Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Αγορίτσι

 

Α γ ο ρ ί τ σ ι     

του Κωστή Γκιμοσούλη

Από το μυθιστόρημά του «ΒΡΕΧΕΙ ΦΩΣ», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 2002, σ.264-266

     Μόλις βγήκαμε, την έπιασε ένα ρίγος. Μας άρπαξε από τα μπράτσα και χώθηκε ανάμεσά μας. Βαδίσαμε έτσι για λίγο, μια αλυσίδα από τρεις μέσα στη νύχτα. Ο Χριστόφορος, απότομα τράβηξε το χέρι του:

       «Άφησε με», είπε, «θέλω να ‘μαι μόνος μου», και προχώρησε μπροστά.

     Τρέκλιζε και απάγγελνε στίχους της Σαπφούς. Τους τραγουδούσε σε μια φαλτσομουσική δική του:

          Έρως δ’ ετίναξέ μοι φρένας

          ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων

Γύριζε και βάδιζε με την όπισθεν,  με κίνδυνο να πέσει και να τσακιστεί. Όμως όσο κι αν παραπάταγε, δεν έπεφτε. Είχε την εύθραυστη, αλλά πολύ δυνατή ισορροπία του τύφλα μεθυσμένου.

    «Εμπέτων!’» φώναξε ξαφνικά. «Κατ’ όρος δρύσιν!», ακούστηκε σαν ιαχή. «Έρως ετίναξέ μοι φρένας!!!».

     Παρανοϊκά ουρλιαχτά ενός σκύλου, που απήγγειλε στίχους μέσα στην άγρια νύχτα.

     «Ξύπνα τους όλους!» του φωνάζαμε εμείς από πίσω.

     «Βγάλ’ τα όλα! Πιο δυνατά!!!»

     «Δέδυκε μεν α σέλαννα!!!»

    Ξελαρυγγιαζόμασταν μέσα στην θεοσκότεινη παγωμένη νύχτα- μόνο κάτι αστέρια κρύα σαν παγάκια είχε-ώσπου ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος μιας εξώπορτας να ξεκλειδώνει. Τότε το βάλαμε στα πόδια. Μετά από δύο τετράγωνα φρενάραμε κάτω από ένα υπόστεγο. Μόνο το λαχάνιασμά μας ακουγόταν. Ούτε ένα νυχτοπούλι. Νεκρική ησυχία. Ο Χριστόφορος βρήκε με ζιγκ-ζαγκ τον δρόμο προς ένα απέναντι δέντρο. Στάθηκε εκεί και κατουρούσε για ώρα. Την Μαρία την είχε πιάσει ένας βήχας που τον έπνιγε μέσα στο στήθος μου. Έτρεμε:

     «Η σιωπή της πόλης», είπε με τα δόντια της να χτυπάνε. «Όταν όλα τα θηρία πάνε για ύπνο, δεν μου έρχεται να κοιμηθώ. Τότε η ψυχή μου ξυπνάει κι ανθίζει μέσα σ’ αυτή τη σιωπή».

     «Και πότε κοιμάσαι; Τη μέρα, όπως οι γάτες;»

     Φορούσε το παλτό με σηκωμένο το γιακά και το καπέλο της κατεβασμένο χαμηλά, κάτω απ’ τα φρύδια. Μόνο τα μάτια της φαίνονταν να γυαλίζουν στο σκοτάδι.

     «Εγώ δε μόνα κατεύδω», είπε σιγά.

     «Τι;»

     «Κι εγώ μονάχη μου ξαπλώνω. Τον στίχο της Σαπφώς λέω.»

Άργησα λίγο, αλλά της το είπα:

«Αυτό είναι δική σου επιλογή!»

«Μπορεί», και με τράβηξε να φύγουμε.

Την κράτησα κοντά μου:

«Γιατί, αν ήθελες…»

   Μου ‘δωσε ένα απαλό φιλί στο πιγούνι κι αμέσως τραβήχτηκε:

   «Να!» γέλασε. «Πάρε το φιλί μιας άπιστης!»

    «Άπιστης σε ποιον;» ρώτησα κι έκανα να την πιάσω.

Μου ξέφυγε κι έτρεξε να φύγει:

   «Μόνο στον εαυτό της!»

    «Ξέρεις πως θα σε φωνάζω από σήμερα;»

   Φρέναρε πάνω στα παπούτσια της:

   «Πώς;»

 «Αγορίτσι!» της είπα. «Επειδή είσαι αγοροκόριτσο.»

 «Κι εγώ Σωσία!»

 «Σωσία;»

  «Ναι. Επειδή μοιάζουμε πολύ», είπε με φωνή που προσπαθούσε να μην πνιγεί από τον βήχα.

     Αμέσως μου ‘ρθε στο μυαλό κάτι που έλεγε η μάνα μου: Πώς όταν συναντά κανείς τον σωσία του, αυτό είναι οιωνός θανάτου. Οιωνός θανάτου! Και για τους δύο ή μόνον για τον έναν; Άσε που η μάνα μου δεν έπεφτε ποτέ έξω στις προβλέψεις της.

     «Ποιοι; Εμείς οι δύο;» κάγχασα. «Χριστός και Παναγία!».

               ΚΩΣΤΗΣ  ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

Συναντήσεις:

     Για τον ποιητή και μυθιστοριογράφο που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας, τον Κωστή Γκιμοσούλη, έγραψα την Τρίτη 8 Αυγούστου στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Κατόπιν ακολούθησαν μερικά άλλα σημειώματα, όπως οι «Ποιητικές Σταλαγματιές» 11 Αυγούστου 2023 που, ήταν ένα διπλό δικό μου πείραμα, βασισμένο πάνω στα αρχαία ποιητικά σπαράγματα της Σαπφώς. Ιδιαίτερα, σε αυτό που ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης αποκαλεί «πρισματική» ποίηση στο έργο της και όχι «επίπεδη» και υιοθετεί και ο ίδιος σε ποιητικές του συνθέσεις, όπως όλοι μας γνωρίζουμε. Προέβει σε ένα διπλό πείραμα με δύο πτυχές. Από την μία απέδιδα τα μονολεκτικά και όχι τις ολοκληρωμένες της ποιητικές συνθέσεις-στην σημερινή γλώσσα, προσπαθώντας να μεταφέρω όσο γίνεται πιστότερα το ύφος και την συναισθηματική ατμόσφαιρα, και την αισθητική φόρτιση του αρχαίου σπαράγματος, δίχως να παραβλέπω την επικινδυνότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος, από έναν γραφιά που, δεν έχει ούτε μεταφραστική εμπειρία ούτε ίσως και τα ανάλογα εφόδια. Αποδέχτηκα όμως αυτό το εγχείρημα σαν ένα καθαρά προσωπικό μου της σύγχρονης γλωσσικής απόδοσης παιχνίδι, όπως έχω κάνει και παλαιότερα και με άλλα ποιήματα της ερωτικής αρχαίας ποιήτριας και άλλων αρχαίων λυρικών ποιητών. Θέλοντας να δω αν σήμερα, Τρίτη χιλιετία λειτουργεί ο ποιητικός αυτός λόγος, έχει κάτι να μας πει, πέρα από διδακτορικές διατριβές και κλειστά εκπαιδευτικά σπουδαστήρια και έξω, από φεμινιστικές σπουδές οι οποίες εγκλωβίζουν το έργο της σε μονοθεματικές ερωτικές εκδοχές και επισημάνσεις των καιρών μας. Στο όνομα της πολιτικής ερωτικής και λογοτεχνικής ορθότητας. Τα σημειώματα για την ποίηση και το έργο της Σαπφώς καθώς και τα στοιχεία και οι πληροφορίες που έχω καταθέσει, υπερβαίνουν τα 10 στα Λογοτεχνικά Πάρεργα κατά τακτά διαστήματα. Σε αυτά να προσθέσουμε και τις εξαιρετικές μεταφράσεις της ποιήτριας κυρίας Τασούλας Καραγεωργίου,-ορισμένες είχε την καλοσύνη να μου δώσει και να δημοσιευτούν στην ιστοσελίδα, και την βιβλιοπαρουσίαση της από τον γράφονταν, στην πρώτη έκδοση των εκδόσεων Γαβριηλίδης. Ενώ το διάστημα αυτό, έχω μπροστά μου και διαβάζω και ξαναδιαβάζω και απολαμβάνω, χαίρομαι την εξαιρετική και σημαντική ερευνητική και μεταφραστική της δουλειά-συμπληρωμένη- πάνω στην Σαπφώ, στο βιβλίο της «ΣΑΠΦΩ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» Πρόλογος-Μετάφραση-Σημειώσεις, Τασούλα Καραγεωργίου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, Ιούνιος 2022, σελίδες 198. Μια σπάνια δουλειά, η οποία όπως φαίνεται, ολοκληρώνει ή και συγκεφαλαιώνει τις μεταφραστικές αποδόσεις της αρχαίας λυρικής ποιήτριας από τη Λέσβο τουλάχιστον στην ελληνική λογοτεχνική επικράτεια, δίχως να λησμονούμε τις παλαιότερες μεταφράσεις του Παναγή Λεκατσά, του Σωτήρη Κακίση, του Οδυσσέα Ελύτη, του Κώστα Τοπούζη, του Ηλία Βουτιερίδη και ορισμένων άλλων πού, έχω μνημονεύσει σε παλαιότερα σημειώματα για αυτό το «μαυροτσούκαλο» κορίτσι όπως θα έλεγε και ο Ελύτης, και θα συμφωνούσε ίσως ο δάσκαλος Κωστής Παλαμάς. Από την άλλη, το «μεταφραστικό» αυτό ερέθισμα και φυσικά το διάβασμα της ποίησής της, με κέντρισε, με ενέπνευσαν οι στίχοι της, οι σπαραγματικές και θρυμματισμένες λέξεις της, ώστε η Σαπφώ να σταθεί η αφορμή για να συνθέσω νέα ποιήματα προσωπικών μου εμπειριών και αισθήσεων, όπως η μνήμη τα διατήρησε μέσα μου, ή όπως θάλεγε και ο αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Θυμήσου Σώμα». Όμως, παρά του ότι έγραψα ένα «γρήγορο» κείμενο για τον ποιητή και πεζογράφο Κωστή Γκιμοσούλη, ένιωθα ότι έχω κάτι αφήσει ακόμα ορισμένες εκκρεμότητες με το έργο του, ήθελα να περιπλανηθώ στην γραφή του, και ιδιαίτερα, σε αυτήν την σημαντική δουλειά που έκανε, το βιβλίο του «ΒΡΕΧΕΙ ΦΩΣ», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2002. Ένα μυθιστόρημα που θεωρώ από τα καλύτερά του, και από τα πλέον αντιπροσωπευτικά στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, αν όχι το μόνο –μέσω της μυθοπλασίας- της αναβίωσης του κλίματος της ζωής, των θέσεων και της παράθεσης ποιημάτων της ποιήτριας του μεσοπολέμου Μαρίας Πολυδούρη. Μιάς ποιήτριας η οποία «χαντακώθηκε» από την υπερβολική προσκόλλησή της στο Καρυωτακικό άρμα ζωής και ποίησης. Αυτό το φλας μπακ του χρόνου που κάνει ο Κωστής Γκιμοσούλης είναι κάτι το θαυμαστό και πετυχημένο. Όπου μέσα από παραμιλητά, μέσα από ονειρικές ή σκληρές καθημερινές καταστάσεις, μέσα από δραματικά συμβάντα όχι μόνο της Καλαματιανής ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη αλλά και περιπέτειες βίου σύγχρονων-του ίδιου του πεζογράφου περιπετειών, αναδύεται το αιώνιο αδιέξοδο του ανεκπλήρωτου πάντα έρωτα. Του έρωτα-από την πλευρά της γυναίκας-όχι μόνο της περιόδου του Μεσοπολέμου-αλλά και ευρύτερα, διαχρονικά. Οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, η αυθεντικότητα όμως της ανθρώπινης πρόθεσης, η ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να δώσει αιώνιους όρκους έρωτα που είναι αδύνατον να κρατηθούν, προβάλλει μπροστά μας είτε έχει να κάνει με τον συναισθηματικό κόσμο της τραγικής φωνής της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη, είτε με το συγγραφικό ταλέντο του σύγχρονου πεζογράφου Κωστή Γκιμοσούλη, είτε με τον αρχαίο λυρικό ερωτικό λυρικό και ορισμένες φορές αισθησιακό λόγο της ποιήτριας Σαπφώς. Ο Κωστής Γκιμοσούλης κατόρθωσε και σύζευξε «κομμάτια» του λογοτεχνικού χρόνου, γυναικείες φωνές και συναισθήματα, αδιέξοδα ερωτικά, περιβάλλοντα διαχρονικά που, πάντα ο έρωτας, είναι ένα άπιαστο όνειρο, ενώ ο Άλλος είναι το διαρκές ζητούμενο. Είτε είναι αρχαία φιλενάδα, είτε είναι «καταραμένος» ποιητής είτε είναι φίλη σημερινή, του κύκλου του Γκιμοσούλη. Ο Άλλος- «ο Ξένος» για να θυμηθούμε και την ωραία και καλογυρισμένη κινηματογραφική ταινία «Δεσποινίς ετών 39» εικονογραφείται πλουσιοπάροχα- κινεί τα νήματα στο διαμερισματοποιημένο σε μικρά κεφάλαια- ενότητες μυθιστόρημα «Βρέχει φως» του Κωστή Γκιμοσούλη. Δεν έχει κατά την κρίση μου τόσο σημασία στο πως διαχειρίζεται τους αρχαίους στίχους, στο πώς αλλάζει την λειτουργική τους σημασία, από αυτήν που τους είχε δώσει στην πρώτη τους μορφή η αρχαία λυρική ποιήτρια, αλλά, στο πως εύστοχα κατορθώνει να συνταιριάξει τρείς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ανθρώπινες φωνές. Πώς ενώνει αναπνοές ζωής και ποίησης του τότε με το σήμερα. Η ομορφιά δεν κατακτάται, είναι διαρκές ζητούμενο και γιαυτό είτε στην αρχαία ποιήτρια είτε στην σύγχρονη,-Σαπφώ- την Μαρία Πολυδούρη-θα παραμείνει έναν ανοιχτό ερώτημα. Η Τασούλα Καραγεωργίου στον Πρόλογό της ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα, γράφει ότι η Σαπφώ αναμετράει την ομορφιά με ομορφιά. «Η ομορφιά στη Σαπφώ δεν συγκρίνεται με την ασχήμια αλλά με την ίδια την ομορφιά, γιατί στην κλίμακα των αξιών της το ωραίο έχει βαθμίδες, και χρέος της ποίησης είναι να το αναζητήσει και να το εγκαθιδρύσει στο υψηλότερο σκαλοπάτι», σ.10. Μία εύστοχη παρατήρηση που αξίζει να προσεχθεί από όσους πειραματικά ή όχι αποφασίζουν να αναμετρηθούν μεταφραστικά με την ποίησή της Σαπφώς. Και ενδέχεται να υπερσκελίζει το Ντοστογιεφσκικό τσιτάτο περί Ομορφιάς,  που όλοι μας «πιπιλίζουμε», δίχως να αναρωτιόμαστε τι ρόλο έπαιξε μέσα στην συγγραφική παρουσία του μεγάλου ρώσου σλάβου συγγραφέα. Αποδεχόμενοι την επισήμανση αυτή-της Τ. Καραγεωργίου- όχι μόνο αισθητικής φύσεως αλλά και στο πεδίο της χρήσης της γλώσσας, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε αν η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη πρέσβευε παρόμοιες θέσεις σχετικά με τον ρόλο της ποίησης και την επιλογή των λέξεων. Η σύγκριση δεν είναι «ύβρις», ο ποιητικός λόγος έχει πολλούς, συχνούς και διαρκείς διαύλους επικοινωνίας με τους διαχρονικούς αναγνώστες του, ρέει σε πολλά ρεύματα για να φθάσει μέχρι τον σημερινό αναγνώστη του. Και δεν νομίζω ότι είναι τυχαία η σύζευξη αρχαίων στίχων της Σαπφώς μέσα στο μυθιστόρημα του Κωστή Γκιμοσούλη. Πάντως είναι εύστοχος ο προσδιορισμός Αγορίτσι, με ότι αυτό συνεπάγεται στις ερωτικές επιλογές του καθενός. Αλλά ποιες οι θέσεις του ως ποιητή και «λυρικού πεζογράφου» τουλάχιστον σε ορισμένες του πεζογραφικές στιγμές, είναι ένα άλλο ζητούμενο. Εξάλλου, τώρα πλέον, θα έχει την «ευκαιρία» να συζητήσει αυτά τα ενδοοικογενειακά της τέχνης ζητηματάκια και με την Σαπφώ και την Μαρία Πολυδούρη και ίσως, επιτέλους συναντήσει και το ερωτικό είδωλο του Άλλου, διαμορφώνοντας ιδία γνώμη.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023   

 

     

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου