Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
Του ΄Ιωνος Δραγούμη
Περιοδικό «ΖΥΓΟΣ» αριθμός 20-Μάϊος-Ιούνιος 1976, σ.63-

Η τύχη του Καραγκιόζη στην Ελλάδα παρουσιάζει πολλές αναλογίες μ’ εκείνην της αρχαίας τραγωδίας. Αρχαία τραγωδία υπήρχε, βεβαίως, και πρίν από το ζεύγος Σικελιανού. Παραστάσεις της «Ηλέκτρας» ή της «Αντιγόνης» εδίνονταν πολλά χρόνια πρό των Δελφικών Εορτών, από την Μαρίκα Κοτοπούλη, την Κυβέλη και ακόμη από την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, για να μη ανατρέξωμε σε παλαιότερες εποχές. Καλές ή κακές, οι παραστάσεις εκείνες προκαλούσαν έξαρση και συγκίνηση.
     Ήρθαν όμως μετά οι Δελφικές Εορτές και καλώς ή κακώς καθιέρωσαν αυτές την αρχαία τραγωδία σαν καλλιτεχνικό και πνευματικό γεγονός. Και από τότε χάνεται η αυθόρμητη έξαρση και η πηγαία και άδολη συγκίνηση. Από τότε χρονολογείται η έξοδος των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο. Δηλαδή οι κρίσεις, οι συζητήσεις, οι θεωρίες, οι ερμηνείες και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Από τότε αρχίζει «το καλό και το κακό». Το «καλό», γιατί συνεπάγεται την εξοικείωση του ελληνικού κοινού με ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει η πατρική του κληρονομιά. Το «κακό», γιατί ό,τι είναι αυθεντικό, ιδιοφυές, εμπνευσμένο, περιούσιο και μοναδικό, γίνεται συχνά βορά κάθε εκζητήσεως, επιτηδεύσεως, αυτοπροβολής, αρριβισμού, ακαλαισθησίας, κοινοτοπίας. Η αρχαία τραγωδία, από γεγονός ανεπανάληπτο, ανεπιδεξίως, ανεπιτηδείως και ασεβώς εμφανιζόμενο, γίνεται μια χονδροειδή ρουτίνα, αποβλέπουσα, μέσω της προχειρολογίας και της αυτοδιαφημίσεως, στην εξαπάτηση του κοινού. Έτσι την παρέλαβε ο Φώτος Πολίτης και έτσι μας την παρέδωσε ο Ροντήρης, ο Μινωτής, ο Σολομός, ο Κούν και οι άλλοι. Η αρχαία τραγωδία, πού θα ήταν ικανή να κάνη ένα βόνασσο των αμερικανικών πεδιάδων να δακρύση, κατέστη χώρος ευθηνών πειραματισμών και αναξίων βεντετισμών. Η απασχόλησή μας όμως με την διαφθορά και τον διασυρμό της αρχαίας τραγωδίας θα μας πάη μακρυά, ενώ στόχος μας εδώ είναι ο Καραγκιόζης και η συγγενής προς την τραγωδία τύχη του.
     Ο Καραγκιόζης ως γνωστόν, δεν είναι αυτόχθον θεατρικόν είδος. Εισήχθη εκ Τουρκίας, όταν η Τουρκία δεν ήταν ακόμη «εξωτερικόν». Είναι, συνεπώς, είδος μικτό, που είδε το φως και την πρώτη του άνθηση επί Τουρκοκρατίας. Δεν είναι νομίζομε ντροπή να τ’ ομολογήσωμε, προσθέτοντας πως αφομοιώθηκε με τα ελληνικά ήθη και έθιμα, όπως αφομοιώθηκαν και έγιναν ελληνικά προϊόντα ο μουσακάς και ο ντολμάς. Οι μόνες διαφορές είναι ότι ο Καραγκιόζης είναι φαγητό πού δεν απευθύνεται στο στομάχι και ακόμη πώς υπέστη διάφορες διεργασίες ψυχολογικές, μέσα εις τον χρόνο, πού ο μουσακάς και ο ντολμάς δεν υπέστησαν.
     Υπάρχουν ωρισμένοι Έλληνες που δυσανασχετούν ενώπιον του Καραγκιόζη. Τον αναλύουν, τον εκλογικεύουν-σύμφωνα με την δική τους θεωρία-και τον απορρίπτουν Είναι οι ευρωπαϊζοντες, οι απροσάρμοστοι Έλληνες. Λένε τον Καραγκιόζη τουρκόσπορο, λένε πώς είναι ντροπή ελεύθεροι Έλληνες να διασκεδάζουν με τόσο χοντρά και ανθελληνικά αστεία. Και έχουν με την ολότελα διεστραμμένη αισθητική και συλλογιστική τους δίκηο. Μόνο πού, χωρίς να το καταλαβαίνουν, αποξενώνονται από τον εθνικό κορμό. Και τελικά βάζουν σε δίλημμα τον αντικειμενικό κριτή. Ποιος είναι περισσότερο «ραγιάς»: αυτός που αρέσκεται στο λεγόμενο «θέατρο σκιών» ή αυτός που του αρνείται συλλήβδην και καλλιτεχνικούς τίτλους κει ελληνική ιθαγένεια; Και άς το πράττη ο τελευταίος εν ονόματι όλων των γνωστών δήθεν ευρωπαϊκών ιδανικών. Αλλ’ αυτός δεν πρέπει να μας ενδιαφέρη, γιατί είναι οπωσδήποτε ανεπίγνωστος. Μας ενδιαφέρει μόνον εκείνος που αγαπάει τον Καραγκιόζη χωρίς να ξέρη ακριβώς γιατί. Και αυτός είναι πολύ ο κόσμος. Ανήλικοι και ενήλικες. Όλοι αυτοί που δεν περιμέναμε για να γελάσουνε και να ψυχαγωγηθούν κανένα εισηγητή, κανένα πληροφορημένο ή υπερέξυπνο αναλυτή και σχολιαστή. Όλοι αυτοί που πηγαίνουν πάντα στον Καραγκιόζη, όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι πηγαίνανε στον Αριστοφάνη-χωρίς να θέλωμε να κάνωμε κανενός είδους παραλληλισμό ουσίας.
      Βέβαια αυτός, ο απλός και χωρίς αξιώσεις «πνευματικού ανθρώπου» θεατής του Καραγκιόζη αντιλαμβάνεται ασυναίσθητα, αλλά πολύ καλά, ό,τι τον αφορά προσωπικώς από το θέαμα που παρακολουθεί. Την συγγένειά του με τον τύπο του Καραγκιόζη ή ενδεχομένως και με άλλους τύπους, όπως ο Μπαρμπαγιώργος, ο Χατζηαβάτης, ο σιόρ- Νιόνος, ο Μορφονιός κ.λ. Συλλαμβάνει λίαν επακριβώς την συμβολική, και άς μην ήταν αυτή ούτε του δημιουργού πρόθεση ούτε του θεατού συνείδηση. Αυτός ο κακοτράχαλος, παμπόνηρος, θυμόσοφος ανθρωπάκος, ο μακρυνός απόγονος του Αισώπου και του Διογένους, ο αιώνιος πεινασμένος και μονίμως εις αναζήτησιν κάποιου «κόλπου» εις βάρος των άλλων και κατά προτίμησιν εις βάρος του Τούρκου τυράννου, αυτός ο πολυμήχανος σαν τον Οδυσσέα, πού όλες οι «φιάκες» και όλες οι μεταμορφώσεις του γίνονται προς χάριν της διαρκώς απειλούμενης επιβιώσεως του ίδιου και της οικογένειάς του, κάτι μας θυμίζει σαφώς, κάτι πολύ κοντινό,  πολύ δικό μας, πολύ ρωμέικο. Γιατί, το θέλομε ή όχι, ρωμέικο δεν είναι μόνο ό,τι ηρωικό, ανδροπρεπές, αρειμάνιο ΄ δεν είναι μόνον ο Ακρίτας, ο Κατσαντώνης, οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Είναι και ο Βαρβάκης που διασχίζει πεζή όλη τη Ρωσία για ν’  αποσπάση στην Πετρούπολη, από την Μ. Αικατερίνη, το προνόμιο της Κασπίας και είναι και ο Καραγκιόζης, αυτός ο ταπεινός και αδύναμος κατεργαράκος που στήνει την καλύβα του απέναντι στο Σεράι και δεν διστάζει να ζητήση το χέρι της βεζυροπούλας.
     Πώς λοιπόν να του αμφισβητήση κανείς, όχι μόνο τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα αλλά και ένα μέρος του φυλετικού αταβισμού; Εις πείσμα των αρνητών της ελληνικότητάς του; Αλλά δεν είναι αυτό το μοναδικό επιχείρημα των επικριτών του. Λένε: Δεν υπάρχει πάγιο και στερεότυπο κείμενο. Έστω. Έχει πολλές φορές την μορφή του αυτοσχεδιασμού. Γιατί όχι; Αναμιγνύονται συχνά στοιχεία επικαιρότητας. Τόσο το καλύτερο. Γίνεται χρήση ιστορικών αυθαιρεσιών και αναχρονισμών. Τι βλάπτει; Είναι το χιούμορ ως επί το πλείστον αρχάριο και χονδροειδές. Άς είναι. Όποιος όμως έχει διατελέσει μαθητής, πρόσκοπος, στρατιώτης, μέλος εκδρομικού συλλόγου ή θαμών ταβέρνας, έχει συναντήσει αναρίθμητες φορές αυτό το είδος του ελληνικού λαϊκού χιούμορ, που μπορεί να μην έχη καμμία σχέση ή σύγκριση με το γαλλικό ή το αγγλικό χιούμορ ή και μ’ αυτό του Ροϊδη, του Σουρή, του Λασκαράτου, έχει όμως την ιδιομορφία του, το στυλ του και την δική του αξία. Οι καραγκιοζοπαίχτες είναι συνήθως απλοϊκοί και αμόρφωτοι άνθρωποι του λαού και χαίρονται΄ να έχουν ανάλογο και ισότιμο κοινό μεταξύ του πληθυσμού των επαρχιών και της υπαίθρου και προ παντός του παιδόκοσμου. Οι περισσότεροι δε απ’ αυτούς θα εκάγχαζαν αν βρίσκονταν αντιμέτωποι κανενός από τους σύγχρονους λογιώτατους που θα προσπαθούσε να τους πείση ότι ασκούν υψηλή ή ότι επιτελούν εθνική αποστολή. Εκείνοι ξέρουν καλά πώς είναι σπουργίτια της τέχνης και όχι παραδείσια πτηνά. Και άμα τους πής πώς δεν δικαιούνται παραπάνω από τον τίτλο του βιοτέχνου είναι πολύ ευχαριστημένοι και μ’ αυτόν.
     Όταν, παιδόπουλα, καθόμαστε ώρες πολλές με το κοπίδι και το σφυρί στα χέρια σκαλίζωμε τις διάφορες φιγούρες του Καραγκιόζη, για να δώσωμε το βράδυ στον κήπο μας παράσταση για τους φίλους μας, βασιζόμενοι εν μέρει στις φυλλάδες που αγοράζαμε στα περίπτερα και εν μέρει στον αυτοσχεδιασμό, εκάναμε, χωρίς να το ξέρωμε, τέχνη ή παιγνίδι ή βιοτεχνία. Αδιάφορο. Πάντως δεν υπήρχε μέσα μας καμμιά ματαιοδοξία. Ήμαστε συγχρόνως δημιουργοί και κοινό και άθελά μας απονέμαμε στον Καραγκιόζη τις πραγματικές διαστάσεις του. Έπρεπε να περάσουν χρόνια, να ενηλικιωθούμε, για να πληροφορηθούμε από τις βαρυσήμαντες κουβέντες του ενός και του άλλου-άς μη λέμε ονόματα οχληρά-πώς ο Καραγκιόζης έχει γραμματολογική φυσιογνωμία, φιλοσοφικό νόημα, πώς αποστέλλει «μηνύματα», διαπλάθει χαρακτήρες, και τονώνει ή εκτονώνει-αναλόγως-το εθνικόν φρόνημα.
     Αιφνιδίως και χωρίς κανένα αποχρώντα λόγο, ο Καραγκιόζης άρχισε να μας «προβληματίζη». Ο φίλτατος αυτός, ο ταπεινός και ανυστερόβουλος και αφιλόδοξος σύντροφος των παιδικών μας χρόνων άρχισε να χάνη την φυσιογνωμία του μέσα στην αχλύ των αισθητικο-φιλοσοφικών θεωριών. Αρχίσαμε να διερωτώμεθα, με αναδρομική αγωνία, αν δεν υπήρξαμε θρασύτατοι ιερόσυλοι ώστε ν’ αγγίξωμε αντικείμενα απαραβίαστα, ανήκοντα στη δικαιοδοσία του φιλολογικού ιερατείου. Τα βιβλία και τα άρθρα περί Καραγκιόζη μας κατέθλιβαν. Αυτοκατηγορούμεθα πως είχαμε τότε-χωρίς να το καταλάβωμε-επαναλάβει τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου «που έκανε πρόζα χωρίς να το ξέρη». Για μας, με το απλό παιδικό αισθητήριο-και τίποτα παραπάνω-ο Καραγκιόζης ήταν πρόσωπο της καθημερινής ζωής μας. Και στο σημείο αυτό σταθμεύουμε, ύστερα από τόσα χρόνια και παρ’ όλες τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν εν τω μεταξύ. Σ’ αυτή την απλή, την άξεστη, τη βάναυση και ακατέργαστη θεώρησή του. Αυτήν που θέλησαν ο γέρω-Μόλλας-πάντα-και ο γέρω-Σωτήρης Σπαθάρης-πρίν τον παρασύρουν οι σειρήνες της μόδας. Άλλοι όμως, με την γνωστή παρασιτική νοοτροπία των ατάλαντων ανθρώπων, έχουν κολλήσει σαν στρείδια πάνω στον Καραγκιόζη για να τον απομυζήσουν. Πιάνουμε ένα φουκαρά, αγνότατο καραγκιοζοπαίχτη-κόσμημα τεχνικής μαεστρίας, αλλά και μετριοφροσύνης-και του λένε: «Είσαι μεγάλος καλλιτέχνης, είσαι μεγαλοφυία και μάλιστα όχι μόνο ως άνθρωπος του θεάτρου, αλλά και ως ζωγράφος». Και ακολουθούνε εκθέσεις στο «Βρετανικό Ινστιτούτο», συνεντεύξεις, αφιερώσεις, ταξείδια στο εξωτερικό, απομνημονεύματα κ.λ. Και ο καημένος, ο πρώην αγνός, πρώην ταπεινός καραγκιοζοπαίκτης ονειρεύεται επιχορηγήσεις, μουσεία και ίσως-ίσως καμμία παρέλαση με αυτόν ως τιμώμενο πρόσωπο. Αυτά δε όλα γιατί οι δοκησίσοφοι, οι ματαιόσπουδοι, οι επιτηδευόμενοι και μη ασκούντες τέχνην ανακαλύπτουν πως δεν έχουν καλλίτερο τρόπο να περάσουν την ώρα τους αυτοδιαφημιζόμενοι, παρά κοροϊδεύοντας ένα γνήσιο λαϊκό τεχνίτη πού δεν τους είχε ζητήσει να του ξεσηκώσουν τα μυαλά.
     Κάτι, ανάλογο έγινε και με τον Μακρυγιάννη. Ο Βλαχογιάννης, ο τελευταίος πολέμαρχος της λογοτεχνίας μας, τον ανεκάλυψε με πολλή τύχη, τον «ανεστήλωσε» με πολύν κόπο, και τον εξέδωσε, μετά από πολλά εξευτελιστικά διαβήματα προς τους πλουσίους της εποχής, εν έτει 1907. Οι δοκησίσοφοι όμως, οι ματαιόσπουδοι, τα παράσιτα αυτά της λογοτεχνίας μας, τον «ανακαλύπτουν», τριανταπέντε χρόνια αργότερα, και αρχίζουν να συναγωνίζονται ποιος θα τον παρουσιάση πρώτος, θα τον αναλύση και θα τον διδάξη στο υποτιθέμενο χαύνο ελληνικό κοινό, πού κατ’ αυτούς ούτε ξέρει, ούτε καταλαβαίνει τίποτε, χωρίς την δική τους σοφή παρέμβαση και διαμεσολάβηση. Αυτού του είδους οι καπηλείες, οι αγυρτείες, μόνο στην Ελλάδα είναι πιθανόν να γίνουν ανεκτές. Κανένας δεν σκεφτόταν, στη Γαλλία πχ., ν’ ανακηρύξη μέγιστο λογοτέχνημα τα «Απομνημονεύματα του λοχία Bourgogne» ή να προβή στην φιλοσοφική ανάλυση του κουκλοθέατρου. Γιατί έχουν αποκτήσει αυτό που εμείς έχουμε απολέσει με την πάροδο των αιώνων: την αίσθηση του μέτρου και της ηθικής αξίας των γραμμάτων.
     Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να αποκαταστήσωμε τις μικρές αξίες μας-γιατί πάντως δεν διαθέτομε-στη φυσική μας εξέλιξη. Μην αγγιστρωνώμαστε επάνω τους σαν να μή μπορούσαμε βα κάνωμε αλλιώς, σαν να μην έχωμε άλλη διέξοδο ζωής, παρά ο ένας σαν σολωμιστής, ο άλλος σαν καλβολόγος, ο τρίτος σαν μακρυγιαννιστής και ο τέταρτος σαν… Θεοφιλο-γιαννάκης.
     Καλός ο Σολωμός, καλός ο Κάλβος, καλός ο Μακρυγιάννης και ο Καραγκιόζης και ο Θεόφιλος αλλά καλλίτερη η Ελλάδα και ο Λαός της, τον οποίον εν πάση περιπτώσει δεν συνοψίζεται κανένας από όλους αυτούς. Τι  να κάνωμε; Η σύγχρονη Ελλάδα δεν ηυτύχησε να διαθέτη ούτε Όμηρο, ούτε Ντάντε, ούτε Σαίξπηρ, ούτε Θερβάντες, ούτε Γκαίτε, ούτε Β. Ουγκώ, ούτε Ντοστογιέφσκι. Άς το πάρωμε απόφαση μια και καλή και άς μη περνάμε, όπως θάλεγε ο Ραμπελαί, τις φούσκες για φανάρια. Ας απευθύνωμε μιάν υψηλότερη θεώρηση στα εθνικά μας κειμήλια. Και ας πασχίσωμε να φτιάξωμε εμείς τα δικά μας, τα προσωπικά, τα γνήσια, τα άδολα και ανόθευτα, όπως φτιάξαμε οι προηγούμενοί μας τα δικά τους-περισσότερο ή λιγώτερο σπουδαία. Γιά να πάψωμε μια μέρα να ζούμε βίο πνευματικό και καλλιτεχνικό ολότελα παρασιτικό. Ο Σεφέρης, φέρ’ ειπείν, θα μπορούσε κάλλιστα, αν είχε συναίσθηση των μεγεθών του, να γίνη ο Καρυωτάκης ή ο Μαλακάσης της γενεάς του-λίγο είναι; Ήθελε όμως «ν’ ανακαλύψη» τον Κάλβο και τον Μακρυγιάννη-κατόπιν εορτής-και την δυναμίτιδα-μετά τον Αλφρέδο Νομπέλ. Δεν του χρειαζότανε όμως ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο, θ’ αποτυγχάνουν όλοι όσοι προσπαθούν ν’ «ανακαλύψουν» και να «διδάξουν» τον Καραγκιόζη, ο οποίος, παρ’ όλα ταύτα, θα εξακολουθήση να είναι αυτό που ήταν και θα είναι πάντα, παρά τον «ανταγωνισμό» του κινηματογράφου-πού δεν είναι άλλωστε ανταγωνισμός ουσίας, παρά μόνο στην περίπτωση του Τσάπλιν-και παρά τις ερμηνευτικές διαβρώσεις πού του επεβλήθησαν από τους διαφόρους αισθητικούς.
     Ο παράλληλος με τον Τσάπλιν είναι αρκετά διαφωτιστικός, δεδομένου ότι οι αναλογίες μεταξύ των δύο αυτών τύπων είναι καταφανείς. Και ο Σαρλώ είναι σχεδόν πάντοτε το κατατρεγμένο από την κοινωνία, το αδικημένο από την μοίρα, το βυθισμένο μέσα στην μιζέρια, βασανισμένο και πεινασμένο ανθρωπάκι, που δεν χάνει όμως ποτέ την αισιοδοξία του, δεν το βάζει κάτω, δεν καταφεύγει στην ελεημοσύνη, αλλ’ αγωνίζεται με την πονηριά και την εφευρετικότητά του ν’ αντεπεξέλθη μόνος προς το κράτος της βίας΄ και άσχετα αν επιτυγχάνη ή όχι είναι έτοιμος πάντα ξαναβγή στην στράτα για να γυρέψη αλλού καλλίτερη τύχη. Ο Χατζηαβάτης του Σαρλώ είναι ο αδυσώπητος αστυφύλακας ή ο στυγνός εργοδότης, που τελικά εξευτελίζονται και χάνουν το παιχνίδι έναντι του Σαρλώ. Έξ άλλου, ένα στοιχείο που διαφορίζει τις δύο μορφές είναι ότι ενώ στην περίπτωση του Σαρλώ ο έρωτας και η γυναίκα, σαν αγαθό πνεύμα και εξιλαστήρια παρουσία, παίζουν μεγάλο ρόλο, στην περίπτωση του Καραγκιόζη δεν παίζουν κανένα απολύτως. Η εμφάνιση της βεζυροπούλας είναι συμπτωματική και σκωπτική, και της γυναίκας του Καραγκιόζη δεν ακούγεται ούτε κάν η φωνή από τα παρασκήνια. Όσον αφορά όμως την καταταλαιπώρηση αμφοτέρων από την ερμηνευτική κριτική και τις αισθητικές κρίσεις, η σύμπτωση είναι πλήρης, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών. Ο Σαρλώ δεν εφιλοδόξησε ποτέ να χαρακτηρισθή μέγας ψυχολόγος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και ποιητής και ο μόνος τίτλος που θα δεχόταν μ’ ευχαρίστηση θα ήταν του «ιδιοφυούς» κλόουν». Το ίδιο και ο Καραγκιόζης δεν είναι ούτε φιλολογικό, ούτε φιλοσοφικό είδος. Ών δε ο ίδιος συνειδητόν κοινωνικόν παράσιτον, δεν προσφέρεται στον παρασιτισμό κανενός άλλου εις βάρος του. Δεν υπήρξε ο πρώτος αντιστασιακός Έλλην, εις τρόπον ώστε οι περιβόητοι «νεοαντιστασιακοί» μας να τον υψώσουν σημαία, γιατί ούτε εκείνος έκανε αντίσταση-άθελά του-ούτε αυτοί-θέλοντάς το. Επίσης δεν ενέπνευσε ούτε τον Τσαρούχη-όπως ο ίδιος διατείνεται-ούτε τον Διαμαντόπουλο ή τον Σικελιώτη-όπως άλλοι διατείνονται. Πάντως όμως ενέπνευσε τον Βυζάντιο στην «Βαβυλωνία» του και τον Μποστ, στη διάσημη πιά χιουμοριστική δημιουργία του, ίσως και ορισμένους άλλους που μας διαφεύγουν αυτή την στιγμή-αλλ’ ασφαλώς όχι τον Φώτο Πολίτη στον ατυχή «Καραγκιόζη τον Μέγα», ούτε τον Θεόδωρο Συνοδινό.
     Αυτά λοιπόν τα μικρά γεγονότα, μαζί με το άλλο, το μεγάλο: πώς είναι η αναντικατάστατη και πιο αφιλοκερδής και άδολη ψυχολογία του λαού μας, εδώ και πολλές γενεές, άς μας είναι αρκετά. Γιατί ούτε οι πρώτοι διδάξαντες, ούτε κανείς από τους συγχρόνους απογόνους τους σκέφτηκαν να μας παρουσιάσουν, κοντά στον «Καραγκιόζη-Γιατρό», τον «Καραγκιόζη-Δάσκαλο» ή τον «Καραγκιόζη-Αεροπόρο» και τον «Καραγκιόζη-Φιλόσοφο ή Αισθητικό». Και είναι κρίμα, γιατί ίσως να ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του.
ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, περιοδικό ΖΥΓΟΣ τεύχος 20/Μάϊος-Ιούνιος 1976, σ. 63-
Σημείωση:
Διατήρησα την ορθογραφία του κειμένου. Ας μην ξεχνάμε ότι επί κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργού του κυρού Γεωργίου Ράλλη, θεσμοθετήθηκε η Δημοτική γλώσσα στο δημόσιο. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο οι εφημερίδες είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν την δημοτική στα φύλλα τους και ορισμένες, να υιοθετούν το μονοτονικό σύστημα. Δύσκολη δημοτική ήταν αυτή των παραδοσιακών κομμουνιστικών εντύπων γιατί ήταν ένα παράξενο κράμα φωνητικής γραφής, διπλών φωνηέντων, λέξεων που χρησιμοποιούνταν για να εκφράσουν ένα πολιτικό φορτίο και μία ιδεολογική αντιπαλότητα που επικρατούσε τα χρόνια εκείνα μετά την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας. Και αναφέρομαι στα αμιγώς κουμμουνιστογενή έντυπα και εφημερίδες και όχι όπως ήταν τα άλλα, πχ. Ο Σχολιαστής, το Αντί, ο Πολίτης, που είχαν άλλη γλωσσική φιλοσοφία. Εμείς οι μαθητές της πρωτοβάθμιας και οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, διδασκόμαστε την περιβόητη καθαρεύουσα. Μια καθαρεύουσα όμως όχι Παπαδιαμαντική ή ένα γλωσσικό ιδίωμα όπως του Εμμανουήλ Ροϊδη, αλλά ένα κράμα που καλά-καλά δεν το πίστευαν ούτε οι δάσκαλοι που μας το δίδασκαν. Η εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη αλλά και του Ηλίου, που διαβάζαμε-χωρίς να εννοώ τίποτε άλλο-μας δίνει ακόμα την ατμόσφαιρα και το χρώμα της γλώσσας που κάποτε γράφονταν και διδάσκοντα. Ευτυχώς έγινε η γλωσσική μεταρρύθμιση και πάψαμε όσο ήταν δυνατόν να μπερδευόμαστε γλωσσικά.
Το κείμενο είναι κατά την γνώμη μου ενδιαφέρον όσον αφορά τον Καραγκιόζη, και οι απόψεις που εκφράζει έχουν την σημασία και την αλήθεια τους παρά την αρνητική στάση που κρατά απέναντι στον νομπελίστα ποιητή μας, τον Γιώργο Σεφέρη, τον εικαστικό Γιάννη Τσαρούχη και άλλους. Έχει μια δική του αυτόνομη φιλοσοφία για το τι είναι η Ελλάδα και ο Λαός της. Εύστοχος ο παραλληλισμός και οι παρατηρήσεις ανάμεσα στον Καραγκιόζη και τον Τσάρλι Τσάπλιν. Και αυτά που αναφέρει για την θεματολογία του, και τον χαρακτήρα του Χατζηαβάτη, για την Αγλαϊα την γυναίκα του Καραγκιόζη. Τον ρόλο της γυναίκας στο θέατρο σκιών. Ένα θέμα και ένας προβληματισμός που, μετά από τόσες δεκαετίες από τότε που δημοσιεύτηκε το κείμενο και τα εκατοντάδες βιβλία που έχουν εκδοθεί και τα αντίστοιχα δημοσιεύματα έχουν δοθεί οι απαντήσεις μάλλον. Θυμάμαι τον συχωρεμένο Σωτήρη Σπαθάρη να μου λέει ότι στο σπίτι του, είχε συγκεντρώσει δεκάδες χιλιάδες πληροφορίες, βιβλία, φιγούρες, δημοσιεύματα για την ιστορία και την πορεία του Καραγκιόζη. Και συζητώντας του είπα: «Δάσκαλε, η βιβλιογραφία για τον Καραγκιόζη συναγωνίζεται εκείνη του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη», χαμογέλασε και με ρώτησε διάφορα.
Προσοχή, ο Ίων Δραγούμης, δεν είναι ο παλαιός. Για τους μορφωμένους «φραγκολεβαντίνους» το αναφέρω αυτό.
     Το περιοδικό ΖΥΓΟΣ έχει πολύ ενδιαφέρουσα θεματολογία και αφιερώματα για την εποχή του. Και οι συνεργάτες του είναι σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Η ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής περνά μέσα από τις σελίδες του. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο κυκλοφόρησε και ένα άλλο περιοδικό εξίσου ενδιαφέρον, η «ΔΟΜΗ» αν θυμάμαι σωστά το είχε εκδόσει το συγκρότημα Λαμπράκη. Κυκλοφόρησαν ελάχιστα τεύχη που δυστυχώς, δεν κράτησα κανένα. Αλλά ήταν ένα σοβαρό περιοδικό ιλουστρασιόν στο μέγεθος του ΖΥΓΟΥ με ενδιαφέροντα θέματα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 9 Σεπτεμβρίου 2018
Πόσοι άραγε έμειναν από τους Έλληνες στην Πόλη μετά τα γνωστά γεγονότα;                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου