Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Μνήμη ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου

           Μνήμη ποιητή Ντίνου  Χριστιανόπουλου

Θεσσαλονίκη 20/3/1931- Θεσσαλονίκη 11/8/2020

         Συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την κοίμηση του ποιητή, πεζογράφου, μεταφραστή και εκδότη από την Θεσσαλονίκη Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ενός έλληνα δημιουργού του οποίου ούτε η ζωή ούτε κυρίως το έργο, η σύνολη συγγραφική και καλλιτεχνική παρουσία πέρασε απαρατήρητη και ασχολίαστη από το καλλιεργημένο και μη κοινό της εποχής του. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπρόσωπους των Γραμμάτων της συμπρωτεύουσας και όχι μόνο. Ο ποιητικός και πεζογραφικός του λόγος, οι εκδοτικές του δραστηριότητες και άλλες καλλιτεχνικές ασχολίες, (διοργάνωση εκθέσεων ζωγραφικής, συλλογή ρεμπέτικων τραγουδιών, η αγάπη και το ενδιαφέρον του για τον Βασίλη Τσιτσάνη, οι εκδόσεις της «Διαγωνίου», το ομότιτλο περιοδικό που εξέδωσε, οι μεταφράσεις του και πολλές άλλες του εργασίες) ξεπέρασαν τα στενά όρια της Θεσσαλονίκης και τον κατέστησαν έναν από τους σημαντικότερους ποιητές και συγγραφείς των ελληνικών γραμμάτων της σύγχρονης Ελλάδος. Σαν προσωπικότητα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κοιτούσε πάντα να κεντρίζει το καλλιτεχνικό και κοινωνικό κατεστημένο με τα λεγόμενά του, τις συνεντεύξεις του και τα γραπτά του. Ζητούσε να αφυπνίσει την αστική και μικροαστική μας καθημερινότητα και συνήθειες. Ήταν ειλικρινής, ευθύς χαρακτήρας, σωστός χειριστής της ελληνικής γλώσσας στην ιστορική της διαχρονία, άψογος χρήστης του προφορικού καθημερινού λόγου. Κυριολεκτούσε σε κάθε του γλωσσικό βηματισμό. Η γλωσσική του κλίμακα στηρίζονταν στον ζωντανό και ρέοντα προφορικό λόγο δίχως υφολογικά στραμπουλήγματα ή αισθητικές ιδιοτυπίες προερχόμενες από μία πολιτικών και ιδεολογικών προδιαγραφών δημοτική εκφορά της ελληνικής γλώσσας. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, πέρα από το γεγονός ότι στον ιδιωτικό του βίο υπήρξε ένας βαθειά ερωτικός και μοναχικός άνθρωπος, είναι ίσως, από τους μετρημένους στα δάχτυλα σύγχρονους έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα που κατόρθωσε να αναδείξει την μαγεία και την ομορφιά του προφορικού λόγου των απλών καθημερινών Ελλήνων μέσα στο έργο του. Ο αναγνώστης της γραφής του, ακόμα και ο πλέον αμύητος στην τέχνη της ποιήσεως και του δοκιμιακού και φιλολογικού λόγου, θα διαπιστώσει ότι ο Χριστιανόπουλος επανέφερε στην επιφάνεια της σύγχρονης ομιλούσας επικαιρότητας, της απλής καθημερινής συζήτησης και κουβέντας μεταξύ μας, την προφορικότητα της ελληνικής γλώσσας. Την κύρια δυναμική της. Χωρίς εκζητήσεις, συνόψισε την εκφραστικότητα του προφορικού λόγου και την διοχέτευσε μέσα στον γραπτό, ποιητικό ή πεζό. Είτε στάθηκαν θετικά είτε στάθηκαν αρνητικά απέναντί του διάφορες κριτικές φωνές της εποχής του, δεν μπόρεσαν να μην του αναγνωρίσουν την ζωντάνια, την ανθηρότητα, την δωρικότητα και την πολυχρωμία της γραφής του η οποία στηρίζονταν, οικοδομούνταν με τα πλούσια υλικά του προφορικού λόγου, της καθημερινής προφορικής ομιλίας, της λαλιάς των απλών ανθρώπων που συναναστρέφονταν και έκανε παρέα, γλεντούσε, οι οποίοι συζητούν με την ίδια σοβαρότητα και χάρη, ευκολία για τα πιο σπουδαία συμβαίνοντα έως τα πλέον καθημερινά και ευτελή της ζωής των. Για τα αδιέξοδα των οικογενειών τους αλλά και για ένα βιβλίο που διάβασαν και τους συγκίνησε, για την ερωτική ποίηση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη και για τον πατριωτικό τόνο των ποιητικών σπαραγμάτων του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, ενώ παράλληλα αφηγούνταν με θλίψη τις άτυχες στιγμές των ερωτικών τους συνευρέσεων, των κοινωνικών αντιξοοτήτων τους. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος διαμόρφωσε ένα πλαίσιο κοινωνικών και ποιητικών αναφορών όπου μέσα του κινούνταν οι σωματικές και ψυχικές, συνειδησιακές ανάγκες όχι ηρώων και ποιητικών ινδαλμάτων της λογοτεχνίας, αλλά καθημερινών ατόμων της πιάτσας και της αγοράς, των υγρών σοκακιών και των λαϊκών ταβερνών, των λαϊκών κινηματογράφων, που συχνάζουν διπλανοί μας με τους καημούς, τα πάθη τους και τις γήινες και φθαρτές αμαρτωλές ή μη ανάγκες τους, επιθυμίες και λαγνείες τους. Ο λόγος του έχει τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα ονομάζαμε βιωμένος ρεαλισμός. Δραματικότητα και ευαισθησία του καθημερινού γεγονότος της αληθινής ζωής. Δήλωση του ανικανοποίητου και της σωματικής ερωτικής ερημιάς, της εκτροπής από την κοινωνική κανονικότητα η οποία μεταπλάστηκε σε καλλιτεχνικό «κουσούρι». Είναι η γυμνή και σκληρή αλήθεια της ίδιας της βιωμένης ζωής που μιλά και φιλοτεχνείται μέσα στο έργο του και όχι τα πάθη κάποιου συγγραφικού ήρωα. Ο Χριστιανόπουλος διασώζει την ομορφιά των εσωτερικών «ενοχών» μας. Το υπέδαφος της γραφής του ή τουλάχιστον, ένα μέρος από αυτό, είναι σπαρμένο με τα ίδια υλικά που είναι σπαρμένη και η γραφή του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Της ιερής και ερωτικής φωνής του αγίου των ελληνικών γραμμάτων. Διαθέτει την αυτοβιογραφική αλήθεια και ανθρώπινη μαρτυρία των Ντοστογιεφσκικών ηρώων, οι οποίοι αποτυπώνουν την «σκοτεινή» την χθόνια και πήλινη πλευρά του χαρακτήρα του ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, σαν γυναικά, πότη, χαρτοπαίχτη κλπ. Συμπτώσεις ανόμοιων καταβολών ενός σλάβου με έναν έλληνα. Κοινή η πηγή ζωής με τα θαύματά της και τις διαψεύσεις της, τα χαρακτηριστικά των βιωμάτων της. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν ιεραρχεί τα πάθη του, δεν τα επιμερίζει σε λιγότερο ή περισσότερο επώδυνα, τραγικά ή ευτράπελα, ο Χριστιανόπουλος, έρχεται με έναν όχι και τόσο βουβό σπαραγμό να μας αποκαλύψει αυτό που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε γιατί μας πονά αβάσταχτα και μας τρομάζει, μας φοβίζει, όχι την μοναξιά του έρωτα, όχι την μοναχικότητα του ανθρώπου αλλά την ερημιά της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, της ίδιας της Ζωής στην εξέλιξή της μέσα στην βιολογική και πολιτισμική παγκόσμια ιστορία. Είτε αποδεχόμαστε τους μεγάλους καθολικούς θρησκευτικούς μύθους της ανθρωπότητας, είτε αποδεχόμαστε την θεωρία του Κάρολου Δαρβίνου, το αιτούμενο είναι ένα, η επιστροφή στον όποιο φανταστικό παράδεισο, ειδυλλιακή κατάσταση, αυτό όμως είναι και ανέφικτο πλέον και ακατόρθωτο μέσα στην Ιστορία. Ο Αδάμ και η Εύα μαζί με τον όφι εξήλθαν της παραδείσιας κατάστασης, το θεϊκό σχέδιο έμεινε ημιτελές, ο Θεός στην αυτάρκεια της μοναχικότητάς του και ο Άνθρωπος στην ερημιά της εξορίας του. Αμαρτία πλέον είναι η ελεγχόμενη πολιτιστικά και πολιτισμικά μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας ανθρώπινη ελπιδοφορία, η επιθυμία και διάθεση επιστροφής, σε ένα γερασμένο και εξαντλημένο από τους πρωταρχικούς του ζωογόνους χυμούς παραμυθίας περιβάλλον. Το κενό δεν είναι έξω από εμάς αλλά μέσα μας και δεν πρόκειται να γεμίσει με ετεροχρονισμένες επικλήσεις και προσευχητικές προσδοκίες ενός Όντος που θελουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε γερασμένες και ρυτιδιασμένες Εικόνες του. Η εξορία του ανθρώπου οριστικοποιήθηκε εδώ και αιώνες και αντανακλάται σε κάθε πτυχή και περιπέτεια της βιωμένης ζωής του ανθρώπινου όντος, με όποια καλλιτεχνικά ψιμμύθια και αν το ντύσουμε. Αυτήν την λαϊκή ας μου επιτραπεί ερημιά και απόγνωση είναι που ανιχνεύει και εξερευνά, των προσωπικών του βιωμάτων και των γύρων του, ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ο ποιητής που δεν δέχτηκε να υιοθετήσει δραματικές πλαστικοποιήσεις των βιωμάτων του για να μας συγκινήσει. Μας πρόσφερε το περίσσευμα της ερημιάς του με τα ποιητικά φιλοδωρήματα της γραφής του, του προφορικού του λόγου. Ίσως η μόνη παρηγορητική του μήτρα να υπήρξε η γενέθλια πόλη του. Αυτή η πολυπολιτισμική ελληνική πόλη της Μακεδονίας κολυμπήθρα ημερήσιων και νυχτερινών ποικίλων έντονων βιωμάτων όπου η λάβρα τους αγκαλιάζει τα σώματα και πιρουνιάζει τις ψυχές των κατοίκων της. Μιάς πόλης αφτιασίδωτης όπως και ο χαρακτήρας του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου που έφυγε πριν τρία χρόνια από κοντά μας.

     Ο γράφων έχει αναφερθεί αρκετές φορές στην περίπτωση του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου στον έντυπο τύπο, το ίδιο και στο ιστολόγιό του Λογοτεχνικά Πάρεργα έχει δημοσιεύσει μικρές εργασίες και πληροφοριακά και άλλα στοιχεία για τον Θεσσαλονικιό ποιητή. Έχει αποδελτιώσει ακόμα τους τίτλους των Ποιημάτων του. Ας προσθέσουμε ένα σύντομο γνωστό βιογραφικό του και το κείμενο του Χριστιανόπουλου που δημοσιεύτηκε στον τόμο «Ανοιχτές επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι».

     Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου του 1931 και έφυγε από την ζωή στις 11 Αυγούστου του 2020. Το 1954 παίρνει το πτυχίο της κλασικής φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Φίλοι του ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου, ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης, ο πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, η αδερφή του ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, η ποιήτρια Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο Κάρολος Τζίζεκ και όλη η ομάδα των σύγχρονων Θεσσαλονικιών δημιουργών που οικοδόμησαν την Σχολή της Θεσσαλονίκης με τους οποίους συνεργάστηκε στενά. Ο ίδιος διέσωσε ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής προσφοράς της συμπρωτεύουσας. Στα χρόνια μεταξύ 1957 έως 1965 διετέλεσε Βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Ενώ από το 1952 έως το 1995 εργάστηκε επαγγελματικά μεταξύ άλλων ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και εκδόσεων. Από το 1958 έως το 1983 υπήρξε εκδότης του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού «Διαγώνιος». Από το 1962 έως το 1998 ίδρυσε και υπήρξε διευθυντής των καλαίσθητων μικρών βιβλίων των εκδόσεων της «Διαγωνίου». Από το 1974 έως το 1996 διετέλεσε διευθυντής της Μικρής Πινακοθήκης της «Διαγωνίου». Τέλος, από το 1998 έως το 2005 υπήρξε συνιδρυτής μαζί με τον Νίκο Στρουθόπουλο της γνωστής «Παρέας του Τσιτσάνη».               

ΜΙΑ  ΣΧΕΣΗ

Ντίνος   Χριστιανόπουλος

Στον τόμο: ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ.

ΜΕ ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ

Συλλογή και φροντίδα: ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ

Εκδόσεις ΜΠΑΣΤΑΣ-ΠΛΕΣΣΑΣ, Μάρτιος 1996, σ.280- 283

      Τη δουλειά του Μάνου Χατζιδάκι την παρακολουθώ από το 1947. Μαθητής Γυμνασίου τότε και αργότερα φοιτητής, έβλεπα με συμπάθεια την προσπάθειά του να εισαγάγει τα νέα λαϊκά στοιχεία στο τραγούδι, στο χορόδραμα, στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Εκείνο όμως που κυρίως με ενδιέφερε ήταν η σχέση του με το ρεμπέτικο. Έκανα μεγάλες χαρές όταν διάβασα στην Ελληνική Δημιουργία αποσπάσματα από την ομιλία που είχε δώσει τον Φεβρουάριο του 1949 στο Θέατρο Τέχνης με τίτλο «Ερμηνεία και θέση του ρεμπέτικου τραγουδιού». Η ομιλία αυτή του Χατζιδάκι μου είχε δώσει μεγάλο κουράγιο στον αγώνα μου για τα ρεμπέτικα. Και η διάλεξή μου τον Μάϊο του 1954 για τη μορφή της μάνας στα ρεμπέτικα τραγούδια είχε σαν πρότυπο τη διάλεξη αυτή.

     Τον Ιανουάριο του 1951 γνωριστήκαμε στην Αθήνα, μέσω του κοινού μας φίλου Kimon Friar. Λαχταρούσα πολύ να συζητήσω μαζί του για το ρεμπέτικο, μα η στάση του με πάγωσε. Είχε μιά έπαρση και μιά ακαταδεξιά, που δεν την είχα συναντήσει σε κανέναν άλλο. Κατάλαβα πώς δεν ταιριάζαμε. Κι όλος μου ο θαυμασμός μετατράπηκε σε προκατάληψη.

     Τον Ιούλιο του 1960 δημοσίευσα στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Δράσις ένα άρθρο με τον τίτλο «Μάνος Χατζιδάκις», ο συμπαθής νοθευτής του ρεμπέτικου τραγουδιού» και με υπότιτλο «Ρεμπετοποίησε το ελαφρό τραγούδι και ελαφροποίησε το ρεμπέτικο». Στο άρθρο εκείνο σημείωνα ότι «ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκίνησε από θαυμαστής του ρεμπέτικου. Ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει πώς η ζωντανή παράδοση δεν ζούσε πιά στα δημοτικά τραγούδια αλλά στην καταφρονημένη μουσική του λιμανιού και της ταβέρνας. Το αποτέλεσμα ήταν να γοητευτεί και να επηρεαστεί από το ρεμπέτικο». Και πιό κάτω: «Ο Χατζιδάκις ήταν ο πρώτος που επεσήμανε την αξία του ρεμπέτικου και έδωσε το σύνθημα για την «αξιοποίηση» του. Έτσι στάθηκε ο πρώτος που άνοιξε το  δρόμο στη διαφθορά του λαϊκού τραγουδιού. Αμέσως μετά η μόδα, οι κοσμικές ταβέρνες, η επιθεώρηση και οι κινηματογραφικές αισθηματολογίες το εκμεταλλεύθηκαν κατά κόρο, μέχρι πού το μπαστάρδεψαν». Στη συνέχεια, χώριζα τα τραγούδια του Χατζιδάκι σε τρείς κατηγορίες: τις απομιμήσεις του ρεμπέτικου (τα τραγούδια της Στέλλας), τα λαϊκότροπα με αφομοιωμένες τις ρεμπέτικες επιδράσεις («Γαρύφαλλο στ’ αυτί»), και τα ξενότροπα που θύμιζαν γαλλικά τραγούδια χωρίς να λείπουν οι λαϊκές αναμνήσεις («Τα παιδιά του Πειραιά»). Και το αποτέλεσμα: «Φιλοδοξίες που άρχισαν από τη νόθευση του ρεμπέτικου και κατάντησαν στο να αποχτήσουμε ένα ακόμη καλό συνθέτη ελαφράς μουσικής».

     Το άρθρο αυτό, με τον επιθετικό του χαρακτήρα, ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις. Επί δύο μήνες η εφημερίδα έπαιρνε αγανακτισμένα γράμματα, από τα οποία δημοσίευσε μόνο τέσσερα, τα πιό κόσμια. Εγώ πάντως είχα μετανιώσει για τον εριστικό μου τόνο, όχι όμως και για τις θέσεις μου. Σε όσους με κατηγορούσαν ότι αυθαδίασα, έλεγα πώς επρόκειτο για μιά πολεμική εναντίον των νοθευτών του ρεμπέτικου και ότι, στο κάτω-κάτω, όταν πολεμάει κανείς δεν μπορεί να είναι άψογος και κόσμιος. Και ο Χατζιδάκις, δεν έμαθα ποτέ αν διάβασε το άρθρο μου και αν γνώριζε τις άλλες εκδηλώσεις μου για το ρεμπέτικο. Όσο για μένα, συνέχισα να παρακολουθώ τα τραγούδια του, όμως χωρίς ενθουσιασμό πιά. Και μερικές φορές που μου δόθηκε η ευκαιρία να πω δημόσια τη γνώμη μου γι’ αυτόν, ήμουν αρνητικός.

     Ξαφνικά κάτι άλλαξε: ο Χατζιδάκις ανακάλυψε την ποίησή μου. Από το 1979 άρχισε, με όλο και πιό επιταχυνόμενο ρυθμό, να με μνημονεύει στις συνεντεύξεις του με εκτίμηση και αγάπη. Τη χρονιά αυτή ασχολήθηκε με ένα ποίημά μου σε ένα από τα σχόλια του Τρίτου (που ένα χρόνο μετά, τα τύπωσε σε βιβλίο). Το 1981, στο «Μουσικό Αύγουστο», μου αφιέρωσε μία ημίωρη εκπομπή, που ίσως είναι η καλύτερη από όσες έχουν γίνει για μένα. Στην εκπομπή αυτή διαβάζει ποιήματά μου η Κίτη Αρσένη, με μουσική υπόκρουση ρεμπέτικων στη γνωστή μεταγραφή του Χατζιδάκι, και με παραγωγό την Ειρήνη Λεβίδη. Πάντως, στο ωραίο εισαγωγικό σημείωμα και στην επιλογή των ποιημάτων πρέπει να έβαλε το χέρι του και ο Χατζιδάκις. Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ετοίμαζε το περιοδικό του, το Τέταρτο, μου ζήτησε συνέντευξη για το πρώτο τεύχος. Δέχτηκα αμέσως, όχι μόνο για να δώσω ένα τέλος στην πολύχρονη εχθροπάθεια αλλά και για να ανταποκριθώ στην τιμή που μου έκανε. Έτσι δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1985 η συνέντευξη που μου πήρε ο Στάθης Τσαραγκουσιάνος εκ μέρους του Χατζιδάκι’ το αξιόλογο εισαγωγικό της σημείωμα πρέπει να είναι κι αυτό γραμμένο από τον Χατζιδάκι.

     Με τον καιρό, η αγάπη του Χατζιδάκι για τα ποιήματά μου φαίνεται πως εξελίχθηκε σε έρωτα’ έχω μάλιστα ορισμένες ενδείξεις ότι το αρχικό έναυσμα για να  με μελοποιήσει ανάγεται στο 1980. Πάντως, το 1990, ένας μαθητής του, ο Γιώργος Φιλιππάκης, μελοποίησε ένα από τα τραγούδια μου, μα η μελοποίηση δε μου άρεσε. Τότε ο Χατζιδάκις πληροφορήθηκα ότι είπε: «Ας μη διαμαρτύρεται ο Χριστιανόπουλος. Του ετοιμάζουμε μεγάλες τιμές. Μέχρι και υψίφωνος της Λυρικής θα τον τραγουδήσει».

     Και ξαφνικά, τον Μάϊο του 1991, δέχτηκα τηλεφώνημά του. Είχαν περάσει ακριβώς σαράντα χρόνια χωρίς νε έχουμε την παραμικρότερη επικοινωνία. Η φωνή του στο τηλέφωνο, αν και βραχνή, μου φάνηκε τρυφερή και μελαγχολική. Μου είπε πώς νοσταλγούσε πολύ τη Θεσσαλονίκη, που την αγαπούσε ιδιαίτερα, μου είπε πώς λάτρευε την «πανέμορφη» ποίησή μου και πώς έγραψε ένα νέο κύκλο τραγουδιών με τον τίτλο Τα τραγούδια της αμαρτίας, που θα τα τραγουδούσε μιά νέα ανακάλυψή του από τη Θεσσαλονίκη, ο νεαρός τραγουδιστής Ανδρέας Καρακότας. Και πρόσθεσε ότι ετοιμαζόταν να φωτογραφήσει ή να κινηματογραφήσει τα Λαδάδικα, που του χρειάζονταν σαν ντεκόρ κατά την εκτέλεση των τραγουδιών του’ και ότι θα μου ξανατηλεφωνούσε.

     Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, αναρωτήθηκα γιατί άραγε μου τα έλεγε όλα αυτά. Και μόνο πέντε μήνες αργότερα, όταν διάβασα στην Καθημερινή ότι Τα τραγούδια της αμαρτίας που ετοίμαζε ήταν γραμμένα επάνω σε ποιήματά μου, τότε κατάλαβα: όταν μου τηλεφώνησε ο Χατζιδάκις, ήταν τόσο συγκινημένος, που δεν τόλμησε να μου το πει- άλλη εξήγηση δεν έβρισκα. Χρειάστηκε να περιμένω άλλα δύο χρόνια για να διαβάσω στο Βήμα (Φεβρουάριος 1993) τη σημαντική δήλωσή του, ότι Τα τραγούδια της αμαρτίας- πού για πρώτη φορά αναφέρθηκαν με τον τίτλο Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος- «δεν είναι το έργο του Χριστιανόπουλου, αλλά ένα έργο δικό μου». Ανακουφίστηκα, γιατί πολλοί με ρωτούσαν πώς είχε γίνει  αυτή η «συνεργασία» και τι γνώμη είχα γι’ αυτήν. Δεν υπήρχε καμιά συνεργασία, το είπε ξεκάθαρα ο Χατζιδάκις: «Πήρα τους στίχους του κι έφτιαξα ένα δικό μου έργο».

     Το καλοκαίρι του 1993, χάρη στον κύριο Giles Decorvet, πληροφορήθηκα επιτέλους τι ήταν αυτό που ετοίμαζε ο Χατζιδάκις, στο οποίο είχε δοθεί τόση δημοσιότητα: δεν ήταν μιά απλή σειρά τραγουδιών αλλά κάτι σαν συμφωνικό ποίημα, που θα εμφανιζόταν ως χορόδραμα από την «Ομάδα Εδάφους» (γι’ αυτό και ο Χατζιδάκις έψαχνε στα Λαδάδικα για σκηνικό). Τα ποιήματα που μου είχε μελοποιήσει-παρμένα από όλες τις ποιητικές μου συλλογές-ήταν είκοσι εφτά. Δεν ξέρω, ωστόσο, ά την όλη αυτή σύνθεση πρόλαβε να την ολοκληρώσει ή έμεινε μισή.

     Τέλος, τον Νοέμβριο του 1993, άκουσα τέσσερα τραγούδια από την ενότητα αυτή. Τα τραγούδησε στην «Αίγλη» ο Ανδρέας Καρακότας σε πανελλήνια πρώτη. Στην αρχή δε μου άρεσαν, και μόνο όταν τα άκουσα πολλές φορές μπόρεσα, επιτέλους, να καταλάβω τα μυστικά της τέχνης του Χατζιδάκι.

      Αυτή, με λίγα λόγια, υπήρξε η σχέση μου με τον Χατζιδάκι. Μας χώρισε το ρεμπέτικο, μας ένωσε η ποίηση. Κι όλα τα ενδιάμεσα ζίγκ- ζάγκ, όπως και να τα δει κανείς, ένα και μόνο φανερώνουν: την προσπάθεια του καθενός μας να διαφυλάξει τη δική του αλήθεια.

       ΝΤΙΝΟΣ  ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ιανουάριος 1995

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου