Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Ελληνικός πλάι στον παγκόσμιο κινηματογράφο


Ο Ελληνικός πλάι στον παγκόσμιο κινηματογράφο

Ιάσων Κ. Γιαννουλάκης

περιοδικό «ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ» διπλό τεύχος 23-24/5,6, 1960, σ.236-

        μνήμη Βασίλη Ραφαηλίδη                          
          
      Μεταφέρω στην ιστοσελίδα το δεύτερο κείμενο για τον κινηματογράφο που δημοσιεύτηκε στο παλαιό πειραϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ». Το προηγούμενο κείμενο «Για την τέχνη του κινηματογράφου» του ποιητή και σκηνοθέτη Κώστα Βρεττάκου, γιού του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, το είχα αφιερώσει στον σκηνοθέτη Ανδρέα Βελισσαρόπουλο. Ένα νέο άτομο, σκηνοθέτη και διανοούμενο, που είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά και να παρακολουθήσω τις πειραματικές του ταινίες στο σπίτι που διέμενε, από δική του πρόσκληση. Ήταν αρκετές οι συζητήσεις που έκανα μαζί του. Εκείνος μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα, και άλλους νέους της περιόδου εκείνης, μαζευόμασταν στο σπίτι του και συζητούσαμε για την κινηματογραφική τέχνη και όχι μόνο. Υπήρχε μια μικρή ομάδα νέων οι οποίοι αγαπούσαμε το σινεμά και θα λέγαμε, ξημεροβραδιαζόμασταν σε κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας και άλλες αίθουσες παρακολουθώντας με δέος τότε, πολιτικές και άλλες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου και τα διάφορα αφιερώματα της Κινηματογραφικής Λέσχης. Αναζητούσαμε πληροφορίες και στοιχεία σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και αγοράζαμε μεταφρασμένα βιβλία στα ελληνικά που αφορούσαν την έβδομη τέχνη.  Διάβαζα τις ανταποκρίσεις του Βελισσαρόπουλου στην παλαιά εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και σε άλλα έντυπα και εκτιμούσα τις τότε δημόσιες εκδηλώσεις και παρεμβάσεις του για τα ατομικά δικαιώματα των ανθρώπων, τις ερωτικές επιλογές των ελλήνων. Άλλη εποχή με άλλες ελληνικές φυσιογνωμίες-πρωτόγνωρες για εμάς τους τότε νέους-που έβαλαν το λιθαράκι τους στην οικοδόμηση των καινούργιων κοινωνικών συνθηκών στην χώρα μας, και βοήθησαν με τις πολλαπλές τους καλλιτεχνικές δημιουργίες και την ανεξαρτησία της σκέψης τους, τον ελεύθερο χαρακτήρα τους, την χειραφετημένη προσωπικότητά τους στην αλλαγή των συνθηκών της ελληνικής κοινωνίας και των συμπεριφορών ημών των ελλήνων. Ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος έφυγε νωρίς, αλλά άφησε πίσω του μια αγαθή μνήμη σε εμάς της γενιάς του 1980. Δεν γνωρίζω ποια είναι η δική του συμβολή στην εξέλιξη και την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, αν διαμόρφωσε καινούργιες κινηματογραφικές συνθήκες άνοιξε νέους δρόμους, με τις «πειραματικές» του μικρές ταινίες, σίγουρα πάντως η αίσθηση που άφησαν σε εμάς οι μικρές ταινίες του και οι γνώσεις του πάνω στο σινεμά είναι ακόμα ενεργή.
Τις ίδιες θέσεις θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε-κάτω από άλλες συνθήκες φυσικά, μια και δεν έχει γυρίσει ταινία-για έναν έλληνα δάσκαλο της κινηματογραφικής τέχνης τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Τον πολυπράγμονα συγγραφέα, τον άθεο και διαρκή μαρξιστή σύμφωνα με τις δημόσιες δηλώσεις και γραπτά του, τον έλληνα με τις επαναστατικές ιδέες, τις ανατρεπτικές του απόψεις όχι μόνο στον χώρο του κινηματογράφου αλλά και στην ελληνική ιστορία, την παγκόσμια πολιτική σκηνή, την θρησκεία, την κοινωνία, την οικονομία. Φοβερά ανοιχτό μυαλό, επικίνδυνο ακόμα και για τους αναγνώστες των θέσεών του. Άτομο πέρα και μπροστά από την εποχή του. Μπροστάρης έλληνας πνευματικός ταγός, εμβληματική προσωπικότητα που στηλίτευε κάθε ενέργεια του μικροαστισμού μας και του μικρό συμφεροντολογισμού μας, ατομικού και εθνικού. Την ταρτούφικη και υποκριτική ηθική της κοινωνίας μας. Ήταν εκείνος που έθετε στα άρθρα του πρώτα το ερώτημα ποια είναι η οικονομική και ταξική καταγωγή του συγγραφέα, του καλλιτέχνη, του ατόμου που εξέταζε. Τα κείμενά του έχουν ένα υπόστρωμα λαϊκής θα σημειώναμε οικονομικής ερμηνευτικής. Η οικονομία και το οικονομικό περιβάλλον καθόριζε το ερευνητικό του βλέμμα με έναν απλό όχι απλουστευτικό τρόπο που σε έκανε μέτοχο και αποδέκτη των γραφομένων του. Απλός στο ύφος και την έκφρασή του, είτε έγραφε κείμενα για τον Κάρλ Μάρξ είτε μιλούσε για την τεχνική του κινηματογράφου, είτε για την ιστορία της αρχαίας ελλάδας, είτε δημοσίευε τις καταπληκτικές του κριτικές για ταινίες, σε έκανε αμέσως δέκτη των μηνυμάτων του και ενεργό συμμέτοχο στην επαναξιολόγηση των δικών σου θέσεων στα θέματα που εξέταζε. Γυναικάς μέχρι τα μπούνια και ταυτόχρονα υποστηριχτής των δικαιωμάτων των ανθρώπων που είχαν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Δηλωμένος άθεος και όμως μας μιλούσε για μελέτες πάνω στην ιστορία των θρησκειών και του χριστιανισμού που ούτε οι καλύτεροι θεολόγοι της εποχής του δεν μελετούσαν. Στέκονταν πάντα κριτικά και αρνητικά πάνω στο καπιταλιστικό σύστημα, και ερευνούσε τις πολλαπλές επιρροές και επιδράσεις του (της οικονομίας) πάνω στις ζωές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Και πως η Οικονομία διαμόρφωνε τις συνθήκες εξέλιξης μέσα στην Ιστορία.
Μικρή παρένθεση. Επειδή η πολιτική ιστορία όλων μας, είναι πολύ πρόσφατη για να την ξεχάσουμε, να αναφέρουμε ότι, ορισμένες φορές στα λεγόμενά του και σε ορισμένες του πολιτικές κρίσεις ο κυρός Βασίλης Ραφαηλίδης, χρησιμοποιούσε μη πολιτικά επιχειρήματα. Δηλαδή, θα θυμούνται όσοι παρακολουθούσαν τις εκπομπές του, τις απόψεις του για την ιδιωτική ζωή ορισμένων πολιτικών, όπως ήταν του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, του πολιτικού που αποκατέστησε την έστω κουτσουρεμένη αστική δημοκρατία στην χώρα μας. Τα κουτσομπολίστικα περιστατικά της ιδιωτικής ζωής των πολιτικών, δεν καλλιεργούν την πολιτική κρίση των πολιτών, ούτε ενεργοποιούν πολιτικές συνειδήσεις που οφείλουν να έχουν οι πολίτες-ψηφοφόροι μιας χώρας ώστε να ενεργούν με ανιδιοτελή πολιτικά κριτήρια και να διαθέτουν ορθό κριτήριο επιλογής της ψήφου τους. Νομίζω, εκτός αν κάνω λάθος. Την ίδια τακτική σε υπερθετικό βαθμό ακολούθησαν εκείνα τα χρόνια, όλοι αυτοί που κρεμούσαν στα μανταλάκια τις γυμνές φωτογραφίες της αεροσυνοδού του ηγέτη της Αλλαγής. Εφημερίδες που παρουσίαζαν με γερμανική στρατιωτική στολή γνωστό πολιτικό και μετέπειτα πρωθυπουργό. Οι πολιτικές εκείνες εφημερίδες που ζητούσαν να κάνει ιατρικές εξετάσεις ο Μελωδός των Ονείρων μας και άλλοι γνωστοί έλληνες πνευματικοί άνθρωποι. Αναγνωρισμένοι διεθνώς καλλιτέχνες. Αυτοί οι ελληναράδες που σύλησαν την βίλα μουσείο σύγχρονης τέχνης του Ιόλα.  Όλοι αυτοί οι πολιτικοί και δημοσιογράφοι αλλά και απλοί πολίτες, που σήμερα κόπτονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε πικραμένου. Και θα θυμούνται οι παλαιότεροι, τις φράσεις του πρώην πρωθυπουργού του ηγέτη της Αλλαγής, «αν θέλετε να χτυπήσετε κάποιον χτυπήστε εμένα και όχι την Μιμή». Δυστυχώς ο «αυριανισμός» είχε εξαπλωθεί σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά επίπεδα, μέσα στα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.  Ή πάλι, θα θυμούνται τα ερωτικά γράμματα του φιλοσόφου, συγγραφέα πρώην προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, συζύγου της αδερφής του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, που δημοσίευε μικρής κυκλοφορίας εφημερίδα. Πράγματα απαράδεκτα και πολιτικά και κοινωνικά, που δεν συνάδουν ούτε με το ιστορικό ήθος της παράδοσης του Έλληνα ούτε με τις σύγχρονες περί δημοκρατίας και ελευθερίας αντιλήψεις. Και, τις τόσο επαναλαμβανόμενες με ανιαρό πομπώδη τρόπο φωτογραφίες και σκανδαλιστικές ιστορίες με ερωτύλους ιερείς ή αρχιμανδρίτες, γυναίκες ιερωμένων κλπ. Λες και η ζωή των ανθρώπων, όλων μας, αρχίζει και τελειώνει στην κρεβατοκάμαρά μας. Η πτώχευση ημών των ελλήνων, είχε αρχίσει εδώ και αρκετές δεκαετίες, πριν τα πρώτα οικονομικά μνημόνια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποτίμησης δημόσιων δηλώσεων, εντάσσω και ορισμένες δημόσιες θέσεις του Βασίλη Ραφαηλίδη,-αν τις ερμηνεύω ορθά-ενός συνειδητού αριστερού και ελεύθερου έλληνα πολίτη, που πάλευε να αλλάξει προς το καλύτερο τις συνθήκες της κοινωνίας, να ξεμπλοκάρει τα μυαλά ημών των ελλήνων, από εθιμικές αγκυλώσεις, από προλήψεις και προκαταλήψεις. Ακόμα και στις ημέρες μας, (2018) η πολιτική της κλειδαρότρυπας ευδοκιμεί, αν δούμε τις τηλεθεάσεις και τις αναγνωστικές προτιμήσεις των συμπατριωτών μας. Κατορθώσαμε να μετατρέψουμε μια ιστορική χώρα σε «Μύκονο» σκανδάλων, και ζωής των ξεπλυμένων σελέμπριτοι. Λες και οι αδερφές Καρντάσια, είναι το άπαν της γυναικείας χειραφέτησης. Εδώ ίσως παίζεται και το πολιτικό παιχνίδι των ημερών μας, αν υφίσταται πλέον δημοκρατία στην χώρα μας. Αν μείς οι σύγχρονοι έλληνες μπορούμε ή θέλουμε να μην επικροτούμε συνθήματα του τύπου «πρεζόνια και γκέι δεν είναι αναγκαίοι…», που ακούστηκαν με αφορμή το τραγικό συμβάν ενός νέου ακτιβιστή, που η παραβατική του συμπεριφορά οδήγησε στην δολοφονία του. Συνθήματα που ακούσαμε όλοι μας ή διαβάσαμε, και που εμένα τουλάχιστον μου θύμισε ένα άλλο περιστατικό. Όταν πριν μερικά χρόνια κάποιο άτομο αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει ανεβαίνοντας στο πολυώροφο γιαπί απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, και από κάτω, είχαν μαζευτεί άτομα φωνάζοντάς του ρυθμικά πέσε-πέσε. Κάτι που ξεσήκωσε αντιδράσεις αποδοκιμασίας όταν μαθεύτηκε. Και αυτό ήταν ένα από τα παρόμοια περιστατικά της σύγχρονης ζωής ημών των νεοελλήνων.    
Τα βιβλία του (του Βασίλη Ραφαηλίδη) και τα εκατοντάδες δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, σε προγράμματα κινηματογραφικών ταινιών, οι δημόσιες συνεντεύξεις του και σε εκπομπές που διατηρούσε παλιότερα σε μικρής εμβέλειας καναλάκια σχολιάζοντας και κρίνοντας την επικαιρότητα και όχι μόνο, μας φανερώνουν ένα δυναμικό χαρακτήρα, έναν ανατροπέα πολλών καθεστωτικών μας αντιλήψεων, ένα πολιτικά αχειραγώγητο άτομο, μια ελεύθερη προσωπικότητα με ιλιγγιώδεις γνώσεις και παιδεία. Θυμάμαι όταν τον επισκέφτηκα στο Γραφείο του την μεγάλη του βιβλιοθήκη, τα σκόρπια περιοδικά και τα άλλα έντυπα, τις μισάνοιχτες εφημερίδες που βρίσκονταν διάσπαρτες στον χώρο, τα λόγια του. Ένας έλληνας ρωμαλέος μιας άλλης εποχής, μιας άλλης ιστορικής ατμόσφαιρας, ενός άλλου πολιτικού κλίματος που δεν υπάρχει πλέον. Φοβερός δάσκαλος μας δίδαξε σε εμάς τους νεότερους με τα κείμενά του την τέχνη του κινηματογράφου, μας μίλησε για αυτόν και τα μυστικά του σαν να μιλούσε σε φίλους του αγαπημένους. Η γενιά μου έμαθε να αγαπά και να ενδιαφέρεται για την έβδομη τέχνη από τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Και αυτό κάποτε θα πρέπει να το ερευνήσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος αυτής της εποχής. Την συμβολή του Βασίλη Ραφαηλίδη στις συνειδήσεις των νέων. Η αγάπη μας για το Σινεμά εδραιώθηκε χάρις στα δικά του κείμενα και θέσεις. Αυτό, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλα αξιόλογα άτομα την ίδια περίοδο που έγραφαν και μιλούσαν για τον κινηματογράφο αλλά, ο Βασίλης Ραφαηλίδης θα γράφαμε χειραγώγησε κινηματογραφικά και όχι μόνο τις συνειδήσεις μας. Γιαυτό αφιερώνω την αντιγραφή του δεύτερου αυτού κειμένου στην μνήμη του.
ΙΑΣΩΝ Κ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ
Ο Ελληνικός πλαϊ στον παγκόσμιο κινηματογράφο
     Στο διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, την Ελλάδα αντιπροσώπευσε η ταινία του Αμερικανογάλλου σκηνοθέτη Ζύλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή». Με την ταινία αυτή που γυρίστηκε στον Πειραιά με διευθυντή φωτογραφίας τον Γάλλο Ζακ Ναττώ, επιχειρήθηκε να δοθή μια εικόνα του «μικρού λαού» με τις μικροχαρές και τις μικρολύπες, με τη μεγάλη καρδιά και τη μεγάλη φτώχεια. Μέσα από τη φόρμα της κωμωδίας ξεπηδάει η τραγωδία, κρυμμένη κάτω από ένα χαμόγελο, μέσα από ένα χαρούμενο, εξωτερικά, τραγούδι, στο πρόσωπο της σημερινής αλήθειας που δίνεται, με συνείδηση της ταπείνωσης, για λίγες δραχμές στον πρώτο ονειροπόλο τουρίστα κάτω απ’ τη γραφική βιτρίνα, μεγαλείου, θυμίζοντας κάθε στιγμή , πως πίσω από τη γραφική βιτρίνα, ζει και παλεύει μια μεγάλη καρδιά ενός λαού ταλαιπωρημένου, μ’ ένα παρελθόν υπέροχο, μ’ ένα παρόν δύσκολο κι’ ένα μέλλον αβέβαιο.
     Θα ήταν ανεδαφικό να πούμε πώς η ταινία οφείλει τα πάντα στον σκηνοθέτη-σεναρίστα και φωτογράφο. Σημαντική είναι η συμβολή της Μελίνας Μερκούρη που βραβεύτηκε για την ερμηνεία της αυτή και του Μάνου Χατζιδάκι που η μουσική του κάνει μια θριαμβευτική καριέρα σ’ όλο τον κόσμο. Ωστόσο, δίκαια αναρωτιέται κανείς: Και ο ελληνικός κινηματογράφος τι έκανε για να δείξη στον κόσμο πως υπάρχει και μια Ελλάδα πέρα και πίσω από την τουριστική της βιτρίνα; Τι έδωσε, τι μπορούσε να δώση, πως διαγράφεται το μέλλον του;
     Τέχνη που συγγενεύει περισσότερο με το θέατρο, ο κινηματογράφος πέρασε αρχικά στα χέρια ηθοποιών που μεταφύτεψαν τη θεατρική οικονομία στην καινούργια. Στα 60 χρόνια που πέρασαν από τότε που πρωτοφάνηκε, δέχτηκε επιρροές από πολλές άλλες τέχνες (Μουσική, Ζωγραφική, Λογοτεχνία κλπ) τις αφομοίωσε, βγήκε τέλος μια δική του ξέχωρη γλώσσα κι’ ωρίμασε σε Τέχνη αυτόνομη με δικούς της κανόνες, απαιτήσεις, δυνατότητες.
Προορισμένος στην αρχή να διασκεδάζη απλώς, έφτασε, περνώντας στα χέρια ευσυνείδητων δημιουργών, να γίνη Τέχνη που περισσότερο από κάθε άλλη, μπορεί να διασκεδάζη μορφώνοντας, προβληματίζοντας, αναζητώντας την αλήθεια, καυτηριάζοντας τα τρωτά μιάς κοινωνίας και βοηθώντας τον άνθρωπο να γίνη αντάξιος της μεγάλης του αποστολής. Άλλοτε ενδοσκοπώντας, άλλοτε κάνοντας κοινωνική κριτική, έφτασε να γίνη-χάρι στα δυό σημαντικά ατού που μόνος αυτός διαθέτει, την τεράστια δύναμης υποβολής και τη μεγάλη διάδοση που έχει σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα-πανίσχυρα κοινωνικό όπλο προβολής ιδεών στα χέρια ανθρώπων πού κατανόησαν την ξεχωριστή του δύναμη.
     Τα θεμέλια του Κινηματογράφου-Τέχνης με κοινωνική αποστολή, μπήκαν από τον αμερικανό Γκρίφφιθ με τα δύο μνημειώδη έργα του «Γέννηση ενός έθνους» και «Μισαλλοδοξία». Ακολούθησε η «Ρωσσική Σχολή» με τους Αϊζενστάιν, Πουντόβκιν, Βασίλιεφ, πού δεν αρκέστηκε στην προβολή των ιδεών του νέου κοινωνικού συστήματος αλλά καθιέρωσε την κοινωνική κριτική μέσω της νέας Τέχνης (παράδειγμα η κριτική της γραφειοκρατίας στο φιλμ του Αϊζενστάιν «Γενική Γραμμή». Το ίδιο έγινε και με τη «Γερμανική Σχολή του Εξπρεσσιονισμού» (παράδειγμα οι ταινίες «Μητρόπολη» του Λαγκ και «Δρόμος χωρίς χαρά» του Πάμπστ), αργότερα με τους Ιταλούς που η «Νεορεαλιστική» τους Σχολή με κύριους εκπροσώπους τον σεναρίστα Τζαββατίνι και τους σκηνοθέτες Ροσσελίνι, Ντε Σάντις, Ντε Σίκα, Καστελλάνι κλπ., δημιούργησε μια ομάδα που επηρέασε τους κινηματογραφιστές όλου του κόσμου, και σήμερα τέλος, πέρασε στην θρυλική «Νουβέλ Βάγκ» του νέου Γαλλικού κινηματογράφου, που σε τελευταία ανάλυση, ο απώτερος σκοπός της είναι και πάλι η κοινωνική κριτική (Τρυφφώ «Τα 400 χτυπήματα», Παβιό «Πανταλασκάς» κλπ.).
     Στην Ελλάδα, όπως σ’ όλο τον κόσμο, οι πρώτοι κινηματογραφιστές ξεκίνησαν από το Θέατρο. Δυστυχώς ανάμεσά τους δεν βρέθηκε κανείς που να μπορέση να καταννοήση τις αισθητικές ανάγκες της νέας Τέχνης και να προσαρμοσθή στις απαιτήσεις της. Η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε με όλα τα θλιβερά της επακόλουθα ως το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
     Βιομηχανικό προϊόν στη βάση του, ένα φιλμ έχει πρίν απ’ όλα, ανάγκη, οικονομικών κεφαλαίων. Περιωρισμένο το κοινό μας, πολυδάπανη η παραγωγή των ταινιών, δεν άφησαν περιθώριο για καμιά παρέκκλιση από τα γούστα του κοινού. Ποια ήταν τώρα αυτά τα γούστα, μπορεί κανείς να το φανταστή αναλογιζόμενος το μέγεθος του αναλφαβητισμού στο επαρχιακό κυρίως, κοινό στο οποίο ιδιαίτερα απευθύνονταν και από το οποίο κυρίως εκέρδιζε, το ελληνικό φιλμ. Τα γούστα λοιπόν του κοινού αυτού η αδιαφορία του επίσημου Κράτους και η έλλειψη ειδικών κινηματογραφιστών με κάποια καλλιέργεια πνευματική, δημιούργησαν ένα επικίνδυνο φαύλο κύκλο που χαρακτηριστικός τους εκπρόσωπος ήταν μια κάστα παραγωγών ταινιών αγράμματων, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, χωρίς καμμία σχέση με τον κινηματογράφο, που κύρια επιδίωξή τους ήταν η εξασφάλιση, όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους με τις μικρότερες δυνατές δαπάνες.
     Τα πράγματα αλλάζουν αργότερα. Στον ορίζοντα του κινηματογράφου μας φαίνονται μερικοί άνθρωποι πραγματικά ικανοί να δημιουργήσουν κάτι σοβαρό: ένας παραγωγός με πνευματική καλλιέργεια και ηθικό ανάστημα, μερικοί σκηνοθέτες με την αγάπη για την τέχνη και με συνείδηση των ευθυνών τους. Αρκετοί τεχνικοί που ήθελαν τόσο να συνεργαστούν για κάτι σοβαρό. Είναι η εποχή-ορόσημο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Το τεχνικό μέρος των ταινιών γίνεται όλο και καλύτερο και τα καλλιτεχνικά στοιχεία αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία. Είναι η εποχή που εμφανίζεται ο Τζαβέλλας (Κάλπικη Λύρα), ο Ζερβός (Ματωμένα Χριστούγεννα), ο Γρηγορίου (Πικρό ψωμί), ο Τάλλας «Ξυπόλητο Τάγμα), ο Ηλιάδης (Νεκρή Πολιτεία-μεγάλη επιτυχία του νέου παραγωγού Φ. Φίνου πού έμελλε να παίξη ένα σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη της κινηματογραφίας μας που του χρωστάει πολλά), ο Σακελλάριος (Γερμανοί ξανάρχονται).
     Στην εποχή αυτή ωστόσο, που φαινόταν ν’ ανεβάζη σταθερά την ποιοτική στάθμη του κινηματογράφου μας, σημειώνεται ένα περίεργο φαινόμενο: Αρχίζει μια υπερπαραγωγή ταινιών από απίθανους ανθρώπους, της ίδιας συνομοταξίας με αυτούς της πρώτης περιόδου. Βασική αιτία του φαινομένου αυτού είναι το γεγονός πως οι ελληνικές ταινίες κερδίζουν πολλά γιατί το κοινό ζητούσε ν’ ακούση τη γλώσσα του και να δη τον τόπο του και τη ζωή και τα προβλήματα στους διάφορους τομείς του. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας είναι θλιβερό. Το κοινό αρχίζει να δυσανασχετή και αργότερα να αγανακτή, κυριολεκτικά, με την υπερπαραγωγή γελοίων ταινιών πού δεν τις ανέχονταν ούτε οι πιο καθυστερημένοι πνευματικά άνθρωποι.
     Στην κρίση που μαστίζει τον κινηματογράφο μας αυτή την εποχή, οι σοβαροί κινηματογραφιστές αντιδρούν παθητικά. Μη έχοντας καμμιά κρατική υποστήριξη βλέποντας να χάνουν το κοινό και διαπιστώνοντας πως το κοινό αυτό τρέπεται προς τον Ιταλικό, κυρίως κινηματογράφο πιο κοντά στην νοοτροπία μας, αποφασίζουν να αντιδράσουν παράγοντας ταινίες που ήταν φτιαγμένες με την ίδια συναγωγή των ταινιών του ιταλικού μελοδραματισμού. Έτσι, για πολύ κυριαρχεί στην ελληνική οθόνη ο τύπος φιλμ «αλά Ματαράτσο» όπως ονομάστηκε η «σχολή» αυτή του δακρύβρεχτου μελό με κυρίαρχο στοιχείο τη φτηνή συγκίνηση. Κανείς άνθρωπος που σέβονταν τον εαυτό του δεν μπορούσε να ανέχεται τις ανοησίες αυτές κι’ αυτό αποτελεί ως σήμερα ένα κακό προηγούμενο-που ευτυχώς τείνει να εκλείψη.
     Στον κυκεώνα αυτόν, δύο νέοι σκηνοθέτες φαίνεται να κάνουν μια ευοίωνη εμφάνιση, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Νίκος Κούνδουρος. Του πρώτη βασική αρετή η άψογη τεχνική. Του δεύτερου η αδρότητα και η αισθητική αναζήτηση. Και οι δύο, με σεναρίστα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, προβάλλουν με ιδιαίτερες αξιώσεις, τον ελληνικό κινηματογράφο σε διεθνή κλίμακα. Ξεφεύγοντας από τα τετριμμένα θέματα που ως τότε αποτελούσαν κανόνα για τον κινηματογράφο μας, χειρίζονται με πολλή δεξιότητα θέματα δύσκολα επικίνδυνα κάποτε αλλά πάντα εξαιρετικής σημασίας. Η «Στέλλα» και «Το κορίτσι με τα μαύρα» του πρώτου του δίνουν μια ζηλευτή θέση ανάμεσα στους καλύτερους νέους σκηνοθέτες της Ευρώπης. Η «Μαγική Πόλη» και ο «Δράκος» του δεύτερου, εντυπωσιάζουν τους κινηματογραφόφιλους. Στον τομέα της φωτογραφίας εμφανίζονται πραγματικοί καλλιτέχνες με μεγάλη ευαισθησία και τεχνική ωριμότητα: Θεοδωρίδης, Καρύδης, Φούκς, Κατσουρίδης, Καλογεράτος. Στην ηχοληψία, οι Ζέρβας, Δαμαλάς, Αρματζόγλου, τελειοποιούν την τεχνική τους σε ικανοποιητικό επίπεδο. Στο μοντάζ τέλος, υπάρχει αισθητή βελτίωση με τους Προβελέγγειο, Καψάσκη, Κατσουρίδη, Τσόλη. Ωστόσο, παρ’ όλη τη σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε, η κατάσταση δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Κι’ αυτό γιατί τα προβλήματα και οι ελλείψεις που παρουσιάζονται είναι ανησυχητικά για το μέλλον του κινηματογράφου μας.
     Βασική ανάγκη είναι ο κινηματογραφικός Λόγος: Το σενάριο. Για να γραφή ένα σενάριο ή χρησιμοποιούνται σαν πρώτο υλικό θεατρικά και λογοτεχνικά έργα ή γράφεται πάνω σε μια πρωτότυπη ιδέα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, είναι απαραίτητη η παρουσία του ειδικού λογοτέχνη που θα γράψη τους σωστούς διαλόγους τέτοιους πού να υπηρετούν την εικόνα και όχι να υπηρετούνται από αυτήν όπως γίνεται μέχρι σήμερα για τα 98% των ταινιών μας. Και εκτός από τους σωστούς διαλόγους να πλουτίση το πρωτότυπο ή τη διασκευή με στοιχεία καθαρά κινηματογραφικά τέτοια όπως υπαγορεύονται από την ειδική κινηματογραφική οικονομία και τα ιδιαίτερα κινηματογραφικά εκφραστικά μέσα.
     Δεύτερη ανάγκη, εξ ίσου βασικής σημασίας, είναι η παρουσία σκηνοθετών με μεγάλη μόρφωση, κοινωνικό προβληματισμό και τεχνική κατάρτιση. Μοναδική λύση στην περίπτωση αυτή είναι η δημιουργία μιάς υπεύθυνης Κρατικής Κινηματογραφικής Σχολής και η καθιέρωση υποτροφιών για τους καλύτερους από τους αποφοίτους της. Το μεγαλύτερο μέρος της μάζας των σκηνοθετών μας στερείται τεχνικών γνώσεων, ενότητας ύφους και ικανότητας συντονισμού. Έτσι βλέπουμε π.χ. στον έναν την ικανότητα να χρησιμοποιεί με αξιοθαύμαστη δεξιότητα το φακό του ενώ αγνοεί και τις στοιχειωδέστερες υποδείξεις που πρέπει να γίνουν στον ηθοποιό κατά την ερμηνεία στον άλλον ανακαλύπτουμε την άγνοια της κινηματογραφικής στίξης κ.ο.κ. Όλα αυτά όμως έχουν μελετηθή και διδάσκονται.
Εξίσου σημαντική ανάγκη είναι η ενίσχυση της Κινηματογραφικής μας Λέσχης τόσο που να μπορεί να επεκτείνει και να βελτιώση το πρόγραμμά της ποσοτικά και ποιοτικά μορφώνοντας κινηματογραφιστές και κριτικούς με την παρακολούθηση των σημαντικότερων ως σήμερα επιτεύξεων του δικού μας και ξένου κινηματογράφου. Και μια και αναφερθήκαμε στην Κινηματογραφική Κριτική, σημειώνουμε πως στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι αρκετά ενημερωμένη και σωστή. Με μόνη εξαίρεση το θλιβερό φαινόμενο μερικών από τις καλλίτερες εφημερίδες μας που απαξιούν να γράφουν κριτική για τις ελληνικές ταινίες! Έτσι, όχι μόνον δεν βοηθούνε τους κινηματογραφιστές μας να βελτιώσουν τη δουλειά τους αλλά δίνουν και στο κοινό την εντύπωση πως οι ταινίες που αγνοούνται είναι κακές. Αυτό όμως είναι μια έμμεση επίθεση από τα νώτα και, αν όχι κακόβουλη και επικίνδυνη τουλάχιστον μη δημιουργική.
     Τρίτη σημαντική ανάγκη είναι η ουσιαστική βοήθεια προς το φιλμ μικρού μήκους της κατηγορίας «ντοκυμανταίρ». Προωρισμένο να μορφώση, κυρίως, αντιμετώπισε στη χώρα μας την πιο ψυχρή αδιαφορία.  Παρ’ όλα αυτά όπως και σε τόσους άλλους τομείς, η πίστη μερικών ανθρώπων θαυματούργησε. Και είναι βέβαιο πώς το έργο των πρωτοπόρων του είδους για την Ελλάδα (Ρ. Κούνδουρος «Αναστενάρια», Ρ. Μανθούλης «Λευκάδα», Α. Τέμπος «Γρι-Γρι» θα βρη μιμητές και παρά τις αντιξοότητες θα συνεχίση με μεγαλύτερη ακόμη επιτυχία, την μεγάλη του αποστολή.
     Όλες οι ενδείξεις μας πείθουν πως στα χρόνια που έρχονται θα υπάρξουν πολλοί νέοι άνθρωποι που θ’ ανεβάσουν ακόμη ψηλότερα τη στάθμη του κινηματογράφου μας. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν με το ταλέντο τους-πού δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε ελλείψει οικονομικών μέσων, κυρίως-οι Μανουσάκης («Το Σκιάχτρο»), Θεοδωρόπουλος («6η Μέρα») Κυριακόπουλος («Ένας Έλληνας στο Παρίσι»), Κ. Φωτεινός («Κόκκινος Μανδύας»). Το έργο των νέων αυτών σκηνοθετών, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις πού θα είχε κανείς επί μέρους και που οφείλονταν βασικά στην τεχνική τους απειρία και στο μέτριο σενάριο, υπόσχονται πολλά για το μέλλον. Μαζί με τους καινούργιους που θα προστεθούν και τους Κακογιάννη και Κούνδουρο, θα αποτελέσουν την προφυλακή του κινηματογράφου μας, που σε λίγα χρόνια, στο μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής του, θα στέκη αντάξια πλάϊ στον παγκόσμιο καλό κινηματογράφο.

ΙΑΣΩΝ Κ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ, περιοδικό «ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ» τεύχη 23-24/5,6,1960, σ. 236-
--
Σημείωση:
     Αυτό είναι τα δεύτερο κείμενο που αφορά την Κινηματογραφική Τέχνη και δημοσιεύτηκε στο παλαιό πειραϊκό λογοτεχνικό περιοδικό, ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ, στο τελευταίο διπλό τεύχος του. Το δεύτερο αυτό κείμενο, που υπογράφει ο σκηνοθέτης και ποιητής; Ιάσων Κ. Γιαννουλάκης, έχει διαφορετική φιλοσοφία από το πρώτο του σκηνοθέτη Κώστα Βρεττάκου. Διερευνά τα ζητήματα του ελληνικού σινεμά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν ο ελληνικός κινηματογράφος έβγαινε με τις νέες παραγωγές του εκτός συνόρων και δοκίμαζε τις δυνάμεις και τις αντοχές του. Μας μιλά για τους πρωταγωνιστές του, τους δημιουργούς του, τις πρωτοποριακές για την εποχή του ταινίες. Ταινίες που κέρδισαν την αγάπη του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου κινηματογραφόφιλου κοινού. Κινηματογραφικές επιτυχίες που έγιναν μύθοι στις συνειδήσεις των απλών ελλήνων και τον καλλιτεχνικό κόσμο. Δημιουργίες από νέους σκηνοθέτες που ανέδειξαν το πρόσωπο και το όραμα, τους στόχους και τις φιλοδοξίες του νέου ελληνικού σινεμά. Γνωστοί σκηνοθέτες, όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Νίκος Κούνδουρος και άλλοι, που μας έδωσαν στα κατοπινά χρόνια εξαίρετες κινηματογραφικές επιτυχίες. Κινηματογραφικές παραγωγές που ακόμα και στις μέρες μας, που κυριαρχεί η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία και οι χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, εξακολουθούμε να τις παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και προσοχή. Φιλμ, που δεν σημάδεψαν μόνο την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου αλλά, αποτελούν σημαντικοί κρίκοι της ιστορίας του.
Οι επισημάνσεις του Ιάσονα Κ. Γιαννουλάκη είναι εύστοχες, μέσα στο πλαίσιο της εποχής και των απόψεων που κινούνται. Μας δείχνουν ένα κινηματογραφόφιλο άτομο, έναν δημιουργό που γνωρίζει από τα μέσα την κινηματογραφική τέχνη, την αγαπά και την παρακολουθεί από κοντά, αλλά και δεν διστάζει να την κρίνει και αυτήν και τους δημιουργούς της. Όμως ο Γιαννουλάκης, δεν σχολιάζει μόνο στιγμές της αρνητικά αλλά διατυπώνει και θέσεις. Θέσεις που για την εποχή τους-πριν 60 περίπου χρόνια ήσαν εποικοδομητικές για την άνθηση και την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης απέναντι στις νέες δημιουργίες. Ασφαλώς, μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις των νέων ελληνικών κινηματογραφικών παραγωγών έχουν αλλάξει επί τα βελτίω για το ελληνικό σινεμά και τους εκατοντάδες συντελεστές του. Σε αυτό βοήθησε και η ανάπτυξη και διάδοση παρακολούθηση της τηλεόρασης, μιας διασκέδασης και ψυχαγωγίας που μπορεί να μπαίνει σε κάθε σπίτι όσο απομακρυσμένο και αν βρίσκεται από την πρωτεύουσα ή τα μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας. Επίσης, με την ανάδειξη του έργου νέων σε ηλικία σκηνοθετών και άλλων κινηματογραφικών συντελεστών και δημιουργών, ο κινηματογράφος της σύγχρονης μετά την μεταπολίτευση ελλάδας βρήκε τον δρόμο του και χάραξε νέα μονοπάτια. Ακολουθώντας την παλαιά παράδοση των ελλήνων δημιουργών ή οικοδομώντας την σύγχρονη δική του. Να αναφέρουμε επίσης, ότι τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, έχουν μεταφραστεί αρκετές αξιόλογες μελέτες πάνω στην τέχνη του σινεμά, την τεχνική του, τους συντελεστές του, τις επιδράσεις του και, τα σύγχρονα ρεύματά του και διαδρομή του. Το ίδιο συμβαίνει και με την κυκλοφορία ελληνικών εκδόσεων. Οι μελέτες για τον ελληνικό κινηματογράφο και την ιστορία του είναι πάρα πολλές. Χρήσιμες και συμβουλευτικές μελέτες που βοηθούν τον ενδιαφερόμενο να γνωρίσει την πορεία του και τους συντελεστές του.
     Ο σπόρος που έριξαν όχι χωρίς κόπο φωτισμένα άτομα, παθιασμένα με την έβδομη τέχνη κάρπισε και έδωσε καρπούς. Πολλά έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας δημοσίευσαν ή εξακολουθούν να δημοσιεύουν άρθρα ή κινηματογραφικές κριτικές από πρόσωπα καταρτισμένα και με ανιδιοτελή αγάπη για τον κινηματογραφικό φακό. Εκδόθηκαν περιοδικά και άλλα έντυπα που η θεματολογία τους αφορούσε αυστηρά τον κινηματογράφο. Κινηματογραφικοί κριτικοί που μας γνώρισαν σπουδαίου δημιουργούς και ταινίες που άλλαξαν την ροή της έβδομης τέχνης.
Ο Κινηματογράφος είναι κίνηση και κίνηση είναι ζωή.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 25 Σεπτεμβρίου 2018
Αν η Τέχνη δεν μπορεί ή δεν κατόρθωσε να μας κάνει καλύτερους σαν ανθρώπους-πέρα από τις εύλογες διαφορές και απόψεις μας, ας το απαιτήσουμε αυτό από την οικονομία. Που είναι η νέα πανανθρώπινη θρησκεία και εκκλησία των ανθρώπων.
ΥΓ. Διατήρησα την ορθογραφία του κειμένου και της εποχής για τους γλωσσαμύντορες.                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου