Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΔΩΝΙΣ


PERCY B. SHELLEY
     Ο Percy Bysshe Shelley (1792-1822) είναι πασίγνωστος από τα μικρά λυρικά ποιήματά του όπως η «Ωδή στο Δυτικό Άνεμο», και «Σ’ έναν Κορυδαλλό». Τα μεγαλύτερα έργα του όμως, βαθιά επιρρεασμένα από τον νεοπλατωνισμό, είναι ο Άδωνης. Ο «Προμηθεύς Λυόμενος», το «Επιψυχίδιον» και το πεζό του «Η Υπεράσπιση της Ποιήσεως».
     Ο Σέλλεϋ, λόγω της λαμπρότητας του ύφους του, της δροσερής διαύγειας και λεπτότητας του αυθόρμητου και πλούσιου λυρισμού του, κατατάσσεται μεταξύ των πρώτων Άγγλων νεώτερων λυρικών, αν όχι ο πρώτος απ’ αυτούς. Η επίδρασή του στην αγγλική ποίηση υπήρξε μόνιμη, σταθερή και βαθύτατη. Ποιητής ελεύθερης αντίληψης στα ζητήματα της ζωής, δριμύς και αδιάλλακτος πολέμιος των διαφόρων συμβατικοτήτων, αποκρυστάλλωσε στους στίχους του υψηλές ανθρώπινες διαθέσεις χαρακτήρα πανθεϊστικού.
      Ο Άδωνης είναι, μαζί με τον «Λυκίδα» του Μίλτωνα και το «Ιν Μεμόριαμ» του Τέννυσον, μια από τις ωραιότερες ελεγείες στην αγγλική ποίηση, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος, δυστυχώς για εμάς τους Έλληνες, αποτελεί terra incognita.
ΠΕΡΣΥ ΜΠΥΣ ΣΕΛΛΕΫ
ΑΔΩΝΗΣ
Έμμετρη Μετάφραση-Εισαγωγή-Σημειώσεις: Μ. ΚΑΜΠΑΣ
ΑΘΗΝΑ 1981, σ.42, δραχμές 1000
Αφιερώνεται στην Joanne Beressi
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΑΔΩΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ι. ΑΔΩΝΗΣ: ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ
                    Αστήρ πρίν μέν έλαμπες ενί ζωοίσιν Εώος
                    γύν δε θανών λάμπεις Έσπερος εν φθιμένοις
                                                                                      Πλάτων (1)

     Ο θάνατος του Τζών Κήτς τον Φεβρουάριο του 1821ενέπνευσε τον Σέλλευ να συνθέσει το καλοκαίρι του ίδιου έτους τον Άδωνη, που είναι ίσως το ωραιότερο ποίημά του, μια αξιοθαύμαστη ελεγεία, ένας υπέροχος θρήνος για το θάνατο του φίλου του Κήτς.
     Στις πενήντα πέντε Σπενσεριανές στροφές του, ένας στίχος σπάνια ξεπέφτει από το γεμάτο μεγαλείο ύψος του συνόλου. Είναι η ελεγεία στην οποία η τελειότητα της μορφής συνυπάρχει με το έντονο και ενεργό συναίσθημα. Μολονότι η συγκίνηση βρίσκεται υπό έλεγχο, είναι κάτι πιο δυνατό και πιο ζωηρό από «το συναίσθημα που αναπολεί κανείς σε κατάσταση ηρεμίας και αταραξίας» όπως υπάρχει στον Λυκίδα του Μίλτωνα και στο Ιν Μεμόριαν του Τέννυσον. Είναι ταυτόχρονα επιθανάτια θρηνωδία και επινίκια ωδή όπου, σε συνάρτηση με το αψεγάδιαστο κάλλος, η θνητότητα έχει «φορέσει» την αθανασία.
     Ο Σέλλευ και σ’ αυτό το έργο, έκφραση, απαράμιλλη της λύπης του διατηρεί το αίσθημα της αυλωσύνης, παραμένει μακριά από την πραγματικότητα και παρουσιάζει πάρα πολλές αλληγορικές μορφές-τη θλιβερή Άνοιξη, τις θρηνούσες Ώρες, την Αίγλη, τις Μοίρες, κά-ενωμένες σε κοινό σπαρακτικό θρήνο για το θάνατο ενός αγαπημένου. Το όλο ποίημα είναι μια διαδοχή εικόνων ονείρου, εξαιρετικά ωραίων, που μόνο ο Σέλλευ βυθισμένος σ’ αυτές τις αμέτρητες, υποβλητικές, μεταφυσικές apparitions, θα μπορούσε να φανταστεί.
     Αυτός μίλησε πρώτος για τη μεγαλοφυϊα του Τζών Κήτς και έθεσε τον παραγνωρισμένο ποιητή, που πέθανε τόσο πρόωρα- μόλις εικοσιπέντε ετών-εκεί που από τότε βρίσκεται, ανάμεσα στους τρείς-τέσσερις μεγαλύτερους του έθνους του. Κυρίως μεταθανάτια υπήρξε η δόξα και η τελική αναγνώριση της Κήτς, πού ακρογωνιαίος λίθος της ήταν το ποιητικό προς τιμήν του μνημόσυνου του Σέλλευ, η λαμπρή και βαθιά συγκινημένη ελεγεία «Άδωνης» που εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
ΙΙ. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ
    Ο Σέλλεϋ είναι ο ποιητής της νιότης. Αν υπάρχει πνεύμα θεόσταλτης έμπνευσης, που να εκφράζεται συχνότερα μάλλον με μουσική παρά με ποίηση, αυτού του πνεύματος είναι ο Σέλλεϋ ο ανώτερος εκφραστής.
     Όταν ακούμε την Μουσική του Μότσαρτ ή του Σοπέν δεν την σκεφτόμαστε σαν ανώριμη αλλά σαν «αγνή», σαν να κυλάει από κάποιο ποτάμι που οι πηγές του είναι άγνωστες και βρίσκονται πέρα από τον κόσμο της εμπειρίας. Η νιότη έχει μια δική της σοφία που ο κόσμος και ο χρόνος το μόνο που μπορούν να της κάνουν είναι να τη συγχύσουν ή να την συσκοτίσουν, τίποτε παραπάνω. Η ενόραση μιάς ιδανικής τάξης και ομορφιάς αποτυπώνεται μέσα στην ίδια μας τη φύση, σαν ανάμνηση μιάς κατάστασης που είχε προϋπάρξει. Στην τέχνη του, αν όχι στην ζωή του ο Σέλλεϋ αισθανόταν πώς μπορούσε ν’ ανυψωθεί, να πετάξει, και να δώσει έκφραση σ’ εκείνα τα όνειρα και τις φαντασίες οι οποίες, συγκρουόμενες διαρκώς με την πραγματικότητα, παραμένουν άσβηστες στο ανθρώπινο πνεύμα (βλ. στρ. λθ΄).
     Η έμπνευση, όπως την εννοεί ο Πλάτων ή ο Κήτς, που κάποτε την λοιδορούσαν οι μοντέρνοι θετικιστές, φαίνεται και πάλι- καθώς μαθαίνουμε όλο και περισσότερα για την ανθρώπινη ψυχή-πιο πιστευτή. Υπάρχουν περιοχές μές στο μυαλό μας που φαίνονται κατειλημμένες από γνώσεις που αποχτήθηκαν χωρίς την επέμβαση μελέτης ή εμπειρίας κι αυτό το «άλλο μυαλό» μας μιλάει πάντα για μια αιώνια ομορφιά, ένα τρόπο ύπαρξης και ζωής, πράγματα που μπορούμε να επιθυμάμε μόνο και να προσπαθούμε να τα αντιληφθούμε ή να τα διώχνουμε επειδή μια τέτοια επιθυμία είναι πολύ οδυνηρή ή μη- πραγματοποιήσιμη για τον κόσμο αυτό πού η ανάγκη μας υποχρεώνει να τον λέμε αληθινό.
    Από δώ ξεκινά και η δυσκολία στο να κατανοήσουμε τον Σέλλεϋ από το γεγονός, δηλαδή, ότι η ενόραση της ομορφιάς, όπως την ενατενίζει ο ίδιος, είναι μεταφυσική-έννοια αφηρημένη που είναι αδύνατο ν’ αποδοθεί με απλές λέξεις. Ο Σέλλεϋ αισθάνεται την ομορφιά σαν που ζεί και λειτουργεί μέσα στο σύμπαν (νδ΄ 479), και πώς άπαξ ο άνθρωπος παραδεχτεί  αυτή την αλήθεια, θ’ ανακαλύψει ακόμα ότι το πνεύμα της ομορφιάς τρέφεται από την αγάπη και μόνο (θ΄ 75-77).
     Άρα ο δρόμος προς την τελειοποίηση-την εντελέχεια όπως την ονόμαζε ο Αριστοτέλης-βρίσκεται μέσα στη νόηση και, κατά κάποιο τρόπο, στην εξομοίωση ή ταύτιση με την πνευματική ομορφιά. Αυτή την ομορφιά περιγράφει ο Σέλλεϋ στο ποίημα του Ύμνος στο Πνευματικό Κάλλος (Hymn to Intellectual Beauty, 1816), και εδώ φαίνεται πόσο βαθιά τον είχε επηρεάσει ο Πλάτων. Διότι συναντάμε στην ποίησή του, όχι  μόνο τη φιλοσοφία το Πλάτωνα αλλά και τη θεολογία του ακόμα. «Το πνεύμα της Γής» του Σέλλεϋ, είναι ο αθάνατος κι ευτυχισμένος «θεός» του Πλάτωνα, το πνεύμα-φρουρός της μοναδικής ζωής του πλανήτη γενικά, όπου όλα τα πλάσματα, από τα άψυχα στοιχεία της φύσεως, (βλέπε Παράρτημα ΙΙ Ωδή στο Δυτικό Άνεμο), μέχρι τα έμψυχα, καθώς κι  ίδιος ο άνθρωπος, συμμετέχουν. Όλες αυτές οι ιδέες, όλες αυτές οι επιδράσεις πηγάζουν από την Ορφική θεολογία και, αν όχι από τον ίδιο τον Πλάτωνα, από κάποιο από κείνους τους Νεοπλατωνιστές φιλοσόφους που, χωρίς αμφιβολία, είχε διαβάσει ο Σέλλεϋ απ’ το πρωτότυπο φυσικά.
     Στην Πλατωνική θεολογία, όλα τα πράγματα έχουν μέσα τους και υπεράνω τους μια πνευματική διάσταση, μια «ψυχή» βρίσκονται δε, ανάλογα με την τάξη τους, υπό την προστασία των εγκόσμιων ή υπερκόσμιων θεών. Στον Σέλλεϋ «καθετί που ζει είναι ιερό». Έτσι η Πλατωνική θεολογία, γίνεται ένα τέλεια οργανωμένο περίγραμμα του «πανθεϊσμού» του Σέλλεϋ. Ο «αθεϊσμός» του είναι και αυτός Πλατωνικός, γιατί ο Πλάτωνος δεν ονομάζει το Υπέρτατο Πνεύμα «θεό», αλλά το Καλό και το Ένα.
     Ο Σέλλεϋ κατηγορήθηκε για το κατά πόσο είναι αληθινό το ύψιστο ποιητικό του χάρισμα-η λυρική του άνεση, η ευφράδειά του, η αβίαστη ευλυγισία της γλώσσας του, πού ξεχύνονταν σε τέλειους στίχους. Υπήρξαν μεγάλοι ποιητές –λχ. ο Κήτς-που η τελειότητα του στίχου τους ήταν προϊόν μόχθου. Όμως κάθε αληθινός ποιητής ξέρει πως οι τελειότεροι στίχοι του, τα τελειότερα ποιήματά του είναι εκείνα που φαίνονται σαν θεόσταλτα και αποτελούν προϊόν εμπνεύσεως.
     Το έργο του Σέλλεϋ είναι για το αυτί, και πλησιάζει τόσο τη μουσική όσο και την ποίηση όχι μόνο για την αρμονία του αλλά και για τη θαυμάσια υποβλητικότητα της βαθιάς νοήσεως όπως τη δεχόμαστε από την πιο μεγαλειώδη μουσική, με την υπογράμμιση του γεγονότος ότι μια τέτοια μουσικότητα δεν είναι-όπως συμβαίνει με το έργο άλλων ποιητών-απλώς ένα συστατικό στοιχείο, αλλά η ίδια η ουσία της Σελλεϋκής ποιήσεως.
ΙΙΙ. Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
     Συχνά λέγεται: «Οι μεταφράσεις είναι σαν τις γυναίκες΄ όταν είναι πιστές δεν είναι ωραίες κι όταν είναι ωραίες, δεν είναι πιστές!» Δεν ξέρω, κατά πόσο είν’ αλήθεια αυτό, δεν είναι απόλυτο πάντως. Εξαρτάται από πολλά πράγματα, και πρώτα-πρώτα απ’ το πώς εννοεί ο καθένας τη λέξη «πιστή», για μια μετάφραση. Οπωσδήποτε η μετάφραση που γίνεται «κατά λέξη»-όχι μόνο στο  χώρο της ποίησης, αλλά και της λογοτεχνίας και του θεάτρου γενικά-δεν είναι ποτέ πιστή ούτε και ωραία. Προϋποθέσεις, νομίζω. Για μια πιστή και ωραία μετάφραση είναι η καλή γνώση του τρόπου εκφράσεως και στις δύο γλώσσες (ελληνικής και ξένης), και επιπλέον-κι αυτή είναι η βασικώτερη προϋπόθεση-να διαθέτει κανείς την απαραίτητη ευαισθησία ή αισθαντικότητα, όπως λέμε, στο να «μεταφέρνει» στη δική του γλώσσα όχι τόσο τις ίδιες τις ξένες λέξεις! Την ακριβή, λοιπόν «μεταφορά» των εντυπώσεων, ιδεών, αισθημάτων, πού μας προκαλούν οι λέξεις σαν έννοιες, αυτό ονομάζω «πιστή και ωραία» μετάφραση. Ωστόσο, επειδή ακριβώς και η αισθαντικότητα δεν είναι η ίδια στο κάθε άνθρωπο αλλά διαφέρει ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός, γι αυτό και οι μεταφράσεις είναι πάντα κάτι το  υποκειμενικό, ποτέ δεν είναι αυθεντικές.
     Ο Άδωνης είναι ένα ποίημα που κύρια χαρακτηριστικά του είναι ο λυρισμός, ο δυναμισμός, η γλαφυρότητα, και η μουσική ευαισθησία. Αντλώντας ό,τι μπορούσα από το λεκτικό πλούτο της δημοτικής μας γλώσσας κι από όλη την αισθαντικότητά μου- όση τουλάχιστον διαθέτω-πάνω στις αγγλικές λέξεις, ατενίζοντάς τες σαν ιδέες, στο χώρο της σκέψης όπου γλωσσική διαφορά δεν υπάρχει, προσπάθησα να κάνω το ποίημα όσο πιο «ελληνικό» γινόταν στην έκφραση, να φαίνεται, δηλαδή, πώς γράφτηκε στα ελληνικά απ’ την αρχή, με μόνη επιδίωξη την αυτοτέλεια της μεταφράσεως ΄ έτσι ώστε εξετάζοντας το πρωτότυπο και τη μετάφραση να στέκονται και τα δύο κείμενα μαζί αυθύπαρκτα και αυτοζώντανα.
     Φυσικά υπάρχουν σημεία που έπρεπε ν’ αναλυθούν, φράσεις που έπρεπε ν’ αλλάξουν θέση μέσα στο στίχο, να χρησιμοποιηθεί υπερβατό ή διασκέλισμα κλπ, γιατί διαφορετικά θα χανόταν στη μετάφραση ο ειρμός των εντυπώσεων, η αλληλουχία των νοημάτων και η ουσία λέγοντας ουσία δεν εννοώ ο «τι» είπε ο Σέλλεϋ, αλλά το «πώς» το είπε, και αυτό έχει σημασία. Επομένως οι «νόμοι» της επιτυχημένης μετάφρασης-αν υπάρχουν τέτοιοι-δεν έγκεινται αποκλειστικά ή στην ακριβή μεταφορά των νοημάτων ή στις κατάλληλες λέξεις που χρησιμοποιούνται για να αποδοθούν τα νοήματα, αλλά, από την άποψή μου, βρίσκονται ανάμεσα στα δύο και αποτελούν μια από τις μορφές των πολλαπλών, αμοιβαίων αντιδράσεών τους.
Αθήνα
Ιανουάριος 1981
                         ΑΔΩΝΗΣ
     α
Μοιρολογώ τον Άδωνη που χάθηκε για πάντα!
Κλάψτε τον Άδωνη! τι κι αν το δάκρυ μας δε λειώνει
Την παγωνιά πού τύλιξε τέτοιον αγαπημένο!
Και σύ θλιμμένη Ώρα, από χρόνια τώρα διαλεγμένη
Για να θρηνήσεις το χαμό, ξύπνα τις άλλες Ώρες,     5
Και μήνυσε τη συμφορά σου, να τους πείς: «Μαζί μου
Πέθαν’ ο Άδωνης ΄ κι ως ότου ν’ αξιωθεί το Μέλλον
Να λησμονεί το Παρελθόν, η μοίρα του κι η δόξα
Θα λάμπουνε παντοτινά και θ’ αντηχούν αιώνια!»
     β
Πού ήσουν εσύ, Μάνα τρανή, όταν ψυχομαχούσε,     10
Κι έγερνε χάμω ο λαβωμένος Γιός σου από το βέλος
Πού ξεφυτρώνει στο σκοτάδι; Πού ήταν η Ουρανία
Όταν ο Άδωνης πέθαινε; Με μάτια σκεπασμένα,
Στη μέση ακούοντας τις Συλφίδες, στον Παράδεισό της
Στεκόταν, καθώς μία απ’ αυτές, με θελξικάρδια ανάσα,     15
Τραγούδαε πάλι τις παλιές θλιμμένες μελωδίες,
Με τις οποίες, σαν άνθη που κρύβουν σαπίλα κάτω,
Στόλιζ’ εκείνος κι έκρυβε το μήνυμα του θανάτου.
     γ
Αλί, κλάψτε τον Άδωνη που χάθηκε για πάντα!
Ξύπνα, καημένη Μάνα εσύ, ξύπνα κι αρχίνα θρήνο!     20
Αλλ’ όχι! Πνίξε τη φωτιά των φλογερών δακρύων
Στα μάτια μέσα, κι άσ’ τη βροντοκούδουνη καρδιά σου
Σ’ αγόγγυστο ύπνο και βουβό να πέσει, όπως εκείνου ΄
Τι αυτός κατέβη τώρα εκεί, κ’ όλοι οι σοφοί και δίκαιοι
Πάνε-μά, μη νομίσεις πώς το Έρεβος που ζηλεύει     25
Θα τόνε φέρει πίσω στη ζωή ΄τι ο Άδης έχει
Τροφή την άηχη του φωνή, γέλιο τη συμφορά μας.
     δ
Μοιρολογήτρες πένθιμα τραγούδια πάλι πείτε!
Και σύ Ουρανία, το θλιβερό χαμό του ξαναθρήνα!
Πέθαν’ εκείνος πού ήταν ο Πατέρας άφθαρτου οίστρου,     30
Μονάχος, γέρος και τυφλός, όταν μέσα στη χώρα
Ήταν το παίνεμα οι ιερείς, οι σκλάβοι κι οι δυνάστες,
Πού χλευαστήκαν έπειτα με τόσες ιερουργίες
Αισχρότητας κι ασέλγειας μα εκείνος δίχως φόβο
Κι αν χάθηκε στην άβυσσο, το καθαρό του Πνεύμα     35
Δεσπόζει πάνω από τη γή, ο τρίτος γιός της γνώσης.
     ε
Μοιρολογήτρες πένθιμα ξανά τραγούδια πείτε!
Ποιός σ’ έτοιονε περίλαμπρο θρόνο τολμάει ν’ ανέβει;
Και τυχεροί όσοι γνώρισαν που βρίσκετ’ η ευτυχία.
Τι ακόμα λάμπουν τα κεριά τους στη νυχτιά του χρόνου     40
Όπου ήλιοι σβήσανε εκεί πάνω, κι άλλοι πιο θεσπέσιοι,
Πού πήγαν απ’ τη φθονερήν οργή θεών ή ανθρώπων,
Βουλιάξαν, όταν χάθηκαν πάνω στης νιότης τ’ άνθος ΄
Κι αυτοί πού ζούν τραβήξανε δρόμο γεμάτο αγκάθια,
Πού, μετά κόπους, οδηγεί στην κατοικία της Δόξας.     45
     στ΄
Μά τώρα, το πανέμορφο, πιά παλληκάρι εχάθη-
Σένα της χηρευάμενης, το μοναχό βλαστάρι
Μεγάλωνε, σαν το χλωμόν ανθό που τον φροντίζει
Και το  ποτίζει δάκρυα αγνά μια βάγια, αντί η δροσούλα ΄
Μοιρολογήτρες πένθιμα ξανά τραγούδια πείτε!     50
Η αγαπημένη ελπίδα σου, η μόνη κι η στερνή σου,
Μπουμπούκι, που τα πέταλά του, πέσαν πρίν ανοίξουν
Κι αντί καρπό που πρόσμενε, τ’ αντάμωσε μαράζι ΄
Σαν κρίνο χάθηκε κι αυτή-γοργά σαν καταιγίδα.
     ζ
Σε μια τρανή Πρωτεύουσα, που βασιλεύει ο Άδης     55
Κι έχει με κάλλος και φθορά στολίσει τις αυλές του,
Κατέβη αυτός και δίνοντας τη θεία ψυχή του, πήρε
Τάφο πλάι στους αθάνατους.- Και θα ‘χει το γαλάζιο
Θόλο της ιταλιάνικης ημέρας που του πρέπει     60
Για να φυλάξει τέτοια οστά που του Αδώνιδος που ακόμα
Κοιμάται ύπνο δροσόλουστο΄ γιαυτό σας εξορκίζω
Μην τον ξυπνάτε! Αφήστε τον να ξαποστάσει αιώνια
Σ’ ατέλειωτο ύπνο και βαθύ, τις πίκρες να ξεχάσει.
     η
Δε θα ξυπνήσει πιά ποτέ, πάει πιά δε θα ξανάρθει!-
Στού κάτω κόσμου τα σκοτάδια η γοργοβηματούσα     65
Γλιστράει του Χάροντα η λευκή σκιά και κοντά στην πόρτα
Προσμένει αόρατη η Φθορά για να τον ακλουθήσει
Ως την στερνή στράτα που πάει στο ζοφερό της σπίτι.
Η αιώνια Πείνα καρτερεί, αλλά το δέος κι ο οίκτος
Τη λύσσα της καθησυχάζουν κι ούτε που τολμάει     70
Ν’ αγγίξει τέτοια λεία, προτού της αλλαγής οι νόμοι
Στον ύπνο σύρουν τη βαρειά κουρτίνα του θανάτου.
     θ
Δακρύστε για τον « Άδωνη! Τά ολόγοργα» Ονειρά του,
Μινίστροι αυτά της Σκέψης του με πάθος φτερωμένα,
Υπήρξαν τα κοπάδια πού πλάει στα ζωηρά ποτάμια     75
Την νιόφωτης ψυχής του αυτός έβοσκε κι ορμηνούσε
Πώς της ψυχής η μουσική ειν’ η αγάπη, αλλ’ όμως τώρα,
Δεν ξεστρατίζουν πιά από νου σε νου, μ’ αχνοπεθαίνουν
Στο μέρος που ξεφύτρωσαν ΄ και κλαίνε το γραφτό τους
Στην κρύα καρδιάν, όπου, ύστερα από την γλυκειάν οδύνη,     80
Δε θα ξανάβρουν δύναμη, μήτε και καταφύγιο.
     ι
Και μια Σειρήνα τρέμοντας το κρύο κεφάλι αγγίζει,
Και μ’ ασημόλουστα φτερά φυσώντας τον, ουρλιάζει ΄
«Η αγάπη μας, η ελπίδα μας κι η θλίψη δεν πεθάναν ΄
Δές, στο μετάξινο κροσσό των αμυδρών ματιών του,     85
Σαν μια δροσοσταλίδα πάνω σ’ άνθος που κοιμάται,
Είν’ ένα δάκρυ πού άρπαξε κάποιο όνειρο απ’ το νου του.»
Χαμένε Άγγελε ενός κατεστραμμένου Παραδείσου!
Πού να ‘ξερε πώς ήταν το δικό της όταν εκείνη
Έσβηνε σαν το σύννεφο πού ‘χε βροχή το κλάμα.     90
     ια΄
Μια από κροντήρι διάφανο, μ’ αστρόλουστη δροσούλα
Έπλενε τ’ απαλά του μέλη ως να κρυφοποθούσε
Να τα βαλσάμωνε ΄ κι άλλη τις πλούσιες μπούκλες κόβει
Στέφανο μυρτοστόλιστο κι απάνω του το ρίχνει,
Γιορντάνι που’ ναι οι χάντρες του κρύα δάκρυα αντί πετράδια ΄     95
Άλλη πικροστενάζοντας το τόξο της θα σπούσε
Και τις γοργόφτερες σαγίτες, τάχα ν’ αντικρούσει
Με συμφορές μικρότερες άλληνε πιο μεγάλη ΄
Και να σιγάσει τη φωτιά στο κρύο το μάγουλό του.
     ιβ ΄
Η λιόφωτη Αίγλη πέφτοντας στο στόμα του καθίζει,     100
Κείνο το στόμα πού με κάθε ανάσα που τραβούσε
Δύναμη αντλούσε για να εισδύσει μές στ’ άδυτο πνεύμα,
Και να κατέβει ως την ψυχή που μυριαναστενάζει
Με κεραυνούς και με τραγούδια ο θάνατος πιά τώρα
Έπαψε κάθε χάδι του στα παγωμένα χείλη ΄     105
Κι όπως τ’ αστέρι πέφτοντας τρυπάει τ’ αχνοστεφάνι
Του σεληνόφωτος που η νύχτα η παγερή θαμπώνει,
Χίμιξ’ ο Χάρος στ’ άσπρο του κορμί κι ύστερα εχάθη.
     ιγ΄
Ήρθανε κι άλλες έπειτα…. Επιθυμίες, Λαχτάρες,
Οι φτερωμένες, Δοξασιές κι οι πεπλοφόρες Μοίρες,     110
Οι Δόξες κι οι Μελαγχολίες, σβησμένες Ενσαρκώσεις
Φόβων και ελπίδων, ήρθαν οι φιδίσιες Φαντασίες ΄
Ήρθε κι η Λύπη φέρνοντας τους Στεναγμούς τους γιούς της,
Και η Χαρά, η τυφλή απ’ τα δάκρυα, την οδήγα η λάμψη
Πού σκόρπαε το σβησμένο της μειδίαμα αντί τα μάτια,     115
Ήρθαν αργά βαδίζοντας ΄ -κι έμοιαζ’ η συνοδεία
Πομπή σύννεφα πάνω από ρέμα του Φθινοπώρου.
     ιδ ΄
Όσα που κείνος λάτρεψε και τά ‘χε κάνει ιδέες,
Μορφές, χρώματα κι ευωδίες, τους γλυκύτατους ήχους,
Όλα θρηνούν ον Άδωνη! Η Αυγή γύρεψε να ‘βρει     120
Τη βίγλα της Ανατολής και με μαλλιά λυμένα,
Υγρά απ’ τα δάκρυα που τη γη θα ‘πρεπε να στολίζουν,
Βουρκώσανε τα αιθέρια μάτια- ηλιοπηγές της μέρας  ΄
Και βόγκηξε με δύναμη η δόλια βροντή από πέρα,
Κατάχλωμο το Πέλαγος σ’ ανήσυχο ύπνο πέφτει,     125
Και οι Άνεμοι σπαράζοντας, κλαίνε τον όλεθρό τους.
     ιε ΄
Τριγύρω στ’ άφωνα βουνά κάθετ’ η Ηχώ χαμένη,
Τρέφει τη θλίψη αναπολώντας το τραγούδι εκείνου,
Κι ούτε ξανά θ’ αποκριθεί στον άνεμο ή στις βρύσες,
Μήτε στα ερωτοπούλια που κουρνιάζουν στα νιοκλάδια,     130
 Μηδέ και στα βοσκοσουραύλια ή στις σπερνές καμπάνες ΄
Δε θ’ αντηχήσει πιά τον πολυαγαπημένο απ’ όλους
Τους άλλους, που απ’ την καταφρόνια τους έσβησε κείνη
Στον ίσκιο όλων των ήχων ΄-και μονότονο πιά ακούνε
Μουρμουρητό, μες στα τραγούδια τους, οι ξυλοκόποι.     135
     ιστ΄
Η Άνοιξη απ’ τη λύπη της τα ρόδα της τινάζει
Και τα ξανθά μπουμπούκια, λες Φθινόπωρο ήταν κείνη,
Και τ’ άνθια της ξερόφυλλα μ’ αφού τώρα η χαρά της
Πέταξε πιά, για ποιόν να ξύπναε τον θλιμμένο χρόνο;
Στο Φοίβο τόσο αγαπητός ο Υάκινθος δεν ήταν     140
Ούτε και στον εαυτό του ο Νάρκισσος, όσο στους δυό τους
Άδωνη εσύ ΄ και στέκονται χλωμοί και μαραμένοι
Ανάμεσά στους ξέψυχους κι αχνούς φίλους της νιότης,
Κι είναι δροσιά το δάκρυ τους κι άρωμα ο στεναγμός τους.
     ιζ΄
Μές στη μοναξιά της η αηδόνα, η αδελφή του νου σου,     145
Δεν κλαίει το σύντροφό της κελαηδίζοντας με πόνο ΄
Ούτε και τ’ αιτοταίρι-πού σαν σένα αναρριχιέται
Στα Ουράνια τα ηλιοχάιδευτα που κυβερνάει ο ήλιος,
Για να λουστεί τη νιότη της μ’ αυγή-παραπονιέται,
Πετώντας γύρω από την άδεια αιτοφωλιά, δε σκούζει     150
Όσο ουρλιάζει ο Αλβίονας για σε. Του Κάιν το κρίμα
Λάμπει στο νου που λάβωσε τον πάναγνό σου κόρφο,
Κι έδιωξε την αγγελική ψυχή στη γη προσκαλεσμένη!
     ιη΄
Ώ συμφορά μου! Τι ο Χειμώνας έρχεται και φεύγει,
Μά η θλίψη μου ξαναγυρνά με τον καινούργιο χρόνο ΄     155
Άνεμοι, ρέματα αρχινούν, τ’ ολόχαρο βούισμά τους,
Μυρμήγκια, μέλισσες και χελιδόνια ξαναβγαίνουν ΄
Μά τις φευγάτες Εποχές νεκράνθεμα στολίζουν ΄
Τώρα τα ερωτικά πουλιά στα μύρτα ζευγαρώνουν
Και τις φωλιές τους χτίζουνε μες στον αγρό ή στους βάτους ΄     160
Κι η σαύρα η πράσινη μαζί με το χρυσό το φίδι,
Σαν σπίθες πρωτοξύπνητες, πετιώνται από τη νάρκη.
     ιθ΄
Μέσα από δάση, ρεματιές, κάμπους, βουνά, Πελάγη
Όλο ζωηράδα μια ψυχή βγήκε απ’ της Γης τα σπλάχνα
Ξεσπάζοντας ανείπωτα όλο αλλαγή, όλο σφρίγος,     165
Απ’ το περίτρανο πρωινό της πλάσης όταν πρώτος
Ο Θεός ξεπρόβαλε απ’ το Χάος ΄ στα μαύρα του ποτάμια
Σαν πέσουν τ’ άστρα του Ουρανού μισόσβηστα θ’ αστράψουν ΄
Βογκούν όλοι οι μικρόψυχοι από της ζωής τη δίψα ΄
Ξεχύνονται και στου έρωτα τις ηδονές ξοδεύουν     170
Την ομορφιά και τη χαρά, την πάσα δύναμή των.
     κ΄
Το λεπρό σώμα ως να τ’ αγγίξει τρυφερά το πνεύμα,
Γίνεται ανθών ανάβρυσμα που ‘χουν λαφριάν ανάσα ΄
Σαρκώνονται θαρρείς τ’ αστέρια κι η φεγγοβολιά τους
Γίνεται μοσκοβόλισμα και τη θανή λαμπρύνουν     175
Χλευάζοντας το γελαστό σκουλήκι που ξυπνάει ΄
Μηδαμινό το σώμα και πεθαίνει. Άραγε να ΄ναι
Σαν ξίφος που έλειωσε μπροστά στη θήκη από ‘να χάδι
Μιάς αστραπής τυφλής;-και διάπυρο τ’ άτομο αστράφτει
Μόνο για λίγο κι ύστερα σε παγερό ύπνο σβήνει.     180
     κα΄
Αλί! τι ό,τι δικό του εμείς λατρέψαμε θενά ‘ταν
Σαν κάτι ανύπαρχτο αν αυτό δε μας προξέναε λύπη
Και η ίδια η λύπη θα ‘τανε κι αυτή θνητή! Οϊμένα!
Πούθε είμαστε και γιατί ζούμε; Από ποιο θέατρο να ‘ναι
Τάχ’ οι ηθοποιοί, τάχ’ οι θεατές; Όλοι μικροί, μεγάλοι     185
Στο θάνατο ανταμώνουμε, πού τη ζωή δανείζει;
Κι όσο τα ουράνια είναι γαλάζια, και χλωροί ‘ναι οι κάμποι.
Η εσπέρα τη νυχτιά θ’ αγγέλλει, η νύχτα την ημέρα,
Μήνας το μήνα θ’ ακλουθεί, χρόνο το χρόνο η θλίψη.
     κβ΄
Δε θα ξυπνήσει πια ποτέ, πάει πιά δε θα ξανάρθει!     190
«Ξύπνα;  φωνάζ’ η Συμφορά.» άκλερη Μάνα σήκω,
Σήκω απ’ τον ύπνο σου, και μές στα σωθικά σου κλείσε
Πληγή από κείνου πιο δεινή, με στεναγμούς και δάκρυα.»
Κι όλα τα όνειρα που είδανε της Ουρανίας τα μάτια,
Κι οι Νύμφες, που το θρηνοτράγουδο της αδερφής τους     195
Τις κράταε σε ιερή σιγή, φωνάξαν όλες: «Σήκω!»
Γοργή σαν Σκέψη η Μνημοσύνη απ’ της οχιάς το δάγκα,
Κι απ’ τον θεσπέσιον ύπνο της χλωμής πετιέται η Αίγλη.
     κγ΄
Πρόβαλε κείνη σα Νυχτιά φθινοπωρινή που βγαίνει
Απ’ την Ανατολή ακλουθώντας άγρια ζοφωμένη,     200
Την Μέρα την ολόχρυση που με φτερούγια αιώνια,
Σαν ξωτικό το φέρετρο π’ αφήνει, έτσι και κείνη
Άφησε πα’ στη Γή ένα πτώμα. Τι η θλίψη κι ο φόβος
Τάραξαν και ξαγριέψανε πολύ την Ουρανία,
Και τη βαριοκαρδίσανε περικυκλώνοντάς την     205
Μ΄ ομίχλη ολοτρικύμιστη το διάβα της σαρώσαν
Μέχρι τον τόπο τον πικρό π’ ο Άδωνης ξαπλώθη.
     κδ΄
Απ’ τον κρυφό Παράδεισό της γοργοδιάβη εκείνη
Σε πόλεις και στρατόπεδα από πέτρα κι από ατσάλι,
Κι από καρδιές ανθρώπων που σκληρά αψηφούσαν κάθε     210
Ανάερο βήμα της κι έτσι τις άφαντες πληγιάζαν
Πατούσες των ευαίσθητων ποδιών της όπου αγγίζαν ΄
Κι οι γλώσσες σαν βατάγκαθα κι οι σκέψεις σαν μαχαίρια,
Καταξεσχίζαν τη Μορφή τη λαφροβηματούσα,
Και το αίμα της το θεοτικό, σαν δάκρυα αγνά του Μάη,     215
Έστρωνε μ’ άνθια αμάραντα την ανελέητη στράτα.
     κε΄
Μέσα στο νεκροθάλαμο για μια στιγμούλα ο Χάρος.
Όλο ντροπή απ’ την παρουσία της Δύναμης εκείνης,
Κοκκίνισε απ’ τον εκμηδενισμό του, και η ανάσα
Στα χείλη ξαναγύρισε, κι ωχρό της Ζωής το φέγγος     220
Άστραψε πά στα μέλη του, η στερνή χαρά ξανάρθε.
«Άχ, μη μ’ αφήνεις μές στην πλήξη, δίχως παρηγοριά,
Όπως η ανάκουστη αστραπή τη μαύρη νύχτα αφήνει!
Μη φεύγεις!» φώναξ’ η Ουρανία και ξύπνησ’ ο καημός της
Το θάνατο που ορθώθηκε να την παρηγορήσει.     225
     κστ΄
«Στάσου λιγάκι ακόμα εδώ και ξαναμίλησέ μου!
Φίλα με, όσο τουλάχιστον ένα φιλί βαστάει ΄
Και μές στ’ ακάρδιο στήθος μου και στον πύρινο νου μου
Η λέξη αυτή και το φιλί θενά ‘ναι η μόνη σκέψη
Πού όλο θα ζει μ’ αναμνήσεις, πικρές, θλιμμένες μνήμες,     230
Τώρα που εσύ πιά πέθανες, σα να ‘ταν του εαυτού σου
Μέρος εκείνη,  Αδωνή μου! Κι εγώ ‘θελα να δώσω
Όλο το είναι μου για να γίνω όπως εσύ ‘σαι τώρα!
Μά είμαι του Χρόνου υπόδουλη και πώς να φύγω εκείθε!
     κζ΄
«Ώ τέκνο πράο, που ανείπωτα πανώριο υπήρξες, πές μου     235
Γιατί τον πολυδιάβατο δρόμο του βίου αφήκες
Τόσο νωρίς, κι αδύναμος μά με καρδιά γενναία
Πήγες τον άγριο κέρβερο στ’ άντρο του ν’ αψηφήσεις;
Κι έτσι απροστάτευτον εσέ, πού να ΄ταν η σοφία
Να σε συντρέξει αυτή ως ασπίδα, ως λόγχη η καταφρόνια;     240
Ή μην επρόσμενες ώσπου να στρογγυλέψει ο κύκλος,
Να γίνει ολόγιομο το μισοφέγγαρο του νου σου,
Κι οι λάμπες από μέσα σου να ξεχυθούν σαν λάφια.
     κη΄
Κοπάδια οι λύκοι, τολμηροί μονάχα στο κυνήγι ΄
Κοράκια αναίσχυντα πάνω απ’ τους πεθαμένους κράζουν ΄     245
Κι οι γύπες πού του νικητή το λάβαρο ακλουθάνε
Ζώντας εκεί που η Ερημιά ζει πάντα πρώτη απ’ όλους
Και στάζουν οι φτερούγες τους πανούκλα ΄-δες πώς φύγαν,
Όπως τον Πύθιο Απόλλωνα πού, απ’ το χρυσό του τόξο,
Όθε ξαπόλναε μια σαγίτα, ευτύς εχαμογέλα!-     250
Κι οι καταλύτρες όρνιθες μια φορά μόν’ ορμάνε
Κι ύστερα καμαρώνουνε τεντώνοντας τα πόδια.
     κθ΄
«Προβάλλει ο ήλιος και πολλά ερπετά γεννοβολούνε ΄
Δύει, και τα εφήμερα έντομα συνάζονται όλα τότε
Στο θάνατο που ουδέποτε ξημερωμό δεν έχει.     255
Ενώ τ’ άστρα τ’ αθάνατα γοργοξυπνούν και πάλι ΄
Έτσι και στον κόσμον αυτό των ζωντανών ανθρώπων ΄
Νους θείος προβάλλει, ευφραίνεται τη γη ν’ αποκαλύπτει,
Τα ουράνια να πεπλοσκεπάζει, κι όταν πιά βουλιάζει,
Τα πλήθη που θολώσαν ή μοιράστηκαν το φως του     260
Στ’ αδέλφια φώτα αφήνουνε πνευματικό σκοτάδι.»
     λ΄
Έτσι είπε εκείνη ΄ κι ήρθαν οι βοσκοί απ’ τα κορφοβούνια,
Με μαραμένα στέφανα, με ξεσκισμένες χλαίνες ΄
Έφθασε κι ο Προσκυνητής της Αιωνιότητας, πού
Αίγλη θεϊκιά πάνω απ’ το ζωντανό του πνεύμα γέρνει,     265
Λαμπρή σαν ένα πρόωρο μα ακατάλυτο μνημείο,
Κρύβοντας κάθε αναλαμπή, κάθε άσμα του στη λύπη ΄
Έστειλ ΄ η Ιέρνη απ’ την ερμιά γλυκύφθογγο λυράρη
Της θρηνερής της συμφοράς, και δίδαξε η Αγάπη
Τη θλίψη να φιδογλιστρά απ’ το στόμα σαν τραγούδι.     270
     λα΄
Σ’ άλλους ανάμεσα άγνωστους, μια ασθενική Μορφή ήλθε,
Δαιμονικό μες στους ανθρώπους ΄ ασυντρόφευτο όπως
Το στερνό νέφος μιάς ξεθυμασμένης καταιγίδας
Πού τ’ αστραπόβροντο μηνάει τον τελειωμό της κείνος,
Αγνάντεψε, θαρρώ, της Φύσης τη γυμνή εμορφάδα,     275
Σαν τον Ακταίωνα! Και σε ξέφρενη τρεχάλα ετράπη
Τρεκλίζοντας πάνω στην ερημιά του κόσμου ΄ κι οι ίδιες,
Στον κακοτράχαλό του δρόμο, οι σκέψεις καταδιώκαν,
Σαν σκυλιά λυσσασμένα, αυτόν, κύρη τους και βορά τους.
     λβ΄
Τ’ όμορφο Πνεύμα κι ανεμοπόδαρο σαν τ’ αγρίμι-     280
Αγάπη που μες στη μοναξιά είναι μεταμφιεσμένη ΄-
Δύναμη τριγυρώζωστη μ’ ανημποριά ΄-της ώρας
Τ’ αβάσταχτο φορτίο μόλις και μεταβιάς σηκώνει ΄
Λύχνος πού σβήνει μοιάζει αυτό, νεροποντή ραγδαία,
Κύμα ψηλό, πού ακόμα και τώρα δά που μιλούμε,     285
Ίσως να σκάζει κι όπως πάνω στ’ άνθος που μαδάει
Ο ήλιος χαμογελάει, έτσι και στο μάγουλο επάνω
Ματοφλογίζεται η ζωή, σαν η καρδιά ραγίζει.
     λγ΄
Την κεφαλή του τύλιγαν ολάνθιστοι πανσέδες,
Γιοφύλλια ξέψυχα, λευκά, μυριόχρωμα, γαλάζια ΄     290
Και μια λαφριά λόγχη πού με κορφή κυπαρισσένια,
Κι αιχμή ολοφούντωτη από τις σκούρες κισσοπλεξίδες
Πού ακόμα τη μεσημβρινή δροσιά του δάσους στάζαν,
Τράνταξε, όπως η αεισάλευτη καρδιά που τρεμοπαίζει
Και λαφροσείει τ’ αδύναμο χέρι που τήνε πιάνει ΄     295
Στερνός εκείνος έφτασε, και παραμελημένος!
Σαν λάφι πού το λάβωσε του κυνηγού η σαγίτα.
     λδ΄
Στάθηκαν όλοι ξέμακρα κι εγέλααν απ’ το κλάμα
Σαν στέναζε τι το ‘ξερεν η βγενικιά συντρόφια
Πώς κείνος κλαίοντας άλλου ριζικό ‘κλαιε το δικό του,     300
Σαν να τραγούδαε νέο καημό σ’ άγνωστης χώρας γλώσσα ΄
Βαριοθλιμμένη η Ουρανία με μάτια ξαφνιασμένα
Του Ξένου εκοίταε τη θωριά, και μουρμουράει: «Ποιός είσαι;»
Και κείνος δεν απάντησε, μά μ’ ένα αιφνίδιο χέρι
Το αιματηρό και πληγιασμένο μέτωπό του δείχνει.     305
Πού ‘μοιαζε σάμπως του Χριστού ή σαν του Κάϊν- έτσι ήταν!
     λε΄
Ποια ολόγλυκη φωνή σιωπά πάνω απ’ τους πεθαμένους;
Σε τίνος πρόσωπο λοξά το σάβανο ριγμένο;
Ποια μορφή γέρνει θλιβερά στο νεκρικό κρεβάτι
Τ’ ολόλευκο, σαρκάζοντας ταφόπετρα και μνήμα,     310
Κι αφήνει τη βαριά καρδιά δίχως ν’ αναστενάξει;
Αν είναι Αυτός, πού απ’ τους σοφούς τρισεύγενος υπήρξε,
Ξαγνίζοντας, λατρεύοντας, τιμώντας τον θανόντα,
Ας μην ταράξω εγώ, με παράφωνους στεναγμούς μου.
Την ησυχία εκείνης της καρδιάς που εθυσιάσθη.     315
     λστ΄
Θανατερό φαρμάκι, όϊμένα, ο Άδωνής μας πήρε!-
Ποιος σαν οχιά φαρμακερή φονιάς μπόρειε να στέψει
Της νιότης το ποτήρι αυτός με μια γουλιά όλο πίκρα;
Τ’ ασήμαντο σκουλήκι αρνιέται τώρα τον εαυτό του:
Σαν αφουγκράσθη κι ένιωσε το μαγικό ποίημά του     320
Που το πρελούδιο αρχίναε με δεινά, μίσος, και φθόνο,
Εχτός από τον οδυρμό και την κραυγή του στήθους,
Άφωνο καρτεράει ν’ αρχίσει το τραγούδι εκείνος,
Μα είναι το χέρι του ψυχρό, ξεκούρδιστη ‘ναι η λύρα.
     λζ΄
Ζωή σ’ εσέ, πού τ’ όνειδος, φήμη ποτέ δεν ήταν!     325
Ζήσε! και τιμωρία βαριά από μένα μη φοβάσαι.
Τι ‘σαι κηλίδα ασήμαντη, σ’ όνομα τιμημένο!
Μά να ‘σαι εσύ, και ξέρε πως ο εαυτός σου ζει και υπάρχει!
Και πάντα στον καιρό σου, ναι, να χύνεις λεύτερα όσο
Δηλητήριο απ’ τα φαρμακερά σου δόντια ξεχειλίζει ΄     330
Τύψεις κι Αυτοκατάκριση να σ’ ακλουθούν ξοπίσω ΄
Σφοδρή Ντροπή να κατακαίει το κρυφό πρόσωπό σου,
Και σα σκυλί δαρμένο να σφαδάζεις-όπως τώρα.
     λη΄
Μη μας αφήνεις να θρηνούμε που ΄φυγε η χαρά μας
Κι εχάθη πέρα κάτω εκεί π’ ουρλιάζουν τα γεράκια ΄     335
Κείνος με τους καρτερικούς νεκρούς ξυπνάει, κοιμάται,
Κι εκεί που κάθεται, ψηλά, πώς να γοργοπετάξεις!-
Χώμα στο χώμα! αλλά το αγνό πνεύμα ξαναγυρίζει
Στην κρήνη τη φλογόκαυτη πού επρωτοξεπετάχθη,
Τι ανήκει στους Αθάνατους και πρέπει να ηλιοφέγγει     340
Στο χρόνο και στην αλλαγή, κι άσβηστο να ‘ναι κι ίδιο
Σαν πνίγει η κρύα σου χόβολη τη στιά της καταισχύνης.
     λθ΄
Σιωπή, σιωπή! δεν πέθανε, μήτε πικροκοιμήθη-
Από την υπνοφαντασιά του βίου έχει ξυπνήσει-
Τι εμείς, χαμένοι στην ανεμοζάλη των ονείρων,     345
Με φαντασίες κρατάμε έναν ανώφελον αγώνα,
Και με του νου τη μάχαιρα, σε μιάν έκσταση τρέλλας,
Τον άτρωτο χτυπούμε αγέρα!- Και σαπίζουμε όπως
Κουφάρια οστεοφυλακίου ΄ ο φόβος κι η στενοχώρια
Μας ψυχοδέρνουν κάθε μέρα, και ψυχρές ελπίδες     350
Σμαριάζουν σα σκουλήκια μές στην πήλινη ύπαρξή μας.
     μ΄
Πέρα απ’ της νύχτας το σκοτάδι ουρανοδιάβη εκείνος ΄
Ζήλεια, κακολογιά, συκοφαντία, μίσος κι οδύνη,
Κι η ανησυχία που οι άνθρωποι τη λέν Χαρά, από λάθος,
Να τον αγγίξει δε μπορεί ή να τον ξαναπαιδέψει ΄     355
Να μολυνθεί απ’ το σκούριασμα τ’ αργό της οικουμένης
Φόβο δεν έχει αυτός, τι ουδέποτε θενά θρηνήσει
Καρδιά που πάγωσε ή μαλλιά που άδικα γίναν γκρίζα ΄
Κι ούτε, σαν πάψει το ίδιο το πνεύμα να φλογοκαίει,
Θενά γιομίσει αυτός με στάχτη τ’ άκλαυτο λαγήνι.     360
     μα΄
Ζεί, δές ξυπνάει-ο Θάνατος επέθανε, όχι εκείνος ΄
Τον Άδωνη μην τον θρηνάτε.-Εσύ νιόλουστη Αυγούλα,
Κάνε τη ροδοστάλαχτη δροσιά σου όλη τη λαμπράδα,
Γιατί το Πνεύμα που θρηνείς δε σού ‘φυγε, δε χάθη ΄
Σείς σπήλαια και πυκνόλογγα, το βογγητό σας πάψτε!     365
Πάψτε, σείς άνθια ξέψυχα, σείς βρύσες, και σύ Αιθέρα,
Πού σά μαγνάδι πένθιμο τ’ αχνόπεπλά σου απλώνεις
Πάνω στην έρημη πιά Γή, τώρα ξεσκέπαστη άσ’ την
Ως τ’ άστρα εκεί που γελαστά της δείχνουν ψυχοπόνια!
     μβ΄
Ένα με τη Φύση έγινε κι ακούγεται η φωνή του     370
Στο λάλημά της: από της βροντής το βόγγο μέχρι
Την τρίλια ολόγλυκα σαν κελαηδά το νυχτοπούλι ΄
Είναι μια παρουσία πού τη νιώθεις και τη γνωρίζεις
Μές στο σκοτάδι ή μές στο φώς, όταν ξαπλώνει ολούθε,
Σε πέτρα ή μαγιοβότανο  ό,που η Δύναμη σαλεύει,     375
Κείνη που σύνδεσε την ύπαρξή σου στη δική της ΄
Πού κυβερνάει όλη την πλάση, μ’ άσβηστην αγάπη,
Βαστώνταας τη από κάτω και πάνωθε φέγγοντάς την.
     μγ΄
Εράσμιος ήταν, όμορφος, βλαστάρι ήταν του Ωραίου
Πού αυτός τ’ ομόρφαινε περσότερο, και στο σκοπό του     380
Πιστός, όταν του Πνεύματος το αδυσώπητο άγχος
Κατάτρεχε το νωχελή κι ανόητο κόσμο, κι όλες
Τις νέες γενιές ξανάγκαζε μορφή να μην αλλάζουν ΄
Τυράνναε τους ανάξιους πού το πέταγμα εμποδίζαν
Προς την πνευματική μορφήν, όσο τ’ αντέχαν κείνοι ΄     385
Και ξεχειλούσε η δύναμη, το κάλλος, απ’ τα δέντρα,
Τά ζώα και τους ανθρώπους ως των Ουρανών το σέλας.
     μδ΄
Στού Χρόνου τον αστραφτερόν ουράνιο θόλο οι λάμψεις
Κάποτε σκοτεινιάζουνε, αλλά ποτέ δε σβήνουν ΄
Όπως τ’ αστέρια π’ ανεβαίνουν μέχρι το ζενίθ τους     390
Κι ο Θάνατος μια χαμηλή κατάχνια πού το φως τους
Κρύβει μά δεν το πνίγει. Κι όταν η μεγάλη σκέψη
Μια νέα καρδιά σηκώνει πάνω απ’ τη θνητή φωλιά της,
Μάχονται Αγάπη και Ζωή για το ποια θα ‘ναι η μοίρα
Η χθόνια της καρδιάς, εκεί όπου οι νεκροί σαλεύουν     395
Σαν άνεμοι φωτός μές στον άγριο και μαύρο αέρα.
     με΄
Οι κληρονόμοι αίγλης ανεκπλήρωτης, σηκωθήκαν
Απ’ τα θρονιά τους, πού ‘ναι πέρα απ’ των θνητών τη σκέψη
Χτισμένα, αλάργα στο Άγνωστο ο Τσάτερτον εσηκώθη
Κατάχλωμος-γιατί ο βαρύς του πόνος κι η αγωνία     400
Δεν είχανε ακόμα σβηστεί΄ σηκώθηκε κι ο Σίδνεϋ
Πού πολεμούσε κι έπεφτε και ζούσε κι αγαπούσε ΄
θεσπέσια πράος υπήρξε αυτός, Πνεύμα δίχως ψεγάδι ΄
Όμοια κι ο Λουκανός που τη θανή ‘χε παινεμένη ΄
Μά η Λήθη σαν σηκώθηκαν σούφρωσε ντροπιασμένη.     405
     μστ΄
Κι άλλοι πολλοί πού τ’ όνομά τους άγνωστο στη Γή’ ναι,
Αλλά η επίδραση που ασκούν πάνω μας δεν πεθαίνει,
Μά ζεί περσότερο όπως η φωτιά απ’ την πρώτη σπίθα,
Σηκώθηκαν, ντυμένοι όλοι μ’ έκπαγλη αθανασία.
«Έγινες ένας από μας,» αντιλαλούν οι ιαχές τους,     410
«Για σένα τ’ αβασίλευτο εκεί πάνω αστέρι χρόνια
Τυφλό περιπλανιόταν μ’ ανείδωτο μεγαλείο,
Ανάκουστο και μοναχό σ’ ένα Ουρανόν Ασμάτων.
Δέξου το φτερωτό σου θρόνο, «Έσπερε» της στρατιάς μας.»
     μζ΄
Ποιος πικροκλαίει τον Άδωνη; Έλα, άμοιρη θηνήτρα!     415
Και μάθε πρώτα τι ‘σαι σύ κι ύστερα τι ‘ναι εκείνος.
Τι με την πλανταγμένη σου ψυχή σφίγγοντας τώρα
Τη λικνιστή Γή, σκόρπα τη φεγγοβολιά του νου σου,
Πέρα απ’ όλους τους κόσμους ώσπου η πλατειά δύναμή της
Να φέξει ολότελα στον κάθε ανάδειο τόπο, ως ότου     420
Γίνει ένα φώς ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα ΄
Και βάστα την καρδιά λαφριά μην πέσεις, σαν η Ελπίδα
Ανάψει άλλη ν ελπίδα, και σε θέλξει στ’ ακροβρόχι.
     μη΄
Ή εμπρός, σύρε να πάς στη Ρώμη, που ΄ναι πλέον ο τύμβος
Άχ, όχι εκείνου, μά της ίδιας της χαράς μας΄ διότι     425
Ποιο το κακό που αιώνες, αυτοκρατορίες, θρησκείες
Μνήσκουν εκεί θαμμένες μές στη λεηλασία που πάθαν ΄
Αίγλη τους δίνει ο Άδωνης,-τι αυτές ποτέ δεν παίρνουν
Δόξα από κείνους πού έκαμαν τη γή βορά δική τους ΄
Και με τους βασιλιάδες της Σκέψης συναπαντιέται     430
Πού αντιπαλαίψανε την παρακμή της εποχής τους
Κι ανήκουνε στο παρελθόν όλοι όσοι δεν πεθαίνουν.
     μθ΄
Σύρε να πάς κατά τη Ρώμη,-εκεί που σύγκαιρα είναι
Παράδεισος και Τάρταρα, ερημιά και πολιτεία ΄
Κι ορθώνονται τα ερείπια της σαν βουνά γκρεμισμένα,     435
Κι ανθίζουν αγριολούλουδα εκεί πέρα, και μοσκόπνοα
Ρουμάνια της Καταστροφής την έρμη γύμνια ντύνουν ΄
Διάβαινε, ώσπου της πιβουλιάς η ξωτικιά οδηγήσει
Σε δασοφούντωτη βουνοπλαγιά τα βήματά σου
Όπου, σαν παιδικό χαμόγελο, πάνω απ’ τον Άδη     440
Είν’ ένα φώς από άνθια γελαστά σστη χλόη χυμένο ΄
     ν΄
Και πέφτουνε τα γκρίζα τείχη π’ αργοτρώει ο Χρόνος,
Σαν τη φωτιά που σιγοκαίει σε μια πανάρχαιη δάδα ΄
Και μια αιχμηρή, ουρανόζωστη, θεσπέσια πυραμίδα,
Σκεπάζοντας την τέφρα εκείνου που ‘χε σχεδιασμένο     445
Τ’ άσυλο ετούτο για τη μνήμη του, στέκεται ολόρθη
Σαν φλόγα που μαρμάρωσε ΄ και κάτω απλώνεται ένα
Λιβάδι, όπου μια νιότερη συντροφιά είχε στημένο
Θανής κατάλυμα, χαρά Θεού να προϋπαντήσει
Τον που ξεπροβοδίζαμε εμείς με κομμένη ανάσα.     450
     να΄
Σταμάτα εδώ΄ όλοι οι τάφοι αυτοί είναι ακόμα πολύ νέοι
Για να ξεχάσουνε τη θλίψη που’ βαλε στο κάθε
Φορτίο βαρύ ΄ κι αφού πιά ετέθη η λίθος η λυδία,
Εδώ, πάνω στην κρήνη ενός νου που θρηνολογάει,
Μην την ραγίζεις! τί να ξέρεις πώς κι εσύ θενά βρεις,     455
Όταν γυρίσεις σπίτι σου, το ίδιο σου το πηγάδι
Γεμάτο δάκρυα και χολή! Απ’ τον κρύο του κόσμου αγέρα
Η μόνη σου καταφυγή ‘ναι ο ζοφωμένος τάφος!
Τάχα γιατί φοβόμαστε να γίνουμε όπως κείνος;
     νβ΄
Το Ένα απομένει, τα πολλά αλλάζουνε και περνούνε ΄     460
Το Ουράνιο φως αιώνια λάμπει, οι ίσκιοι της Γής πετάνε ΄
Η Ζωή, θόλος πολύχρωμος, γυάλινος, χρωματίζει
Την άσπρη ανταύγεια της Αιωνιότητας, ως ότου
Τον κάνει χίλια ο Θάνατος κομμάτια.-Να πεθαίνεις,
Αν είναι να βρεθείς μ’ αυτό που αναζητάς! Ακλούθα     465
Όλα όσα φύγαν! –Τα γλαυκά ουράνια της Ρώμης, τ’ άνθη,
Ερείπια, αγάλματα, τραγούδια, λόγια, αδύναμα όλα
Να πούνε με την πρέπουσα αλήθεια τι δόξα σέρνουν.
     νγ΄
Καρδιά μου, γιατί σφίγγεσαι, δειλιάζεις, κάνεις πίσω;
Οι ελπίδες σου απ’ τα πρίν χαμένες, απ’ το κάθε πράγμα     470
Πού υπάρχει, είναι φευγάτες πιά ΄ καιρός κι εσύ να φύγεις!
Ένας φωστήρας πέρασε απ’ το γύρισμα του χρόνου
Κι από τον κόσμο χάθηκε ΄κι ό,τι ακριβό απομένει
Πασχίζει να σε γδικηθεί, να σε ψυχομαράνει.
Ο αβρός χαμογελά ουρανός, και η αύρα ψιθυρίζει ΄     475
Φωνάζει ο Άδωνης! ‘Αχ, τρέξτε, κι άλλο μην αφήστε η
Ζωή να χωρίζει καθετί πού ο Θάνατος ενώνει.
     νδ΄
Κείνο το Φώς που σαν χαμογελά φέγγει το Σύμπαν,
Κείνη η Ομορφιά όπου καθετί δουλεύει και κινείται,
Κείνη η Ευλογία πού να την αφανίσει δεν μπορεί ούτε     480
Η προπατορική Κατάρα ΄ αυτή η ζωογόνα Αγάπη
Πού- μές απ’ τον ιστό που υφαίνουνε στην τύχη οι άνθρωποι,
Τά ζώα, η γή κι η θάλασσα κι ο αιθέρας-φλογοκαίει
Πότε λαμπρή, πότε θολή’ τι καθρεφτίζουν όλα
Πόσο ποθούνε τη φωτιά ΄ πάνω μου τώρα λάμπει,     485
Σκορπίζοντας τη συννεφιά της κρύας θνητότητάς μου.
     νε΄
Η Πνοή σαν τηνε κάλεσα με ωδές ευθύς κατέβη
Να με συντρέξει ‘ τι του νου μου η βάρκα παρασύρθη
Αλάργα απ’ την ακρογιαλιά, απ΄ τα φοβισμένα πλήθη
Πού τα καράβια τους ποτέ δεν πήρε η τρικυμία ΄     490
Η γή η βαριά και οι έναστροι ουρανοί ξανεμιστήκαν!
Με τράβηξαν τα κύματα μές σε φριχτά σκοτάδια ΄
Αλλά, φλεγόμενη μέσα απ’ το μαύρο Ουράνιο πέπλο,
Σαν άστρο, του Άδωνη η ψυχή, σαν φάρος καταυγάζει
Από την κατοικία της όπου οι Αιώνιοι ζούνε.     495
ΠΕΡΣΥ ΜΠΥΣ ΣΕΛΛΕΫ
ΑΔΩΝΗΣ
Έμμετρη Μετάφραση-Εισαγωγή-Σημειώσεις Μ. ΚΑΜΠΑΣ
ΑΘΗΝΑ 1981

Σημείωση:
Η εξαιρετική μετάφραση του Μ. Καμπά, συνοδεύεται (δηλαδή το δακτυλογραφημένο αυτό βιβλίο) και από το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι, Σημείωμα για την προσωδία, όπου ο μεταφραστής μας μιλά για την μορφολογική εικόνα του ποιήματος «Άδωνης» του άγγλου ρομαντικού ποιητή που απαρτίζεται από 55 Σπενσεριανές στροφές. Ο ελισαβετιανός λυρικός ποιητής Edmund Spenser 1552-1599 είναι ο πρώτος που εφεύρε την μορφή αυτή της προσωδίας και την υιοθέτησε στο έργο του η «Νεραϊδοβασίλισσα» (Faerie Queene). Όπως αναφέρει ο Μ. Καμπάς «η στροφή αυτή αποτελείται από εννέα στίχους απ’ τους οποίους οι οχτώ, δεκασύλλαβοι, ενώ ο ένατος είναι πιο μακρύς, είναι δωδεκασύλλαβος. Η ομοιοκαταληξία της είναι περίπλοκη κι έχει ως εξής: αγ/βδεζ/στηθ. Δηλαδή ο 1ος με τον 3ο, ο  2ος με τους 4ο,5ο,7ο, και ο 6ος με τον 8 και τον 9ο, όπως φαίνεται από την πρώτη κιόλας στροφή του ποιήματος…. Δυστυχώς τεχνικοί λόγοι άγνοιας χρησιμοποίησης εκ μέρους μου των συμβόλων ώστε να φανεί παραδειγματικά η προσωδία των οξύτονων ιαμβικών δεκασύλλαβων, -ο δεκασύλλαβος είναι ο ποιό συχνός στίχος ο ποιο συνηθισμένος στην αγγλική ποίηση από τον 14 αιώνα από τότε που ο Τζέφρυ Τσώσερ έγραψε το πεζό «Διηγήματα του Καντέρμπερυ», -δεν μου επιτρέπουν να μεταφέρω τα παραδείγματα του μεταφραστή για να φανεί παραστατικά η προσωδία. Είναι δική μου άγνοια, ή έλλειψη τεχνικών υποστηρικτικών βοηθητικών συμβόλων.
Στο Παράρτημα ΙΙ, ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ, ο Μ. Καμπάς μεταφράζει επίσης αποσπάσματα από ορισμένα πασίγνωστα ποιήματα του άγγλου λυρικού ποιητή τη «δυναμική Ωδή στο Δυτικό Άνεμο (Ode to West Wind 1819), Το χαριτωμένο στιχούργημα Το Σύννεφο (The Cloud 1820), και τη γεμάτη λυρισμό ωδή Σ’ έναν Κορυδαλλό (To a Skylark) που μαζί με τον «΄Αδωνη» που γράφτηκε στα 1821 απαρτίζουν τα ποιήματα που τόσο έξοχα και με αγάπη και μεράκι μετέφρασε ο Μ. Καμπάς. Στις Σημειώσεις ο μεταφραστής μας μιλά για τα διαβάσματα από το πρωτότυπο των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και των λατίνων του Σέλλεϋ και τις βαθιές επιδράσεις που δέχτηκε από αυτούς όπως μπορούμε με σχετική ευκολία να αναγνωρίσουμε στο ποιητικό του έργο. Αξιοσημείωτες είναι επίσης, οι θεωρητικές θέσεις και απόψεις του άγγλου ρομαντικού ποιητή Πέρσυ Μ. Σέλλευ για την ποίηση όπως αυτές διατυπώνονται στο βιβλίο του «Υπεράσπιση της Ποίησης» Percy Bysshe Shelley, A Defence of Poetry, 1821 . Δες την εξαιρετική απόδοση του λόγου του άγγλου ποιητή, και τον συσχετισμό που κάνει η ποιήτρια και μεταφράστρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου μεταξύ των θέσεων του Σέλλεϋ για την ποίηση και εκείνων με τον νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. ΣΕΛΛΕΫ, ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, απόδοση ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ, εκδόσεις «Ύψιλον» 1996. Ειδικά τις σελίδες 12 έως 18 όπου παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα του διαλόγου μεταξύ των δύο ποιητών. Είναι αυτό που ο γερμανός ρομαντικός ποιητής και συγγραφέας ονόμασε τόσο εύστοχα, «εκλεκτικές συγγένειες». Άλλα βιβλία που γνωρίζω στα ελληνικά του Σέλλεϋ είναι, το Λυρικό του Δράμα «ΕΛΛΑΣ» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «ΜΠΑΫΡΟΝ» το 1972 σε μετάφραση και εισαγωγή του Αναστασίου-Μιλτιάδη Στρατηγόπουλου  β΄ έκδοση. Το έργο ξαναμεταφράστηκε σχολιασμένο, με σχόλια και εισαγωγή από τον καθηγητή πανεπιστημίου Αθηνών Μάριο Βύρων Ραϊζη, και εκδόθηκε από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1990. Ένα βιβλίο 220 σελίδων που είναι αφιερωμένο στον εκ Θεσσαλονίκης ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο, και μας παράσχει αρκετές πληροφορίες ελλήνων δημιουργών για τον ποιητή. Βλέπε επίσης και κριτικό σημείωμα στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 25/3/1984, της Ειρ. Μπ. Με τίτλο «Η μεγάλη αυγή». Αναφέρεται στην α΄ έκδοση του βιβλίου από τον Μάριο Βύρων Ραϊζη. Το έργο «Άδωνις» ξαναμεταφράστηκε ολόκληρο από την Ειρήνη Α. Βρής, με εισαγωγή και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Οδός Πανός» του ποιητή Γιώργου Χρονά το 2003. Η μεταφράστρια της νέας σύγχρονης έκδοσης πρέπει να είναι η ίδια που έγραψε και το κριτικό σημείωμα στην «Καθημερινή».  Επίσης κυκλοφορεί το Γοτθικό του μυθιστόρημα «Τζαστρότσι» σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή, εκδόσεις «Ποικίλη Στοά» 2017, το βιβλίο του «η Αναγκαιότητα της Αθεϊας» που αποτελείται από τρία κείμενα του ποιητή, «Η Αναγκαιότητα της Αθεϊας», το «Μια αντίκρουση του Ντεϊσμού» και το «Περί της μέλλουσας κατάστασης» από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν» 2017, και το γνωστό του έργο «Οι Τσέντσι» The Cenci 1819, που μεταφράστηκε από τον ποιητή Κλείτο Κύρου και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Άγρα» το 1993.
Όσο για τους θρυλικές μεσαιωνικές ιστορίες «Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ» του Τζέφρυ Τσώσερ (περίπου 1340-1400) που μεταφέρθηκαν ορισμένες από αυτές στην μεγάλη οθόνη παλαιότερα από τον ιταλό σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, μεταφράστηκαν στα ελληνικά από το Δημοσθένη Κορδοπάτη (μετάφραση από τα μεσαιωνικά αγγλικά, εισαγωγή) και εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Μελάνι» το 2014.
     Ο άγγλος ποιητής Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, είναι αρκετά γνωστός στην χώρα μας από τον προηγούμενο αιώνα, αν και νομίζω, δεν έχουν μεταφραστεί όλες του οι ποιητικές συνθέσεις στα ελληνικά, ιδιαίτερα οι αρχαιόθεμες. Πρόθεση του παρόντος σημειώματος ήταν να φέρω ξανά στην επιφάνεια μια μετάφραση του έργου του «Αδωνης» που είχα πρωτοδιαβάσει εδώ και αρκετά χρόνια και είχα αγοράσει σε παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Ένα μεταφραστικό έργο που παρότι ξαναμεταφράστηκε,-και πάλι με επιτυχία- θεωρώ ότι αξίζει να μείνει και να μνημονεύεται, η πρώτη μάλλον ολοκληρωμένη μετάφραση από τον Μ. Καμπά. Γιαυτό δεν θέλησα να γεμίσω με φιλολογικές πληροφορίες και σχόλια την αντιγραφή, γιατί θέλησα να μας μιλήσει το ίδιο το μεταφρασμένο ποίημα. Και γιαυτό δεν μετέφερα και τα άλλα ποιητικά αποσπάσματα που μετέφρασε ο Καμπάς. Αυτό θα το πράξω εν ευθέτω χρόνο. Μόνο ορισμένες στροφές στην αγγλική του Σέλλεϋ.  Ο Άδωνης του Πέρσυ Μ. Σέλλεϋ, έρχεται σαν συνέχεια του Επιταφίου Αδώνιδος του Βίωνα που μετέφερα στο προ προηγούμενο σημείωμα.
Από τα πολλά που έχουν δημοσιευτεί για τον άγγλο λυρικό ποιητή, μεταφέρω τα τελευταία λόγια του κειμένου που έχει γράψει ο συγγραφέας Δημήτρης Ε. Τουρνάκης για τον Σέλλεϋ στο μελέτημά του «Ελληνολάτραι Άγγλοι Ποιηταί και Πεζογράφοι» Η ζωή και το έργο τους, Αθήνα 1973 (;), σ. 100. Ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω, μεταφράζει και τον «Ύμνο του Απόλλωνα» του ποιητή. Σέλλεϋ αν θυμάμαι σωστά έχει μεταφράσει και ο πειραιώτης ποιητής Λάμπρος Πορφύρας.
«Φυσικό είναι βέβαια, έπειτα από εκατό πενήντα χρόνια από τότε που γράφηκε η ποίηση του Σέλλεϋ, να μην είναι σήμερα της μόδας. Αλλά η ποίηση του δεν παύει να είναι κλασική, να είναι για όλους τους καιρούς. Δεν πρέπει να λείπει από την βιβλιοθήκη ενός ανθρώπου των γραμμάτων. Ιδιαίτερα από μας τους Έλληνες.
     Ο Σέλλεϋ ήτανε μια μεγαλοφυϊα και θα κατέχει ανάμεσα στους αθανάτους μια φωτεινή θέση».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 5 Σεπτεμβρίου 2018
Μνήμη γέννησης μουσικού Φρέντυ Μέρκιουρι         
  
PERCY B. SHELLEY (4/8/1792-8/7/1822)
ADONAIS
I
I weep for Adonais-he is dead!
O, weep for Adonais! though our tears
Thaw not the frost which binds so dear a head!
And thou, sad Hour, selected from all years
To mourn our loss, rouse thy obscure compeers,
And teach them thine own sorrow, say: “With me
Died Adonais; till the Future dares
Forget the Past, his fate and fame shall be
An echo and a light unto eternity!”
II
Where wert thou, mighty Mother, when he lay,
When thy Son lay, pierced by the shaft which flies
In darkness? Where was lorn Urania
When Adonais died? With veiled eyes,
“Mid listening Echoes, in her Paradise
She sate, while one, with soft enamoured  breath,
Rekindled all the fading melodies,
With which, like flowers that mock the corse beneath,
He had adorned and hid the coming bulk of Death.
III
O, weep for Adonais-he is dead!
Wake, melancholy Mother, wake and weep!
Yet, wherefore? Quench within their burning bed
Thy fiery tears, and let thy loud heart keep
Like his, a mute and uncomplaining sleep;
For he is gone, where all things wise and fair
Descend;-oh dream not that the amorous Deep
Will yet restore him to the vital air;
Death feeds on his mute voice, and laughs at our despair.
IV
Most musical of mourners, weep again!
Lament anew, Urania! –He died,
Who was the Sire of an immortal strain,
Blind, old, and lonely, when his country’s pride,
The priest, the slave, and the liberticide,
Trampled and mocked with many a loathed rite
Of lust and blood; he went, unterrified,
Into the gulf of death; but his clear Sprite
Yet reigns o’ er earth; the third among the some of light.
V
Most musical of mourners, weep anew!
Not all to that bright station dared to climb;
And happier they their happiness who knew,
Whose tapers yet burn through that night of time
In which suns perished; others more sublime,
Struck by the envious wrath of man or god,
Have sunk, extinct in their refulgent prime;
And some yet live, treading the thorny road,
Which leads, through toil and hate, to Fame’s serene abode,
VI
But now, thy youngest, dearest one, has perished-
The nursling of thy widowhood, who grew,
Like a pale flower by some sad maiden cherished,
And fed with true-love tears, instead of dew;
Most musical of mourners, weep anew!
Thy extreme hope, the loveliest and the last,
The bloom, whose petals nipped before they blew
Died on the promise of the fruit, is waste;
The broken lily lies- the storm is overpast.
VII
To that high Capital, where kingly Death
Keeps his pale court in beauty and decay,
He came; and bought, with price of purest breath,
A grave among the  eternal. –Come away;
Haste, while the vault of blue Italian day
Is yet his fitting charnel-roof! While still
He lies, as if in dewy sleep he lay;
Awake him not! Surely he takes his fill
Of deep and liquid rest, forgetful of all ill.
VIII
He will awake no more, oh, never more!-
Within the twilight chamber spreads apace
The shadow of white Death, and at the door
Invisible Corruption waits to trace
His extreme way to her dim dwelling-place;
The eternal Hunger sits, but pity and awe
Sooth her pale rage, nor dares she to deface
So fair a prey, till darkness, and the law
Of change, shall o’ re his sleep the mortal curtain draw.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου