπαστικό, πρωτοποριακό φιλοσοφικό βιβλίο, ιδιοφυές, αποκαλυπτικό, είναι σίγουρο ότι θα ταφεί από σιωπή. Οι πανεπιστημιακοί φιλόσοφοι θα το αγνοήσουν, γιατί τους είναι αδύνατο να παρακολουθήσουν οποιαδήποτε προβληματική έξω από τα πολύ στενά όρια των ατομικών τους επιλογών. Οι κριτικοί των εφημερίδων δεν επαρκούν για να αξιολογήσουν το ξεχωριστό, το έκτακτο. Ποιο κανάλι απομένει για να εκτιμηθεί μια ουσιαστική εκδοτική έκπληξη;

Μην υποθέσεις ότι κατατάσσω τα βιβλία μου σε αυτή την κατηγορία των ιδιοφυών εκπλήξεων. Όχι προς Θεού. Αλλά σου δίνω ένα υποθετικό μέτρο, για να πιστοποιήσεις ότι κριτική δεν λειτουργεί στη σημερινή Ελλάδα. Αν προσθέσεις σε αυτή την πιστοποίηση και τον εθνικό μας εγωκεντρισμό-διεστραμμένο κατάλοιπο της αριστοκρατικής καταγωγής μας-μαζί με την ψυχολογική ανασφάλεια της κρατικής μας μειονεξίας, έχεις ίσως, μια εξήγηση των αναιτιολόγητων απορρίψεων για τις οποίες μίλησες.

Γ. Μ.

Μήπως τα βιβλία σου είναι έργα γραφείου, όπως η ψυχαρική γλώσσα; Μήπως απευθύνεται σε κόσμο που δεν κοινωνεί πλέον με τις αξίες που προσπαθούν να εκφράσουν; Μήπως και ο συγγραφέας, ο στοχαστής, εγκλωβίζεται στο ναρκισσισμό του;

Γιατί η μαγεία του Γιανναρικού λόγου στην συνομιλία του με το θάνατο δεν αγγίζει κανέναν; Μήπως απευθύνεται σε σαλούς, σε απροσάρμοστους στα κοινά μέτρα;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Και πάλι θα σου πω ότι δεν ξέρω, δεν έχω απάντηση. Σίγουρα-και είσαι ο πρώτος που το πιστοποιείς- κάθε βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθεί το αίνιγμα του θανάτου. Ίσως οι άνθρωποι σήμερα απωθούν το αίνιγμα, για αυτό και παρακάμπτουν ή αφήνουν στην σιωπή την επιμονή μου στο οντολογικό ερώτημα. Αλλά πιθανόν και η γλώσσα μου να μην τους αγγίζει-είναι συχνά δύσκολη, από δική μου ανικανότητα ή από τη δυσκολία της θεματικής την οποία-προσπαθεί να τιθασεύσει.

Δεν πιστεύω ότι είναι η γλώσσα του γραφείου, όπως η ψυχαρική γλώσσα. Πρώτον γιατί παλεύω με την έκφραση και θέλω κάθε κείμενό μου, ακόμη και το πιο φιλοσοφικά εξειδικευμένο, να είναι άρτιο εκφραστικά, να σώζει τη μουσική της γλώσσας μας. Και δεύτερον, γιατί η γλωσσική μου διατύπωση αντιπαλεύει πραγματικά και επίπονα προσωπικά μου προβλήματα.

Με αυτά τα δεδομένα δεν αίρεται η διαπίστωσή σου-ίσως ενισχύεται, ίσως τα γραψίματά μου αφορούν περιθωριακούς, σαλούς και ανένταχτους σε σχηματικές βεβαιότητες. Το βρίσκω πολύ πιθανό και οι απορρίψεις που εισπράττω, χρόνια τώρα, από κάθε μεριά, να είναι αντιστάσεις αυτοάμυνας μιας κοινωνίας που φράζει κάθε ρωγμή υπαρκτού προβληματισμού με ετικέτες «ανορθολογισμού», «νέο-ορθοδοξίας», «ελληνοκεντρισμού», ή όποιες άλλες.

   Έχεις δίκιο ότι και από τη δική μου μεριά, μια τέτοια ερμηνεία ενδεχομένως να εκφράζει επίσης αυτοάμυνα, άλλου είδους, ναρκισσική. Είναι επαναπαυτικό να εισπράττεις την περιθωριοποίηση σαν καύχηση, αλλά είναι και επικίνδυνο. Αν έχεις επίγνωση του κινδύνου, περπατάς στην κόψη του ξυραφιού.

Γ. Μ.

Διερωτώμαι όμως: Μήπως ο Γιανναρικός λόγος εξαντλήθηκε, μήπως τα Γιανναρικά προικιά έχουν ειπωθεί; Μήπως απομένει μόνο η καλλιέργεια της γραφής; Το παράδειγμα του Γιάννη Ρίτσου σε δίδαξε τίποτα; Και γιατί αυτή συνεχής ανακύκλωση στα ίδια θέματα; Δεν έφτασες σε ικανοποιητικές λύσεις με τα πρώτα βιβλία σου;

ΧΡΗΣΤΟΣ  ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Ανεξάρτητα από την ποιοτική της στάθμη, την αξία ή απαξία της, η συγγραφική μου δουλειά επικεντρώνεται πάντοτε στον ίδιο στόχο:

Να ξεκαθαρίσει «κλειδιά» για την ερμηνεία και κατανόηση των θεμελιωδών προβλημάτων της φιλοσοφίας-του προβλήματος της ύπαρξης και του προβλήματος της γνώσης. Ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα απαιτεί προοδευτική επιμονή και ανακυκλούμενη ενασχόληση με τη θεμελιώδη θεματική-πρέπει να την «πολιορκήσεις» από κάθε μεριά, και κυρίως, πρέπει να δοκιμάσεις τη χρήση των «κλειδιών» σε επιμέρους ερμηνευτικά και αναλυτικά εγχειρήματα.

Για μένα τέτοια «κλειδιά» είναι: η διαφορά του ελληνικού Λόγου από τη λατινική Ratio της ελληνικής αλήθειας από τη δυτική Veritas η διαφορά του προσώπου από το Res Cogitans, η διαφορά της Εκκλησίας από τη Θρησκεία, της άσκησης από την ηθική. όλες αυτές οι διαφορές συγκλίνουν στην προϋποθετική κατανόηση του γεγονότος της σχέση, στην απροσδιοριστία και ετερότητα της υπαρκτικής δυναμικής της, στον εκ-στατικό, ερωτικό χαρακτήρα της σχέσης ως προσωπικού τρόπου της υπάρξεως.

Αλλά τα ερμηνευτικά αυτά προαπαιτούμενα πρέπει να δοκιμαστούν στην αμεσότητα της εμπειρίας, στον ρεαλισμό της πράξης. Ποια επιστημολογία συγκροτούν, ποια αντίληψη Πολιτικής Οικονομίας, ποια εκδοχή του πολιτικού γίγνεσθαι.

Πάντοτε μέσα στο συγκεκριμένο υφάδι της Ιστορίας. Η ελληνική διαφορά, αρχαία και βυζαντινή, είναι μόνο ρομαντικό παρελθόν, η συνιστά πρόταση νοήματος, της ανθρωπίνης ύπαρξης σήμερα, στο πολιτισμικό αδιέξοδο του νεωτερικού «παραδείγματος»-πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια.

Γ. Μ.

Φοβάμαι ότι δεν κατέχω τη δημοσιογραφική τεχνική, για να υποβάλω επίκαιρες ερωτήσεις.

Πες μου απλώς, τι επιδιώκεις να αποφύγεις στη ζωή σου και στο έργο σου; Μήπως είναι λάθος κίνηση η αναγνώρισή σου από δημοσιογράφους και λαοπλάνους της εποχής μας;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Λάθος κίνηση, ποιανού; Δική μου; Και ποια είναι η «αναγνώρισή μου»: κάποιες συγκυριακές συμμετοχές σε τηλεοπτικές συζητήσεις; Θεωρείται «αναγνώριση» αυτό και μάλιστα επιδιωκόμενο;

Πονάω την πατρίδα μου, με πληγώνει το κατρακύλισμά της στην παρακμιακή ευτέλεια. Προσπαθώ, όταν μου δίνεται η δυνατότητα, να παρεμβαίνω στα κοινά ως ενεργός πολίτης. Αλλά επιδιώκω να αποφύγω δύο πράγματα: Τεχνητές και μεθοδευμένες επιβραβεύσεις, από τη μια, και από την άλλη την παραλυτική απογοήτευση στην οποία βυθίζει τον άνθρωπο η απουσία κάθε ανταπόκρισης, η έντεχνη περιθωριοποίηση, η έλλειψη κάθε κριτικής, αντίδρασης, κάθε ενθάρρυνσης ή ψόγου.

Έχω δεχθεί στη ζωή μου μάλλον τη μεγαλύτερη ποσότητα λάσπης από κάθε άλλον της γενιάς μου, αλλά η λάσπη δεν συνιστά κριτική αντίδραση.

Όμως με παρέσυρες να σου πω πράγματα, που δεν πρέπει να λέγονται δημόσια. Δεν έχει νόημα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

      Κλείνοντας αυτή την σύντομη, αλλά νομίζω μεστή και ζεστή συνομιλία, αφού σε ευχαριστήσω, επίτρεψέ μου να θέσω ένα τελευταίο ερώτημα, σχηματικό ίσως, που υπολείπεται της αξίας του τεράστιου, επίπονου, πολύπτυχου, σημαντικού έργου σου. Ένα ερώτημα όχι τόσο σε σένα, αλλά σε εκείνους που στέκουν με αγάπη και διάκριση πάνω σε αυτό. Αναγνωρίζουν την ευαισθησία και αγωνία του, την προοπτική του, έστω και αν δεν συμμερίζονται πάντοτε τις αξιολογικές του αρχές.  Άραγε το έργο σου είναι ένα Requiem για τον ελληνικό πολιτισμό που χάνεται ή ένα θρηνητικό υπόμνημα, μιας μελλοντικής ανάστασης;

--

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

«Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα», εκδόσεις Δόμος- Αθήνα 1992.

      Το καινούργιο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, είναι ένα ιστόγραμμα διακυμάνσεων της Ελληνικής Θεολογικής σκέψης, και ιδιοπροσωπείας του Νέου Ελληνισμού. Που, έχει την αρχή του, όπως ο ίδιος ο μελετητής επισημαίνει το 1354 όταν ο Δημήτριος Κυδώνης μεταφράζει στα Ελληνικά την Summa Theologiae του Θωμά του Ακινάτη, μέχρι τις ημέρες μας.

Είναι η «ουσιαστικότερη» εργασία που έχει εκδοθεί για την ιστορική παρακολούθηση της Νεοελληνικής Θεολογικής και Εκκλησιαστικής πορείας. Τόσο από πλευράς φρονήματος και βιώματος του εκκλησιαστικού πληρώματος, όσο και από την θρησκευτική μονοχρωμία ενός αποθαρρυντικού πλαισίου, όπως αυτό εκφράζεται μέσω των κρατικών θεσμών της Διοικούσης εκκλησιαστικής αρχής και δόγματος. Και, μιας ηθικής, που δεν συμπίπτει πάντα, με τις μη αποστεωμένες Ευαγγελικές αρχές και αλήθειες.

Με ένα εξελικτικό υπόστρωμα που αφομοιώνει «όλες» τις ετερόκλητες κριτικές και τάσεις της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής βιβλιογραφίας. Οδηγώντας με τον τρόπο αυτόν στη μεταστοιχείωση μιας αποσπασματικής ασύνδετης και συχνά αντίπαλης θεολογικής παραγωγής, σε μια ενότητα κινήτρων και σκοπών.

Ο εναργής και ευθύβολος λόγος του, οι ιλιγγιώδεις γνώσεις του και το ευπρόσιτο και σεμνό ύφος του, δεν άπτονται μόνο θεμάτων ή προσώπων που περιστρέφονται γύρω από τον Εκκλησιαστικό ή Θεολογικό χώρο, αλλά ψαύει και τον τομέα της Λογοτεχνίας.

Όπως στο σχετικό κεφάλαιο: «Ο Παπαδιαμάντης και η σχολή του», ή οι απόψεις του για την γλώσσα, στα κεφάλαια «Ο Διαφωτισμός», «Οι Θεολογικές Σχολές»…

Με διορατικό αισθητήριο ανατέμνει την παλαιότερη και σύγχρονη πραγματικότητα. Η Θεολογική του οξυδέρκεια και διακριτική του ευαισθησία επικυρώνουν τις αξιολογικές του θέσεις για μια πλειάδα αξιοσημείωτων προσώπων. Που, με την ζωή και το έργο τους, ανάπλασαν την Ελληνική κοινωνία και διαμόρφωσαν τον Ελληνικό χαρακτήρα.

Παρά τα υπολανθάνοντα σημεία διδακτισμού που διαφαίνονται σποραδικά στο έργο και αποκτούν μια διατύπωση αποφθεγματική στις συμπερασματικές του θέσεις με τις οποίες ο συγγραφέας και στοχαστής ολοκληρώνει την μελέτη του. Βλέπε το σχετικό κεφάλαιο με τίτλο η «Δεκαετία του 1960».

Και ακόμα, τις υποτονισμένες ιστορικά χειρονομίες αγανάκτησής του, για πρόσωπα της Ελληνικής Ιστορίας, ή τις αρνητικές του αξιολογήσεις για τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη τον Νάξιο. (Τον άνθρωπο που συγκέντρωσε τα κείμενα της «Φιλοκαλίας», των ιερών Νηπτικών).

Το έργο διαπνέει ένας αγωνιώδης ψυχικός ρεαλισμός. Ακόμα οι συνοπτικές του περιγραφές για προσωπικότητες μέσα και πέρα από τον χώρο της χριστιανικής παράδοσης, δεν υποβιβάζουν την ευκρίνεια της γραφής του, ούτε υποβαθμίζουν την νευρώδη ένταση του φιλοσοφικού στοχασμού του.

Οι απόψεις του για το έργο των Αδαμαντίου Κοραή, Ευγένιου Βούλγαρη, Οικονόμου, Ζηζιούλα, … και ατόμων της Διοικούσης Εκκλησίας είναι μάλλον από τις σαφέστερες και ευστοχότερες. Παρότι αρκετές φορές οι αξιολογικές του απόψεις άλλοτε διακριτικά και αδιόρατα, άλλοτε με έμφαση και ευεξήγητες επιφυλάξεις υποσκάπτουν το κύρος της επίσημης Εκκλησιαστικής εξουσίας και την όποια αλήθεια αυτή πρεσβεύει. Βλέπε το σχετικό κεφάλαιο, «Αντιστάσεις εγρήγορσης» και αλλού.

Περιέργεια προκαλεί η μη αναφορά έργων ή ατόμων,-της εποχής μας- όπως ο Στέλιος Ράμφος, ο Ιερόθεος Βλάχος, ο Γεώργιος Καψάνης, και άλλων ατόμων που σημάδεψαν με το έργο τους και τα λεγόμενά τους την εποχή τους, και το χώρο τους.

Επιβάλλεται να αναφέρουμε ότι ο Χρήστος Γιανναράς, είναι ένας από τους κυριότερους στοχαστές της εποχής του 1960 και μετά. Που, με τον προφορικό και γραπτό λόγο του και τις καίριες παρεμβάσεις του διαμόρφωσε την γενιά του, και απεγκλώβισε την Εκκλησιαστική παιδεία τόσο από την στείρα Ακαδημαϊκή Θεολογία, μια Θεολογία του Νεκροτομείου, όσο και από τις άκρα συντηρητικές ευσεβιστικές οργανώσεις.

Και, ο συγγραφέας και θεολόγος Χρήστος Γιανναράς, είναι ο εισηγητής του αξιώματος στον Ελλαδικό χώρο, ότι ο Ορθόδοξος άνθρωπος είναι φύση Ερωτικός.

Μιας Ορθόδοξης προσέγγισης του Θείου μέσω της ερωτικής έκφρασης. Με την γλώσσα δηλαδή των αισθημάτων.

Όπως αν δεν λαθεύω μάλλον έπραξε στον Ευρωπαϊκό χώρο ο φιλόσοφος Max Scheler, και στην Αμερικάνικη Ήπειρο ο  Sadayana.

Η μελέτη αυτή του συγγραφέα, συνοψίζει με εύληπτο τρόπο παλαιότερες θέσεις και απόψεις που έχει εκφράσει στην πρώτη περίοδο των θεολογικών του αναζητήσεων και συγγραμμάτων του.

Παρατηρούμε επίσης, ότι απουσιάζει από την παρούσα μελέτη του, αυτή η θεολογική του φιλαρέσκεια και όχι μόνον, όταν αναφέρεται στα κοινά, αλλά, και που διαπνέει άλλα έργα του ή επιφυλλίδες του.

Που, είτε σφραγίσθηκαν με μια ανεξήγητη σιωπή, είτε προκάλεσαν αμφίλεκτες αντιδράσεις. Βλέπε σχετικά το έγκυρο περιοδικό «Σύναξη» περί απυρόβλητου πτώματος κ.λ.π.

Μέχρι σήμερα συναντούσαμε μεμονωμένες και σύντομες μονογραφίες για ορισμένες μόνο περιόδους της Θεολογικής πορείας. Όπως παραδείγματος χάριν αυτή του Παναγιώτη Χρήστου, «Η Νεοελληνική θεολογία στο σταυροδρόμι» σελίδες 271-289, που δημοσιεύτηκε στον Αφιερωματικό Τόμο για τον Αρχιεπίσκοπο (Σεραφείμ), Θεσσαλονίκη 1984.

Το ογκώδες αυτό πόνημα του συγγραφέα και στοχαστή Χρήστου Γιανναρά, είναι το πρώτο στο είδος του. Και μάλλον, -για να υιοθετήσω μια παράλληλη θέση από τον χώρο της λογοτεχνίας- θα πρέπει να έχει την ίδια σημασιολογική αξία στον χώρο του, που είχε στον χώρο του η έκδοση της «Στροφής» του ποιητή Γιώργου Σεφέρη.

Μια Μαρτυρία αστροφεγγιάς μέσα στην απάθεια και αδιαφορία των ατόμων, και την «παγερότητα μιας απροσδόκητης και παρείσακτης τυραννίας» των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης απέναντι στον Πολιτισμό αλλά και στην Ελληνική σκέψη.

    Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Εξόρμηση», Κυριακή 31 Μαϊου 1992.

Πειραιάς 7- Ιουλίου 2013.

Διευκρινιστικά

      Διαβάζοντας την συνέντευξη του έλληνα φιλόσοφου Στέλιου Ράμφου στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» στο διαδίκτυο, στην οποία αναφέρεται στην πνευματική του συνοδοιπορία με τον Χρήστο Γιανναρά, ξύπνησαν και πάλι μνήμες παλαιές της νιότης μας μετά την μεταπολίτευση. Αγωνιστικών κοινωνικών και πολιτικών διεκδικήσεων και πνευματικών αναζητήσεων, δεκάδων διαβασμάτων μας, πολιτικών, οντολογικών και μεταφυσικών ερωτημάτων που έθεταν τότε οι νέοι και οι νέες της γενιάς μας. Οι νεοσσοί έλληνες πολίτες της νεοσύστατης τρίτης ελληνικής δημοκρατίας. Παράλληλα, διάβασα και το κείμενο του διευθυντή της εφημερίδας δημοσιογράφου κύριου Αλέξη Παπαχελά και συμφωνώντας με τα γραφόμενα, ένιωσα μία θλίψη, απογοήτευση για τα αρνητικά σχόλια που δημοσιεύτηκαν ενάντια στο έργο του Χρήστου Γιανναρά μετά την κοίμησή του. Την χολή και την «εμπάθεια» που εκφράζουν μερικά από τα επώνυμα δημοσιεύματα. Ούτε ειδικός περί της θεολογίας είμαι ούτε περί της φιλοσοφίας, προσπαθώ να είμαι ένας επαρκής όσο γίνεται αναγνώστης και ερευνητής της ελληνικής φιλολογίας και γραμματείας και της διαχρονικής διαδρομής και εξέλιξης της ελληνικής παράδοσης, των προβλημάτων και ζητημάτων του Ελληνισμού στην καθολικότητά του, σε έναν Κόσμο και μία Κοινωνία που διαρκώς από όσο θυμάμαι αλλάζει, μεταλλάσσεται, εξελίσσεται με τους δικούς της ρυθμούς και πισωγυρίσματα. Και αναρωτιέσαι, γιατί τόση άρνηση σε έναν διανοούμενο που στο κάτω-κάτω, ποτέ δεν ανέλαβε ένα δημόσιο πολιτικό αξίωμα, δεν διεκδίκησε τα πρωτεία του χώρου του, την ηγεμονία στους τομείς των πνευματικών και συγγραφικών ενασχολήσεών του. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου σαν αναγνώστη, πάντα και κατ’ εξακολούθηση διάβαζα αρνητικά σχόλια και αρνητικές κρίσεις για το έργο του, τα βιβλία του, τα δημοσιεύματά του, αυτά που εξέθετε δημόσια στις ομιλίες και συνεντεύξεις του, τις παρεμβάσεις του. Το γεγονός αυτό παρέμενε ένα ανοιχτό ερώτημα για μένα, θέλω να πιστεύω σαν ενεργό πολιτικό υποκείμενο. Σε ποιά πλευρά βρίσκονταν η αλήθεια και σε ποια η παρανόηση. Εμείς που αποδεχόμασταν τα λεγόμενά του και είμασταν «φανατικοί» θαυμαστές του έργου του και των βιβλίων του-και ας μην συμφωνούσαμε πάντα σε ότι έλεγε ή έγραφε ή οι άλλοι, οι επαΐοντες και γνώστες των σπουδαζόντων των τομέων της επιστήμης με τους οποίους ασχολήθηκε ο Χρήστος Γιανναράς; Ήταν παιδί των σημαντικών ευρωπαίων φιλοσόφων του προηγούμενου αιώνα όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ ή ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν ή ένας πολυμήχανος κατασκευαστής ενός σύγχρονου «δούρειου ίππου» ο οποίος μετέφερε στα σπλάχνα του τα μηνύματα και τους στόχους, τις αξίες και τις οντολογικές, κοινωνικές και μεταφυσικές προτεραιότητες ζωής των εκκλησιαστικών νηπτικών πατέρων και αγίων της ορθόδοξης παράδοσης του γένους μας. Τί κόμιζε ο λόγος και η γραφή του Χρήστου Γιανναρά σε εμάς, τους νέους αναγνώστες που ταλαντευόμασταν στα μεταφυσικά μας ερωτήματα, παραπαίαμε στα υπαρξιακά μας διλήμματα, αναζητούσαμε ένα καθοδηγητικό φάρο στις όποιες ανιχνεύσεις και ψηλαφίσεις μας των νέων δεδομένων των καιρών και των ζωών μας, των συνθηκών και καταστάσεων της πατρίδας μας. Όπως και άλλη φορά έχω αναφέρει, ο γράφων, δεν ανήκαμε στο στενό ή στο ευρύτερο φιλικό του περιβάλλον, δεν υπήρξαμε φοιτητές του στις σχολές που δίδαξε, δεν είμασταν ομοτράπεζοι στις πνευματικές του συζητήσεις, ούτε συνψάλλαμε ποτέ μαζί του σε εκκλησιαστικά στασίδια. Είμασταν απλοί ακροατές ομιλιών του και αναγνώστες των βιβλίων και των δημοσιευμάτων του που, ορισμένες φορές, αγανακτούσαμε με την μανιέρα των αρνητικών σχολιασμών του, που όπως φαίνεται, σχεδόν «κανείς» δεν λάβαινε υπόψη του, αν δούμε την επικράτηση των λαϊκίστικων πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών συμπεριφορών της μεγαλύτερης μερίδας του ελληνικού λαού στα 50 αυτά χρόνια της ελεύθερης ελληνικής δημοκρατίας και τα ολέθρια αποτελέσματά της. Ή ίσως ότι έγραφε και δημοσίευε και εξέφραζε ο Χρήστος Γιανναράς προσμετρούνταν εναντίον του τόσο από το αριστερό όσο και από το δεξιό κατεστημένο μην παραβλέποντας και την μεγάλη πολεμική εναντίον του από σημαντική μερίδα των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών περιβάλλοντων. Όμως, μία μικρή, ασήμαντη ενδέχεται και αμελητέα μερίδα νέων σε ηλικία αναγνωστών επέμεναν στην εκτίμησή τους και τον σεβασμό τους στο έργο του. Ήταν τα χρόνια που κάποιος δημοσιογράφος νομίζω της πολιτικής δημοκρατικής εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» εισήγαγε τον όρο «Νεορθόδοξοι» και «Νεορθοδοξία», κυκλοφόρησε μάλιστα και ένα βιβλίο αν θυμάμαι σωστά. Με τον δημοσιογραφικό αυτόν ορισμό άνοιξαν και οι δικοί μας αναγνωστικοί ορίζοντες. Να επισκεπτόμαστε μονές του Αγίου Όρους, να παρακολουθούμε Ομιλίες σε μεγάλες αίθουσες της Αθήνας, να αναζητούμε εκκλησιαστικούς νηπτικούς πατέρες να τους διαβάσουμε, να επισκεπτόμαστε χριστιανικά βιβλιοπωλεία και να αγοράζουμε τόμους της ελληνικής πατρολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ο δημόσιος λόγος και τα βιβλία, τα δημοσιεύματα στον τύπο άγνωστων μέχρι τότε σε εμάς λογίων και συγγραφέων, Στέλιου Ράμφου, Κώστα Ζουράρη, Παναγιώτη Νέλλα, Σάββα Αγουρίδη, καθηγητή και νυν αρχιεπισκόπου Αναστάσιου Γιαννουλάτου, Παναγιώτη Τρεμπέλα, πατήρ Γεωργίου Μεταλληνού, φωνές αντιστασιακών πολιτικών όπως του Νίκου Ψαρουδάκη και της εφημερίδας του «Χριστιανική», άρχισαν να μπαίνουν στην καθημερινότητα της ζωής μας με τα ανάλογα θετικά ή «αποπροσανατολιστικά» αν θέλετε, αποτελέσματα. Ο κόσμος μας, αυτός «ο μικρός ο μέγας» που λέει και ο ποιητής μεταμορφώθηκε ξαφνικά, απόχτησε την εκπληκτική τραγικότητά του, που, αρχίζαμε σαν να ξυπνούσαμε από λήθαργο να την διαχειριστούμε. Άρχισε να γίνεται μυστικά εύθυμος και αινιγματικός, να αποκτά άλλες διαστάσεις, να αχνοχαράζουν νέοι ορίζοντες, φτερουγίζαμε μαζί με τα βιβλία και τα λόγια των προαναφερθέντων, μας κουβαλούσαν πάνω στα φτερά των σελίδων των βιβλίων τους. Είτε διαβάζαμε τις Παπαδιαμαντικές παλινωδίες, είτε διαβάσαμε για τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, είτε για τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα είτε για την παράδοση του Ισλάμ και για ιστορικά ζητήματα του Ελληνισμού και της Ελληνικής παράδοσης, είτε για την αποφατική θεολογία του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη η αίσθηση της έκπληξης που νιώθαμε ήταν η ίδια. Αλλά, το θαύμα ίσως, να μην βρίσκεται τόσο σε αυτές τις αναγνωστικές μας περιπλανήσεις και αναζητήσεις, όσο στο πώς κατορθώναμε να συνδυάσουμε μέσα στην τρέλα και θυελλώδη ορμή των νιάτων μας την αριστερή πολιτική μας προσέγγιση και επαναστατική διάθεση με βαθειά και δυσθεώρητα φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα της παράδοσης τους χριστιανισμού και της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας, άλυτα ακόμα ενδέχεται σε πνευματικά μεγέθη όπως οι παραπάνω προαναφερθέντες λόγιοι μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Χρήστος Γιανναράς. Είναι αυτό ας μου επιτραπεί το παράδειγμα που λέει ο στίχος ενός τραγουδιού που τραγουδά η Δήμητρα Γαλάνη: «Πώς να συνδέσουμε περιθώρια και ουρανό…». Και όμως, η ανυπόφορη και ανυπότακτη για πολλούς γενιά μας το κατόρθωσε. Σιμά στους ιστορικούς Τάσο Βουρνά και Νίκο Σβορώνο είχαμε την εκκλησιαστική ιστορία του Στεφανίδη, τις μελέτες περί Ελληνισμού του π. Γεωργίου Μεταλληνού. Μαζί με τις αμπαρωμένες δογματικά στα κιτάπια των εννοιών της θρησκευτικής και εκκλησιαστικής δογματικής είχαμε το άνοιγα της θεολογικής προβληματικής και σκέψης του Χρήστου Γιανναρά, του Στέλιου Ράμφου, το παιχνιδιάρικο γλωσσικό αλισβερίσι του Κώστα Ζουράρη. Ο λόγος και η γραφή του Χρήστου Γιανναρά, δεν ήταν το διάλειμμα των πνευματικών μας περιδιαβάσεων ήταν μία από τις κεντρικές και κύριες πνευματικές ενασχολήσεις μας. Δεν έχει σημασία το τι αποτέλεσμα είχαν οι πνευματικές αυτές μας περιπέτειες, δεν έχει σημασία αν οντολογικά αποδεχτήκαμε την φρικτή πραγματικότητα της μη ύπαρξης ενός ανώτατου όντος, ότι είμαστε υποχείρια, μαριονέτες της Ιστορίας και μόνο, σημασία έχει αυτό το αγωνιώδες και πολύχρωμο ταξίδι των κρίσιμων αυτών δεκαετιών της ζωής μας, όταν οι όποιες εμπειρίες μας, τα πρώιμα βιώματά μας ακόμα δεν άρχιζαν να μας προδίδουν ή αν θέλετε να μπλέκονται με τα σκληρά διλήμματα και καταστάσεις των αληθειών της ζωής καθώς ο προσωπικός μας χρόνος κυλούσε ορμητικό ποτάμι κουβαλώντας κάθε είδους μετάλλευμα και αγωνίες. Όταν τα παθήματα δεν γίνονταν μαθήματα και εμείς από πρωταγωνιστές, μετατρεπόμασταν σε δευτεραγωνιστές μέχρι να καταλήξουμε αμελητέοι κομπάρσοι στα παρασκήνια των μελλοντικών χρόνων της Ιστορίας. Το πάθος της ζωής να γίνει πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας και των καταστάσεων. Όμως ο Χρήστος Γιανναράς οφείλουμε να του το χρεώσουμε, μα έμαθε να προσεγγίζουμε την Θεολογία και τα πνευματικά της «διαμερίσματα» με άλλο μάτι, την κατέβασε στα ανθρώπινα μέτρα μας, την έκανε περισσότερο οικεία δίχως να απεμπολεί τις κεντρικές πανανθρώπινες αξίες και ουσιώδεις σημασίες της. Μας μίλησε για μια «άλλη» Ορθοδοξία λιγότερο αποστεωμένη, κατεψυγμένη μέσα σε ιερατικά δόγματα και απαγορεύσεις, ήταν μία άλλη «εκμάθηση» της ελληνικής μας παράδοσης και παράλληλα, ένα είδος «Σωκρατικού» κεντρίσματος της δικής μας εθνικής αυτοσυνειδησίας. Ο λόγος του, ήταν πάντα ένα ξάφνιασμα ακόμα και στις επαναλήψεις του, που τις «κάλυπτε» με την άριστη και μαγευτική διαχείριση του γλωσσικού του πλούτου που χρησιμοποιούσε στα γραπτά του. Θα τολμούσα να σημείωνα ότι το γλωσσικό σύστημα του Χρήστου Γιανναρά αποτελεί από μόνο του όχι έναν ορθογραφικό αντιπερισπασμό στην γλωσσική έκφραση της εποχής του, της καλλιέπειας της δημοτικής στην αρχοντική της εκδοχή, αλλά ένα επαρκές λεξιλόγιο της διαχρονικής γλωσσικής ιστορίας και  δημόσιας έκφρασης του Ελληνισμού. Η γλώσσα του Χρήστου Γιανναρά είναι ένα «υπνωτικό» νανούρισμα εκφραστικής αποτύπωσης. Η φωνή του είναι ο σύγχρονος καημός και λυγμός της Ρωμιοσύνης καθώς ψυχορραγεί. Είναι μία σύγχρονη φωνή ευσχημοσύνης μέσα στην δυσαρμονία της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Η διαπλαστική διάθεση ενός άλλου αμαυρωμένου ελληνικού ήθους. Σίγουρα υπήρξαν στα χρόνια του επίγειου βίου του και στις ημέρες μας και άλλες αρμονικές φωνές, που όμως χάνονται μέσα στην κακοφωνία των θορυβωδών καιρών μας, όμως, για την δική μας γενιά, ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε ένας φανός των χρονικών μας βιωματικών αποχρώσεων και αντίστοιχων σκιών. Μία αναθεωρητική σύγκρουση με ότι είχαμε διδαχθεί μέχρι τότε στην δημόσια εκπαίδευσή μας και θρησκευτική αγωγή μας. Και, όταν ο τρικυμισμένος αναβρασμός των αισθήσεών μας και των πυρακτωμένων αγωνιωδών οραμάτων μας καταλάγιασε, τότε έμεινε η λαγαρή και γάργαρη φωνή του Χρήστου Γιανναρά.

      Ίσως ακούγεται υπερβολικός ο επαινετικός αυτός τόνος υπέρ του Χρήστου Γιανναρά, ίσως να ακούγεται πομπώδης, φλύαρος στην θετική του τελική αποτίμηση. Όμως, αν ξαναγράφονταν η ιστορία των χρόνων της Γενιάς μας, θα ξαναγράφονταν αλλιώς δίχως την παρουσία του μεστού λόγου και της διαύγειας των γραπτών του Χρήστου Γιανναρά και ορισμένων άλλων νεοελλήνων λογίων και διανοουμένων εντός των κόλπων και εκτός της ορθόδοξης ελληνικής παράδοσης. Καθώς σίγησε πλέον η φωνή του, και ίσως να συνταξιδεύει με τα πρόσωπα και τις προσωπικότητες που εκείνος από την μεριά του αγάπησε, θαύμασε και τίμησε, αποφάσισα να παραβώ μία παλαιά μου συνήθεια, να μην μεταφέρω εκ νέου-όσο γίνεται-παλαιά μου δημοσιεύματα, στην ιστοσελίδα μου. Διαβάζοντας όμως τα αρνητικά σχόλια που δημοσιεύτηκαν εναντίον του πριν ακόμα το σκήνωμά του σκεπαστεί από την ελληνική γη που τόσο αγάπησε, και νιώθοντας μελαγχολία και θλίψη, αποφάσισα να αντιδράσω αναδημοσιεύοντας την μικρή συνέντευξη που μου είχε δώσει πριν δεκαετίες για το λογοτεχνικό περιοδικό του νομικού και δημοσιογράφου, εκδότη Νίκου Λαγκαδινού «ΚΛΠ. Και γράμματα και τέχνες», τχ.3/12, 1993, σ.20-21, παραλείποντας τα πληροφοριακά και άλλα βιβλιογραφικά στοιχεία που είχα συμπληρώσει κατά την πρώτη ανάρτηση της 8ης Μαρτίου του 2014, και συμπληρωματικά αντιγράψω εκ νέου και μία από τις βιβλιοκριτικές μου (υπάρχουν άλλες τρείς) για το γνωστό αξιόλογο βιβλίο του.

Όχι ασφαλώς ότι ο λόγος και τα γραπτά η παλαιά επίγεια παρουσία του Χρήστου Γιανναρά έχει ανάγκη της δικής μου ελάχιστης επαινετικής γραφής, αλλοίμονο αν πιστεύαμε σε παρόμοιες ανοησίες αλλά, σαν μια οφειλή σε όσους έλληνες πνευματικούς ταγούς, λογίους και καλλιτέχνες, συγγραφείς και οραματιστές διαμόρφωσαν και ζύμωσαν τις συνειδήσεις της δικής μας γενιάς. Και ανάμεσα σε αυτούς-έστω τους ελάχιστους από τους χώρους της θεολογίας- συγκαταλέγεται και ο Χρήστος Γιανναράς. Η μνήμη του όσο υπάρχουμε εμείς στη ζωή θέλω να πιστεύω θα είναι ζωντανή και τα βιβλία του δεν θα λησμονηθούν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

6 Σεπτεμβρίου 2024.

 

                   

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου