Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς ως πεζογράφος

 ΠΩΣ  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ Ο ΣΑΤΥΡΟΣ

    Η δε Απολλωνία πλησίον εστί και προς αυτή το Νύμφαιον, ιερός τόπος εκ χλοεράς νάπης και λειμώνων αναδιδούς πυρός πηγάς σποράδας ενδελεχώς ρέοντος. Ενταύθα φασι κοιμώμενον αλώναι σάτυρον……

                         Πλουτάρχου (Βίος Σύλλα).

 

    Στην Απολλωνία γεννήθηκα. Εκεί πρωτοχάραξε η ζωή μου η άγρια και η ακαμάτρα, και η λάγνα και η δολοπλόκα μου ζωή και η άθεη.

     Όλες οι πηγές μου καθαροζωγράφιζαν, κ’ οι αντίλαλοι όλοι μου βροντοφώναζαν την ασκήμια.

     Σ’ ένα τόπο σύλλογο, στο Νεραϊδόσπηλο, πρωτοξέσπασε η ορμή μου. Την πρώτη νύφην ιερή που απάντησα, χύθηκα για να την αγκαλιάσω ακόλαστα’ και είταν η νύφη Φαέθουσα’ και είταν αδερφή μου η Φαέθουσα. Και είμουν ο καταραμένος όλων και ο σιχαμερός. Και πρώτ’ απ’ όλους με μίσησαν τα θεία τα γονικά μου. Και οι θεοί όπου με τύχαιναν, ύψωναν τη φτέρνα τους για να με συντρίψουν. Και των βουνών οι ξωτικές και των νερών μ’ έτρεμαν εμένα’ και καμιά λαχτάρα πόθου, μήτε δίψα γνωριμίας, δεν παράδερνε μέσα στον τρόμο τους. Κ’ έφευγε ο κόσμος, μόλεμα, και τον ίσκιο μου.

      Αλίμονό σου, άνθρωπε, που θα περνούσε απάνου σου το φύσημά μου! Μιάν αγριμιού κακού ψυχή σου πύρωνε το είναι σου. Και τρισαλιά σου, Αμαδρυάδα, πού, θέλοντας μη θέλοντας, θα σ’ έσφιγγε η καταδασωμένη μου αγκαλιά! Η παρθενιά της η ισόθεη, μπαίγνιο των χεριών μου ξεδιάντροπο, σέρνονταν ύστερα ξεσκίδι ανάμεσ’ από τα πόδια μου, πόδια ενός τράγου! Ώ τα φιλιά μου τ’ αμολόγητα μεσ’ από το καμίνι το στόμα μου!

      Και είμουν ο στουμπομύτης κι ο τραγοκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβολου τ’ αυτιά’ και ο δειλιασμένος είμουνα πού τρόμαζα’ και είμουν ο οκνός με τη γοργάδα του ανέμου’ και είμουν ο πανάσκημος με την ουρά και με τη σκέψη της μαϊμούς.

       Κ’ είχα μιάν αγάπη μόνο ευγενική, κ’ ένα μόνο αγνό πάθος. Αγαπούσα τα γλυκολαλήματα. Σκάλιζα φλογέρες από τα πετροκάλαμα. Μέσα τους ξυπνούσα κάποιους ήχους πρωτογνώριστους, κ’ είμουνα γι’ αυτό περήφανος. Κ’ έπινα του σταφυλιού το αίμα, και μεθούσα με αυτό γλυκύτατα.

     Μια φορά, μεθυσμένος, βαθιά κοιμήθηκα. Πέρασαν από τη μονιά μου στρατιώτες, από τα φουσάτα κάποιου στρατηλάτη νικητή τρισακουσμένου. Από τόπους μακρινούς διάβαιν’ εκείθενε, σέρνοντας λαούς αρματωμένους. Έτσι κοιμισμένο από ένα ύπνο δυσκολοξύπνητο, καθώς με είδανε, ξαφνιάστηκαν οι στρατιώτες. Να είμουν άνθρωπος, αγρίμι να είμουν, να είμουνα κάποιος δαίμονας; Και οι πιό  απόκοτοι καθώς με σίμωσαν κ’ εγώ δε σάλευα, πήρανε και με σφιχτόδεσαν. Κ’ έτσι αλυσόδετο με φέρανε μπροστά στο στρατηλάτη’ εύρημα αλογάριαστο, δυσκολοξεδιάλυτο μάντεμα. Και καθώς είχα μισοξυπνήσει, και καλά-καλά δεν είχα ξεμεθύσει, φωνή έριξα στριγγιά. Και κανείς δεν καταλάβαινε τί φωνή είταν, και τί φώναζα.

     Κ’ έλεγ’ ένας:

     «Τάχα είν’ άλογο, και χλιμιντρίζει;»

     Κ’ έλεγεν άλλος:

     «Τάχα τράγος, και βελάζει;»

     Και η φωνή μου φώναζε του αλόγου την ορμή, του τράγου την επιθυμία. Και είτανε τα χλιμιντρίσματα και τα βελάσματα πρωτάκουστα’ και είτανε η θωριά μου κάτι πιότερο από παράξενη. Και στο τέλος μιά θρησκευτική τρομάρα τον αντάριασε το στρατό πέρα και πέρα, από τον οπλίτη ως τον αρχηγό.

     Και στο λογισμό του στρατηλάτη φάνταξα σα δύναμη της πλάσης μυστική, σα στοιχειωμένος φύλακας ποιός ξέρει τίνος δάσους ιερού, πού θα είτανε μεγάλη αστοχασιά έτσι αλυσόδετο να με κρατή. Και πρόσταξε να με απολύσουν.

     Γυρνώντας ξαναβρέθηκα στο σύλλογγο τόπο, στο Νεραϊδόσπηλο, πού πρωτοξέσπασε η ορμή μου. Κ’ είδα κάτι που ποτέ δεν είχα ξαναϊδή. Είδα κάτι αλησμόνητο. Είδα κάτι που φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου. Και είτανε απάντεχο και είτανε ανεξήγητο! Και είδα την κόρη των θεών την ακριβογέννητη, είδα την πυργοφύλαχτη πεντάμορφη του κόσμου, είδα την Ηλιοκάμωτη, είδα τη Φ ω τ ι ά! Με ποιάς νεράίδας κάλλη να ειπώ πώς μοιάζουν τα κάλλη της, χωρίς να τ’ αναγελάσω; Με ποιά Βάκχη θυρσοφόρα να ταιριάσω της τη μάνητα και την οργή, χωρίς να κατεβάσω τα τετράψηλα; Ίσα με ποιάς Κυβέλης φοβερή χάρη να ψηλώσω τη χάρη της, χωρίς να την ταπεινώσω; Ποιές δυνάμεις και ποιές θεότητες να φέρω για σημάδια της και για στολίδια της; Η Φωτιά! Η Φωτιά!

      Την έκλεψε από τον ίδιο Ήλιο, την ηλιοπυργοφύλαχτη, την ώρα που τήνε συργιάνιζε μέσα στο πύρινο το άρμα του ο πατέρας. Την έκλεψεν ένας τιτάνας υπερύψηλος. Και τώρα κοσμοταξιδεύοντας μ’ εκείνη ο κλέφτης κι ο δαμαστής, την τριγύριζε σ’ όλα τα βασίλεια, σ’ όλα τα κατατόπια. Κι όπου περνούσε, ξαναπλάθονταν οι κόσμοι, και είτανε τα πλάσματα ωραιότερα, σαν από πνέμα γιομισμένα καθαρώτερο.

     Κι όντας πρωτοείδα της το ξανάδομα από της γης τα έγκατα, κ’ ύστερα το φιδολύγισμά της το τεράστιο κ’ ύστερα τον υψωμό της τον υπέρλαμπρο, σαν Αφροδίτης αγέλαστης και πιό θεϊκής γέννηση, γροίκησα μέσα μου όλη την ορμή την αβάσταγη να με τραβάη προς εκείνη με τα χέρια ολάνοιχτα σ’ ένα θεότρελο αγκάλιασμα. Και τήνε σφιχταγκάλιασα τη Φωτιά θρασύτατα κι απίθωσα τα χείλη μου στα χείλη της για να την πιώ μ’ ένα φιλί μου αχόρταγο.

     Οιμένα! Οιμέ! Και τρισοϊμέ! Ώ ρούφημα της Λάμιας! Ώ πόνεμα! Ώ κακό! Ώ κόλασμα του Άδη! Κάτι με δάγκασε ολόπικρο’ κάτι σκληρότατο μ’ έφαγε’ κάτι με πέθανε. Ώ! το μαύρο στόμα και τα έρμα χέρια μου! Ώ πόνος, ώ πόνος, ώ καημός.

      Έφυγα σα να με κυνηγούσαν Ερινύες’ έτρεξα σα να με ζώναν Άρπυιες. Και τάραξα και πλήγωσα με τις φωνές και με τους γόους μου, όθε κι αν εδιάβηκα, τους αντίλαλους, τα περίγυρα’ κ’ οι γόοι μου κ’ οι φωνές μου χυθήκανε στις πλατείες τις πολύκοσμες σαν τρικυμίες χειμωνιάτικες και σα στοιχείων χαλασμοί. Και μήτε οι αυγινές δροσοσταλίδες, μήτε τα νεράκια από τις ήσυχες πηγές, μήτε ποτάμια, μήτε ωκεανοί, μπορούσανε τη φλόγα μου να σβήσουν’ τίποτε δεν μπαλσάμωσε την πληγή μου. Και ως και οι νυφούλες με λυπήθηκαν που πρώτα με φεύγανε σαν κάτι ακάθαρτο. Και τ’ αμπέλια τα ροδοστάφυλα δεν την έσβηναν τη δίψα μου. Και περπάτησα από γη σε γη, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πώς’ και σε βουνά σκαρφάλωσα και σε κάμπους πλανήθηκα, και με είδανε διαβατάρη χώρες και στεριές και σαχάρες, από της Απολλωνίας της πατρίδας μου τις πικροδάφνες ως την καταχνιά των Κιμερίων.

     Όμως με τον πόνο μου τον ανιστόρητο από την ώρα που άγγιξα με το στόμα μου τ’ αυλοϋφαντο κορμί σου, ω των Αφροδιτών η Αφροδίτη εσύ, του αιμοβόρου η αιμοβόρα, φύσηξε μια νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου’ κάτι ωραιότερο, σαν από πνέμα γιομισμένο καθαρώτερο. Κι από τότε το κρασί μεθώντας με μου έφερνε κάποτε και πότε ονείρατα υπερφάνταστα σα νάτανε σταλμένα από τον Όλυμπο για χάρη μου. Για τα τραγούδια μου δεν μου έφτανε η φλογέρα μου, και σα φυσούσα την ψυχή μου μεσ’ στα σπλάχνα της, τρικύμιζε ο ήχος τον αέρα ολόγυρα και πέρα, και ξάφνιζε’ γιατ’ είχε μέσα του άμαθα και πολυνόητα παράπονα, και είχε αρμονίες ξένες και πολύ πλατιές για να χωρέσουνε στη φυλακή του. Και η φλογέρα ράιζε στα χέρια μου.

     Κ’ εκεί που ακόμα ο στουμπομύτης είμουνα και τραγοκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβολου τ’ αυτιά, ο λάγνος, ο ακαμάτης, ο ασκημοπρόσωπος, αγάλια-αγάλια καταλάβαινα πώς είμουν άλλος, άλλος, άλλος!

      Και νοερά μιάς άλλης φωτιάς αγκάλιαζα τον κύκλο και φιλούσα την αθάνατην ειδή, και είταν η Φωτιά η σοφία. Κι όσο πονούσα τόσο και διψούσα από τη δίψα της. Κ’ ήθελα να τα γνωρίσω τώρα όλα του κόσμου τα γραφτά κι όλα του Σύμπαντος να ψάλω τάγραφτα. Και γύρευα δασκάλους και συντύχαινα προφήτες κ’ ημίθεους άκουα και σφραγίζανε μέσα μου μ’ εφτασφράγιστα σφραγίσματα ρήματα θεϊκά κι απόκρυφα. Κ’ έμαθ’ από τον Ορφέα τα μυστήρια της γης και τ’ ουρανού, και ο Λίνος μου δασκάλεψε της αρμονίας τους νόμους. Και στην σπηλιά του Κένταυρου που ανάθρεψε τον Αχιλλέα κράτησα από το μελίρρυτο το στόμα του πολυθάμαστες ιστορίες των πρωτόπλαστων καιρών. Και τον τιτάνα Προμηθέα, το μεγάλο κλέφτη και γενήτορα, αγνάντεψα στον Καύκασο καρφωμένο’ και παραμόνευα την ώρα που τόνε λύτρωσε ο Αλκίδης’ και το λυτρωτή τον ξεπερνούσε στο ανάστημα και στην αναλαμπή’ και η προφητεία χύνουνταν από τα μάτια, από το μέτωπο και από τα χείλη του, πολύβουο νερό αφροστέφανο από μαύρες τρίσβαθες πηγές.

     Και δεν είμαι για να με καλοτυχίσης’ και δεν είμ’ εγώ ο μακάριος. Και δεν έκλεισεν ακόμα της Φωτιάς το λάβωμα’ κι ένα λάβωμα βαθύτερο-δεν μπορώ να ειπώ τί λογής είναι κι από πού με χτύπησε- χάσκει και αφορμίζει στάδυτα των αδύτων μου. Ώ συφορά της συφοράς που η ζωή τη λένε!

     Τέτοια κατάρα της ζωής απάνω στα χείλη μου τρεμοσάλευε μιά μέρα που είχε ξεχαστή κι αποκοιμήθηκα σε μιάς λεύκας τον ίσκιο’ στην Απολλωνία την πατρίδα μου. Και ξαναδιάβηκ’ εκείθε ο ίδιος ο στρατηλάτης λαών και βασιλιάδων, ο ανίκητος, δεσπότης πιά του κόσμου κι αυτοκράτορας. Και μ’ αγνάντεψε, και πρόσταξε να μ’ αλυσοδέσουν πάλι, και μ’ έφεραν μπροστά του, και προς εμένα μίλησε πιό απόκοτα, και πιό στοχαστικά:

      «Σε γνωρίζω, είσαι το στοιχειό πού χλιμίντριζες, άλογο, και τράγος, βέλαζες. Χρησμός δυσκολοξήτητος φαντάστηκα πώς δείχνονταν πίσω από τα ζωικά σου τα ξεφωνητά, που γύρευε να μας πη τα όσα γίνουντ’ εκείθεν από τη ζωή. Παράλυσέ μου η βούληση μπροστά σου, και για να μη γονατίσω μπροστά σου, πρόσταξα και σ’ απόλυσαν».

      »Τώρα θαρρώ πώς δε σε τρέμω. Στο μέτωπό σου απάνω βλέπω να σαλεύη το αντιφέγγισμα υπερκόσμιου φωτός. Πότε γδύθηκες τ’ αγρίμι, πότε αρνήθηκες τον άνθρωπο, πότε κοίταξες να υφάνης μιά στολή από γνέματα που ειν’ από αιθέρα και από μουσική; Πότε γίνηκες σοφός και προφήτης; Από του Θεού τη φύση μόνο η γαλήνη λείπει σου και η χαρά. Και δεν ξέρω για τούτο κι αν δεν είσαι πιό θείος κι από κείνους. Ήθελα να σε ρωτήσω τώρα’ χώρες πάτησα, σκλάβωσα λαούς’ ζωές θέρισα. Σε ολόχρυση βάρκα ένα ποτάμι πέρασα’ και το ποτάμι είτανε από αίμα.

      »Η Νίκη φύτρωσε φτερά στους ώμους της μόνο για να μ’ ανεβάση απάνου στα φτερά της ως τα σύγνεφα. Και ψες λάγγεψε η καρδιά μου στην όψη μιάς σκυμμένης αγριοβιολέτας που την πάτησε περνώντας του αλόγου μου το πέταλο. Κάποτε και πότε δάκρυα πλημμυρίζουνε τα μάτια μου’ δάκρυα ερωτευμένου, δεκαοχτώ χρονών που διακονεύει ένα χαμόγελο από την πρώτη αγάπη του. Μιά μελαγχολία με τρώει ανερμήνευτη. Κάτι με πλακώνει. Διψώ κάποιας ευτυχίας το δροσόνερο. Σάτυρε, πές μου’ ποιά είναι η πιό μεγάλη ευτυχία του θνητού;»

     Και του αποκρίθηκα:

     «Δέσποτα, μιά μεγάλη ευτυχία ξέρω εγώ: Να μην έχουμε γεννηθή! Κ’ ύστερ’ από αυτά ξέρω και μιά άλλη ακόμη ευτυχία: Να πεθάνουμε, το γληγορώτερο!»

     Κι ο δεσπότης τίποτε δεν μου αποκρίθηκε’ έπεσε σε βαθιά συλλογή και όταν ξαναγύρισε στον εαυτό του, έμεινε πάλι αμίλητος. Και πρόσταξε μονάχα να με λύσουν, και να μ’ απολύσουν.

     Κι άφαντος έγινε σε λίγο, σέρνοντας ασκέρια και άρματα.

     Κ’ εγώ βαριά συλλογισμένος ακούμπησα στον κορμό της λεύκας’ κ’ η λεύκα έβρεχεν απάνου μου την αργυρή λαμποβολή της, και κάθε φύλλο της που σάλευε είτανε και μιά ωραία γλώσσα που ψιθύριζε. Κ’ ένας κάματος με σύντριψε, και μιά νάρκη με συνεπήρε. Στη φλογέρα μου απόμεινε τ’ αχείλι μου σα λιθωμένο’ κ’ ένα μακριό τραγούδι κοσμογονικό, μόλις έκαμε ν’ αρχίση, ξεψύχισ’ εκεί σα στεναξιά. Και σείστηκαν αντίκρυ μου τα φυλλοκλάδια του πυκνερού θαμνότοπου, και φάνηκε μπροστά μου ένας νέος άνθρωπος.

     Είτανε ωριοπρόσωπος, κ’ έδειχνε νεώτερος’ μα η συλλογή στ’ ανάστημά του τετράπλωνε γεροντικό μεγαλείο. Άνετη φορεσιά και αστόλιστη συνώδευε την αρχοντιά του κορμιού’ στο πλατύ ακρογιάλι του μετώπου μιά ρίχνονταν, μιά μάκραιναν εκείθεν τα κύματα μαλλιά’ χύνονταν από τα μάτια του της δέησης η γλύκα ταιριασμένη με της προσταγής τη δύναμη.

      Κρατούσε σμίλη’ και στ’ άλλο χέρι σάλευε κομμάτι μιάν ουσία αδούλευτη. Και στάθηκε μπροστά μου και μου μίλησε παρακαλεστικά και βασιλικά μου μίλησε:

     «Είμαι ο Αθηναίος πλάστης’ απάνου στο μάρμαρο και στο μέταλλον απάνου σκαλίζω θεοτικιά ομορφιά με ό,τι κι αν κατέχει πιό ερωτόχαρο και πιό γοητευτικό το κάλλος του ανθρώπου. Κ’ ύστερα από το Φειδία κι από τον Πολύκλειτο έσωσα να πιάσω τη δυσκολόπιαστη χάρη, που στέκεται στο απάνου σκαλοπάτι, και να μαγέψω. Ειμ’ εκείνος πού θρόνιασε στην Ήλιδα τον Ερμή εξαίσιο, πού πέρα ως πέρα στους Κνιδιώτες άναψα μιά φλόγα με τη γυμνή Αφροδίτη μου. Εγώ είμ’ εκείνος που αποθέωσα τη Φρύνη, κ’ έδωσα του Έρωτα χρυσά πρωτόφαντα φτερά. Αιδωνέας εγώ ξανάρπαξα την Περσεφόνη, και στο χάλκωμα τη σκλάβωσα’ κ’ έβγαλα τον Απόλλωνα με παρθενιά καινούρια.

      »Τώρα σα να ορέγουμαι να πλάσω κάτι, όχι λαμπερώτερο από το Χρυσοκόμη, κάτι πιό πονετικό, κάτι ευωδιαστό, πού να μην τόχη η λαμπυράδα του. Κάτι πιό διπρόσωπο, και πλουσιώτερο από το νόημα που κλεί των ταρταρωμένων η βασίλισσα. Ένα νέο Έρωτα ζωντανεμένο με όλων των Πλατώνων τις πνοές από τους κόσμους των αχάλαστων ιδεών. Πλάσμα ηδονικώτερο κι από τη Φρύνη. Μιά θεότητα που να είναι μιά Αφροδίτη όλη από ουρανό. Κ’ ένα Ερμή που να πιστέψης πώς φίλησε τη Σφίγγα, κι απόμεινε στα χείλια του μιάν άχνα από το άλαλο και αβασίλευτο χαμόγελο. Κ’ ήθελα να πλάσω μιά ομορφιά πέρα από τη γαλήνη των αθανάτων, εκείθε κι από των ανθρώπων το παράδαρμα’ μιά παρθενιά καινούργια συνθεμένη από όλες τις φλόγες, κι από τις σοφίες όλες, απ’ όλα τα πάθη κι από τ’ αναθεματίσματα ψυχής που βρίσκεται σε μιάν άκοπη προσπάθεια να σηκωθή, να σηκωθή, ανάερη, ν’ ανταμωθή με το χαμένο της γαμπρό, και δεν το κατορθώνει. Μιά παρθενιά και μιά ευτυχία και μιάν ανάπαψη καινούρια, σα μιά ήπειρο από σεισμούς κοσμοχαλαστάδες. Για τούτο ήρθα σ’ εσένα. Γιατί εσύ ωραίος είσαι από την ωραιότη που ονειρεύομαι, ώ Σάτυρε!»

     Και τ’ αποκρίθηκα ήμερα:

     «Τράβα το δρόμο σου, άνθρωπε! Κι αν κόλλησε το αχόρταγο τ’ αχείλι μου στο στόμα απάνω της Φωτιάς, κι αν φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη της ζωής μου, κ’ ένα λάβωμα βαθύτερο από τότε χάσκει κι αφορμίζει στ’ άδυτα των αδύτων μου, κι αν βασανίζει με ολοένα της ύπαρξης το κρίμα και τ’ ανάθεμα, μήπως δεν ειμ’ εγώ ο πανάσκημος; Μήπως δεν είμαι ο Σάτυρος που όλες οι πηγές μου καθαροζωγραφίζουνε, κ’ οι αντίλαλοι όλοι μου βροντοφωνάζουν την ασκήμια;»

     Κι ακολούθησ’ εκείνος:

     «Τέντωσε τ’ αυτιά σου στών αντίλαλων τα λόγια, στύλωσε τα μάτια στον καθρέφτη της πηγής. Ωραίος είσαι, ώ Σάτυρε, από την ωραιότη που ονειρεύομαι. Άσε με στα πόδια σου να την πιώ με τα μάτια μου την ομορφιά σου, μήπως και μπορέσω ύστερα να δείξω μιάν αντηλιάδα της στον ίσκιο απάνω του ονείρου μου του μαρμαρογραμμένου».

     Και τότε τέντωσα τ’ αυτιά και στύλωσα τα μάτια, κι άκουσα γύρω μου ύμνους, κ’ είταν οι ύπνοι προς εμέ τον πανώριο’ κ’ έσκυψα προς το ολοήσυχα νερά, κ’ είδα στα βάθη τους μιά ζωγραφιά να λάμπη και είταν η ζωγραφιά απ’ ό,τι κρύβει ο Έρωτας κι απ’ ό,τι δείχνει ο Ίμερος κι απ’ ό,τι χύνει ο Όνειρος πιό διαλεχτό και πιό λογαρισμένο, γλύκα, μελαγχολία, μουσική, μυστήριο! Κι ακόμα να πιστέψω πώς ειμ’ εγώ η ζωγραφιά εκείνη!

ΚΩΣΤΗΣ  ΠΑΛΑΜΑΣ, 1900

Στο: ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΣΑΧΙΝΗ. Γ΄ έκδοση εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα, χχ. σελίδες 225-234.

Σημειώσεις:

        Στις 2 Αυγούστου 2023 ανάρτησα στην ιστοσελίδα την ΕΙΣΑΓΩΓΗ του Απόστολου Σαχίνη «Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ» από τον παρόντα τόμο των εκδόσεων της «Εστίας». Στο δεύτερο αυτό σημείωμα για τον Κωστή Παλαμά ως πεζογράφο,- εξακολουθώντας κατά τακτά διαστήματα να αναδημοσιεύω στοιχεία και πληροφορίες από παλαιότερα αφιερώματα, κείμενα για τον ποιητή και δάσκαλο Μεσολογγίτη ποιητή, αναρτώ το διήγημά του «ΠΩΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ Ο ΣΑΤΥΡΟΣ» γραμμένο το 1900. Διήγημα το οποίο περιλαμβάνεται στην συλλογή των παραπάνω διηγημάτων του και θεωρείται από τα περισσότερο ενδιαφέροντα, μετά το «Ένας ψηφοφόρος» και το «Φιλήμων και Βαύκις» και φυσικά, το πλέον αρτιότερό του και καλοσχεδιασμένο τεχνικά με την σοφία και ωριμότητα που διέθεται, αντιπροσωπευτικότερό του ο Κωστής Παλαμάς ως πεζογράφος ο «Θάνατος Παλληκαριού». Ένα μακροσκελές και μακρόπνοο διήγημα του 1891 με το οποίο ο Ποιητής Κωστής Παλαμάς κατέκτησε την θέση του ομόθρονου της παλαιότερης ελληνικής πεζογραφίας. "Ο Θάνατος Παλληκαριού" εκδόθηκε αυτόνομα το 1901, ενώ ο τόμος με τα Διηγήματά του, το 1920. Ο γράφων από αυτήν την έκδοση (Εστίας) μετά τους χρόνους της μεταπολίτευσης ήρθε σε αναγνωστική κοινωνία με τον πεζό λόγο του Κωστή Παλαμά, πριν την αγορά των «Απάντων» του των εκδόσεων Μπίρης. (1963) Αν και ο γλωσσοπλάστης ποιητής και πεζογράφος του άνοιγε νέους αναγνωστικούς ορίζοντες, τον δυσκόλευε αλλά ταυτόχρονα και τον μάγευε, τον έθελγε η γλώσσα που χρησιμοποιούσε και κατασκεύασε ο πεζογράφος. Αυτές οι πολυσύνθετες λάμπουσες πρωτοφανέρωτες λεξούλες με τις οποίες είναι γραμμένα τα διηγήματά του αλλά και συντίθεται ο ποιητικός του λόγος. Λέξεις μακροσκελείς, αρμονικά και λειτουργικά συγκολλημένες, μιάς δημοτικής στρωτής, καθαρής, ηχητικά μουσικής, λέξεις (επίθετα πρωτίστως, ρήματα, ουσιαστικά πολυσύλλαβα ή μονοσύλλαβα) με το δικό τους ξεχωριστό ρυθμό, ακουστικής μελωδία οι οποίες ακόμα και αυτόνομες συναπαρτίζουν μια ξεχωριστή ευαρίθμητη εικονοποιία, δημιουργούν στην αναγνωστική μας φαντασία ένα μεγάλο πολυσύνθετο της γραφής ψηφιδωτό που φωτίζεται από τα μέσα. Κύτταρα ζωής και ποίησης, πεζής λεκτικής ανθοφορίας με την δική τους εμμετρικότα. Κάνει τον αναγνώστη να αισθάνεται ότι συνβηματίζει με τον ποιητή σε ένα παραδείσιο λιβάδι με καρποφόρα δέντρα, εύοσμα φυτά, πολύχρωμα λουλούδια. Μιάς καθαρής δημοτικής γλώσσας δίχως ψεγάδι ατημελησίας ή εκφραστικού ζαρώματος. Λέξεις αποκλειστικά δικές του που ο ποιητής με γνώση και φαντασία δημιούργησε, εμπνεύστηκε, όπως ο αρχηγέτης του ελληνικού ποιητικού λόγου Διονύσιος Σολωμός στα δικά του ποιητικά σχεδιάσματα. Παρότι δεν γνώριζε καλά ελληνικά. Όπως ο ερωτικά εκκλησιαστικός και εορταστικός λόγος του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο λαϊκός «κατηχητικός» λόγος του με τις εκατοντάδες συγκινήσεις και ηθογραφικούς χρωματισμούς. Σαν την πλούσια ηθογραφική θαλασσινή γλωσσική πινακοθήκη του πεζογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα, με την δική του κληρονομιά. Τον ιδιάζοντα γλωσσικό κρητικό καμβά του Ιωάννη Κονδυλάκη, που κουβαλά μέσα της αυτόν τον Κρητικό αέρα ελευθερίας. Την μοναχική και τραγική φωνή του Γεωργίου Βιζυηνού, με το στρωτό και θελκτικό γλωσσικό λεξιλόγιο. Το λογοτέχνημα του Παύλου Καλλιγά, «Θάνος Βλέκας», εδώ να συμπεριλάβουμε και τον «μη δημοτικιστή» Εμμανουήλ Ροΐδη και το έργο του, ο οποίος χρησιμοποίησε την «ιερατική καθαρεύουσα» σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά και άλλων πεζογράφων της εποχής των αρχών της ελληνικής πεζογραφίας, της ανατολής του ασκίαστου καθαρού λογοτεχνικού λόγου των ελλήνων των αρχών της πεζογραφικής μας παράδοσης και γραμματείας. Συμβάντα παράλληλα χρονικά πάνω κάτω με τις διεργασίες ωρίμανσης και εξέλιξης του ποιητικού λόγου. Ένας κύκλος πεζογράφων θεμελιωτών όχι μόνο ηθογράφων, αλλά προπάντων ψυχογράφων του ελληνικού τρόπου ζωής, συνηθειών και τρόπων σχέσεων και συμπεριφορών της λαϊκής υπαίθρου, μαρτυρίες ενός προφορικού λόγου που αλήθευε όχι μέσα στα λεξικά ή τις ακαδημαϊκές αίθουσες διδασκαλίας, αλλά, στις καθημερινές σχέσεις και επαφές επικοινωνίας των ανθρώπων. Έργα της ελληνικής πεζογραφικής μας παλαιότερης παράδοσης που αντιπροσώπευαν το Έθνος και την Ιδιοπροσωπεία των Ελλήνων, την παράδοσή του και την πίστη του, τις αντιδράσεις απέναντι στο πλαίσιο της σύγχρονης Ιστορίας που του επέβαλαν να ζήσει και να σταδιοδρομήσει οι ξένες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ένας πεζός λόγος ο οποίος πέρα από την ευρύτητα ή στενότητα της θεματογραφίας του, συνένωνε ή συνταίριαζε ίσως καλύτερα την ερωτική «ειδωλολατρεία» των αρχαίων εθνικών προγόνων με την ιερή μυστική ιεροπραξία βίου της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από αυτό του διηγηματογράφου από την Σκιάθο. Σε εποχές και περιόδους που ιστορικά ακόμα, δεν είχαν τεθεί τα διλήμματα στο που το ελληνικό γένος ανήκει, ποια η καταγωγή των Ελλήνων από τους ευρωπαίους και έλληνες αστούς, η ελληνική πεζογραφία σήκωσε και ίσως και εν μέρει να καλλιέργησε την ταυτότητα του Έθνους των Ελλήνων. Πέρα από στείρες προγονοπληξίες πατριδοκαπηλικής πολιτικής σκοπιμότητας.Το βάρος της διάσωσης και διατήρησης της  εθνικής παράδοσης δεν έπεφτε στους ώμους των «καρεκλοκενταύρων» γραφιάδων αλλά στις συνάξεις και ενορίες των αυλόγυρων των εκκλησιών, των χαμόσπιτων, των λαϊκών πανηγυριών και κυκλικών χορών όπου οι κοινότητες των Ελλήνων συνάζονταν είτε ως αρματολοί είτε ως κλέφτες, είτε ως ήρωες, είτε ως τσοπάνηδες, είτε ως βοσκοπούλες είτε ως νεραΐδες και ξωτικά των πηγών και μάγισσες των δασών. Ένας κόσμος σωρείτης του ονείρου και της φαντασιακής πραγματικότητας της ζωής με την δική του αναφορά ωριμότητας, αγωνίες και σχεδιάσματα της μοίρας του. Μία απέραντη και πολλές φορές άναρχη, πολύχρωμη βλάστηση γήινης ζωής και πραγματικότητας η οποία καθρεπτίζονταν στον προφορικό λόγο, το δημοτικό τραγούδι, τα λαϊκά άσματα, τα λαϊκά παραμύθια, τους ελληνικούς παροιμιόμυθους, ( στην πάροδο του χρόνου τον καραγκιόζη και τα μοιρολόγια, τα ταφικά έθιμα) τις κοινωνικές συνήθειες που περνούσαν από γενιά σε γενιά, από παππού σε εγγονό, από οικογένεια σε οικογένεια, ως τζιβαερικό ομορφιάς, ήθους αλλά και πόνου, νοσταλγίας, μαρτυρία αλήθειας αλλά και παράδοξων της φύσης μαγικών και ανεξήγητων συμβάντων. Όπου καθημερινά βιώματα, εμπειρίες, αγώνες, καταστάσεις ένα, ζωή και θάνατος, φύση και άνθρωπος ενώνονταν σε ένα γαϊτανάκι αργόσυρτου μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας και της αισθητικής της, πού, άρθρωναν τον λόγο της άλλης συλλογικότητας της ύπαρξης. Όπου το ήθος και η ηθική της καθημερινής ζωής μέσω της προφορικής γλώσσας μεταφέρονταν στον γραπτό λόγο. Γιαυτό και συνήθως μάλλον βλέπουμε ο προφορικός λόγος να διαθέτει μία ευκαμψία αντίθετα από την «πληθυντικότητα» και στερεοτυπία του γραπτού. Ένας ρεαλιστικός λυρισμός της προφορικής γλωσσικής παράδοσης ο οποίος διοχετεύτηκε μέσα στον πεζό λόγο των ελλήνων συγγραφέων. Μια πυκνή γλωσσική στιλπνότητα που δεν ξενίζει, δεν απωθεί ακόμα και σήμερα που το μεγαλύτερο ποσοστό των λέξεων αυτών έχουν λησμονηθεί, έχουν χαθεί, μοιάζουν μοναχικά σπαράγματα στις προθήκες των μουσείων της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης. Η χρήση μιάς γλώσσας η οποία επανανοηματοδοτούσε τις ζωές, τις μεταφυσικές αντιλήψεις, τις οικονομικές ανάγκες και προσδοκίες των ανθρώπων εκείνων των χρόνων. Και ίσως σε ορισμένους συγγραφείς και τα πεζογραφήματά τους διαμορφώνονταν τα προπλάσματα των πολιτικών υποκειμένων της πεζογραφικής ελληνικής αστικής σκηνής και γενιάς. Η αλήθεια της ρητορικής της ζωής των ελλήνων (πέρα από τις θετικές ή αρνητικές στην μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας εξελίξεις στην πορεία της ιστορικής σκηνής) μεταφέρονταν και στην προφορική γλώσσα. Η συλλογική μνήμη βασίζονταν στην προφορικότητα, είχε προφορικό γλωσσικό λυρικό πρόσημο, χωρίς να «θυματοποιούμε» τον γραπτό, καθαρευουσιάνικο ή μεικτό λόγο. Πεζά Κείμενα και Διηγήσεις Εξαιρετικών περιγραφών κατασταλάγματα εμπειριών και βιωμένων εστιάσεων, προβολές ζωής οι οποίες συνεχίζονταν στις προφορικές συνομιλίες, γίνονταν θρύλοι, άσματα δημοτικά, μοιρολόγια και θρήνοι χαμένων ευκαιριών ή τόπων. Εποχές που η ζωή πιστοποιούνταν στον προφορικό λόγο και διαζώσης πράξεις. Μακρινές του χρόνου συγγραφικές αναμνήσεις, φιλόξενα κίνητρα καταγραφής, μορφές θερμές με την δική τους ανθρώπινη πλαστικότητα και ευελιξία, χαρακτηριστικά προσώπων και λέξεων, ιδιομορφιών της γλώσσας. Μαλάματα συνηθειών της γλώσσας που αναζητούσε αρκετές φορές την δική της αυτονομία και λεκτική αυτοδιάθεση. Βλέπε το έργο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, που ενδέχεται να μην καταστάλαξε κάπου, μια συγγραφική μαρτυρία μεγάλης έντασης και αισθητικών προδιαγραφών αναζήτησης. Αυτόν τον Ελληνικό Κόσμο ιστορεί με τον καθαρότερο τρόπο ο ποιητής και πεζογράφος, βιβλιοφάγος και ενημερωμένος στα διεθνή ρεύματα των ιδεών και της φιλοσοφίας, της αισθητικής και της λογοτεχνίας της εποχής του Κωστής Παλαμάς, ένας ποιητής προερχόμενες από τις υψηλότερες κορφές του ποιητικού παρνασσού, ο οποίος διακόνησε την δημοτική γλώσσα ας μου επιτραπεί καλύτερα και αρτιότερα από την θεαματική εμφάνισή της από τον Γιάννη Ψυχάρη και το «Ταξίδι» του, την αμίλητη δημοτική του πειραιώτη Αλέξανδρου Πάλλη και ορισμένων άλλων διαπρύσιων υπερασπιστών της όπως εμφανίστηκαν στο εκδοτικό όργανο των Δημοτικιστών, το περιοδικό «Νουμάς». Ακόμα με τα σημερινά λογοτεχνικά δεδομένα, ο ποιητής και πεζογράφος Κωστής Παλαμάς ίσως να είναι ένα είδος προάγγελος του αργεντινού Βιβλιοθηκάριου Χόρχε Λουϊ Μπόρχες φυσικά, με τις ανάλογες και επιβάλλουσες πεζογραφικές διαφοροποιήσεις και αναγνωστικές προεκτάσεις και τεχνικές της πρόζας. Εννοώντας την βιβλιοφαγία τους και την αναγνωστική βουλιμία τους. Γράφω ίσως.

     Η φιλολογική πνοή του Κωστή Παλαμά και φιλαναγνωσία εγκολπώθηκε τον γλωσσικό θησαυρό της δημοτικής μας παράδοσης, της προφορικής ντοπιολαλιάς των παλαιότερων περιόδων της ελληνικής επαρχιακής ζωής όχι για να αρχιτεκτονήσει έναν γλωσσικό πύργο της Βαβέλ όπως έπραξε-κατά την ίσως λανθασμένη γνώμη μου-ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο οποίος κέρδισε τον τίτλο του σημαντικού και αγαπητού έλληνα μυθιστοριογράφου με τα μυθιστορήματά του αλλά έχασε την αποδοχή της ομιλίας του γλωσσικού πλούτου και λεκτικών ιδιωματισμών που μας παράθεσε στα έργα του, ιδιαίτερα στην «Οδύσσεια». Απορίας άξιο είναι αν ο μεγάλος Κρητικός θυμόταν τις χιλιάδες λέξεις που διασώζει, χρησιμοποιεί και καταγράφει ως συνεπής και ακούραστος λεξικογράφος της εποχής του. Και παρενθετικά αναρωτιόμαστε, ποια και πόση είναι η γλωσσική μεταφραστική συμβολή του σημαντικού κλασικού φιλολόγου Ιωάννη Φ. Κακριδή στις μεταφράσεις των Ομηρικών Επών; Και ακόμα, ποια η συμβολή του ίδιου του Καζαντζάκη στην μετάφραση στα αγγλικά της ογκώδους «Οδύσσειας» του από τον καθηγητή και δάσκαλο Κίμωνα Φράϊερ, και κατά πόσο διαμόρφωσαν το έργο στην μετάφρασή του στο εξωτερικό οι αντιλήψεις και η θεωρία περί λογοτεχνίας-ποίησης και γλωσσική αισθητική του αγαπητού μας Κίμωνα Φράιερ που, τόσα πρόσφερε στην ελληνική ποίηση και την διάδοσή της στην Αμερικάνικη Ήπειρο στην εποχή του. Αντίθετα με τον Κωστή Παλαμά και τον διαβρωτικό λυρισμό του και απαράμιλλη γλωσσική του και υφολογική μεγαλοσύνη, που είτε ως ποιητής είτε ως πεζογράφος ένα μεγάλο μέρος και ποσοστό από τις λέξεις που έπλασε ο ίδιος διασώζονται και τις χαιρόμαστε, τις θαυμάζουμε ακόμα και σήμερα θέλω να πιστεύω. Μας αφυπνίζουν συναισθήματα, ξυπνούν αισθήσεις, διαπλάθουν τις προσωπικές μας αναμνήσεις, εγείρουν επιθυμίες να δοκιμάσουμε να πλάσουμε και εμείς λέξεις, φράσεις ή να τις χρησιμοποιήσουμε στα δικά μας γραπτά, τον προφορικό λόγο. Αρκετοί αρνήθηκαν το μεγαλείο και την ποιητική ρητορική του Κωστή Παλαμά, βλέπε την συγκεντρωτική μελέτη του Απόστολου Σαχίνη, στο βιβλίο του "Παλαιότεροι Πεζογράφοι", εκδόσεις "Εστία" 1989 γ΄ έκδοση. Τον χαρακτήρισαν μεγαλόστομο, πομπώδη, ότι χρησιμοποιεί πολλά επίθετα, πολλές φορές φλύαρο, άνισο και άτεχνο διηγηματογράφο. Στάθηκαν με μιά επαμφοτερίζουσα ματιά απέναντι στα διηγήματά του. Συντάχθηκαν με το ποιητικό άστρο του Αλεξανδρινού ποιητή που είχε αρχίσει να ανατέλλει, τον παμπόνηρο γέροντα Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, ο οποίος υιοθέτησε ένα καθαρά αυστηρώς προσωπικό γλωσσικό ιδίωμα ποιητικής γραφής, αρνήθηκαν τον Παλαμά στο όνομα των σύγχρονων επιταγών και ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης και ποιητικής, μοντέρνας έκφρασης, τον απέρριψαν. Αυτόν και το ποιητικό κλίμα του, ενώ ας μου συγχωρεθεί ομνύουν στον ολύμπιο Βίκτωρ Ουγκώ. Αλλά ας μην συνεχίσουμε.

Το πρόβλημα των άγνωστών μας- τότε λέξεων- το έλυσε για την δική μου γενιά, το τότε στην κατοχή μας πολύτομο Λεξικό της Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας του Δημητράκου το οποίο προσφέρονταν με την εγκυκλοπαίδεια Δομή ενώ για άλλες επιπρόσθετες πληροφορίες, η εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου που αγοράζαμε σε τεύχη από τα περίπτερα συμπλήρωναν τα κενά. Σήμερα στον 21ο αιώνα υπάρχουν τα Γλωσσικά Λεξικά του γεννημένου στον Πειραιά Εμμανουήλ Κριαρά, τα διάφορα Λεξικά του καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη, του Λεξικού του Ιδρύματος Μανόλης Τριανταφυλλίδης του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, των εκδόσεων Τεγόπουλος-Φυτράκης, του καθηγητή Χριστόφορου Χαραλαμπάκη της Ακαδημίας Αθηνών και πλείστα άλλα, για όσους αγαπούν την ελληνική ποίηση και ιδιαίτερα την ποίηση και την πεζογραφία του Κωστή Παλαμά. Γλωσσικές σύγχρονες των ημερών μας πηγές οι οποίες δεν μας επιτρέπουν πλέον την δικαιολογία ότι δεν έχουμε γλωσσικούς λεξικογραφικούς συμπαραστάτες και ερμηνευτές όπως η γενιά μας. Ο Κωστής Παλαμάς δοκιμάστηκε και στα δύο κεντρικά και κύρια είδη του λόγου και πέτυχε επάξια και πανηγυρικά. Την ποίηση και τον πεζό λόγο, αφήνουμε από το κέντρο των ενδιαφερόντων μας, την κριτική και δοκιμιακή του παρουσία, το κριτικό του βλέμμα και την θεατρική του φλέβα, τις μεταφράσεις και τα φιλολογικά του μελετήματα, τις άλλες του συγγραφικές ενασχολήσεις. Ο Κωστής Παλαμάς δεν είναι ο μοναδικός έλληνας δημιουργός ο οποίος ασχολήθηκε παράλληλα με την ποίηση και με την πρόζα, να φέρω στο νου δύο παραδείγματα, του Γιάννη Σκαρίμπα και του Νίκου Καββαδία, δίχως να λησμονούμε και την περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου. Σίγουρα συναντάμε αδεξιότητες στα πεζά του Κωστή Παλαμά, αναμφισβήτητα δεν θα συγκριθούν πχ. με τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά ή του Πέτρου Πικρού, δεν θα τα συγκρίνουμε με έργα σύγχρονων νέων πεζογράφων, όμως, έστω και μόνο για το διήγημα ο «Θάνατος παλληκαριού» δικαιωματικά κατέχει σημαντική θέση όχι μόνο ως ποιητής και κριτικός. Ίσως να γράφαμε ότι οι όποιες ελλείψεις του, τεχνικές και άλλες, να είναι και η συννεφιασμένη γοητεία που του συγχωρούμε. Όσο για την φλυαρία και την χρήση πολλών επιθέτων στην γραφή του, μα τι θα ήταν δίχως αυτά τα πλαστικά πολυσύνθετα διαμαντάκια ο λόγος του Παλαμά. Ο Πέτρος Χάρης κάνει λόγο για μη σωστή τοποθέτηση του ρήματος πάντα μέσα στην σύνταξη. Μήπως όμως, τα Ομηρικά Έπη δεν είναι γιομάτα τρανταχτούς και υπερβολικούς ορισμένες φορές επιθετικούς προσδιορισμούς;

     Ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε και για ορισμένους ακόμα και σήμερα αναγνώστες εξακολουθεί να παραμένει ένας πνευματικός οδηγός. Ένας οδηγός ποιητικής πορείας, ένα πλαστουργός της ιστορικής συνείδησης του Ελληνικού Έθνους, σίγουρα οι «Χαλασοχώρηδες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη διαβάζονται με μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τον Παλαμικό «Ένας ψηφοφόρος», αναμφισβήτητα κάνοντας ένα χρονικό άλμα το διήγημα «Ο Μπάτης» του Θεσσαλονικιού ποιητή και πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου συγκινεί περισσότερο με αυτήν την ένωση του έρωτα με τον θάνατο που πραγματοποιεί στα πεζά του, ίσως όμως, παρά την συχνή αυτοβιογραφική νεανική αναφορά του Κωστή Παλαμά με τις νεαρές κοπελούδες τις οποίες αναφέρει στα διηγήματά του, και μάλιστα, μία από αυτές την ταλαιπωρούσε σε σχολικό προσωπικό επίπεδο ο διηγηματικός του λόγος έστω και κούτσικος συμπληρώνει την ποιητικότητα του ποιητικού του λόγου. Ας θυμηθούμε τι μας έλεγε ο αργεντινός παραμυθάς Χόρχε Λουϊς Μόρχες σε ερώτηση: Βλέπε "Ο Μπόρχες απαντά σε ερωτήματα Γάλλων Συγγραφέων" -Ζ. Ντ' Ορμεσον: Θεωρείτε τον εαυτό σας περισσότερο ποιητή ή πεζογράφο;.- Χ. Λ. Μπόρχες: Ποιητή. Κατά παράδοξο, όμως τρόπο, οι φίλοι μου ποιητές με θεωρούν πεζογράφο, έναν εισβολέα στον χώρο της ποίησης. Στο βάθος, δεν ξέρω αν υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην πρόζα και στον στίχο. Υπάρχει μία διαφορά στην μορφή, απλώς. Η συγκίνηση που γεννά μια σελίδα πεζογραφίας είναι λίγο πολύ ίδια μ' αυτήν που παράγει ένα ποίημα." δες περιοδικό της εφ. Ελευθεροτυπία- Βιβλιοθήκη τχ. 435/ Παρασκευή 29/12/2006, σ.16. Το διήγημα Η μεταμόρφωση του Σάτυρου, δεν υποδηλώνει μόνο τις αρχαιοελληνικές αρχιτεκτονικές και πλαστικές του αναφορές, την στέρεα και πολύμορφη αρχαιογνωσία του, τα διαβάσματά του, τις εκλεκτικές του συγγένειες, βλέπε Πλούταρχος και άλλων, αλλά, και την επιρροή των Νιτσεϊκών αρχών μέσα στην αισθητική της λογοτεχνίας του, περί κάλλους και σωματικής ομορφιάς (Όπως και στο διήγημα "Ο Θάνατος παλληκαριού") κάτι που φέρνει στη σκέψη μας, και το έργο του Φαληριώτη συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα και τις Νιτσεϊκές επιρροές του. Στο μικρό σχετικά αυτό διήγημα «Πως μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος», ο Κωστής Παλαμάς λειτουργεί σαν ένα αρχαίος γλύπτης ο οποίος κατασκευάζει το είδωλο το πραγματικό και την εικόνα του που είναι ο ίδιος ο πεζογράφος. Φιλοσοφεί όταν μας μιλά και μας λέει καλύτερα να μην είχε γεννηθεί ο άνθρωπος και συμπληρώνει να εγκαταλείπει τούτον τον Κόσμο καλύτερα και συντομότερα. Εδώ γίνεται πεισιθάνατος. Όμως η ζωγραφιά του Κόσμου περιλαμβάνει όχι μόνο την Περσεφόνη αλλά και την Φρύνη. Ο νέος Φειδίας δεν κάνει διακρίσεις, το ταλέντο της σμίλης του χαράσσει και πλάθει τους πάντες και τα πάντα που το βλέμμα του με μεγάλη και υπερβολική παρατηρητικότητα ανιχνεύει, ενώ σιμά, ο πεζογράφος στυλώνει τα μάτια και τεντώνει τα αυτιά του να αφουγκραστεί την ζωγραφιά να λάμπει. Αυτό το είδωλο του Κόσμου που αντίκρισε ο άνθρωπος όταν βγήκε από το Πλατωνικό σπήλαιο.

     Τα δεκαέξι διηγήματα του Κωστή Παλαμά συν ο Θάνατος Παλληκαριού συνοδεύονται και με Πρόλογο του ίδιου του Παλαμά. Αλλά για τον διηγηματικό του λόγο θα επανέλθουμε, για αυτούς, που δεν είχαν την τύχη και την ευκαιρία να πάνε διακοπές στα τουριστικά νησιά της Μυκόνου, της Πάρου, της Σαντορίνης και της Νάξου, της Μήλου και της Ρόδου όπως μας λένε οι ντόπιοι και ξένοι τουρίστες και παραθεριστές.

Διατήρησα την εκφραστική του διηγήματος, το οποίο φέρνει στο νου την γλυπτική σύνθεση του Γιαννούλη Χαλεπά, την ορθογραφία και την σύνταξη της γλώσσας δεν αλλοίωσα τους τύπους των λέξεων, της ορθογραφίας ακόμα και όταν διαισθανόμουν ότι είναι τυπογραφικές αβλεψίες. Ορθογραφικά λαθάκια, το αλάτι της γλώσσας.  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Κυριακή 13 Αυγούστου 2023                      

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου