ΜΝΗΜΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ
ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ
Η Ελλάδα τίμησε με αντριάντες, προτομές και ονοματοθεσίες
δρόμων και πλατειών πολλούς από τους φιλέλληνες. Ο Λόρδος Βύρων, ο Σαντόρε
Σανταρόζα, ο Φραγκίσκος-Ρενέ Σατωβριάνδος, ο Δεριγνύ, ο Φαβιέρος, ακόμα και
διφορούμενοι όπως ο Κάνιγκ, είναι μερικά ονόματα από τα πιό γνωστά, παρμένα
στην τύχη από το μακρύ κατάλογο των τιμημένων φιλελλήνων, εκτός-φυσικά-από το
δρόμο που τους μνημονεύει στο σύνολό του, τη γνωστή οδό Φιλελλήνων. Θαρρώ πώς
καιρός είναι να τιμήσουμε και ένα λυσσαλέο μισέλληνα, τον Γερμανό ιστορικό
Ιάκωβο Φίλιππο Φαλμεράιερ. Κανένας, ίσως, φιλέλληνας δεν μας έκανε τόσο καλό
όσο αυτός ο μισέλληνας πού υποστήριξε στα έργα του «Ιστορία της χερσονήσου του
Μωριά κατά τον Μεσαίωνα», «Το Αλβανικό στοιχείο στην Ελλάδα» και άλλα, πώς το
αρχαίο ελληνικό έθνος εξολοθρεύτηκε τελείως κατά τις διάφορες επιδρομές ως τον
6ο αιώνα και πώς οι νεώτεροι Έλληνες δεν έχουν στις φλέβες τους
σταγόνα αίμα ελληνικό και είναι απόγονοι διαφόρων βαρβαρικών φυλών, ιδίως
σλαβικών. Φυσικά ούτε πολιτιστική συνέχεια υπάρχει. Σήμερα αντιπαρερχόμαστε
αδιάφοροι μιά τέτοια θεωρία, αφού την ακύρωσαν ακόμα και θετικές επιστήμες,
όπως η ανθρωπολογία με συγκριτικές μετρήσεις κρανίων και άλλων στοιχείων. Όμως
τότε η απήχηση υπήρξε τεράστια και η ελληνική αντίδραση εντονότατη μά και
ευεργετική. Το νέο ελληνικό κράτος είχε στηρίξει τον πνευματικό του πολιτισμό
στην απώτατη πνευματική μας κληρονομιά. Αρχαϊσμό στη γλώσσα, κλασικισμός στην
τέχνη, συνεχείς και μεγαλόστομες αναφορές στα κλέη των προγόνων. Ακόμα και
πολλοί από τους φιλέλληνες έρχονταν να δώσουν τη ζωή τους στους απόγονους του
Περικλή, του Σωκράτη και του Φειδία και όχι σ’ αυτόν τον φτωχό και
καταδικασμένο στην αμάθεια λαό που μάχονταν ηρωικά για το πιό πολύτιμο από τα
ανθρώπινα αγαθά, για την ελευθερία του. Το λαό πού ήταν ο δημιουργός της
απαράμιλλης δημοτικής ποίησης, των κυκλικών μας χορών, των θαυμαστών κεντημάτων
και υφαντών. Και να που ξαφνικά έρχεται κάποιος, και όχι τυχαίος, για να μας
πει πώς ούτε φυλετική ούτε πολιτιστική συνέχεια υπάρχει ανάμεσα σε μας και
στους αρχαίους Έλληνες. Με την κούφια μεγαλοστομία περί «αρχαίων ημών προγόνων»
δε γέμιζε το κενό τόσων αιώνων. Έπρεπε μέσα στο λαϊκό μας πολιτισμό να βρεθούν
τα στοιχεία εκείνα που θα έκλωθαν το μίτο που θα συνέδεε την αρχαιότητα με το παρόν.
Έπρεπε μέσα στα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις δοξασίες, τα τραγούδια, τις
παροιμίες και την τέχνη να βρεθούν τα μυστικά νήματα που ξετυλίγονταν ως το
βάθος της ιστορίας. Θα μας πήγαινε μακριά να αναφερθούμε και σε άλλες
παράλληλες δραστηριότητες, όπως του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.
Με πρωτοπόρο τον Νικόλαο Πολίτη άρχισε μιά
πανελλήνια εκστρατεία για τη συγκέντρωση όλου του παραδοσιακού μας πολιτισμού.
Η Λαογραφία είχε απλωθεί στην Ελλάδα. Φοιτητές, δάσκαλοι, καθηγητές, αλλά και απλοί
άνθρωποι ρίχτηκαν με πάθος στη συγκέντρωση ενός τεράστιου σε όγκο και σημασία
υλικού. Έτσι αποχτούσαμε το πολύτιμο αγαθό της εθνικής μας αυτογνωσίας. Κύριος
στόχος τα αρχαία στοιχεία που επιζούσαν μέσα στο νεώτερο λαϊκό πολιτισμό. Μα
δίπλα στη γνώση του «από πού κρατάμε» κερδίζαμε και την πολύτιμη συνείδηση του
«τί είμαστε τώρα». Μέσα σ’ αυτή την κίνηση εντάσσεται πρωτοπόρο το έργο της
Αγγελικής Χατζημιχάλη.
Παράλληλα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του
αιώνα μας, αναπτύσσεται στον ελληνικό ιδεολογικό χώρο μιά ελληνοκεντρική κίνηση
με εκπροσώπους τον Ίωνα Δραγούμη και τον Περικλή Γιαννόπουλο. Διαφορετικοί και
στο επίπεδο, και στην ιδιοσυγκρασία και στη γλωσσική τοποθέτηση έχουν κοινό
χαρακτηριστικό τους τον ελληνοκεντρισμό. Δημοτικιστής, πολιτικός και λιτότερος
στην έκφραση ο Δραγούμης, καθαρευουσιάνος, αισθητικός, μεγαλόστομος ο
Γιαννόπουλος. Και οι δυό σκοτώθηκαν, ο πρώτος θύμα του πολιτικού φανατισμού στη
λεωφόρο Κηφισιάς, στα 1920, ο δεύτερος, με μιά θεατρική αυτοκτονία, όταν
γυμνός, αρωματισμένος και ανθοστόλιστος, επάνω σε άλογο όρμησε στα νερά του
Σκαραμαγκά, άνοιξη του 1910, και φύτεψε μιά σφαίρα στο κεφάλι του.
Η
Αγγελική Χατζημιχάλη επεκτείνει τη λαογραφική έρευνα σ’ έναν καινούργιο τομέα,
στις εφαρμοσμένες λαϊκές τέχνες. Είναι χαρακτηριστικό πώς σ’ ένα από τα πρώτα
της βιβλία τη «Σκύρο», πάνω από μερικά κεφάλαια βάζει φράσεις από τον «Ελληνικό
Πολιτισμό» του Δραγούμη: «Ξεσκέπασε τη δημοτική σου παράδοση και πρόσωπο με
πρόσωπο θα αντικρίσεις γυμνή την ψυχή σου», «Από την εκκλησιά και το αρχοντόσπιτο
θα προμαντεύσεις την αρχιτεκτονική», «Χνάρια της παράδοσης θα σου δώσουν τα
συνήθεια, το σπίτι μ’ ό,τι βρίσκεται μέσα».
Στον πρόλογο του βιβλίου αυτού γράφει η
Χατζημιχάλη: «Μελετώντας τα χαρακτηριστικά της λαϊκής μας τέχνης θα γνωρίσωμε
καλύτερα τη φυλή μας και τον εαυτό μας και τότε θα διαμορφώσωμε σύμφωνα με τη συνείδησή μας αυτή, μιά νέα
αληθινά ελληνική τέχνη, που θα βοηθήσει να δημιουργηθή ο πολιτισμός μας,
βγαλμένος από τις πραγματικές δυνάμεις του έθνους». Μέσα στα λόγια αυτά ακούμε
απηχήσεις από τις ιδέες του Δραγούμη και το κήρυγμα του Γιαννόπουλου. Λίγο
αργότερα θα συναντήσουμε την Αγγελική Χατζημιχάλη να συμμετέχει στις Δελφικές
Γιορτές, με την οργάνωση έκθεσης λαϊκής τέχνης. Ο κύκλος της αποτελείται από
εκλεκτούς πνευματικούς ανθρώπους πού σκύβουν με αγάπη και κατανόηση στη λαϊκή
μας παράδοση και προσπαθούν να δημιουργήσουν μιά σύγχρονη ελληνική πνευματική
και καλλιτεχνική ζωή βασισμένη στις γνήσιες παραδόσεις μας. Είναι ο Αριστοτέλης
Ζάχος, βαθύς μελετητής της λαϊκής και βυζαντινής αρχιτεκτονικής αλλά και
δημιουργός αξιόλογων κτισμάτων, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο σοφός δημοτικιστής
φιλόλογος και γλωσσολόγος, ο Φώτης Κόντογλου, ο «βυζαντινός» της αγιογραφίας
μας, ο Δημήτρης Πικιώνης και άλλοι.
Σ’ ένα της βιβλιαράκι τυπωμένο στα 1931
από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, η επισήμανση των αρχαίων στοιχείων στη
λαϊκή τέχνη συνοδεύεται από κάποιες απηχήσεις των θεωριών του Ταίν. Γράφει
εκεί: «Η Ελληνική Λαϊκή Τέχνη, μία από τις αξιολογότερες εκφάνσεις της
ελληνικής Ψυχής, αντικατοπτρίζει με τη μεγάλη ποικιλία των μορφών της, των
σχημάτων και των χρωμάτων, όλες τις διαφορές και την ιδιομορφία των διαφόρων
τόπων της πολύμορφης ελληνικής γης και ζωής. Η Ελληνική Λαϊκή Τέχνη διατήρησε
την παλιά παράδοση, γι’ αυτό και στα σημερινά σχέδια βρίσκομε αρχαιότατα
πρότυπα που συναντάμε σε πολύ παλιές εποχές του ελληνικού πολιτισμού». Και σ’
άλλο σημείο: «Η ελληνική αρχιτεκτονική διατηρεί σε πολλά μέρη της Ελλάδας τον
τύπο του αρχαίου ελληνικού σπιτιού». Θα περάσουν μερικά χρόνια ακόμα για να φανεί,
μέσα στο συγγραφικό της έργο, η αντίληψη της εξέλιξης των μορφών. Αυτό γίνεται
στο βιβλίο της “La Sculpture sur bois”- 1950-όπου επισημαίνεται το πέρασμα
της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής από το χαμηλό ανάγλυφο, το λεγόμενο «στρωτό»
τέμπλο, στο έντονο ανάγλυφο με τα διαμπερή κενά, στα λεγόμενα «τρυπητά» ή
«σκαλιστά στον αέρα» τέμπλα. Όμως κι εδώ η εξέλιξη των μορφών και της τεχνικής
αντιμετωπίζεται σαν μιά εσωτερική και αυτοδύναμη ανέλιξη και όχι σαν αποτέλεσμα
των βαθιών αλλαγών που συντελούνται κυρίως κατά τον 18ον αιώνα, στην
ελληνική κοινωνία. Η ελληνική λαϊκή τέχνη αντιμετωπίζεται σαν έκφραση της
αιώνιας ελληνικής ψυχής, με τις τοπικές της παραλλαγές βέβαια, με τα κάποια της
μπολιάσματα από το εξωτερικό, μα όχι σαν έκφραση των ανθρώπων μιάς ορισμένης
εποχής με τα ιδιαίτερα προβλήματά της, το βαθμό και την ποιότητα της
οικονομικής της ανάπτυξης, την κάθε φορά καινούργια αντίληψη της ζωής. Τον
καιρό που διαμορφώνονται τα κριτήριά της με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται όλα
τα φαινόμενα της ελληνικής ζωής. Και είναι προς τιμήν της ότι, προτρέχοντας από
την εποχή της, διαισθάνθηκε και σημείωσε και άλλους παράγοντες που επιδρούν στη
διαμόρφωση της λαϊκής μας τέχνης.
Η Χατζημιχάλη έζησε το συλλεκτικό στάδιο
στη μελέτη της ελληνικής παραδοσιακής τέχνης. Για να στοχαστούμε και να
φιλοσοφήσουμε επάνω σε ένα φαινόμενο πρέπει πρώτα να έχουμε συγκεντρώσει πολλά
στοιχεία του. Η συλλογή αυτών των στοιχείων είναι εργασία επίπονη και υπεύθυνη.
Λαθεμένα στοιχεία οδηγούν σε σφαλερά συμπεράσματα. Αυτή η αρχόντισσα της Πλάκας
με τόλμη, αυταπάρνηση και μύριους κόπους ταξίδεψε σε νησιά, σκαρφάλωσε σε
κατσάβραχα, μπήκε σε στάνες, μοιράστηκε το ψωμί των ξωμάχων, ανασκάλεψε παλιά
σεντούκια, άρμεξε τη μνήμη γερόντων, και μάζεψε ένα τεράστιο και ανεκτίμητο
υλικό πού το παρουσίασε με γνώση και ευσυνειδησία στα τόσα της βιβλία και στις
λογής άλλες της εκδηλώσεις. Υπήρξε ένας πρόδρομος.
Φτάνουμε τώρα στο σημαντικότερο από τα
έργα της, στους «Σαρακατσάνους». Μιά επιβλητική εργασία από την οποία μόνο ένα
μέρος έχει εκδοθεί. Ως πότε; Τέτοια κείμενα, από τη στιγμή που θα τελειώσει το
γράψιμό τους, παύουν να ανήκουν στο συγγραφέα τους. Γίνονται κτήμα του εθνικού
συνόλου. Μέσα στο μνημειακό αυτό έργο, πού ο υπογράφων το γνώρισε και στο
ανέκδοτο τμήμα του, περιγράφεται και αναλύεται η κλειστή κοινωνία των
Σαρακατσάνων με το βασικό κοινωνικό της κύτταρο, το τσελιγκάτο, που έχει τη
δική του διάρθρωση, τον καταμερισμό της εργασίας, την ιεραρχία του, τις
παραγωγικές του μεθόδους, τα έθιμα και την τέχνη του.
Η μεγάλη Ελληνίδα άνοιξε καινούργιους
δρόμους με μύριους κόπους με ατομική της ανάλωση. Ούτε η ζωή της, ούτε το έργο
της υπήρξαν εύκολα. Σταχολογώ μερικές φράσεις από προσωπικά της γράμματα:
«Πολλές οι δυσκολίες που πέρασα. Ώρες-ώρες αισθάνομαι κουρασμένη, αλλά δεν
κάμπτομαι. Παίρνω κουράγιο και συνεχίζω». Αλλού πάλι: «Πέρασα μεγάλες μπόρες»,
«Τα όσα πέρασα θα με είχαν γονατίσει αν δεν με κρατούσε πάντα όρθια το έργο πού
ανέθεσα στον εαυτό μου».
Θα έπρεπε εδώ να σημειώσουμε και ένα χάσμα
στο έργο της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Ενώ ασχολήθηκε με τις εφαρμοσμένες τέχνες,
την υφαντική, την κεντητική, την ξυλογλυπτική, την κεραμική. Τη φορεσιά, τη
μεταλλοτεχνία, ενώ έκανε καίριες παρατηρήσεις για τη λαϊκή αρχιτεκτονική,
παραμέρισε μιά σπουδαία έκφραση του λαϊκού μας πολιτισμού, τη ζωγραφική. Δεν
της ήταν άγνωστες οι θαυμαστές τοιχογραφίες στα αρχοντικά της Καστοριάς, της
Σιάτιστας, των Αμπελακίων, κι όμως δεν έχουμε ούτε μία μελέτη της γύρω απ’
αυτές ή έστω μερικές περιγραφές και κρίσεις της. Ακόμα και στο καθαρά ζωγραφικό
της έργο δεν υπάρχει επίδραση από τη λαϊκή μας ζωή. Υπάρχει η λαϊκή ζωή με τις
λογής εκδηλώσεις της σαν θέμα, όχι σαν διατύπωση. Αυτά δεν δείχνουν απλώς μιά
παράλειψη, υποδηλώνουν μιά στάση.
Στο αναγκαστικά λειψό αυτό σημείωμα που
γράφτηκε απ’ αφορμή τις τιμητικές εκδηλώσεις που οργάνωσε ο Εθνικός Οργανισμός
Ελληνικής Χειροτεχνίας, πρέπει να προσθέσουμε τη γόνιμη προσπάθεια της
Χατζημιχάλη για τη δημιουργία μιάς σύγχρονης χειροτεχνίας. Η πολυσήμαντη και
σοβαρή αυτή εργασία της αρχίζει από την πρόσκαιρα ελευθερωμένη Σμύρνη και
κορυφώνεται με την ίδρυση και λειτουργία της επαγγελματικής βιοτεχνικής σχολής
«Το Ελληνικό Σπίτι», που δημιούργησε νέες μορφές και χρήσεις βασισμένες σε
παραδοσιακές μορφές, θεμελίωσε τη χειροτεχνική εκπαίδευση και θέσπισε
υποτροφίες. Το «Ελληνικό Σπίτι» είναι η πρώτη σχετική προσπάθεια στην Ελλάδα
που ξεπέρασε το επίπεδο του καλοπροαίρετου ερασιτεχνισμού.
Στα χρόνια μας, όπου λέξεις βαρυσήμαντες
και έννοιες ιερές αποδυναμώθηκαν από κακή χρήση, είναι ωφέλιμο να γυρίζουμε τη
μνήμη μας σε μορφές που μας τις ξαναδίνουν πεντακάθαρες και φορτισμένες. Μιά
τέτοια μορφή είναι και η Αγγελική Χατζημιχάλη.
ΚΙΤΣΟΣ Α. ΜΑΚΡΗΣ, εφημερίδα «Το Βήμα»
29 Απριλίου 1976, και στον τόμο «ΒΗΜΑΤΑ» εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 12, 1979,
σ.349-353.
Σημειώσεις:
Σχετικά με την «Μανιά»
«Αυτή η γυναίκα υπήρξε
μια πολύ βαριά κληρονομιά για τις εύθραυστες παραχαϊδεμένες ψυχές μας. Τη
γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε σαν άνθρωπο. Μα η Αγγελική δεν ήταν μόνο όπως τη
λένε μια μεγάλη Ελληνίδα. Ήταν ένα φυσικό φαινόμενο.», σ.286
Έρση- Αλεξία
Χατζημιχάλη
Μία πρόδρομος της ελληνικής λαογραφίας και εθνογραφίας στην Ελλάδα υπήρξε η ακούραστη και ακάματη Αγγελική Κολυβά- Χατζημιχάλη (Πλάκα 19/8/1895- Πλάκα 4/3/1965). Που συναριθμείται μαζί με την Μέλπω Μερλιέ. Όταν πρίν οκτώ χρόνια, στις 11 Αυγούστου 2015 έγραψα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, ένα κείμενό μου αφιερωμένο στη μνήμη της Αγγελικής Κολυβά- Χατζημιχάλη, το βάρος έπεσε στην γενική παρουσίαση της μεγάλης μας ελληνίδας λαογράφου στην ιστοσελίδα μου και ιδιαίτερα, στο μικρό της βιβλιαράκι «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ» έκδοση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού 1931, τυπωμένο στο εργαστήριο γραφικών τεχνών του φημισμένου τότε, τυπογραφείου Στ. Ν. Ταρουσόπουλου, το οποίο είχα αγοράσει 5 ευρώ, από κάποιο παλαιοπωλείο ή από μπαζάρ του Ελληνικού Ιστορικού και Λογοτεχνικού Αρχείου. Ένα γνωστό καλλιτεχνικό τυπογραφείο στην περιοχή του Φαλήρου στο οποίο πολλοί επιφανείς λόγιοι και λογοτέχνες της εποχής των τυπογραφικών δραστηριοτήτων του εξέδιδαν τα βιβλία τους. Αν δεν με απατά η μνήμη και ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Σε αυτό το ειδικού ενδιαφέροντος βιβλιαράκι αναφέρεται και ο Κίτσος Α. Μακρής στην επιφυλλίδα του στο «Βήμα». Γνώριζα το καλογραμμένο κείμενό του και μου άρεσε η κριτική του εμπεριστατωμένη και δίκαιη ματιά, όπως και άλλες, άτακτες, θετικές αναφορές του στο έργο και το όνομά της βασανισμένης αλλά ακούραστης και αισιόδοξης μεγάλης Ελληνίδας στην διάσωση των λαϊκών θησαυρών του λαϊκού μας πολιτισμού. «Όμως το κράτος, όταν ζούσε η Αγγελική, και μπορούσε ακόμα να βοηθήσει την Ελλάδα, την αγνόησε. Την ξέχασε. Και αυτό την πίκραινε. Οι Έλληνες είχαν πολλά να μάθουν ακόμα από την Αγγελική. Ήθελε να δώσει ακόμα.». μας τονίζει με πίκρα για την αχαριστία που έδειξαν απέναντί της οι επίσημοι φορείς της ελληνικής πολιτείας τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η κόρη της Έρση- Αλεξία Χατζημιχάλη, στο κεφάλαιο «Το τέλος του περιπάτου», σ. 290 στην βιογραφία που συντάσσει για την μητέρα της εκδόσεις Κάκτος. Εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε ότι η Έρση-Αλεξία Χατζημιχάλη, στο ακροτελεύτιο κεφάλαιο του βιβλίου της, το «Υστερόγραφο/ Αθήνα 1998", δεν αναφέρεται μόνο στους συνεργάτες και συνεργάτιδες –μαθήτριες της μητέρας της Αγγελικής Χατζημιχάλη, όπως ήταν η Τατιάνα Ιωάννου- Γιανναρά και άλλους αλλά και την κοροϊδία και την αδιαφορία προς το έργο της μητέρας της, όταν ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά του υπουργείου πολιτισμού αναζητώντας βοήθεια-οικονομική στήριξη για την έκδοση και φροντίδα των εργασιών της Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία διαβιούσε σε μεγάλη φτώχεια. Δυστυχώς, αν αληθεύουν αυτά που μας αφηγείται η Έρση-Αλεξία Χατζημιχάλη στην αυτοβιογραφία της μητέρας της και της οικογένειάς της, ακόμα και η ελληνολάτρισσα Μελίνα Μερκούρη δεν έτεινε ευήκοον ους. Πολιτικοί διαχρονικής πολιτικής και κοινοβουλευτικής διαπαραταξιακής εκπροσώπησης που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον εθνικό μας πολιτισμό. Στις φαντεζί φωτογραφικές πόζες τους και τα κούφια λόγια τους εντός και εκτός κοινοβουλίου. (Πώς το λένε εξάλλου, ο πολιτισμός είναι ο φτωχός συγγενής). Να θυμηθούμε μεταξύ άλλων και την περίπτωση του συλλέκτη Ιόλα και πώς εξελίχθηκε η επιθυμία του να δωρίσει τις πολύτιμες συλλογές του και το σπίτι μουσείο που κατοικούσε στο ελληνικό κράτος; Αλλά ας μην ξεστρατίσουμε πολύ. Την επιφυλλίδα αυτή στο «Βήμα» την είχα κρατήσει σε εκκρεμότητα αντιγραφής, όταν θα ασχολούμουν με την εξίσου σημαντική παρουσία του Βολιώτη Κίτσου Α. Μακρή στο χώρο της ελληνικής παράδοσης, της λαογραφίας και ελληνικής εθνογραφίας, διαβάζοντας εκ νέου τα δημοσιεύματά του, και φυσικά, ερχόμενος και πάλι σε επαφή με το έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, με το οποίο ο Κίτσος Α. Μακρής είχε ασχοληθεί με συνέπεια και ευσυνειδησία, συστηματικά, ιδιαίτερα με την Πηλιορείτικη περίοδό του. Σε μελλοντικό σημείωμα, θα μεταφέρω δύο άρθρα του Μακρή για τον Θεόφιλο, συμπληρώνοντας παλαιότερα δημοσιεύματά μου στην ιστοσελίδα μου για τον λαϊκό ζωγράφο. Βλέπε τις ημερομηνίες 9, 10 και 11/6/2019 κλπ. Και ο χρόνος ήρθε το διάστημα αυτό, Αύγουστος του 2023 που πήρα στα χέρια μου ξανά και διαβάζω τα δημοσιευμένα κείμενα του Κίτσου Α. Μακρή στην εφημερίδα «Το Βήμα» και σε άλλα έντυπα. Τα πλείστα αυτών των δημοσιευμάτων, περιλαμβάνονται στον συγκεντρωτικό τόμο «ΒΗΜΑΤΑ» που κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το Δεκέμβριο του 1979. Παραμένουν ακόμα αρκετά ανέκδοτά του, πχ. 23/4/ και 28/5/1978 στην ίδια εφημερίδα, ενώ πχ. το ιστορικό περιοδικό «Τα Ιστορικά» τχ. 3/5, 1985, σ. 180-, δημοσιεύει το άρθρο του «Ο Κοραής και ο Ρήγας σε έργο του Θεόφιλου» κλπ. Παράλληλα διαβάζω όπως προανέφερα εκ νέου το αυτοβιογραφικό βιβλίο της κόρης της Αγγελικής Χατζημιχάλη, της Έρσης- Αλεξίας Χατζημιχάλη, «Περίπατος με την Αγγελική» εκδόσεις Κάκτος 1999, σε επιμέλεια και θεώρηση κειμένου του ποιητή Στέφανου Μπεκατώρου, από το οποίο ερανίζομαι πληροφορίες για την σοφή αυτή δασκάλα του γένους τον ελλήνων. Ένας τόμος 326 σελίδων, καλογραμμένος, με παράθεση πολλών οικογενειακών στοιχείων και πληροφοριών, χρήσιμος και απαραίτητος όχι μόνο για όσους ενδιαφέρονται για ζητήματα και θέματα της ελληνικής λαογραφίας και παράδοσης, ελληνικότητας αλλά, και για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν την δύσκολη και κακοτράχαλη περιπέτεια βίου της οικογένειας Χατζημιχάλη και ιδιαίτερα της ίδιας, το οικογενειακό της δέντρο, (καταγωγή από την Ζάκυνθο από την πλευρά του αυστηρού πατέρα της) την προσωπικότητα των συγγενικών της προσώπων, την κακοτυχία όπως φαίνεται και στους δύο της γάμους, την άσχημη συμπεριφορά απέναντί της, από δικούς και φίλους, την μεγάλη της θέληση και πείσμα να φέρει σε πέρας το όραμά της για την διάσωση των κληροδοτημάτων του ελληνικού πολιτισμού, όλων εκείνων των λαϊκών στοιχείων και ανθρώπινων συμπεριφορών των απλών λαϊκών αγράμματων ελλήνων της επαρχίας, τα ήθη και τα έθιμά τους τα οποία αποτελούσαν και εν μέρει σήμερα αποτελούν ακόμα το ψηφιδωτό αυτού που ονομάζουμε ελληνική ταυτότητα. Αυτό το ακούραστο περπάτημα της ζωής της και των εργασιών της. Ενός βίου και μιάς πληθώρας ερευνητικών και συγγραφικών εργασιών που είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Μια τιμημένη και σημαντική ακούραστη ελληνίδα λαογράφος, πού τόσα πρόσφερε και της χρωστάμε στον χώρο του λαϊκού μας πολιτισμού και της παράδοσης. Μια ελληνίδα που ήταν ομοτράπεζη είτε με πατριάρχες όπως ο Αθηναγόρας, είτε με ποιητές όπως ο Άγγελος Σικελιανός και η γυναίκα του αμερικανίδα Εύα Πάλμερ Σικελιανού, όπου η Αγγελική Χατζημιχάλη συμμερίζονταν τον αγώνα τους για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών, είτε πάλευε με όλες της τις δυνάμεις να βοηθήσει τον Κυπριακό Ελληνισμό στην επιθυμία του για Ένωση με την Ελλάδα, την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας, με την πλευρά του στρατηγού Γρίβα. Και αυτή η μικρή το δέμας γυναίκα λοιδωρήθηκε και απαξιώθηκε αρκετές φορές το έργο της, γιατί, ο δεύτερος σύζυγός της είχε μπλεχτεί με την κυβέρνηση της Κατοχής την περίοδο της Γερμανικής λαίλαπας, ενώ η ίδια όχι μόνο ήταν δημοκρατικών αρχών αλλά βοήθησε και αρκετούς κομμουνιστές της περιόδου εκείνης να αποφύγουν τα χειρότερα. Οι γενικές πληροφορίες που έχουμε για την περιπέτεια της δημόσιας ζωής της μας δείχνουν μία γυναικεία προσωπικότητα δημοκρατικών πεποιθήσεων η οποία είχε θέσει ως στόχο της ζωής της, ως όραμά της, ως φροντίδα της την διάσωση του λαϊκού μας πολιτισμού, είτε αυτός ο πολιτισμός αφορούσε τις ελληνικές λαϊκές φορεσιές, είτε την ελληνική λαϊκή τέχνη, είτε τον πολιτισμό της Σκύρου, είτε των Σαρακατσαναίων, είτε την ίδρυση του οικήματος το «Ελληνικό Σπίτι», είτε συνέβαλε πρώτη αυτή στην ίδρυση Δημόσιων Οργανισμών που αφορούν την Λαϊκή Τέχνη και τον Λαϊκό Ελληνικό Πολιτισμό, που βγαίνει από τα σπλάχνα της ελληνίδας αγρότισσας ή νησιωτοπούλας, των λαϊκών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου. Διαβάζουμε από το οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας της κόρης της:
«Η Αγγελική Χατζημιχάλη (1895-1965) είναι από τις κορυφαίες εκείνες φυσιογνωμίες Ελλήνων που στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ανέλαβαν το έργο της πνευματικής αναγέννησης του έθνους με βάση τις δύο μεγάλες πνευματικές παραδόσεις (Αρχαιότητα, Βυζάντιο) και τη λαϊκή του παράδοση, που έχει αρχέγονες ρίζες. Πρώτη είδε ότι η καταγραφή της λαϊκής τέχνης, βοηθώντας μας να γνωρίσουμε την εθνική μας συνείδηση, θα μας καθοδηγούσε «να δημιουργήσουμε τη μορφή του δικού μας νεότερου πολιτισμού, θεμελιωμένου επάνω στην ψυχική ενότητα». Μια πολύ σημαντική διάσταση του έργου της, το ότι με παραδείγματα από τη λαϊκή μας παράδοση απέδειξε τη συνέχεια της φυλής μας, είναι εκείνο που σήμερα ιδίως καθιστά επιτακτική ανάγκη την επανέκδοσή του. Πέρα όμως από αυτό, η Χατζημιχάλη υπήρξε μια μεγάλη Ελληνίδα, γενναία και ολόρθη πάντοτε στο πλευρό του λαού στις μεγάλες δοκιμασίες του: στην Καταστροφή του ’22, στη Δικτατορία του Μεταξά, στον Πόλεμο του ’40-’41, στην Κατοχή, στα μετέπειτα χρόνια ενός νέου εθνικού διχασμού, στον Κυπριακό Αγώνα. Ήταν το άγρυπνο πνεύμα της καλοσύνης, της αμνησικακίας, της φιλαλληλίας και της προσφοράς μέχρι την αυτοθυσία, αφού πάντα λησμονούσε τα, τραγικά κάποτε, προσωπικά της βάσανα, μη προσδοκώντας καμιά ανταπόδοση ή αναγνώριση….».
Ενδιαφέρουσες είναι ακόμα και σήμερα οι θέσεις που εκφράζει στον ιστορικό της λόγο στη Σμύρνη το 1921, για την θέση της ελληνίδας γυναίκας, όταν η Καλλιρρόη Παρρέν (1861-1940) την στέλνει στην ελληνοκρατούσα Σμύρνη για να ιδρυθεί παράρτημα του Λυκείου των Ελληνίδων. Δυστυχώς η επακολουθήσασα Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ανέτρεψε και κατέστρεψε τα πάντα. Ότι με μόχθο και θυσίες είχε κατακτήσει και δημιουργήσει το ελληνικό στοιχείο στην διάρκεια των αιώνων. Και αυτή η του γένους μας ελληνίδα μορφή, όπως γνωρίζουμε όχι μόνο από την αφήγηση της κόρης της αλλά και άλλες πηγές, έφυγε πάμπτωχη και πικραμένη, αγνοημένη, αρνούμενη η ελληνική πολιτεία να την βοηθήσει να ολοκληρώσει το έργο και όραμά της. Μας αφηγείται η Έρση Αλεξία Χατζημιχάλη στην σελίδα 282 του βιβλίου της αλλά και σε άλλες σελίδες:
«Όμως τα τελευταία της χρόνια η Αγγελική υπέφερε από φτώχεια, αλλά την αντιμετώπισε με ύψιστη αξιοπρέπεια. Και πέθανε από φτώχεια η Αγγελική Χατζημιχάλη στο παγωμένο της το σπίτι. Είχε χαλάσει η σόμπα. Ήταν μία Κυριακή της Αποκριάς. Δεν έβρισκα υδραυλικό. Το καλοριφέρ δεν λειτουργούσε από τις οικονομίες του Πλάτωνα (του συζύγου της Α.) Πώς να ζεστάνει κανείς εκείνο το χάος! Με τι χρήματα; Υδραυλικό δεν μπόρεσα να βρω. Ήταν Κυριακή και γιορτή. Το ζεστό της δωμάτιο ως το πρωί είχε παγώσει. Έπαθε βαριά πνευμονία».
Αυτή είναι η πραγματική μοίρα, αλήθεια
ζωής των ελλήνων και ελληνίδων που αγάπησαν αυτήν την πατρίδα και θέλησαν να
διασώσουν και διατηρήσουν τον πολιτισμό της και την ταυτότητά της. Μια μητριά
πατρίδα που πάντα κυνηγά με «μίσος» τα παιδιά της. Ανατρέχοντας στον τύπο
εκείνης της εποχής, βλέπε το παράδειγμα της δημοκρατικής εφημερίδας
«Ελευθερία» την Παρασκευή 5 Μαρτίου 1965, στην δεύτερη σελίδα, μία μέρα μετά
τον θάνατό της, της αφιερώνει ένα μικρό ανώνυμο μονόστηλο, τελειώνοντας
γράφονται τα εξής: «… Με την απώλεια της Αγγελικής Χατζημιχάλη χάνεται μια
θερμή ψυχή, μια πολύτιμη αξιόπιστη δύναμη από τους τελευταίους εκπροσώπου της
ηρωικής παλαιάς γενιάς που αφοσιώθηκε με αμέτρητο ιδεαλισμό και με πάθος στην
ιδέα της Ελλάδος». Ενώ με τα αρχικά Α. Χ. την Κυριακή 7 Μαρτίου 1965, σ. 10
δημοσιεύεται ένα τυπικό θετικά αποτιμητικό μικρό κείμενο. Την επίσημη στάση της
ελληνικής πολιτείας και επίσημων φορέων της και άλλων παρατρεχάμενων γνώριζε
και ο Κίτσος Α. Μακρής ο οποίος συνεργάστηκε μαζί της και έτρεφε τον ίδιο
σεβασμό και διατηρούσε την ίδια θερμή φροντίδα για την διάσωση του λαϊκού μας
πολιτισμού. Στην σελίδα 303 του βιβλίου η κόρη της αναφέρει τα εξής: «Ο δάσκαλός
μου ο Νικόλαος Λούβαρις έλεγε συχνά ένα γερμανικό ρητό. “Nobel geht Welt zum Grunden”, δηλαδή «ο κόσμος πάει ευγενικά
στον πάτο». Κάτι που ίσχυσε στην ελληνική πολιτική σκηνή δύο χρόνια αργότερα με
την επιβολή της δικτατορίας αλλά, μπορούμε να γράψουμε ότι ισχύει και στις
μέρες μας αν αναλογιστούμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Υπάρχει ακόμα μία άλλη κοινωνική πλευρά
της οικογένειας του Αλέξη Κολυβά και της κόρης του Αγγελικής Χατζημιχάλη που
αξίζει να αναφέρουμε. Η υποχρέωσή μας εμάς των Πειραιωτών απέναντί της είναι
διπλή, πρώτον γιατί οι νέοι της γενιάς μου επισκέπτονταν συχνά το Σπίτι-Μουσείο στην Πλάκα, το οποίο ανήκει στο Δήμο Αθηναίων, αλλά και για μία ακόμη
αιτία. Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Ο πρώτος γάμος»
πληροφορούμαστε ότι ο πρώτος της σύζυγος ο πλούσιος μηχανικός μοναχογιός Μιχάλης
Γλυτσός κατάγονταν και διέμενε στην πόλη μας, τον Πειραιά στο Πασαλιμάνι όπου
βρίσκονταν η οικία της οικογένειας του Στυλιανού Γλυτσού. Αριστοκράτες οι Κολυβάδες,
αρχοντοέμποροι οι Γλυτσοί. Είναι εύλογο ότι η μικρή Αγγελική κατέβαινε στο σπίτι
του αρραβωνιαστικού της δηλαδή στο Πασαλιμάνι και απολάμβανε την θέα και την θαλάσσια
ατμόσφαιρα του Πειραιά. Αν και, όπως μας λέει η κόρη της και συγγραφέας του
βιβλίου, η οικογένεια της νεαρής Αγγελικής Χατζημιχάλη, περιέπαιζε την Αγγελική που την πάντρεψαν με έναν πλούσιο μποέμ και μόρτη Πειραιώτη ο οποίος δεν την
πολυεκτιμούσε, όντας σφόδρα ερωτευμένος με μία ξένη, Βελγίδα λουλουδού, την
αποκαλούσαν (την Αγγελική) κοροϊδευτικά Πειραιώτισσα. Ο πρώτος αυτός γάμος ο οποίος
έγινε έπειτα από πίεση του αυστηρού πατέρα της επτανήσιου Αλέξη Κολυβά υπήρξε
αποτυχημένος και διαλύθηκε. Άτυχη υπήρξε η Αγγελική Χατζημιχάλη και στον δεύτερο
γάμο της η οποία χρεώθηκε αρνητικά ως μη όφειλε την πολιτική καριέρα του συζύγου
της, του Πλάτωνα. Όπως και νάχει από την πλευρά της πολιτιστικής και
καλλιτεχνικής ιστορίας της πόλης μας, τον Πειραιά, διαπιστώνουμε για μία ακόμη φορά το πλήθος των πνευματικών και καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων οι οποίες είτε
κατάγονταν, είτε κατέβαιναν, είτε εργάζονταν, είτε συνδέθηκαν με τον έναν ή
άλλον τρόπο στενά ή στενότερα, τον προηγούμενο αιώνα με το πρώτο λιμάνι της χώρας.
Το πόρτο Λεόνε ή πόρτο Δράκο. Να θυμίσουμε ενδεικτικά την οικογένεια του Κωνσταντίνου
Τσάτσου στην Καστέλα, το Φαρμακείο που διατηρούσε η οικογένεια της Μαρίας Κάλλας,
του Ερνέστου Τσίλερ τα οικήματα και η συνοικία και τόσων άλλων.
Πόσες και πόσες αναμνήσεις ξυπνούν παλαιά κείμενα
και βιβλία, άρθρα, ιδιαίτερα όταν έχουν να κάνουν με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό,
την έρευνα για την ελληνική ταυτότητα, τον λαϊκό μας πλούτο, όταν μάλιστα τα κείμενα
αυτά υπογράφονται από δημιουργούς και επιστήμονες όπως ο Βολιώτης Κίτσος Α. Μακρής
και αναφέρονται σε μορφές του γένους μας όπως η ελληνίδα Αγγελική Χατζημιχάλη.
Καλοκαιρινά ΒΗΜΑΤΑ
στο χρόνο της Ελληνικής Παράδοσης και του Ελληνικού Πολιτισμού.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή
18 Αυγούστου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου