ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
(Πειραιάς 6/5/1933-Αθήνα 31/1/2004)
(Πειραιάς 6/5/1933-Αθήνα 31/1/2004)
Καθώς
αποδελτίωνα τα τεύχη του εικαστικού περιοδικού «ΖΥΓΟΣ», συνάντησα ξανά ονόματα
πειραιωτών που άφησαν τα ίχνη του στις σελίδες του, μιλώντας μας για
αγαπημένους τους ζωγράφους ή θέματα που αφορούν τον κόσμο των εικαστικών
τεχνών. Μια γυναικεία γραφίδα μου ξύπνησε παλαιές αναμνήσεις, συναντήσεις,
τηλεφωνήματα, επισκέψεις μας σε εκθέσεις ζωγραφικής, και δύο λησμονημένες ίσως
και χαμένες επιστολές-μέσα στο χάος των γεμάτο σκόνη περιοδικών και εφημερίδων,
βιβλίων και φωτοτυπιών-προς έναν τότε νέο φιλότεχνο. Η πολυβραβευμένη και
γνωστή αντιστασιακή πειραιώτισσα, η μυθιστοριογράφος, θεατρική συγγραφέας και
στιχουργός και αρθρογράφος Κωστούλα Μητροπούλου. Την δική μας Κωστούλα, την
πειραιώτισσα. Την τολμηρή και επαναστάτρια πολίτισσα Κωστούλα, την ατίθαση σαν
χαρακτήρας που δεν έπαψε μέχρι το τέλος του βίου της να μιλά για την πόλη του
Πειραιά, να εξιστορεί τις αναμνήσεις των παιδικών και νεανικών της χρόνων, να
αναφέρεται σε πρόσωπα της πόλης που γνώρισε και αγάπησε αλλά και την αγάπησαν
και παρά τα δικαιολογημένα παράπονά της, δεν την λησμόνησαν. Μεταφέροντας την
αγάπη τους για την ίδια και τα βιβλία της και στις νεότερες γενιές των
πειραιωτών αναγνωστών και φίλων της λογοτεχνίας.
Την
Κωστούλα Μητροπούλου, που ίσως οι περισσότεροι έλληνες την γνωρίζουν από τους
στίχους των τραγουδιών της περισσότερο, να θυμηθούμε το πασίγνωστο και χιλιοτραγουδισμένο
τραγούδι της ο «Δρόμος» που
μελοποίησε ο συνθέτης Μάνος Λοΐζος, αλλά και άλλα της τραγούδια από τον δίσκο «Τα τραγούδια του δρόμου» του
μουσικοσυνθέτη. Ποιος δεν έχει τραγουδήσει τον «Στρατιώτη» της μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και τραγούδια
της που έχει μελοποιήσει ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης. Σημαντικοί στιχουργός με
κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα, καθαροί στίχοι, λόγια σταράτα, αντιπολεμικής
ατμόσφαιρας. Συνθέτες όπως ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης, ο Άγγελος Σέμπος, ο Νίκος
Δανίκας, ο πειραιώτης Κώστας Μυλωνάς, ο Ανακρέων Παπαγεωργίου και άλλοι
συνθέτες έχουν μελοποιήσει στίχους της. Αρκετοί την γνωρίζουν από θεατρικά της
έργα που παραστάθηκαν σε αρκετές ελληνικές σκηνές εδώ και μια πεντηκονταετία.
Βλέπε ενδεικτικά: «Η Πόλη μας» σε σκηνοθεσία Μιχάλη Παπανικολάου από το θίασο
του Δημοτικού Λυρικού Θεάτρου 1970, «Το Παιχνίδι και μια τύψη» σε σκηνοθεσία Σ.
Παπαδάκη από το Εθνικό Θέατρο το 1977, «Τα Τέσσερα Μονόπρακτα» σε σκηνοθεσία Γ.
Χριστοδουλάκη από το Εθνικό Θέατρο 1981, (μαζί με τα μονόπρακτα των Χρήστου
Σαμουηλίδη και Α. Δωριάδη), πάλι από το Εθνικό Θέατρο η «Νταλίκα» την περίοδο
1988-1989 σε σκηνοθεσία Γιώργου Χριστοφιλάκη,
το έργο της «Μουσική για μια αναχώρηση» παραστάθηκε στο Θέατρο Μουσούρη
το 1979 σε σκηνοθεσία των Μαρία Κωνσταντάρου και Β. Ρίτσου και πολλά της άλλα
έργα. Το Καλοκαίρι του 1977 στο περιοδικό «ΘΕΑΤΡΙΚΑ» τχ. 10,11,12,13, δημοσιεύεται
για πρώτη φορά το έργο της «ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΡΗΜΙΕΣ» που βραβεύτηκε στο Θεατρικό
Φεστιβάλ της Ιθάκης το 1977 Άλλοι, σταθεροί αναγνώστες της λογοτεχνίας την
γνωρίζουν από τους σχεδόν περίπου 50 τίτλους των βιβλίων της. (μυθιστορήματα,
διηγήματα, χρονικό, θέατρο, μονόπρακτα, κείμενά της στην πολιτική ημερήσια
εφημερίδα το «Έθνος», που εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο «Τα Σάββατα στο Έθνος» εκδόσεις «Γκοβόστη»). Αυτήν την ακάματη
πειραιώτισσα, την λαμπρή δημιουργό, την πολυμεταφρασμένη στο εξωτερικό ελληνίδα
συγγραφέα, την δημοκράτισσα, την είχα αγαπήσει διαβάζοντας το γνωστό της
χρονικό «Το χρονικό των Τριών Ημερών» εκδόσεις «Κέδρος» 1974 και επανεκδόσεις.
Μικρή μνημονική παρένθεση. Το Χρονικό αυτό που αναφέρεται στα τραγικά γεγονότα
του Πολυτεχνείου του 1973, μου το είχε χαρίσει μια άλλη αντιστασιακή φωνή,
ελεύθερη και ανεξάρτητη γυναικεία παρουσία η σημαντική μυθιστοριογράφος Τατιάνα
Γκρίτση-Μιλλιέξ, μαζί με το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Πως φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής» Αθήνα 1975. Η αλησμόνητη Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ γνώριζε
και είχε διαβάσει πολλά από τα ποιήματα που είχα αντιγράψει τότε από τα κάγκελα
του Πολυτεχνείου. Ένα λαθρόβιο και πρωτόλειο κείμενό μου που της είχα στείλει
σε ένα χειρόγραφο περιοδικό «του τοίχου» γεμάτο αντιδικτατορικά νεανικά τσιτάτα,
ορμητικού μπακουνικού ύφους της εποχής κείμενο, ενός νέου εκκολαπτόμενου γραφιά
της μετά την δικτατορία εποχής. Της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον με αποτέλεσμα
μια μικρή αλληλογραφία τριών γραμμάτων, ορισμένων τηλεφώνων, συνάντησης και την
δωρεά ορισμένων βιβλίων εκ μέρους της προς ένα «αντιστασιακό» μειράκιο και
μάλιστα «κουλτουριάρικο». Τα δύο αυτά χρονικά των γνωστών αντιστασιακών
ελληνίδων συγγραφέων καθώς και μετέπειτα το μυθιστόρημα της Γκρίτση-Μιλλιέξ, «Χρονικό ενός εφιάλτη» που αναφέρεται
στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 που εκδόθηκε
από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», ήσαν τα τρία βιβλία γραμμένα από γυναικεία
γραφίδα που με έκαναν έκτοτε να συγκεντρώνω στοιχεία για τα λογοτεχνικά και
ιστορικά τεκταινόμενα της σκοτεινής εκείνης εποχής. Τεκμήρια από βιβλία,
περιοδικά και αποκόμματα παλαιών εφημερίδων που διατήρησα μέχρι την χρονική
στιγμή-είχαν περάσει αρκετές δεκαετίες έκτοτε-που συνειδητοποίησα ότι η
επέτειος του πολυτεχνείου μετατράπηκε σε ένα εμπορικό και μάλλον κατά την γνώμη
μου ανέξοδο, ανώφελο πανηγυράκι «γυρολόγων» που μετέφεραν τις παρουσίες τους
από κανάλι σε κανάλι, περίλαμπρα φωτογραφιζόμενοι στις σελίδες των εφημερίδων.
Κατάλαβα τότε, ότι η περίοδος αυτή της ζωής μας-τουλάχιστον της δικής
μου-έκλεισε ανεπιστρεπτί, είχε ολοκληρώσει τον πολιτικό της κύκλο της. Και αφού
συγκέντρωσα σε δύο κούτες Νουνού βιβλία, περιοδικά, αποκόμματα εφημερίδων,
χειρόγραφες σημειώσεις δικές μου και άλλων λόγια από συζητήσεις, ποιήματα που
με κόπο είχα διαφυλάξει στο πολυτονικό γραμμένα, τα πέταξα. Όταν η ιστορία των
ανθρώπων, τα προσωπικά βιώματα όποια και αν είναι αυτά, οι ελπίδες και οι
κοινωνικές προσδοκίες τους γίνονται καταναλώσιμα προϊόντα, εύπεπτη βορά στις
μεταγενέστερες αδιάφορες γενιές,-που στο κάτω-κάτω δεν έζησαν αυτά τα γεγονότα
από κοντά, κατά την άποψή μου, δεν ωφελεί να την και τα διατηρείς στην
επιφάνεια της επικαιρότητας. Εξάλλου, οι αφανείς μάρτυρες κάθε εποχής, οι
«νεομάρτυρες» κάθε ιδεολογίας και κοινωνικής ανατροπής είναι πολλοί
περισσότεροι από τους επώνυμους. Οι ανώνυμοι ήρωες είναι οι υποδομές της
ιστορίας. Το υπόγειο λίπασμά της που αθόρυβα γονιμοποιεί αν γονιμοποιεί τις
μελλοντικές συνειδήσεις των ανθρώπων. Επανερχόμενος στο θέμα μου, και
κλείνοντας την μικρή αυτή προσωπική παρένθεση, για άλλη μία φορά να σημειώσω
την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που έγινε σε μένα, έναν τότε άβγαλτο νεανία
γεμάτο επαναστατική ορμή και πολιτικό πάθος από την πολιτικά ενεργή σε όλη της
την ζωή συγγραφέα Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ. Εκείνη πάνω κάτω την περίοδο, δεν
θυμάμαι ακριβώς πως, συνάντησα και ένα εξίσου ενδιαφέρον άτομο, τον Γιώργο
Μανιατάκο, έναν συγγραφέα που εξακολουθούν να μου αρέσουν τα μυθιστορήματά του.
Δύο «πατρικές» επιστολές ενθάρρυνσης για να ασχοληθώ με την συγγραφή και
πρωτίστως το διάβασμα, μου θυμίζει την γνωριμία μας. Τώρα που η μνήμη
πρυτανεύει των νέων εμπειριών και γνωριμιών. Άλλες εποχές άλλες σχέσεις. Αφορολόγητα
τεκμήρια μιας χώρας και μιας ζωής που δεν γνωρίζαμε-τουλάχιστον εγώ-που θα
καταλήξει. Εννοώ στην των ημερών μας πτώχευση.
Το όνομά της Κωστούλας Μητροπούλου το είχα
συναντήσει για πρώτη φορά (;) στον τόμο «Κατάθεση
‘74» των εκδόσεων «Μπουκουμάνη» 1974, βλέπε το διήγημά της «Ο ΠΑΓΚΟΣ», σελίδες 312-326, σιμά σε
αναγνωρισμένα ονόματα ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων όπως ο κριτικός Μάρκος
Αυγέρης, ο ποιητής Νάσος Βαγενάς, ο συγγραφέας Φώντας Κονδύλης, η
συγγραφέας-δασκάλα Έλλη Αλεξίου, ο ποιητής και εκδότης Δημήτρης Δούκαρης, ο
ποιητής Στέφανος Μπεκατώρος, ο ποιητής και εκδότης Γιάννης Πατίλης, ο κριτικός
και συγγραφέας Κώστας Παπαγεωργίου, ο ποιητής Ντίνος Σιώτης, ο πολιτικός
Γιάννης Πεπονής, και πολλοί άλλοι και άλλες γνωστοί και σημαντικοί έλληνες
δημιουργοί, ποιητές, μεταφραστές αλλά και ξένοι όπως η ποιήτρια Sylvia Plath, o Pablo Neruda κλπ.
Εκ του σύνεγγυς, την συνάντησα αρκετές
δεκαετίες πριν, σε κοινό φιλικό σπίτι στην Αθήνα. Ήταν μεγάλη η συγκίνηση και
το τρακ που ένιωσα στην πρώτη μας αυτή συνάντηση αλλά και η χαρά μου, γιατί η
Κωστούλα Μητροπούλου δεν ήταν μόνο μια γνωστή αντιστασιακή πειραιώτισσα, γνωστή
δημιουργός, μια αναγνωρισμένη πεζογράφος με πολλά βιβλία στο ενεργητικό της,
αλλά και φίλη ενός αγαπημένου δημοσιογράφου, κριτικού ταινιών, στιχουργού και
ποιητή του Τώνη Τσιρμπίνου. «Στιγμές άγχους» κ.ά. Βλέπε επίσης κείμενό της στην
εφημερίδα το «Έθνος» της 25/2/1989 με τίτλο «Τώνης Τσιρμπίνος. Του οποίου το
διαμέρισμα βρίσκονταν κοντά στο σπίτι του γνωστού μυθιστοριογράφο Θανάση Πετσάλη-Διομήδη.
Το ότι καταγόμουν από τον Πειραιά, διέμενα και ασχολιόμουν με τα πολιτιστικά
πράγματα της πόλης και όχι μόνο, στάθηκε η αφορμή να με πλησιάσει και να αναπτυχθεί
μεταξύ ενός πολύ νεότερού της νέου πειραιώτη και μιας φτασμένης και
καταξιωμένης συγγραφέως, μια ας μου επιτραπεί η έκφραση, τρυφερή, στοργική κάπως
«μητρική επαφή». Χαρακτήρας ατίθασος και ντόμπρος, ευαίσθητη σαν γυναίκα και
μάλλον παρά τα λεγόμενά της συνεσταλμένη, κάπως ντροπαλή αλλά διεκδικητική όσον
αφορά το έργο της και την δημόσια παρουσία της. Μοναχική και κάπως ελεγχόμενα
απόμακρη. Έτρεφε μεγάλη αγάπη για την γενέθλια πόλη της. Την πόλη των γονιών
της, την πόλη που γεννήθηκε, περπάτησε, έπαιξε, δημιούργησε τις πρώτες της
πνευματικές επαφές και γνωριμίες. Ας μην λησμονούμε ότι η Μητροπούλου γεννήθηκε
το 1933 και μεγάλωσε σε δεκαετίες που ο Πειραιάς μετά την καταστροφή του από τα
πολεμικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του
μετέπειτα εμφύλιου σπαραγμού, είχε αρχίσει δειλά-δειλά να οικοδομεί το νέο του
πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που διατηρήθηκε μέχρι σχεδόν την δικτατορία του 1967 και
για αρκετές δεκαετίες μετά την πτώση της. Οι πνευματικές πειραϊκές δυνάμεις της
εποχής του μεσοπολέμου διαμόρφωσαν και ανέδειξαν την νέα ταυτότητα του
πνευματικού Πειραιά. Δημιούργησαν τις βάσεις της μετέπειτα ανάδειξης νέων
συγγραφέων και φωνών σε πολλούς τομείς της τέχνης και πεδία ενδιαφερόντων. Η
Κωστούλα Μητροπούλου σαν έφηβη πειραιώτισσα υπήρξε δραστήρια και δημιουργική.
Από πολύ νωρίς οι πνευματικοί άνθρωποι του τότε Πειραιά-αυτές οι φιλικές
συντροφιές και παρέες (που φτιάχνουν ιστορία που τραγουδά ο Διονύσης
Σαββόπουλος) διέκριναν το ταλέντο της και την έφεσή της στα γράμματα. Μια
γυναικεία καλλιτεχνική φύση δεν ήταν και μικρή υπόθεση σε μια ανδροκρατούμενη
πνευματικά εποχή. Αυτό την έκανε, και το γεγονός ότι ήταν γυναίκα, σε ένα
ανδροκρατούμενο επαναλαμβάνω περιβάλλον, αγαπητή στους μικρούς πειραϊκούς
κύκλους και περιζήτητη στις συναντήσεις και εκδηλώσεις τους. Θυμάμαι ακόμα τα
θετικά λόγια του Γιάννη Χατζημανωλάκη για την παλιά του φίλη, αλλά και τα
θετικά λόγια ενός πολύ νεότερού της ποιητή και μεταφραστή του Ανδρέα Αγγελάκη
για το άτομό της και το έργο της. Για να μνημονεύσω δύο άτομα από διαφορετικές
γενιές πειραιωτών. Η Κωστούλα Μητροπούλου
αγαπούσε τον Πειραιά και ας μην κατοικούσε στην πόλη πλέον. Οι
αναμνήσεις της ήταν ακόμα ζωντανές, θερμές, ασκόνιστες θα γράφαμε. Μου είχε
διηγηθεί αρκετές μικροιστορίες που έζησε, γνώριζε πρόσωπα και πράγματα,
γεγονότα και καταστάσεις που εμείς οι πολύ νεότεροι, μεταγενέστεροι πειραιώτες
δεν γνωρίζαμε, δεν προλάβαμε να ζήσουμε, ακούγαμε μόνο τον αχό των θρυλικών
εκείνων δεκαετιών και αναρωτιόμασταν τι έφταιξε και η πόλη άλλαξε τόσο
δραματικά. Ορισμένες φορές όπως είναι φυσικό, εξέφραζε και τα σχετικά της
παράπονα για πρόσωπα της πόλης, για επώνυμους γνωστούς της, για τις δημοτικές
αρχές. Η οικογένειά της είχε διανύσει την δική της ιστορία μέσα στην δημοτική
διαδρομή της πόλης και είχε αναμειχθεί στα δημοτικά κοινά. Ο πατέρας της ο
δικηγόρος και πολιτικός Ιωάννης Μητρόπουλος, ήταν γνωστός πειραιώτης και
δραστήριο μέλος της πειραϊκής κοινωνίας. Μετείχε στα δημοτικά κοινά και έχει
γράψει και μια σχετική μελέτη. Μητέρα της η γνωστή πιανίστρια Σοφία Λούμου.
Ευαίσθητη σαν γυναίκα, μοναχική ύπαρξη, δυναμική αλλά και κάπως «ηττοπαθής» μου
μιλούσε στις συζητήσεις μας για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην έκδοση και
κυκλοφορία των βιβλίων της. Πίστευε ότι της είχαν «κηρύξει πόλεμο» στην ίδια
και το έργο της. Ότι την είχαν ξεχάσει. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί, μια
και πίστευα ότι ήταν αγαπητή σε εμάς τους νεότερους, αλλά από σεβασμό και εκτίμηση
δεν τις εξέφραζα τις ενστάσεις μου, πάντα συντασσόμουν με το μέρος της, εξάλλου,
αγαπούσα και διάβαζα το έργο της, παρακολουθούσα τα ανεβάσματα των θεατρικών
της, σιγοψιθύριζα τους στίχους της. Ίσως να ήταν αλήθεια όλα αυτά που άκουγα
από τα χείλη της. Πέρα όμως από αυτά τα πολλές φορές αναμενόμενα στους μικρούς
κύκλους των «διανοουμένων» σε μένα, η Κωστούλα Μητροπούλου δεν έπαυε να είναι
μια αγαπημένη συγγραφέας, ένας τρυφερός και δεκτικός χαρακτήρας, μια
αντιστασιακός ελληνίδα, σε δύσκολους για την ελλάδα πολιτικούς καιρούς, ένα
σημαντικό πρόσωπο που κατάγονταν από την πόλη μου και την τιμούσε όχι μόνο με
το πολύτομο έργο της αλλά και με την ίδια της την παρουσία. Γιατί η συγγραφέας
Κωστούλα Μητροπούλου, η χειραφετημένη γυναίκα τίμησε την πόλη μας, και ας μην
υπάρχει ένας ανδριάντας της σε μια πλατεία, ένας δρόμος με το όνομά της. Δεν
είμαι βέβαιος αν υπάρχουν όλοι οι τίτλοι των βιβλίων της στη Δημοτική μας
Βιβλιοθήκη, αν υπάρχουν στο Ιστορικό Αρχείο της Πόλης χειρόγραφά της. Αρκετοί
πειραιώτες πάντως, γνώριζαν το έργο της, τραγουδούσαν στίχους της, διάβαζαν τα
κείμενά της στην ημερήσια εφημερίδα το «Έθνος» αλλά, δεν την είχαν τιμήσει ποτέ
αν δεν κάνω λάθος. Όπως άλλωστε, και άλλα φημισμένα παιδιά της πόλης που
ξεχάστηκαν μέσα στην τύρβη και την αδιαφορία των νέων καιρών και συνθηκών.
Πληροφοριακά αναφέρω ότι τον Μάρτιο του 1991 ανεβαίνει στο Γαλλικό Ινστιτούτο
Πειραιά-οικία Στρίγκου-το έργο της «Μουσική
για μια αναχώρηση» από την Θεατρική Σκηνή της Φιλολογικής Στέγης σε
σκηνοθεσία Σίμωνος Πάτροκλου. Επίσης, να μνημονεύσω ότι στο λογοτεχνικό
περιοδικό του Πειραιά «Πνευματική Πορεία» που συμμετείχε στην έκδοσή του, δημοσιεύονται
τα εξής κείμενά της:
Πνευματική Πορεία, τχ. 3/3,1954, σ.47, Καρτερώντας
τα κύματα
Πνευματική Πορεία, τχ. 4/4,1954, σ. 69, Όταν πέφτουν
τ’ αστέρια
Πνευματική Πορεία, τχ. 5/9,1954, σ. 89, Προσμονή
(λυρική πρόζα)
Πνευματική Πορεία, τχ. 6/10,11, 1954, σ. 115-, Για
το θάνατο της Μαρίκας Κοτοπούλη
Πνευματική Πορεία, τχ. 7/Πρωτοχρονιά 1955, σ.127-,
Το Παιδί και το Δέντρο
Στο «Λεύκωμα Πειραιώς» 1960 «Ζωή και Τέχνη» του
εκδότη Γεωργίου Δρόσου σ.109-, η Μητροπούλου αφιερώνει το διήγημά της «Ο
Γιουσούφ» στην σύζυγο του πειραιώτη πεζογράφου Κώστα Σούκα την Φανή Σούκα.
Στο πειραιώτικο περιοδικό «Το Περιοδικό μας» τχ. 1/7,
1958, σ. 21, δημοσιεύεται βιβλιο/κη για τη νουβέλλα της, «Η Χώρα με τους ήλιους».
Επίσης ο μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας
πειραιώτης Άγγελος Βογάσαρης αφιερώνει στην φίλη του Κωστούλα Μητροπούλου το
έργο του «Ο Διονύσιος Σολωμός και η Λευτεριά» εκδόσεις Δωδώνη 1972, και, ο
πειραιώτης Τάσος Ν. Πετρής της αφιερώνει ένα τετράστιχό του «Στην Κωστούλα Ι.
Μητροπούλου σαν απόκριση στο πεζογράφημά της «Προσμονή», δες περιοδικό
«Πνευματική Πορεία» τεύχος 5/9, 1954, σ.93.
Κείμενά της επίσης μεταξύ άλλων εντύπων συναντάμε
και στην εφημερίδα «Εβδόμη» 17/4/1988, «Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ και οι Μαρίτσες».
Η Κωστούλα Μητροπούλου παρουσιάζει τη συγγραφέα Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια. Στο λογοτεχνικό περιοδικό
«Τομές» τχ. 8/5,1979, δημοσιεύεται η μελέτη της «Το αντιμυθιστόρημα και ο
αντιήρωας περιεχόμενο και αφετηρία στο σύγχρονο θέατρο». Στο περιοδικό
«Φιλολογική Στέγη» τχ. 22/Χριστούγεννα 1974, «Εύα Βλάμη-Λεκατσά». Στο περιοδικό
«Εποχές» τχ. 33/1,1966, δημοσιεύεται το διήγημά της «Οι Ήρωες». Στο περιοδικό
«Καινούργια Εποχή» τχ. 18/Καλοκαίρι 1960 η Μητροπούλου δημοσιεύει το κείμενό
της σ.114-, για τον «Φίλο που έφυγε» τον Μ. Καραγάτση. Στην παλαιά εφημερίδα
«Ελευθεροτυπία» βλέπουμε ενδεικτικά αναφέρω να δημοσιεύει στις 4/6/1978 το
κείμενο «Οδοιπορικό μοναξιάς» και 20/8/1978 «Τέρατα στο Γαλαξείδι»-Μια πολιτεία
πεθαίνει με αξιοπρέπεια. Στο περιοδικό «Μανδραγόρας» τχ. 2/1,3, 1994, σ.13-
δημοσιεύεται ο Γυναικείος μονόλογός της «Τα Αποτσίγαρα». Και ασφαλώς τα κείμενα
που έγραφε στην στήλη «ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ» που διατηρούσε στα μέσα της δεκαετίας του
1980 στην εφημερίδα «Έθνος». Συνεντεύξεις της έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα
«Η Αυγή» 23/6/1985, στην «Ελευθεροτυπία» στις 5/10/1981 και 8/12/1982, στην
εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» 12/7/1992, στην εφημερίδα «Εβδόμη» 11/1/1987, στο
πολιτικό περιοδικό «Επίκαιρα» τχ. 529/21-9-1978, στο περιοδικό «Ιχνευτής» τχ.
21/1987 σ.13-, η Μητροπούλου συζητά με τον εκδότη του περιοδικού, και σε άλλα
έντυπα.
Διηγήματά της επίσης δημοσιεύονται ενδεικτικά
αναφέρω στα περιοδικά «Τράμ» τχ. 5/4,1972, σ.121-, «Η Περιπέτεια», στην «Πολιτιστική
Πράξη» τχ. 14/9,1993, σ. 37-, «Η Τελευταία παράσταση». Στους τόμους της
«Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς» τχ. 19/1962, σ.169-, «Ο άνθρωπος με το μικρό
φέρετρο», τχ. 21/1964, σ.265-, «Λεπτομέρεια σε παλιά κορνίζα», τχ. 23/1966, σ.
147-, «Τα χέρια της», τχ. 40/1983, σ. 73-, «Αυτή ο άνθρωπος ήταν σοφή», στην
«Ανθολογία Νεοελληνικού Διηγήματος» σε εποπτεία Γιώργου Κ. Ζωγραφάκη, τόμος 2ος,
σ. 204-, των εκδόσεων Μαλλιάρη 1975, στο «Ελληνικό Διήγημα» των εκδόσεων
«Αιγόκερως» 1981, δημοσιεύεται το διήγημά της «Όσκαρ ή το χαμόγελο της
τοιχογραφίας» σ. 161-, και αλλού.
Θυμάμαι το
πώς μου ανέλυε και με παρότρυνε να επισκέπτομαι εκθέσεις ζωγραφικής, τι
παρατηρούσε και τι επεσήμανε σε έναν πίνακα, στο έργο ενός ζωγράφου. Το βλέμμα της
ήταν πάντοτε ανθρωποκεντρικό, διερευνητικό των ανθρώπινων αδιεξόδων, των
χαμένων κοινωνικών ευκαιριών των ευαίσθητων ανθρώπων, των προβλημάτων τους, των
αδιεξόδων τους, της ερημιάς τους, της μοναξιάς τους, της περιθωριοποίησής τους.
Οι θέσεις και οι απόψεις της διαπραγματεύονται σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα
των ανθρώπων των μοντέρνων καιρών. Κινούνται και συνήθως υπερβαίνουν τα
υπαρξιακά «όρια» της μοναξιάς του ανθρώπου, της γυναίκας, του άντρα, των
απόκληρων της κοινωνίας. Ανιχνεύουν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις
δυσκολίες μεταξύ των ζευγαριών, των μη ισορροπημένων και ελεύθερων μεταξύ τους
σχέσεων. Το κοίταγμά της δεν είναι δογματικά φεμινιστικό, διχαστικό, από την
μια ο άντρας και από την άλλη η γυναίκα σε έναν διαρκή μεταξύ τους πόλεμο, σε
μια αμάχη που σκοτώνει και τα δύο φύλα αργά και σταθερά, που διαλύει κάθε
ιδιαίτερη δημιουργική του χαρακτήρα τους ικμάδα, που αμαυρώνει την ταυτότητα
των προσώπων στο όνομα μιας μάλλον δήθεν ατομικής ανεξαρτησίας και χειραφέτησης.
Σε πλείστα της έργα, διαπραγματεύεται και εξετάζει με νηφαλιότητα αλλά και
πάθος τις ανθρώπινες σχέσεις, τις σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους έτσι όπως
διαμορφώνονται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Φωτίζει το
υπαρξιακό κενό που νιώθουν τα ανθρώπινα όντα καθώς χάνουν τις ανθρωπιστικές
τους σταθερές, καθώς απεμπολούν παραδοσιακές τους αξίες, στηρίγματα της
προσωπικής τους ελευθερίας. Σκιαγραφεί την αλλοτρίωση που επέφερε ο πολιτισμός
και οι κοινωνικές-πολιτικές συνθήκες στις σχέσεις των ανθρώπων σε ατομικό και
συλλογικό επίπεδο. Περιγράφει στιγμιότυπα ζωής και συμπεριφορές των λεγόμενων
περιθωριακών ατόμων. Ατόμων που είναι απόκληροι της κοινωνίας, που ζουν στο
περιθώριο εξαιτίας θεσμικών του κράτους κανόνων, αποτραβηγμένα στα όρια της
κοινωνίας και της πολιτείας άτομα, άτομα της διπλανής μας πόρτας, εξαιτίας των
απόψεων και των κρίσεων που έχουν οι άλλοι για αυτούς. Στο πως τους βλέπουν και
στο πως τους αντιμετωπίζουν οι γύρω τους. Στην αποβολή τους από την καθεστωτική
της πολιτείας αυλή, στην συμβίωση μαζί με την υπόλοιπη ομάδα. Την περιχάραξη των ορίων της κοινωνίας για να
λειτουργήσει το περιβόητο σύστημα, και την αποβολή τους από τους κόλπους του.
Η
Κωστούλα Μητροπούλου, δεν έχει το πολιτικό και ακραίο «φεμινιστικό» βλέμμα της
σημαντικής και αγαπητής μας πεζογράφου, της Λιλής Ζωγράφου, που πολλές από τις
θέσεις που εκφράζει μέσα στα μυθιστορήματά της και στα δοκίμιά της, δεν
πηγάζουν μάλλον από την ανάγκη της θεματικής πλοκής, της εξιστόρησης του μύθου,
μιας προσωπικής ή οικογενειακής αφήγησης, αλλά από τις προβολές των πολιτικών
και φεμινιστικών θέσεων και ιδεών της συγγραφέως που εκείνη πιστεύει. Η Λιλή
Ζωγράφου αναφέρεται στην αντιπαλότητα των δύο φύλων χωρίς να «εμβαθύνει» στα
υπαρξιακά και οντολογικά αδιέξοδα των ατόμων αν δεν κάνω λάθος στην ερμηνεία
μου, όπως πράττει η Κωστούλα Μητροπούλου. Η Ζωγράφου έχει ένα επίπεδο
επαναστατικής προσωπικής στάσης, μιας πολιτικής ακτιβιστικής αντιπαράθεσης με
το πολιτικό στην ευρύτερη και στενότερη έννοια κατεστημένο, κρατά μια μάλλον εκ
των προτέρων αρνητική στάση απέναντι στην κοινωνία και τους θεσμούς της, τους
κανόνες της και τις απαγορεύσεις της, τις αξίες και τα προτάγματά της, και αυτό
συνήθως προβάλλει στα έργα της, στους ήρωές της και κυρίως, στις ηρωίδες της.
Οι ιστορίες που πλέκει είναι περισσότερο μάλλον φεμινιστικές μυθιστορηματικές
«διακηρύξεις», εκ των προτέρων αντίπαλα στρατόπεδα μέσα στα οποία πολεμούν τα
δύο φύλα, αντιμάχονται το ένα το άλλο όχι με σκοπό υπέρβασης των αντιξοοτήτων,
υποσκέλισης των διαφορών και εύρεσης κοινών τόπων επαφής, επαναδιαπραγμάτευσης
των μεταξύ των σχέσεων πάνω σε νέες βάσεις ισοτιμίας και ανεξαρτησίας, αλλά
μάλλον αν δεν λαθεύω, για να υποδουλώσει το ένα φύλο το άλλο. Να ποδηγετήσει το
ένα φύλο το άλλο. Και στην περίπτωση της Ζωγράφου, να υπερνικήσει η γυναίκα
θηλυκή αράχνη και να εκδικηθεί το αρσενικό μισό της. Να πάρει την ρεβάνς για τα
χιλιάδες χρόνια καταπίεσής της που υπέστει όπως θριαμβικά πιστεύει από την
κυριαρχία του αρσενικού συντρόφου. Οι ήρωες και ηρωίδες της Ζωγράφου, δεν είναι
ανεξάρτητες, δεν έχουν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας, δεν αυτονομούνται από την
κυρίαρχη θέληση της συγγραφέως. Κινούνται σε ένα πλαίσιο αναφορών που είναι
οργανωμένο από τις αρνητικές για το αρσενικό είδος ιδέες της μυθιστοριογράφου.
Το θέμα των μυθιστορημάτων είναι το πεδίο σκοποβολής των θέσεων της Λιλής
Ζωγράφου με στόχο το αρσενικό πάντα υποκείμενο. Υπάρχει μια διαπάλη των
ζευγαριών, μια αμάχη κοινωνική και προσωπική που υπερβαίνει τα όρια των
θεωρητικών θέσεων και απόψεων της γαλλίδας Σιμόν ντε Μποβουάρ, που, όσοι έχουν
διαβάσει το «Δεύτερο Φύλο» της, για
να μείνω στο πλέον γνωστό της και διαφημισμένο της έργο που επηρέασε
εκατομμύρια γυναικείες συνειδήσεις και συμπεριφορές ανά την υφήλιο, θα
διαπιστώσουν ότι υπάρχει ένα συντηρητικό υπόστρωμα πίσω από τα λόγια της
συντρόφου του Ζαν Πωλ Σαρτρ. Ένα υπόστρωμα ανεξέλεγκτης και ακατανόητης
αντιπαλότητας που ίσως καταπνίγει και τις υγιείς γυναικείες εκείνες δυνάμεις
που κυοφορήθηκαν, αναπτύχθηκαν και ξεσηκώθηκαν δικαίως εναντίον της
φαλλοκρατίας και δεσποτικής κυριαρχίας των αντρών, του άλλου μισού φύλου της
γης. Πολλές από τις απόψεις της Σιμόν ντε Μποβουάρ έχασαν την κοινωνική
δυναμική τους εξαιτίας της κραυγαλέας τους προπαγάνδας και ίσως πολιτικής
επικαιροποίησής τους. Από την καταχρηστική τους προβολή και προπαγάνδα. Είναι
θέσεις διχαστικές και όχι συμπληρωματικές, συζευκτικές, και σε πολλά τους
σημεία συντηρητικές ακόμα και για την ίδια την γυναίκα και το φύλο της, και πως
το διαχειρίζεται. Αλλά τα λεγόμενα και τις γυναικείες διακηρύξεις της γαλλίδας
συγγραφέως των «Μανδαρίνων» θα πρέπει να τις εξετάσουμε στην εποχή τους και
στις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν. Σε μια περίοδο που το
φεμινιστικό κίνημα αγωνίζονταν να κατακτήσει το αντίπαλο στρατόπεδο, να
ακουστούν και οι πιο ίσως ακραίες φωνές διεκδίκησής του. Όπως παλαιότερα είχε
συμβεί και με το υπερρεαλιστικό κίνημα και στρατόπεδο αναφορών και εκδηλώσεων.
Στα μεταγενέστερα χρόνια της ευρωπαϊκής και δυτικής ιστορίας της διεκδίκησης
των ατομικών και άλλων δικαιωμάτων, ούτως ή άλλως, τόσο ο άντρας όσο και η
γυναίκα, και οι μεταξύ τους σχέσεις, όσο και οι ομοφυλόφιλες σχέσεις που
αναπτύχθηκαν απελευθερώνοντας συνειδήσεις, ψυχές και σώματα, μετετράπησαν σε
καταναλωτικά της εμπορικής διαφήμισης προϊόντα. Από υποκείμενα φύλα
μετετράπησαν σε αντικείμενα. Σώματα προς εκμετάλλευση ενός κακώς εννοούμενου
εμπορικού υλιστικού ανταγωνισμού και χρηματικής πολεμικής. Έγιναν οι άνθρωποι
διαφημιστικά προϊόντα όχι ανεύρεσης της ταυτότητάς τους ή επαναξιολόγηση των
δυνατοτήτων και επιθυμιών τους αλλά σκέτα αναλώσιμα προϊόντα στο βωμό ενός
κέρδους που άλλοι καρπούνταν.
Παραπλήσιες θέσεις, για τις σχέσεις των δύο φύλων
συναντάμε και στην άλλη γνωστή γυναικεία γραφίδα του καιρού μου-μας, την
πεζογράφο Μάρω Βαμβουνάκη. Μια πεζογράφος που διαβάζονταν πάρα πολύ από τους
νέους και τις νέες της γενιάς μου, που αναζητούσαν στηρίγματα και παραδείγματα
στις μεταξύ τους σχέσεις. Που αναζητούσαν την ταυτότητα του άλλου φύλου όχι
μάλλον στο άτομο που είχαν δίπλα τους, αλλά στους ήρωες και τις ηρωίδες των
μυθιστορημάτων. Η πολιτική πρυτάνευε των διαπροσωπικών αναγνωρίσεων και
κυριαρχούσε ως ερμηνεία των διαπροσωπικών επαφών των νεολαίων της εποχής μου. Ο
μυθιστορηματικός λόγος της Μάρως Βαμβουνάκη δεν κινείται όμως μέσα ούτε στα
πολιτικά ανατρεπτικά πλαίσια της Λιλής Ζωγράφου ούτε μέσα στο αγχωτικό, ερημικό
περιβάλλον, των πολλών και επαναλαμβανόμενων ψυχικών αδιεξόδων που κινείται η
γραφή της Κωστούλας Μητροπούλου. Είναι κάπως μάλλον περισσότερο «επιφανειακός»
γιαυτό και περισσότερο κατανοήσιμος και αγαπητός από το τότε νεανικό κοινό.
Χωρίς ψυχικούς και υπαρξιακούς μαιάνδρους, χωρίς κοινωνικές πολυπλοκότητες που
χάνουν τον στόχο της πραγματικής αιτίας της αφήγησης. Η πειραιώτισσα
μυθιστοριογράφος έχει προβεί σε έναν σημαντικό διαχωρισμό, σε κάποιο κείμενό της,
όπως η μνήμη το έχει συγκρατήσει γράφει ότι: «άλλο πράγμα είναι η μοναξιά και άλλο πράγμα η ερημιά» και οφείλουμε
να διαχωρίσουμε αυτές τις δύο έννοιες, αυτές τις δύο σύγχρονες των ανθρώπων
καταστάσεις. Μια κατά την γνώμη μου σημαντική ψυχολογική και κοινωνιολογική
παρατήρηση της Μητροπούλου που επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις μας με τους άλλους
και τον εαυτό μας. Και αυτό το μονοπάτι ακολούθησε και στα έργα της. Οι ήρωές
της ή οι αντιήρωές της σωστότερα, περιφέρονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα κοινωνικού
παραλόγου. Αδυνατούν να κοινωνήσουν δημιουργικές σχέσεις μεταξύ τους. Χωρίς
όμως να χάνουν το ενδιαφέρον και την αξία τους στο βλέμμα της συγγραφέως. Τόσο
η γυναίκα όσο και ο άντρας βιώνουν την ίδια κατάσταση, από την δική τους πλευρά
ο καθένας. Ζουν τα ίδια τραγικά αδιέξοδα, είναι αιχμάλωτοι εξωτερικών
παραγόντων, αντιλήψεων και συνθηκών. Το μονοπάτι της ερημιάς και της ατομικής
μοναξιάς είναι κοινό. Δεν είναι σπαρμένο με διχαστικές και πολιτικές
αντιπαλότητες, το πρόβλημα είναι κυρίως σε αυτές τις καταρρακωμένες υπάρξεις
οντολογικό στο βάθος του πυρήνα του. Η Μητροπούλου, δεν προβάλει την αγωνία της
γυναίκας για να μειώσει εκείνη του άντρα, την συμπαρουσιάζει και ανάλογα με την
εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται στέκεται είτε στην μία είτε στην άλλη πλευρά.
Αν πάρουμε σαν παράδειγμα την εισαγωγή της Λιλής Ζωγράφου στα ποιήματα που
επιμελήθηκε της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη, θα διαπιστώσουμε ότι η Ζωγράφου δεν
μιλά σχεδόν καθόλου για την ποίησή της, για την τεχνοτροπία της, την θεματική της,
το ποιητικό της ύφος, αλλά για την σχέση της και τον έρωτά της με τον ποιητή
Κώστα Καρυωτάκη. Για το πώς στάθηκε ο ερωτάς της αρνητικό εμπόδιο στην εξέλιξή
της ζωής της. Η Ζωγράφου παίρνει την θέση των γυναικών ανεξάρτητα αν έχουν
δίκιο ή όχι. Δηλαδή μάλλον μεροληπτεί στις θέσεις της, αντίθετα η Μητροπούλου,
δεν θα έγραφε ποτέ σαν πριγκίπισσα φεμινίστρια το «Μου σερβίρεται ένα βασιλόπουλο
παρακαλώ». Ακόμα και στο σημαντικό
μελέτημά της «Αντιγνώση» η Λιλή Ζωγράφου που διερευνά την σχέση της
καπιταλιστικής οικονομίας στην γέννηση της χριστιανικής θρησκείας και την
επιρροή της στις συνειδήσεις των ανθρώπων μέσα στην εξέλιξη του δυτικού
πολιτισμού, βλέπουμε το γυναικείο βλέμμα της να μεροληπτεί, να μην έχει την
αναγκαία πλαστικότητα η ερμηνεία της όπως επιβάλλουν τέτοιου είδους ζητήματα
που δεν άπτονται κοινωνικές διαμάχες, ιδεολογικών σχισματικών καταστάσεων αλλά
συνειδήσεις και ψυχές, σώματα και ζωές, εκατομμυρίων απλών ανθρώπων που
χρειάζονται ένα στήριγμα βίου και σχέσεων που δεν τους το παράσχει η Πλατωνική
Πολιτεία ή το Θεολογικό σύστημα που οικοδόμησε ο θείος Πλάτων μέσα στα έργα του
και εξέλιξε ένας από τους σχολιαστές του ο Πλωτίνος. Είναι με χρωματικά έντονο
πρόσημο οι ηρωίδες της Ζωγράφου, δεν έχουν ευκαμψία κινήσεως και συμπεριφορών.
Από την άλλη, καθημερινοί, απλοί, αγχωτικοί και
προπάντων μοναχικοί οι ήρωες της Μητροπούλου βιώνουν τα αδιέξοδά τους με πίκρα,
στωικότητα, δόσεις μελαγχολίας, καντάρια
μοναξιάς, αυτοκαταστροφής, κοινωνικά περιθωριοποιημένοι, πολλοί χαμένοι μέσα
στα αδιέξοδά τους, κρατώντας όμως την τσακισμένη υπερηφάνεια τους. Μια τσαλακωμένη,
κατακρεουργημένη, βασανισμένη, ταλαιπωρημένη αλλά προσωπική σε συνεχή πτώση
υπερηφάνειά τους, που δεν προέρχεται από την πτώση μιας ηρωικής προσωπικότητας
όπως γνωρίζουμε από τους ήρωες της αρχαίας τραγωδίας ή από τον πολύχρωμο κόσμο
εκδηλώσεων και συμπεριφορών των έργων του ελισαβετιανού δραματουργού Ουίλιαμ
Σαίξπηρ, αλλά είναι οι ανώνυμοι καθημερινοί αντιήρωες, της ρεαλιστικής
σύγχρονής μας πραγματικότητας που προήλθαν από το «Νέο Μυθιστόρημα» που
κυοφορήθηκε εκείνη την περίοδο, από την γραφίδα της Μαργκερίτ Ντυράς, που το
έργο της έχει αφήσει βαθειά τα ίχνη του στην δική μας Κωστούλα Μητροπούλου. Η
Ζωγράφου από πεποίθηση δεν θα διανοούνταν
να συνθέσει ποτέ της ένα έργο σαν το «Χιροσίμα αγάπη μου», αντίθετα από την
Μητροπούλου. Τραγικά πρόσωπα οι αντιήρωες της Μητροπούλου, τα σκιαγραφεί και μας
τα παρουσιάζει χωρίς διάθεση ακραίας αντιπαράθεσης παρά μόνο για να μας
φανερώσει την διαρκή τους αποξένωση, την απομόνωση τους. Ορισμένες φορές κάπως
κουραστικά, άλλες κάπως πέρα του δέοντος αφηρημένα, άλλες έχοντας εξαντλήσει σε
προηγούμενα έργα της την ταυτότητα της φυσιογνωμίας τους. Ορισμένες φορές πάλι,
η γραφή της πλεονάζει των απόψεών της, φαίνεται σαν η ίδια να μην μπορεί να
ολοκληρώσει το φόντο των χαρακτήρων της, επαναλαμβάνει θεματικές της ενότητες
που αν διαβάσουμε προσεχτικά παλαιότερα γραπτά της έχει πει αυτό που θέλει να
πει. Ανακυκλώνει θέματα χωρίς μάλλον να εξελίσσει την ταυτότητα του αντιήρωά
της, περισσότερο είναι ίσως ένα παιχνίδι μυθιστορηματικής ή θεατρικής τεχνικής.
Ένα παιχνίδι όμως που παίζεται με γνήσια και αυθεντικά υλικά και μέσα, με
ειλικρίνεια και ενδιαφέρον που κωδικοποιούν επανερχόμενες καταστάσεις σαν και η
ίδια να μην θέλει ή να μην αποφασίζει να δώσει ένα τέλος σε αυτήν της την
περιπλάνηση. Ένας λαβύρινθος ανθρώπινης ερημιάς και μοναξιάς που δεν βρήκε ούτε
η ίδια το νήμα της επιστροφής;
Μοναχική και περήφανη η ίδια μέχρι το τέλος της ζωής
της, ανθρωποκεντρική και ελεήμων απέναντι στους ήρωές ή αντιήρωές της, μας
κληροδότησε ένα σύμπαν αφιλόξενο, μουντό, σκοτεινό, με ελάχιστες ίσως χαραμάδες
ελπίδας. Ένα σύμπαν ανθρώπινης ακοινωνησίας και υπαρξιακής μοναξιάς, όπως ήταν
οι νέοι καιροί που έδρασε σαν συγγραφέας. Όπως η ίδια βίωσε.
Αυτήν την
άξενη εποχή των σύγχρονων καιρών μας, αυτό το αφιλόξενο των πόλεων που επέλεξαν
ή αναγκάστηκαν να ζήσουν οι άνθρωποι, της εσωτερικής ανθρώπινης ερημιάς πρωτίστως,
των διαλυμένων σχέσεων, της πολλαπλής ακοινωνησίας μας, είναι σε γενικές
γραμμές που μας παρουσίασε στα έργα της η πειραιώτισσα Κωστούλα Μητροπούλου. Το
έργο της, αν το δούμε μέσα στα στενά πειραιώτικα συγγραφικά όρια, μόνο με τα
έργα του επίσης πειραιώτη πεζογράφου Φάνη Μούλιου γειτνιάζει. Δεν έχει όμοιό
της εντός της πόλης πεζογραφικό παράδειγμα, μόνο με αυτό του Φάνη Μούλιου, μιας
σημαντικής και αξιόλογης συγγραφικής φωνής εντός και εκτός των ορίων της πόλης.
Πολλά της έργα είναι αφιερωμένα στην αδερφή της
Κάτια η οποία έχει σχεδιάσει και πολλά εξώφυλλα των βιβλίων της. Ορισμένα έχουν
σαν εξώφυλλο πίνακες του πειραιώτη ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη. Είναι αρκετοί οι εκδοτικοί
οίκοι που εξέδωσαν βιβλία της, βλέπε «Ίκαρος», «Κέδρος», «Γκοβόστη», «Θεωρία»,
«Δωρικός», «Παρατηρητής», «Κονιδάρης», «Άγκυρα» για να μείνω σε εκδοτικούς
οίκους των ημερών μας. Πολλά της έργα πραγματοποίησαν πάνω από μία έκδοση, δες
«Η ζωή με τους άλλους», «Η μεγέθυνση», «Το έγκλημα ή 450 ημέρες». «Ο Ένοχος»
ενώ άλλα, έγιναν μπέστ σέλλερ και μεταφράστηκαν σε πάρα πολλές ξένες γλώσσες.
Το έργο της διδάσκεται σε αρκετά ξένα πανεπιστήμια. Το 2006 οι εκδόσεις
«Άγκυρα» εξέδωσαν στην μνήμη της έναν συλλογικό τόμο με τίτλο «Το Χρονικό μιας Ανυπόταχτης ζωής»
Αφιέρωμα στην Κωστούλα Μητροπούλου. Ένα σπονδυλωτό έργο όπου άνθρωποι των
γραμμάτων και των τεχνών, φίλοι της, άτομα που την γνώρισαν και συνεργάστηκαν
μαζί της γράφουν και μιλούν για την Κωστούλα Μητροπούλου. Την αγαπημένη τους
Κωστούλα. Την επιμέλεια της έκδοσης είχε η ποιήτρια και βιβλιοκριτικός Ελένη
Γκίκα.
Μια προσωπική
αφήγηση-περιπλάνηση μας δίνει στο παρακάτω κείμενό της που δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό «ΖΥΓΟΣ» το 1979. Η Μητροπούλου παρατηρεί και αναλύει την εικαστική
δημιουργία του ζωγράφου Στάθη Πετρόπουλου. Διαβάζει τους πίνακές του και
περιπλανιέται μέσα στους ερημωμένους χώρους του. Έρημοι δρόμοι, τοπία μοναχικά,
άνυδρα, χωρίς ίχνος ζωής, μόνο κάτι ξεραμένοι θάμνοι βρίσκονται σιμά στα
ακατοίκητα αυτά σπίτια. Που στέκουν υπερήφανοι θαλασσοδαρμένοι της ζωής φάροι
παλαιών ανθρώπινων αναμνήσεων και περασμένων βιωμάτων. Ερειπωμένα σπίτια, με
κλειστά παράθυρα ή σπασμένα τζάμια, κλειστές πόρτες, ρηγματικές σχισμές στους
τοίχους, σοβάδες που πέφτουν, με την υγρασία να τα σκεπάζει και να νοτίζει τις
περασμένες αναμνήσεις των ιδιοκτητών τους. Οικίες που κάποτε έσφυζαν από ζωή
και χαρά, από οικογενειακές στιγμές ευτυχίας και ξεγνοιασιά, που τα δωμάτιά τους
φιλοξενούσαν αγαπημένες φωνές, ήσαν χαραγμένα τα πατώματά τους από τα ίχνη
παλαιών φιλικών επισκεπτών. Από τα παράθυρά τους οι ιδιοκτήτες και οι
οικογένειες ατένιζαν το μέλλον των ίδιων και των παιδιών τους. Σπίτια που
πλημμύριζαν από φωνές και παιδικές σκανδαλιές, από όνειρα που βιάζονταν να
πετάξουν έξω στο περιβάλλον και να επιστρέψουν σαν αποδημητικά πουλιά πίσω στην
εστία αφηγούμενα τις εμπειρίες και τις πραγματοποιήσιμες ελπίδες τους, τις
διαψεύσεις τους. Λαβωμένα πουλιά που κούρνιαζαν μέσα στα δωμάτια. Σπίτια που
δεν προμηνούσαν ούτε την δική τους εγκατάλειψη. Σπίτια από λάδι μικρών συνήθως
διαστάσεων είναι που μας αφηγείται η εικαστική ματιά του Πετρόπουλου, ενταγμένα
αρμονικά μέσα στον χώρο. Σπίτια που ο όγκος τους δεν περιορίζει το μάτι του
θεατή στην επιθυμία του να ατενίσει το ευρύτερο πλαίσιο που καδράρονται. Σπίτια
με προοπτική ερημιάς. Αυτές οι εγκαταλελειμμένες οικογενειακές εστίες, οι χωρίς
ανθρώπινη πνοή και δραστηριότητα πλέον να τις θερμαίνει, να τις αναζωογονεί, οι
φθαρμένες από τον χρόνο και την ερημιά, οι οικίες φαντάσματα είναι που μας μιλά
στο κείμενό της η Κωστούλα Μητροπούλου. Από τις πρώτες κιόλας σειρές του
κειμένου της ο νους μας πηγαίνει σε αυτές τις εξαίσιες περιγραφές
εγκαταλελειμμένων οικογενειακών αρχοντικών, τις ποιητικές αφηγήσεις του ποιητή
Γιάννη Ρίτσου. Το έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι γεμάτο, ίσως αν δεν είναι τολμηρό θα γράφαμε, είναι μπουκωμένο
από παρόμοιες περιγραφές ερειπωμένων και ερημωμένων αρχοντικών σπιτιών,
ποιητικές εικονογραφήσεις αφάνταστου μεγαλείου. Σπίτια που γερνάνε μαζί με τους
ιδιοκτήτες τους. Σπίτια ετοιμόρροπα που εξιστορούν την δική τους ιστορία,
παράλληλα και αυτήν των ιδιοκτητών τους. Τα σπίτια στην ποίηση του Γιάννη
Ρίτσου έχουν ζώσα μνήμη, εναργή μνήμη, όπως και οι άνθρωποι. Μνήμη πολιτική,
ιστορική, κοινωνική, ερωτική, επαναστατική, φιλόξενη, ανθρώπινης ζεστασιάς και
νοσταλγίας που δεν κατόρθωσε να σβήσει ο χρόνος, αλλά ούτε και τα ίδια θέλησαν
να την σβήσουν. Έχουν ποτίσει τα ντουβάρια, τα ξύλινα πατώματα, τους φεγγίτες,
τα δεκάδες μικρά και μεγάλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που κάποτε,
πλημμύριζαν τους χώρους τους. Η μνήμη τους δεν αλλοιώθηκε από την φυσική φθορά
του χρόνου πάνω τους, αντίθετα, διατηρήθηκε άσβεστη και ακμαία μέσα στην
υπερηφάνεια τους και την μοναχικότητά τους. Είναι τα σπίτια μνήμες του έθνους
των ελλήνων, μιας ολάκερης εποχής δραματικών αλλαγών και εξελίξεων στην χώρα.
Είναι τα σπίτια μάρτυρες και μαρτυρίες βίου και κατατρεγμού ανθρώπων. Εξορίας
ανθρώπων και οικογενειών. Είναι τα σπίτια φάτνες της ελληνικής ιστορίας της
ρωμιοσύνης. Βουβά, έρημα, διψασμένα, μοναχικά, λησμονημένα, μουχλιασμένα από
την εγκατάλειψη, απαξιωμένα από τους απογόνους, στέκουν άφοβα, αγέρωχα,
υπερήφανα, ρωμαλέα μέσα στην ερημιά τους. Ξέρουν να κρατούν καλά μέσα στα
ερείπιά τους την θερμότητα ζωής ανθρώπων που κάποτε τα ζέσταιναν, τα
λειτουργούσαν, τα κοινωνούσαν, τα ευλογούσαν με τις πράξεις και τα πάθια τους,
τα λιβάνιζαν με τις προσευχές και το αίμα τους. Τα χάιδευαν με τα ίχνη των
σωμάτων τους, τα πότιζαν με τον ιδρώτα τους. Εκατομμύρια όνειρα ανθρώπων βρήκαν
στέγαση μέσα στα έρημα αυτά δωμάτια. Χιλιάδες πόνοι γέννας και θανάτου θρήνοι,
βογκητά απελπισίας και λυγμούς μοναξιάς άκουσαν οι τοίχοι, τα παραθυρόφυλλά τους,
τα πατώματά τους, οι σοφίτες τους, τα υπόγειά τους. Εκατοντάδες βήματα
σεργιάνησαν στα ξύλινα πατώματά τους. Άνθρωποι και χώροι έγιναν ένα. Έγιναν
ασβέστης, τσιμέντο, αγωνίας αγκωνάρια, τούβλα ελπίδας, κεραμίδια παρηγοριάς,
σπασμένες πόρτες φιλοξενίας, μισάνοιχτα παράθυρα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Έγιναν ερημιά στα μάτια των νέων ανθρώπων που τα ατενίζουν στο χρόνο.
Το ίδιο
θα υποστηρίζαμε και για τα σπίτια του ζωγράφου Στάθη Πετρόπουλου. Είχα
παρακολουθήσει την έκθεσή του, και το ίδιο μοναχικό συναίσθημα το ίδιο αίσθημα
θλίψης και εγκατάλειψης που ένιωσα τότε, νιώθω και σήμερα μετά από τόσες
δεκαετίες που ξαναβλέπω φωτογραφίες των έργων του στο περιοδικό και διαβάζω το
κείμενο της Κωστούλας Μητροπούλου. Ένα κείμενο κρυστάλλινης μοναξιάς που δεν θα
μπορούσε να μην εκφράζει και το κλίμα μέσα στο οποίο κινείται και ο
μυθιστορηματικός της λόγος.
Δημοσιεύονται τέσσερεις φωτογραφίες με πίνακες του
Στάθη Πετρόπουλου, οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί με λάδι και έχουν διαστάσεις
40Χ40 εκατοστά. Είναι Σπίτι στο Λαύριο και Σπίτι στη Λακωνία.
ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΦΘΟΡΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ
στον Στάθη
Πετρόπουλο
με αφορμή τις εκθέσεις του στην «Αργώ» και στον
«Κοχλία»
περιοδικό ΖΥΓΟΣ, τεύχος 38/11,12,1979, σελίδες 51-53
Αυτό
το σπίτι είναι όλος ο κόσμος. Ξεκομμένο από τον περίγυρο, μοναχικό, απρόσιτο
σχεδόν, αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια το χρόνο και την ανθρώπινη αδιαφορία. Αν
είχε όνομα αυτό το σπίτι θα το έλεγαν η φθορά σε αποχρώσεις. Από το χρώμα της
πέτρας, κλιμακωτά, μέχρι εκείνο το σύνθετο, από σάπιο και υγρασία, από
κλεισούρα και εγκατάλειψη. Οι τοίχοι του είναι όλες εκείνες οι ανθρώπινες
μαρτυρίες που το κατοίκησαν, το πόνεσαν, το άφησαν, το ξέχασαν. Τα παράθυρά του
είναι τα χαμένα πρόσωπα πού ποτέ δεν θα δούμε εμείς, αυτά τα ίδια πρόσωπα πού
στοίχειωσαν τα δωμάτια με τραγούδια, με δάκρυα, με γέλια, και έφυγαν.
Όταν το
ένα σπίτι έχει κοντά του άλλο ένα, άλλα δύο, άλλα τέσσερα, σπίτια κλειστά
πάντα, τότε έχουμε μιάν αναπάντεχη μαρτυρία του χωροχρόνου, σε διαστάσεις πού
θα τις λέγαμε αυθαίρετα των αποχρώσεων. Από τον ένα ραγισμένο τοίχο στον άλλο,
από τα ρημαγμένα παράθυρα στη σκεβρωμένη πόρτα, ο Στάθης Πετρόπουλος, διηγείται
την τόσο καθημερινή και τόσο απάνθρωπη ιστορία της φθοράς, με εκείνο το δικό
του τρόπο, έναν καθαρά προσωπικό τρόπο αφήγησης μέσα από τα πολλαπλά επίπεδα
της βαθμιαίας και οριστικής καταστροφής στα πράγματα. Στέκεται με πάθος και
πανικό μπροστά σ’ αυτά ακριβώς τα πράγματα, γιατί αυτά περιέχουν τον άνθρωπο,
αυτά θα διηγηθούν την ιστορία του ανθρώπου, με αυτά θα επισημάνει τραγικά την
απουσία του ανθρώπου ο ζωγράφος.
Δεν είναι
μια απουσία-αυτή του ανθρώπου-που δημιουργεί κενά ή προμηνάει καταστροφές.
Αντίθετα, είναι μια κατάσταση που προβάλλει τα σπίτια, αυτά που κάποτε σίγουρα
κατοικήθηκαν, και τα κάνει μ’ έναν τρόπο επώνυμα, φορτωμένα μνήμες και
παρελθόν. Μια εντελώς προσωπική λεπτομέρεια, πού είναι ωστόσο ένα θέμα ολόκληρο
και αυτόνομο, αυτό το έκθετο, γονατισμένο δεντράκι, άλλοτε λίγο πρίν λυγίσει,
συχνά γερτό στα μισά, κάποτε σαν εντελώς αποκομμένο από την εικόνα, σε μιάν
άκρη δεξιά ή αριστερά, ένα σημάδι επικοινωνίας του ζωγράφου με τον κόσμο. Την
πρώτη φορά που το είδα, ήταν σαν να είχε βάλει έτσι την υπογραφή του, τ’ όνομά
του πεταμένο μέσα στην ερημιά του κόσμου ΄ και του το είπα. Μού τόδειξε σε όλες
τις φάσεις αυτής της διήγησης, μέσα από τους πίνακές του, πάντα σε μιάν
αλλόκοτη εξάρτηση άγριας ελευθερίας με το τοπίο-ένα σύμβολο πιο πολύ, που
δήλωνε τα σύνορα του μικρόκοσμου ενός κλειστού σπιτιού και προχωρούσε τη φθορά
πολύ πιο πέρα από τον κόσμο της ύλης.
Σπίτια
πλάι σε σπίτια, πόρτες που γειτνιάζουν με άλλες πόρτες, παράθυρα σε μιάν
αυθαίρετη σχέση και σειρά, χρώματα που είναι νομίζεις πάντα ένα, της φθοράς,
και αμέτρητες αποχρώσεις που κάνουν να
ξεχωρίζουν τα κλειστά, άδεια σπίτια σε ατομικές, μοναδικές περιπτώσεις, για μια
στιγμή μέσα στο χρόνο, και ίσως ποτέ πιά τίποτα τέτοιο. Όλα μαζί καλύπτουν μιάν
επιφάνεια που θα τη λέγαμε κάπως αυθαίρετα πρώην πολιτεία Χ ή εγκαταλειμμένη
αρχιτεκτονική ή ακόμα αργός θάνατος με αξιοπρέπεια. Οι πίνακες του Στάθη
Πετρόπουλου είναι η καταλυτική ιστορία της φθοράς, βήμα με βήμα, πέτρα την
πέτρα, από το γεγονός που λέγεται ερημιά και εγκατάλειψη και απουσία, μέχρι την
αποκαλυπτική παραδοχή της καταγραφής αυτής της πορείας με τις αποχρώσεις μιάς
πέτρας. Δεν είναι ούτε μια στιγμή θρηνητική αυτή η πορεία της φθοράς, ούτε μια
φορά αρνητική και στείρα. Είναι όλοι οι παλμοί που διατηρήθηκαν μέσα στα
κλειστά σιωπηλά σπίτια, παλμοί από φωνές και γέλια, περασμένα και χαμένα για
πάντα βέβαια, αλλά που ωστόσο κάποτε ήτανε μια πραγματικότητα. Αυτή την
πραγματικότητα που χάνεται, στην πιο καίρια στιγμή της, όπως μ’ ένα ευαίσθητο
μάτι από φωτογραφική μηχανή, την αιχμαλώτισε ολόκληρη ο ζωγράφος-ένα προσωπείο
παλιάς δόξας που φθίνει γεμάτο αξιοπρέπεια, βυθισμένο στη σιωπή και στο δέος
της ερημιάς του.
Όταν
κάποτε, αυτή την εντελώς έρημη επιφάνεια τη διαρρέει κάποιο φως, δεν είναι μια
άξαφνη και ίσως επιφανειακή αισιοδοξία του ζωγράφου΄ καθόλου, τίποτα τέτοιο.
Είναι όπως, μέσα στη νύχτα, μοναχικά τραίνα ξεκινάνε με διαφορετική κατεύθυνση
το καθένα και μ’ ένα αόριστο φως, χωρίς ποτέ να έχουν σταθερό σημείο επαφής κι
ωστόσο πάντα ίδια ανάμεσά τους, τραίνα φορτωμένα ανθρώπινες ιστορίες και με
προορισμό τους μια σκοτεινή αποθήκη με παλιά, άχρηστα βαγόνια.
Μακριά, ατέλειωτη σειρά από σπίτια κλειστά,
όχι ερείπια, ποτέ ερείπια, στητά, μακρινά και τόσο γνώριμα ωστόσο, όπως πολύ
παλιά αγαπημένα πρόσωπα σε φωτογραφία ενθύμιον αγάπης που η υγρασία έχει
διαβρώσει το χαρτόνι και μόνο στα μάτια εκείνο το φως επιμένει. Κάποια στιγμή
έχει πειστεί για την ανθρώπινη παρουσία στους πίνακες του Στάθη Πετρόπουλου.
Είναι παντού, σε κάθε στιγμή αυτής της ερημικής πορείας, εκεί ακριβώς που η
απουσία έχει σημειώσει: από δω πέρασαν άνθρωποι. Και τους αναγνωρίζεις
έναν-έναν, στα ίχνη που άφησαν παντού, εκεί που πατάει για να περάσει, μόνη
κυρίαρχη και αυτάρκης, η φθορά.
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, περιοδικό ΖΥΓΟΣ τεύχος
38/11,12,1979, σ. 51-
Μεταξύ των άλλων βιβλιογραφικών πληροφοριών για το
έργο της Κωστούλας Μητροπούλου, της τιμημένης πειραιώτισσας μυθιστοριογράφου,
διηγηματογράφου, στιχουργού και θεατράνθρωπου, βλέπε ενδεικτικά και τις εξής
πληροφορίες:
Α) Κάτια Μητροπούλου, Φιλολογική Βραδυνή Σάββατο
12/3/2005, σ.31-,Το πορτραίτο της Κωστούλας με τα μάτια της αδερφής της.
Β) Ελένη Γκίκα, Αθηναϊκό Ημερολόγιο των Γ. Κ.
Καιροφύλα-Σ.Γ. Φιλιππότη, έτος 17, εκδόσεις Φιλιππότης, «Η ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΤΗΣ
ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ»
Γ) Αντώνης Ζαρίφης, περιοδικό Φιλολογική Στέγη τχ.
28/Φθινόπωρο 1981, σ.475-, «Ο ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ»
Δ) Τούλα Μπούτου, Κωστούλα Μητροπούλου, πρόλογος στο
«Πανόραμα Ελληνικού Διηγήματος» Ελληνική Λογοτεχνία τόμος 1, σ.11. (είναι μια
σειρά που εξέδωσε αν θυμάμαι σωστά η εφημερίδα Ελευθεροτυπία)
Ε) Κώστας Θεοφάνους, περιοδικό «Λιμάνι» τχ. 12/5,
1992, σ.76-, Ο Κώστας Θεοφάνους απαντά στην Κωστούλα Μητροπούλου.
Στ) Δ. Φ. Φραγκόπουλος, εφημερίδα «Έθνος» 1/9/1988,
Κωστούλα.
Ζ) Ελένη Γκίκα, εφημερίδα «Έθνος» Δευτέρα 2/2/2004,
σ.47, «Το τελευταίο παραμύθι της ζωής της»
Η) Λευτέρης Γιαννακουδάκης, εφημερίδα «ΜΙΤΟΣ» της
Κυριακής 15/2/2004, Ο «Στρατιώτης» κίνησε για το μεγάλο «δρόμο»
Θ) Μιχάλης Παγίδας, εφημερίδα «Ακρόπολις» 1/3/1981,
Η συγγραφέας της ανθρώπινης μοναξιάς
Ι) Στην δίγλωσση ανθολογία των Doron Josette-Daskalopulos Maria, Voix de femmes Grecques. Anthologie Bilinque, 2000, Η
Μητροπούλου ανθολογείται με πεζό της, σ.156-,
Κ) Μάνος Κοντολέων, περιοδικό «Τραμ» τχ. 7/9,1988,
σ. 111-, βιβλιοκριτική για έργο της «Το παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή»
Λ) Αλέξανδρος Αργυρίου, Η Μεταπολεμική μας
Πεζογραφία, τόμος Α΄ εκδόσεις Σοκόλη 1988 στην εισαγωγή του και σε πολλές άλλες
σελίδες.
Μ) Χαρά Γεωργοπούλου-Μπακονικόλα, «Κανόνες και
Εξαιρέσεις» εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» 2000
Ν) Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Κλειδιά και Κώδικες
θεάτρου ΙΙ-Ελληνικό Θέατρο» εκδόσεις Εστία 1984
Ξ) Μανώλης Γιαλουράκης, Λογοτεχνία των Ελλήνων,
τόμος 10ος, σ. 242- 247, λήμμα, εκδόσεις Χάρη Πάτση 1966
Ο) Ηλίας Γκρής, «Η 17 Νοέμβρη στη Λογοτεχνία», σ.
287, εκδόσεις Μεταίχμιο 2003
Π) Θανάσης Συλιβός, «Μάνος Λοϊζος… η δική μου
ιστορία, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 2003, σε αρκετές σελίδες.
Ρ) Πάρις Τακόπουλος, «Τα Κριτικά (Θέατρο 1966-1990),
εκδόσεις Ποταμός 2002
Σ) Μιχάλης Γ. Μερακλής, «Η Σύγχρονη Ελληνική
Λογοτεχνία (1945-1970)-Πεζογραφία, εκδόσεις Κωνσταντινίδης χ.χ.
Τ) Χρυσόθεμις Σταματοπούλου-Βασιλακάκου, «Αρχείο
Ραλλούς Μάνου» εκδόσεις «Έφεσος» χ.χ. σ. 50, 64,…
Υ) Μαγδαληνή Κ. Τσάκωνα, «Για τον Πατέρα», εκδόσεις
«Μαρή» 1971, σ.231-
Φ) Δημήτριος Τσάκωνας, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδόσεις Σώφρων 1992, τόμος 9ος, σ. 381-
Χ) Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, περιοδικό «Ποιητική Τέχνη»
τχ. 24/1-3-1949, σ. 154-, βιβλιο/κη για το βιβλίο «Απασιονάτα»
Ψ) Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Μεταπολεμικοί Συγγραφείς»
εκδόσεις Κέδρος 1982, σ. 276, βιβλιο/κη για το βιβλίο «Λεωφόρος χωρίς ορίζοντα»
Ω) Δημήτρης Σταμέλος, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 1/10/1997,
«Έρωτας που κατακαίει και λυτρώνει», βιβλιο/κη για το «Έγραφε παντού τ’ όνομά του»
Με τις 24
αυτές ενδεικτικές πληροφορίες δεν είχα σκοπό να συντάξω μια βιβλιογραφία και κριτικογραφία
για την Κωστούλα Μητροπούλου, άλλωστε, τα κείμενα, τα άρθρα, οι κριτικές, οι θεατρικές
κριτικές, τα σχόλια, οι αναφορές σε ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, ανθολογίες,
δοκίμια και θεατρικές μελέτες, σε εφημερίδες
και περιοδικά είναι εκατοντάδες για να μην πω χιλιάδες. Απλά έδωσα ένα ελάχιστο
γενικό στίγμα από βιβλία και άρθρα για το έργο της και από δικά της κείμενα.
Πολυγραφότατη η πειραιώτισσα Κωστούλα Μητροπούλου, παραγωγική
και δημιουργική, ενεργός και δημοκρατικός πολίτης αυτής της χώρας σε δύσκολες ιστορικές
στιγμές της στάθηκε στις επάλξεις και υπερασπίσθηκε στην ελευθερία και την δικαιοσύνη,
πολιτική στιχουργός, μετείχε στα κοινά της Πόλης και άφησε τα ίχνη της στις μελλοντικές
γενιές. Είθε η πόλη του Πειραιά που γεννήθηκε να δώσει σε μια πλατεία ή σε έναν
δρόμο το όνομά της και να στηθεί η προτομή της στην περιοχή που γεννήθηκε. Η αγαπημένη
της αδερφή, η καλλιτέχνης κυρία Κάτια Μητροπούλου που έχει εκδόσει βιβλίο για την
πόλη, ίσως μπορεί να «καθοδηγήσει» εποικοδομητικά τους διάφορους φορείς της πόλης
μας για να τιμήσουν την σημαντική αυτή εκπρόσωπο της πειραϊκής τέχνης.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Δεύτερη γραφή σήμερα, 19/9/2018
Πειραιάς, Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου