Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Κίτσος Μακρής Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

       Η  ΠΑΝΑΓΙΑ  ΤΩΝ  ΦΤΩΧΩΝ

Του Κίτσου Μακρή

Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 15 Αυγούστου 1964

 

     Εδώ ο λόγος είναι για τις μικρές λατρευτικές εικόνες που βρίσκονται στα εικονοστάσια των χωρικών μας σπιτιών. Καθεμιά τους ένα απλό σανίδι ζωγραφισμένο από χέρια ταπεινών ζωγράφων. Σπάνια έχουν πολυπρόσωπες συνθέσεις, από αυτές που συναντάμε στις τοιχογραφίες και στις εικόνες των εκκλησιών. Σχεδόν πάντα είναι άγιοι σε προτομή και κοιτάζουν κατά πρόσωπο ή δυό καβαλάρηδες άγιοι, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος. Υπάρχει βέβαια ένας τεχνικός λόγος. Στις μικρές διαστάσεις των εικόνων αυτών μιά πολυπρόσωπη σύνθεση θα απαιτούσε μικρογραφική τεχνική που ξεπερνούσε τις συνηθισμένες δυνατότητες των λαϊκών αγιογράφων. Μα και στις λίγες περιπτώσεις πού θα υπήρχε αυτή η δυνατότητα, η κατασκευή μιάς τέτοιας εικόνας θα απαιτούσε πολλαπλάσιο χρόνο με συνέπεια την ανάλογη αύξηση της τιμής τους. Τα περιορισμένα οικονομικά μέσα των χωρικών δεν επιτρέπουν τέτοιες δαπάνες. Υπάρχει, όμως, και ένας ουσιαστικότερος λόγος που συνδέεται με τη λαϊκή ψυχολογία. Στη χωρική οικογενειακή ζωή το εικονοστάσι παίρνει ένα μέρος από τις καθημερινές φροντίδες. Το καντήλι καθαρίζεται και ανάβει καθημερινά. Τις γιορτές του Πάσχα, ένα κόκκινο αυγό τοποθετείται στο εικονοστάσι, καθώς και ένα κλαδί από Βάγια την Κυριακή των Βαϊων. Σε διάφορες περιοχές εκεί προσφέρονται τα πρώτα προϊόντα της χρονιάς. Τα στέφανα του γάμου, λουλούδια από τον Επιτάφιο, αγιασμός των Θεοφανείων, στο εικονοστάσι θα μπούν. Στην σπιτική εικόνα θα προσφύγουν τις δύσκολες στιγμές να πούν τον πόνο τους και να ζητήσουν βοήθεια. Οι χωρικοί μας πηγαίνουν στην εκκλησία μόνο στην κυριακάτικη λειτουργία και τις χρονιάρες μέρες. Ακόμα και τον Εσπερινό μόνος του τον κάνει συνήθως ο παπάς. Το άναμμα των καντηλιών στα ξωκλήσια και οι εξοχικές λειτουργίες είναι περισσότερο εκπλήρωση κάποιου τάματος ή μιά μικρή γιορτή. Το οικογενειακό εικόνισμα είναι η μυστική καταφυγή για μιά πιό εμπιστευτική ομιλία με το θείο. Όμως στις πολυπρόσωπες συνθέσεις τα πρόσωπα είναι πάρα πολύ απασχολημένα μεταξύ τους για να προσέξουν τις προσευχές των ταπεινών. Στη Σταύρωση ο Χριστός πάσχει επάνω στο σταυρό, η Παναγία και ο Ιωάννης είναι συντριμμένοι από τον πόνο. Στον Ευαγγελισμό η απρόοπτη εμφάνιση του αγγέλου εκπλήσσει την Παρθένο. Στη Γέννηση η Θεοτόκος είναι αποκαρωμένη, οι μάγοι φέρνουν τα δώρα τους, ο Χριστός βρέφος δέχεται τις πρώτες περιποιήσεις. Βοσκοί, άγγελοι στον ουρανό, η φάτνη, βράχοι, δέντρα… Ο προσευχητής αισθάνεται ξένος. Αντίθετα στη μονοπρόσωπη εικόνα προσευχητής και άγιος στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο άγιος τον κοιτάζει κατάματα, προσέχει μόνον αυτόν και τον ακούει να του μιλάει για τους πόνους και τους πόθους του. Κλίμα κατάλληλο για εξομολόγηση και προσευχή.

      Ανάμεσα στα οικογενειακά εικονίδια ιδιαίτερη θέση έχει η Παναγία. Βρίσκεται σχεδόν σ’ όλα τα ελληνικά σπίτια. Με το γαλάζιο ή γαλαζοπράσινο ιμάτιο και την κόκκινη καλύπτρα του κεφαλιού, που σκεπάζει και τους ώμους της κρατάει στα χέρια της το μικρό Χριστό. Η παρουσία του Θεού παιδιού της δεν εμποδίζει τη δημιουργία ατμόσφαιρας οικειότητας. Το αντίθετο συμβαίνει’ τη δυναμώνει. Με το μικρό στην αγκαλιά συνήθισαν να βλέπουν τη μάνα του σπιτιού να νοιάζεται για τους άλλους. Η ιδιότητα της Θεοτόκου βαραίνει μόνο από την άποψη πώς έχει τη δυνατότητα να μεσολαβήσει στο Θεό παιδί της για την εκπλήρωση των πόθων πού της εμπιστεύονται. Το ηθικό κλίμα της εποχής δημιουργείται από την ιδιότητα της πονεμένης μάνας, πού- ακριβώς γιατί και η ίδια πόνεσε πολύ- μπορεί να νιώσει και να απαλύνει τον πόνο του άλλου.

      Οι Παναγίες των λαϊκών αγιογράφων έχουν απομακρυνθεί από το βυζαντινό ιδεώδες, πράγμα που συμβαίνει σε κυμαινόμενη κλίμακα, μ’ ολόκληρη τη λαϊκή μας αγιογραφία. Η θρησκευτικότητα του 18ου αιώνα και του 19ου αιώνα έχει διαφορετική χροιά από τη βυζαντινή. Ο υπερβατικός χαρακτήρας που εκφράζεται με τη γνωστή βυζαντινή τεχνική παραχωρεί τώρα τη θέση του σε μιά πιό ανθρώπινη αντίληψη. Τα δυτικά πρότυπα παίζουν και εδώ το ρόλο τους. Μόνο που η Φραγκοπαναγιά- Γυναίκα γίνεται Μάνα- Ελληνίδα. Αν αφαιρέσουμε από την εικόνα της Παναγίας το φωτοστέφανο θα έχουμε μπροστά μας μιά χωρική με το παιδί της.

     Θα ήθελα να προσέξει ο αναγνώστης την Παναγία του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που δημοσιεύεται στο Παράρτημα. Ας μου συγχωρεθεί πρώτα μιά μικρή παρένθεση. Παρ’ όλα τα φιλολογικά πού γράφονται τελευταία, ο Θεόφιλος είναι ένας λαϊκός ζωγράφος όταν δεν μεταχειριζόμαστε  με συγκατάβαση τη λέξη λαϊκός. Εκτελεστής, δέκτης, ζωγραφική αντίληψη, θεματολογία, όλα είναι λαϊκά στην περίπτωση Θεόφιλου. Η καλλιτεχνική του αξία είναι ένα άλλο θέμα.

      Πρόκειται για έργο καμωμένο σε σανίδι πού, για να μή σκεβρώσει, έχει στις στενές του πλευρές καρφωμένες πίσω δυό τραβέρσες. Οι διαστάσεις του είναι 18,5Χ30 εκατοστά του μέτρου. Στο πίσω της μέρος έχει το συνηθισμένο σταυρό, τη χρονολογία κατασκευής 1912 και την υπογραφή «Έργον Θεόφιλου Γ. Χατζή Μιχαήλ». Προέρχεται από σπίτι της Πορταριάς και ανήκει στη συλλογή μου. Η Παναγία παριστάνεται, πάνω σε καφέ φόντο, ως τα γόνατα, κρατώντας με το αριστερό της χέρι το Χριστό, ενώ με το δεξί της ακουμπάει στο στήθος της. Ο Χριστός με το αριστερό του χέρι κρατάει ευαγγέλιο και με το δεξί ευλογεί. Δίπλα στο φωτοστέφανο, που αποδίδεται μόνο με τριπλό κύκλο σε χρώμα ώχρας, δύο μικροί άγγελοι πάνω σε σύννεφα. Στο κεφάλι της Παναγιάς ξενόφερτη κορόνα. Αν σκεπάσουμε με το χέρι μας το φωτοστέφανο με την κορόνα ποιά διαφορά θα βρούμε με τις άλλες γυναίκες του ίδιου ζωγράφου, κυράδες και βοσκοπούλες;

      «Φέτος χάλασαι η σοδιά και το μουλάρι ψώφισε. Αν δεν μας συντρέξης και συ, ήμαστε χαμένοι». Γράμμα σε ξενιτεμένον σπιτικό ή δέηση στη μικρή σπιτική Παναγιά. Με το ίδιο ύφος απευθύνονται και στους δυό. Μετανάστης γίνεται τα τελευταία χρόνια και η  εικόνα, μόνο που παύει οριστικά να ενδιαφέρεται για κείνους που έμειναν στην πατρική γή. Ο γυρολόγος και ο «τουρίστας» φροντίζουν γι’ αυτή τη μετανάστευση. Με μικρό χρηματικό αντάλλαγμα ή με την αντικατάσταση με κάποια φανταχτερή λιθογραφία η εικόνα παίρνει το δρόμο για το αθηναϊκό παλαιοπωλείο και για την ευρωπαϊκή αγορά. Αφού αποψίλωσε τα ξωκλήσια, ο «φιλότεχνος» ζήλος στράφηκε προς τις εικόνες των χωριάτικων σπιτιών. Εδώ δεν υπάρχει και το στοιχείο της κλοπής, αφού πρόκειται για ελεύθερη συναλλαγή. Για τις εικόνες των εκκλησιών, όσες απόμειναν, κάποια υποτυπώδης μέριμνα εκδηλώνεται τα χρόνια αυτά με τη συγκέντρωσή τους στις κεντρικές εκκλησίες των χωριών. Έγινε σε λίγες περιπτώσεις και μιά απογραφή: «Εικών Θεοτόκου βρεφοκρατούσης», «Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη», «Εικονίδιον Αγίου»… Καμιά άλλη ένδειξη. Ούτε ύλη, ούτε διαστάσεις, ούτε χρονολογία ή υπογραφή. Πώς θα εντοπισθεί μιά αντικατάσταση;

      Το Δεκαπενταύγουστο γιορτάζεται στην Τήνο η Μεγαλόχαρη. Αυτή είναι μιά «άλλη Παναγιά». Είναι χρυσοστόλιστη, κάνει θαύματα, επισκέπτεται Παλάτια, παραστέκει σε πολεμικές επιχειρήσεις. Από τη δική τους, την ταπεινή Παναγιά των φτωχών, δεν περιμένουν θαύματα οι χωρικοί. Λίγη στοργική συμπαράσταση της ζητούν στη δύσκολη ζωή τους. Είναι τόσο λίγα αυτά που ελπίζουν! Τους απογοήτευσε κι αυτός ο τοπικός βουλετής…. «Οι καπνοπαραγωγοί του Αγρινίου, έγραφαν πρό καιρού οι εφημερίδες, συγκεντρώθηκαν στο δημόσιο δρόμο κρατώντας μπροστά μιά εικόνα της Παναγιάς».

Κίτσος Μακρής

Ελάχιστα Αυγουστιάτικα

     Τον ποιητή λαογράφο Κίτσο Μακρή (Λάρισα 2/9/1917- 12/12/ 1988) η γενιά μου τον πρωτογνώρισε από τις επιφυλλίδες του στην ημερήσια πρωινή εφημερίδα «Το Βήμα» μετά την επτάχρονη δικτατορία, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και από ορισμένες άλλες εργασίες του που τότε διαβάσαμε,-εντελώς τυχαία- πάνω στην αρχιτεκτονική του Πηλίου και ιδιαίτερα, το έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου. Οι επιφυλλίδες του «Βήματος»-και άλλων εντύπων-ήσαν δημοσιογραφικά σπουδαστήρια για τους τότε εφήβους που άνοιγαν δειλά-δειλά τα φτερά των οριζόντων τους, επιθυμώντας να γνωρίσουν τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, την ελληνική παράδοση, την ελληνική γραμματεία, με δύο λόγια, τις ρίζες τους. Στους νέους και τις νέες που ήθελαν να διαμορφώσουν την εθνική τους ταυτότητα, να ανιχνεύσουν τα πολιτιστικά ριζώματα της πατρίδας τους, να γνωρίσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τι σημαίνει Ελληνικότητα, τι Ελληνικός Πολιτισμός. Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, επικρατούσε ένας πολιτικός, ιδεολογικός, κοινωνικός αλλά και πολιτιστικός,  εκδοτικός αναβρασμός. Βγαίνοντας από ένα σκοτεινό και στενό πολιτικό περιβάλλον όπως ήταν τα χρόνια της επταετίας, ενώ το κύριο σύνθημά μας ήταν-τότε-«φονιάδες των λαών αμερικάνοι» και όλες οι πορείες και τα συλλαλητήρια κατέληγαν έξω από την αμερικάνικη πρεσβεία, η κοινωνική συμπεριφορά μας, τα γούστα μας και τα ενδιαφέροντά μας, στρέφονταν και ακολουθούσαν το πολιτιστικό πλαίσιο προπαγάνδας και κοινωνικών προτύπων ζωής της μεγάλης αμερικανικής καπιταλιστικής ηπείρου. Ακούγαμε και χορεύαμε, διασκεδάζαμε με την αμερικάνικη μουσική. Ντυνόμασταν με τα μπλουτζίν τα οποία προέρχονταν από την ΗΠΑ, πολλοί φόραγαν μπότες με σπιρούνια. Σύχναζαν σε μπαράκια που όλα ήσαν αμερικάνικα, έπιναν μόνο ουίσκι και διάβαζαν συνήθως αμερικάνικη ποίηση και μυθιστορήματα. Ήσαν οι έλληνες ξέγνοιαστοι καβαλάρηδες της ελληνικής ασφάλτου. Αρχίζαμε να τρώμε σε ταχυφαγία, Μακντόναλντ, πίτσες και σάντουιτς που βλέπαμε να τρώνε οι αμερικανοί. Παρακολουθούσαμε κινηματογραφικές αμερικάνικες ταινίες στους κινηματογράφους και στα δύο τότε ασπρόμαυρα κανάλια της δημόσιας τηλεόρασης.  Βλέπαμε σήριαλ αμερικάνικα. Το Πέυτον Πλέης, την Μπονάτσα, την Λούσυ, τον Λόου Ρέντζε, το Χαμένοι στο διάστημα, (με τον δόκτωρ Σποκ), τον Φυγά και άλλα, ενώ με την γροθιά σηκωμένη κατεβαίναμε σε πορείες ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τις παγκόσμιες στρατιωτικές επεμβάσεις του. Ήταν νωπή η μνήμη μας του πολέμου στο Βιετνάμ, της τύχης του ίσως μοναδικού-των χρόνων μας-μαρξιστή πολιτικού, προέδρου Σαλβαντόρ Αλιέντε στην Χιλή. Ενώ, ενδιαφερόμασταν και για το ποιοι σκότωσαν τον αμερικανό πρόεδρο Τζών Φιτζέραλντ Κένεντι. Θέλαμε να σπουδάσουμε στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, να ταξιδέψουμε στην μεγάλη ήπειρο, παρακολουθούσαμε αμερικάνικα έργα στις ελληνικές θεατρικές σκηνές ενώ ταυτόχρονα, δεν συγχωρούσαμε την υποστήριξη των αμερικανών στην χούντα. Πριν καλά-καλά δηλαδή γνωρίσουμε την δική μας πολιτιστική παράδοση και έρθουμε σε επαφή μαζί της, μαθαίναμε και ανακαλύπταμε την αμερικάνικη και παράλληλα την ευρωπαϊκή. Γνωρίζαμε τα επιτεύγματα και τις πολιτικές των δυτικών των αστικών δημοκρατιών αντιφάσεις του δυτικού πολιτισμού που θέλαμε να ανήκουμε-και εμείς σαν χώρα- μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ. Μια θα σημειώναμε σήμερα μετά από μισό σχεδόν αιώνα, αντίφαση συνειδησιακή ημών των Ελλήνων πριν προλάβουμε να γνωρίσουμε και στερεώσουμε την ελληνική πολιτιστική ταυτότητά μας, συνείδηση και χαρακτήρα. Μια πατρίδα και ένας λαός τραυματισμένος από παλαιότερες και νεότερες ιστορικές και πολιτικές περιπέτειες, φτωχός, «διχασμένος», τουλάχιστον ένα μεγάλο του κομμάτι, που δούλευε τρελά η πυξίδα των κάθε είδους και μορφής φιλοδοξιών του. Πού οι πολιτικές του δράσεις και δημόσιες αντιδράσεις έρχονταν σε αντίθεση με τους ατομικούς τρόπους συμπεριφοράς του και ονείρων τους, των Ελλήνων σαν πολιτικό και εκλογικό σώμα. Κάτι σαν τους κυνηγημένους Ινδιάνους από τους κατακτητές Καουμπόηδες. Η καταναλωτική μανία των Ελλήνων είχε αρχίσει να θεριεύει, η αγοραστική τους τάση ακολουθούσε τα σύγχρονα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, τα οποία είχαν αρχίσει να προπαγανδίζονται από την δεκαετία του 1960 στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο της ελεύθερης οικονομίας. Εμπιστευόμασταν σχεδόν στα «τυφλά» κάθε προϊόν της τεχνολογίας που προέρχονταν από την Αμερική. Πολιτικά είμασταν ενάντια στο σύστημα κοινωνικά είμασταν μιμητικοί. Οι παραδοσιακές ελληνικές αξίες και τα ήθη και έθιμα άλλαζαν, παλαιά πιστεύω του λαού υποχωρούσαν, σύγχρονα, μοντέρνα και ξενόφερτα ανέτειλαν.

Τους χρόνους αυτούς-μετά το 1974, για να είμαστε ειλικρινείς με τις πράξεις και τις στάσεις ζωής που καθόρισαν τις μετέπειτα ατομικές και συλλογικές μας μελλοντικές πρακτικές, συνήθειες και κοινωνικές εξελίξεις, ήρθαμε σε επαφή με την Ελληνική Λαογραφία και μαγευτήκαμε από τον πλούτο, τους θησαυρούς της, την αστείρευτη κληρονομιά που μετέφερε στα σπλάχνα της. Μία πολιτιστική παράδοση που προέρχονταν αποκλειστικά από την δική μας φυλή, από το ηρωικό ένδοξο παρελθόν μας.  Σημαντικές Μορφές όπως η Αγγελική Χατζημιχάλη και το Μουσείο της στην Πλάκα, ο Βασίλης Πλάτανος, με τα κείμενά του στην εφημερίδα "Η Αυγή" ο Κίτσος Μακρής, με τα δημοσιεύματά του σε διάφορα έντυπα, ο Κώστας Ρωμαίος και οι εργασίες του, η αστείρευτη και δουλευταρού Δόμνα Σαμίου, η οποία διέσωσε γυρίζοντας ανά την Ελλάδα κρυφούς παραδοσιακούς μουσικούς θησαυρούς και ακούσματα. Η Δώρα Στράτου και οι λαϊκοί παραδοσιακοί χοροί της και λαϊκά συγκροτήματα, η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος με τις εργασίες και τα λαογραφικά της μελετήματα, και ορισμένες άλλες μορφές όπως ο φιλόσοφος και θεολόγος Χρήστος Γιανναράς, η συγγραφέας Αθηνά Ταρσούλη (με τα Δωδεκανησιακά της) μας έφεραν σε επαφή ο καθένας και η κάθε μία με τον τρόπο και το είδος και κατηγορία των ενδιαφερόντων του με την δική μας ελληνική παράδοση. Μία άγνωστη σχεδόν περιοχή για τους τότε εφήβους. Αυτήν που αρχινά με τον Νικόλαο Πολίτη συνεχίζεται με τον Γεώργιο Α. Μέγα, αγκαλιάζει το Θέατρο Σκιών και τον Ευγένιο και Σωτήρη Σπαθάρη και τους άλλους καραγκιοζοπαίχτες, διοχετεύεται στις μουσικές μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, τα Νησιώτικα ακούσματα της Ειρήνης Κονιτοπούλου Λεγάκη, τον Ορφέα Ζάχο και τα Ηπειρώτικα Τραγούδια του και περιλαμβάνει και ένα μέρος της που είναι το Ρεμπέτικο Τραγούδι και ο Μάρκος Βαμβακάρης, και τα μουσικά ακούσματα και οι πενιές των άλλων ρεμπετών. Τα λαογραφικά κείμενα που δημοσιεύονταν-τότε στις σελίδες των ημερήσιων και κυριακάτικων εφημερίδων και των διαφόρων περιοδικών- ήσαν πολλά και ποικίλα. Τα διαβάζαμε με αναγνωστική βουλιμία, όπως και τα βιβλία συγγραφέων που μας μιλούσαν για αυτήν την ξεχασμένη πλευρά του εαυτού μας, όπως ήταν οι συγγραφικές και ερευνητικές φωνές και μελέτες του π. Γεωργίου Μεταλληνού, του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή, του Δημήτρη Σταμέλου, της Γεωργίας Ταρσούλη, τα επιμορφωτικά ταξιδιωτικά του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου ή της Κλεαρέτης Δίπλα Μαλάμου (βλέπε τον έντυπο τύπο όπως το "Έθνος", η "Ελευθερία" κλπ.) και τόσων άλλων παλαιών ελλήνων συγγραφέων όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης, οι παλαιότεροι ηθογράφοι συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας. Περίοπτη θέση στην αναγνωστική μας προτίμηση κατείχε ο αριστερός λαογράφος Κίτσος Μακρής ο οποίος μαζί με την φωτογράφο σύζυγό του Κυβέλη Ζημέρη, μας γνώριζε και μας ταξίδευε όχι μόνο στην περιοχή της Μαγνησία, τον Βόλο, την περιοχή του Πηλίου αλλά με πάντα καθαρό ποιητικό λόγο μας γνώριζε κρυφές λαογραφικές και αρχιτεκτονικές κλασικές ομορφιές της Σκιάθου, της Σκύρου, της Χίου, της Σιάτιστας, του Γαλαξιδίου και άλλων άγνωστών μας ελληνικών περιοχών,-και κρατών της Βαλκανικής, όπως Βουλγαρία, Ρουμανία- και φυσικά της κεντρικής του αγάπης που ήταν η σημαντική εικαστική προσφορά του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου. Ενός κατατρεγμένου στην εποχή του αυθεντικού λαϊκού αυτοδίδακτου ζωγράφου ο οποίος άφηνε τα ζωγραφικά του ίχνη σε τοίχους σπιτιών, σε καμάρες, σε αίθουσες καφενείων, σε σεντόνια και άλλα "ευτελή" για τους σπουδαγμένους υλικά και περιβάλλοντα. Σημαντικές πηγές οι μελέτες και οι έρευνες του Κίτσου Μακρή, αυτού του ποιητή λαογράφου για τον ζωγράφο Θεόφιλο. Όμως το ταλέντο, η αγάπη και η αμέριστη φροντίδα του Κίτσου Μακρή και ο πολυκύμαντος βίος του, δεν περιορίστηκε μόνο στην ξεχωριστή περίπτωση του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, μας έφερε σε επαφή με έργα και δημιουργίες και άλλων λαϊκών ζωγράφων. Μας μίλησε για την αρχιτεκτονική των λαϊκών σπιτιών και ζητήματα πολεοδομίας, για ξυλόγλυπτα τέμπλα εκκλησιών και την αγιογραφία, για την λιθογλυπτική, για χαγιάτια και χιώτικες πετροστόλιστες αυλές. Για πετρόκτηστα γιοφύρια και καμπαναριά εκκλησιών. Για την μεταλλουργία και αργυροχρυσοχοϊα. Για την λαϊκή ηπειρώτικη χειροτεχνική ζωγραφική και την μαγεία της, την χειροτεχνία, την υφαντική και κεντητική και το ξεχωριστό τους ύφος. Μας ταξίδεψε στην Μακρινίτσα και το Μέτσοβο, έγραψε για τους κανατάδες και τις βρύσες περάσματα των ανθρώπων της υπαίθρου. Ερεύνησε παλαιές εκκλησίες- μονές του Αγίου Όρους, αλλά και για την κοσμική ζωγραφική, τις παραδοσιακές ενδυμασίες. για την λαϊκή αισθητική του ελληνικού χώρου επί Τουρκοκρατίας και των Ελλήνων της υπαίθρου. Για την τέχνη των φυλακισμένων και τους εξώστες της Τρυγόνας. Για τον ταπεινό Μυστρά και την αρχόντισσα Σιάτιστα. Για την αξία και σημασία στην διατήρηση της ελληνικής κληρονομιάς των Μουσείων Λαϊκής Τέχνης. Για τις μεταλλικές επενδύσεις των Εικόνων τους αρχιμαστόρους, τους λαϊκούς αγράμματους τεχνίτες και τις λαϊκές φορεσιές. Για το δέντρο του Ιεσσαί και οι αρχαίοι σοφοί. Εδώ που ο αρχαίος ελληνικός κόσμος συναντά τον ορθόδοξο χριστιανικό. Μας μίλησε με τον σοφό του λόγο για τα «άδεια στασίδια» και τους καβαλάρηδες άγιους, άγιο Γεώργιο και άγιο Δημήτριο. Για την Παναγιά των φτωχών και την σημασία επανεύρεσης των αληθινών, αυθεντικών ελληνικών ριζών της παράδοσής μας. Μακριά από Λαϊκισμούς και άλλες σκοπιμότητες και εκμεταλλεύσεις. Και που δεν ταξίδευσε και τι δεν είδε και ανέδειξε στην επιφάνεια στον καιρό του αυτός ο σημαντικός έλληνας φιλότεχνος ποιητής-λαογράφος. Είναι αρκετά τα σημειώματα και τα μελετήματα που έχουν γραφεί για τον βίο, την προσωπικότητά του, τις έρευνες και τις μελέτες του, ιδιαίτερα στα αφιερώματα μετά την κοίμησή του. Στο διαδίκτυο, αξίζει να διαβάσει κανείς την εργασία 17/9/2017 της κυρίας Μαρίας Σπανού για την συμβολή και την προσφορά του.

Και γιατί δεν μας μίλησαν, τι δεν μας κοινώνησαν οι επιφυλλίδες και τα κείμενα του ποιητή-λαογράφου Κίτσου Μακρή στην εφημερίδα «Το Βήμα» και όχι μόνο, τα περισσότερα από αυτά τα σημαντικά για την ελληνική παράδοση της πατρίδας μας κείμενα συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο και εκδόθηκαν με τον τίτλο «ΒΗΜΑΤΑ» από τις εκδόσεις «Κέδρος» λίγο πριν εκπνεύσει το 1979. Τα περιεχόμενα του τόμου να διαβάσει κανείς θα εκπλαγεί από το εύρος και την ποικιλία των θεμάτων που ασχολήθηκε και ερεύνησε. Ο Κίτσος Μακρής ευτύχησε να τον αποκαλέσουν ο λαογράφος ποιητής, όπως αποκαλούσαν αρχιτέκτονα ποιητή τον πειραιώτη Δημήτρη Πικιώνη. Ένας τιμητικός τίτλος που άξιζαν και οι δύο αυτές εξέχουσες και σπάνιες ελληνικές προσωπικότητες, διασώστες της ελληνικής λαϊκής αρχοντιάς, του ελληνικού ήθους ζωής, της αισθητικής της ελληνικότητας, του λαϊκού και άδολου από σκοπιμότητες φρονήματος, της λαϊκής πίστης. Θαυμάζουμε τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, τους Ναϊφ ευρωπαίους ζωγράφους, την τέχνη των αμερικανών ιθαγενών, την πρωτόγονη τέχνη των αμπορίτζιναλ της αυστραλίας αλλά, αγνοούμε τους δικούς μας λαϊκούς τεχνίτες και καλλιτεχνικούς λαϊκούς θησαυρούς των χρόνων της μεσαιωνικής σκλαβιάς. Προσπερνάμε τους χτίστες και τους γλύπτες, τους καλφάδες και τους λαϊκούς μαστόρους, που, δεν έβαζαν μόνο το ταλέντο τους στα διάφορα χειροτεχνήματά που κατασκεύαζαν αλλά την ψυχή τους, την αυθεντική μαρτυρία του βίου τους. «Εμφυσούσαν» σε κάθε τι που κατασκεύαζαν το ήθος και την αρχοντική αισθητική της ζωής τους, της καθημερινότητάς τους. Οι φλοκάτες και τα κεντήματα, τα σχέδια των υφασμάτων των αργαλειών, τα πλεκτά και τα κεντήματα δεν ήσαν απλά προικιά της νύφης για το νέο σπιτικό της, ήσαν το «μαγικό χαλί» που πάνω του ταξίδευε το νιο ζευγάρι. Συνάρθρωναν την άλλη όψη της ζωής και της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας, τρόπου βίου, πριν η αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση της τουριστικής ανάπτυξης ισοπεδώσει και ανατρέψει τα πάντα, και μείνει ένα φολκλόρ αναμνήσεων περασμένων ετών. Τα κληροδοτήματα της ελληνικής παράδοσης από την ζώσα, αυθεντική, αληθινή πραγματικότητα τρόπου ζωής έγιναν εκθέματα σε φωτισμένες αίθουσες μουσείων για τουρίστες έλληνες και ξένους επισκέπτες των δέκα λεπτών για φωτογράφηση. Η λάμψη της, η γοητεία της, ο παραμυθένιος και παραμυθιακός χαρακτήρας της πραγματικής και ουσιαστικής της εικόνας χάθηκε, υποχώρησε μπρος στο κέρδος, την τουριστική κερδοσκοπία. Οι παλαιότεροι έλληνες της υπαίθρου δημιουργούσαν τις καλλιτεχνικές και αισθητικές εκείνες προϋποθέσεις για να κάνουν πιο ανεκτή την φτώχεια τους. Πόσοι σύγχρονοι νεοέλληνες άραγε θα διέθεταν τα χρήματά τους να αγοράσουν μία ελληνική λαϊκή φορεσιά και πόσοι θα ξόδευαν την περιουσία τους για να αποκτήσουν μία γυναικεία τουαλέτα μιάς ινφλουέντσες ή μιάς τριτοκλασάτης χολιγουντιανής ηθοποιού; Θα ήταν αστείο και αντι-ιστορικό, να θέλουμε να περιοριστούμε στα όρια αποκλειστικά και μόνο της δικής μας πολιτιστικής παράδοσης και εθνικής μας κληρονομιάς, ο Κόσμος άλλαξε, έγινε ένα παγκόσμιο χωριό γεμάτο γεωγραφικά αδιέξοδα και εθνικές αντιφάσεις, αν παρατηρήσουμε όμως προσεκτικά, θα δούμε και τους άλλους λαούς να προσπαθούν να διασώσουν την δική τους εθνική, πατρογονική κληρονομιά, είναι τόσο δύσκολο άραγε να κάνουμε και εμείς το ίδιο; Μήπως ήρθε η ώρα να μην αποδεχόμαστε πλέον να είμαστε τα γκαρσόνια των δυτικών στο όνομα της τουριστικής βιομηχανίας; Μήπως, διατηρώντας τα θετικά αγαθά της τουριστικής ανάπτυξης οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε το ποια οικονομία θέλουμε να αναπτύξουμε και ποιά έχουμε πραγματικά ανάγκη για να ευημερήσουμε σαν λαός; Μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, δεν στηρίζεται σε πρωτογενεί μέσα και τομείς παραγωγής, που τα πάντα προέρχονται αποκλειστικά από το εξωτερικό, για ποια εθνική ή γεωγραφική ανεξαρτησία και υπερηφάνεια μπορεί να μιλάει. Είτε είναι αρχαίος είτε είναι βυζαντινός-ορθόδοξος ο «καλός οντάς» που λέγεται ελληνικό κράτος, θα εξακολουθήσει μέσα στην σύγχρονη ιστορία να παραμένει ένα φωτόλουστο εξοχικό για ξενύχτηδες που τρώνε μουζάκα, σουβλάκι και πίνουν ούζο και ρετσίνα, πριν αγοράσουν τα τσολιαδάκια και τα πριαπικά μικρά αγαλματίδια των αρχαίων σατύρων πριν ανάψουν το καντηλάκι των αλειτούργητων εξωκλησιών που μπαίνουν μέσα σαν να είναι η κάμαρα με τα αρχαία θαύματα σε ένα δημόσιο λούνα παρκ.

       Ανατρέξτε και διαβάστε τα κείμενα και τις επιφυλλίδες του λαογράφου- ποιητή Λαρισαίου Κίτσου Μακρή-και των άλλων ελλήνων λαογράφων, ίσως κάτι αφυπνιστεί μέσα μας, ίσως κάποια διάθεση να βαδίσουμε εκ νέου στα δικά τους Βήματα που μας άνοιξαν αυτές οι Μορφές της εθνικής μας κληρονομιάς και μας μίλησαν με ένθεο ζήλο και σε ανθρώπινο μέτρο πάθος. Εκτός αν πρόοδο θεωρούμε ότι είναι μόνο τα ντόλαρς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 15/8/2023

Καθώς οι αρχάγγελοι σιγαλοφτερουγίζοντας μεταφέρουν το Σώμα της Παναγιάς- Μητέρας.                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου