Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Αγλαϊα Μητροπούλου η εμπνεύστρια της Ταινιοθήκης της Ελλάδας


Αγλαϊα Μητροπούλου: Ταγμένη στην Τέχνη

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Γιάννης Νεγρεπόντης, εφημερίδα Η Καθημερινή 1/2/1991

     Πάνε χρόνια τώρα, που παλαιός και καλός φίλος ο ποιητής Άγγελος Σ. Παρθένης μου γνώρισε, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τον αντιστασιακό ποιητή Γιάννη Νεγρεπόντη. Έναν πολύπλευρο δημιουργό, πάντα ενεργό αριστερό έλληνα πολίτη αρκετά γνωστό και αγαπητό στο ελληνικό νεανικό κοινό και όχι μόνο, μετά την μεταπολίτευση. Πολλοί του στίχοι από τα «Νέγρικα» βρίσκονταν στα χείλη ελλήνων και ελληνίδων, πριν ακόμα διαβάσουν τα ποιήματά του ή γνωρίσουν τα κείμενά του, ιδιαίτερα, μετά την μελοποίησή τους από τον μουσικοσυνθέτη Μάνο Λοϊζο και την έξοχη ερμηνεία τους από την επαναστατική και κάπως βροντώδη ευαίσθητη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη. Αλλά και το πασίγνωστο τραγούδι του «Το ακορντεόν» που μελοποίησε ο ίδιος συνθέτης και το ερμήνευε, είχε αγαπηθεί με επαναστατικό πάθος και δημοκρατικό φανατισμό από τους έλληνες και τις ελληνίδες της εποχής εκείνης. Είχε γίνει θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα, πανεθνικό σύμβολο ενάντια στο τότε παλαιό στρατιωτικό καθεστώς. Δεν υπήρχε διαδήλωση για οποιονδήποτε λόγο και αιτία, είτε αυτή αφορούσε πολιτικά ζητήματα ή θέματα της άμεση δημοκρατίας, της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων στην πατρίδα μας, είτε αφορούσε τους χιλιάδες εργασιακούς αγώνες των εργαζομένων και τις διεκδικήσεις τους, που οι συμμετέχοντες, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, πολιτικοποιημένοι ή ανένταχτοι κομματικά έλληνες και ελληνίδες να μην το τραγουδούν, να μην το σιγοψιθυρίζουν, να μην το μετατρέπουν σε εμβληματικό σύμβολο των αγώνων τους-ιδιαίτερα ο τελευταίος του στίχος «δεν θα περάσει ο φασισμός». Έχω συναντήσει άτομα σε διαδηλώσεις και πορείες που είχαν κονκάρδα στο πέτο τους τα τελευταία λόγια του τραγουδιού και ας μην γνώριζαν ή είχαν διαβάσει το έργο του αντιστασιακού και εξόριστου αριστερού Γιάννη Νεγρεπόντη. Ας ανήκαν στην αντίπαλη πολιτικά παράταξη. Τα τραγούδια του επαναλαμβάνω, και ας γίνομαι βαρετός, ήταν τραγούδια-σύμβολα για τους νέους και νέες της εποχής. Αυτό το «μυθικό» και πασίγνωστο πρόσωπο το έφερε η μοίρα της γενιάς μου να το γνωρίσω μέσω του παλαιού φίλου και αρχιτέκτονα. Γνώριζα και θαύμαζα τον αντιστασιακό του αγώνα, είχα παρακολουθήσει και μία θεατρική παράσταση βασισμένη στα «Μικροαστικά» του. Η χαρά μου και η περιέργεια ήταν μεγάλη που θα τον γνώριζα και από κοντά όπως και έγινε.
Ο γεννημένος στην Λάρισα Γιάννης Ξυνοτρούλιας όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου 1930 και έφυγε από κοντά μας στην Αθήνα όπου διέμενε στις 22 Σεπτεμβρίου 1991. Το δικτατορικό καθεστώς τον είχε εξορίσει για τρία χρόνια στη Γυάρο και στη Λέρο, από όπου και αποφυλακίστηκε με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην χώρα. Είχε σπουδάσει αρχαιολογία και είχε αποφοιτήσει από την Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους μεταξύ άλλων σημαντικούς έλληνες της εποχής του, όπως ήταν ο πειραιώτης ηθοποιός και σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης, ο επίσης πειραιώτης κλασικός ηθοποιός Αιμίλιος Βεάκης, ο ιστορικός του ελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης και άλλοι σπουδαίοι θεατράνθρωποι του καιρού του. Κάτι, που για μένα τον νέο και νιόβγαλτο στο πολιτιστικό σεργιάνι πειραιώτη είχε πολύ μεγάλη σημασία. Τον επισκεπτόμασταν μαζί με τον Άγγελο αρκετές φορές στο υπόγειο Γραφείο του, αλλά και μόνος μου τον είχα συναντήσει επίσης. Αν και όπως χαριτολογώντας έλεγαν οι κουλτουριάρηδες της εποχής, το Γραφείο του Γιάννη ήταν «Κέντρο διερχομένων» γνώριζε την μισή Αθήνα και χαμογελούσαν. Μου έδινε προσκλήσεις θεατρικές και είχαμε παρακολουθήσει μαζί θεατρικές παραστάσεις, βιβλία του με αφιέρωση υπήρχαν στην βιβλιοθήκη μου μέχρι πρόσφατα. Όσες φορές συναντιόμασταν δεν έπαυα να τον ρωτάω για τους δασκάλους του από τον Πειραιά, τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Δημήτρη Ροντήρη ο οποίος ήταν ακόμα δραστήριος στην νεανική εποχή την δική μου. Θυμάμαι με τη θαυμασμό μου μιλούσε και για τα δύο αυτά μυθικά του θεάτρου πρόσωπα. Σαν σφουγγάρι μάζευα τις πληροφορίες που άκουγα και τις έκρυβα γρήγορα-γρήγορα μην τυχόν και τις χάσω μέσα στα συρτάρια της νεανικής μου μνήμης. Ζητούσα αφορμή για να συναντηθούμε και να εκμαιεύσω στοιχεία και πληροφορίες για άτομα της εποχής του. Θυμάμαι ότι παρότι ήταν φτασμένος και αναγνωρισμένος δημιουργός, την σεμνότητά και την απλότητά που τον διέκρινε. Ήταν προσηνής και καταδεκτικός και ορισμένες φορές απαιτητικός. Πεισματάρης και στιγμές-στιγμές κάπως «φευγάτος». Ερωτικός και πολιτικά ενεργός πολίτης. Διψούσε για ζωή και εμπειρίες, νέες περιπέτειες, και, παρότι ήταν λαλίστατος σε θέματα που αφορούσαν την τέχνη, ήταν συνήθως φειδωλός όταν αναφέρονταν στην προσωπική του πολιτική περιπέτεια, την φυλάκισή του και την εξορία του. Σεμνό πολιτικά άτομο, αυθεντικός αριστερός αντιστασιακός. Ότι είχε να πει, συνήθως το έλεγε μέσα από τα έργα του, τους στίχους του, τα τραγούδια του, τα ποιήματά του, τα σκετς του. Πολιτικοποιημένος αλλά όχι ακραίος. Δημοκράτης και στρατευμένος στους αγώνες για την δημοκρατία και την ανθρώπινη ελευθερία. Πρωτίστως ποιητής και στιχουργός, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, χρονογράφος και σατιρολόγος, ασχολήθηκε και με τη συγγραφή παιδικού βιβλίου. Ταλαντούχο άτομο, δραστήριο σε πολλούς τομείς, χωρίς να χάσει το πολιτικό και πατριωτικό με την καλή του έννοια μέλημα. Παρά τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί από το τότε στρατιωτικό καθεστώς, δεν έχασε το χιούμορ του, την ευχάριστη διάθεσή του. Εξαίρετος χιουμορίστας, σου εξιστορούσε γεγονότα δύσκολων καταστάσεων που έζησε, σαν να σου αφηγούνταν ένα παραμύθι. Χαιρόσουν να τον ακούς. Αγαπούσε την Ελλάδα, και πάντα έλεγε ότι αυτοί-εννοούσε τα πρόσωπα της δικτατορίας-θα φύγουν, η χώρα όμως θα μείνει και θα αλλάξει. Από τις σπουδές του στην αρχαιολογία είχε αποκομίσει μια στέρεα παιδεία πάνω στην ιστορία της χώρας. Θυμάμαι τις αντιδράσεις του, όταν το υποφαινόμενο τότε μειράκιον, του είχε δώσει να διαβάσει πρωτόλεια ποιήματά του. Συμβούλευε και καθοδηγούσε χωρίς διδακτισμούς, χωρίς τον στόμφο του μεγάλου και καταξιωμένου δημιουργού.
     Ο Γιάννης Νεγρεπόντης ψευδώνυμο του Γιάννη Ξυνοτρούλια παρουσιάστηκε στα γράμματα λίγο μετά το τέλος του εμφύλιο σπαραγμού στην χώρα, στα 1949, πριν την άνοιξη της οικονομικής και οικοδομικής ανάπτυξης της επόμενης πεντηκονταετίας, της πεντηκονταετίας της πολυκατοικίας και της αντιπαροχής, από το λογοτεχνικό περιοδικό ενός άλλου πολιτογραφημένου πειραιώτη, του Σπύρου Μελά, την γνωστή μας «Ελληνική Δημιουργία» με το ψευδώνυμο Γ. Νικολάου. Έκτοτε, η συγγραφική του διαδρομή υπήρξε συνεχής, ανοδική και με διευρυμένη θεματολογία. Πάρα πολλά περιοδικά της εποχής έχουν δημοσιεύσει κείμενά του. Εξέδωσε αρκετές ποιητικές συλλογές, βιβλία με τραγούδια του, πεζό και παιδικό βιβλίο. Στίχοι του έχουν μελοποιήσει μεταξύ άλλων ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Λίνος Κόκκοτος, ο Μάνος Λοϊζος και άλλοι.
Δεν γνωρίζω για την πορεία του ποιητικού του λόγου, πάντως με σιγουριά μπορούμε να γράψουμε ότι  πολλοί του στίχοι, τραγούδια του τραγουδιούνται ακόμα από τις νεότερες γενιές της εποχής μας, και βρίσκονται στα χείλη αρκετών νεανικών παρεών. Τυχεροί με τον τρόπο τους όσοι γνώρισαν από κοντά τα άτομα αυτής της εποχής. Άτομα που σε ενέπνεαν σεβασμό για τους αγώνες για την ελευθερία και την δημοκρατία των ανθρώπων αυτής της χώρας, για την ιστορία της και τον πολιτισμό της, την παράδοσή της, τα τραγούδια της. Εποχές που ακροθιγώς προλάβαμε που η Τέχνη είχε και πολιτική αποστολή. Τα μηνύματα των τραγουδιών και των στίχων του είναι διαχρονικά και παγκόσμια.
     Αυτές τις συνοπτικές, τις ελάχιστε σκέψεις, μου ξύπνησε το κείμενό του που δημοσιεύτηκε στην ημερήσια εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 1 Φεβρουαρίου του 1991, είκοσι οχτώ χρόνια πριν, και αναφέρεται στην εμπνεύστρια και πνοή της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, την Αγλαϊα Μητροπούλου (1929-1991). Μια θρυλική γυναίκα της γενιάς της, που υπήρξε η εμπνεύστρια και ψυχή της Ταινιοθήκης που δίδαξε στους παλαιότερους και σε εμάς τους νεότερους την ιστορία και την αγάπη για την κινηματογραφική τέχνη. Στεγάζονταν κάποτε στου χώρους του θεάτρου Μουσούρη. Δεκάδες ταινίες, αφιερώματα σε θρυλικούς σκηνοθέτες έχουν παρακολουθήσει οι κινηματογραφόφιλοι στους χώρους της. Σημαντική η προσφορά της Αγλαϊας Μητροπούλου όπως και της αδερφής της πεζογράφου και μεταφράστριας Μόνας Μητροπούλου (1906- Νοέμβρης του1999) συνιδρύτρια της Ταινιοθήκης. Οι αδερφές Αγλαϊα και Μόνα Μητροπούλου μαζί με άλλους έλληνες κινηματογραφόφιλους ίδρυσαν πρώτα την Κινηματογραφική Λέσχη Αθηνών, που μετεξελίχθηκε το 1963 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Οι φωτισμένες γυναικείες αυτές υπάρξεις, οι αδερφές Μητροπούλου, σήκωσαν στους ώμους τους με κόπους και προσωπικές θυσίες, με ανιδιοτέλεια και πείσμα, κινηματογραφικό μεράκι και συστηματική, σοβαρή δουλειά την ανάδειξη του ελληνικού κινηματογράφου. Ακόμα, γνώρισαν στο ελληνικό κοινό, την κινηματογραφική δημιουργία σκηνοθετών και καλλιτεχνών από την μακρινή Ιαπωνία, την κομμουνιστική Κίνα, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Ρουμανία, την Βουλγαρία και άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Καθώς και κινηματογραφικές δημιουργίες και νέα ρεύματα χωρών της λατινικής αμερικής. Έκαναν γνωστό τον νέο ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό, πέρα από τα σύνορα της ελλάδας, διοργανώνοντας φεστιβάλ ταινιών. Η όχι χωρίς κόπο προσπάθεια της φιλολόγου Αγλαϊας Μητροπούλου συγκεφαλαιώθηκε στο βιβλίο της-λεύκωμα; «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ» βλέπε εκδόσεις Παπαζήσης 2006.
Η προσφορά της ανεκτίμητη και, όπως ο αντιστασιακός και δημοκράτης ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης, ξεκίνησε την συγγραφική της σταδιοδρομία από το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία». Στις 18 Μαρτίου του 1997 επί υπουργίας πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου, ο σκηνοθέτης και σύντροφος της Μελίνας Μερκούρη ο Ζιλ Ντασέν, έκανε τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στην Αθήνα.

Αγλαΐα Μητροπούλου: Ταγμένη στην Τέχνη
Συγγραφέας αφιερωμένη στον κινηματογράφο
Του Γιάννη Νεγρεπόντη
     Η Αγλαϊα, εγκάρδια φίλη μου, όσο και να μη θέλω να το πιστέψω, το προνόμιον έσχε να ζει πλέον ανάμεσά μας ως ανάμνηση. Στους περισσότερους που τη γνώρισαν μένει ο βαθύς γαλάζιος γέλως των ματιών της, αντικαθρέφτισμα της αγαθής ψυχής της. Γιατί παρά το τερατώδες της μνήμης της όσον αφορούσε εις το καλό, τόσον δεν «εκρατούσε» το κακό. Κι όπως ανήκε στους εξ ενστίκτου σοφούς ανθρώπους, ήταν πάντα έτοιμη να συγχωρέσει κι αυτούς που την επίκραναν. Κι ως ήταν ευαίσθητη πολύ περισσότερο από όσο θα ταίριαζε σ’ έναν άνθρωπο κοινωνικό, σ’ έναν άνθρωπο δραστήριο και σημερινό, σ’ έναν άνθρωπο των γνώσεών της, δεν υπήρχε βέβαια στιγμή που να μην πικραθεί. Και τούτο γιατί την πικρίαν την προσωπική μπορούσε να την προσπεράσει. Η πίκρα που την κατέθλιβε ήταν εκείνη για τους δικούς της, για τους φίλους της, γι’ αυτούς που εκείνη πίστευε. Η σιωπή για τις αξίες την κατέβαλλε. Ανήκε στους πολιτισμένους που ενώ μπορούν να υποφέρουν στο πρόσωπό τους την άγνοια, τη σιωπή, τη συκοφαντία, τον κατατρεγμό, τους είναι αδύνατον να φέρουν την αδικία μιας σταγόνας ρύπου σε μια σελίδα αξιώσεων.
     Από τις τελευταίες μυθικές γυναίκες της γενιάς μας, όμορφη, ωραία, ασυμβίβαστη, ανεξάρτητη, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να δεχτεί το καινούργιο και ν’ αναδυθεί σε νέους πάντα αγώνες, έτοιμη να υπερασπιστεί το γούστο, την τέχνη, τον ορθό λόγο, την Ποίηση. Μαχητική στις επάλξεις για ένα καλό βιβλίο, ένα καλό φιλμ, μια καλή παράσταση. Όμως και χωρίς δεύτερη κουβέντα, απορριπτική, καυστική και απόλυτη όταν επρόκειτο για απαξίες, όταν το ταλέντο απουσιάζει. Όταν μιλούσαμε όλοι μας κι η Αγλαϊα σιωπούσε πάντα περίμενα μια φράση της. Κι αυτή η φράση της θα τα έλεγε όλα. «Δεν έχει ταλέντο, βρε παιδιά». Ή και το αντίθετο: «Παρ’ όλα αυτά έχει ταλέντο!».
      Χιλιάδες πράγματα γράφονταν για χαμένες υποθέσεις. Για θνησιγενή κατασκευάσματα. «Γράφονται όσα σπουδαία γράφονται για να τονώνεται το ελληνικό σινεμά!». Ήταν η δικαιολογία. Η Αγλαϊα αντέτεινε: «Μη βαυκαλίζονται. Για να τονώνουν τους φίλους τους τα γράφουν». Και το έλεγε αυτή, που αν ήταν ένας άνθρωπος που πονούσε και έκανε τα πάντα για τη διάσωση και την προκοπή του ελληνικού κινηματογράφου. Κι όχι στα λόγια. Η δουλειά που έχει γίνει για τον ελληνικό κινηματογράφο (ο τονισμός είναι της Αγλαϊας) είναι στη διάθεση των ανθρώπων που ενδιαφέρονται και με τη δημιουργία του μουσείου του ελληνικού κινηματογράφου, δημιούργημα κι αυτό της ταινιοθήκης, θα είναι στη διάθεση του κοινού. Όλοι μας, δηλαδή όλοι το ξέραμε ότι η Αγλαϊα Μητροπούλου γνώριζε το σινεμά. Κι όταν ακόμη δεν έκανε τίποτα για να φανούν οι γνώσεις της. Στην Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου έγραφε όπως μιλούσε. Πόσοι γράφουν έτσι; Πόσοι τολμούν να γράφουν έτσι; Μόνο όσοι κατέχουν το θέμα τους.
     Όσοι δεν έχουν χρειάν της λογοκοπίας. Κι η Αγλαΐα εκινείτο σε ολόκληρο το φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
     Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι ούτε εμπαθείς, ούτε κακοί, αυτό που λέμε κακοί, ανασφαλείς, προβληματικοί, αρνητικοί. Αγαπούν μόνο την Τέχνη και εκφράζουν με παρρησίαν τη γνώμη τους. Μόνο που έχουν αποδείξει και χωρίς να το επιδιώκουν ποτέ ιδιαιτέρως ότι γνωρίζουν. Δεν είναι δηλαδή άσχετοι. Ε, λοιπόν, έχω παρατηρήσει ότι ενώ στους άλλους, τους εμπαθείς, τους κακούς, τους άσχετους και τα χειρότερα που λένε, τα συγχωρούν στους πρώτους και την πιο ήπια διατυπωμένη αρνητική γνώμη δεν τους τη συγχωρούν ποτέ. Και της Αγλαΐας οι «κάποιοι δημιουργοί…» δεν της συγχωρούσαν ποτέ την ανεξαρτησία, την παρρησία, την ύπαρξή της την ίδια. Κι ας ήταν όλοι τους παιδιά της. Πέραν των ηλικιών. Πολλοί μεγαλύτεροί της κι άλλοι συνομήλικοί της. Διότι η Αγλαϊα ανήκε πάντα κι ως την τελευταία της στιγμή στο σπάνιο είδος των ανθρώπων που δεν έχουν ηλικία και άλλα των ανθρώπων. Είναι απλώς προσωπικότητες. Πνευματικές, ηθικές παρουσίες.
     Το έργο της ταινιοθήκης είναι ένα έργο που την αξία του θα εκτιμήσουν οι επερχόμενοι. Άλλωστε έτσι δεν γίνεται πάντα; Πάντως, πέραν του πλούτου των ταινιών που διαθέτει ως προς τον ξένο κινηματογράφο το σημαντικότερο είναι-κι αυτό το οφείλει στην Αγλαϊα-πως έχει καταστεί ο μοναδικός θεματοφύλακάς του ελληνικού κινηματογράφου διασώζοντας ταινίες πολλές φορές μέσα από τα σκουπίδια, στο δρόμο προς την καταστροφή και τον αφανισμό. Και βεβαίως είναι η Αγλαϊα η εμπνεύστρια για τη δημιουργία αυτού του τεράστιου με τα χρόνια έργου. Η ίδια, όμως πάντα έλεγε: Είμασταν τότε μερικοί τρελοί». Και ήσαν αυτοί οι τρελοί: ο Στρατής Μυριβήλης, η Μόνα Μητροπούλου ο Προκοπίου ο Άγγελος, η Λένα η Σαββίδη, ο Ηλίας Βενέζης, ο Μάριος Πλωρίτης, η Ειρήνη η Καλκάνη, η Ελένη Βακαλό, ο Κακογιάννης, ο Κούνδουρος, ο Άλκης Θρύλος, η Ελένη Βλάχου, η οποία υπήρξε και από τους κυριότερους ανθρώπους που βοήθησαν τον ελληνικό κινηματογράφο, ο Σάββας ο Πυλαρινός, ο Κώστας Δεσποτόπουλος, ο Γιώργος Ζεργός και άλλοι.
     Ωστόσο, όταν μιλάμε για την Αγλαΐα Μητροπούλου δεν είναι και τόσο δίκαιο να περιορίζουμε τη συζήτηση μόνο στη δημιουργία και τη διατήρηση αλλά και την ανάπτυξή της στη σημερινή μορφή της Ταινιοθήκης της Ελλάδος. Ας σημειωθεί πως και η σύνθεση του όρου «ταινιοθήκη» ανήκει στην Αγλαϊα, η οποία βρήκε την κυριολεκτική αυτή σύνθεση που αποδίδει στη γλώσσα μας, τον ακριβή προσδιορισμό του ιδρύματος. Όπως ανέφερα και παραπάνω, η Αγλαϊα ενδιαφερόταν και πονούσε ολόκληρο το λειτούργημα της Τέχνης. Η ενημέρωσή της για την Τέχνη σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο ήταν κάτι το εκπληκτικό. Κι όχι μόνον πληροφοριακά. Αλλά και πολλές εκδηλώσεις ιδίοις όμμασιν και ιδίοις ώσι της ήσαν γνωστές. Η Αγλαϊα Μητροπούλου ακριβώς επειδή εγνώριζε τα πράγματα επίστευε στο ταλέντο. Με μία πίστη βαθιά και απόλυτη: μια πίστη η οποία στην εποχή μας έχει φθαρεί, ατονήσει ή και εκλείψει.
     Φυσικά στην εποχή μας που η αντίληψη του «δημοκρατικού πέντε», ειδικά στην περιοχή την πνευματική και την καλλιτεχνική, προϋπήρχε και αυτών των φοιτητικών διεκδικήσεων, δεν είναι εύκολο να έχεις αντιλήψεις διαφορετικές. Όταν τις έχεις τότε η ρετσινιά του κακού, του οπισθοδρομικού και του μη προοδευτικού σου προσάπτεται με τη μεγαλύτερη ανευθυνότητα.
     Αλλά τι σημασία μπορεί να έχουν αυτά τα μικρά και τετριμμένα για ανθρώπους αφιερωμένους, ανθρώπους ταμένους στην πίστη τους; Και η Αγλαϊα Μητροπούλου σε ό,τι αφορούσε την ταινιοθήκη και την Τέχνη γενικά υπήρξε αφιερωμένη.
     Γι’ αυτό και ανάμεσά μας θα είναι πάντα παρούσα με τα ωραία της γαλάζια μάτια να γελούν από ενθουσιασμό, αλλά και για το πόσο μοιάζουν πάντα τα ανθρώπινα και όχι τόσο σπάνια (μικρός ο τόπος και πιο μικροί οι άνθρωποι) από οργή.
     Γιατί και στην οργή της ο γέλως των γαλάζιων ματιών της δεν την απέλιπεν ποτέ, αυτής της εξ ενστίκτου και βαθιάς καλλιέργειας σοφής γυναίκας.
Εφημερίδα Η Καθημερινή 1/2/1991
     Για την συγγραφέα Μόνα Μητροπούλου μεταξύ άλλων κριτικών και άρθρων για το έργο της και την συνεισφορά της στα γράμματα και τις τέχνες (βλέπε περιοδικό Γράμματα τχ. 5-6/5,6,1944, σ.249-, δες Βάσος Βαρίκας, Συγγραφείς και Κείμενα 1945-1956, 1960, εκδόσεις Ερμής 2004, Γιάννη Κορδάτου Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Βιβλιοεκδοτική 1962, σ.645, Αλέκος Κουτσούκαλης, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος 3ος σ.206-, εκδόσεις Ιωλκός και αλλού) δημοσιεύτηκε και ένα καλογραμένο κείμενο του δημοσιογράφου Γιώργου Κ. Πηλιχού (γ.κ.π.) με τίτλο «Μόνα Μητροπούλου» στην εφημερίδα «Τα Νέα» της 8ης Φεβρουαρίου 1975, που γράφτηκε με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου της «Από το κίτρινο, στο νόστο», και μας μιλά για την θεατρική συγγραφική πλευρά της συγγραφέως και των παραστάσεων θεατρικών της έργων από διάφορες σκηνές. Επίσης, ο δημοσιογράφος και συνεργάτης της εφημερίδας «Η Καθημερινή» Αντώνης Καρκαγιάννης, δημοσίευσε στην στήλη του «ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ» το Αγλαϊα και Μόνα Μητροπούλου, δες Καθημερινή 23/11/1999. Όπου μεταξύ άλλων σημειώνει:
«Η Αγλαϊα και η Μόνα Μητροπούλου αγάπησαν με πάθος και με προσωπικές θυσίες το παιδί τους, την Ταινιοθήκη της Ελλάδος! Το έργο τους το συνεχίζει η κόρη της Αγλαϊας, η Μαρία Κομνηνού καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μαζί με παλιούς και νέους φίλους της Ταινιοθήκης. Ας ελπίσουμε ότι η Ταινιοθήκη γρήγορα θα ξαναγίνει ζεστό σπίτι για όλους μας.
Σας τα γράφω όλα αυτά γιατί θα το ήθελαν η Αγλαϊα και η Μόνα. Στη μνήμη τους…»
Για τον θάνατο της Μόνας Μητροπούλου δες επίσης και εφημερίδα Το Βήμα 20/11/1999 και Ελευθεροτυπία 20/11/1999. Ο Κ. Τ. στην εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή της 12 Νοεμβρίου 2006, δημοσιεύει εκτενές κείμενο για την επανέκδοση του βιβλίου της Αγλαϊας Μητροπούλου «Ελληνικός κινηματογράφος».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 20/9/2018
Πειραιάς 20 Νοεμβρίου 2018
             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου